Helmold Brigitta ν. Ευανθίας Μιχαηλίδου (2011) 1 ΑΑΔ 2125

(2011) 1 ΑΑΔ 2125

[*2125]16 Δεκεμβρίου, 2011

[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

BRIGITTA HELMOLD,

Εφεσείουσα-Ενάγουσα,

v.

ΕΥΑΝΘΙΑΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ,

Εφεσίβλητης-Εναγομένης.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 234/2008)

 

Αστικά αδικήματα ― Αμέλεια ― Τροχαίο ατύχημα με τραυματισμό πεζής ― Επέμβαση Εφετείου και διαφοροποίηση πρωτόδικης απόφασης με την οποία εκρίθη ότι η πεζή έφερε την ευθύνη πρόκλησης του δυστυχήματος ― Επιμερισμός κατ’ έφεση ευθύνης στην οδηγό του αυτοκινήτου κατά 20% ― Η περίπτωση δεν αφορούσε κλασική περίπτωση ξαφνικής και απροσδόκητης κάθετης διασταύρωσης δρόμου από πεζό, όπου η ευθύνη του οδηγού σε περίπτωση δυστυχήματος είναι κατά κανόνα ανύπαρκτη.

Αστικά αδικήματα ― Αμέλεια ― Το καθήκον επισκόπησης του δρόμου όχι μόνο μπροστά  αλλά και προς τις δύο πλευρές, βαρύνει σε κάθε περίπτωση όλους τους οδηγούς οχημάτων ― Εκρίθη ότι εάν η εφεσίβλητη οδηγός το εκτελούσε, θα έβλεπε νωρίτερα την πεζή η οποία μπήκε στο δρόμο τον οποίο και διασταύρωνε, έστω εκτός της διάβασης πεζών και τρέχοντας.

Αστικά αδικήματα ― Αμέλεια ― Ακόμα και στην περίπτωση όπου υπάρχει ρητή παραδοχή αμέλειας, ο ενάγων δεν απαλλάττεται της υποχρέωσης να συνδέσει τη ζημιά του με την αμέλεια.

Ευρήματα Δικαστηρίου ― Επέμβαση του Εφετείου δικαιολογείται μόνο εκεί όπου οι διαπιστωθείσες αντιφάσεις είναι ουσιαστικής μορφής και δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση, πλήττουν καίρια την αξιοπιστία του μάρτυρα και φανερώνουν διάθεσή του να αποκρύψει την αλήθεια ή δεν βρίσκουν έρεισμα στη μαρτυρία που έγινε αποδεκτή ως αξιόπιστη από το πρωτόδικο δικαστήριο.

Η εφεσείουσα ήγειρε αγωγή εναντίον της εφεσίβλητης διεκδικώ[*2126]ντας αποζημιώσεις για τραυματισμούς που υπέστη συνεπεία τροχαίου δυστυχήματος.

Κατά το δυστύχημα η εφεσείουσα τραυματίστηκε σοβαρά όταν κτυπήθηκε από αυτοκίνητο το οποίο οδηγείτο κατά το χρόνο του δυστυχήματος, από την εφεσίβλητη.

Η υπόθεση οδηγήθηκε σε Ακρόαση μόνο επί του θέματος της ευθύνης αφού προηγουμένως συμφωνήθηκαν τόσο οι γενικές όσο και   οι ειδικές αποζημιώσεις.

Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού έκαμε δεκτή την εκδοχή της εφεσίβλητης και της μάρτυρος της και απέρριψε εκείνη της εφεσείουσας, κατέληξε ότι «την όλη ευθύνη για την πρόκληση του δυστυχήματος, έφερε η ενάγουσα» και συνακόλουθα απέρριψε την αγωγή με έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης.

Μεταξύ άλλων το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι:

α)    Η ενάγουσα/εφεσείουσα προσπάθησε να διασταυρώσει  δύο λωρίδες κυκλοφορίας όχι μέσα από τη διάβαση πεζών όπου ελέγχεται από φώτα τροχαίας, αλλά από σημείο που ευρίσκεται μερικά μέτρα μετά τη διάβαση.

β)    Πέραν αυτού, εισήλθε απότομα μέσα στην αριστερή λωρίδα, χωρίς να ελέγξει καθόλου την τροχαία κίνηση και να βεβαιωθεί ότι ήταν ασφαλές να διασταυρώσει από το εν λόγω σημείο.

γ) Η εφεσίβλητη/εναγόμενη κάτω υπό τις συνθήκες που αντιμετώπισε, δεν είχε καμία ευθύνη για τη σύγκρουση της εφεσείουσας επί του αυτοκινήτου.

δ)    Μπροστά από την εφεσίβλητη κινούνταν και άλλα οχήματα. Η εφεσείουσα κτύπησε στη δεξιά μπροστινή πλάγια πλευρά του αυτοκινήτου, με τη ξαφνική παρουσία της, στην κανονική πορεία της εφεσίβλητης, που σήμαινε ότι η ίδια η εφεσείουσα με τις ως άνω ενέργειες και παραλείψεις της, έγινε η αιτία για να επέλθει η σύγκρουση της με το αυτοκίνητο, που οδηγούσε η εφεσίβλητη.

ε) Η εφεσίβλητη μόλις αντιλήφθηκε την εφεσείουσα έκαμε ελαφριά κλίση προς τ’ αριστερά, χωρίς όμως ν’ αποφευχθεί η σύγκρουση εξ αιτίας της απότομης και απρόβλεπτης παρουσίας, της εφεσείουσας στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας, όπου εκινείτο η εφεσίβλητη.

[*2127]Την ορθότητα της κατάληξης του πρωτόδικου δικαστηρίου, η εφεσείουσα αμφισβήτησε με οκτώ συνολικά λόγους έφεσης οι οποίοι επικεντρώθηκαν στη θέση ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε στην αξιολόγηση της ενώπιον του αποδεκτής μαρτυρίας.

Ο δικηγόρος της εφεσείουσας έθεσε ειδικότερα στην έφεση και το γεγονός, ότι αμέσως μετά το δυστύχημα, η εναγόμενη/εφεσίβλητη υπέγραψε δήλωση στην Αστυνομία σύμφωνα με την οποία αναλάμβανε την ευθύνη πρόκλησης του δυστυχήματος.

Αποφασίστηκε ότι:

1. Συνιστά πάγια αρχή της νομολογίας ότι ο επιμερισμός της ευθύνης σε υποθέσεις είναι ζήτημα που πρωταρχικά αποφασίζεται από το πρωτόδικο δικαστήριο και επέμβαση του Εφετείου δεν χωρεί, παρά μόνο εκεί όπου διαπιστώνεται πλάνη περί το Νόμο ή τα γεγονότα.

2. Οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου αναφορικά με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες προκλήθηκε το δυστύχημα ήταν ορθές. Το ίδιο όμως δεν συνέβαινε και με την κατάληξη του ως προς τον επιμερισμό της ευθύνης. Η εφεσείουσα προτού επιχειρήσει να διασταυρώσει την αριστερή πλευρά του δρόμου κάλυψε μια, έστω και μικρή απόσταση, βαδίζοντας πάνω στη διαχωριστική νησίδα, η οποία βρισκόταν στο κέντρο του δρόμου. Κατά το χρόνο που κτύπησε στο αυτοκίνητο της εφεσίβλητης, η εφεσείουσα είχε καλύψει την εσωτερική λωρίδα κυκλοφορίας της αριστερής πλευράς του δρόμου, το πλάτος της οποίας ήταν 3,50 μέτρα και μέρος της εξωτερικής λωρίδας επί της οποίας οδηγείτο το αυτοκίνητο της εφεσίβλητης.

3. Η διασταύρωση στο συγκεκριμένο σημείο του δρόμου ελεγχόταν από φώτα τροχαίας ενώ η ορατότητα και προς τις δύο κατευθύνσεις ήταν απεριόριστη. Απρόσκοπτη ήταν και η ορατότητα της εφεσίβλητης προς τα δεξιά της, καθότι στην εσωτερική λωρίδα δίπλα της δεν οδηγείτο κατά τον κρίσιμο χρόνο οποιοδήποτε όχημα.

4. Η παρουσία της εφεσείουσας στη σκηνή δεν έγινε αντιληπτή από την εφεσίβλητη παρά μόνο όταν η εφεσείουσα κτύπησε πάνω στο αυτοκίνητο της. Η εφεσίβλητη η οποία προσέγγιζε διασταύρωση πεζών σε μια λεωφόρο τέτοιων διαστάσεων, είχε, υπό τις περιστάσεις, καθήκον επισκόπησης του δρόμου όχι μόνο μπροστά της, αλλά και προς τις δύο πλευρές, καθήκον το οποίο βαρύνει σε κάθε περίπτωση όλους τους οδηγούς οχημάτων και το οποίο η εφεσίβλητη αν εκτελούσε, θα έβλεπε νωρίτερα την εφεσείουσα η οποία μπήκε στο δρόμο τον οποίο [*2128]και διασταύρωνε, έστω και εκτός της διάβασης πεζών και τρέχοντας.

5. Αναφορικά με τη γραπτή δήλωση της εφεσίβλητης στο πίσω μέρος του πρόχειρου σχεδιαγράμματος της σκηνής του δυστυχήματος, σύμφωνα με την οποία αυτή ανέλαβε την ευθύνη για το δυστύχημα, ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού επεσήμανε  ότι επρόκειτο για μια τυποποιημένη δήλωση, υπέδειξε ότι το θέμα ύπαρξης ή όχι αμέλειας κρίνεται σε κάθε υπόθεση με βάση το σύνολο των πραγματικών γεγονότων όπως αυτά αποδείχθηκαν στην κάθε υπόθεση χωριστά, ενώπιον του δικαστηρίου. Η εκδοχή που η εφεσίβλητη πρόβαλε από την πρώτη στιγμή, όπως πολύ ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο επεσήμανε, ήταν αυτή της μη παραδοχής.

6. Παρέχονταν στη συγκεκριμένη περίπτωση περιθώρια επέμβασης. Δίκαιη κατανομή της ευθύνης μεταξύ των δύο επέβαλλε τον παραμερισμό της πρωτόδικης απόφασης και τον επιμερισμό της ευθύνης μεταξύ των διαδίκων ως ακολούθως: Εφεσείουσα 80%, εφεσίβλητη 20%.

Επιδικάστηκαν αποζημιώσεις αναλόγως ποσοστού ευθύνης 20%, στη βάση των συμφωνηθεισών γενικών και ειδικών αποζημιώσεων, με νόμιμο τόκο από την ημερομηνία έκδοσης της πρωτόδικης απόφασης μέχρι εξόφλησης. Επιδικάστηκαν έξοδα υπέρ της εφεσείουσας πρωτόδικα και κατ’ έφεση.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Αριστείδου v. Δημοκρατίας (2011) 2 A.A. 32,

Λαζάρου κ.ά. v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 633,

Φραντζής κ.ά. v. Φιλικής Ασφαλιστικής Εταιρείας Λτδ. (2010) 1(Α) Α.Α.Δ. 254.

Έφεση.

Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Mεττούρης, Α.E.Δ.), (Αγωγή Aρ. 7414/03), ημερομ. 12.5.2008.

Γ. Γεωργίου, για την Εφεσείουσα.

[*2129]Χρ. Ερωτοκρίτου (κα), για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Πασχαλίδης.

ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Το δυστύχημα που έδωσε έναυσμα για την καταχώριση της αγωγής στα πλαίσια της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη με την παρούσα έφεση πρωτόδικη απόφαση, επεσυνέβη λίγο πριν το μεσημέρι της 2/1/2002 στον παραλιακό δρόμο Λεμεσού, στην περιοχή Αγίου Αθανασίου, μπροστά από το ξενοδοχείο Holiday Inn, στο οποίο η εφεσείουσα διέμενε με το σύζυγό της.

Ο δρόμος στη σκηνή του δυστυχήματος είναι τετραπλής κατεύθυνσης, δύο λωρίδες σε κάθε πλευρά και με κτιστή διαχωριστική νησίδα στο κέντρο του. Τη νησίδα περιβάλλει σιδερένιο κιγκλίδωμα ύψους ενός περίπου μέτρου, ενώ και στις δύο πλευρές του δρόμου υπάρχουν ελεγχόμενες με φώτα τροχαίας διαβάσεις πεζών. Η ορατότητα είναι απεριόριστη, ενώ το ανώτατο όριο ταχύτητας είναι 50 χ.α.ω.. Οι δύο λωρίδες κυκλοφορίας στην αριστερή, σύμφωνα με την πορεία της εφεσίβλητης, πλευρά του δρόμου είναι πλάτους 3,30 και 3,50 μέτρων, αντίστοιχα. Το πλάτος της διάβασης πεζών στην ίδια πλευρά του δρόμου είναι 2,60 μέτρα.

Κατά το εν λόγω δυστύχημα τραυματίστηκε σοβαρά η εφεσείουσα, η οποία κτυπήθηκε από το αυτοκίνητο UT676, το οποίο οδηγείτο κατά το χρόνο του δυστυχήματος, από την εφεσίβλητη.

Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας συμφωνήθηκαν στη βάση πλήρους ευθύνης από πλευράς εφεσίβλητης, τόσο οι γενικές όσο και οι ειδικές αποζημιώσεις. Συγκεκριμένα, οι μεν γενικές αποζημιώσεις συμφωνήθηκαν σε Λ.Κ.30.000, οι δε ειδικές σε Λ.Κ.23.515. Ως αποτέλεσμα, η υπόθεση οδηγήθηκε σε ακρόαση με μόνο βασικά επίδικο θέμα, το θέμα της ευθύνης.

Από πλευράς εφεσείουσας εκτός από την ίδια, κατέθεσε και ο εξεταστής της υπόθεσης, Αστυφύλακας 1685, Χρ. Ξενοφώντος. Από πλευράς εφεσίβλητης κατέθεσε η ίδια και η Π. Λυσιώτη, αυτόπτης, σύμφωνα με την εκκαλούμενη απόφαση, μάρτυρας.

Στη σκηνή υπήρχε ακόμα ένα πρόσωπο ο Χρ. Ήσσας, από το οποίο επίσης λήφθηκε γραπτή κατάθεση. Επειδή όμως το εν λόγω πρόσωπο είχε αποβιώσει πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδι[*2130]κασίας και έτσι η κλήτευσή του ως μάρτυρα ήταν αδύνατη, κατατέθηκε στο δικαστήριο ως τεκμήριο η γραπτή κατάθεση του στην αστυνομία. Η εν λόγω κατάθεση κατατέθηκε από την υπεράσπιση ως τεκμήριο, για την αλήθεια του περιεχομένου της. Ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας ναι μεν δεν ήγειρε ένσταση αναφορικά με τη δεκτότητα της εν λόγω κατάθεσης ως τεκμηρίου, με σχετική όμως δήλωση του στο δικαστήριο, αμφισβήτησε την αλήθεια του περιεχομένου της κατάθεσης, αφήνοντας το θέμα βαρύτητας που θα του προσδοθεί και γενικά το θέμα αξιολόγησής του, στο δικαστήριο.

Σύμφωνα με την εφεσείουσα, αυτή κτυπήθηκε από το αυτοκίνητο της εφεσίβλητης επί της διάβασης πεζών, ενώ διασταύρωνε το δρόμο με κατεύθυνση από δεξιά προς αριστερά, σύμφωνα με την πορεία της εφεσίβλητης, και ενώ το φως για τους πεζούς, σύμφωνα με την πορεία της, ήταν πράσινο.

Σύμφωνα με την εφεσίβλητη, το δυστύχημα επεσυνέβη όχι επί της διάβασης πεζών, αλλά ελάχιστη απόσταση μετά τη διάβαση, και ενώ το φως των φώτων που ελέγχουν τη διάβαση ήταν, σύμφωνα με την πορεία της, πράσινο.

Καταθέτοντας ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου με τη βοήθεια διερμηνέα, η εφεσείουσα ανέφερε περιληπτικά τα εξής. Το πρωΐ εκείνης της μέρας, αυτή και ο σύζυγος της επισκέφθηκαν τα καταστήματα που βρίσκονταν στην απέναντι από το ξενοδοχείο Holiday Inn, στο οποίο διέμενε με το σύζυγο της, πλευρά του δρόμου. Φεύγοντας από τα εν λόγω καταστήματα, με πρόθεση να επιστρέψει στο ξενοδοχείο της, κατευθύνθηκε προς την ελεγχόμενη από φώτα τροχαίας διασταύρωση πεζών που υπήρχε σε εκείνη την πλευρά του δρόμου, σε απόσταση 40-50 μέτρων από τα καταστήματα. Όταν το φως των φώτων τροχαίας που ήλεγχαν τη συγκεκριμένη διασταύρωση έγινε πράσινο, σύμφωνα με την πορεία της, διασταύρωσε, βαδίζοντας επί της διασταύρωσης πεζών, τις πρώτες δύο λωρίδες του δρόμου και εισήλθε στο χώρο της κτιστής νησίδας. Στη συνέχεια, κατευθύνθηκε προς ανατολάς, με πρόθεση να διασταυρώσει και τις άλλες δύο λωρίδες του δρόμου μέσω της δεύτερης διασταύρωσης πεζών η οποία απέχει περίπου 15-20 μέτρα από την πρώτη και η οποία βρίσκεται απέναντι σχεδόν από την είσοδο του ξενοδοχείου της. Αφού κάλυψε την απόσταση μεταξύ των δύο διασταυρώσεων περπατώντας επί της νησίδας, σταμάτησε στα φώτα τροχαίας που ήλεγχαν τη δεύτερη διασταύρωση, αναμένοντας την αλλαγή των φώτων από κόκκινο σε πράσινο, σύμφωνα με την πορεία της, αφού πρώτα πίεσε το κουμπί ελέγχου της λειτουργίας των φώτων. Όταν το φως, σύμφωνα με την πορεία της, έγινε πράσινο και ένα αυτοκίνητο που [*2131]χρησιμοποιούσε την πιο κοντινή προς την ίδια λωρίδα της αριστερής πλευράς του δρόμου, δηλαδή τη δεξιά εσωτερική λωρίδα, σταμάτησε στο κόκκινο, σύμφωνα με την πορεία του, φως της τροχαίας, αυτή εισήλθε στη διάβαση και άρχισε να διασταυρώνει. Ενώ βάδιζε επί της διασταύρωσης και συγκεκριμένα μόλις πέρασε μπροστά από το ακινητοποιημένο στα φώτα αυτοκίνητο, καλύπτοντας απόσταση περίπου 3-4 μέτρων, κτυπήθηκε από το αυτοκίνητο της εφεσίβλητης, το οποίο οδηγείτο στην εξωτερική λωρίδα της αριστερής πλευράς του δρόμου. Λόγω της σύγκρουσης, εκτινάχτηκε σε μια απόσταση 10-12 μέτρων. Παρέμεινε εκεί τραυματισμένη δέκα περίπου λεπτά, μέχρι που ήλθε το ασθενοφόρο και την μετέφερε στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού. Αντεξεταζόμενη επέμενε στον ισχυρισμό της ότι στην εσωτερική λωρίδα της αριστερής πλευράς του δρόμου οδηγείτο αυτοκίνητο, το οποίο μάλιστα σταμάτησε στα φώτα τροχαίας που ήλεγχαν τη διάβαση πεζών προτού αυτή επιχειρήσει να διασταυρώσει, και απέρριψε τη θέση ότι επιχείρησε να διασταυρώσει από σημείο του δρόμου εκτός της διάβασης πεζών και μάλιστα πηδώντας πάνω από το προστατευτικό κάγκελο της κτιστής νησίδας.

Η εκδοχή της εφεσίβλητης έχει συνοπτικά ως εξής. Το δυστύχημα έλαβε χώρα εκτός του χώρου της διάβασης πεζών και συγκεκριμένα 4,50 μέτρα, σύμφωνα με τις μετρήσεις του αστυνομικού εξεταστή του δυστυχήματος, μετά τη διάβαση. Η εφεσίβλητη ισχυρίστηκε συγκεκριμένα ότι, ενώ οδηγούσε το αυτοκίνητο της στην εξωτερική λωρίδα της αριστερής πλευράς του δρόμου με κατεύθυνση τη Λεμεσό, ευθύς μόλις πέρασε το χώρο της διάβασης – το φως ήταν σύμφωνα με την πορεία της πράσινο – «πετάχτηκε όπως το πεζούνι» μπροστά της, μέσα στη λωρίδα που οδηγούσε το αυτοκίνητο της, η εφεσείουσα. Προσπάθησε να την αποφύγει στρίβοντας το τιμόνι της αριστερά, χωρίς όμως να το καταφέρει. Η εφεσείουσα κτύπησε στην εξωτερική πλευρά του δεξιού εμπρόσθιου φτερού του αυτοκινήτου της, στην περιοχή του δεξιού εμπρόσθιου σηματοδότη. Για πρώτη φορά αντιλήφθηκε την παρουσία της εφεσείουσας στη σκηνή, όταν η τελευταία «πετάχτηκε» μπροστά της και την κτύπησε. Δίπλα της, στη δεξιά εσωτερική λωρίδα, δεν οδηγείτο κατά τον εν λόγω χρόνο οποιοδήποτε αυτοκίνητο. Σε κάποια όμως απόσταση πιο πίσω από το δικό της αυτοκίνητο, στην εσωτερική όμως λωρίδα οδηγείτο άλλο αυτοκίνητο το οποίο, ως εκ των υστέρων διαπιστώθηκε, οδηγείτο από την Π. Λυσιώτη. Επίσης, πίσω από το δικό της αυτοκίνητο στην ίδια όμως λωρίδα με αυτήν, οδηγείτο άλλο αυτοκίνητο, το οποίο, ως εκ των υστέρων διαπιστώθηκε, ήταν αυτό του Χρ. Ήσσα. Και τα δύο αυτά πρόσωπα σταμάτησαν και παρέμειναν στη σκηνή και μετά την άφιξη του αστυνομικού εξεταστή της υπόθεσης. Για το δυστύχημα κατηγορήθηκε γραπτώς από την αστυνομία, αθωώθηκε [*2132]όμως από το δικαστήριο.

Το δυστύχημα διερευνήθηκε από την αστυνομία, μέλος της οποίας (ο Μ.Ε.1) επισκέφθηκε τη σκηνή λίγο μετά το δυστύχημα. Στη σκηνή συνάντησε την εφεσίβλητη, όπως και τον Χρ. Ήσσα και την Π. Λυσιώτη (Μ.Υ.2). Οι δύο τελευταίοι είχαν δει, όπως του αναφέρθηκε, το δυστύχημα. Η εφεσείουσα είχε μεταφερθεί στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού προτού ο ίδιος μεταβεί στη σκηνή. Στην παρουσία της εφεσίβλητης και των Χρ. Ήσσα και Π. Λυσιώτη, έκαμε πρόχειρο σχεδιάγραμμα (τεκμήριο 1), με το περιεχόμενο του οποίου η εφεσίβλητη συμφώνησε. Με βάση το πρόχειρο σχεδιάγραμμα κατάρτισε σχέδιο της σκηνής του δυστυχήματος (τεκμήριο 2), επί του περιεχομένου του οποίου εξετάστηκε και αντεξετάστηκε κατά την πρωτόδικη ακροαματική διαδικασία. Το σημείο σύγκρουσης που σημείωσε στο σχέδιο με το σημείο Χ, του υπεδείχθη στη σκηνή τόσο από την εφεσίβλητη, όσο και από τον Χρ. Ήσσα και βρίσκεται εκτός του χώρου της διάβασης, 4,50 μέτρα μετά τη διάβαση, σύμφωνα με την πορεία της εφεσίβλητης και απέχει 4,20 μέτρα από το κάγκελο της διάβασης πεζών. Με το σημείο Χ επί του εδάφους δεν συμφώνησε η εφεσείουσα, όταν το σχέδιο της υπεδείχθη στο νοσοκομείο από το μάρτυρα. Όταν έφτασε στη σκηνή το αυτοκίνητο της εφεσίβλητης ήταν στην τελική του θέση, όπως αυτή αποτυπώνεται στο τεκμήριο 2, με ελαφρά απόκλιση προς τα αριστερά. Δεν υπήρχαν οποιεσδήποτε ζημιές στο εμπρόσθιο μέρος του αυτοκινήτου. Ζημιές έφερε ο δεξιός εμπρόσθιος σηματοδότης του αυτοκινήτου, ο οποίος βρίσκεται στην έξω πλευρά του δεξιού εμπρόσθιου φτερού, 1,10 μέτρα από την εμπρόσθια δεξιά γωνία του αυτοκινήτου. Στο πίσω μέρος του εντύπου επί του οποίου σχεδίασε το πρόχειρο σχεδιάγραμμά του, υπάρχει χώρος για καταχώριση των στοιχείων των οχημάτων όπως και των προσώπων που εμπλέκονται σε ένα δυστύχημα. Στο χώρο που είναι καταγραμμένα τα στοιχεία της εφεσίβλητης υπάρχει η πιο κάτω δήλωση, την οποία αφού ανέγνωσε στην εφεσίβλητη στη σκηνή του δυστυχήματος, η τελευταία την υπέγραψε.

“Αναφορικά με το δυστύχημα στο οποίο ενέχομαι, θέλω να αναφέρω ότι δεν τραυματίστηκα. Αναλαμβάνω την ευθύνη πρόκλησης του δυστυχήματος, θα ενημερώσω την ασφάλεια μου σχετικά και δεν επιθυμώ την περαιτέρω ανάμιξη της αστυνομίας.”

Γραπτές καταθέσεις λήφθηκαν τόσο από την εφεσείουσα, όσο και από την εφεσίβλητη. Από την εφεσείουσα η κατάθεση λήφθηκε την επομένη του δυστυχήματος, ενώ αυτή νοσηλευόταν ακόμα στο νοσοκομείο. Και οι δύο καταθέσεις κατατέθηκαν στο δικαστήριο και χρησιμοποιήθηκαν για σκοπούς αντεξέτασης. Λόγω της σοβα[*2133]ρότητας των τραυμάτων που η εφεσείουσα υπέστη, η διερεύνηση του δυστυχήματος συνέχισε, παρά την υπογραφή από την εφεσίβλητη της πιο πάνω δήλωσης, μετά δε το πέρας της διερεύνησης η εφεσίβλητη κατηγορήθηκε γραπτώς, δεν παραδέχθηκε όμως ενοχή.

Σύμφωνα με τη Μ.Υ. 2, Π. Λυσιώτη, αυτή οδηγούσε το αυτοκίνητο της σε μικρή απόσταση πίσω από το αυτοκίνητο της εφεσίβλητης, στην εσωτερική όμως λωρίδα της αριστερής πλευράς του δρόμου. Πίσω από το αυτοκίνητο της εφεσίβλητης και στην ίδια λωρίδα με αυτή στην οποία η τελευταία οδηγούσε, οδηγείτο άλλο αυτοκίνητο, το ταξί του Χρ. Ήσσα. Δεν αντιλήφθηκε την παρουσία της εφεσείουσας στη σκηνή παρά μόνο όταν είδε την εφεσείουσα «να κάμνει κύκλο στον αέρα» λόγω της σύγκρουσης της με το αυτοκίνητο της εφεσίβλητης. Το σημείο σύγκρουσης ήταν εκτός του χώρου της διάβασης πεζών και συγκεκριμένα μετά τη διασταύρωση.

Η κατάθεση του Χρ. Ήσσα στην αστυνομία, η οποία κατατέθηκε ως τεκμήριο στο δικαστήριο, κυλά πάνω στις ίδιες βασικά γραμμές με αυτές πάνω στις οποίες κυλά η μαρτυρία της Π. Λυσιώτη.

Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού έκαμε δεκτή την εκδοχή της εφεσίβλητης και της μάρτυρος της και απέρριψε αυτή της εφεσείουσας, κατέληξε ότι «την όλη ευθύνη για την πρόκληση του δυστυχήματος την φέρει η ενάγουσα» και συνακόλουθα απέρριψε την αγωγή με έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης.

Την ορθότητα της πιο πάνω κατάληξης του πρωτόδικου δικαστηρίου, η εφεσείουσα αμφισβητεί με οκτώ συνολικά λόγους έφεσης. Κοινός παρονομαστής όλων των λόγων έφεσης είναι η θέση ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλλε στην αξιολόγηση της ενώπιον του αποδεκτής μαρτυρίας και επομένως τα ευρήματα στα οποία κατέληξε και συνακόλουθα τα συμπεράσματα στα οποία οδηγήθηκε στη βάση των εν λόγω ευρημάτων, είναι εσφαλμένα. Κατ’ αρχήν θεωρούμε σκόπιμο να υπενθυμίσουμε, σε γενικές γραμμές, τις επαναλαμβανόμενες σε πληθώρα υποθέσεων αρχές που η νομολογία μας καθιέρωσε και οι οποίες διέπουν την άσκηση της εξουσίας του Εφετείου να επεμβαίνει στις διαπιστώσεις γεγονότων, στην αξιολόγηση μαρτυρίας και στα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου.

Την πρωταρχική ευθύνη για την αξιολόγηση της αποδεκτής μαρτυρίας, την έχει το πρωτόδικο δικαστήριο, το οποίο είχε την ευκαιρία μέσα στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, να δει και να ακούσει τους μάρτυρες και να εκτιμήσει την αξιοπιστία τους. Επέμβαση του Εφετείου δικαιολογείται μόνο εκεί όπου οι διαπιστωθείσες [*2134]αντιφάσεις είναι ουσιαστικής μορφής και δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση, πλήττουν καίρια την αξιοπιστία του μάρτυρα και φανερώνουν διάθεση του να αποκρύψει την αλήθεια ή δεν βρίσκουν έρεισμα στη μαρτυρία που έγινε αποδεκτή ως αξιόπιστη από το πρωτόδικο δικαστήριο. Εκεί όπου με βάση το σύνολο της μαρτυρίας ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο δικαστήριο να καταλήξει στις υπό αμφισβήτηση σχετικά με την αξιοπιστία, διαπιστώσεις του, το Εφετείο δεν επεμβαίνει. Στις περιπτώσεις αντιφάσεων που αφορούν σε παρεμφερή ή δευτερεύουσας σημασίας γεγονότα, περιθώριο μιας τέτοιας επέμβασης δεν χωρεί (βλ. Αριστείδου v. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 32, Λαζάρου κ.ά. v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 633 και Φραντζής κ.ά. v. Φιλικής Ασφαλιστικής Εταιρείας Λτδ. (2010) 1(Α) Α.Α.Δ. 254.

Στην περίπτωσή μας, το πρωτόδικο δικαστήριο, οδηγήθηκε στην κατάληξη του να απορρίψει την αγωγή με το πιο κάτω σκεπτικό αφού πρώτα αναφέρθηκε σε γενικές γραμμές στις αρχές, όπως αυτές διατυπώθηκαν από τη νομολογία, που διέπουν τον καταμερισμό ευθύνης σε περιπτώσεις τροχαίων ατυχημάτων:

“Εφαρμόζοντας τις αρχές που υιοθετήθησαν από την ως άνω νομολογία, στα γεγονότα που συνθέτουν την παρούσα υπόθεση, ευρίσκω ότι την όλη ευθύνη για την πρόκληση του δυστυχήματος τη φέρει η ενάγουσα. Κατ’ αρχή προσπάθησε να διασταυρώσει τις ως άνω δυο λωρίδες κυκλοφορίας όχι μέσα από τη διάβαση πεζών όπου ελέγχεται από φώτα τροχαίας, αλλά από σημείο που ευρίσκεται μερικά μέτρα μετά τη διάβαση. Πέραν αυτού, εισήλθεν απότομα μέσα στην αριστερή λωρίδα, χωρίς να ελέγξει καθόλου την τροχαία κίνηση και να βεβαιωθεί ότι ήτο ασφαλές να διασταυρώσει από το εν λόγω σημείο. Από την άλλη, η εναγόμενη πιστεύω ότι κάτω από τις πιο πάνω συνθήκες που αντιμετώπισεν, δεν έχει καμία ευθύνη για τη σύγκρουση της ενάγουσας επί του αυτοκινήτου. Μπροστά από την εναγόμενη εκινούνταν και άλλα οχήματα. Η ενάγουσα εκτύπησεν στη δεξιά μπροστινή πλάγια πλευρά του αυτοκινήτου, με την ξαφνική παρουσία της, στην κανονική πορεία της εναγόμενης, που σημαίνει ότι η ίδια η ενάγουσα με τις ως άνω ενέργειες και παραλείψεις της έγινε η αιτία για να επέλθει η σύγκρουση της με το αυτοκίνητο, που οδηγούσε η εναγόμενη. Η εναγόμενη μόλις αντελήφθηκε την ενάγουσαν έκαμεν ελαφρυά κλίση προς τ’ αριστερά, χωρίς όμως ν’ αποφευχθεί η σύγκρουση εξ αιτίας της απότομης και απρόβλεπτης παρουσίας, της ενάγουσας στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας, όπου εκινείτο η εναγόμενη.

[*2135]Ο κ. Γεωργίου εκάλεσε το Δικαστήριο να λάβει υπόψη του το γεγονός, ότι αμέσως μετά το δυστύχημα, η εναγόμενη υπέγραψε στην πίσω σελίδα του πρόχειρου σχεδίου, τεκμήριο 1, μετά από το ακόλουθον τυποποιημένο κείμενο, όπου αναγράφονται τα ακόλουθα: «Αναφορικά με το δυστύχημα στο οποίο ενέχομαι θέλω ν’ αναφέρω ότι, δεν τραυματίστηκα. Αναλαμβάνω την ευθύνη πρόκλησης του δυστυχήματος. Θα ενημερώσω την ασφάλεια μου σχετικά και δεν επιθυμώ την περαιτέρω ανάμειξη της Αστυνομίας».

Διαφωνώ με την εν λόγω εισήγηση. Η εναγόμενη πέραν του γεγονότος ότι υπέγραψε κάτω από το ως άνω τυποποιημένο κείμενο, υπέδειξε και το σημείο συγκρούσεως την ίδια στιγμή. Αργότερα στην ανακριτική κατάθεση της στην αστυνομία, περιέγραψε αναλυτικά τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε το δυστύχημα. Επίσης ο εξεταστής της υποθέσεως ανέφερεν ότι κατηγόρησεν την εναγόμενη γραπτώς και του απάντησε ότι, δεν παραδέχεται την κατηγορία.

Πέραν όμως των ως άνω δεδομένων, το Δικαστήριο άκουσεν τις προφορικές καταθέσεις τεσσάρων μαρτύρων και εξέτασε με κάθε δυνατή προσοχή το περιεχόμενο αυτών καθώς επίσης και των τεκμηρίων και κατέληξε στα πιο πάνω συμπεράσματα. Επομένως, με το να καλείται το Δικαστήριο ν’ αγνοήσει τα όσα ελέχθησαν ενώπιον του και να λάβει υπόψη το γεγονός ότι η εναγόμενη έθεσε την υπογραφή της στο πιο πάνω έτοιμο κείμενο αυτό θα ερμηνεύετο ότι αναγνωρίζουμε στους εκάστοτε εξεταστές των δυστυχημάτων ρόλο και καθήκοντα που δεν ανήκουν στο επαγγελματικό τους τομέα, αλλά στη σφαίρα της δικαστικής εξουσίας. Το θέμα της ύπαρξης ή όχι αμέλειας, κρίνεται βάσει των πραγματικών γεγονότων που συνθέτουν κάθε συγκεκριμένη υπόθεση και όχι με την υπογραφή τέτοιων τυποποιημένων κειμένων.”

Συνιστά πάγια αρχή της νομολογίας ότι ο επιμερισμός της ευθύνης σε υποθέσεις τέτοιες όπως η παρούσα, είναι ζήτημα που πρωταρχικά αποφασίζεται από το πρωτόδικο δικαστήριο και επέμβαση του Εφετείου δεν χωρεί, παρά μόνο εκεί όπου διαπιστώνεται πλάνη περί το Νόμο ή τα γεγονότα.

Στην παρούσα περίπτωση, συμμεριζόμαστε τις διαπιστώσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου αναφορικά με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες προκλήθηκε το δυστύχημα. Το ίδιο όμως δεν συμβαίνει και με την κατάληξη του ως προς τον επιμερισμό της ευθύνης. Η εφεσείουσα προτού επιχειρήσει να διασταυρώσει την αριστερή πλευρά του δρόμου κάλυψε μια, έστω και μικρή απόσταση, βαδίζο[*2136]ντας πάνω στη διαχωριστική νησίδα, η οποία υπενθυμίζουμε βρισκόταν στο κέντρο του δρόμου. Κατά το χρόνο που κτύπησε στο αυτοκίνητο της εφεσίβλητης, η εφεσείουσα είχε καλύψει την εσωτερική λωρίδα κυκλοφορίας της αριστερής πλευράς του δρόμου, το πλάτος της οποίας ήταν 3,50 μέτρα και μέρος της εξωτερικής λωρίδας επί της οποίας οδηγείτο το αυτοκίνητο της εφεσίβλητης. Η διασταύρωση στο συγκεκριμένο σημείο του δρόμου ελεγχόταν από φώτα τροχαίας ενώ η ορατότητα και προς τις δύο κατευθύνσεις ήταν απεριόριστη. Απρόσκοπτη ήταν και η ορατότητα της εφεσίβλητης προς τα δεξιά της, καθότι στην εσωτερική λωρίδα δίπλα της δεν οδηγείτο κατά τον κρίσιμο χρόνο οποιοδήποτε όχημα. Η παρουσία της εφεσείουσας στη σκηνή δεν έγινε αντιληπτή από την εφεσίβλητη παρά μόνο όταν η εφεσείουσα κτύπησε πάνω στο αυτοκίνητο της. Η εφεσίβλητη η οποία προσήγγιζε διασταύρωση πεζών σε μια λεωφόρο τέτοιων διαστάσεων, είχε, υπό τις περιστάσεις, καθήκον επισκόπησης του δρόμου όχι μόνο μπροστά της, αλλά και προς τις δύο πλευρές, καθήκον το οποίο βαρύνει σε κάθε περίπτωση όλους τους οδηγούς οχημάτων και το οποίο η εφεσίβλητη αν εκτελούσε, θα έβλεπε νωρίτερα την εφεσείουσα η οποία μπήκε στο δρόμο τον οποίο και διασταύρωνε, έστω και εκτός της διάβασης πεζών και τρέχοντας. Έχουμε την άποψη ότι η παρούσα περίπτωση δεν αφορά την κλασική περίπτωση ξαφνικής και απροσδόκητης κάθετης διασταύρωσης δρόμου από πεζό, οπότε η ευθύνη του οδηγού σε περίπτωση δυστυχήματος είναι κατά κανόνα ανύπαρκτη.

Αναφορικά με τη γραπτή δήλωση της εφεσίβλητης στο πίσω μέρος του πρόχειρου σχεδιαγράμματος της σκηνής του δυστυχήματος, τεκμήριο 1, σύμφωνα με την οποία αυτή ανέλαβε την ευθύνη για το δυστύχημα, ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού επεσήμανε το γεγονός ότι πρόκειται για μια τυποποιημένη δήλωση, υπέδειξε ότι το θέμα ύπαρξης ή όχι αμέλειας κρίνεται σε κάθε υπόθεση με βάση το σύνολο των πραγματικών γεγονότων όπως αυτά αποδείχθηκαν στην κάθε υπόθεση χωριστά, ενώπιον του δικαστηρίου. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι ακόμα και στην περίπτωση όπου υπάρχει ρητή παραδοχή αμέλειας, ο ενάγων δεν απαλλάττεται της υποχρέωσης να συνδέσει τη ζημιά του με την αμέλεια. Και στην παρούσα περίπτωση η εκδοχή που η εφεσίβλητη πρόβαλε από την πρώτη στιγμή, όπως πολύ ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο επεσήμανε, ήταν αυτή της μη παραδοχής.

Ενόψει των πιο πάνω κρίνουμε ότι παρέχονται στη συγκεκριμένη περίπτωση περιθώρια επέμβασής μας. Δίκαιη κατανομή της ευθύνης μεταξύ των δύο επιβάλλει τον παραμερισμό της πρωτόδικης απόφασης και τον επιμερισμό της ευθύνης μεταξύ των δια[*2137]δίκων ως ακολούθως: Εφεσείουσα 80%, εφεσίβλητη 20%.

Ως αποτέλεσμα και με δεδομένο ότι οι γενικές όπως και οι ειδικές αποζημιώσεις έχουν συμφωνηθεί, οι μεν γενικές σε Λ.Κ.30.000, οι δε ειδικές σε Λ.Κ.23.515, επιδικάζονται υπέρ της εφεσείουσας Λ.Κ.6.000 (€10.251,61) ως γενικές αποζημιώσεις και Λ.Κ.4.863 (€8.308,93) ως ειδικές αποζημιώσεις. Αμφότερα τα ποσά θα φέρουν νόμιμο τόκο από την ημερομηνία έκδοσης της πρωτόδικης απόφασης μέχρι εξόφλησης. Η πρωτόδικη διαταγή αναφορικά με τα έξοδα ακυρούται. Υπέρ της εφεσείουσας πρωτόδικα και κατ’ έφεση επιδικάζονται έξοδα, όπως αυτά θα υπολογιστούν στην κλίμακα της παρούσας απόφασης, πλέον Φ.Π.Α..

Επιδικάζονται αποζημιώσεις αναλόγως ποσοστού ευθύνης 20%, στη βάση των συμφωνηθεισών γενικών και ειδικών αποζημιώσεων, με νόμιμο τόκο από την ημερομηνία έκδοσης της πρωτόδικης απόφασης μέχρι εξόφλησης. Επιδικάζονται έξοδα υπέρ της εφεσείουσας πρωτόδικα και κατ’ έφεση.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο