(2011) 1 ΑΑΔ 1875
[*1875]24 Οκτωβρίου, 2011
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
IRINA BONDARENKO ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ,
Εφεσείουσα,
v.
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ,
Εφεσιβλήτου.
(Έφεση Αρ. 7/2010)
Οικογενειακό Δίκαιο ― Σχέσεις Γονέων και Τέκνων ― Διατροφή ανηλίκου ― Το μέτρο με το οποίο θα καθοριστεί η διατροφή δεν επιδέχεται αποτίμησης με απόλυτους αριθμούς, ούτε αναμένεται η απόδειξη κονδυλίων με ιδιαίτερη αυστηρότητα ― Η κοινή λογική και εμπειρία προσφέρει τη βάση για τέτοιο καθορισμό ― Το ποσό το οποίο επιδιώκει ο αιτούμενος τη διατροφή γονέας προς όφελος του ανηλίκου τέκνου του, αποτελεί ποσό το οποίο συνυπολογίζεται στις ευρύτερες οικονομικές δυνατότητες του γονέα αυτού και επηρεάζει συνακόλουθα και τον επιμερισμό που γίνεται μεταξύ αυτού και του ετέρου των γονέων από τον οποίο αναζητείται η διατροφή.
Οικογενειακό Δίκαιο ― Σχέσεις Γονέων και Τέκνων ― Διατροφή ανηλίκου ― Διεκδίκηση αναλογίας ενοικίου για τον ανήλικο ― Η διατροφή σκοπό έχει να καλύψει τις καταναλωτικές και όχι τις κεφαλαιουχικές δαπάνες προς απόκτηση ακίνητης ιδιοκτησίας ― Το ενοίκιο ως καταναλωτικό έξοδο, τότε μόνο θα ήταν δυνατό να συνυπολογιστεί εάν προέκυπτε συγκεκριμένο ποσό με το οποίο θα βαρυνόταν ο έχων τη φύλαξη του ανηλίκου, πρόσθετα από αυτό της ανάγκης στέγασης του ιδίου του γονέα που έχει τη φύλαξη του και που άλλως δεν θα επωμιζόταν εάν δεν διαλυόταν ο γάμος.
Οικογενειακό Δίκαιο ― Διατροφή ανηλίκου ― Αναδρομικότητα ― Μπορεί να διαταχθεί αναδρομική καταβολή διατροφής από την ημέρα της υποβολής της αίτησης ή από κάποιο μεταγενέστερο χρονικό σημείο, ανάλογα με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης ― Η διαπίστωση διαφοροποίησης των στοιχείων που επενήργησαν στο προσδιορισμό του [*1876]ύψους της διατροφής κατά το χρονικό διάστημα της υποβολής της αίτησης μέχρι τη δίκη, είναι παράγοντας σχετικός ― Δεν μπορεί να αποτελεί λόγο άρνησης έκδοσης ή περιορισμού της έκτασης της αναδρομικότητας του διατάγματος, η απλή επίκληση εκ των υστέρων δυσκολίας προς ικανοποίηση της υποχρέωσης που υφίστατο έκτοτε ― Η αναδρομική ισχύς του διατάγματος διατροφής δεν επιβάλλει υποχρέωση συνεισφοράς στον εφεσίβλητο πέραν της πραγματικής του υποχρέωσης.
Η έκδοση τελικού διατάγματος από το Οικογενειακό Δικαστήριο, με το οποίο καθόρισε τη συνεισφορά του εφεσίβλητου στη διατροφή του ανηλίκου τέκνου της εφεσείουσας και του εφεσίβλητου, στα €400 μηνιαίως, εφεσιβλήθηκε από την εφεσείουσα.
Μεταξύ άλλων το Οικογενειακό Δικαστήριο απέρριψε την εισήγηση της εφεσείουσας για αναδρομική ισχύ του διατάγματος από την ημέρα καταχώρησης της αίτησης, ενώ δεν επιδίκασε οποιοδήποτε ποσό αναλογίας ενοικίου το οποίο διεκδικήθηκε για τον ανήλικο και δεν απέδωσε μέρος των εξόδων του νοικοκυριού για το λογαριασμό νερού, ρεύματος και τηλεφώνου.
Με την έφεση που ασκήθηκε, η εφεσείουσα υποστήριξε μεταξύ άλλων ότι:
α) Λανθασμένα καθορίσθηκαν οι ανάγκες διατροφής του ανηλίκου στο μηνιαίο ποσό των €727,50.
β) Ήταν εσφαλμένος ο τρόπος καθορισμού των οικονομικών δυνατοτήτων των διαδίκων και τα πρωτόδικα συμπεράσματα ήταν αυθαίρετα, ιδιαιτέρως το εύρημα ότι η εφεσείουσα είχε δυνάμεις πέραν του μισθού της τις οποίες μάλιστα απέκρυψε.
γ) Λανθασμένα το Δικαστήριο δεν επεδίκασε οποιοδήποτε ποσό αναλογία ενοίκιου και εξόδων νοικοκυριού.
δ) Η κρίση του να μην επιδικάσει αναδρομική διατροφή, ήταν επίσης λανθασμένη.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η κρίση του Δικαστηρίου ότι η καταβολή ενοικίου από τον γονέα με τον οποίο διαμένει το τέκνο δεν αποτελεί μέρος της διατροφής του ανηλίκου, ήταν κατ’ ουσίαν ορθή.
2. Η μαρτυρία έδειξε ότι η εφεσείουσα επέλεξε να πωλήσει το ιδιόκτητο διαμέρισμα της και να ενοικιάσει σπίτι στο οποίο διαμένει με τον νυν συμβίο της και το έτερο παιδί που η ίδια απέκτησε με τον τελευταίο. Εφόσον έχει τη φύλαξη του ανηλίκου και η ίδια έχει και τις δι[*1877]κές της στεγαστικές ανάγκες οι οποίες καλύπτουν, κατά την επιλογή της, και τον συμβίο της και το έτερο παιδί που απέκτησε, δεν ήταν δυνατό να επιμερίζεται ποσό που αναλογεί ή που θα μπορούσε να αναλογίσει, στη βάση κάποιας ενδεχόμενης μαθηματικής φόρμουλας, ως ενοίκιο που θα αφορούσε αποκλειστικά και μόνο τη διαμονή του ανήλικου. Τέτοια άσκηση είναι πλασματική και έξω από τη λογική των πραγμάτων.
3. Τα ίδια ίσχυαν και για το παράπονο για τη μη απόδοση μέρους των εξόδων του νοικοκυριού για το λογαριασμό νερού, ρεύματος και τηλεφώνου. Η επιδίωξη της εφεσείουσας να επιμερίσει με τέτοιο τρόπο τη συνεισφορά του εφεσίβλητου, αντιστρατευόταν την ευρύτερα διακηρυχθείσα αρχή στο οικογενειακό δίκαιο, ότι το μέτρο με το οποίο θα καθοριστεί η διατροφή δεν επιδέχεται αποτίμησης με απόλυτους αριθμούς.
4. Δεν ήταν δυνατή η αναζήτηση ποσού που αφορούσε αποκλειστικά και μόνο το εξοδολόγιο με το οποίο ο ανήλικος επιβαρύνει τον οικογενειακό προϋπολογισμό σ’ ό,τι αφορούσε τα επιμέρους κονδύλια του νερού, του ηλεκτρισμού και του τηλεφώνου. Τη στιγμή που χρήση των ανωτέρω γίνεται και από την ίδια την εφεσείουσα και το συμβίο της ή και από ή προς όφελος του ετέρου των παιδιών της. Επομένως η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν εύλογη.
5. Ομοίως και για τις υπόλοιπες επιμέρους κρίσεις ως προς τα ποσά που αναλογούσαν για διακίνηση, ένδυση-υπόδηση, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, ψυχαγωγία, εκμάθηση ξένης γλώσσας κλπ., δεν εντοπιζόταν οτιδήποτε το θεμελιακά λανθασμένο ώστε να ήταν αναγκαία η επέμβαση.
6. Σχετικά με τη θεώρηση από το Δικαστήριο ότι η εφεσείουσα είχε αποκρύψει πόρους, αυτό σε καμιά περίπτωση δεν λειτούργησε σε βάρος της, εφόσον το Δικαστήριο αποδέχθηκε το ποσό των €1.190 ως το μηνιαίο εισόδημά της, ως η μαρτυρία της, χωρίς να τη μειώσει ένεκα άλλων πόρων. Η σκέψη του Δικαστηρίου στο ζήτημα παρέμεινε θεωρητική και χωρίς πρακτικό αντίκρισμα.
7. Ως προς την εισοδηματική ικανότητα του εφεσίβλητου και το πραγματικό μηνιαίο εισόδημα του, διαπιστωνόταν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέφρασε επ’ αυτού κρίση και δεν προέβη σε εύρημα. Η δε μαρτυρία της εφεσείουσας ως προς το εισόδημα του εφεσίβλητου δεν αμφισβητήθηκε. Δεν υπήρχε λόγος γιατί το Δικαστήριο να μην δεχόταν τις €1.708,60 ως το εύλογο εισόδημα του εφεσίβλητου στη βάση όλων των ενώπιον του δεδομένων. Καθορίστηκε [*1878]επομένως το πιο πάνω ποσό ως το αντιπροσωπεύον τη μηνιαία εισοδηματική ικανότητα του.
8. Η αναλογία αυτή σε σχέση με το ποσό των €725,50 που χρειαζόταν ο ανήλικος μηναίως ως έξοδα διαβίωσης, οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι ο εφεσίβλητος όφειλε να πληρώνει €428 μηνιαίως έναντι €297 της εφεσείουσας και η πρωτόδικη απόφαση διαφοροποιήθηκε αναλόγως.
9. Το πρωτόδικο Δικαστήριο διέπραξε σφάλμα με τη μη απόδοση αναδρομικότητας στο επιδικασθέν ποσό διατροφής. Η διατύπωση του Άρθρου 36 του Νόμου αρ. 216/90, στον ενεστώτα χρόνο, δεν αποκλείει την αναδρομικότητα της παρεχόμενης διατροφής, διαφορετικά θα καθίστατο άνευ σημασίας η ημερομηνία καταχώρησης της αίτησης, με την οποία καθορίζονταν οι τότε ενεστώσες ανάγκες του δικαιούχου.
10. Ο καθορισμός των ποσών προς διατροφή του ανηλίκου λαμβάνει μεν υπόψη τις διαφοροποιημένες τυχόν ανάγκες του ανηλίκου, στη βάση βεβαίως των κονδυλίων που έχουν προκαθοριστεί με την αίτηση διατροφής, αλλά ανατρέχουν στο χρόνο καταχώρησης της. Είναι και αυτός ένας λόγος που το Δικαστήριο οφείλει να εκδικάζει τις αιτήσεις αυτές με ταχείς ρυθμούς.
11. Η κρίση του Δικαστηρίου ότι η εκ συμφώνου αποδοχή του προσωρινού διατάγματος εμπόδιζε την εφεσείουσα να αιτείται αναδρομική διατροφή ήταν εσφαλμένη και μη δόκιμη.
Η έφεση είχε επιτυχή κατάληξη με έξοδα υπέρ της εφεσείουσας.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Χαραλάμπους v. Χαραλάμπους (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 951,
Δημητρίου v. Περδίου (2005) 1(B) Α.Α.Δ. 1418,
Κλεοβούλου v. Χριστοδούλου (2009) 1(B) Α.Α.Δ. 886,
Στυλιανού κ.ά. v. Στυλιανού (1993) 1 Α.Α.Δ. 839,
Ζαχαρουδιού v. Ιωάννου, ανηλίκου μέσω της πλησιεστέρας φίλης και μητέρας του Άννας Α. Κούτρα-Ζαχαρουδιού (2000) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1614.
[*1879]Έφεση
Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης του Oικογενειακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Kαρατσής, Π.), (Αίτηση Διατροφής Aρ. 164/06), ημερομ. 19.1.2010.
Χρ. Αργυρού (κα) με Χρ. Κωνσταντίνου, για την Εφεσείουσα.
Γ. Λουκαΐδης για Α. Ποιητή, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Στη βάση αίτησης ημερ. 13.12.2006 που η εφεσείουσα καταχώρησε στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λάρνακας (Δικαιοδοσία Διατροφής), επιδιώχθηκε διάταγμα του Δικαστηρίου όπως ο εφεσίβλητος συνεισφέρει το ποσό των £400 (ή €684) μηνιαίως ως διατροφή για το ανήλικο τέκνο του ζεύγους, Daniel Παπαντωνίου.
Σύμφωνα με τα μη αμφισβητούμενα γεγονότα, οι διάδικοι τέλεσαν το γάμο τους στις 26.9.1999, από τον οποίο απέκτησαν τον Daniel στις 11.3.2000. Η εφεσείουσα είναι Ρωσίδα υπήκοος και ο εφεσίβλητος έχει Αυστραλιανή υπηκοότητα. Ο γάμος ιερολογήθηκε σύμφωνα με το δόγμα και τους κανόνες της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, εφόσον οι διάδικοι είναι επίσης Κύπριοι και μέλη αυτής. Οι διάδικοι αντιμετώπισαν προβλήματα στη σχέση τους και ήλθαν σε διάσταση ως αποτέλεσμα της οποίας η εφεσείουσα είχε την αποκλειστική φροντίδα και επιμέλεια του ανηλίκου του οποίου τα έξοδα αναγκάστηκε αρχικά να επωμισθεί μόνη της. Εν τέλει εκδόθηκε και διαζύγιο στις 5.3.2007. Επιδιώχθηκε και έγινε δεκτή, σε συνθήκες που θα αναφερθούν με λεπτομέρεια πιο κάτω, η προσωρινή ρύθμιση της διατροφής του ανηλίκου στο ποσό των €290,46 στη βάση μονομερούς αιτήσεως ημερ. 15.12.2006 που προώθησε η εφεσείουσα και του συνακόλουθου εκδοθέντος διατάγματος, το οποίο οριστικοποιήθηκε στις 20.3.2007, κοινή συναινέσει.
Η κυρίως αίτηση διατροφής προχώρησε σε πλήρη ακρόαση το δε Δικαστήριο εξέδωσε την απόφαση του στις 19.1.2010, με την οποία καθόρισε τη συνεισφορά του εφεσίβλητου στη διατροφή του ανηλίκου στα €400 μηνιαίως. Αυτή η συνεισφορά θα είχε ισχύ από [*1880]την ημέρα έκδοσης της απόφασης εφόσον το Δικαστήριο απέρριψε την εισήγηση της εφεσείουσας για αναδρομική ισχύ από την ημέρα καταχώρησης της αίτησης. Η άρνηση αυτή του Δικαστηρίου αποτελεί ένα από τους κύριους λόγους έφεσης.
Η συλλογιστική του Δικαστηρίου ως προς τον καθορισμό του πιο πάνω ποσού ως μηνιαία συνεισφορά του εφεσίβλητου παρέπεμπε στην, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ισοδυναμία περίπου της μισθολογικής ικανότητας εκάστου των διαδίκων με ελαφρώς καλύτερη εκείνη του εφεσίβλητου. Προς τούτο καθόρισε, ως ήταν η μαρτυρία της εφεσείουσας, τη δική της δυναμική σε €1.190 μηνιαίως, χωρίς όμως να θεωρήσει ότι οι δυνάμεις της περιορίζονταν σε αυτό το ποσό εφόσον κατά την κρίση του είχε δυνάμεις πέραν του μισθού της που απέκρυψε από το Δικαστήριο, με ιδιαίτερη αναφορά σε ποσό το οποίο απέκτησε από την πώληση του διαμερίσματος της και τις σχετικές αποταμιεύσεις που είχε. Το Δικαστήριο όμως δεν καθόρισε αριθμητικά ποιες ήταν αυτές οι δυνάμεις πέραν των μηνιαίων απολαβών της ως δασκάλας σε αγγλόφωνο ιδιωτικό σχολείο.
Ως προς τον εφεσίβλητο, το Δικαστήριο στην ουσία δεν δέχθηκε τη θέση του ότι ο μισθός του σε πρατήριο βενζίνης που εργαζόταν ανέρχετο σε €1.230,19 μηνιαίως, εφόσον θεώρησε ότι στην πράξη αυτός πρέπει να λάμβανε περισσότερα καθορίζοντας περίπου ο ίδιος το μισθό του καθότι ήταν ένας από τους δύο διευθυντές της εταιρείας M.S. Petroleum Station Limited, η οποία λειτουργούσε το πρατήριο από το οποίο απολάμβανε το μισθό του, με τον πατέρα του να ήταν ο έτερος των διευθυντών και τη μητέρα του να είναι γραμματέας. Θεωρώντας στη βάση της μαρτυρίας που είχε ενώπιον του ότι ο εφεσίβλητος βρισκόταν «με βεβαιότητα» σε «ευνοϊκότερη θέση» από την εφεσείουσα από απόψεως εισοδημάτων, προχώρησε να επιμερίσει το ποσό των €727,50 που έκρινε επαρκές για τις μηνιαίες ανάγκες του ανηλίκου, σε €400 στον εφεσίβλητο και €327,50 στην εφεσείουσα. Εύρημα ως προς το πραγματικό μηνιαίο εισόδημα του εφεσίβλητου το Δικαστήριο δεν έκαμε έχοντας τη θέση ότι ήταν αδύνατος ο επακριβής προσδιορισμός των οικονομικών δυνάμεων των διαδίκων, ενώ αμφότεροι δεν εκπλήρωσαν το καθήκον τους να προβούν σε πλήρη και αληθή αποκάλυψη των οικονομικών πόρων και δυνατοτήτων τους.
Στο μηνιαίο ποσό των €727,50 ως προσδιοριστικό των αναγκών του ανηλίκου, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ως εξής αφού αξιολόγησε τη δοθείσα μαρτυρία: έκρινε ότι οι ανάγκες του ανηλίκου σε τρόφιμα μηνιαίως ήταν της τάξης των €150. Πρόσθετα, χρειάζονταν €20 μηνιαίως για τη διακίνηση του, €50 για [*1881]ένδυση και υπόδηση, €25 για την ιατροφαρμακευτική του περίθαλψη, €37,50 για την παρακολούθηση μαθημάτων εκμάθησης της Ρωσικής γλώσσας, €90 για τις κοινωνικές δραστηριότητες του και άλλα €30, για πρόσθετη ψυχαγωγία. Στα πιο πάνω ποσά προστέθηκε ένα ποσό ύψους €325 μηνιαίως για τα δίδακτρα της φοίτησης του ανηλίκου σε αγγλόφωνο σχολείο. Το Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε τη θέση της εφεσείουσας για την απόδοση ποσού που θα αναλογούσε στο ενοίκιο που η εφεσείουσα πληρώνει για τη στέγαση του ανηλίκου ή και για τους λογαριασμούς για τη λειτουργία του ευρύτερου νοικοκυριού.
Η εφεσείουσα εισηγείται ότι λανθασμένα καθορίσθηκαν οι ανάγκες διατροφής του ανηλίκου στο μηνιαίο ποσό των €727,50, ο σχετικός δε λόγος έφεσης αμφισβητεί ουσιαστικά κάθε μία από τις επιμέρους κρίσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με τα επιδικασθέντα ποσά, με ιδιαίτερη αναφορά στην άρνηση του Δικαστηρίου να αποδώσει οποιοδήποτε ποσό που να καλύπτει τις ανάγκες στέγασης του ανηλίκου. Αμφισβητεί επίσης τον τρόπο καθορισμού των οικονομικών δυνατοτήτων των διαδίκων θεωρώντας ότι τα πρωτόδικα συμπεράσματα ήταν αυθαίρετα ιδιαιτέρως σε ό,τι αφορά τη θέση ότι η εφεσείουσα είχε δυνάμεις πέραν του μισθού της τις οποίες μάλιστα απέκρυψε. Με τον τελευταίο λόγο έφεσης βάλλεται η κρίση του Δικαστηρίου να μην επιδικάσει αναδρομική διατροφή, εισηγούμενη ότι και οι τρεις παράγοντες που οδήγησαν το Δικαστήριο να μην πράξει τούτο είναι λανθασμένοι και ενάντια στη νομολογία.
Ο εφεσίβλητος αντίθετα εισηγείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ενήργησε ορθά και στη βάση της μαρτυρίας που είχε ενώπιόν του θεωρώντας επίσης ότι η κρίση του για τη μη αναδρομικότητα της επίδικης διατροφής στηριζόταν σε αδιαμφισβήτητα δεδομένα και λάμβανε υπόψη τις πραγματικές ανάγκες του ανηλίκου μαζί με τις ουσιαστικές οικονομικές δυνατότητες του εφεσίβλητου.
Η ανάλυση είναι πρόσφορο να αρχίσει με την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην επιδικάσει οποιοδήποτε ποσό για ενοίκιο. Στην ενώπιον του αίτηση, η εφεσείουσα αναζητούσε με την παρ. 17(Ε), £85, ως μέρος του ενοικίου του διαμερίσματος το οποίο αποτελούσε ανάγκη για διαμονή του ανηλίκου. Η κρίση του Δικαστηρίου ότι η καταβολή ενοικίου από τον γονέα με τον οποίο διαμένει το τέκνο δεν αποτελεί μέρος της διατροφής του ανηλίκου, είναι κατ’ ουσίαν ορθή. Το ποσό το οποίο επιδιώκει ο αιτούμενος τη διατροφή γονέας προς όφελος του ανηλίκου τέκνου του, αποτελεί ποσό το οποίο συνυπολογίζεται στις ευρύτερες οι[*1882]κονομικές δυνατότητες του γονέα αυτού και επηρεάζει συνακόλουθα και τον επιμερισμό που γίνεται μεταξύ αυτού και του ετέρου των γονέων από τον οποίο αναζητείται η διατροφή. Η μαρτυρία έδειξε ότι η εφεσείουσα επέλεξε να πωλήσει το ιδιόκτητο διαμέρισμα της και να ενοικιάσει σπίτι στο οποίο διαμένει με τον νυν συμβίο της και το έτερο παιδί που η ίδια απέκτησε με τον τελευταίο. Για ενοίκιο αυτού του σπιτιού ανέφερε ότι πληρώνει €512 μηνιαίως, ενώ στην αίτηση της, παρ. 8, αναφέρθηκε σε καταβολή £170 μηνιαίως για ενοικίαση διαμερίσματος. Υπήρξε σαφώς αναντιστοιχία μεταξύ της αίτησης και της μαρτυρίας της, ούτε εξηγήθηκε δε ο λόγος για την αλλαγή αυτή. Εν πάση περιπτώσει εφόσον έχει τη φύλαξη του ανηλίκου και η ίδια έχει και τις δικές της στεγαστικές ανάγκες οι οποίες καλύπτουν, κατά την επιλογή της, και τον συμβίο της και το έτερο παιδί που απέκτησε, δεν είναι δυνατό να επιμερίζεται ποσό που αναλογεί ή που θα μπορούσε να αναλογίσει, στη βάση κάποιας ενδεχόμενης μαθηματικής φόρμουλας, ως ενοίκιο που θα αφορούσε αποκλειστικά και μόνο τη διαμονή του ανήλικου. Τέτοια άσκηση είναι πλασματική και έξω από τη λογική των πραγμάτων.
Η απόφαση στη Χαραλάμπους v. Χαραλάμπους (2010) 1(Β) A.A.Δ. 951, του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου την οποία επικαλέστηκε η εφεσείουσα, αφορούσε διαφορετικά γεγονότα. Εκεί η εφεσείουσα παρέμεινε στο συζυγικό οίκο μετά την εγκατάλειψη του από τον σύζυγο της με αποτέλεσμα να επωμιζόταν εξ ολοκλήρου η ίδια τη δόση για το στεγαστικό δάνειο. Λέχθηκε ότι η διατροφή έχει σκοπό να καλύψει τις καταναλωτικές και όχι τις κεφαλαιουχικές δαπάνες προς απόκτηση ακίνητης ιδιοκτησίας. Εν πάση περιπτώσει, θα μπορούσε να προστεθεί ότι το ενοίκιο ως καταναλωτικό έξοδο, τότε μόνο θα ήταν δυνατό να συνυπολογιστεί εάν προέκυπτε συγκεκριμένο ποσό με το οποίο θα βαρυνόταν ο έχων τη φύλαξη του ανηλίκου, πρόσθετα από αυτό της ανάγκης στέγασης του ιδίου του γονέα που έχει τη φύλαξη του και που άλλως δεν θα επωμιζόταν εάν δεν διαλυόταν ο γάμος. Η παραπομπή από την εφεσείουσα στο Αρθρο 1493 του Ελληνικού Αστικού Κώδικα, εκτός του ότι δεν αντιστοιχεί απόλυτα με το Αρθρο 37(2) του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου αρ. 216/90, δεν βοηθά ιδιαίτερα την εφεσείουσα. Αυτό διότι στο σύγγραμμα στο οποίο παρέπεμψε των Γεωργιάδη-Σταθόπουλου: Αστικός Κώδιξ Κατ’ Άρθρο Ερμηνεία (1991) σελ. 760 κ.ε., αναφέρεται ότι η στέγη ως βασική ανάγκη και το ενοίκιο που πρέπει να πληρώνεται από τον δικαιούχο καθορίζεται από τις συνθήκες της ζωής του. Ο ανήλικος εδώ διαμένει με την εφεσείουσα μητέρα του, η οποία στη βάση των δικών της επιλογών και συνθηκών ζωής, παρέχει στέγη καθηκό[*1883]ντως, όχι μόνο στον ανήλικο, αλλά και στο έτερο παιδί της, καθώς και στον συμβίο της. Επομένως, οι συνθήκες ζωής του δικαιούχου δεν επιδέχονται άλλης, ιδιαίτερης μεταχείρισης.
Κατά τον ίδιο τρόπο, απαντάται και το παράπονο για τη μη απόδοση μέρους των εξόδων του νοικοκυριού για το λογαριασμό νερού, ρεύματος και τηλεφώνου. Η επιδίωξη της εφεσείουσας να επιμερίσει με τέτοιο τρόπο τη συνεισφορά του εφεσίβλητου, αντιστρατεύεται την ευρύτερα διακηρυχθείσα αρχή στο οικογενειακό δίκαιο, όπως επισημάνθηκε και στη Χαραλάμπους v. Χαραλάμπους – ανωτέρω – σελ. 1882, ότι το μέτρο με το οποίο θα καθοριστεί η διατροφή δεν επιδέχεται αποτίμησης με απόλυτους αριθμούς, ούτε αναμένεται η απόδειξη κονδυλίων με ιδιαίτερη αυστηρότητα. Αντίθετα, η κοινή λογική και εμπειρία προσφέρει τη βάση για τέτοιο καθορισμό. Δεν είναι δυνατή επομένως η αναζήτηση ποσού που αφορά αποκλειστικά και μόνο το εξοδολόγιο με το οποίο ο ανήλικος επιβαρύνει τον οικογενειακό προϋπολογισμό σ’ ό,τι αφορά τα επιμέρους κονδύλια του νερού, του ηλεκτρισμού και του τηλεφώνου. Τη στιγμή που χρήση των ανωτέρω γίνεται και από την ίδια την εφεσείουσα και το συμβίο της ή και από ή προς όφελος του ετέρου των παιδιών της. Ο επιμερισμός τέτοιων κονδυλίων θα ήταν δυνατός μόνο εάν ο ανήλικος είχε επ’ ονόματι του (που δεν είναι εφικτό), λογαριασμό για τηλέφωνο, internet κλπ. Η αναζήτηση επομένως £50 με την αίτηση παρ. 17(θ), δεν ήταν δυνατόν εν πάση περιπτώσει να τεκμηριωθεί διά της μαρτυρίας, όπως και δεν τεκμηριώθηκε. Αρκεί να γίνει αναφορά στη σελ. 28 των πρακτικών όπου φαίνεται ότι το ποσό των €200 μηνιαίως για τους διάφορους λογαριασμούς έγινε δεκτό ότι αφορούσε όλη την οικογένεια, με την εφεσείουσα να δέχεται, για παράδειγμα, ότι για το τηλέφωνο οι λογαριασμοί ποικίλουν από €60 μέχρι €80, χωρίς βέβαια να είχαν παρουσιαστεί αποδείξεις. Πώς θα ήταν λοιπόν δυνατόν να διαιρεθεί απλά το ποσό των €200, σε τέσσερα ίσα μέρη ή να αποδοθεί ως μερίδιο του ανηλίκου €50 ή €85; Επομένως και εδώ η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν εύλογη.
Το ίδιο μπορεί να λεχθεί και για τις υπόλοιπες επιμέρους κρίσεις ως προς τα ποσά που αναλόγισαν για διακίνηση, ένδυση-υπόδηση, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, ψυχαγωγία, εκμάθηση ξένης γλώσσας κλπ. Δεν εντοπίζεται οτιδήποτε το θεμελιακά λανθασμένο ώστε να κρίνεται αναγκαία η επέμβαση. Όσο αφορά δε τη θεώρηση από το Δικαστήριο ότι η εφεσείουσα είχε αποκρύψει πόρους, αυτό σε καμιά περίπτωση δεν λειτούργησε σε βάρος της, εφόσον το Δικαστήριο αποδέχθηκε το ποσό των €1.190 ως το μηνιαίο εισόδημα της, ως η μαρτυρία της, χωρίς να τη μειώσει ένεκα άλλων πό[*1884]ρων. Η σκέψη του Δικαστηρίου στο ζήτημα παρέμεινε θεωρητική και χωρίς πρακτικό αντίκρυσμα.
Ως προς την εισοδηματική ικανότητα του εφεσίβλητου και το πραγματικό μηνιαίο εισόδημα του, διαπιστώνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέφρασε επ’ αυτού κρίση. Ενώ στην ουσία με το σκεπτικό του απέρριψε τη θέση του ιδίου κατά τη μαρτυρία του ότι ο μισθός του ήταν €1.230,19 με τη λογική ότι ο ίδιος δήλωσε επίσης ότι είχε μηνιαία έξοδα €1.589 και ότι η βεβαίωση των Κοινωνικών Ασφαλίσεων αντιπροσώπευε τις ασφαλιστέες του αποδοχές, αλλά όχι το μισθό που στην πράξη του καταβαλλόταν. Ιδιαιτέρως, ενόψει του γεγονότος ότι στην οικογενειακή επιχείρηση της M.S. Petroleum Ltd θα πρέπει να είχε λόγο ως προς το εισόδημα που δηλωνόταν ή που πράγματι λάμβανε. Το Δικαστήριο δεν προέβη εν τέλει σε εύρημα ως προς το εισόδημα του. Θεώρησε ότι εφόσον η εφεσείουσα στην αίτηση της είχε υπολογίσει το κόστος μηνιαίας διατροφής του ανηλίκου σε €1.363,46, από το οποίο αξίωνε ως συνεισφορά του εφεσίβλητου το ποσό των €683,84, τη διαφορά των €680,02 θα κάλυπτε η ίδια. Με αποτέλεσμα να ήταν στην ουσία εμμέσως δεκτή από τη μητέρα η μισθολογική τους ισοδυναμία με ελαφρά υπεροχή εκείνης του εφεσίβλητου.
Αυτή θα ήταν ίσως μια λογική προσέγγιση στο θέμα αν δεν υπήρχε η μαρτυρία της εφεσείουσας ότι κατά το χρόνο του γάμου τους, ο εφεσίβλητος, ως ο ίδιος της είχε πει, κέρδιζε £1.000 ή €1.708,60. Αυτό, ακολούθησε τη θέση της ότι ο εφεσίβλητος ήταν συνιδιοκτήτης πρατηρίου βενζίνης στο οποίο και εργαζόταν. Αυτές ήταν και οι δικογραφημένες θέσεις της με τις παρ. 5 και 16 της αίτησης της. Η μαρτυρία της εφεσείουσας ως προς το εισόδημα του εφεσίβλητου δεν αμφισβητήθηκε στην ουσία, εφόσον της υπεβλήθη μεν στη σελ. 23 των πρακτικών ότι ο μισθός του ήταν €1.230, (καθώς και στη σελ. 31), χωρίς όμως να αποδειχθεί εν τέλει, εφόσον και ο ίδιος ο εφεσίβλητος απλώς κατέθεσε ως Τεκμ. 3, τη βεβαίωση των Κοινωνικών Ασφαλίσεων την οποία όμως δεν αποδέχθηκε το Δικαστήριο ως αντιπροσωπεύουσα το πραγματικό του εισόδημα. Αυτά, παρά την υποχρέωση που νομολογιακά εναποτίθεται στους ώμους ενός διαδίκου που έχει ίδια γνώση των γεγονότων να αποκαλύψει ορθά τα δεδομένα. (Δημητρίου v. Περδίου (2005) 1(Β) Α.Α.Δ. 1418).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ανέφερε οτιδήποτε περί της θέσης της εφεσείουσας ως προς το εισόδημα που είχε ο εφεσίβλητος. Δεν προέβηκε σε καμιά επ’ αυτού αναφορά, ούτε αξιολόγησε τη μαρτυρία της. Στην ουσία το πρωτόδικο Δικαστήριο καταλήγο[*1885]ντας ότι υπήρχε ισοδυναμία στη μισθολογική κατάσταση των διαδίκων με ελαφρά υπεροχή του εφεσίβλητου, είναι ως να αποδέχθηκε το ποσό που ο ίδιος ανέφερε των €1.230,10, ποσό όμως που το ίδιο το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν ήταν το ορθό. Δεν υπήρχε λόγος γιατί το Δικαστήριο να μην δεχόταν τις €1.708,60 ως το εύλογο εισόδημα του εφεσίβλητου στη βάση όλων των ενώπιον του δεδομένων. Καθορίζεται επομένως το πιο πάνω ποσό ως το αντιπροσωπεύον τη μηνιαία εισοδηματική ικανότητα του. Υπό το φως αυτού του δεδομένου, η εισοδηματική ικανότητα εκάστου διαφοροποιείται ως εξής: €1.708,60 για τον εφεσίβλητο και €1.190 για την εφεσείουσα, ήτοι, 58,93% ή 59% του μισθού του εφεσίβλητου έναντι 41,06% ή 41% του μισθού της εφεσείουσας έχοντας ως βάση το συνολικό τους εισόδημα των €2.898 μηνιαίως. Η αναλογία αυτή σε σχέση με το ποσό των €725,50 που χρειαζόταν ο ανήλικος μηναίως ως έξοδα διαβίωσης, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο εφεσίβλητος οφείλει να πληρώνει €428 μηνιαίως έναντι €297 της εφεσείουσας. Συνεπώς η πρωτόδικη απόφαση διαφοροποιείται αναλόγως.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο διέπραξε όμως και άλλο, σοβαρό αυτή τη φορά σφάλμα με την μη απόδοση αναδρομικότητας στο επιδικασθέν υπ’ αυτό ποσό διατροφής. Μετά από μια αχρείαστη συζήτηση της δυνατότητας επιδίκασης αναδρομικότητας την οποία εν τέλει αποφάσισε ότι είχε παρόλο που ουδέποτε αμφισβητήθηκε ή ηγέρθηκε καν ως ζήτημα αντιπαράθεσης από τους διαδίκους, έκρινε, προσφέροντας προς τούτο τρεις λόγους, ότι δεν θα επιδίκαζε αναδρομική διατροφή. Και οι τρεις λόγοι εδράζονται σε σαφή παρανόηση της νομικής βάσης της αναδρομικότητας. Πρωταρικός σκόπελος διαπιστώθηκε να είναι η θέση ότι η ρύθμιση της διατροφής «..... γίνεται στη βάση των αναγκών του δικαιούχου, όπως προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής του, στο χρόνο ακρόασης της αίτησης». Η διατύπωση του Αρθρου 36 του Νόμου αρ. 216/90, στον ενεστώτα χρόνο, δεν αποκλείει την αναδρομικότητα της παρεχόμενης διατροφής, διαφορετικά θα καθίστατο άνευ σημασίας η ημερομηνία καταχώρησης της αίτησης, με την οποία καθορίζονταν οι τότε ενεστώσες ανάγκες του δικαιούχου. Άλλη προσέγγιση θα έφερε τη διαφοροποίηση των αναγκών να λειτουργεί αναδρομικά προς όφελος του υπόχρεου γονέα να διατρέφει το ανήλικο τέκνο του, μη υποκείμενου έτσι στην υποχρέωση να πληρώσει για τις πραγματικές υφιστάμενες τότε, κατά το χρόνο καταχώρησης της αίτησης, ανάγκες του.
Ο καθορισμός των ποσών προς διατροφή του ανηλίκου λαμβάνει μεν υπόψη τις διαφοροποιημένες τυχόν ανάγκες του ανηλί[*1886]κου, στη βάση βεβαίως των κονδυλίων που έχουν προκαθοριστεί με την αίτηση διατροφής, αλλά ανατρέχουν στο χρόνο καταχώρησης της. Είναι και αυτός ένας λόγος που το Δικαστήριο οφείλει να εκδικάζει τις αιτήσεις αυτές με ταχείς ρυθμούς, θέμα στο οποίο θα γίνει ειδική αναφορά κατωτέρω. Το ζήτημα έχει άλλωστε επιλυθεί από τη νομολογία με πλέον πρόσφατη αυθεντική έκφραση της, την απόφαση στη Κλεοβούλου v. Χριστοδούλου (2009) 1(Β) Α.Α.Δ. 886, με επιβεβαίωση της Στυλιανού κ.ά. v. Στυλιανού (1993) 1 Α.Α.Δ. 839. Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρόλο ότι μνημόνευσε τη νομολογία αυτή, την παραγνώρισε ανεξήγητα, κρίνοντας, από ό,τι συνάγεται από το ανολοκλήρωτο σκεπτικό του στο θέμα, ότι δεν εφαρμοζόταν. Όπως προαναφέρθηκε, έκρινε, χωρίς να υπήρχε αποχρών λόγος, ότι αναδρομικότητα στη διατροφή δύναται να δοθεί στη βάση του Αρθρου 39 του Νόμου αρ. 216/90. Κακώς, όμως, εφόσον η διάταξη αυτή αφορά ρητά την περίπτωση θανάτου του δικαιούχου ή υπόχρεου στη διατροφή. Και πρόσθετα, σε σαφή αναντιστοιχία της νομολογίας στη Στυλιανού και Κλεοβούλου εξέλαβε, εξ ιδίων του, ότι το Αρθρο 40(5)(α) του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 14/60, σιωπηρά καταργήθηκε ή ατόνησε από τη μεταγενέστερη οικογενειακή νομοθεσία.
Κατά δεύτερο λόγο, προτάθηκε η συμφωνία της εφεσείουσας στις 20.3.07 να αποδεχθεί το προσωρινώς και μονομερώς εκδοθέν διάταγμα διατροφής για €290,46 μηνιαίως στις 15.12.2006. Αυτή η συμφωνία, κατά το Δικαστήριο, εμπόδιζε την εφεσείουσα να «..... μιλά για αναδρομική διατροφή εφόσον για το χρόνο από 15.12.2006 μέχρι σήμερα το Δικαστήριο με τη συναίνεση των διαδίκων ρύθμισε προσωρινά το θέμα της διατροφής του Daniel. Για τον Daniel δεν υπάρχει αξίωση για διατροφή που αφορά “παρελθόντα χρόνο”». Δεν είναι δόκιμη η λογική με την οποία επιχείρησε το Δικαστήριο να επενδύσει την άρνηση του να αποδώσει αναδρομικά τη διατροφή. Αντέφασκε κατ’ αρχάς με την ιδία αυτού αναγνώριση ότι το ποσό των €290,46, ήταν ρύθμιση προσωρινής διάρκειας. Η συναίνεση για την αποδοχή του ποσού των €290,46 ήταν μια προσωρινή λύση που θα επέτρεπε στην εφεσείουσα να λαμβάνει κάποια διατροφή στο μεσοδιάστημα μέχρι την εκδίκαση της αίτησης. Το σχετικό πρακτικό, ημερ. 20.3.07, άλλωστε, όπως τηρήθηκε, αποδέχεται αυτή τη θέση, εφόσον και τα έξοδα αποφασίστηκαν να είναι στην πορεία της κυρίως αίτησης για διατροφή.
Διαφορετικά, αν ήταν δυνατόν να θεωρείτο ότι η εφεσείουσα ήταν ικανοποιημένη με το εν λόγω ποσό, ποιος ο λόγος να εκδικαζόταν η αίτηση ή ακόμη και να τίθετο καν το ερώτημα από το Δικαστήριο για αναδρομική διατροφή. Θα ήταν απλώς κοινή η βάση ότι η αίτηση θα [*1887]εκδικαζόταν για ποσό που το Δικαστήριο θα καθόριζε μετά τις 20.3.2007. Το ίδιο το προσωρινώς εκδοθέν διάταγμα, άλλωστε, σαφώς ίσχυε μέχρι νεώτερης διαταγής του Δικαστηρίου και/ή μέχρι ακρόασης και τελείας αποπεράτωσης της αιτήσεως. Πασίδηλη λοιπόν η εκτροπή του πρωτόδικου Δικαστηρίου από τη βάση αυτή.
Ο τρίτος λόγος αποτελεί στην ουσία αναπαραγωγή του πρώτου, παρόλο που το Δικαστήριο τον χαρακτήρισε ως τον σημαντικότερο. Συναρτάται με τις ανάγκες του ανηλίκου κατά το χρόνο εκδίκασης της αίτησης και όχι εκείνες που υφίσταντο στο χρόνο καταχώρησης της. Το ζήτημα έχει ήδη απαντηθεί ανωτέρω. Και εδώ η λογική που προσφέρθηκε προς κρίση από το Δικαστήριο είναι χωρίς έρεισμα. Η υπόθεση Ζαχαρουδιού v. Ιωάννου, ανηλίκου μέσω της πλησιεστέρας φίλης και μητέρας του Άννας Α. Κούτρα-Ζαχαρουδιού (2000) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1614, που χρησιμοποίησε, παρερμηνεύθηκε. Εκεί, διατάχθηκε επανεκδίκαση λόγω του ότι το εκεί Δικαστήριο, ίδιο με το εδώ πρωτόδικο, διατάσσοντας την επιδίκαση ποσού διατροφής ύψους £150 αναδρομικά (το οποίο εν πάση περιπτώσει δεν υποστηριζόταν από την ενώπιον του μαρτυρία), παραγνώρισε το γεγονός ότι ο υπόχρεος για τη διατροφή πατέρας θα κατέβαλλε περισσότερο ποσό για ένα χρονικό διάστημα, από το πραγματικά χρειαζόμενο και το οποίο ήταν λιγότερο με βάση την ίδια τη μαρτυρία της μητέρας.
Η λύση έχει νομολογιακά καταγραφεί στη Στυλιανού κ.ά. v. Στυλιανού – ανωτέρω -, από την οποία και το ακόλουθο απόσπασμα: (σελ. 841-842):
«Μπορεί να διαταχθεί η καταβολή διατροφής από την ημέρα της υποβολής της αίτησης ή από κάποιο μεταγενέστερο χρονικό σημείο, ανάλογα με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η διαπίστωση διαφοροποίησης των στοιχείων που επενήργησαν στο προσδιορισμό του ύψους της διατροφής κατά το χρονικό διάστημα της υποβολής της αίτησης μέχρι τη δίκη, είναι παράγοντας σχετικός. Η αναδρομικότητα του διατάγματος και η έκταση της πρέπει να είναι το αποτέλεσμα συνεξέτασης όλων των σχετικών δεδομένων καθόλο αυτό το χρονικό διάστημα. Δεν μπορεί όμως να αποτελεί λόγο άρνησης έκδοσης ή περιορισμού της έκτασης της αναδρομικότητας του διατάγματος, η απλή επίκληση εκ των υστέρων δυσκολίας προς ικανοποίηση της υποχρέωσης που υφίστατο έκτοτε. Η έκδοση διατάγματος διατροφής εμπεριέχει αναγνώριση ύπαρξης αντίστοιχου δικαιώματος και ηθελημένη αμέλεια ικανοποίησής του. Το ύψος του ποσού που συσσωρεύεται είναι κατ’ ευθείαν ανάλογο προς τη [*1888]διάρκεια της αμέλειας που επιδεικνύεται και που δεν είναι νοητό να επιβραβευθεί. Το γεγονός ότι ο σύζυγος θα είναι δια μιας υπόλογος για τις τρέχουσες δόσεις από την ημερομηνία έκδοσης του διατάγματος και για το επιπρόσθετο ποσό, μπορεί, στο πλαίσιο των γεγονότων, να ληφθεί υπόψη κατά τον καθορισμό τρόπου ως προς την πληρωμή του.»
Συνάγεται από τα πιο πάνω, ότι η αναδρομική ισχύς του διατάγματος διατροφής δεν επιβάλλει υποχρέωση συνεισφοράς στον εφεσίβλητο πέραν της πραγματικής του υποχρέωσης, με την προϋπόθεση βέβαια ότι ο υπολογισμός του οφειλόμενου ποσού αντικατοπτρίζεται από τη μαρτυρία και την ορθή αξιολόγησή της.
Τα ανωτέρω φέρνουν επιτακτικά στο προσκήνιο το ανεπίτρεπτα μεγάλο χρονικά διάστημα που χρειάστηκε να εκδικαστεί πρωτοδίκως η αίτηση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο επιχειρεί να αγγίξει το θέμα στη σελ. 9 της απόφασης του αναγνωρίζοντας ότι η εκδίκαση της αίτησης ημερ. 13.12.06 καθυστέρησε. Η απόφαση εκδόθηκε στις 19.1.2010. Η εφεσείουσα παραθέτει στο περίγραμμα της το ιστορικό της προώθησης της αίτησης. Μεταξύ των διαφόρων ημερομηνιών που συνθέτουν το ιστορικό της, παρατηρείται μια συνεχής αναβλητικότητα από τις 22.5.2007 μέχρι τις 29.5.2008, ένα δηλαδή ολόκληρο χρόνο κατά τον οποίο η αίτηση αναβλήθηκε 9 φορές για καθορισμό επίδικων θεμάτων. Μετά από την παρεμβολή αίτησης από τον εφεσίβλητο για αναστολή ενταλμάτων φυλάκισης που εκδόθηκαν εναντίον του, η κυρίως αίτησης έτυχε άλλων 5 αναβολών από 19.9.2008 μέχρι 2.2.2009, για να αρχίσει εν τέλει η ακρόαση στις 17.3.2009. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ήταν το ίδιο από την έναρξη της διαδικασίας στις 15.12.2006, όταν ορίστηκε για πρώτη φορά η μονομερής αίτηση, ενώ η κυρίως αίτηση ορίστηκε για τις 11.1.2007, αμφότερες καταχωρηθείσες στις 13.12.2006. Η απόφαση όμως επιφυλάχθηκε στις 9.7.2009 και εκδόθηκε στις 19.1.2010, έξι και πλέον μήνες μετά, ένα ιδιαίτερα μεγάλο και αδικαιολόγητο χρονικό διάστημα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έχοντας επίγνωση του καθυστερημένου της εκδίκασης της αίτησης (εφόσον μνημόνευσε το γεγονός), επέτεινε ανεξήγητα την έκδοση της απόφασης, προσθέτοντας έτσι στην επιμήκυνση του χρόνου.
Όταν οι αιτήσεις του είδους χρειάζονται τόσο μεγάλο χρόνο εκδίκασης, αναμφίβολα ο έχων ανάγκη της διατροφής αποθαρρύνεται από την επιδίωξη της. Γεγονός που ευθέως αντιβαίνει στις διατάξεις του Συντάγματος για εκδίκαση υπόθεσης εντός ευλόγου χρόνου, αλλά και στο δικαίωμα του ανηλίκου, να έχει αξιοπρεπή [*1889]διαβίωση. Και αυτός είναι ένας πρόσθετος λόγος για επιδίκαση της διατροφής αναδρομικώς.
Ενόψει όλων των ανωτέρω, η έφεση επιτυγχάνει ως ακολούθως: Ο εφεσίβλητος θα καταβάλλει προς την εφεσείουσα ως συνεισφορά στη διατροφή του ανηλίκου το ποσό των €428 μηνιαίως από 13.12.2006. Για την περίοδο 13.12.2006 μέχρι 19.1.2010, από το πιο πάνω ποσό θα αφαιρείται το προσωρινώς επιδικασθέν ποσό των €290,46.
Τα έξοδα της έφεσης επιδικάζονται υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον του εφεσίβλητου ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα υπέρ της εφεσείουσας.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο