Ζερβού Παναγιώτης και Άλλη ν. Tράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2011) 1 ΑΑΔ 2192

(2011) 1 ΑΑΔ 2192

[*2192]21 Δεκεμβρίου, 2011

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]

1.  ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΖΕΡΒΟΥ,

2.  ΘΕΟΔΩΡΑ Π. ΖΕΡΒΟΥ,

Εφεσείοντες,

v.

ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ,

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 305/2008)

 

Συμβάσεις ― Συμφωνία δανείου ― Επικύρωση πρωτόδικης απόφαση με την οποία εξεδόθη απόφαση για οφειλόμενο υπόλοιπο από λογαριασμό δανείου ― Ο δανειστής δεν καθίσταται και εμπιστευματοδόχος μετοχών που έχουν ενεχυριαστεί και ούτε έχει οποιαδήποτε ευθύνη προς τον οφειλέτη, σε περίπτωση που δεν ασκήσει το δικαίωμα πώλησης που έχει και η αξία των μετοχών μειωθεί.

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Το Εφετείο διατηρεί ευχέρεια επέμβασης μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου για την αξιοπιστία των μαρτύρων, είναι εξ’ αντικειμένου ανυπόστατα ή δεν είναι ευλόγως επιτρεπτά ή είναι αυθαίρετα ή διαπιστώνονται αντιφάσεις ουσιαστικής μορφής, που τα καθιστούν λανθασμένα.

Συμπεράσματα Δικαστηρίου ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Η κρίση του δικαστηρίου επί της αξιοπιστίας δεν πρέπει να απορρίπτεται με μόνο την εξωτερική εντύπωση του προκαλεί ο μάρτυρας, αλλά θα πρέπει να τίθεται στη βάσανο της αξιολόγησης του περιεχομένου της ήτοι κατά κύριο λόγο τον έλεγχο με τη βάσανο της λογικής και την ανθρώπινη εμπειρία ως προς την αναμενόμενη φυσιολογική εξέλιξη των πραγμάτων της ζωής.

Συμπεράσματα Δικαστηρίου ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Κάθε δικαστήριο δικαιούται να καταγράψει την κρίση του και για το χαρακτήρα ενός διαδίκου ή μάρτυρα, όπως αυτός αναδύεται κατά τη δίκη.

Πρακτικά ― Διάδικος που εγείρει ζήτημα που αφορά στα πρακτικά [*2193]της δίκης, οφείλει να λάβει όλα τα ενδεικνυόμενα μέτρα για διόρθωση τους ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου.

Εναντίον των εφεσειόντων εξεδόθη από το πρωτόδικο Δικαστήριο απόφαση σε αγωγή με την οποία οι εφεσίβλητοι απαίτησαν από τους Εφεσείοντες χρεωστικό υπόλοιπο λογαριασμού, δυνάμει γραπτής συμφωνίας παροχής πιστωτικών διευκολύνσεων. Ο Εφεσείων 1 είναι ο πρωτοφειλέτης και η Εφεσείουσα 2 η ενυπόθηκος εγγυήτρια.

Οι Εφεσείοντες, αρνήθηκαν την οφειλή και ανταπαίτησαν από τους Εφεσίβλητους, αποζημιώσεις για αντισυμβατικές ενέργειές τους.

Ισχυρίστηκαν ότι οι Εφεσίβλητοι χορήγησαν στον Εφεσείοντα 1 επενδυτικό δάνειο με αποκλειστικό σκοπό την αγορά μετοχών, χωρίς να είναι μέλη του Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου (Χ.Α.Κ.), και του παρουσιάστηκαν ως χρηματιστές και ειδικοί σε θέματα επενδύσεων, πείθοντάς τον να υποβάλει αίτηση για δανειοδότηση με αύξηση του ορίου του τότε υφιστάμενου λογαριασμού του.

Ισχυρίστηκαν επίσης ότι οι Εφεσίβλητοι ανέλαβαν τη διαχείριση των μετοχών που ενεχυριάστηκαν, τις οποίες διαχειρίστηκαν αμελώς, ότι υποσχέθηκαν ότι θα εξοφλούσαν οποιοδήποτε χρέος, μόνο με την εκποίηση και πώληση των μετοχών που είχαν ενεχυριαστεί.

Το πρωτόδικο δικαστήριο, εξέδωσε απόφαση υπέρ των εφεσιβλήτων αφού έκρινε ότι η συμφωνία δανειοδότησης έγινε με την ελεύθερη βούληση των μερών, χωρίς οποιαδήποτε αθέμιτη ενέργεια εκ μέρους των Εφεσιβλήτων και ότι οι τελευταίοι απέδειξαν την υπόθεσή τους. Περαιτέρω, απέρριψε την ανταπαίτηση, θεωρώντας ότι αυτή στερείτο αξιόπιστης πραγματικής και νομικής βάσης.

Με την έφεση προβλήθηκαν δέκα λόγοι έφεσης:

Λόγοι έφεσης 1, 2 και 6.

Μη δικογράφηση της επίδικης συμφωνίας δανείου και της αναθεώρησής της.

Σύμφωνα με τους Εφεσείοντες το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα αποδέχθηκε τη μαρτυρία των Εφεσιβλήτων, ότι το όριο αυξήθηκε από £30.000 σε £42.000, ενώ κάτι τέτοιο δεν ήταν δικογραφημένο.

[*2194]Αποφασίστηκε ότι:

Δεν υπήρχε οτιδήποτε το μεμπτό στον τρόπο που το πρωτόδικο δικαστήριο ανέλυσε το θέμα. Το αγώγιμο δικαίωμα των Εφεσιβλήτων δεν σχετιζόταν με το όριο του λογαριασμού, αλλά με τη διεκδίκηση υπολοίπου χρεωστικού λογαριασμού, δυνάμει γραπτής συμφωνίας. Το θέμα του ορίου αφορούσε σε δευτερεύων θέμα.

Η διάσταση στον ισχυρισμό αναφορικά με το όριο, εντοπίστηκε έγκαιρα και στις παραγράφους 13 και 14 της Απάντησης στην Υπεράσπιση έγινε διόρθωση του ισχυρισμού.

Η διαφορά στα όσα ισχυρίζονται οι δύο πλευρές ξεκαθάρισε και η δίκη ξεκίνησε με σαφή τη διαφορά μεταξύ τους. Επομένως, δεν μπορούσε να γίνεται λόγος ότι οι Εφεσείοντες καταλήφθηκαν εξ απίνης κατά τη δίκη.

Λόγοι έφεσης 3 και 4.

Το δικαστήριο έσφαλε πλήρως στον τρόπο που έκρινε την αξιοπιστία του εφεσείοντα και ότι εσφαλμένα τον έκρινε με τα εξωτερικά χαρακτηριστικά της μαρτυρίας του και δεν εξήγησε γιατί έκρινε αξιόπιστους τους δύο μάρτυρες των Εφεσιβλήτων.

Αποφασίστηκε ότι:

Αποτελεί θεμελιωμένη νομολογιακά αρχή, ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας αποτελεί έργο του πρωτόδικου δικαστηρίου, το οποίο είναι σε πλεονεκτικότερη θέση να παρακολουθεί τους μάρτυρες.

Στην προκειμένη δεν έπασχε η αξιολόγηση του Εφεσείοντος. Το δικαστήριο δεν περιορίστηκε μόνο στα εξωτερικά γνωρίσματα της μαρτυρίας του Εφεσείοντος, για να εξάγει το συμπέρασμα ότι δεν έλεγε την αλήθεια.

Η αναφορά στα εξωτερικά χαρακτηριστικά της μαρτυρίας του, κάλυπτε μόνο ένα πολύ μικρό μέρος του συνόλου της αξιοπιστίας και καθόλου δεν στηρίχθηκε εξ ολοκλήρου σ’ αυτήν.

Λόγοι έφεσης 5 και 9.

Ήταν εσφαλμένο το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι οι δύο υποθήκες εξασφάλιζαν την επίδικη δικογραφημένη συμφωνία. Η πρωτόδικη κατάληξη ήταν χωρίς αξιολόγηση και δεν υποστηρι[*2195]ζόταν από μαρτυρία.

Αποφασίστηκε ότι:

Ο ίδιος ο Εφεσείων 1 στην αντεξέτασή του δέχθηκε ότι οι δύο υποθήκες αποτελούσαν εξασφάλιση των υποχρεώσεων του προς τους Εφεσίβλητους, με βάση τις έγγραφες Συμφωνίες Δανείου,  αλλά επέμενε ότι αν πωλούνταν οι ενεχυριασμένες μετοχές, που αποτελούσαν πρόσθετη εγγύηση, δεν θα παρίστατο ανάγκη να καταφύγει η τράπεζα στην εκποίηση των υποθηκών.

Λόγος έφεσης 7.

Ήταν εσφαλμένο το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου, ότι το περιεχόμενο του λογαριασμού ανακατασκευάστηκε με ακρίβεια.

Αποφασίστηκε ότι:

Οι Εφεσείοντες εμποδίζονταν από του να αμφισβητούν το περιεχόμενο της κατάστασης λογαριασμού  αφού κατά την κατάθεσή του στο δικαστήριο, ο δικηγόρος τους δήλωσε ότι δεν είχε ένσταση στο να κατατεθεί το συγκεκριμένο τεκμήριο.

Λόγος έφεσης 8.

Ήταν εσφαλμένη η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι οι Εφεσίβλητοι είχαν δικαίωμα και όχι υποχρέωση να πωλήσουν τις ενεχυριασμένες μετοχές για εξόφληση του χρέους.

Αποφασίστηκε ότι:

Όλα έγγραφα σχετικά με το θέμα, επιβεβαίωναν την ορθότητα των ευρημάτων του πρωτόδικου δικαστηρίου. Ο δανειστής δεν καθίσταται και εμπιστευματοδόχος μετοχών που έχουν ενεχυριαστεί και ούτε έχει οποιαδήποτε ευθύνη προς τον οφειλέτη, σε περίπτωση που δεν ασκήσει το δικαίωμα πώλησης που έχει και η αξία των μετοχών μειωθεί.

Λόγος έφεσης 10.

Το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα «αποδέχθηκε μη πρωτογενή μαρτυρία» από τους δύο μάρτυρες των Εφεσιβλήτων, οι οποίοι κατάθεσαν από τους φακέλους της Τράπεζας χωρίς να έχουν γνώση των γεγονότων.

[*2196]Αποφασίστηκε ότι:

Οι δύο μάρτυρες των Εφεσιβλήτων δεν ήταν άσχετοι με την υπόθεση. Ο Μ.Ε. 1 εργαζόταν στο Τμήμα Προβληματικών Λογαριασμών και ήταν ένας από τους υπαλλήλους της Τράπεζας που επόπτευε τον προβληματικό λογαριασμό των Εφεσειόντων. Ο Μ.Ε. 2 ήταν στο Τμήμα Corporate Banking και ένας από τους υπεύθυνος για την εποπτεία και τον έλεγχο του λογαριασμού των Εφεσειόντων.

Αν οι Εφεσείοντες θεωρούσαν ότι κάποιοι άλλοι μάρτυρες, έστω και αν ήταν υπάλληλοι της Τράπεζας, θα προωθούσαν την υπόθεση των Εφεσειόντων, όφειλαν οι ίδιοι να τους κλητεύσουν, ώστε να τους αντεξετάσουν σύμφωνα με τη σχετική πρόνοια του Κεφ. 9.

Λόγος έφεσης για τα πρακτικά

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε αυθαίρετα να κρατεί το ίδιο τα πρακτικά της ακροαματικής διαδικασίας, έτσι ώστε τα πρακτικά αυτά να είναι ελλιπή και να μην αντικατοπτρίζουν το σύνολο των ερωτοαπαντήσεων που τέθηκαν.

Αποφασίστηκε ότι:

Κάτι τέτοιο δεν προέκυπτε από τα πρακτικά, αφού κατά τη συγκεκριμένη συνεδρία φαίνεται να υπήρχε στενογράφος που κρατούσε τα πρακτικά. Όμως και διαφορετικά να είναι τα πράγματα, όφειλε ο συνήγορος των Εφεσειόντων να γνωρίζει ότι σύμφωνα με τη νομολογία τα πρακτικά αποτελούν τον αυθεντικό οδηγό για τα όσα διαδραματίστηκαν στην πρωτόδικη διαδικασία και ενόψει της έλλειψης εξουσίας του Εφετείου για διορθώσεις, ο παραπονούμενος όφειλε να λάβει όλα τα ενδεικνυόμενα μέτρα για διόρθωση τους ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Τσιαττές v. Kοkis Solomonides (Cartridges Industries) Ltd (2009) 1(Β) A.Α.Δ. 974,

Γεώργιος & Σπύρος Τσαππή Λτδ v. Πολυβίου (2009) 1 Α.Α.Δ. 339,

Αθηνής v. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 256,

[*2197]Baloise Insurance Co Ltd v. Κατωμονιάτη κ.ά. (2008) 1(Β) Α.Α.Δ. 1275,

Χρίστου v. Ηροδότου κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 676,

Silven Properties a.o. v. Royal Bank of Scotland Plc a.o. [2004] 4 All E.R. 484,

Συρίμη v. Παγκυπριακή Χρηματοδοτήσεις Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2010) 1(B) Α.Α.Δ. 1131,

Καλλικάς v. Ελληνικής Τράπεζας Λτδ (2010) 1(B) Α.Α.Δ. 1238,

China and South Sea Bank v. Tan [1989] 3 All E.R. 839,

Κατσούρη v. Χατζηνικόλα (2010) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1634,

Watford Petroleum Ukraine Holdings Ltd (2003) 1(Α) Α.Α.Δ. 620.

Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Σάντης, Α.E.Δ.), (Αγωγή Aρ. 2172/05), ημερομ. 30.6.2008.

Α. Παπαντωνίου, για τους Εφεσείοντες.

Κλ. Κραμβή (κα) για Π. Πολυβίου, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Ερωτοκρίτου.

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Οι Εφεσίβλητοι με την αγωγή τους απαίτησαν από τους Εφεσείοντες το ποσό των £49.862,88, ως χρεωστικό υπόλοιπο λογαριασμού, δυνάμει γραπτής συμφωνίας παροχής πιστωτικών διευκολύνσεων. Ο Εφεσείων 1 είναι ο πρωτοφειλέτης και η Εφεσείουσα 2 η ενυπόθηκος εγγυητής.

Οι Εφεσείοντες, όχι μόνο αρνήθηκαν ότι όφειλαν οτιδήποτε, αλλά ανταπαιτούσαν από τους Εφεσίβλητους, αποζημιώσεις για αντισυμβατικές ενέργειές τους. Ισχυρίστηκαν ότι οι Εφεσίβλητοι χορήγησαν στον Εφεσείοντα 1 επενδυτικό δάνειο με αποκλειστικό σκοπό την αγορά μετοχών, χωρίς να είναι μέλη του Χρηματι[*2198]στηρίου Αξιών Κύπρου (Χ.Α.Κ.), του παρουσιάστηκαν ως χρηματιστές και ειδικοί σε θέματα επενδύσεων, πείθοντάς τον να υποβάλει αίτηση για δανειοδότηση με αύξηση του ορίου του τότε υφιστάμενου λογαριασμού του. Ισχυρίστηκαν επίσης ότι οι Εφεσίβλητοι ανέλαβαν τη διαχείριση των μετοχών που ενεχυριάστηκαν, τις οποίες διαχειρίστηκαν αμελώς, ότι υποσχέθηκαν ότι θα εξοφλούσαν οποιοδήποτε χρέος, μόνο με την εκποίηση και πώληση των μετοχών που είχαν ενεχυριαστεί.

Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού αξιολόγησε θετικά τη μαρτυρία των Εφεσιβλήτων, βρήκε ότι η συμφωνία δανειοδότησης έγινε με την ελεύθερη βούληση των μερών, χωρίς οποιαδήποτε αθέμιτη ενέργεια εκ μέρους των Εφεσιβλήτων. Έκρινε ότι οι Εφεσίβλητοι απέδειξαν την υπόθεσή τους και εξέδωσε:- (α) απόφαση υπέρ τους για το ποσό των €59.547,73, πλέον τόκο, (β) διάταγμα εναντίον και των δύο Εφεσειόντων για εκποίηση των δύο υποθηκών και (γ) διάταγμα για πώληση των ενεχυριασμένων μετοχών για ικανοποίηση της απόφασης και εξόδων.

Περαιτέρω, απέρριψε την ανταπαίτηση, θεωρώντας ότι αυτή στερείται αξιόπιστης πραγματικής και νομικής βάσης.

Οι δύο Εφεσείοντες, με δέκα λόγους έφεσης προσβάλλουν την πρωτόδικη απόφαση.

Μη δικογράφηση της επίδικης συμφωνίας δανείου και της αναθεώρησής της – Λόγοι έφεσης 1, 2 και 6

Θα αρχίσουμε από τους δύο πρώτους λόγους έφεσης που αφορούν στα δικόγραφα. Στην παράγραφο 2 της Έκθεσης Απαίτησης, αναφέρεται ότι στις 13.5.2002 οι Εφεσίβλητοι αποδεχόμενοι αίτηση του Εφεσείοντος 1, «ενέκριναν προσωρινή αύξηση ορίου τρεχούμενου λογαριασμού σε £30.000». Κατά τη δίκη, με την κατάθεση έγγραφων συμφωνιών, υποστήριξαν ότι το όριο αυξήθηκε από £30.000 σε £42.000. Οι Εφεσείοντες θεωρούν ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα αποδέχθηκε τη μαρτυρία των Εφεσιβλήτων, ότι το όριο αυξήθηκε από £30.000 σε £42.000, ενώ κάτι τέτοιο δεν ήταν δικογραφημένο.

Από την άλλη, οι Εφεσίβλητοι ενώ παραδέχονται ότι από αβλεψία αναφέρεται στην Έκθεση Απαίτησης ότι η αύξηση του ορίου ήταν σε £30.000, εντούτοις για τους λόγους που εξηγεί το πρωτόδικο δικαστήριο στην απόφασή του, το λάθος δεν μπορεί να έχει οποιεσδήποτε νομικές συνέπειες για την έκβαση της υπόθεσης, [*2199]εφόσον με κανένα τρόπο δεν διαφοροποιείται η βάση της αγωγής, η οποία παραμένει ο επίδικος τρεχούμενος λογαριασμός που διατηρούσε ο Εφεσείων 1.

Το πρωτόδικο δικαστήριο επιλήφθηκε του θέματος. Στις σελίδες 5-6 της απόφασής του, αναφέρει ότι:-

«Στην Έκθεση Απαίτησης, όπως ορθώς υποδείχθηκε από τον κ. Παπαντωνίου και έγινε παραδεκτό από την κα Κραμβή, αναφέρεται ότι η προσωρινή αύξηση του ορίου ανήλθε σε Λ.Κ.30.000. Εκείνο όμως που διέλαθε την προσοχή είναι ότι ο ισχυρισμός για αύξηση του ορίου από Λ.Κ.30.000 σε Λ.Κ.42.000, δικογραφείται, με περισσή μάλιστα σαφήνεια, στις παραγράφους 13, 14, 25, 34 και 43 της Απάντησης στην Υπεράσπιση & Υπεράσπισης στην Ανταπαίτηση. Αυτό είναι αρκετό για να επιτρέψει στους ενάγοντες να προωθήσουν εν προκειμένω τον ισχυρισμό και να καταστήσει ταυτοχρόνως εντελώς ανίσχυρη τη θέση των εναγομένων περί ασάφειας στην απαίτηση, σύγχυσης, παραπλάνησης και άλλων σχετικών. Ούτως ή άλλως η επί του προκειμένου θέση των εναγόντων βρίσκει έρεισμα και στην έγγραφη μαρτυρία που κατατέθηκε χωρίς ένσταση εκ πλευράς εναγομένων, χώρια ασφαλώς και από το ότι επίκληση του γίνεται και στη γραπτή δήλωση του εναγόμενου 1, ο οποίος και κατάθεσε σχετικώς, ως Τεκμήριο 2, την απόφαση/έγκριση ημερομηνίας 29.4.02, που αφορά στην εν λόγω αύξηση.»

Στηριζόμενο στην πιο πάνω ανάλυση της μαρτυρίας, προέβη σε εύρημα ότι ο εναγόμενος 1:-

«Στις 23.4.02, υπόβαλε αίτηση προς τους ενάγοντες για προσωρινή αύξηση του ορίου του εν λόγω λογαριασμού με αριθμό 0110-12-014912, από Λ.Κ.30.000 σε Λ.Κ.42.000, αίτημα που έγινε αποδεκτό στις 29.4.02 (βλ. Τεκμήριο 2), με τους όρους και προϋποθέσεις που περιγράφονται εκεί.»

Δεν βλέπουμε οτιδήποτε το μεμπτό στον τρόπο που το πρωτόδικο δικαστήριο ανέλυσε το θέμα. Το αγώγιμο δικαίωμα των Εφεσιβλήτων δεν σχετιζόταν με το όριο του λογαριασμού, αλλά με τη διεκδίκηση υπολοίπου χρεωστικού λογαριασμού, δυνάμει γραπτής συμφωνίας. Όμως το θέμα του ορίου αφορούσε σε δευτερεύων θέμα. Ενδεχομένως θα ήταν καλύτερα να αφήνετο η τροποποίηση του δικογράφου που καταχώρησαν oι Εφεσίβλητοι να προχωρήσει, ώστε να αποφεύγετο παντελώς το παράπονο των εναγομένων-Εφεσειόντων. Όμως, όπως ορθά επισημαίνει το [*2200]πρωτόδικο δικαστήριο, η διάσταση στον ισχυρισμό αναφορικά με το όριο, εντοπίστηκε έγκαιρα και στις παραγράφους 13 και 14 της Απάντησης στην Υπεράσπιση γίνεται διόρθωση του ισχυρισμού ότι η προσωρινή αύξηση του ορίου του τρεχούμενου λογαριασμού που εγκρίθηκε στις 13.5.2002 μετά από αίτηση του Εφεσείοντος 1, ήταν από £30.000 σε £42.000 και όχι σε £60.000, όπως φαίνεται να ισχυριζόταν ο Εφεσείων 1 στην Έκθεση Υπεράσπισής του. Όπως ορθά επισημαίνει το πρωτόδικο δικαστήριο σε συνάρτηση με τα όσα περαιτέρω αναφέρονται στις παραγράφους 25, 34 και 43 της Απάντησης στην Υπεράσπιση, η διαφορά στα όσα ισχυρίζονται οι δύο πλευρές ξεκαθάρισε και η δίκη ξεκίνησε με σαφή τη διαφορά μεταξύ τους. Επομένως, δεν μπορεί να γίνεται λόγος ότι οι Εφεσείοντες καταλήφθηκαν εξ απίνης κατά τη δίκη. Αντίθετα, κατά τη δίκη κατατέθηκαν έγγραφα που έδειχναν σαφώς το υπόβαθρο των γεγονότων. Περαιτέρω, κλήθηκε ο Μ.Ε. 2, Παναγιώτης Μαρτούδη, ειδικά για το θέμα του ορίου. Η δεύτερη ερώτηση που του υπέβαλε ο δικηγόρος των Εφεσειόντων, ήταν γιατί ο μάρτυρας «ήρθε να μαρτυρήσει». Ο μάρτυρας εξήγησε ότι κλήθηκε για να καταθέσει «μεταξύ άλλων για την υπογραφή του στην αύξηση του ορίου από 30 σε 42.000 λίρες ως το Τεκμήριο 2». Παρά ταύτα, ο δικηγόρος των Εφεσειόντων δεν προχώρησε σε καμιά αντεξέταση ως όφειλε, εφόσον διαφωνούσε με το ύψος του ορίου, αλλά περιορίστηκε να εξετάσει το είδος του λογαριασμού, το οποίο δεν είχε και τόση σημασία για αυτό το θέμα. Σχετικά με το όριο κατάθεσε και ο ίδιος ο Εφεσείων 1. Αρχικά αρνήθηκε ότι το όριο αυξήθηκε από £30.000 σε £42.000, παρά τη διαφορετική θέση που διατύπωνε στην παράγραφο 2 της Δήλωσής του. Όμως τελικά παραδέχθηκε ότι το όριο του «αυξήθηκε από 30 σε 42.000 λίρες».

Συναφές προς τα πιο πάνω και το παράπονο του Εφεσείοντος σε σχέση με το λόγο έφεσης 6, ότι το πρωτόδικο δικαστήριο βρήκε εσφαλμένα ότι η προσωρινή αίτηση που θα έληγε στις 6.9.2002, αναθεωρήθηκε στις 3.4.2003 και ότι ως αποτέλεσμα της παράλειψης των Εφεσειόντων να τηρήσουν τους όρους της συμφωνίας, οι Εφεσίβλητοι δικαιολογημένα τερμάτισαν τη συμφωνία. Όμως, ένας τέτοιος ισχυρισμός, εισηγήθηκε ο δικηγόρος του, δεν ήταν δικογραφημένος.

Ούτε αυτό το παράπονο ευσταθεί. Τα ευρήματα του δικαστηρίου είναι ορθά και δικαιολογούνται απόλυτα από τη μαρτυρία (προφορική και γραπτή) που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου και ιδιαίτερα τα Τεκμήρια 1 και 2. Πέραν τούτου, σύμφωνα με τη Δ.19, θ.4, κάθε δικόγραφο θα πρέπει να περιέχει μόνο μια συνοπτικής μορφής έκθεση των ουσιωδών γεγονότων που στη[*2201]ρίζουν την απαίτηση, αλλά όχι τη μαρτυρία με την οποία πρόκειται να αποδειχτούν. Στην προκειμένη περίπτωση, το δικόγραφο του Εφεσίβλητου τηρεί την πιο πάνω πρόνοια.

Υπό αυτές τις περιστάσεις, δεν συμφωνούμε ότι οι Εφεσείοντες τέθηκαν σε δυσμενή θέση ή ότι παραβιάστηκε η αρχή της ισότητας των όπλων κατά τη δίκη. Αντίθετα, συμφωνούμε με την άποψη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι τα επίδικα θέματα διευκρινίστηκαν με σαφήνεια μετά το κλείσιμο των δικογράφων και επομένως με την έναρξη της δίκης δεν ετίθετο θέμα εκπλήξεως, τουλάχιστον για το επίδικο θέμα του ορίου του λογαριασμού.

Ο τρόπος αξιολόγησης της μαρτυρίας του Εφεσείοντος 1 και των Εφεσιβλήτων – Λόγοι έφεσης 3 και 4

Με τον τρίτο λόγο έφεσης, ο Εφεσείων παραπονείται ότι το δικαστήριο έσφαλε πλήρως στον τρόπο που έκρινε την αξιοπιστία του. Ισχυρίζεται ότι τον έκρινε με τα εξωτερικά χαρακτηριστικά της μαρτυρίας του. Όπως εξήγησε ο δικηγόρος του, το δικαστήριο δεν θα έπρεπε να είχε δώσει σημασία στις «παύσεις» που έκανε ο Εφεσείων, αλλά αντίθετα θα έπρεπε να τις θεωρήσει ως φυσιολογικό χαρακτηριστικό της εκφοράς του λόγου ενός εβδομηντάχρονου, όπως ήταν ο Εφεσείων 1. Περαιτέρω θα έπρεπε αντί να δώσει σημασία στον τρόπο που απαντούσε, να επικεντρώσει την κρίση του στο περιεχόμενο των απαντήσεών του.

Αποτελεί θεμελιωμένη νομολογιακά αρχή, ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας αποτελεί έργο του πρωτόδικου δικαστηρίου, το οποίο είναι σε πλεονεκτικότερη θέση να παρακολουθεί τους μάρτυρες. Το Εφετείο διατηρεί ευχέρεια επέμβασης μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου για την αξιοπιστία των μαρτύρων, είναι εξ’ αντικειμένου ανυπόστατα ή δεν είναι ευλόγως επιτρεπτά ή είναι αυθαίρετα ή διαπιστώνονται αντιφάσεις ουσιαστικής μορφής, που τα καθιστούν λανθασμένα (βλ. Τσιαττές v. Kοkis Solomonides (Cartridges Industries) Ltd (2009) 1(Β) A.Α.Δ. 974). Επίσης η κρίση του δικαστηρίου επί της αξιοπιστίας δεν πρέπει να απορρίπτεται με μόνο την εξωτερική εντύπωση του προκαλεί ο μάρτυρας, αλλά θα πρέπει να τίθεται στη βάσανο της αξιολόγησης του περιεχομένου της (βλ. Γεώργιος & Σπύρος Τσαππή Λτδ v. Πολυβίου (2009) 1 Α.Α.Δ. 339). Όπως επισημάνθηκε στην Αθηνής v. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 256, όταν αναφερόμαστε στη βάσανο της αξιολόγησης του περιεχομένου της μαρτυρίας, εννοούμε κατά κύριο λόγο τον έλεγχο «με τη βάσανο της λογικής και την ανθρώπινη εμπειρία ως προς την αναμενόμενη φυ[*2202]σιολογική εξέλιξη των πραγμάτων της ζωής».

Στην προκειμένη περίπτωση δεν συμφωνούμε ότι πάσχει η αξιολόγηση του Εφεσείοντος 1. Το δικαστήριο δεν περιορίστηκε μόνο στα εξωτερικά γνωρίσματα της μαρτυρίας του Εφεσείοντος, στο να εξάξει το συμπέρασμα ότι δεν έλεγε την αλήθεια. Αφιέρωσε σχεδόν τρεις σελίδες, για να εξηγήσει την κατάληξή του αναφορικά με την αξιολόγηση της μαρτυρίας του Εφεσείοντος 1. Έδωσε διάφορα παραδείγματα αντιφάσεων που εντόπισε στη μαρτυρία του, τις οποίες θεώρησε ουσιώδεις. Η αναφορά στα εξωτερικά χαρακτηριστικά της μαρτυρίας του, καλύπτει μόνο ένα πολύ μικρό μέρος του συνόλου της αξιοπιστίας και καθόλου δεν στηρίζεται εξ ολοκλήρου σ’ αυτήν, όπως προσπάθησε να μας πείσει ο κ. Παπαντωνίου. Εν πάση περιπτώσει, η εικόνα που αποκομίζει το πρωτόδικο δικαστήριο στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, είναι μοναδική, λόγω της αμεσότητας που υπάρχει μεταξύ του μάρτυρα και του δικαστηρίου, γι’ αυτό και το εφετείο δεν επεμβαίνει εύκολα στην κρίση του (Baloise Insurance Co Ltd v. Κατωμονιάτη κ.ά. (2008) 1(Β) Α.Α.Δ. 1275).  Σε ό,τι αφορά τον τρόπο που ένας μάρτυρας δίδει τη μαρτυρία του, το πρωτόδικο δικαστήριο δεν εμποδίζεται να αναφερθεί κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας και σ’ αυτήν τη πτυχή της μαρτυρίας ενός μάρτυρα. Όπως αναφέρθηκε στη Χρίστου v. Ηροδότου κ.α. (2008) 1 Α.Α.Δ. 676, κάθε «δικαστήριο δικαιούται να καταγράψει την κρίση του και για το χαρακτήρα ενός διαδίκου ή μάρτυρα, όπως αυτός αναδύεται κατά τη δίκη».

Στην προκειμένη περίπτωση, το πρωτόδικο δικαστήριο πέραν της συνοπτικής καταγραφής της εντύπωσής του, για τον τρόπο που έδωσε τη μαρτυρία του ο Εφεσείων 1, επεκτάθηκε με αρκετή λεπτομέρεια στις αντιφάσεις που εντόπισε επί των επιδίκων θεμάτων. Το συμπέρασμά του, ότι η τοποθέτηση του μάρτυρα επί της προσωρινής αύξησης του ορίου «ήταν προκατασκευασμένη και πλασματική για να προωθήσει και να ενισχύσει τη θέση του» ως προς την αύξηση του ορίου, ήταν εύλογο και με κανένα τρόπο δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως αυθαίρετο, έχοντας υπόψη τις περιστάσεις της υπόθεσης.

Περαιτέρω ο Εφεσείων παραπονείται, ότι ο πρωτόδικος δικαστής δεν εξηγεί γιατί έκρινε αξιόπιστους τους δύο μάρτυρες των Εφεσιβλήτων. Η δήλωσή του ότι οι δύο μάρτυρες του «δημιούργησαν πολύ καλή εντύπωση», με κανένα τρόπο δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ικανοποιητική και το εφετείο θα πρέπει να παρέμβει.

Δεν συμφωνούμε. Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν περιορίστηκε [*2203]μόνο στη διαπίστωση της πιο πάνω κρίσης. Αναφέρθηκε επίσης στη σαφήνεια της μαρτυρίας τους και στο λεπτομερές των απαντήσεών τους. Επίσης, ότι η αντεξέταση δεν έπληξε την αξιοπιστία τους, αλλά αντίθετα η σταθερότητα στις απαντήσεις τους, ενίσχυσε την αξιοπιστία τους. Πέραν τούτου, θεώρησε, εύλογα κατά την κρίση μας, ότι οι κάποιες «ανακολουθίες», όπως ορθά τις χαρακτήρισε, ήταν επουσιώδεις. Εν πάση περιπτώσει, το έργο του δικαστηρίου δεν ήταν δύσκολο, αφού είχε ενώπιόν του και 23 τεκμήρια, από τα οποία τα 19 ήταν τραπεζικά έγγραφα, απόλυτα σχετικά με την επίδικη συναλλαγή και αναπόφευκτα εμπόδιζαν τα μέρη να ξεφύγουν από το περιεχόμενο των εγγράφων.

Το εύρημα αναφορικά με τις δύο υποθήκες – Λόγοι έφεσης 5 και 9

Με τους συγκεκριμένους λόγους έφεσης, αμφισβητείται το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι οι δύο υποθήκες εξασφάλιζαν την επίδικη δικογραφημένη συμφωνία. Όπως αναφέρει ο δικηγόρος των Εφεσειόντων, η κατάληξη του δικαστηρίου είναι χωρίς αξιολόγηση και δεν υποστηρίζεται από οποιαδήποτε μαρτυρία.

Ούτε αυτοί οι λόγοι έφεσης ευσταθούν.  Το εύρημα του δικαστηρίου, ότι οι δύο υποθήκες αφορούσαν στην επίδικη συμφωνία και όχι σε άλλες δοσοληψίας με τους Εφεσίβλητους, είναι ορθό και αυτό επιβεβαιώνεται από τα Τεκμήρια 3 και 4 και τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του δικαστηρίου. Εν πάση περιπτώσει, όπως ορθά επισημαίνει ο πρωτόδικος δικαστής, ο ίδιος ο Εφεσείων 1 στην αντεξέτασή του δέχθηκε ότι οι δύο υποθήκες αποτελούν εξασφάλιση των υποχρεώσεων του προς τους Εφεσίβλητους, με βάση τις έγγραφες Συμφωνίες Δανείου, Τεκμήρια 1 και 2, αλλά επέμενε ότι αν πωλούνταν οι ενεχυριασμένες μετοχές, που αποτελούσαν πρόσθετη εγγύηση, δεν θα παρίστατο ανάγκη να καταφύγει η τράπεζα στην εκποίηση των υποθηκών, κάτι που αφορά σε άλλο θέμα.

Κατά πόσον ορθά κατατέθηκε το Τεκμήριο 5Α – Λόγος έφεσης 7

Οι Εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι είναι εσφαλμένο το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου, ότι το περιεχόμενο του λογαριασμού ανακατασκευάστηκε με ακρίβεια. Όπως εισηγείται ο δικηγόρος του, λανθασμένα το δικαστήριο αποδέχθηκε το Τεκμήριο 5Α, χωρίς αυτό να συνοδεύεται από το πιστοποιητικό που προβλέπεται στο Αρθρο 35(3) του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, όπως τροποποιήθηκε με το Νόμο 32(Ι)/04.

Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί. Οι Εφεσείοντες εμποδίζο[*2204]νται από του να αμφισβητούν το περιεχόμενο της κατάστασης λογαριασμού – Τεκμήριο 5Α – αφού κατά την κατάθεσή του στο δικαστήριο, ο δικηγόρος τους δήλωσε ότι δεν είχε ένσταση στο να κατατεθεί το συγκεκριμένο τεκμήριο. Το μόνο τεκμήριο για το οποίο έφερε ένσταση, ήταν το Τεκμήριο 5, το οποίο και λόγω της ένστασης, το δικαστήριο δεν επέτρεψε την κατάθεσή του. Πέραν τούτου, το Τεκμήριο 5Α δεν κατατέθηκε ως μέρος αρχείου, αλλά κατατέθηκε από τον Μ.Ε. 1, ο οποίος το ανακατασκεύασε επιβεβαιώνοντας ο ίδιος την ορθότητα της ανακατασκευής του, με την υπογραφή του. Ο μάρτυρας αντεξετάστηκε και ουδέποτε του τέθηκε οτιδήποτε σε σχέση με το Αρθρο 35 του Κεφ. 9.

Κατά πόσον οι Εφεσίβλητοι είχαν δικαίωμα ή υποχρέωση να πωλήσουν τις ενεχυριασμένες μετοχές – Λόγος έφεσης 8

Ο όρος 7 του Εγγράφου Ενεχυρίασης Μετοχών, Τεκμήριο 8(1), προνοεί ότι σε περίπτωση μη πληρωμής των υποχρεώσεων που εξασφαλίζονται με την ενεχυρίαση κατόπιν αξίωσης των Εφεσιβλήτων, ο Εφεσείων 1 συμφώνησε ότι «τράπεζα θα έχει το απόλυτο δικαίωμα και εξουσιοδότηση να πωλεί αμέσως .... τις ενεχυριασμένες μετοχές .... χωρίς καμιά αναφορά» στον Εφεσείοντα.

Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι:-

«Οι ενάγοντες με βάση τη συμφωνία είχαν δικαίωμα (και όχι υποχρέωση) πώλησης των μετοχών που ενεχυριάστηκαν. Ως δανειστές δεν όφειλαν, όπως εισηγήθηκε ο κ. Παπαντωνίου, βάσει του Αρθρου 67 του Περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, να ενασκήσουν το δικαίωμα τους για πώληση των μετοχών προς διευκόλυνση εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του εναγόμενου 1 ως οφειλέτη, ούτε και καταδείχθηκε εκ πλευράς τελευταίου πώς η όποια παράληψη των εναγόντων να παράσχουν, έστω, εύλογες διευκολύνσεις στον εναγόμενο αποτέλεσε αιτία για τη μη εκπλήρωση των υποσχέσεων που αναλήφθηκαν (βλ. Singhal & Subrahamanyan, Indian Contract Act, 3η έκδ. 1989, Τομ. 1, σελ. 1330).

Οι ενάγοντες δεν είχαν υποχρέωση να ζυγιάσουν στην κρίση τους τα συμφέροντα του εναγόμενου. Μπορούσαν να ασκήσουν το δικαίωμά τους όποτε αυτοί επέλεγαν με μόνη υποχρέωση να πουλήσουν τις αξίες στην τρέχουσα τιμή της αγοράς κατά το χρόνο πώλησης (βλ. Silven Properties and Another v. Royal Bank of Scotland Plc and Others [2004] 4 All E.R. 484).

Οι ενάγοντες δεν είχαν καμιά απολύτως ανάμιξη στη διαχείριση [*2205]των αξιών του εναγόμενου υπό την έννοια της ενάσκησης διακριτικής ευχέρειας και λήψης αποφάσεων για οποιανδήποτε αγοραπωλησία μετοχών. Αυτά που πρότεινε συναφώς η υπεράσπιση είναι παντελώς άσχετα με το τι πραγματικώς συμφωνήθηκε μεταξύ των συμβαλλομένων με βάση τα κατατεθέντα τεκμήρια, χωρίς να υπάρχει οποιαδήποτε βάσιμη δικαιολογία για άλλη αντίκριση.»

Οι Εφεσείοντες θεωρούν εσφαλμένη την κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι οι Εφεσίβλητοι είχαν δικαίωμα και όχι υποχρέωση να πωλήσουν τις ενεχυριασμένες μετοχές για εξόφληση του χρέους.

Έχουμε εξετάσει τα επιχειρήματα του δικηγόρου των Εφεσειόντων, αλλά δεν συμφωνούμε. Το Τεκμήριο 8(1) καθώς και τα υπόλοιπα έγγραφα σχετικά με το θέμα, επιβεβαίωναν την ορθότητα των ευρημάτων του πρωτόδικου δικαστηρίου. Πέραν τούτου, το θέμα καλύπτεται πλήρως από δύο πρόσφατες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Αναφερόμαστε στις υποθέσεις Συρίμη v. Παγκυπριακή Χρηματοδοτήσεις Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 1131 και Καλλικάς v. Ελληνικής Τράπεζας Λτδ (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 1238, στις οποίες κρίθηκε ότι πέραν του τρόπου που ήταν διατυπωμένος ο σχετικός όρος, το λεκτικό του οποίου προσομοιάζει με τον εδώ επίδικο όρο, το Αρθρο 134 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, παρέχει στους Εφεσίβλητους, ως ενεχυροδανειστές, «δικαίωμα» και όχι «υποχρέωση», να πωλήσουν τις μετοχές. Επίσης, τα όσα λέχθηκαν εκεί για την υπόθεση China and South Sea Bank v. Tan [1989] 3 All E.R. 839, ισχύουν και στην παρούσα υπόθεση. Ο δανειστής δεν καθίσταται και εμπιστευματοδόχος μετοχών που έχουν ενεχυριαστεί και ούτε έχει οποιαδήποτε ευθύνη προς τον οφειλέτη, σε περίπτωση που δεν ασκήσει το δικαίωμα πώλησης που έχει και η αξία των μετοχών μειωθεί.

Εκείνο που προκαλεί μεγάλη απορία, είναι ότι ενώ ο κ. Α. Παπαντωνίου φαίνεται να εκπροσωπούσε τους Εφεσείοντες στις δύο υποθέσεις, Συρίμη και Καλλικάς, πιο πάνω και πρόβαλε ακριβώς τα ίδια επιχειρήματα τα οποία απορρίφθηκαν, εντούτοις στην προφορική αγόρευση του ενώπιόν μας δεν θεώρησε σκόπιμο να μας παραπέμψει σ’ αυτές και στα όσα είχαν αποφασιστεί.

Αποδοχή μαρτυρίας κατά παράβαση των κανόνων απόδειξης και των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας – Λόγος έφεσης 10

Οι Εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο [*2206]εσφαλμένα «αποδέχθηκε μη πρωτογενή μαρτυρία» από τους δύο μάρτυρες των Εφεσιβλήτων (Μ.Ε. 1 και Μ.Ε. 2), οι οποίοι κατάθεσαν από τους φακέλους της Τράπεζας χωρίς να έχουν γνώση των γεγονότων. Περαιτέρω, ότι οι Εφεσίβλητοι δεν κάλεσαν συγκεκριμένο μάρτυρα που γνώριζε από πρώτο χέρι τα γεγονότα.

Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί. Οι δύο μάρτυρες των Εφεσιβλήτων δεν ήταν άσχετοι με την υπόθεση. Ο Μ.Ε. 1 εργαζόταν στο Τμήμα Προβληματικών Λογαριασμών και ήταν ένας από τους υπαλλήλους της Τράπεζας που επόπτευε τον προβληματικό λογαριασμό των Εφεσειόντων. Ο Μ.Ε. 2 ήταν στο Τμήμα Corporate Banking και ένας από τους υπεύθυνος για την εποπτεία και τον έλεγχο του λογαριασμού των Εφεσειόντων. Οι δύο μάρτυρες με τη βοήθεια τραπεζικών εγγράφων που κατατέθηκαν ως Τεκμήρια με τη συγκατάθεση των δικηγόρων των Εφεσειόντων, επεξήγησαν την υπογραφή των Συμφωνιών, τη λειτουργία των λογαριασμών και απάντησαν στα όσα ερωτήθηκαν κατά την αντεξέταση. Έχοντας υπόψη τα επίδικα θέματα όπως δικογραφήθηκαν, την εξέλιξη της δίκης, καθώς και την κατάργηση του κανόνα αποκλεισμού εξ’ ακοής μαρτυρίας, δεν βλέπουμε οτιδήποτε το μεμπτό στη λήψη της μαρτυρίας των Μ.Ε. 1 και 2. Αν οι Εφεσείοντες θεωρούσαν ότι κάποιοι άλλοι μάρτυρες, έστω και αν ήταν υπάλληλοι της Τράπεζας, θα προωθούσαν την υπόθεση των Εφεσειόντων, όφειλαν οι ίδιοι να τους κλητεύσουν, ώστε να τους αντεξετάσουν σύμφωνα με τη σχετική πρόνοια του Κεφ. 9.

Ως προς τον τρόπο τήρησης των πρακτικών του δικαστηρίου χωρίς στενογράφο, καταλογίζεται στο πρωτόδικο δικαστήριο, από το δικηγόρο των Εφεσειόντων στο περίγραμμα αγόρευσής του, ότι κατά την αντεξέταση του Μ.Υ. 1:- «αποφάσισε αυθαίρετα να κρατεί το ίδιο τα πρακτικά της ακροαματικής διαδικασίας, έτσι ώστε τα πρακτικά αυτά να είναι ελλιπή και να μην αντικατοπτρίζουν το σύνολο των ερωτοαπαντήσεων που τέθηκαν.» Κάτι τέτοιο δεν προκύπτει από τα πρακτικά, αφού κατά τη συγκεκριμένη συνεδρία φαίνεται να υπήρχε στενογράφος που κρατούσε τα πρακτικά. Όμως και διαφορετικά να είναι τα πράγματα, όφειλε ο συνήγορος των Εφεσειόντων να γνωρίζει ότι σύμφωνα με τη νομολογία τα πρακτικά αποτελούν τον αυθεντικό οδηγό για τα όσα διαδραματίστηκαν στην πρωτόδικη διαδικασία και ενόψει της έλλειψης εξουσίας του Εφετείου για διορθώσεις, ο παραπονούμενος όφειλε να λάβει όλα τα ενδεικνυόμενα μέτρα για διόρθωση τους ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου (βλ. Κατσούρη v. Χατζηνικόλα (2010) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1634 και Watford Petroleum Ukraine Holdings Ltd (2003) 1(Α) Α.Α.Δ. 620).

[*2207]Πέραν τούτου, από τη στιγμή που ο δικηγόρος των Εφεσειόντων δεν είχε ίχνος μαρτυρίας να προβάλει για να αποδείξει τους ισχυρισμούς του, όφειλε να είναι πιο προσεκτικός προτού καταλογίσει πρόθεση στο πρωτόδικο δικαστήριο να τηρήσει με τέτοιο τρόπο τα πρακτικά, ώστε αυτά να είναι ελλιπή. Ένας τέτοιος σοβαρότατος ισχυρισμός, όταν προβάλλεται χωρίς να συνοδεύεται από μαρτυρία, είναι κατά την κρίση μας αντιδεοντολογικός.

Ενόψει της απόρριψης όλων των λόγων έφεσης, η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των Εφεσιβλήτων, τα οποία θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο