Δίας (Εκδοτικός Οίκος) Δημόσια Λτδ και Άλλος ν. Κώστα Γενάρη (2011) 1 ΑΑΔ 1952

(2011) 1 ΑΑΔ 1952

[*1952]14 Νοεμβρίου, 2011

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]

1. ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΔΙΑΣ ΔΗΜΟΣΙΑ ΛΤΔ,

2. ΚΩΣΤΑΚΗΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ,

Εφεσείοντες,

v.

ΚΩΣΤΑ ΓΕΝΑΡΗ,

Εφεσιβλήτου.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 315/2008)

Αστικά αδικήματα ― Δυσφήμιση ― Δυσφημιστικό δημοσίευμα ― Η σύγχρονη τάση της νομολογίας του Ε.Δ.Α.Δ. υπέρ της υποχώρησης του  δικαιώματος στη φήμη προσώπου, προς όφελος του δικαιώματος της ελευθερίας του λόγου και έκφρασης ― Η κρίση περί του κατά πόσον ένα δημοσίευμα είναι δυσφημιστικό διέρχεται από την εξισορρόπηση του δικαιώματος ελευθερίας λόγου και έκφρασης, και του δικαιώματος της προάσπισης της αξιοπρέπειας, υπόληψης και καλής φήμης του ανθρώπου ― Tο επίδικο δημοσίευμα εξετάζεται με φόντο τις συνθήκες οι οποίες επικρατούσαν όταν αυτό διενεργήθηκε.

Σύνταγμα ― Θεμελιώδη δικαιώματα ― Ελευθερία λόγου και έκφρασης ― Άρθρα 10 της Ε.Σ.Δ.Α. και 19 του Συντάγματος ― Η ελευθερία του λόγου και της έκφρασης εφαρμόζεται όχι μόνο σε μετάδοση “πληροφοριών” ή “ιδεών”, οι οποίες γίνονται δεκτές ευνοϊκά ή θεωρούνται ως μη επιθετικές ή προκαλούν αδιαφορία, αλλά επίσης σε εκείνες που ενοχλούν, προσβάλλουν ή σοκάρουν ― Αυτό επιτάσσει ο πλουραλισμός, η ανεκτικότητα και η ευρύτητα πνεύματος, χωρίς τα οποία δεν υφίσταται δημοκρατική κοινωνία.

Ενώπιον Επαρχιακού Δικαστηρίου ηγέρθη αγωγή από τον εφεσίβλητο με την οποία διεκδικούσε αποζημιώσεις για κατ’ ισχυρισμό δυσφημιστικό δημοσίευμα που στρεφόταν εναντίον του και περιεχόταν  σε άρθρο του εφεσείοντα 2, το οποίο δημοσιεύτηκε σε εφημερίδα η οποία εκδίδεται από τον εφεσείοντα 1, εκδοτικό οίκο.

Ειδικότερα, ο εφεσίβλητος επικεντρώθηκε σε συγκεκριμένη καταγραφή του εφεσείοντα 2 στο επίδικο δημοσίευμα όπου ο τελευταίος ανέφερε μεταξύ άλλων και τα εξής:

[*1953]«Το βράδυ παρακολουθώ την εκπομπή του Κώστα Γενάρη να εκπέμπει την τουρκοκυπριακή προπαγάνδα».

Ένα από τα κύρια θέματα τα οποία βρίσκονταν στην επικαιρότητα κατά τον ουσιώδη χρόνο, ήταν και το θέμα της διεξαγωγής των χωριστών δημοψηφισμάτων αναφορικά με το σχέδιο για συνολική διευθέτηση του Κυπριακού προβλήματος, το καλούμενο ως Σχέδιο Ανάν.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι το επίδικο δημοσίευμα ήταν δυσφημιστικό. Εξετάζοντας το κείμενο του, αποφάνθηκε ότι η φυσική σημασία και έννοια των λέξεων που χρησιμοποιήθηκαν, χωρίς αμφιβολία, ενείχαν δυσφημιστικό χαρακτήρα για τον εφεσίβλητο στην εκπομπή του οποίου εκπεμπόταν η κατά τον ισχυρισμό, Τουρκοκυπριακή προπαγάνδα.

Περαιτέρω απέρριψε την υπεράσπιση της αλήθειας του περιεχομένου του δημοσιεύματος, κρίνοντας πως με τις ερωτήσεις και παρεμβάσεις του εφεσίβλητου κατά τη διάρκεια της εκπομπής του, δινόταν απλά η ευκαιρία στους προσκεκλημένους να τοποθετηθούν σε διάφορα καυτά ζητήματα και δεν ευσταθούσε ότι οι εκπομπές εξέπεμπαν την Τουρκοκυπριακή προπαγάνδα ή την προπαγάνδα υπέρ του “Ναι” στα δημοψηφίσματα.

Περαιτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την εγερθείσα από τους εφεσείοντες υπεράσπιση του εντίμου σχολίου, παρατηρώντας ότι για να μπορούσε να επιτύχει, θα έπρεπε η επίμαχη δήλωση να συνίστατο από γνώμη ή σχόλιο και να μην ήταν δήλωση γεγονότων.

Υπό το δεδομένο της απουσίας μαρτυρίας για τα ποσοστά κυκλοφορίας της εφημερίδας, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ποσό ύψους €10.000, πλέον έξοδα, συνιστούσε ικανοποιητική αποζημίωση για τη δυσφήμιση του εφεσίβλητου.

Την ορθότητα της απόφασης  προσέβαλαν οι εφεσείοντες υποστηρίζοντας μεταξύ άλλων με τους λόγους έφεσης τα εξής:

α)         ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι το επίδικο δημοσίευμα ήταν δυσφημιστικό και  ότι με βάση αυτό, ο εφεσίβλητος ήταν προωθητής Τουρκοκυπριακής προπαγάνδας.

β)         τόσο από τη δοθείσα μαρτυρία, όσο και από το ίδιο το επίδικο δημοσίευμα, συνάγετο σαφώς ότι σε καμιά περίπτωση ο εφεσείων 1 δεν συνέγραψε ότι ο ίδιος ο εφεσίβλητος προωθούσε την Τουρκοκυπριακή προπαγάνδα. Έψεξε μόνο το γεγονός ότι με τη δυσανά[*1954]λογη παρουσία Τουρκοκυπρίων να φιλοξενούνταν στις εκπομπές του εφεσίβλητου, παρουσιάζονταν συχνά απαράδεκτες και προσβλητικές απόψεις για τους Ελληνοκύπριους.

Στη δική του αγόρευση, ο εφεσίβλητος υποστήριξε μεταξύ άλλων ότι απλή ανάγνωση του δημοσιεύματος καθιστούσε φανερό ότι αυτό αναφερόταν στον εφεσίβλητο και του προσήπτε ότι προωθούσε την Τουρκοκυπριακή προπαγάνδα συνειδητά και συστηματικά.

Αποφασίστηκε ότι:

1.         Η λέξη “προπαγάνδα” έχει σίγουρα την έννοια η οποία της αποδίδεται στο λεξικό Μπαμπινιώτη στο οποίο ανέτρεξε το πρωτόδικο δικαστήριο. Το να αποδίδεται δε σε κάποιο, ότι προωθεί την Τουρκοκυπριακή προπαγάνδα μπορεί να θεωρηθεί δυσφημιστικό, λαμβανομένων βέβαια υπόψη των συνθηκών που επικρατούσαν και επικρατούν ακόμα στην Κύπρο, καθώς επίσης και της διχογνωμίας η οποία παρατηρήθηκε ως προς το συγκεκριμένο θέμα του Σχεδίου Ανάν κατά τον ουσιώδη χρόνο. Όμως, σε καμιά περίπτωση το επίδικο δημοσίευμα δεν καταλόγισε στον εφεσίβλητο ότι ο ίδιος προωθούσε ή εξέπεμπε Τουρκοκυπριακή προπαγάνδα.

2.         Οι λέξεις που χρησιμοποιήθηκαν στο δημοσίευμα, οι οποίες και παρατέθηκαν, καθαρά ανέφεραν ότι μέσα από την εκπομπή του εφεσίβλητου εκπέμπετο Τουρκοκυπριακή προπαγάνδα. Η εξομοίωση με το ότι ο ίδιος ο εφεσίβλητος εξέπεμπε ή προωθούσε αυτή την προπαγάνδα, επειδή αυτός ήταν ο επιμελητής και παρουσιαστής της εκπομπής, δεν ήταν ορθή.

3.         Είναι γεγονός ότι μέσα από την εκπομπή της οποίας επιμελείτο και την οποία παρουσίαζε ο εφεσίβλητος, προβάλλονταν, μεταξύ άλλων, και Τουρκοκυπριακές θέσεις, οι οποίες θα μπορούσαν κάλλιστα να θεωρηθούν από ένα Ελληνοκύπριο ως απαράδεκτες, ως ενοχλητικές και ως προπαγάνδα. Φιλοξενήθηκαν, όμως, στο πλαίσιο της εκπομπής του εφεσίβλητου έτσι ώστε να ακούεται και η άλλη άποψη, πιθανόν αντίθετη με τη δική του.

4.         Στην υπό εξέταση περίπτωση, οι εφεσείοντες θεώρησαν τη μετάδοση των Τουρκοκυπριακών θέσεων από την εκπομπή του εφεσίβλητου ως προπαγάνδα και είχαν κάθε δικαίωμα να την θεωρήσουν ως τέτοια και να την επικρίνουν, με βάση την προστασία η οποία τους παρέχεται από το Άρθρο 10 της Ε.Σ.Α.Δ..

5.         Οι ίδιοι μπορεί να μη συμφωνούν με την προβολή των Τουρκοκυ[*1955]πριακών θέσεων από την εκπομπή του εφεσίβλητου ή από οποιαδήποτε εκπομπή. Μπορεί ακόμα να μη συμφωνούν με την προβολή των θέσεων της άλλης πλευράς, ή ακόμα να θεωρούν εκείνο τον οποίο τις προβάλλει, χωρίς καν να τις ασπάζεται, ως αξιοκατάκριτο. Μια τέτοια άποψη δεν ισοδυναμεί με δυσφήμηση του προσώπου που είναι υπεύθυνο για την προβολή τέτοιων θέσεων και δεν καθάπτεται της υπόληψης ή της φήμης του.

6.         Επομένως, το επίδικο δημοσίευμα δεν ήταν δυσφημιστικό για τον εφεσίβλητο.

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Εκδόσεις Αρκτίνος Λτδ v. Παπαευσταθίου (2007) 1(Β) Α.Α.Δ. 856,

Lingens v. Austria Appl. No. 9815/82 Ser. A. Vol. 103 [1986] 8 EHRR 407.

Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Kαλογήρου, A.E.Δ.), (Αγωγή Aρ. 11293/04), ημερομ. 24.7.2008.

Γ. Κολοκασίδης, για τους Εφεσείοντες.

 

Μ. Παπαπέτρου, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Κληρίδης, Δ..

ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Η αγωγή Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας αρ. 11293/2004 αφορούσε σε διεκδίκηση αποζημιώσεων από τον εφεσίβλητο για κατ’ ισχυρισμό δυσφημιστικό δημοσίευμα που περιείχετο σε άρθρο του εφεσείοντα 2, το οποίο δημοσιεύτηκε στις 17.11.2004 στην εφημερίδα “Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ”, η οποία εκδίδεται από τον εφεσείοντα 1 εκδοτικό οίκο.

Ο εφεσίβλητος είναι δημοσιογράφος ο οποίος κατά τον ουσιώδη χρόνο εργοδοτείτο στο Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου, ο δε εφεσείων αρ. 2 αρθρογραφούσε στην προαναφερθείσα εφημερίδα. Το επίμαχο δημοσίευμα της 17.11.2004, το οποίο απετέλεσε και το έναυσμα για έναρξη της δικαστικής διαμάχης, είχε ως εξής:

[*1956]“ΡΙΚ ή PIN-AI;

Πρωί-ξημέρωμα ακούω την Ελένη Βρετού, το Σωτήρη Παρούτη και τους άλλους της συνομοταξίας του ΝΑΙ να προωθούν με διάφορα κόλπα και τεχνάσματα το Σχέδιο ΑΝΑΝ.

Μεσημέρι βλέπω τον Χατζηπαναγή να παίρνει τη σκυτάλη.

Το βράδυ παρακολουθώ την εκπομπή του Κώστα Γενάρη να εκπέμπει την τουρκοκυπριακή προπαγάνδα.

Για ποιους Ναινέκους, συνεπώς, μιλά ο Πρόεδρος, όταν με δική του απόφαση διορίστηκε ένα Διοικητικό Συμβούλιο, που συστηματικά διοχετεύει δια των ανθρώπων του, την προπαγάνδα του ΝΑΙ χωρίς μάλιστα οποιαδήποτε επιχορήγηση από την UNOPS;

ΥΓ. Μήπως το ΡΙΚ έχει μετονομαστεί σε ΡΙΝ(ΑΙ) και δεν το έχουμε πάρει είδηση;

Κ. ΑΝΤ.”

Η εκπομπή στην οποία αναφερόταν το δημοσίευμα ήταν τηλεοπτική εκπομπή του ΡΙΚ με τίτλο “ΔΙΑΛΟΓΟΙ”, την οποία επιμελείτο και παρουσίαζε ο εφεσίβλητος. Ένα από τα κύρια θέματα τα οποία βρίσκονταν στην επικαιρότητα κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν και το θέμα της διεξαγωγής των χωριστών δημοψηφισμάτων αναφορικά με το σχέδιο για συνολική διευθέτηση του Κυπριακού προβλήματος, το καλούμενο ως Σχέδιο Ανάν. Στο πλαίσιο της εκπομπής είχαν προσκληθεί και εκφράσει απόψεις και Τουρκοκύπριοι πολιτικοί παράγοντες, όπως ο Μεχμέτ Αλί Ταλάτ, ο Σερντάρ Ντενκτάς, ο Μουσταφά Ακιντζί και άλλοι. Οι συζητήσεις με τους Τουρκοκυπρίους πολιτικούς περιστράφηκαν γύρω από τη στάση που τήρησαν οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι στα δημοψηφίσματα, τα οποία είχαν διενεργηθεί περί τους επτά μήνες πριν από το επίδικο δημοσίευμα.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, εξετάζοντας το κείμενο του επίδικου δημοσιεύματος, αποφάνθηκε ότι η φυσική σημασία και έννοια των λέξεων που χρησιμοποιήθηκαν, χωρίς αμφιβολία, ενείχαν δυσφημιστικό χαρακτήρα για τον εφεσίβλητο στην εκπομπή του οποίου εκπεμπόταν η κατά τον ισχυρισμό Τουρκοκυπριακή προπαγάνδα.

Στη συνέχεια, το Δικαστήριο εξέτασε και απέρριψε την υπεράσπιση της αλήθειας του περιεχομένου του δημοσιεύματος, κρίνοντας πως με τις ερωτήσεις και παρεμβάσεις του εφεσίβλητου κατά τη διάρκεια της εκπομπής του, δινόταν απλά η ευκαιρία στους προσκεκλημένους να τοποθετηθούν σε διάφορα καυτά ζητήματα και δεν ήταν ορθό ότι οι εκπομπές εξέπεμπαν την Τουρκοκυπριακή προπαγάνδα ή την προπαγάνδα υπέρ του “Ναι” στα δημοψηφίσματα.

[*1957]Περαιτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο επίσης εξέτασε και απέρριψε την εγερθείσα από τους εφεσείοντες υπεράσπιση του εντίμου σχολίου, παρατηρώντας ότι για να μπορεί να επιτύχει αυτή η υπεράσπιση, η επίμαχη δήλωση πρέπει να συνίσταται από γνώμη ή σχόλιο και όχι να πρόκειται για δήλωση γεγονότων. Αφού δε το σχόλιο εδώ βασιζόταν σε γεγονότα που περιέχονται στη δήλωση, για να επιτύγχανε στην υπεράσπισή του, ο εφεσίβλητος υποχρεούτο να αποδείξει την ορθότητα των γεγονότων, πλην όμως εδώ τα γεγονότα δεν ήσαν ορθά.

Ως προς το ύψος των αποζημιώσεων, αφού έλαβε υπόψη παράγοντες οι οποίοι έχουν αναγνωρισθεί στη νομολογία και το ότι δεν υπήρξε μαρτυρία ως προς το ύψος της κυκλοφορίας της εφημερίδας στην Κύπρο, παρά μόνο ήταν παραδεκτό ότι αυτή κυκλοφορεί στις ελεύθερες περιοχές της Κύπρου, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ποσό ύψους €10.000, πλέον έξοδα, συνιστούσε ικανοποιητική αποζημίωση για τη δυσφήμιση του εφεσίβλητου.

Την ορθότητα της πιο πάνω απόφασης με την οποία επιδικάστηκε το προαναφερθέν ποσό εναντίον τους ως αποζημιώσεις για δυσφήμηση, προσβάλλουν με την παρούσα έφεση οι εφεσείοντες.

Με τους λόγους έφεσης αρ. 1 και 2 τους οποίους ανέπτυξαν μαζί, οι εφεσείοντες προβάλλουν την κύρια θέση τους σύμφωνα με την οποία εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι το επίδικο δημοσίευμα ήταν δυσφημιστικό επειδή αυτό θεωρούσε ότι ο εφεσίβλητος ήταν προωθητής Τουρκοκυπριακής προπαγάνδας και, επίσης ότι εσφαλμένα έκρινε το Δικαστήριο ότι η μαρτυρία των εφεσειόντων δεν ήταν επαρκής για να αποδείξει ότι προβάλλονταν κυρίως οι Τουρκοκυπριακές θέσεις ή/και ως εκ τούτου Τουρκοκυπριακή προπαγάνδα. Σύμφωνα πάντα με τους εφεσείοντες, τόσο από τη δοθείσα μαρτυρία, όσο και από το ίδιο το επίδικο δημοσίευμα, συνάγεται σαφώς ότι σε καμιά περίπτωση ο εφεσείων 1 δεν συνέγραψε ότι ο ίδιος ο εφεσίβλητος προωθεί την Τουρκοκυπριακή προπαγάνδα. Έψεξε μόνο το γεγονός ότι με τη δυσανάλογη παρουσία Τουρκοκυπρίων να φιλοξενούνταν στις εκπομπές του εφεσίβλητου, παρουσιάζονταν συχνά απαράδεκτες και προσβλητικές απόψεις για τους Ελληνοκύπριους. Με την αγόρευσή τους, οι εφεσείοντες παρέπεμψαν σε συγκεκριμένες περικοπές από δηλώσεις Τουρκοκυπρίων πολιτικών που είχαν φιλοξενηθεί στην προαναφερθείσα εκπομπή του εφεσίβλητου μεταξύ Μαΐου 2004 – Νοεμβρίου 2004. Τέτοιες δηλώσεις-απόψεις ήσαν και οι ακόλουθες: “Η Ελληνοκυπριακή πλευρά δεν δέχθηκε το σχέδιο διότι θέλει να κρατήσει τους Τουρκοκύπριους σε υποδούλωση” (Μ. Ταλάτ), “Η Τουρκία τώρα θα αυξήσει τα στρατεύματά της [*1958]λόγω του ΟΧΙ των Ελληνοκυπρίων” (Καφετζίογλου), “(Η σημαία στον Πενταδάκτυλο) θα μείνει ... συνηθίστε το” (Ντενκτάς), κλπ..

Στη δική του αγόρευση, ο εφεσίβλητος παρατήρησε ότι μέχρι τώρα οι εφεσείοντες δεν αποφάσισαν αν δέχονται ότι είναι η θέση τους πως εκπεμπόταν η Τουρκοκυπριακή προπαγάνδα μέσω της επίμαχης εκπομπής ή όχι. Απλή ανάγνωση του δημοσιεύματος καθιστά φανερό ότι αυτό αναφέρεται στον εφεσίβλητο και του προσάπτει ότι προωθεί την Τουρκοκυπριακή προπαγάνδα συνειδητά και συστηματικά. Κανένας δε διαχωρισμός δεν χωρεί εδώ, μεταξύ του ίδιου του εφεσίβλητου και της εκπομπής του, εφόσον κάθε εκπομπή την επιμελείται, οργανώνει και διευθύνει κάποιος και στην υπό εξέταση περίπτωση, ο εφεσίβλητος ήταν ο μόνος που επιμελείτο και παρουσίαζε την επίμαχη εκπομπή. Σύμφωνα δε πάντα με τον εφεσίβλητο, η θέση ότι εάν ο ίδιος έδωσε βήμα σε απαράδεκτες Τουρκοκυπριακές θέσεις οι οποίες συνιστούν προπαγάνδα, αυτό δεν σημαίνει ότι προωθούσε τις θέσεις εκείνες, είναι θέση αβάσιμη. Κάτι τέτοιο θα ήταν αφενός εξίσου δυσφημιστικό αφού καμιά διαφορά δεν υπάρχει μεταξύ του “εκπέμπει” και “προωθεί” προπαγάνδα, και αφετέρου θα ήταν άτοπο και τελείως αντιδημοκρατικό αν μια εκπομπή δεν επιτρεπόταν να μεταδίδει τις απόψεις και των Τουρκοκυπρίων επειδή κάτι τέτοιο θα εθεωρείτο προπαγάνδα.

Κάποια περαιτέρω στοιχεία τα οποία συνθέτουν καλύτερα την εικόνα της χρονικής περιόδου στην οποία εντάσσονται οι επίμαχες εκπομπές, παρατέθηκαν στην πρωτόδικη απόφαση και θεωρούμε χρήσιμο να τις μεταφέρουμε εδώ.

Η εκπομπή “ΔΙΑΛΟΓΟΙ” ήταν δίωρη εβδομαδιαία εκπομπή η οποία προβλήθηκε κατά την περίοδο Ιανουαρίου-Νοεμβρίου 2004. Ένα από τα βασικά θέματα τα οποία ήσαν στην επικαιρότητα κατά την περίοδο εκείνη ήταν το σχέδιο συνολικής επίλυσης του Κυπριακού προβλήματος που υποβλήθηκε στα εμπλεκόμενα μέρη από το Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών και έμεινε γνωστό ως “Σχέδιο Ανάν”. Όπως είχε συμφωνηθεί μεταξύ των ηγετών των δύο κοινοτήτων στην Κύπρο, διεξήχθηκαν κατά τον Απρίλιο του 2004 χωριστά δημοψηφίσματα για έγκριση ή απόρριψη του Σχεδίου. Οι Τουρκοκύπριοι τάχθηκαν υπέρ του Σχεδίου, ενώ η μεγάλη πλειοψηφία των Ελληνοκυπρίων (76%) τάχθηκε εναντίον. Όπως βέβαια ήταν φυσικό, τόσο πριν όσο και μετά τη διεξαγωγή των δημοψηφισμάτων διεξήγοντο συνεχείς και έντονες συζητήσεις γύρω από το θέμα.

Στην εκπομπή του εφεσίβλητου φιλοξενήθηκαν, σε μικρότερη βέβαια έκταση, και Τουρκοκύπριοι πολιτικοί παράγοντες, επι[*1959]χειρηματίες και δημοσιογράφοι και εκφράστηκαν ασφαλώς ποικίλες θέσεις και απόψεις γύρω από τη στάση που τηρούσε ή τήρησε κάθε μια πλευρά στα δημοψηφίσματα.

Τα δύο σημαντικά δικαιώματα, τα οποία σε μια περίπτωση όπως η παρούσα, πρέπει να εξισορροπούνται, είναι τα ακόλουθα:

α.         Το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου και έκφρασης, όπως αυτό παρατίθεται και διασφαλίζεται από το Άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και από το Άρθρο 19 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας.

β.         Το δικαίωμα της προάσπισης της αξιοπρέπειας, υπόληψης και καλής φήμης του ανθρώπου, το οποίο κατοχυρώνεται από το άρθρο 2 της Σύμβασης.

Τόσο εκ της φύσεώς τους, όσο και κατά την εφαρμογή τους στην πράξη, και τα δύο αυτά δικαιώματα είναι καίριας σημασίας σε κάθε ευνομούμενη πολιτεία και θα πρέπει να τυγχάνουν αυστηρού σεβασμού από τους πάντες και, ασφαλώς, να τυγχάνουν της ανάλογης με τη σημασία τους προστασίας από τη Δικαιοσύνη.

Χρήσιμη ανάλυση των αρχών που διέπουν το θέμα της εξισορρόπησης των δύο αυτών δικαιωμάτων, είχε γίνει και με την απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση Εκδόσεις Αρκτίνος Λτδ v. Παπαευσταθίου (2007) 1(Β) Α.Α.Δ. 856. Στην απόφαση εκείνη γίνεται εμπεριστατωμένη ανάλυση από το Νικολάτο Δ. της νομολογίας του Ε.Δ.Α.Δ. επί του υπό εξέταση θέματος. Εξηγείται δε με αναφορά σε πρόσφατες αποφάσεις του Δικαστηρίου, η σύγχρονη τάση υπέρ του να περιορίζεται το δικαίωμα στη φήμη προσώπου, προς όφελος του δικαιώματος της ελευθερίας του λόγου και έκφρασης, στο οποίο το Δικαστήριο αναγνωρίζει υψηλή αξία. Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται, μεταξύ άλλων, και στην απόφαση στην υπόθεση Lingens v. Austria Appl. No. 9815/82 Ser. A. Vol. 103 [1986] 8 EHRR 407. Όπως είχε παρατηρήσει το Δικαστήριο στην απόφαση εκείνη, η ελευθερία της έκφρασης συνιστά ένα από τα ουσιαστικά θεμέλια της δημοκρατικής κοινωνίας και απαραίτητο συστατικό για την πρόοδό της και για την ολοκλήρωση του ατόμου. Με την επιφύλαξη της παρ. 2 του Άρθρου 10 της Σύμβασης, η ελευθερία του λόγου και της έκφρασης εφαρμόζεται όχι μόνο σε μετάδοση “πληροφοριών” ή “ιδεών”, οι οποίες γίνονται δεκτές ευνοϊκά ή θεωρούνται ως μη επιθετικές ή προκαλούν αδιαφορία, αλλά εφαρμόζεται επίσης σε εκείνες που ενοχλούν, προσβάλλουν ή σοκάρουν. Αυτό επι[*1960]τάσσει ο πλουραλισμός, η ανεκτικότητα και η ευρύτητα πνεύματος, χωρίς τα οποία δεν υφίσταται δημοκρατική κοινωνία. Αυτές δε οι αρχές είναι ιδιαίτερης σημασίας όσον αφορά τον Τύπο. Παρόλον ότι ο Τύπος δεν θα πρέπει να υπερβαίνει τα τιθέμενα όρια, μεταξύ άλλων και για την προστασία της υπόληψης άλλων, είναι εν τούτοις, αναγκαίο όπως μεταδίδει πληροφορίες και ιδέες επί πολιτικών θεμάτων όπως και επί άλλων θεμάτων δημόσιου ενδιαφέροντος. Όπως δε περαιτέρω αναφέρθηκε στην ίδια απόφαση, η οποία αφορούσε σε υπόθεση δυσφήμησης του Καγκελλαρίου της Αυστρίας, το επίδικο δημοσίευμα θα πρέπει να εξετάζεται με φόντο τις συνθήκες οι οποίες επικρατούσαν όταν αυτό διενεργήθηκε.

Επανερχόμενοι στα ιδιαίτερα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, το καίριο ερώτημα το οποίο εγείρεται και προέχει προς απόφανση είναι το κατά πόσο το επίδικο δημοσίευμα ήταν ή όχι δυσφημιστικό για τον εφεσίβλητο.

Με αφετηρία την ερμηνεία της λέξης “προπαγάνδα”, η οποία παρατίθεται στο έγκυρο Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας του Γ. Μπαμπινιώτη (“συστηματική προσπάθεια που καταβάλλει κάποιος για επηρεασμό της κοινής γνώμης προς ορισμένη κατεύθυνση”), το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η φυσική έννοια των λέξεων που περιέχονται στο κείμενο είναι δυσφημιστική για τον εφεσίβλητο.

Θα διαφωνήσουμε με την κατάληξη αυτή. Η λέξη “προπαγάνδα” έχει σίγουρα την έννοια η οποία της αποδίδεται στο προαναφερθέν λεξικό. Το να αποδίδεται δε σε κάποιο ότι προωθεί την Τουρκοκυπριακή προπαγάνδα μπορεί να θεωρηθεί δυσφημιστικό, λαμβανομένων βέβαια υπόψη των συνθηκών που επικρατούσαν και επικρατούν ακόμα στην Κύπρο, καθώς επίσης και της διχογνωμίας η οποία παρατηρήθηκε ως προς το συγκεκριμένο θέμα του Σχεδίου Ανάν κατά τον ουσιώδη χρόνο. Όμως, σε καμιά περίπτωση το επίδικο δημοσίευμα δεν καταλόγισε στον εφεσίβλητο ότι ο ίδιος προωθεί ή εκπέμπει Τουρκοκυπριακή προπαγάνδα. Οι λέξεις που χρησιμοποιήθηκαν στο δημοσίευμα, τις οποίες έχουμε παραθέσει προηγουμένως, καθαρά είναι που αναφέρουν ότι μέσα από την εκπομπή του εφεσίβλητου εκπέμπετο Τουρκοκυπριακή προπαγάνδα. Η εξομοίωση με το ότι ο ίδιος ο εφεσίβλητος εξέπεμπε ή προωθούσε αυτή την προπαγάνδα, επειδή αυτός ήταν ο επιμελητής και παρουσιαστής της εκπομπής, δεν είναι ορθή.

Είναι γεγονός ότι μέσα από την εκπομπή της οποίας επιμελείτο και την οποία παρουσίαζε ο εφεσίβλητος, προβάλλονταν, μεταξύ άλλων, και Τουρκοκυπριακές θέσεις, οι οποίες θα μπορούσαν [*1961]κάλλιστα να θεωρηθούν από ένα Ελληνοκύπριο ως απαράδεκτες, ως ενοχλητικές και ως προπαγάνδα. Φιλοξενήθηκαν, όμως, στο πλαίσιο της εκπομπής του εφεσίβλητου και κατά την άποψη ενός αντικειμενικού, αμερόληπτου και δημοκρατικά σκεπτόμενου ανθρώπου, πολύ ορθά μεταδόθηκαν, έτσι ώστε να ακούεται και η άλλη άποψη, πιθανόν αντίθετη με τη δική του.

Ο χρυσός κανόνας της φυσικής δικαιοσύνης audi alteram partem πρέπει να τηρείται πάντοτε από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, έστω και αν αυτό τείνει κάποτε να ενοχλεί ή να απογοητεύει. Το δικαίωμα για πλήρη και αντικειμενική ενημέρωση και για ελεύθερη διάδοση ιδεών και θέσεων δεν πρέπει να τυγχάνει περιορισμών στο βωμό της κακώς νοούμενης προστασίας του ακροατή, αναγνώστη ή θεατή.

Στην υπό εξέταση περίπτωση, οι εφεσείοντες θεώρησαν τη μετάδοση των Τουρκοκυπριακών θέσεων από την εκπομπή του εφεσίβλητου ως προπαγάνδα και είχαν κάθε δικαίωμα να την θεωρήσουν ως τέτοια και να την επικρίνουν, με βάση την προστασία η οποία τους παρέχεται από το Άρθρο 10 της Ε.Σ.Α.Δ.. Οι ίδιοι μπορεί να μη συμφωνούν με την προβολή των Τουρκοκυπριακών θέσεων από την εκπομπή του εφεσίβλητου ή από οποιαδήποτε εκπομπή. Οι ίδιοι μπορεί να μη συμφωνούν με την προβολή των θέσεων της άλλης πλευράς, ή ακόμα να θεωρούν εκείνο τον οποίο τις προβάλλει, χωρίς καν να τις ασπάζεται, ως αξιοκατάκριτο. Μια τέτοια άποψη δεν ισοδυναμεί με δυσφήμηση του προσώπου που είναι υπεύθυνος για την προβολή τέτοιων θέσεων και δεν καθάπτεται της υπόληψης ή της φήμης του.

Επομένως, κατά την άποψή μας, το επίδικο δημοσίευμα δεν ήταν δυσφημιστικό για τον εφεσίβλητο.

Με αυτή δε την κατάληξή μας, καθίσταται άσκοπη η εξέταση των πιθανών υπερασπίσεων τις οποίες ενδεχόμενα θα είχαν οι εφεσείοντες και, ασφαλώς, παρέλκει η εξέταση άλλων λόγων έφεσης.

Η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Η αγωγή αρ. 11293/2004 απορρίπτεται. Τόσο τα έξοδα της έφεσης, όσο και τα έξοδα πρωτόδικα, επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο