(2011) 1 ΑΑΔ 2085
[*2085]12 Δεκεμβρίου, 2011
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ANAΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΟΠΩΣ ΑΥΤΟΣ ΕΧΕΙ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΕΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΝΟΜΟΥΣ 33/64, 35/75, 72/77, 59/81, 3/87 ΚΑΙ 158/88,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑΣ ΧΡΙΣΤΟΥ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ
ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ CERTIORARI,
KAI
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ TO ΕΚΔΟΘΕΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΤΟΥ
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΚΑΤΑ
ΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ,
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 2.5.2011, ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ
ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ 513/11.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 342/2011)
Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Έφεση εναντίον απορριπτικής απόφασης σε αίτηση για παραχώρηση άδειας καταχώρησης αίτησης certiorari ― Επικύρωση πρωτόδικης κρίσης περί απουσίας εξαιρετικών περιστάσεων υπό τις οποίες το Δικαστήριο θα παρέκαμπτε την εναλλακτική θεραπεία.
Η Εφεσείουσα προσέβαλε απορριπτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου με την οποία δεν της παραχωρήθηκε άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari, που στόχευε στην ακύρωση διατάγματος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, με το οποίο διατάχθηκε η απομάκρυνση της ανήλικης θυγατέρας της εφεσείουσας από την ίδια και η τοποθέτησή της στην Παιδική Στέγη.
Προηγήθηκε παράπονο της ανήλικης εναντίον του συζύγου της εφεσείουσας ότι την κακοποιούσε σεξουαλικά, η καταχώρηση ποινικής υπόθεσης εναντίον του στο Κακουργιοδικείο, η αναστολή της [*2086]ύστερα από την απόσυρση του παραπόνου και η καταχώρηση νέας στο Επαρχιακό Δικαστήριο.
Στα πλαίσια της τελευταίας αυτής υπόθεσης, οικογενειακός σύμβουλος του Γραφείου Ευημερίας εξασφάλισε μονομερώς, δυνάμει των Άρθρων 21 και 22 του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου του 2000 (Ν. 119(Ι)/2000), προσωρινό διάταγμα για την απομάκρυνση της ανήλικης από τη μητέρα της το οποίο και οριστικοποιήθηκε.
Με την έφεση εναντίον της απόφασης απόρριψης αίτησης για άδεια καταχώρησης certiorari υποστηρίχθηκαν μεταξύ άλλων ότι εσφαλμένα έκρινε πρωτοδίκως ότι:-
(1) δεν εγειρόταν εκ πρώτης όψεως συζητήσιμο θέμα για υπέρβαση ή έλλειψη δικαιοδοσίας, (2) το ένδικο μέσο της έφεσης ήταν αποτελεσματικό υπό τις περιστάσεις, και ότι (3) υπήρξε υπέρμετρη καθυστέρηση στην καταχώρηση της αίτησης.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Ήταν ορθή η θέση στην εκκαλούμενη απόφαση ότι με δοσμένο το νομοθετικό πλαίσιο του Νόμου 119(Ι)/2000, το οποίο ορίζει ότι «Δικαστήριο» σημαίνει αρμόδιο δικαστήριο που ασκεί ποινική δικαιοδοσία, δεν μπορούσε να γίνεται λόγος για έλλειψη δικαιοδοσίας ή αντισυνταγματικότητας του Νόμου.
2. Όπως ορθά διαπιστώθηκε στην πρωτόδικη απόφαση, παρά την ένταξη της υπόθεσης στο ευρύτερο πλαίσιο του οικογενειακού δικαίου, εντούτοις αυτό δεν αποκλείει ειδικές ρυθμίσεις που προβλέπονται από συγκεκριμένες νομοθεσίες, όπως στην προκειμένη, που αφορούν σε ποινικές υποθέσεις.
3. Ούτε θέμα υπέρβασης δικαιοδοσίας μπορούσε να τεθεί, εφόσον η διαδικασία που ακολούθησε το Επαρχιακό Δικαστήριο, ήταν σύμφωνη με τις πρόνοιες του Άρθρου 22 και διασφάλισε όλα τα συνταγματικά δικαιώματα της Εφεσείουσας για δίκαιη δίκη.
4. Οι obiter διαπιστώσεις που έγιναν, ουδόλως επηρέαζαν την ουσία του θέματος και ούτε καθιστούσαν την εκκαλούμενη απόφαση τρωτή.
5. Στην προκειμένη περίπτωση, όταν η αίτηση εξεταζόταν σε πρώτο βαθμό, η υπόθεση ήταν ορισμένη ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου για ακρόαση και επομένως ορθά υποδείχθηκε ότι ακόμη και αν [*2087]αποδεικνυόταν εκ πρώτης όψεως υπόθεση, το ενδεχόμενο αναβολής της ακρόασης δεν θα ήταν ικανό να καταστήσει τη θεραπεία της έφεσης αναποτελεσματική, ώστε να εντάξει την περίπτωση σε εκείνες τις άκρως εξαιρετικές, που το Δικαστήριο θα παρέκαμπτε την εναλλακτική θεραπεία.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Δαδακαρίδης v. Δαδακαρίδου (1990) 1 Α.Α.Δ. 566,
Κουντούρης v. Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως (1997) 1 Α.Α.Δ. 1677,
Μυλωνάς v. Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης (1999) 1 Α.Α.Δ. 573,
Διευθύντρια του Τμήματος Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας v. Hussein (άλλως Ανδρέα Κύπριο) (2003) 1 A.A.Δ. 211,
Botrov (Αρ. 2) (1996) 1 Α.Α.Δ. 889,
Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41,
Μεστάνας (2000) 1 Α.Α.Δ. 1469.
Έφεση.
Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Ναθαναήλ, Δ.), (Πολ. Αίτηση Aρ. 97/11), ημερομ. 18.8.2011.
Λ. Βραχίμης, για την Εφεσείουσα.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Ερωτοκρίτου.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Η Εφεσείουσα προσβάλλει την απόφαση αδελφού δικαστή, με την οποία δεν της παραχωρήθηκε άδεια για να καταχωρήσει αίτηση για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari, το οποίο θα στόχευε στην ακύρωση διατάγματος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ημερ. 2.5.2011, που αφορούσε την απομάκρυνση από την Εφεσείουσα της ανήλικης θυγατέρας της.
[*2088]Σύμφωνα με τα γεγονότα, όπως αυτά εκτίθενται στην πρωτόδικη απόφαση, μετά από παράπονο της ανήλικης θυγατέρας της Εφεσείουσας ότι ο σύζυγος της τελευταίας και πατριός της ανήλικης την κακοποιούσε σεξουαλικώς, καταχωρήθηκε η Ποινική Yπόθεση Aρ. 513/11 εναντίον του. Αρχικά η υπόθεση εναντίον του πατριού καταχωρήθηκε στο Κακουργιοδικείο, αλλά μετά που η ανήλικη αναίρεσε το παράπονο της, αναστάληκαν από τη Γενική Εισαγγελία οι κατηγορίες και καταχωρήθηκε νέα υπόθεση εναντίον του πατριού στο Επαρχιακό Δικαστήριο. Στα πλαίσια αυτής της υπόθεσης, οικογενειακός σύμβουλος του Γραφείου Ευημερίας εξασφάλισε μονομερώς, δυνάμει των Αρθρων 21 και 22 του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου του 2000 (Ν. 119(Ι)/2000), προσωρινό διάταγμα για την απομάκρυνση της ανήλικης από τη μητέρα της και την τοποθέτησή της σε παιδική στέγη. Μετά που ακούστηκε και η Εφεσείουσα, το προσωρινό διάταγμα οριστικοποιήθηκε από το δικαστήριο στις 2.5.2011.
Στη συνέχεια η Εφεσείουσα ζήτησε άδεια για να καταχωρήσει αίτηση για έκδοση προνομιακού εντάλματος τύπου Certiorari, για ακύρωση του πιο πάνω διατάγματος. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, το αίτημά της δεν έγινε αποδεκτό, με αποτέλεσμα με την παρούσα έφεσή της να προσβάλλει την ορθότητα της απόφασης του αδελφού μας δικαστή.
Ως λόγους έφεσης προβάλλει ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε πρωτοδίκως ότι:- (1) δεν εγείρεται εκ πρώτης όψεως συζητήσιμο θέμα για υπέρβαση ή έλλειψη δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, (2) το ένδικο μέσο της έφεσης ήταν αποτελεσματικό υπό τις περιστάσεις, ώστε να αποτελέσει λόγο άρνησης χορήγησης της αιτούμενης άδειας, και (3) υπήρξε υπέρμετρη καθυστέρηση στην καταχώρηση της αίτησης.
Ως προς το θέμα της δικαιοδοσίας, είναι η θέση της Εφεσείουσας ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στερείτο δικαιοδοσίας να εκδώσει το επίδικο διάταγμα, αφού αποκλειστική αρμοδιότητα είχε το Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας, επειδή το διάταγμα αφορούσε τις οικογενειακές σχέσεις της Εφεσείουσας και της ανήλικης κόρης της. Διαζευκτικά ο δικηγόρος της Εφεσείουσας εισηγείται ότι σε περίπτωση που κριθεί ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας είχε δικαιοδοσία δυνάμει του Νόμου 119(Ι)/2000 να εκδώσει το διάταγμα, τότε το Αρθρο 22, δυνάμει του οποίου ενήργησε, αντιβαίνει τις πρόνοιες του Άρθρου 111 του Συντάγματος, το οποίο προβλέπει ότι κάθε ζήτημα των ανηκόντων στην Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία που έχει σχέση, μεταξύ άλλων, με τις οικογενειακές σχέσεις, δια[*2089]γιγνώσκεται από οικογενειακά δικαστήρια. Ο δικηγόρος της Εφεσείουσας έκαμε αναφορά, μεταξύ άλλων, στις υποθέσεις Δαδακαρίδης v. Δαδακαρίδου (1990) 1 Α.Α.Δ. 566, Κουντούρης v. Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως (1997) 1 Α.Α.Δ. 1677, Μυλωνάς v. Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης (1999) 1 Α.Α.Δ. 573 και Διευθύντρια του Τμήματος Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας v. Hussein (2003) 1 A.A.Δ. 211.
Έχουμε εξετάσει τα επιχειρήματα του δικηγόρου της Εφεσείουσας, αλλά δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε. Το δικαστήριο, αφού σημείωσε ότι η Εφεσείουσα δεν έθεσε θέμα δικαιοδοσίας ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, προχώρησε και εξέτασε την εισήγηση για έλλειψη δικαιοδοσίας. Συμφωνούμε με την κατάληξη του αδελφού δικαστή, ότι με δοσμένο το νομοθετικό πλαίσιο του Νόμου 119(Ι)/2000, το οποίο ορίζει ότι «Δικαστήριο» σημαίνει αρμόδιο δικαστήριο που ασκεί ποινική δικαιοδοσία, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για έλλειψη δικαιοδοσίας ή αντισυνταγματικότητας του Νόμου. Όπως ορθά διαπιστώνεται στην πρωτόδικη απόφαση, παρά την ένταξη της υπόθεσης στο ευρύτερο πλαίσιο του οικογενειακού δικαίου, εντούτοις αυτό δεν αποκλείει ειδικές ρυθμίσεις που προβλέπονται από συγκεκριμένες νομοθεσίες, όπως την παρούσα, που αφορούν σε ποινικές υποθέσεις. Ούτε θέμα υπέρβασης δικαιοδοσίας μπορεί να τεθεί, εφόσον η διαδικασία που ακολούθησε το Επαρχιακό Δικαστήριο, ήταν σύμφωνη με τις πρόνοιες του Αρθρου 22 και διασφάλισε όλα τα συνταγματικά δικαιώματα της Εφεσείουσας για δίκαιη δίκη.
Ο δεύτερος και τρίτος λόγος έφεσης αφορά στις δύο διαπιστώσεις του αδελφού μας δικαστή, οι οποίες θα αποτελούσαν πρόσθετους λόγους απόρριψης της αίτησης, σε περίπτωση που αποδεικνύετο εκ πρώτης όψεως υπόθεση επί του θέματος της έλλειψης δικαιοδοσίας και συνταγματικότητας. Θεώρησε ότι από τη στιγμή που το προσωρινό διάταγμα εξασφαλίστηκε στα πλαίσια ποινικής υπόθεσης, υπήρχε διαθέσιμο το ένδικο μέσο της έφεσης. Έκρινε ότι δεν είχε καταδειχθεί οποιοσδήποτε λόγος παρέκκλισης από το γενικό κανόνα ότι μόνο σε σπάνιες και εξαιρετικές περιπτώσεις δίδεται άδεια, όταν υπάρχει διαθέσιμο άλλο ένδικο μέσο. Ένα από τα επιχειρήματα του δικηγόρου της Εφεσείουσας, είναι ότι ο αδελφός μας δικαστής παρέλειψε να εξετάσει κατά πόσον το εναλλακτικό ένδικο μέσο της έφεσης ήταν ικανό να δώσει αποτελεσματική θεραπεία, λαμβάνοντας υπόψη τα ειδικά περιστατικά της υπόθεσης. Ήταν η θέση του κ. Βραχίμη, ότι το ένδικο μέσο της έφεσης δεν είναι αποτελεσματικό, επειδή λόγω φόρτου εργασίας των Επαρχιακών Δικαστηρίων, καθυστερεί η εκδίκαση των ποινικών [*2090]υποθέσεων, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η ικανοποιητική άσκηση των δικαιωμάτων των διαδίκων.
Θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι αναφορικά με την εισήγηση για έλλειψη δικαιοδοσίας, ο αδελφός δικαστής έκρινε ότι δεν είχε αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση ότι υπήρχε συζητήσιμο ζήτημα. Μετά από αυτή τη διαπίστωση, ως προς το κεντρικό νομικό θέμα που έθεσε ο δικηγόρος της Εφεσείουσας, το πρωτόδικο δικαστήριο θα μπορούσε να μην προχωρήσει στην εξέταση οποιουδήποτε άλλου ζητήματος. Όμως φαίνεται ότι εκ του περισσού και από αβρότητα προς τα επιχειρήματα του συνηγόρου της Εφεσείουσας, προχώρησε για να υποδείξει ότι ακόμα και αν ικανοποιείτο η προϋπόθεση της ύπαρξης εκ πρώτης όψεως υπόθεσης, ως προς το θέμα της δικαιοδοσίας, θα υπήρχαν άλλα δύο κωλύματα για την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας υπέρ της Εφεσείουσας. Το ένα αφορούσε στην ύπαρξη άλλου ένδικου μέσου και το άλλο στην καθυστέρηση που είχε παρατηρηθεί στην καταχώρηση της αίτησης. Κατά την κρίση μας, οι obiter διαπιστώσεις του αδελφού μας δικαστή, ουδόλως επηρεάζουν την ουσία του θέματος και ούτε καθιστούν την απόφασή του τρωτή.
Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν ετίθετο ένα τέτοιο θέμα, το γεγονός ότι ενδέχεται η ακρόαση μιας υπόθεσης να αναβληθεί, δεν καθιστά το ένδικο μέσο της έφεσης αναποτελεσματικό και ούτε υπό τις περιστάσεις, θα αποτελούσε εξαιρετική περίσταση, ώστε να επιτραπεί η κατ’ εξαίρεση επίκληση του κατάλοιπου της εξουσίας του δικαστηρίου (Βλ. Botrov (Αρ. 2) (1996) 1 Α.Α.Δ. 889). Στην προκειμένη περίπτωση, όταν ο αδελφός δικαστής επιλαμβανόταν της αίτησης, η υπόθεση ήταν ορισμένη ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου για ακρόαση στις 14.9.2011 και επομένως ορθά κατά την κρίση μας, υποδείχθηκε ότι ακόμη και αν αποδεικνυόταν εκ πρώτης όψεως υπόθεση, το ενδεχόμενο αναβολής της ακρόασης δεν θα ήταν ικανό να καταστήσει τη θεραπεία της έφεσης αναποτελεσματική, ώστε να εντάξει την περίπτωση σε εκείνες τις άκρως εξαιρετικές περιπτώσεις, που το Δικαστήριο θα παρέκαμπτε την εναλλακτική θεραπεία (βλ. Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41 και Μεστάνας (2000) 1 Α.Α.Δ. 1469).
Η έφεση δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο