Σάββα Μαρία (2011) 1 ΑΑΔ 2001

(2011) 1 ΑΑΔ 2001

[*2001]18 Νοεμβρίου, 2011

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓMΑΤΟΣ,

ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ

ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,

ΤΑ ΑΡΘΡΑ 20(1)(β) ΚΑΙ 23(1)(β) ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΝΟΜΟΥ 14/1060, ΤΑ ΑΡΘΡΑ 2, 4 ΚΑΙ 6 ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ

ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΕΦ. 155,

ΤΟ ΑΡΘΡΟ 29(1) ΚΑΙ 29(2)(Δ) ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ ΝΟΜΟΥ 66(Ι)/97, ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟ, ΚΕΦ. 285, ΩΣ ΕΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΑΡΘΡΟ 9,

ΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥΣ

Κ.Δ.Π. 51/89, 52/89 ΚΑΙ 53/89, ΩΣ ΕΠΙΣΗΣ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ, ΤΑ ΑΡΘΡΑ 15, 23 ΚΑΙ 30 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 8 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΩΝ ΟΠΩΣ ΚΥΡΩΘΗΚΕ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 39 ΤΟΥ 1962,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ

ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΣΑΒΒΑ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΦΥΣΕΩΣ QUO WARRANTO KATOΠΙΝ ΑΔΕΙΑΣ ΠΟΥ ΔΟΘΗΚΕ ΣΤΙΣ 07/10/2010 ΑΠΟ ΤΟ ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΤΕΣΣΕΡΙΣ (4) ΔΙΑΤΑΓΕΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗΣ ΕΓΓΡΑΦΩΝ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 09/10/2009 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΑΝ

ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΣΤΥΦΥΛΑΚΑ 2887 ΧΡ. ΚΟΝΣΟΛΟΥ,

ΤΙΣ ΔΥΟ (2) ΔΙΑΤΑΓΕΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗΣ ΕΓΓΡΑΦΩΝ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 06/11/2009 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΑΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΣΤΥΦΥΛΑΚΑ 1606 Γ. ΠΙΕΡΙΔΗ ΚΑΙ ΤΙΣ ΤΡΕΙΣ (3) ΔΙΑΤΑΓΕΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 26/11/2009 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΑΝ

ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΣΤΥΦΥΛΑΚΑ 3725 Μ. ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ,

ΚΑΤ’ ΕΠΙΚΛΗΣΙΝ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 6.1 ΤΟΥ ΚΕΦ. 155.

(Πολιτική Αίτηση Aρ. 124/2010)

 

 

Προνομιακά εντάλματα ― Quo Warranto ― Ενόψει νέων νομοθετικών [*2002]ρυθμίσεων και άλλων δυνατοτήτων, καταγράφεται η περίπου αχρησία του εντάλματος Quo Warranto τόσο στην Αγγλία από όπου προέρχεται ο θεσμός και συνακολούθως στην Ινδία, όσο και στην Κύπρο.

Προνομιακά εντάλματα ― Quo Warranto ― Αφορά στον κάτοχο δημόσιας θέσης ή αξιώματος ή δικαιώματος ή προνομίου (office, franchise, liberty or privilege) ― Σημαίνει «με ποιά εξουσία;» και αποβλέπει στον έλεγχο της εξουσίας με βάση την οποία αυτός ο κάτοχος διεκδικεί τη θέση ή τα άλλα ― Στόχος η αποβολή ή εκδίωξή του από τη θέση ή το αξίωμα ή τα άλλα στην κατάλληλη περίπτωση ή ακόμα και την έκδοση διατάγματος απαγορευτικού της άσκησης των αρμοδιοτήτων που αυτά συνεπάγονται ― Ο σκοπός είναι δημόσιος και ότι συνιστά το αντικείμενο της διαδικασίας, είναι το δικαίωμα του φερόμενου ως σφετεριστή να κατέχει τη θέση.

Προνομιακά εντάλματα ― Quo Warranto ― Δεν εκδίδεται όταν το πρόσωπο του οποίου αμφισβητείται το δικαίωμα, έχει παύσει να κατέχει αυτή τη θέση ούτε για την ακύρωση πράξεων ήδη τελεσθεισών.

Η αιτήτρια ζήτησε την έκδοση προνομιακού εντάλματος Quo Warranto για ακύρωση   διαταγών που  εξέδωσαν τρεις αστυφύλακες της Αστυνομικής Δύναμης Κύπρου, κατ’ επίκληση του Άρθρου 6(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155.

Συγκεκριμένα, εξέδωσαν εννέα διαταγές προς τους διευθυντές υποκαταστημάτων τραπεζών της Κυπριακής Δημοκρατίας και οι τράπεζες συμμορφώθηκαν.

Σύμφωνα με τα παραδεκτά πραγματικά γεγονότα, οι Βρετανικές Βάσεις διενεργούσαν ανακρίσεις σε σχέση με την πιθανή διάπραξη από την αιτήτρια σοβαρών ποινικών αδικημάτων στην περιοχή όπου βρίσκεται υπό τον έλεγχο τους.

Η αστυνομία των Βρετανικών Βάσεων έκρινε πως, προς διευκόλυνση των ανακρίσεων, χρειαζόταν να εξασφαλιστούν οι λογαριασμοί της αιτήτριας σε τράπεζες στην Κυπριακή Δημοκρατία και ζήτησε από την τελευταία την εξασφάλισή τους.

Ακολούθησε η έκδοση των προαναφερθέντων διαταγών και τα σχετικά έγγραφα παραδόθηκαν σε αστυνομικούς των Βρετανικών Βάσεων.

Παρά την καταδίκη της αιτήτριας που ακολούθησε, προωθήθηκε από την αιτήτρια αίτηση για την έκδοση «προνομιακού εντάλματος [*2003]‘Quo Warranto’ για ακύρωση» αυτών των διαταγών.

 

Με την αίτηση καλούνταν οι εν λόγω αστυφύλακες να δείξουν υπό ποίαν εξουσία και/ή νομοθεσία και/ή νομοθετικό έρεισμα εξέδωσαν τα πιο πάνω διατάγματα.

Μεταξύ άλλων με την αίτηση υποστηρίχθηκε ότι:

α) Το Άρθρο 6(1) του Κεφ. 155 προϋποθέτει την ιδιότητα του ανακριτή, όπως αυτός καθορίζεται στο Άρθρο 4 του ίδιου νόμου, σε συνδυασμό και προς σχετική «Αστυνομική Διαταγή». Στην προκειμένη περίπτωση οι αστυφύλακες, δεν διερευνούσαν οι ίδιοι τη διάπραξη οποιουδήποτε αδικήματος και δεν ήταν με καμία έννοια «ανακριτές» ώστε να νομιμοποιούνταν στην έκδοση των διαταγών.

β)         Η έλλειψη άλλης δυνατότητας για ακύρωση των εν λόγω ενταλμάτων, καθιστούσε την  περίπτωση  κατάλληλη για την έκδοση Quo Warranto.

Αποφασίστηκε ότι:

1.            Ο σκοπός είναι δημόσιος και δεν συναρτάτο προς κάποιας φύσης ιδιαίτερο δικαίωμα του αιτητή. Το θέμα, δεν αφορούσε στο κατά πόσο τέτοιο ένταλμα μπορούσε να εκδοθεί, σε σχέση με αστυφύλακα ως φορέα δημόσιου αξιώματος. Αφορούσε στην ίδια τη φύση του εντάλματος και δεν ήταν δυνατό αυτή να διαφοροποιείτο με την ανάληψη δικαιοδοσίας εκεί που τέτοια δεν υπήρχε.

2.            Η ίδια η θεραπεία που επιδιωκόταν, δεν αφορούσε καν στην κατοχή από τους αστυφύλακες της ιδιότητας των ανακριτών. Δεν στόχευε στην παύση ή στην αναστολή της. Αυτή η ιδιότητα, στο πλαίσιο της οποίας  λειτούργησαν οι αστυφύλακες, είχε λήξει.

3.            Με την αίτηση επιδιωκόταν, όπως ρητά αναφερόταν σ’ αυτή, Quo Warranto για ακύρωση των διαταγών, κάτι το οποίο είναι εντελώς έξω από τη φύση του εντάλματος. Το Quo Warranto per se δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την ακύρωση πράξεων ήδη τελεσθεισών από το σφετεριστή.

4.            Οι αστυφύλακες είχαν παύσει να επικαλούνται την ιδιότητα του ανακριτή όπως την άσκησαν στην παρούσα υπόθεση. Η αίτηση δεν απέβλεπε στη διακοπή ή αναστολή της κατοχής της για το μέλλον. Απέβλεπε στην ακύρωση πράξεων ήδη τελεσθεισών που συνιστούσαν και το ρητά προσδιορισμένο αντικείμενο της αίτησης. Αυτό βρισκόταν [*2004]εκτός της εμβέλειας του εντάλματος της φύσης Quo Warranto.

Η αίτηση απορρίφθηκε χωρίς διαταγή για έξοδα.

Αναφερόμενη Υπόθεση:

Mαυρογένης v. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. (Αρ. 2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 1034.

Aίτηση.

Α. Δημητρίου, για την αιτήτρια.

Α. Μαππουρίδης, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα, για τους καθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Τα πραγματικά δεδομένα αυτής της πρωτότυπης στην Κύπρο αίτησης, είναι σύντομα και παραδεκτά. Τα συνοψίζω: Οι Βρετανικές Βάσεις διενεργούσαν ανακρίσεις σε σχέση με την εκεί πιθανή διάπραξη από την αιτήτρια σοβαρών ποινικών αδικημάτων. Η αιτήτρια είναι αγγλίδα υπήκοος και δεν θα μπορούσε να δικαστεί για εκείνα τα αδικήματα από δικαστήριο της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η αστυνομία των Βρετανικών Βάσεων έκρινε πως, προς διευκόλυνση των ανακρίσεων, χρειαζόταν να εξασφαλιστούν οι λογαριασμοί της αιτήτριας σε τράπεζες στην Κυπριακή Δημοκρατία και ζήτησε από την Κυπριακή Δημοκρατία την εξασφάλισή τους. Τρεις αστυφύλακες της Αστυνομικής Δύναμης Κύπρου, κατ’ επίκληση του άρθρου 6(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, εξέδωσαν 9 διαταγές προς τους διευθυντές υποκαταστημάτων τραπεζών της Κυπριακής Δημοκρατίας και οι τράπεζες συμμορφώθηκαν. Είχε εξουσιοδοτηθεί η αστυνομία των Βρετανικών Βάσεων να παραλάβει τα έγγραφα και, πράγματι, οι διευθυντές τα παρέδωσαν σε αστυνομικούς των Βρετανικών Βάσεων. Η αιτήτρια εν τέλει δικάστηκε ερήμην, καταδικάστηκε και της επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης αλλά τα μέρη συμφωνούν πως αυτό δεν επηρεάζει τη δυνατότητα προώθησης της παρούσας διαδικασίας.

Η αιτήτρια ζητά την έκδοση «προνομιακού εντάλματος ‘Quo Warranto’ για ακύρωση» αυτών των διαταγών. Σ’ αυτό το πλαίσιο «καλεί τους πιο πάνω αναφερόμενους Αστυφύλακες να δείξουν [*2005]υπό ποίαν εξουσία και/ή νομοθεσία και/ή νομοθετικό έρεισμα εξέδωσαν τα πιο πάνω διατάγματα». Είναι δε το κεντρικό της επιχείρημα πως το άρθρο 6(1) του Κεφ. 155 προϋποθέτει την ιδιότητα του ανακριτή, όπως αυτός καθορίζεται στο άρθρο 4 του ίδιου νόμου, σε συνδυασμό και προς σχετική «Αστυνομική Διαταγή». Οι αστυφύλακες, εν προκειμένω, δεν διερευνούσαν οι ίδιοι τη διάπραξη οποιουδήποτε αδικήματος και δεν ήταν με καμία έννοια «ανακριτές» ώστε να νομιμοποιούνταν στην έκδοση των διαταγών.

Οι καθ’ ων η αίτηση έχουν διαφορετική άποψη και θεωρούν πως οι ανακριτές, δυνάμει του άρθρου 6(1) του Κεφ. 155, δεν περιορίζονται στη διερεύνηση αδικημάτων για τα οποία θα είχαν δικαιοδοσία τα Δικαστήρια της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αυτό, βεβαίως, δεν καλύπτει την πτυχή του επιχειρήματος πως, στην πράξη, οι ίδιοι δεν διεξήγαγαν έρευνα για οποιοδήποτε αδίκημα οπουδήποτε διαπραχθέν. Ήταν το περαιτέρω επιχείρημα των καθ’ ων η αίτηση πως ήταν νόμιμη η ενέργεια ως ασκηθείσα «μέσα στα πλαίσια των προνοιών του Συντάγματος και της παραγράφου 15 Appendix O με βάση την οποία “θα υπάρχει συνεργασία μεταξύ της Αστυνομίας και της Χωροφυλακής της Δημοκρατίας και την Αστυνομική Αρχή των Κυρίαρχων Βρετανικών Βάσεων”».

Δεν υπάρχει δικαστική απόφαση στην Κύπρο σε σχέση με την έκδοση εντάλματος της φύσης Quo Warranto, όπως αυτό εισάγεται ως δυνατότητα με το Άρθρο 155.4 του Συντάγματος. Αναφορά σε τέτοιο ένταλμα έχω εντοπίσει μόνο στην υπόθεση Mαυρογένης v. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. (Αρ. 2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 1034. Kρίθηκε εκεί από την Πλήρη Ολομέλεια πως βουλευτές οι οποίοι ζήτησαν να παρέμβουν σε διαδικασία ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ως Εκλογοδικείου, δεν επηρεάζονταν αφού, μεταξύ άλλων, δεν θα ήταν δυνατό, ανάλογα με την απόφαση, να ανοίξει ο δρόμος για την αμφισβήτηση της δικής τους εκλογής με Quo Warranto, ενόψει της αποκλειστικής δικαιοδοσίας του Εκλογοδικείου.

Αλλά και στην Αγγλία από όπου προέρχεται ο θεσμός και συνακολούθως στην Ινδία (βλ. Halsbury’s Laws of England, 3η έκδοση, Τόμος ΙΙ, σελ. 145 κ.επ. και Basu, Commentary on the Constitution of India, 5η έκδοση, Τόμος ΙΙΙ, σελ. 703 κ.επ.) καταγράφεται η περίπου αχρησία του. Αυτό, ενόψει νέων νομοθετικών ρυθμίσεων και άλλων δυνατοτήτων.

Η έλλειψη άλλης δυνατότητας βρίσκεται στον πυρήνα της θέσης της αιτήτριας πως η περίπτωση είναι κατάλληλη για την έκδοση Quo Warranto. Όμως δεν είναι έργο του Δικαστηρίου να [*2006]επεκταθεί σε συλλογισμούς αναφορικά με άλλες ενδεχόμενες δυνατότητες. Έργο του Δικαστηρίου είναι, κατ’ αρχάς, να διαπιστώσει αν παρέχεται δικαιοδοτική δυνατότητα για την έκδοση του διατάγματος που εδώ επιζητείται.

Το ένταλμα της φύσης Quo Warranto αφορά στον κάτοχο δημόσιας θέσης ή αξιώματος ή δικαιώματος ή προνομίου (office, franchise, liberty or privilege). Σημαίνει «με ποιά εξουσία;» («by what authority») και αποβλέπει στον έλεγχο της εξουσίας με βάση την οποία αυτός ο κάτοχος διεκδικεί τη θέση ή τα άλλα. Αυτό, με στόχο την αποβολή ή την εκδίωξή του από τη θέση ή το αξίωμα ή τα άλλα στην κατάλληλη περίπτωση ή ακόμα και την έκδοση διατάγματος απαγορευτικού της άσκησης των αρμοδιοτήτων που αυτά συνεπάγονται. Ο σκοπός είναι δημόσιος. Δεν συναρτάται προς κάποιας φύσης ιδιαίτερο δικαίωμα του αιτητή. Ό,τι συνιστά το αντικείμενο της διαδικασίας, είναι το δικαίωμα του φερόμενου ως σφετεριστή να κατέχει τη θέση.

Είδε αυτό το θεμελιακό χαρακτηριστικό του εντάλματος Quo Warranto ο ευπαίδευτος συνήγορος για την αιτήτρια αναγνωρίζοντας πως δεν υπάρχει «ταυτόσημο προηγούμενο» και πως «ενδεχομένως το Quo Warranto μέχρι σήμερα (να) εξετάζει αμφισβήτηση του φορέα αξιώματος». Εντόπισε όμως αναφορά στους Halsbury’s (ανωτέρω) παράγραφο 275, σε δυνατότητα έκδοσης τέτοιου διατάγματος σε σχέση με αστυφύλακες και, περαιτέρω, εισηγήθηκε πως το Ανώτατο Δικαστήριο «έχει την ευχέρεια να δημιουργήσει νομολογία που να συνάδει με τις ανάγκες της σημερινής κοινωνίας».

Το θέμα, εν τούτοις, δεν αφορά στο κατά πόσο τέτοιο ένταλμα μπορεί να εκδοθεί, σε σχέση με αστυφύλακα ως φορέα δημόσιου αξιώματος. Αφορά στην ίδια τη φύση του εντάλματος και ασφαλώς δεν είναι δυνατό αυτή να διαφοροποιηθεί με την ανάληψη δικαιοδοσίας εκεί που τέτοια δεν υπάρχει.

Εν προκειμένω, όπως έχουμε δει, η ίδια η θεραπεία που επιδιώκεται δεν αφορά καν στην κατοχή από τους αστυφύλακες της ιδιότητας των ανακριτών. Δεν στοχεύει στην παύση ή στην αναστολή της. Αυτή η ιδιότητα, στο πλαίσιο μέσα στο οποίο εδώ συζητείται, έχει λήξει. Με την αίτηση επιδιώκεται, όπως ρητά αναφέρεται σ’ αυτή, Quo Warranto για ακύρωση των διαταγών. Αυτά, όμως, είναι εντελώς έξω από τη φύση του εντάλματος και στον Βasu (ανωτέρω), στη σελίδα 716 (βλ. και σελίδα 720) αυτό καθίσταται εντελώς σαφές. Το Quo Warranto per se δεν μπορεί να χρη[*2007]σιμοποιηθεί για την ακύρωση πράξεων ήδη τελεσθεισών από το σφετεριστή. («But Quo Warranto per se cannot be used to quash acts already done by the usurper»). Ενώ, περαιτέρω, όπως εξηγείται στη σελίδα 707 του ίδιου συγγράμματος, κατά το γενικό κανόνα, το ένταλμα δεν εκδίδεται όταν το πρόσωπο του οποίου αμφισβητείται το δικαίωμα, έχει παύσει να κατέχει αυτή τη θέση. («The general rule is that Quo Warranto to question a person’s title to an office will not be granted after he has ceased to hold that office»).

Οι αστυφύλακες έχουν παύσει να επικαλούνται την ιδιότητα του ανακριτή όπως τη συζητά η αιτήτρια στην παρούσα υπόθεση. Η αίτηση δεν αποβλέπει στη διακοπή ή αναστολή της κατοχής της για το μέλλον. Αποβλέπει στην ακύρωση πράξεων ήδη τελεσθεισών που συνιστούν και το ρητά προσδιορισμένο αντικείμενο της αίτησης. Αυτό βρίσκεται εκτός της εμβέλειας του εντάλματος της φύσης Quo Warranto. Επομένως, δεν χρειάζεται να ασχοληθώ με τα επιχειρήματα σε σχέση με το άρθρο 6(1) του Κεφ. 155 και τα άλλα.

Η αίτηση απορρίπτεται. Όπως σημείωσα εξ αρχής το θέμα στην Κύπρο είναι πρωτότυπο. Η ένσταση και η επιχειρηματολογία των καθ’ ων η αίτηση περιορίστηκε στην ουσία ως προς το άρθρο 6(1) και τα άλλα, όπως τα συνόψισα, και δεν θα εκδώσω διαταγή για έξοδα.

Η αίτηση απορρίπτεται χωρίς διαταγή για έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο