Αδαμίδης Μάκης & Συνεργάτες ν. Δ. Κυθρεώτη & Συνεργάτες και Άλλων (2011) 1 ΑΑΔ 2106

(2011) 1 ΑΑΔ 2106

[*2106]16 Δεκεμβρίου, 2011

[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]

ΜΑΚΗΣ ΑΔΑΜΙΔΗΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ,

Εφεσείοντες,

v.

1. Δ. ΚΥΘΡΕΩΤΗ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ,

2. ΑΘΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ,

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 208/2007)

 

Ευρήματα Δικαστηρίου ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Επέμβαση Εφετείου για ανατροπή των συλλογισμών του πρωτοδίκου Δικαστηρίου ως προς την ορθότητα της αξιολόγησης μαρτυρίας ― Eυρήματα Δικαστηρίου που δεν συνήδαν με την προσαχθείσα μαρτυρία ― Πότε αναιρείται το εύλογο της αξιολόγησης και των συμπερασμάτων στα οποία ήχθη το πρωτόδικο Δικαστήριο ― Διαταγή για επανεκδίκαση.

Ευρήματα Δικαστηρίου ― Επέμβαση του Εφετείου είναι δυνατή όταν τα ευρήματα του πρωτοδίκου Δικαστηρίου είτε αντιστρατεύονται τη λογική των πραγμάτων, είτε συγκρούονται με άλλη αποδεκτή από το ίδιο το Δικαστήριο μαρτυρία, είτε διαπιστώνεται πλημμελής αξιολόγηση των δεδομένων.

Πρακτικά ― Παρατήρηση Εφετείου αναφορικά με τις περιπτώσεις όπου τα πρωτόδικα Δικαστήρια εξ ανάγκης και καθηκόντως, λαμβάνουν ιδιοχείρως τα πρακτικά, ελλείψει στενογράφου.

Οι εφεσείοντες ως σύμβουλοι πολιτικοί μηχανικοί ήγειραν αγωγή εναντίον των εφεσιβλήτων αρχιτεκτόνων σχετικά με διαφορές εκ συμβάσεως οι οποίες προέκυψαν από την ανάληψη υπηρεσιών πολιτικού μηχανικού για την ετοιμασία στατικών/αντισεισμικών μελετών και σχεδίων αναπτυγμάτων οπλισμού, καθώς και μελέτη και επίβλεψη των εργασιών.

Οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν με την αγωγή τους ότι οι εφεσί[*2107]βλητοι εντελώς παρανόμως και αδικαιολογήτως τους εξανάγκασαν να υποβάλουν την παραίτησή τους από το έργο και να διακόψουν την περαιτέρω επίβλεψη του, αντικαθιστώντας τους με άλλο πολιτικό μηχανικό.

Διεκδίκησαν την εξόφληση της επαγγελματικής αμοιβής και δικαιωμάτων τους για τις υπηρεσίες που προσέφεραν μέχρι τον τερματισμό της συμφωνίας, αλλά και την αμοιβή την οποία δικαιούνταν μέχρι αποπεράτωσης του έργου και παρέθεσαν λεπτομέρειες της αξιούμενης υπολειπόμενης αμοιβής τους στις έγγραφες προτάσεις τους.

Το διεκδικούμενο ποσό ανερχόταν στις £26.190,31 πλέον γενικές αποζημιώσεις για επαγγελματική δυσφήμιση την οποία ισχυρίζονταν ότι υπέστησαν λόγω της απομάκρυνσης τους από το έργο.

Οι εφεσίβλητοι με την υπεράσπιση τους αρνήθηκαν γενικώς την αξίωση ισχυριζόμενοι ότι οι εφεσείοντες από μόνοι τους υπέβαλαν την παραίτηση τους η οποία έγινε αρχικώς προφορικά αποδεκτή, επιβεβαιώθηκε δε αργότερα με επιστολή των εφεσιβλήτων προς τους εφεσείοντες.

Περαιτέρω, ήταν η εισήγηση των εφεσιβλήτων ότι οι εφεσείοντες παραιτήθηκαν λόγω μη ορθής άσκησης των καθηκόντων τους κατά παράβαση των συμφωνηθέντων αλλά και ευρισκόμενοι σε αντίθεση με τους ηθικούς και επαγγελματικούς κανόνες και τη δεοντολογία του επαγγέλματός τους.

Ήταν περαιτέρω ο ισχυρισμός τους ότι ο τελικός διακανονισμός των σχέσεων των διαδίκων έγινε με συγκεκριμένη επιστολή  στην οποία επισυνάφθηκε αναλυτική κατάσταση του τρόπου εξαγωγής του τελικώς οφειλόμενου ποσού των £10.020.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή κρίνοντας μεταξύ άλλων ότι δεν προσφέρθηκε μαρτυρία αναφορικά με τις απαιτήσεις των εφεσειόντων ως οι ισχυρισμοί σε συγκεκριμένες παραγράφους της Έκθεσης Απαίτησης.

Επεσήμανε περαιτέρω σημεία που κατά το Δικαστήριο έπλητταν την αξιοπιστία του μάρτυρα των Εναγόντων ο οποίος θεωρήθηκε μεταξύ άλλων ότι «.... προσπάθησε ανεπιτυχώς να παραπλανήσει το Δικαστήριο».

Αντίθετα, και οι δύο μάρτυρες των εφεσιβλήτων εντυπωσίασαν ευ[*2108]νοϊκά το Δικαστήριο ως μάρτυρες αληθείας, τη μαρτυρία των οποίων το Δικαστήριο αποδέχθηκε με ιδιαίτερη αναφορά στα γεγονότα.

Με την έφεση που καταχωρήθηκε, προωθήθηκαν δεκαέξι λόγοι έφεσης προς ανατροπή της πρωτόδικης κρίσης. Επικεντρώθηκαν στη θέση περί λανθασμένης αξιολόγησης της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο και σε παραγνώριση σαφούς προς το αντίθετο μαρτυρίας, ιδιαιτέρως έγγραφης, που είχε προσκομιστεί κατά την ακροαματική διαδικασία.

Οι εφεσείοντες αμφισβήτησαν ειδικότερα την πρωτόδικη κρίση ότι απεκρύβη από τους εφεσείοντες η πληρωμή £10.020, εφιστώντας την προσοχή ότι τέτοια πληρωμή ρητά είχε δικογραφηθεί στην έκθεση απαίτησης.

Περαιτέρω εφεσίβαλαν και ενδιάμεση απόφαση με την οποία απερρίφθη αίτηση τροποποίησης που είχαν υποβάλει.

Αποφασίστηκε ότι:

1. Προσεκτική μελέτη των δεδομένων της πρωτόδικης διαδικασίας αποκάλυπτε όντως σφάλμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου που έγκειτο στη λανθασμένη εκ μέρους του εκτίμηση, της ενώπιον του μαρτυρίας και παραγνώριση σαφών στοιχείων που είχαν τεθεί κατά την ακροαματική διαδικασία.

2. Κάθε ένα από τα δεδομένα που προσμέτρησαν στη σκέψη του Δικαστηρίου, για να καταλήξει ότι βασικός μάρτυρας των εναγόντων άφησε πτωχή εικόνα στο Δικαστήριο, ελεγχόταν ως λανθασμένο.

3. Αν το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν πλέον προσεκτικό στην εξέταση και ανάλυση της ενώπιον του δοθείσας έγγραφης μαρτυρίας, θα εντόπιζε και θα συσχέτιζε συγκεκριμένα αδιαμφισβήτητα γεγονότα όπως ήταν ενδεικτικά η δικογράφιση της πληρωμής ποσού  £10.020, την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο απεφάνθη ότι οι εφεσείοντες απέκρυψαν. Η αποτυχία στη διάγνωση τους πιστοποιούσε την ανεπάρκεια της κρίσης του και αναιρούσε το εύλογο της αξιολόγησης και των συμπερασμάτων στα οποία ήχθη.

4. Το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέπεσε επίσης σε σφάλμα το οποίο αναμφίβολα επηρέασε πρόσθετα και την ορθότητα της αξιολόγησης της μαρτυρίας μάρτυρα των εφεσειόντων, εφόσον θεώρησε ότι η υιοθέτηση εκ μέρους του μάρτυρα της έκθεσης απαίτησης και των αξιώσεων που καταγράφονταν σε αυτή, δεν επαρκούσε και δεν [*2109]αποτελούσε μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου. Ο συγκεκριμένος  μάρτυρας των εφεσειόντων δεν αρκέστηκε στην υιοθέτηση της έκθεσης απαίτησης, όπως αυτή περιλαμβανόταν στο κλητήριο ένταλμα, αλλά έδωσε σφαιρική μαρτυρία έκτασης πολλών σελίδων ενώ  αντεξετάστηκε επί μακρόν.

5. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέτυχε να συνεξετάσει τη μαρτυρία βασικού μάρτυρα των Εφεσειόντων στην ολότητα της, αναφερόμενο  επιλεκτικά σε συγκεκριμένα σημεία.

6. Τα πρακτικά δεν ήταν ευκρινή σε όλα τα σημεία στις συνεδρίες εκείνες όπου το πρωτόδικο Δικαστήριο όντως έλαβε ιδιόχειρες σημειώσεις στην απουσία στενογράφου. Το γεγονός αυτό αναμφίβολα δυσχέραινε την όλη ακροαματική διαδικασία, και επέτεινε την ακριβή αποτύπωση των λεχθέντων στη δίκη.

7. Το εύρημα του Δικαστηρίου ότι οι εφεσείοντες υπέβαλαν την παραίτηση τους τερματίζοντας έτσι τη συμφωνία επίσης δεν ήταν ορθό εφόσον ερχόταν σε αντίθεση με τα γεγονότα τα οποία ήταν ενώπιον του Δικαστηρίου.

8. Με την ανατροπή των συλλογισμών του πρωτοδίκου Δικαστηρίου ως προς την ορθότητα της αξιολόγησης του, παρέμενε ως ζητούμενο η απαίτηση των εφεσειόντων. Και αυτό ανεξάρτητα από το εύρημα ότι ήταν οι εφεσείοντες που τερμάτισαν τη συμφωνία υποβάλλοντας την παραίτηση τους, εύρημα το οποίο, δεν ήταν ορθό.

9. Δεν αμφισβητήθηκε ούτε από τους εφεσίβλητους ότι οι εφεσείοντες δικαιούνταν σε αμοιβή για την παρασχεθείσα από αυτούς εργασία μέχρι την απομάκρυνση τους από το έργο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προέβη σε ανάλυση αυτής της πτυχής, θεωρώντας εκ προοιμίου λόγω της απόφασης του περί αναξιοπιστίας του μάρτυρα των εφεσειόντων, ότι η αντίθετη θέση των εφεσιβλήτων ήταν και ορθή.

10.   Επί των πιο πάνω διαφορών, το Δικαστήριο δεν αποφάσισε ούτε προέβη σε οποιαδήποτε ανάλυση με αποτέλεσμα να υπάρχει κενό στην κρίση του ιδιαιτέρως εφόσον η αξιολόγηση επί της μαρτυρίας ήταν εσφαλμένη. Μοιραίως και παρά τον χρόνο που είχε διαρρεύσει, η υπόθεση θα έπρεπε να επανεκδικαστεί ως προς τον καθορισμό της επακριβούς επαγγελματικής αμοιβής των εφεσειόντων.

11.   Όσον αφορούσε στην αξίωση των εφεσειόντων για δυσφήμιση που [*2110]αφορούσε στον σχετικό λόγο έφεσης ως προς το λανθασμένο της απόφασης του Δικαστηρίου να μην επιτρέψει την επιδιωχθείσα τροποποίηση του κλητηρίου εντάλματος, δεν χωρούσε επέμβαση.

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα, πλην των όσων είχαν επιδικασθεί εναντίον τους λόγω της αίτησης τροποποίησης. Διατάχθηκε επανεκδίκαση της υπόθεσης ως προς το επίδικο σημείο του καθορισμού της επαγγελματικής αμοιβής των εφεσειόντων από άλλο Δικαστή.

Παρατήρηση Εφετείου:

«Όταν το Δικαστήριο εξ ανάγκης και καθηκόντως, λαμβάνει ιδιοχείρως τα πρακτικά ώστε να μην αναβληθεί η υπόθεση ελλείψει στενογράφου, πρέπει να καταβάλλεται κάθε δυνατή προσπάθεια τα πρακτικά να ανταποκρίνονται στα ουσιωδώς τουλάχιστον λεχθέντα, ώστε να μην βρίσκεται το Δικαστήριο εκ των υστέρων στη δυσάρεστη θέση να επικαλείται το ίδιο τη μνήμη του όταν αντιμετωπίζει αίτημα για συμπλήρωση των πρακτικών».

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Αρκαδίου διά του Πληρεξούσιου Αντιπροσώπου αυτής Σάββα Αρκαδίου ν. Porto Lara Estates Ltd (2010) 1(Γ) Α.Α.Δ 2035,

Pal κ.ά. v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 551,

Bullows v. Νεοφύτου κ.ά. (1994) 1 Α.Α.Δ. 41,

Χατζηπαύλου v. Κυριάκου κ.ά. (2006) 1(Α) Α.Α.Δ. 236,

Οργανισμός Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας ν. Κώστα Α. Ζαχαρία Λτδ (2006) 1(Α) Α.Α.Δ. 705,

Νίνος Β. Μιχαηλίδης Λτδ v. Δρουσιώτη κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 877,

Interpartemental Concern “Uralmetrom” v. Besuno Ltd (2004) 1(Α) Α.Α.Δ. 557,

Μιχαλάκης Κ. Δράκος & Σία v. Αργυρίδη (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 162,

Χατζηγεωργίου v. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 174.

[*2111]Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Λοΐζου, E.Δ.), (Αγωγή Aρ. 11345/02), ημερομ. 9.7.2007.

Μ. Κυπριανού με Λ. Σταυρή (κα), για τους Εφεσείοντες.

Λ. Πασχαλίδης με Π. Πανάγο, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ.

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Οι εφεσείοντες ως σύμβουλοι πολιτικοί μηχανικοί συμφώνησαν στις 11.4.2001 με τους εφεσίβλητους αρχιτέκτονες δυνάμει συμφωνητικού εγγράφου ανάθεσης υπηρεσιών πολιτικού μηχανικού (Τεκμ. 1), να προσφέρουν υπηρεσίες για την ετοιμασία στατικών/αντισεισμικών μελετών και σχεδίων αναπτυγμάτων οπλισμού, καθώς και μελέτη και επίβλεψη των εργασιών βελτίωσης-επέκτασης του υφισταμένου τότε κτιρίου της Βουλής των Αντιπροσώπων. Η ανάθεση των πιο πάνω εργασιών στους εφεσείοντες προέκυψε μετά από την κατακύρωση σ’ αυτούς σύμβασης δημοσίου μετά από διαγωνισμό.

Με την εγερθείσα ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας αγωγή τους, οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι κατά τον Απρίλιο του 2002, εντελώς παρανόμως και αδικαιολογήτως οι εφεσίβλητοι τους εξανάγκασαν να υποβάλουν την παραίτηση τους από το έργο και να διακόψουν την περαιτέρω επίβλεψη του, αντικαθιστώντας τους με άλλο πολιτικό μηχανικό. Λόγω της κατ’ ισχυρισμόν μη εξόφλησης της επαγγελματικής αμοιβής και δικαιωμάτων τους για τις υπηρεσίες που προσέφεραν μέχρι τον τερματισμό της συμφωνίας, αλλά και την αμοιβή την οποία δικαιούνταν μέχρι αποπεράτωσης του έργου, οι εφεσείοντες παρέθεσαν λεπτομέρειες της αξιούμενης υπολειπόμενης αμοιβής τους στην παρ. 9 του καταχωρηθέντος ειδικώς οπισθογραφημένου κλητηρίου. Το ποσό το οποίο αναζητούσαν από τους εφεσίβλητους ανερχόταν στις £26.190,31 πλέον γενικές αποζημιώσεις για επαγγελματική δυσφήμιση την οποία υπέστησαν λόγω της απομάκρυνσης τους από το έργο.

Οι εφεσίβλητοι με την υπεράσπιση τους αρνήθηκαν γενικώς [*2112]την αξίωση ισχυριζόμενοι ότι οι εφεσείοντες από μόνοι τους υπέβαλαν την παραίτηση τους στις 15.3.2002, η οποία έγινε αρχικώς προφορικά αποδεκτή, επιβεβαιώθηκε δε αργότερα με επιστολή των εφεσιβλήτων προς τους εφεσείοντες ημερ. 30.4.2002 (Τεκμ. 2). Περαιτέρω, ήταν η εισήγηση των εφεσιβλήτων ότι οι εφεσείοντες παραιτήθησαν λόγω μη ορθής εξάσκησης των καθηκόντων τους κατά παράβαση των συμφωνηθέντων με το σχετικό έγγραφο ημερ. 11.4.2001, αλλά και ευρισκόμενοι σε αντίθεση με τους ηθικούς και επαγγελματικούς κανόνες και τη δεοντολογία του επαγγέλματός τους. Ήταν περαιτέρω ο ισχυρισμός τους ότι ο τελικός διακανονισμός των σχέσεων των διαδίκων έγινε με την επιστολή ημερ. 30.4.2002, στην οποία επισυνάφθηκε αναλυτική κατάσταση του τρόπου εξαγωγής του τελικώς οφειλόμενου ποσού των £10.020, οι δε αξιώσεις των εφεσειόντων στην παρ. 9 της έκθεσης απαίτησης ήταν υπερβολικές, εκ των υστέρων σκέψεις και αδικαιολόγητα ηγέρθησαν.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο άκουσε τη σχετική μαρτυρία, η οποία προήλθε από τον Μάκη Αδαμίδη, πολιτικό μηχανικό και δομοστατικό μηχανικό, διευθυντή των εφεσειόντων, καθώς και τους Άθω Δίκαιο και Διομήδη Κυθρεώτη εκ μέρους των εφεσιβλήτων. Αφού την  αξιολόγησε μαζί με τα έγγραφα τα οποία κατατέθηκαν, το Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων. Κατά την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ο Μάκης Αδαμίδης, ως ο μοναδικός μάρτυρας των εφεσειόντων, «.... άφησε πτωχή εικόνα στο εδώλιο του μάρτυρα ....», με αποτέλεσμα να μην αποδεχθεί τη μαρτυρία του. Οι λόγοι προς τούτο συναρτώντο, κατά το Δικαστήριο, με την αποτυχία των εφεσειόντων να διατηρούν λεπτομερή στοιχεία των εργασιών και υπηρεσιών που προσφέρουν, ενώ κατά τη μαρτυρία του ο Αδαμίδης είπε ότι έδωσε από σημειώσεις που είχε, οδηγίες στο δικηγόρο του να καταχωρήσει την αγωγή υιοθετώντας απλώς τις παρ. 9(Α),(Β),(Γ) της έκθεσης απαίτησης, ως τα αιτήματά του. Η υιοθέτηση ενόρκως της έκθεσης απαίτησης ως προς τα δικαιώματα και την αμοιβή των εφεσειόντων και η ανάγνωση της έκθεσης απαίτησης, δεν επαρκούσε ως μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Ο μάρτυρας των εφεσειόντων «.... έπρεπε να είχε εκθέσει και να διευκρινίσει προφορικά στο Δικαστήριο ότι είναι σχετικό με την υπόθεση της ενάγουσας πράγμα που δεν έπραξε.». Επομένως, κατά το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν προσφέρθηκε μαρτυρία αναφορικά με τις απαιτήσεις των εφεσειόντων «.... ως οι λεπτομερείς ισχυρισμοί» στις παρ. 9(Α), (Β) και (Γ).

[*2113]Άλλα σημεία που κατά το Δικαστήριο έπλητταν την αξιοπιστία του μάρτυρα, ο οποίος θεωρήθηκε ότι «.... προσπάθησε ανεπιτυχώς να παραπλανήσει το Δικαστήριο», ήταν ότι δεν παρουσίασε κατά τη μαρτυρία του το Τεκμ. 8, το οποίο ο ίδιος είχε ετοιμάσει αρνούμενος ότι αυτό αποτελούσε τιμολόγιο. Μετέπειτα, δεν ανέφερε στο Δικαστήριο ότι στα πλαίσια της διευθέτησης των λογαριασμών μεταξύ των διαδίκων είχε καταβληθεί από τους εφεσίβλητους στους εφεσείοντες το ποσό των £10.020. Ως περαιτέρω πλήγμα στην αξιοπιστία του θεωρήθηκε και η μη έγγραφη αντίδραση των εφεσειόντων στην παραλαβή του Τεκμ. 2, που είναι, ως ανεφέρθη ήδη, η επιστολή των εφεσιβλήτων ημερ. 30.4.2002. Κατά το Δικαστήριο, αναμενόταν τέτοια αντίδραση στην οποία θα έπρεπε να διατυπωνόνταν η έκπληξη των εφεσειόντων για την αποδοχή από τους εφεσίβλητους της παραίτησης των εφεσειόντων, αλλά και η αντίθεση τους προς την επιστολή αυτή.

Αντίθετα, και οι δύο μάρτυρες των εφεσιβλήτων εντυπωσίασαν ευνοϊκά το Δικαστήριο ως μάρτυρες αληθείας, τη μαρτυρία των οποίων το Δικαστήριο αποδέχθηκε με ιδιαίτερη αναφορά στα γεγονότα που σχετίζοντο με την αποδέσμευση των εφεσειόντων από το έργο και την παραίτησή τους, όπως αυτά εξηγήθηκαν κατά την ένορκη μαρτυρία του Κυθρεώτη. Κρίθηκε λοιπόν από το Δικαστήριο ότι ο Μάκης Αδαμίδης εκ μέρους των εφεσειόντων υπέβαλε όντως την παραίτηση του προφορικά στο γραφείο του Κυθρεώτη στις 15.3.2002, τερματίζοντας έτσι τη συμφωνία των διαδίκων, χωρίς να οφείλεται οποιοδήποτε υπόλοιπο ώστε ευλόγως να είχε εγερθεί μετέπειτα η αγωγή, διότι το οφειλόμενο στο οποίο δικαιούνταν οι εφεσείοντες και το οποίο ανερχόταν στο ποσό των £10.020, κατεβλήθη σε αυτούς από τους εφεσίβλητους με επιταγή της Λαϊκής Τράπεζας Λτδ ημερ. 2.5.2002, με την αποστολή της επιστολής ημερ. 30.4.2002, Τεκμ. 2.

Οι λόγοι έφεσης προς ανατροπή της πρωτόδικης κρίσης, δεκαέξι στο σύνολο τους, εγείρουν διάφορα θέματα, από διαδικαστικά, (λόγω απόρριψης αίτησης για τροποποίηση του κλητηρίου που καταχωρήθηκε ευθύς με την έναρξη της μαρτυρίας Αδαμίδη, ώστε να συμπεριληφθούν γεγονότα που αφορούσαν τις δυσκολίες που οι εφεσείοντες συνάντησαν κατά την εκτέλεση των ανατεθεισών σ’ αυτούς υπηρεσιών, λόγω της αντιδεοντολογικής στάσης που τήρησαν έναντι τους οι εργολάβοι του έργου, τη διαγραφή με ένα μεγάλο μαύρο «Χ» του ονόματος τους στην επαγγελματική τους πινακίδα έξω από το εργοτάξιο, τα λανθασμένα και μη ανταποκρινόμενα στην πραγματικότητα πρακτικά, όπως αυτά τηρήθηκαν με το χέρι από το πρωτόδικο Δικαστήριο), μέχρι ουσιαστικά, [*2114]αναφερόμενα στο όλο σκεπτικό της απόφασης. Κυρίαρχη θέση κατέχει η λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο και ειδικά η απόρριψη της μαρτυρίας του Μάκη Αδαμίδη σε παραγνώριση σαφούς προς το αντίθετο μαρτυρίας, ιδιαιτέρως έγγραφης, που είχε προσκομιστεί κατά την ακροαματική διαδικασία. Οι εφεσείοντες στοχεύουν κυρίως στην εσφαλμένη θεώρηση του Δικαστήριου ότι απεκρύβη από τους εφεσείοντες η πληρωμή των £10.020, ενώ τέτοια πληρωμή ρητά δικογραφήθηκε στην παρ. 9(Α), όπου ετέθησαν λεπτομερώς οι οφειλές των εφεσιβλήτων προς τους εφεσείοντες. Συγκεκριμένα, μετά την καταγραφή της αμοιβής που δικαιούνταν οι εφεσείοντες για προκαταρκτικές μελέτες, επιβλέψεις, εργασίες πολιτικού μηχανικού, πρόσθετες εργασίες και αμοιβή 1,2% επί του τελικού λογαριασμού του έργου, καταγράφηκαν τα πληρωθέντα έναντι ποσά τα οποία και αφαιρέθησαν, προς μείωση του συνολικού  ποσού των £48.370,25, στα οποία ποσά περιλαμβανόταν και το ποσό των £9.109,10 το οποίο προστιθεμένου του Φ.Π.Α. ανερχόταν στο ποσό των £10.020. Περαιτέρω, το Δικαστήριο λανθασμένα θεώρησε ως πλήγμα στην αξιοπιστία του Αδαμίδη ότι δεν αντέδρασε στην επιστολή των εφεσειόντων εφόσον τέτοια αντίδραση υπήρξε με επιστολή των δικηγόρων των εφεσειόντων.

Η αντίθετη θέση των εφεσιβλήτων είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά αποφάσισε επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων. Η αξιολόγηση που έγινε από το Δικαστήριο, κατά τη θέση τους, είναι ορθή και, σύμφωνα με τη νομολογία, το Εφετείο δεν επεμβαίνει με ευκολία εκτός εάν συντρέχουν λόγοι που οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το Δικαστήριο εξήγαγε λανθασμένα συμπεράσματα και μη επιτρεπτά υπό το φως της μαρτυρίας. Οι εφεσείοντες είχαν την ευθύνη και το καθήκον να αποδείξουν την υπόθεση τους ως ενάγοντες, πράγμα το οποίο απέτυχαν και είναι αδιάφορο κατά πόσο η αξιολόγηση του Δικαστηρίου επί των μαρτύρων των εφεσιβλήτων ήταν, κατά την εισήγηση πάντοτε των εφεσειόντων, εξίσου λανθασμένη. Ως προς τα πρακτικά που τηρήθηκαν από το Δικαστήριο, αυτά αποτελούν τον αδιαμφισβήτητο οδηγό ως προς τα λεχθέντα στη δίκη και μόνο κατ’ εξαίρεση είναι που το Δικαστήριο θα εξετάσει ο,τιδήποτε εκτός των πρακτικών, τα οποία θα πρέπει να διορθωθούν μετά από αίτηση εκείνου του διαδίκου που τα θεωρεί ως μη ανταποκρινόμενα στην πραγματικότητα.

Όπως έχει λεχθεί και στην Αρκαδίου διά του Πληρεξούσιου Αντιπροσώπου αυτής Σάββα Αρκαδίου v. Porto Lara Estates Ltd (2010) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2035, αναμφιβόλως ο νομολογιακός κανόνας [*2115]είναι ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει με ευκολία στην πρωτόδικη αξιολόγηση, η οποία αξιολόγηση αποτελεί τη συνισταμένη της κρίσης του Δικαστηρίου επί της ζώσας ενώπιον του παρουσιασθείσας μαρτυρίας. Όπως περαιτέρω έχει λεχθεί και στις υποθέσεις Pal κ.ά. v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 551:

«Η εντύπωση που αποκομίζει από τους μάρτυρες το πρωτόδικο Δικαστήριο φέρει μαζί της το ευεργέτημα της επισταμένης παρακολούθησης των όσων οι μάρτυρες καταθέτουν, τον τρόπο με τον οποίο καταθέτουν, τη λογική που η μαρτυρία τους εκπέμπει και όλα αυτά σε συνδυασμό με την ανάλογη αντιπαραβολή με τη δικογραφία στις πολιτικές υποθέσεις ή τις καταθέσεις στις ποινικές υποθέσεις και τα εν γένει τεκμήρια. Η ανθρώπινη εμπειρία εν πολλοίς είναι οδηγός ως προς τη λογική των πραγμάτων. (Δέστε Baloise Insurance Co Ltd v. Κατωμονιάτη κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 1275).

Επέμβαση είναι δυνατή όταν τα ευρήματα του πρωτοδίκου Δικαστηρίου είτε αντιστρατεύονται τη λογική των πραγμάτων, είτε συγκρούονται με άλλη αποδεκτή από το ίδιο το Δικαστήριο μαρτυρία, είτε διαπιστώνεται πλημμελής αξιολόγηση των δεδομένων. (Δέστε Bullows v. Νεοφύτου κ.ά. (1994) 1 Α.Α.Δ. 41, Χατζηπαύλου v. Κυριάκου κ.ά. (2006) 1(Α) Α.Α.Δ. 236 και Οργανισμός Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας v. Κώστα Α. Ζαχαρία Λτδ (2006) 1(Α) Α.Α.Δ. 705).

Στην υπό κρίση έφεση, προσεκτική μελέτη των δεδομένων της πρωτόδικης διαδικασίας αποκαλύπτει όντως σφάλμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου που έγκειται στη λανθασμένη εκ μέρους του εκτίμηση της ενώπιον του μαρτυρίας και παραγνώριση σαφών στοιχείων που είχαν τεθεί κατά την ακροαματική διαδικασία. Όπως έχει αναφερθεί πιο πάνω, η «πτωχή εικόνα» που άφησε στο Δικαστήριο ο μάρτυς των εφεσειόντων Μ. Αδαμίδης, εξαγόταν από τέσσερα δεδομένα: (i) ότι από σημειώσεις είχε δώσει στο δικηγόρο του οδηγίες να καταχωρηθεί η αγωγή, ενώ θα αναμενόταν από ένα οργανισμό όπως οι εφεσείοντες να διατηρεί λεπτομερή αρχεία των εργασιών και των υπηρεσιών που προσφέρει, (ii) ότι δεν παρουσιάστηκε από τον ίδιο το μάρτυρα το Τεκμ. 8, στοιχείο που πρόσθετα θεωρήθηκε ως προσπάθεια παραπλάνησης του Δικαστηρίου, (iii) ότι δεν αναφέρθηκε στο Δικαστήριο η καταβολή προς τους εφεσείοντες του ποσού των £10.020 και (iv) ότι οι εφεσείοντες δεν αντέδρασαν και δεν εκδήλωσαν εγγράφως την έκπληξη τους στο Τεκμ. 2.

[*2116]Κάθε ένα από τα πιο πάνω δεδομένα που προσμέτρησαν στη σκέψη του Δικαστηρίου, ελέγχεται ως λανθασμένο. Ως προς τη διατήρηση λεπτομερών αρχείων των εργασιών και υπηρεσιών που οι ενάγοντες προσέφεραν στα πλαίσια της διεκπεραίωσης των εργασιών που ανέλαβαν με βάση το Τεκμ. 1, πιστοποιείται ότι οι σχετικές λεπτομέρειες εμφαίνονται με περισσή επάρκεια στο ίδιο το ειδικώς οπισθογραφημένο  κλητήριο ένταλμα. Η παρ. 9 του κλητηρίου εκτείνεται σε 2½ σελίδες και περιέχει επακριβή ανάλυση των προσφερθεισών εργασιών, με την ανάλογη εξαγωγή των οφειλομένων κατά τους εφεσείοντες ποσών στη δεξιά στήλη, αποτέλεσμα των διαφόρων ποσών που αναφέρονται στην αριστερή στήλη και στη βάση των ποσοστών αμοιβής. Αναφέρεται, για παράδειγμα, στην υπό παρ. (Α), το ολικό ποσό του συμβολαίου ανερχόμενο σε £2.822.168,65, και μετέπειτα ακολουθούν οι προκαταρκτικές επιπλέον εργασίες μέχρι 19.3.2002, ώστε το προκαταρκτικό σύνολο μέχρι την ημέρα εκείνη να ανέρχεται στα £3.026.500,00. Ακολουθούν οι αναλύσεις για την επίβλεψη, την αμοιβή του πολιτικού μηχανικού ανερχόμενη στα 1,2% επί του τελικού λογαριασμού του έργου, αποτελούμενο από 0,90% για στατικές και αντισεισμικές μελέτες και 0,30% για επίβλεψη πλέον εργασίες πολιτικού μηχανικού. Στη συνέχεια με τον ίδιο τρόπο ανάλυσης, καταγράφονται οι έξτρα μελέτες και οι έξτρα επιβλέψεις. Συνάγεται από τα πιο πάνω ότι η ανάλυση που γίνεται είναι πλήρης ούτως ώστε να εξάγεται το τελικό ποσό των £26.190,31, πλέον Φ.Π.Α. που επιδιωκόταν με την αγωγή. Εξίσου αναλυτικές είναι και οι αξιώσεις της παρ. 9(Γ) σχετικά με τις επί πλέον επισκέψεις στο εργοτάξιο, ώστε να εξάγεται ένα ολικό 351 ωρών προς £42 την ώρα. Να λεχθεί επίσης ότι ο μάρτυρας Αδαμίδης κατά την εξέταση και αντεξέταση του πρωτοδίκως, επιβεβαίωσε πλειστάκις τα ποσά στην ανάλυση αυτή και δεν γίνεται αντιληπτό τι το μεμπτό υπήρχε στην επάρκεια της παροχής αυτών των λεπτομερειακών θέσεων, επειδή προέρχονταν από σημειώσεις του μάρτυρα, στη βάση των οποίων καταρτίστηκε το κλητήριο ένταλμα.

Ως προς το δεύτερο δεδομένο, ναι μεν το Τεκμ. 8 παρουσιάσθηκε κατά την αντεξέταση του μάρτυρα, αλλά αυτό το γεγονός από μόνο του δεν μπορούσε εύλογα να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι ο μάρτυρας ήθελε να παραπλανήσει το Δικαστήριο. Ιδιαιτέρως, εφόσον αντιπαραβολή του Τεκμ. 8, με την έκθεση απαίτησης, παρ. 9, δείχνει την ουσιαστική ταύτιση τους, όπως δε εξήγησε ο μάρτυρας κατ’ επανάληψη, το Τεκμ. 8 ετοιμάστηκε από τον ίδιο και απεστάλη στους εφεσίβλητους στις 12.4.2002, ως προκαταρκτικός λογαριασμός, εξ ου και στην αγωγή που κατα[*2117]χωρήθηκε αργότερα στις 21.10.2002, το ποσό που επιδιώχθηκε να ανακτηθεί από τους εφεσίβλητους ήταν μειωμένο από τις £28.005,67, πλέον Φ.Π.Α., που ζητείτο με το Τεκμ. 8, στις £26.190,31, πλέον Φ.Π.Α. Περαιτέρω, και αυτό το σημείο ενδυναμώνει τα προλεχθέντα, αναφορά στην επιστολή ημερ. 12.4.2002, Τεκμ. 8, έγινε, όπως θα αναλυθεί και στο δεδομένο (iv) πιο κάτω, και στην επιστολή των εφεσειόντων ημερ. 23.5.2002, αποδεικνύοντας ότι προτού καν εγερθεί αγωγή (και το σημείο αυτό διέφυγε του Δικαστηρίου), οι εφεσείοντες είχαν αποκαλύψει την προκαταρκτική απαίτηση τους και είχαν ρητώς και σαφώς αναφερθεί στην επιστολή τους ημερ. 12.4.2002, που αργότερα, έστω στα πλαίσια αντεξέτασης, κατατέθηκε ως Τεκμ. 8.

Ιδιαιτέρως λανθασμένο ήταν το σκεπτικό του Δικαστηρίου και ως προς το τρίτο δεδομένο ότι ο μάρτυς απέκρυψε από το Δικαστήριο την καταβολή στους εφεσείοντες του ποσού των £10.020, εφόσον σαφέστατα στην παρ. 9(Α) του κλητηρίου εντάλματος κάτω από το κεφάλαιο «Μείον πληρωθέντα ποσά έναντι», καταγράφεται το ποσό £9.109,10, το οποίο προστιθεμένου του Φ.Π.Α. ανέρχεται στις £10.020. Άλλωστε, κατά τη μαρτυρία του ο Αδαμίδης ουδέποτε αρνήθηκε την πληρωμή αυτή, ενώ ουδέποτε του υποβλήθηκε κατά την αντεξέταση ότι απέκρυψε την πληρωμή αυτού του ποσού, ώστε να τίθεται θέμα αναξιοπιστίας του ως προς το ζήτημα. Η υποβολή που του έγινε σε σχέση με το ποσό αυτό στη σελ. 33 των πρακτικών, ήταν ότι η αμοιβή του είχε εξοφληθεί δυνάμει της επιταγής των £10.020 που του απεστάλη με το Τεκμ. 2, υποβολή με την οποία διαφώνησε ο μάρτυρας.

Ως προς το τελευταίο δεδομένο, οι εφεσείοντες  ρητά αντέδρασαν στην παραλαβή του Τεκμ. 2, με την επιστολή των δικηγόρων των εφεσειόντων ημερ. 23.5.2002, δηλαδή, ούτε ένα μήνα μετέπειτα, (κατά τη μαρτυρία Αδαμίδη το Τεκμ. 2, ημερ. 30.4.2002, του εστάλη με κλητήρα στις 14.5.2002 – σελ. 17 των πρακτικών και άρα η αντίδραση του ήταν ακόμη πιο άμεση), η οποία επιστολή κατατέθηκε ως Τεκμ. 5 και στην οποία σαφέστατα υπάρχει αναφορά στο περιεχόμενο της επιστολής των εφεσιβλήτων ημερ. 30.4.2002, Τεκμ. 2, καθώς και στο ποσό των £10.020, με αμφισβήτηση τόσο του περιεχόμενου της επιστολής εκείνης, όσο και με την προβολή της θέσης ότι το ποσό των £10.020, περιλαμβανομένου του Φ.Π.Α., λήφθηκε από τους εφεσείοντες υπό διαμαρτυρία, χωρίς βλάβη των δικαιωμάτων τους, εμμένοντας στη δική τους απαίτηση σύμφωνα με την επιστολή τους ημερ. 12.4.2002, όπου το συνολικό ποσό της προκαταρκτικής τους αξίωσης ανερχόταν στις £28.005,00, πλέον Φ.Π.Α..

[*2118]Αν το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν πλέον προσεκτικό στην εξέταση και ανάλυση της ενώπιον του δοθείσας έγγραφης μαρτυρίας, θα εντόπιζε και θα συσχέτιζε τα πιο πάνω αδιαμφισβήτητα γεγονότα. Η αποτυχία στη διάγνωση τους πιστοποιεί την ανεπάρκεια της κρίσης του και αναιρεί το εύλογο της αξιολόγησης και των συμπερασμάτων στα οποία ήχθη.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέπεσε επίσης σε σφάλμα το οποίο αναμφίβολα επηρέασε πρόσθετα και την ορθότητα της αξιολόγησης της μαρτυρίας Αδαμίδη και κατ’ επέκταση των εφεσειόντων, εφόσον θεώρησε ότι η υιοθέτηση εκ μέρους του μάρτυρα της έκθεσης απαίτησης και των αξιώσεων που καταγράφονταν σε αυτή, δεν επαρκούσε και δεν αποτελούσε μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου. Σύμφωνα με το Δικαστήριο, αντλώντας καθοδήγηση από τις υποθέσεις Ντίνος Β. Μιχαηλίδης Λτδ v. Δρουσιώτη κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 877 και Interpartemental Concern “Uralmetrom” v. Besuno Ltd (2004) 1(Α) Α.Α.Δ. 557, ο μάρτυρας όφειλε να διευκρινίσει προφορικά και να προσφέρει μαρτυρία σχετικά με κάθε πτυχή της υπόθεσης και της αξίωσης του, πράγμα που απέτυχε να πράξει.

Αυτή όμως η προσέγγιση του Δικαστηρίου παραγνώρισε πλήρως την πραγματική ενώπιον του κατάσταση και παρερμήνευσε τις δύο προαναφερόμενες υποθέσεις. Η Μιχαηλίδης v. Δρουσιώτη, αφορούσε υπόθεση ενώπιον του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων στην οποία ο μοναδικός ουσιαστικά μάρτυρας εκ μέρους της εφεσείουσας κατέθεσε ότι διάβασε την αίτηση της εταιρείας του, το περιεχόμενο της οποίας και υιοθέτησε χωρίς να προσφερθεί οποιαδήποτε περαιτέρω μαρτυρία και χωρίς να τύχει οποιασδήποτε αντεξέτασης από την άλλη πλευρά. Το Εφετείο διατύπωσε την άποψη, κατά πλειοψηφία, ότι είτε ακολουθείται το σύστημα της αντιπαράθεσης που αποτελεί τον άξονα της διαδικασίας σε πολιτική δίκη, είτε ακολουθείται το σύστημα του εξεταστικού χαρακτήρα που είναι το κυρίαρχο γνώρισμα της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων, πρέπει να αποδεικνύονται και να θεμελιώνονται με το κατάλληλο αποδεικτικό υλικό οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί των διαδίκων. Έγινε αναφορά στις υποθέσεις Μιχαλάκης Κ. Δράκος & Σία Λτδ v. Κυριάκος Γ. Αργυρίδη κ.ά. (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 162 και Χατζηγεωργίου v. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 174, στην τελευταία των οποίων αναφέρθηκε ότι η αξιοπιστία ενός μάρτυρα δεν κρίνεται μόνο από το περιεχόμενο της κατάθεσης του, αλλά και από τη γενικότερη συμπεριφορά του όπως αυτή αναδύεται μέσα από το αντιπαραθετικό σύστημα. Η υπόθεση Interpartemental Concern “Ural[*2119]metrom” v. Besuno Ltd, αφορούσε προσωρινό διάταγμα που εκδόθηκε μετά από μονομερή αίτηση στην οποία θεωρήθηκε ότι η υιοθέτηση απλώς της έκθεσης απαίτησης των εφεσειόντων στην οποία γινόταν ρητή αναφορά σε όρο της συμφωνίας για παραπομπή σε διαιτησία, δεν επαρκούσε διότι η ύπαρξη αυτού του όρου θα έπρεπε να αναφερθεί στην αίτηση για την  έκδοση του προσωρινού διατάγματος ως μέρος του καθήκοντος του αιτούμενου προσωρινό διάταγμα να αποκαλύψει και να επισημάνει στο Δικαστήριο εκείνους τους αναγκαίους όρους σε μια συμφωνία, όπως είναι ο όρος για διαιτησία στην ένορκη δήλωση.

Έπεται ότι και οι δύο πιο πάνω υποθέσεις διαφέρουν κατά πολύ από τα γεγονότα της υπό κρίση υπόθεσης, ιδιαιτέρως (και εδώ είναι που το Δικαστήριο παραγνώρισε τα σχετικά στοιχεία), διότι ο μάρτυρας Αδαμίδης δεν αρκέστηκε στην υιοθέτηση της έκθεσης απαίτησης, όπως αυτή περιλαμβανόταν στο κλητήριο ένταλμα, αλλά έδωσε σφαιρική μαρτυρία έκτασης πολλών σελίδων (σελ. 2-24 των πρακτικών που αποτέλεσε την κύρια εξέταση του), ενώ αντεξετάστηκε επί μακρόν μέχρι και τη σελ. 35 των πρακτικών. Ορθά υποδεικνύει ο κ. Κυπριανού στο περίγραμμα του ότι ο Αδαμίδης όχι μόνο έδωσε σχετική μαρτυρία για να υποστηρίξει την όλη απαίτηση του, αλλά και κατά τη διάρκεια της μαρτυρίας του κατατέθηκαν όλα τα σχετικά έγγραφα περιλαμβανομένης της συμφωνίας και των επιστολών που ανταλλάγησαν όπου φαινόταν η αξίωση των εφεσειόντων. Εξήγησε κατά τη διάρκεια της μαρτυρίας του ότι δεν παραιτήθηκε από την εργασία του, αλλά εξηναγκάσθη σε παραίτηση μετά από πιέσεις που έγιναν από τους εφεσίβλητους και ψευδείς κατ’ ουσίαν καταγγελίες σε σχέση με δήθεν ανάμειξη του υιού του ή της εταιρείας αυτού, στο όλο έργο με την παροχή υλικών που ο υιός του ήταν αντιπρόσωπος. Κατά δε την αντεξέταση του ρωτήθηκε συγκεκριμένα για τον τρόπο χρέωσης των εφεσειόντων, καταθέτοντας στη σελ. 29 των πρακτικών, ότι όπως πάντοτε, κρατούσε σημειώσεις και απέστειλε επιστολές για να εισπράξει χρήματα έναντι και σε αυτά τα πλαίσια εστάλη και η επιστολή του ημερ. 12.4.2002, Τεκμ. 8, όπου περιέχονταν οι αξιώσεις του, όχι όμως ως τελικοί λογαριασμοί, οι οποίοι ζητήθησαν εν τέλει με την αγωγή.

Επομένως το πρωτόδικο Δικαστήριο απέτυχε να συνεξετάσει τη μαρτυρία Αδαμίδη στην ολότητα του, αναφερόμενο επιλεκτικά  και μόνο στα όσα φαίνονται στις σελ. 22-24 των πρακτικών όπου, μετά από ερωτήσεις του συνηγόρου του, υιοθέτησε την απαίτηση του, αφού διάβασε και την έκθεση απαίτησης. Αυτά όμως λέχθηκαν στο τέλος της κυρίας εξέτασης, αφού προηγήθηκε πλείστη όση [*2120]μαρτυρία ενώ, όπως έχει ήδη λεχθεί, και κατά την αντεξέταση ο μάρτυρας επανέλαβε τις θέσεις του και εξήγησε τις αξιώσεις του.

Εδώ θα πρέπει  να παρεμβληθεί και το εξής και το οποίο σχετίζεται με τα προηγηθέντα. Κατά τη διάρκεια της συζήτησης της  έφεσης ζητήθηκε από τον κ. Κυπριανού αναβολή για να δυνηθεί να υποβάλει ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου αίτηση για διόρθωση των πρακτικών ώστε να προστεθούν στα κατάλληλα σημεία οι υποδείξεις που κατ’ ισχυρισμόν έγιναν από το ίδιο το πρωτόδικο Δικαστήριο προς τον συνήγορο ότι δεν χρειαζόταν να επεκταθεί ο μάρτυρας σε εξηγήσεις και κατάθεση περαιτέρω τεκμηρίων αναφορικά με τις απαιτήσεις του, εφόσον αυτές ήδη εκτίθεντο με λεπτομέρεια στο κλητήριο ένταλμα. Η διαδικασία ενώπιον του Εφετείου διακόπηκε, υπεβλήθη η σχετική αίτηση πρωτοδίκως, συνάντησε την ένσταση των εφεσιβλήτων, το δε Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση με σχετική απόφασή του ημερ. 19.4.2011.

Οι σχετικοί λόγοι έφεσης 7 και 8, αφορούν ακριβώς τη θέση που διατυπώθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο στην υπό κρίση τελική απόφασή του, ότι ο συνήγορος των εφεσειόντων στη γραπτή του αγόρευση ενώπιον του ισχυρίστηκε ότι όταν ο Αδαμίδης προσπάθησε να δώσει ενόρκως λεπτομέρειες της απαίτησης του το ίδιο το Δικαστήριο υπέδειξε ότι δεν χρειαζόταν επέκταση επί του θέματος εφόσον η απαίτηση αναπτυσσόταν στο κλητήριο και εφόσον ο ίδιος είχε υιοθετήσει το περιεχόμενό του. Το Δικαστήριο σημείωσε στη σελ. 10 της απόφασής του ότι τα πρακτικά της υπόθεσης δεν υποστήριζαν τον ισχυρισμό. Εξ αυτού λοιπόν δημιουργήθηκε ανάγκη για διόρθωση των πρακτικών χωρίς όμως επιτυχία.

Εκείνο το οποίο μπορεί να λεχθεί και το οποίο απορρέει από τα ενώπιον του Εφετείου πρακτικά είναι ότι πράγματι αυτά, όπως και ο συνήγορος των εφεσειόντων υποδεικνύει με παραδείγματα στο περίγραμμα του, δεν είναι ευκρινή σε όλα τα σημεία στις συνεδρίες εκείνες όπου το πρωτόδικο Δικαστήριο όντως έλαβε ιδιόχειρες σημειώσεις στην απουσία στενογράφου στις 15.2.2007 και 6.3.2007. Το γεγονός αυτό αναμφίβολα δυσχέραινε την όλη ακροαματική διαδικασία, και επέτεινε την ακριβή αποτύπωση των λεχθέντων στη δίκη, πιστοποιούμενο και από τη σελ. 19 των πρακτικών όταν το Δικαστήριο διέκοψε την περαιτέρω διαδικασία, «λόγω του προβλήματος με το χέρι μου ....», ως είπε, σημειώνοντας ότι την προηγούμενη ημέρα κρατούσε επίσης πρακτικά ιδιοχείρως σε τρεις άλλες αγωγές, οι αριθμοί των οποίων αναφέρονται. Όταν το Δικαστήριο εξ ανά[*2121]γκης και καθηκόντως, λαμβάνει ιδιοχείρως τα πρακτικά ώστε να μην αναβληθεί η υπόθεση ελλείψει στενογράφου, πρέπει να καταβάλλεται κάθε δυνατή προσπάθεια τα πρακτικά να ανταποκρίνονται στα ουσιωδώς τουλάχιστον λεχθέντα, ώστε να μην βρίσκεται το Δικαστήριο εκ των υστέρων στη δυσάρεστη θέση να επικαλείται το ίδιο τη μνήμη του όταν αντιμετωπίζει αίτημα για συμπλήρωση των πρακτικών.

Η αξίωση των εφεσειόντων αφορούσε την επαγγελματική τους αμοιβή μέχρι την ημέρα απομάκρυνσης τους από το έργο και το εύρημα του Δικαστηρίου ότι οι εφεσείοντες υπέβαλαν την παραίτηση τους τερματίζοντας έτσι τη συμφωνία επίσης δεν είναι ορθό εφόσον έρχεται σε αντίθεση με τα γεγονότα τα οποία ήταν ενώπιον του Δικαστηρίου. Το Δικαστήριο δεν εξηγεί γιατί προέβη σε  εύρημα οικειοθελούς προφορικής παραίτησης από το έργο στις 15.3.2002, ενώ ταυτόχρονα οι εφεσείοντες αφέθησαν να λειτουργούν στο εργοτάξιο από τους εφεσίβλητους τουλάχιστον μέχρι και τις 10.4.2002, όπως φαίνεται από τα συνοπτικά πρακτικά που τηρήθησαν κατά τη  σύσκεψη μεταξύ του εργοδότη και της ομάδας μελέτης για τις εργασίες βελτιώσεων/επεκτάσεων, Τεκ. 23. Μετέπειτα, είναι όντως περίεργο και δεν σχολιάσθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο γιατί οι εφεσίβλητοι, εάν όντως είχε οικειοθελώς παραιτηθεί ο Αδαμίδης στις 15.3.2002, ανέμεναν μέχρι τις 30.4.2002 για να αποστείλουν το Τεκμ. 2, με το οποίο και έκαμαν το αίτημα αποδεκτό.

Πέραν της μαρτυρίας του Αδαμίδη ότι η επιστολή αυτή παρελήφθη στις 14.5.2002, η επιστολή Τεκμ. 2, δείχνει τουλάχιστον ότι η αποδέσμευση των εφεσειόντων έγινε από τους εφεσίβλητους μόλις στις 30.4.2002 και όχι από τις 15.3.2002, στην οποία περίπτωση θα αναμενόταν από τους εφεσίβλητους να μην δέχοντο την ανάμειξη πλέον των εφεσειόντων στο εργοτάξιο. Άλλωστε και ο ίδιος ο Κυθραιώτης δέχθηκε κατά την αντεξέταση του (σελ. 81 και 82 των πρακτικών), ότι ο Αδαμίδης συνέχιζε να προσφέρει τις υπηρεσίες του μέχρι το τέλος Απριλίου διότι είχε εκκρεμείς εργασίες, είχε λάβει δε μέρος και σε συνεδρίες τον Απρίλιο και αυτόν εννοούσε ότι ήταν ο πολιτικός μηχανικός που θα προέβαινε σε καθορισμό του πάχους των θεμελίων στις 10.4.2002, στο Τεκμ. 23.

Να σημειωθεί περαιτέρω ότι από την εκτενή αντεξέταση του Κυθρεώτη προέκυψε ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε επίσημη καταγγελία ως προς την ανάμειξη του υιού Αδαμίδη με τα προσφερόμενα στο εργοτάξιο υλικά και υπήρχαν μόνο ψίθυροι και [*2122]εν τέλει ατεκμηρίωτες κατηγορίες για το όλο θέμα. Άλλωστε, ο Κυθρεώτης ρητά δέχθηκε στις σελ. 69 των πρακτικών ότι δεν εναπόκειτο σε εκείνον να αποδείξει εάν αγοράστηκαν ή όχι τέτοια υλικά, αλλά σε εκείνους που έθεσαν το θέμα. Προκαλεί δε εντύπωση ότι στη σύσκεψη που έγινε στις 6.3.2002 στη Βουλή των Αντιπροσώπων που συζητήθηκε το όλο θέμα, Τεκμ. 11, ο Αδαμίδης δεν ήταν παρών, ούτε κλήθηκε να παραστεί. Επίσης να λεχθεί ότι ορθά εισηγείται ο κ. Κυπριανού, ότι ουδείς άλλος έδωσε μαρτυρία ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου προς απόδειξη των ισχυρισμών περί ανάρμοστης και αντιδεοντολογικής συμπεριφοράς του Αδαμίδη και της ανάμειξης του υιού του, ενώ ο μάρτυς Α. Δίκαιος, Μ.Υ.1, στην ουσία παρέπεμπε κατά τη μαρτυρία του, στον Κυθρεώτη λέγοντας ότι εκείνος είχε τον χειρισμό του όλου θέματος.

Με την ανατροπή των συλλογισμών του πρωτοδίκου Δικαστηρίου ως προς την ορθότητα της αξιολόγησης του, παραμένει ως ζητούμενο η απαίτηση των εφεσειόντων. Και αυτό ανεξάρτητα από το εύρημα ότι ήταν οι εφεσείοντες που τερμάτισαν τη συμφωνία υποβάλλοντας την παραίτηση τους, εύρημα το οποίο, όπως αναφέρθηκε πριν, δεν είναι ορθό. Δεν αμφισβητήθηκε όμως ούτε από τους εφεσίβλητους ότι οι εφεσείοντες δικαιούνταν σε αμοιβή για την παρασχεθείσα από αυτούς εργασία μέχρι την απομάκρυνση τους από το έργο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δυστυχώς δεν προέβη σε ανάλυση αυτής της πτυχής, θεωρώντας εκ προοιμίου λόγω της απόφασής του περί αναξιοπιστίας του μάρτυρα Αδαμίδη, ότι η αντίθετη θέση των εφεσιβλήτων ήταν και ορθή, αναπαράγοντας απλώς στο σκεπτικό του ως προς τα οφειλόμενα στους εφεσείοντες, τα αναφερόμενα στο Τεκμ. 2 ποσά. Κατέληξε έτσι στην αποδοχή της θέσης των εφεσιβλήτων ότι το οφειλόμενο υπόλοιπο των £10.020, είχε εξοφληθεί από τους εφεσίβλητους.

Τόσο από το Τεκμ. 8, που θεωρείτο από τους εφεσείοντες ως προκαταρκτικός λογιαριασμός, όσο και από την παρ. 9 του κλητηρίου εντάλματος, προέκυπταν δεδομένα με τα οποία ήταν στην ουσία σύμφωνοι και οι εφεσίβλητοι όπως αυτά αποτυπώθηκαν στο Τεκμ. 2. Έτσι με απόκλιση μικρού ποσού υπήρχε συμφωνία ότι το έργο ανερχόταν σε £3.026.500 επί του οποίου δικαιούνταν οι εφεσείοντες αμοιβή για επίβλεψη και για στατική/αντισεισμική μελέτη. Σχετική είναι και η επισυνημμένη στο Τεκμ. 2 επιστολή των επιμετρητών του έργου Christophorides Makris & Partners, ημερ. 29.4.02, με την οποία συμφώνησε και ο Αδαμίδης (σελ. 22-23 των πρακτικών). Η διαφορά που εντοπί[*2123]ζεται στα ποσά των δύο τεκμηρίων  οφείλεται κατά πρώτο λόγο στο ότι οι εφεσίβλητοι υπολόγισαν διαφορετικά και με διαφορετικό ποσοστό αμοιβής τόσον την επίβλεψη, όσο και τις μελέτες με αποτέλεσμα να εξάγονται διαφορετικά ποσά, ήτοι, για μεν τους εφεσείοντες £48.370,25 για δε τους εφεσίβλητους £31.129. Από το οφειλόμενο αυτό ποσό, όποιο και αν ήταν, αφαιρέθηκαν τα πληρωθέντα έναντι ποσά που ήταν και για τους δύο διαδίκους τα ίδια (με πρόσθετη αφαίρεση του ποσού των £10.020 στο κλητήριο που το Δικαστήριο παρεγνώρισε), και παρέμεινε επίσης  διαφορά ως προς την απαίτηση των εφεσειόντων για επιπλέον ποσά που θα προέκυπταν από τον τελικό λογαριασμό και την επί πλέον αμοιβή πολιτικού μηχανικού. Πρόσθετα στο Τεκμ. 8 επισυνάφθησαν δύο Παραρτήματα, εκ των οποίων στο Παράρτημα Α οι εφεσείοντες απαιτούσαν £1.850 για επιπρόσθετες μελέτες από τις οποίες οι εφεσίβλητοι αποδέχθησαν μόνο £1.232, ήτοι, £870 για στατική μελέτη νέας μεταλλικής οροφής της αίθουσας της Ολομέλειας στη φάση Α και £250 για τη στατική μελέτη της νέας οροφής στη φάση Ε που μαζί με το Φ.Π.Α., έφερναν το ποσό στις £1.232. Το Παράρτημα Β αφορούσε επιπρόσθετες επισκέψεις και συναντήσεις των εφεσειόντων που ισοδυναμούσαν με 351 ώρες επί £42 την ώρα με σύνολο ποσού £14.742. Οι εφεσίβλητοι απέρριψαν την αξίωση αυτή θεωρώντας ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε διαφοροποίηση του συμβολαίου εργολαβίας ούτε οι εργοδότες είχαν δώσει οδηγίες που να διαφοροποιούν το είδος υπηρεσιών των εφεσειόντων.

Επί των πιο πάνω διαφορών, το Δικαστήριο δεν αποφάσισε ούτε προέβη σε οποιαδήποτε ανάλυση με αποτέλεσμα να υπάρχει κενό στην κρίση του ιδιαιτέρως εφόσον η αξιολόγηση επί της μαρτυρίας ήταν εσφαλμένη. Μοιραίως και παρά τον χρόνο που έχει διαρρεύσει, η υπόθεση θα πρέπει να επανεκδικαστεί ως προς τον καθορισμό της επακριβούς επαγγελματικής αμοιβής των εφεσειόντων.

Θα πρέπει τέλος να λεχθεί όσον αφορά την αξίωση των εφεσειόντων για δυσφήμιση που αφορά τον σχετικό λόγο έφεσης ως προς το λανθασμένο της απόφασης του Δικαστηρίου να μην επιτρέψει την επιδιωχθείσα τροποποίηση του κλητηρίου εντάλματος, ότι δεν χωρεί επέμβαση του Εφετείου στην ενδιάμεση εκείνη απόφαση διότι το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια με γνώμονα τις γνωστές παραμέτρους της νομολογίας έχοντας υπόψη την καθυστέρηση που είχε σημειωθεί στην υποβολή της αίτησης, εφόσον οι εφεσείοντες επεδίωξαν την τροποποίηση του κλητηρίου μετά την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας. Είναι θεμελιωμένο από τη νομολογία ότι πρέπει να [*2124]επιδεικνύεται η δέουσα προσοχή και σπουδή στην ετοιμασία της αγωγής και της απαίτησης ενός ενάγοντα, ώστε όλα τα θέματα που είναι εκ των προτέρων γνωστά να συμπεριλαμβάνονται στην αξίωση με τα αναγκαία υποστηρικτικά γεγονότα, ώστε η όλη διαδικασία να προχωρεί απρόσκοπτη.

Υπό το φως των πιο πάνω, η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται μαζί με τα επιδικασθέντα εναντίον των εφεσειόντων έξοδα, πλην των όσων είχαν επιδικασθεί εναντίον τους λόγω της αίτησης τροποποίησης. Διατάσσεται επανεκδίκαση της υπόθεσης ως προς το επίδικο σημείο του καθορισμού της επαγγελματικής αμοιβής των εφεσειόντων και μόνο από άλλο Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, το ταχύτερο δυνατό.

Τα έξοδα τόσο πρωτοδίκως, όσο και της εφέσης επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον των εφεσιβλήτων, μειωμένα όμως κατά 1/2, εφόσον οι εφεσείοντες δεν έχουν επιτύχει σε όλα τα σημεία, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα, πλην των όσων είχαν επιδικασθεί εναντίον τους λόγω της αίτησης τροποποίησης. Διατάσσεται επανεκδίκαση της υπόθεσης ως προς το επίδικο σημείο του καθορισμού της επαγγελματικής αμοιβής των εφεσειόντων από άλλο Δικαστή.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο