Παπαδόπουλος Βασίλης ν. Euroinvestment & Finance Ltd (2011) 1 ΑΑΔ 2091

(2011) 1 ΑΑΔ 2091

[*2091]16 Δεκεμβρίου, 2011

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., XATZHXAMΠΗΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]

ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ,

Εφεσείων-Εναγόμενος,

v.

EUROINVESTMENT & FINANCE LTD,

Εφεσιβλήτων-Εναγόντων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 49/2008)

 

Συμβάσεις ― Συμφωνία χρηματοδότησης επενδυτικού σχεδίου ― Κατά πόσον ευσταθούσε ισχυρισμός περί παρανομίας της συμφωνίας χρηματοδότησης.

Τραπεζικό δίκαιο ― Τι αποτελεί τραπεζική εργασία ― Άρθρο 2 του Περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου 66(Ι)/97 ― Ο δανεισμός χρημάτων δεν αποτελεί αφ’ εαυτού τραπεζική εργασία, εκτός αν τα χρήματα που χορηγούνται ως δάνειο προέρχονται από την ανάληψη υποχρεώσεων έναντι του κοινού υπό τη μορφή καταθέσεων, αξιόγραφων ή άλλων στοιχείων αποδεικτικών οφειλής.

Πολιτική Δικονομία ― Διάταξη 25, Καν. 1 ― Πολιτική Δικονομία ― Τροποποίηση δικογράφων ― Διάταξη 25, Καν. 1 ― Εφαρμοστέες Αρχές ― Επικύρωση πρωτόδικης κρίσης με την οποία απερρίφθη αίτηση τροποποίησης επί τω ότι τα γεγονότα τα οποία θεμελίωναν την τροποποίηση ήταν γνωστά ή, εύλογα, μπορούσαν να εντοπισθούν από τους εναγόμενους από τα πρώτα στάδια της διαδικασίας ― Η αλλαγή δικηγόρου διαδίκου δεν παρέχει, αφ’ εαυτής, λόγο για την τροποποίηση της δικογραφίας, ούτε δικαιολογία για την καθυστέρηση στην υποβολή του αιτήματος.

Οι ενάγοντες/εφεσίβλητοι αξίωσαν με αγωγή από τον εναγόμενο ποσό Λ.Κ.64.503,23, δυνάμει έγγραφης συμφωνίας χρηματοδότησης επενδυτικού σχεδίου για παροχή πιστωτικών διευκολύνσεων για σκοπούς επενδύσεων στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου.

Ο εναγόμενος/εφεσείων απέρριψε την αξίωση ανταπαιτώντας, μεταξύ άλλων, ποσό Λ.Κ.50.000, ως ζημιές που υπέστηκε λόγω φερόμε[*2092]νης αμέλειας και παράβασης των συμβατικών ευθυνών των εναγόντων έναντι του.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε μεταξύ άλλων ότι δικαιωματικά οι εφεσίβλητοι τερμάτισαν τη μεταξύ τους συμφωνία και ζήτησαν πληρωμή του υπολοίπου του λογαριασμού του εφεσείοντα. Συνακόλουθα εξέδωσε σχετική απόφαση στη βάση της έκθεσης απαίτησης.

Απορρίπτοντας σχετική θέση του εναγόμενου περί παρανομίας της επίδικης σύμβασης για το λόγο ότι οι ενάγοντες ασχολούνταν με τη διεξαγωγή τραπεζικών εργασιών χωρίς να έχουν εξασφαλίσει την απαιτούμενη άδεια, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι η συμφωνία ήταν νόμιμη, θεωρώντας ότι, στην προκειμένη περίπτωση, το αντικείμενο δεν ήταν τραπεζικές εργασίες, αλλά η δανειοδότηση του εφεσείοντα για αγορά μετοχών έναντι υποχρεωτικής καταβολής τόκων και δικαιωμάτων.

Με την έφεση προβλήθηκαν πολυάριθμοι λόγοι με τους οποίους υποστηρίχθηκε μεταξύ άλλων ότι:

α) Ήταν εσφαλμένη η απόρριψη από τον πρωτόδικο Δικαστή τριών αιτήσεων που υποβλήθηκαν από τον εφεσείοντα-εναγόμενο, με αίτημα να επιτραπεί η τροποποίηση της Έκθεσης Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης.

β) Ήταν εσφαλμένα τα ευρήματα αξιοπιστίας και η θέση ότι οι εφεσίβλητοι δεν είχαν καθήκον επιμέλειας έναντι του εφεσείοντα.

γ)  Ήταν εσφαλμένη η άρνηση του Δικαστηρίου να επιτρέψει την αντεξέταση μάρτυρα επί περιεχομένου συγκεκριμένου τεκμηρίου, κατά παράβαση του Άρθρου 28 του περί Αποδείξεως Νόμου, όπως έχει τροποποιηθεί με τον Νόμο 32(1)/2004.

δ) Ήταν εσφαλμένη η απόρριψη της θέσης του εναγόμενου ότι η συμφωνία ήταν παράνομη.

Αποφασίστηκε ότι:

1. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέλυσε και αιτιολόγησε πλήρως την απόφασή του και στις τρεις περιπτώσεις απόρριψης των αιτήσεων τροποποίησης, με βάση τους λόγους που ανέλυσε στις αποφάσεις του, ήταν εντός των πλαισίων της διακριτικής του ευχέρειας να μην αποδεχθεί τα αιτήματα και ως εκ τούτου δεν υπήρχε πεδίο  επέμβασης στις αποφάσεις απόρριψης των τριών αιτήσεων. Δεν [*2093]υπήρχε σφάλμα στην απόφανση ότι υποβλήθηκαν σε προχωρημένο στάδιο και με μεγάλη καθυστέρηση από την αρχική ημερομηνία καταχώρησης της Υπεράσπισης, ενώ τα γεγονότα που θα δικαιολογούσαν τροποποίηση ήταν γνωστά ή θα έπρεπε να ήταν γνωστά στον εφεσείοντα-εναγόμενο από πολύ πριν.

2. Δεν παρουσίαζε οποιοδήποτε σφάλμα η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων.

3. Ήταν ορθή η διατύπωση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η επίδικη συμφωνία δεν περιλάμβανε οποιοδήποτε παράνομο σκοπό εντός της εννοίας του Άρθρου 23 του Περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, αφού η δανειοδότηση δεν απαγορεύεται από οποιοδήποτε νομοθέτημα, συμπεριλαμβανομένου και του Περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου 66(Ι)/97.

4. Σκοπός της συμφωνίας ήταν η δανειοδότηση του εναγόμενου για αγορά μετοχών, έναντι υποχρέωσης του προς τους ενάγοντες για καταβολή τόκων και δικαιωμάτων. Η φύση των συγκεκριμένων διευκολύνσεων δεν ήταν τραπεζική βάσει των προνοιών του Άρθρου 2 του Νόμου 66(1)/97.

5. Ο δανεισμός χρημάτων δεν αποτελεί αφ’ εαυτού τραπεζική εργασία, εκτός αν τα χρήματα που χορηγούνται ως δάνειο προέρχονται από την ανάληψη υποχρεώσεων έναντι του κοινού υπό τη μορφή καταθέσεων, αξιόγραφων ή άλλων στοιχείων αποδεικτικών οφειλής.

6. Οι ισχυρισμοί του εφεσείοντα-εναγόμενου για παραβίαση εγκυκλίων της Κεντρικής Τράπεζας από πλευράς των εφεσιβλήτων, δεν είχαν έρεισμα αφού δεν αφορούσαν τους εφεσίβλητους και καμιά υποχρέωση είχαν για να συμμορφωθούν με αυτές. Αποτελούσαν, ούτως ή άλλως, έκφραση εσωτερικών διοικητικών μέτρων  πέραν του γεγονότος βεβαίως ότι δεν απαγόρευαν τη σύναψη επενδυτικών σχεδίων και συναφών δανείων κατά το χρόνο υπογραφής της συμφωνίας όπως και δεν απαγόρευαν τη συνέχιση των υφιστάμενων επενδυτικών λογαριασμών.

7. Αναφορικά με τους ισχυρισμούς για καθήκον επιμέλειας και παραβίασή του, ήταν ορθή η πρωτόδικη κατάληξη ότι οι εφεσίβλητοι δεν είχαν καμία σχέση με την εταιρεία, που ενεργούσε ως αντιπρόσωπος και χρηματιστής του εφεσείοντα και, κατ’ ακολουθία, οι ενέργειές της δεν μπορούσαν να τους αφορούν. Οι εφεσίβλητοι δεν όφειλαν οποιοδήποτε καθήκον επιμέλειας προς τον εφεσείοντα, αφού δεν ενεργούσαν ως διαχειριστές της περιουσίας του.

[*2094]8.    Ήταν ορθή η άρνηση του Δικαστηρίου να επιτρέψει την αντεξέταση προσώπου που ετοίμασε τα έγγραφα επίδικου τεκμηρίου, όχι μόνο γιατί το αίτημα τέθηκε μετά το κλείσιμο της υπόθεσης της άλλης πλευράς, αλλά και για το λόγο ότι, υπό τις περιστάσεις, δεν ήταν αναγκαία για σκοπούς απονομής της δικαιοσύνης μια τέτοια αντεξέταση, αφού αφορούσαν συναλλαγές που γίνονταν με τους χρηματιστές τους, ως αντιπροσώπους τους και κατόπιν οδηγιών τους.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Γραμμές Στρίντζη Αιγαίου Ναυτική Εταιρεία ν. Επίσημου Παραλήπτη και Έφορου Εταιρειών ως Εκκαθαριστή της Εταιρείας Always Travel Holidays Limited κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 607,

United Dominions Trust v. Kirkwood [1966] 1 All E.R. 968,

A.A.A. United Stockbrockers Ltd v. Kυπριακής Δημοκρατίας, Αρ. Υπ. 642/02, ημερ. 5.8.03.

Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Σάντης, Α.E.Δ.), (Αγωγή Aρ. 8665/02), ημερομ. 28.12.2007.

Α. Παπαντωνίου, για τον Εφεσείοντα.

Α. Παπαδοπούλου (κα) και Γ. Καραμανώλης, για τους Eφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΔIKAΣTHPIO: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Π. Αρτέμη, Π..

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Το ιστορικό και τα γεγονότα που περιβάλλουν την έφεση αυτή φαίνονται λεπτομερώς στην πρωτόδικη απόφαση, από την οποία και παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα:

«Οι ενάγοντες απαιτούν από τον εναγόμενο ποσό Λ.Κ.64.503,23, δυνάμει έγγραφης συμφωνίας χρηματοδότησης επενδυτικού σχεδίου ημερομηνίας 5.5.99, για παροχή πιστωτικών διευκολύνσεων («η συμφωνία»), πλέον τόκο προς 10,5% το [*2095]χρόνο επί του ποσού αυτού από 15.5.02, μέχρι εξοφλήσεως. Ο  εναγόμενος απορρίπτει την αξίωση ανταπαιτώντας, μεταξύ άλλων, ποσό Λ.Κ.50.000, ως ζημιές που υπέστηκε λόγω φερόμενης αμέλειας και παράβασης των συμβατικών ευθυνών των εναγόντων έναντι του.

Η συνομολόγηση και περιεχόμενο της συμφωνίας είναι παραδεχτά.  Βάσει αυτής, οι ενάγοντες θα παρείχαν προς τον εναγόμενο δανειοδότηση ύψους Λ.Κ.50.000, υπό μορφή πιστωτικού ορίου, για σκοπούς επενδύσεων στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου («Χ.Α.Κ.»).

Οι ενάγοντες λέγουν ότι τήρησαν πλήρως τους όρους της συμφωνίας και ότι δικαιούνται σε απόφαση ως η απαίτηση.

Ο εναγόμενος ισχυρίζεται στη δικογραφία (και η επισήμανση έχει σημασία αφού κατά τις αγορεύσεις ηγέρθηκαν πολλά και διάφορα, εκτός εγγράφων προτάσεων), ότι η συμφωνία ήταν παράνομη αφού οι ενάγοντες ασχολούνταν με τη διεξαγωγή τραπεζικών εργασιών χωρίς να έχουν εξασφαλίσει τη νομίμως απαιτούμενη άδεια και χορηγούσαν χρηματικά δάνεια κατά παράβαση της δημόσιας πολιτικής που διέπει το ζήτημα, με αποτέλεσμα η συμφωνία να είναι επιμολυσμένη με παρανομία και να κωλύει τους ενάγοντες από του να αξιώνουν αυτά που ζητούν αφού η οποιαδήποτε πράξη, υποχρέωση ή οφειλή σε σχέση με τη συμφωνία είναι άκυρη, ανεφάρμοστη και ακυρώσιμη κατ’ επιλογή του εναγόμενου (αν και ουδέποτε την ακύρωσε). Ως εκ τούτου, τα ποσά που εισπράχθηκαν από τους ενάγοντες προς εξασφάλιση, εκτέλεση ή κατ’ εφαρμογή της συμφωνίας, θα πρέπει να καταβληθούν από αυτούς προς τον ίδιο. Οι ενάγοντες του όφειλαν καθήκον λογικής επιμέλειας όπως ενεργούν με επαγγελματική επιμέλεια, κάτι που σήμαινε ότι σε περίπτωση που η αξία των μετοχών που βρίσκονταν κατατεθειμένες στο όνομα των εναγόντων δεν κάλυπτε το προβλεπόμενο από τη συμφωνία όριο εξασφάλισης, να λάμβαναν εύλογα μέτρα για αποκατάσταση της καθοριζόμενης αναλογίας, επισύροντας την προσοχή του εναγόμενου στο γεγονός και προβαίνοντας, αν χρειαζόταν, οι ίδιοι σε πωλήσεις για αποκατάσταση του αλλά και για περιορισμό των δικών τους ζημιών. Οι ενάγοντες δεν κινήθηκαν νομικώς εναντίον της CLR Stockbrokers Ltd, με την οποία έχουν προσωπικά και άλλα συμφέροντα και νομικές σχέσεις, διότι υπήρξε συνεργάτης και συνυπεύθυνη μαζί τους στην επιδειχθείσα επαγγελματική αμέλεια και παράβαση συμβατικών υποχρεώσεων. Παρά την πτώση της αξίας των μετοχών του εναγόμενου στο Χ.Α.Κ., οι ενάγοντες παρέλειψαν να τον πληροφορήσουν, εντός εύλογου χρόνου ότι οι εξασφαλίσεις που είχε συνεισφέ[*2096]ρει είχαν μειωθεί κάτω από το συμβατικώς προβλεπόμενο ή απαιτούμενο όριο εξασφάλισης και σε αξία μικρότερη από το οφειλόμενο υπόλοιπο, με αποτέλεσμα να υποστεί ζημιές και απώλειες.»

Με την έφεση προβάλλονται συνολικά 29 λόγοι έφεσης. Οι τρεις πρώτοι αφορούν την απόρριψη από τον ευπαίδευτο πρωτόδικο Δικαστή τριών αιτήσεων που υποβλήθηκαν από τον εφεσείοντα-εναγόμενο, με αίτημα να επιτραπεί η τροποποίηση των δικογράφων και συγκεκριμένα της Έκθεσης Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης.

Ας σημειωθεί ότι η αγωγή καταχωρήθηκε στις 6.8.2002, το σημείωμα εμφάνισης στις 22.11.02 και η Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση στις 7.3.03.

Η πρώτη αίτηση τροποποίησης καταχωρήθηκε στις 22.3.06, δηλαδή περισσότερο από 3 χρόνια μετά την καταχώρηση της Υπεράσπισης. Μετά την απόρριψή της, με την ενδιάμεση απόφαση ημερομηνίας 3.4.06, καταχωρήθηκε η δεύτερη αίτηση για τροποποίηση στις 25.9.2006, η οποία και απορρίφθηκε στις 2.11.2006. Τέλος, η τρίτη αίτηση για τροποποίηση καταχωρήθηκε στις 5.7.2007, δηλαδή μετά την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας στις 5.12.2006,  απορρίφθηκε με ενδιάμεση απόφαση στις 10.7.2007.

Βασικά, ο εφεσίβλητος-εναγόμενος-αιτητής πρόβαλε δύο λόγους που, κατά την εισήγηση του, δικαιολογούσαν την έγκριση του αιτήματος, ήτοι ότι άρνηση να επιτραπεί η τροποποίηση θα προκαλούσε αδικία στον αιτητή και ότι η αλλαγή δικηγόρου που έγινε στις 13.2.06 ήταν στοιχείο, το οποίο δεν μπορούσε να παραγνωρισθεί κατά την αξιολόγηση του αιτήματος.

Ο πρωτόδικος Δικαστής απέρριψε τις αιτήσεις, κυρίως για το λόγο ότι, ιδίως η τρίτη, υποβλήθηκαν σε προχωρημένο στάδιο και με μεγάλη καθυστέρηση από την αρχική ημερομηνία καταχώρησης της Υπεράσπισης, ενώ τα γεγονότα που θα δικαιολογούσαν τροποποίηση ήταν γνωστά ή θα έπρεπε να ήταν γνωστά στον εφεσείοντα-εναγόμενο από πολύ πριν. Σημειώνουμε πως η τρίτη αίτηση υποβλήθηκε μετά που οι εφεσίβλητοι-εναγόμενοι είχαν κλείσει την υπόθεσή τους. Επιπρόσθετα, ο Δικαστής έκρινε ότι η αλλαγή δικηγόρου δεν ήταν ικανοποιητική δικαιολογία από μόνη της για να επιτραπεί η τροποποίηση. Έγινε δε αναφορά στην απόφαση στην πρώτη αίτηση στην υπόθεση Γραμμές Στρίντζη Αιγαίου Ναυτική Εταιρεία v. Επίσημου Παραλήπτη και Έφορου Εταιρειών ως Εκκαθαριστή της Εταιρείας Always Travel Holidays Limited κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 607, και ειδικά στο εξής απόσπασμα:

[*2097]«Τα γεγονότα τα οποία θεμελιώνουν την τροποποίηση ήταν γνωστά ή, εύλογα, μπορούσαν να εντοπισθούν από τους εναγόμενους από τα πρώτα στάδια της διαδικασίας. Η αλλαγή δικηγόρου διαδίκου δεν παρέχει, αφ’ εαυτής, λόγο για την τροποποίηση της δικογραφίας, ούτε δικαιολογία για την καθυστέρηση στην υποβολή του αιτήματος.»

Το Δικαστήριο, περαιτέρω, όσον αφορά την τελευταία αίτηση, ορθά έκρινε ότι, επιπρόσθετα με τα πιο πάνω, η τρίτη αίτηση συνιστούσε και κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας, αφού παρόμοιο αίτημα είχε υποβληθεί και απορρίφθηκε στα πλαίσια της αίτησης τροποποίησης, ημερομηνίας 22.3.06.

Καταλήγουμε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέλυσε και αιτιολόγησε πλήρως την απόφασή του και στις τρεις περιπτώσεις και κρίνουμε πως, με βάση τους λόγους που ανέλυσε στις αποφάσεις του,  ήταν εντός των πλαισίων της διακριτικής του ευχέρειας να μην αποδεχθεί τα αιτήματα και ως εκ τούτου δεν υπάρχει πεδίο για να επέμβουμε στις αποφάσεις απόρριψης των τριών αιτήσεων.

Οι τρεις τελευταίοι λόγοι της έφεσης, δηλαδή 27ος, 28ος και 29ος, αφορούν τα ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Οι αρχές που διέπουν το θέμα αναφορικά με τις περιπτώσεις που το Δικαστήριο ενδείκνυται να επέμβει στα πρωτόδικα ευρήματα, είναι πάρα πολύ καλά γνωστές και δεν προτιθέμεθα να τις παραθέσουμε ξανά. Δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι η κατάληξη του ευπαίδευτου πρωτόδικου Δικαστή αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων που πρωταρχικά είναι στην κρίση εκείνου, παρουσιάζει οποιοδήποτε σφάλμα. Αντιθέτως, ο πρωτόδικος Δικαστής ανέλυσε και αιτιολόγησε με μεγάλη λεπτομέρεια την ενώπιον του μαρτυρία, ώστε να μην δικαιολογείται οποιαδήποτε επέμβαση στα ευρήματα του από το Εφετείο.

Kατ’ ακολουθία, οι λόγοι έφεσης 1, 2, 3, 27, 28 και 29 απορρίπτονται.

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης προσβάλλεται η άρνηση του Δικαστηρίου με ενδιάμεση απόφασή του ημερομηνίας 17.7.07, να επιτρέψει την αντεξέταση του Κωστάκη Τουμπουρή επί του περιεχομένου του τεκμηρίου 8, κατά παράβαση του Αρθρου 28 του περί Αποδείξεως Νόμου, όπως έχει τροποποιηθεί με τον Νόμο 32(1)/2004.

Με τους επόμενους πολυάριθμους λόγους έφεσης προσβάλλονται τα ευρήματα και η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, με [*2098]τις οποίες απέρριψε τη θέση ότι η συμφωνία ήταν παράνομη για το λόγο ότι οι ενάγοντες ασχολούνταν με τη διεξαγωγή τραπεζικών εργασιών χωρίς να έχουν εξασφαλίσει την απαιτούμενη άδεια, διότι χορηγούσαν χρηματικά δάνεια κατά παράβαση της δημόσιας πολιτικής και, περαιτέρω, γιατί οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες όφειλαν καθήκον επιμέλειας προς τον εφεσείοντα, το οποίο παραβίασαν, να λάμβαναν όλα τα αναγκαία μέτρα ούτως ώστε όταν οι μετοχές του βρίσκονταν κατατεθειμένες στο όνομα των εφεσίβλητων-εναγόντων δεν κάλυπταν το προβλεπόμενο από τη συμφωνία όριο εξασφάλισης μέχρι και να προβαίνουν οι ίδιοι σε πωλήσεις για αποκατάστασή του.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι η συμφωνία ήταν νόμιμη, θεωρώντας ότι, στην προκειμένη περίπτωση, το τι εγίνετο δεν ήταν τραπεζικές εργασίες, αλλά η δανειοδότηση του εφεσείοντα για αγορά μετοχών έναντι υποχρεωτικής καταβολής τόκων και δικαιωμάτων.

Το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση είναι κατά λέξη το ακόλουθο:

«Δεν περιλάμβανε οποιοδήποτε παράνομο σκοπό εντός της εννοίας του Αρθρου 23 του Περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, αφού η δανειοδότηση δεν απαγορεύεται από οποιοδήποτε νομοθέτημα, συμπεριλαμβανομένου και του Περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου 66(Ι)/97. Στην προκειμένη περίπτωση, σκοπός της συμφωνίας ήταν η δανειοδότηση του εναγόμενου για αγορά μετοχών, έναντι υποχρέωσης του προς τους ενάγοντες για καταβολή τόκων και δικαιωμάτων.  Τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο από αυτό.

Η φύση των συγκεκριμένων διευκολύνσεων δεν ήταν τραπεζική βάσει των προνοιών του Αρθρου 2 του Νόμου 66(1)/97. Ο δανεισμός χρημάτων δεν αποτελεί αφ’ εαυτού τραπεζική εργασία, εκτός αν τα χρήματα που χορηγούνται ως δάνειο προέρχονται από την ανάληψη υποχρεώσεων έναντι του κοινού υπό τη μορφή καταθέσεων, αξιόγραφων ή άλλων στοιχείων αποδεικτικών οφειλής (βλ. United Dominions Trust v. Kirkwood [1966] 1 All E.R. 968).

Tα ίδια αφορούν [όπως γνωμάτευσε – και συμφωνώ – η Κεντρική Τράπεζα στις 12.10.04, σε απάντηση σχετικού αιτήματος των εναγόντων ημερομηνίας 11.10.04 (βλ. Τεκμήριο 3)] και για τη λειτουργία και παροχή επενδυτικών λογαριασμών (βλ. Τεκμήριο 4).

[*2099]Η χρηματοδότηση του εναγόμενου έγινε από κεφάλαια των εναγόντων και όχι από χρήματα που εισπράχθηκαν από καταθέσεις που λήφθηκαν από το κοινό.»

Η πιο πάνω κατάληξη μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους.

Έχοντας καταλήξει σε αυτό το συμπέρασμα, δεν υπάρχει λόγος να ασχοληθούμε με άλλα θέματα που αφορούν τη νομική θέση σε περίπτωση που τα πράγματα ήταν διαφορετικά, όσον αφορά την πιο πάνω τοποθέτηση.

Οι ισχυρισμοί του εφεσείοντα-εναγόμενου για παραβίαση εγκυκλίων της Κεντρικής Τράπεζας από πλευράς των εφεσιβλήτων ορθά απαντούνται από το πρωτόδικο Δικαστήριο στη σελ. 13 της απόφασης του, ως ακολούθως:

«Οι εγκύκλιοι αυτές δε στέλνονταν στους ενάγοντες λόγω του ότι ήσαν ήδη κάτω από περιορισμό λόγω ανώτατου ύψους επιτρεπόμενων καταθέσεων (βλ. Τεκμήριο 4). Επομένως, δεν τους αφορούσαν και καμιά υποχρέωση είχαν για να συμμορφωθούν με αυτές. Αποτελούσαν, ούτως ή άλλως, έκφραση εσωτερικών διοικητικών μέτρων (internum) και μπορούσαν να επηρεάσουν τη νομιμότητα της συμφωνίας, πέραν του γεγονότος βεβαίως ότι δεν απαγόρευαν τη σύναψη επενδυτικών σχεδίων και συναφών δανείων κατά το χρόνο υπογραφής της συμφωνίας όπως και δεν απαγόρευαν τη συνέχιση των υφιστάμενων επενδυτικών λογαριασμών.»

Όσον αφορά τους ισχυρισμούς για καθήκον επιμέλειας και παραβίασή του, επισημαίνουμε πως ο εφεσείων με πληρεξούσιο έγγραφο διόρισε τη χρηματιστηριακή εταιρεία CLR Stockbrockers Ltd ως αντιπρόσωπό του για να αγοράζει, πωλεί και συναλλάσσεται με οποιοδήποτε τρόπο για λογαριασμό του τις κινητές αξίες που ήταν εγγεγραμμένες στο Χ.Α.Κ., τις οποίες και μεταβίβαζε στο όνομά τους ως εξασφάλιση (τεκμήριο 7).

Έτσι, είναι ορθή η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστή ότι οι εφεσίβλητοι δεν είχαν καμία σχέση με την πιο πάνω εταιρεία, αφού αυτή ενεργούσε ως αντιπρόσωπος και χρηματιστής του εφεσείοντα και, κατ’ ακολουθία, οι ενέργειές της δεν μπορούσαν να τους αφορούν. Ως εκ τούτου, συμφωνούμε ότι οι εφεσίβλητοι δεν όφειλαν οποιοδήποτε καθήκον επιμέλειας προς τον εφεσείοντα, αφού δεν ενεργούσαν ως διαχειριστές της περιουσίας του.

[*2100]Ορθά επισημαίνεται ότι η υπόθεση A.A.A. United Stockbrockers Ltd v. Kυπριακής Δημοκρατίας, Αρ. Υπ. 642/02, ημερ. 5.8.03, διαφοροποιείται αναφορικά με τα γεγονότα της, αφού αυτή αφορούσε χρηματιστηριακό γραφείο και όχι χρηματοδοτικό οργανισμό. Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε πως «οι ενάγοντες δεν είχαν καμία απολύτως ανάμιξη στη διαχείριση των αξιών του εναγομένου υπό την έννοια της άσκησης διακριτικής ευχέρειας και λήψης αποφάσεων για οποιαδήποτε αγοραπωλησία».

Ως εκ τούτου, δικαιωματικά οι εφεσίβλητοι τερμάτισαν τη μεταξύ τους συμφωνία και ζήτησαν πληρωμή του υπόλοιπου του λογαριασμού του εφεσείοντα.

Όσον αφορά την άρνηση του Δικαστηρίου να επιτρέψει την αντεξέταση του προσώπου που ετοίμασε τα έγγραφα του τεκμηρίου 8, που ήταν τα πινακίδια συναλλαγών των μετοχών του εφεσίβλητου, που γίνονταν από τη CLR Stockbrockers Ltd με οδηγίες του εφεσείοντα, ορθά το Δικαστήριο αρνήθηκε να επιτρέψει την αντεξέταση του, όχι μόνο γιατί το αίτημα τέθηκε μετά το κλείσιμο της υπόθεσης της άλλης πλευράς, αλλά και για το λόγο ότι, υπό τις περιστάσεις, δεν ήταν αναγκαία για σκοπούς απονομής της δικαιοσύνης μια τέτοια αντεξέταση, αφού με βάση και τα ευρήματά μας αναφορικά με τη σχέση των εφεσίβλητων με τον εφεσείοντα, αυτά δεν τους αφορούσαν, αλλά ήταν συναλλαγές που γίνονταν με τους χρηματιστές τους, ως αντιπροσώπους τους και κατόπιν οδηγιών τους.

Εν όψει όλων των λεχθέντων, η έφεση απορρίπτεται.

Επιδικάζονται έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο