Marfin Popular Bank Public Co Ltd ν. Maxdata Holdings Ltd, υπό εκκαθάριση διά του Λεωνίδα Κίμωνος υπό την ιδιότητά του ως Εκκαθαριστού (2011) 1 ΑΑΔ 2215
print
Τίτλος:
Marfin Popular Bank Public Co Ltd ν. Maxdata Holdings Ltd, υπό εκκαθάριση διά του Λεωνίδα Κίμωνος υπό την ιδιότητά του ως Εκκαθαριστού (2011) 1 ΑΑΔ 2215

(2011) 1 ΑΑΔ 2215

21 Δεκεμβρίου, 2011

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]

MARFIN POPULAR BANK PUBLIC CO LTD,

Εφεσείσουσα-Εναγόμενη,

v.

MAXDATA HOLDINGS LTD, ΥΠΟ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ

ΔΙΑ ΤΟΥ ΛΕΩΝΙΔΑ ΚΙΜΩΝΟΣ ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ

ΩΣ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΟΥ,

Εφεσίβλητης-Ενάγουσας.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 334/2008)

 

Πολιτική Δικονομία ― Διάταξη 25, Καν. 1 ― Τροποποίηση Έκθεσης Απαίτησης ― Εφαρμοστέες Αρχές ― Επικύρωση πρωτόδικης κρίσης ότι η αιτούμενη τροποποίηση δεν συνιστούσε νέα βάση αγωγής.

Παραγραφή ― Η αιτία αγωγής των εισαχθέντων με την τροποποίηση ζητημάτων, δεν είχε παραγραφεί παρά τη λήξη της προθεσμίας ― Κρίσιμος χρόνος για την παραγραφή, κρίθηκε ο χρόνος της καταχώρησης αίτησης τροποποίησης.

Η έγκριση από το πρωτόδικο Δικαστήριο αίτησης της Εφεσίβλητης για τροποποίηση της έκθεσης απαίτησής της, απετέλεσε αντικείμενο έφεσης με την οποία αμφισβητήθηκε η ορθότητά της.

Με την τροποποίηση επετράπη η συμπερίληψη στην έκθεση απαίτησης άλλων 12 επιταγών που σχετίζονταν με τα επίδικα γεγονότα την ύπαρξη των οποίων, όπως ανέφερε η εφεσίβλητη στην αίτησή της, έλαβε γνώση από το αρχείο του Δικαστηρίου ύστερα από την καταδίκη διευθυντή της εφεσίβλητης για αδικήματα σχετιζόμενα με τη διαχείριση του, από την οποία και προέκυψε η αγωγή για αμέλεια.

Η Εφεσείουσα έφερε ένσταση στην τροποποίηση ισχυριζόμενη κατά κύριο λόγο, ότι η αιτία αγωγής, ως προς τις εν λόγω 12 επιταγές, είχε παραγραφεί.

Προς υποστήριξη της θέσης ότι λανθασμένα επιτράπηκε η τροποποίηση, προβλήθηκε μεταξύ άλλων με την έφεση ότι:

α)   Λανθασμένα η περίοδος παραγραφής υπολογίστηκε μέχρι την ημερομηνία της αίτησης αντί μέχρι την ημέρα που έγινε η ίδια η τροποποίηση.

β) Οι εν λόγω 12 επιταγές συνιστούσαν χωριστές αιτίες αγωγής.

Αποφασίστηκε ότι:

1. Ο κρίσιμος χρόνος για υπολογισμό της περιόδου παραγραφής είναι η ημερομηνία της αίτησης. Οι αναφορές στο Annual Practice 1958, σ. 628 και στο Halsbury’ s Laws of England, 3η έκδοση, τόμος 24, σ. 200, παρ. 358, είναι σχετικές.

2. Εφ’ όσον η αίτηση είχε γίνει πριν από τη λήξη της παραγραφής, η όποια καθυστέρηση στην εκδίκασή της και στην έκδοση της απόφασης δεν θα έπρεπε να επηρεάσει δυσμενώς την Εφεσίβλητη η οποία είχε ενεργήσει ευθύς ως πληροφορήθηκε περί των πρόσθετων επιταγών.

3. Αναφορικά με την εισήγηση περί χωριστής αιτίας αγωγής, η αιτία αγωγής που διατυπώθηκε στην απαίτηση αφορούσε γενικά την αμέλεια και παράβαση καθήκοντος της Εφεσείουσας να δέχεται την κατάθεση επιταγών επ’ ονόματι της σε λογαριασμό άλλου χωρίς την απαραίτητη εξουσιοδότηση. Ακόμα, η απαίτηση δεν βασιζόταν στις ίδιες τις επιταγές, ως απορρέουσα από αυτές, στην οποία περίπτωση η θέση ότι η κάθε επιταγή συνιστούσε χωριστή αιτία αγωγής θα είχε αντίστοιχη ισχύ, αλλά σε αμέλεια και παράβαση καθήκοντος ως προς το χειρισμό των επιταγών.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Έφεση.

Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Παρπαρίνος, Π.E.Δ.), (Αγωγή Aρ. 2316/07), ημερομ. 17.9.2008.

Κ. Ταλαρίδης, για την Εφεσείουσα.

Ι. Κωνσταντίνου (κα) για Ν. Πιριλίδη, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Χατζηχαμπή.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ: Την 30.3.2007 ο εκκαθαριστής της Εφεσίβλητης εταιρείας ήγειρε αγωγή κατά της Εφεσείουσας Τράπεζας ζητώντας αποζημιώσεις για αμέλεια και παράβαση καθήκοντος σε σχέση με 82 επιταγές συνολικής αξίας £734.416,61, οι οποίες, ενώ είχαν εκδοθεί στο όνομα της Εφεσίβλητης από προτιθέμενους επενδυτές σε τίτλους της Εφεσίβλητης, δεν κατετέθησαν στο λογαριασμό της Εφεσίβλητης στην Εφεσείουσα αλλά σε λογαριασμό άλλης εταιρείας με βάση την οπισθογράφηση τους από το διευθυντή της αντί, όπως έπρεπε, από τα προς τούτο εξουσιοδοτημένα μέλη του διοικητικού συμβουλίου. Την 30.1.2008 η Εφεσίβλητη υπέβαλε αίτηση για τροποποίηση της έκθεσης απαίτησης της στο ειδικώς οπισθογραφημένο κλητήριο της ώστε να περιλάβει άλλες 12 επιταγές των οποίων, όπως ανέφερε στην αίτησή της, έλαβε γνώση από το αρχείο του Δικαστηρίου μετά από την καταδίκη του εν λόγω διευθυντή για αδικήματα σχετιζόμενα με τη διαχείρισή του, ώστε το συνολικό ποσό των επιταγών να αυξάνετο σε £856.916.61. Η Εφεσείουσα έφερε ένσταση στην τροποποίηση ισχυριζόμενη ότι η αιτία αγωγής, δηλαδή αμέλεια ως προς τις εν λόγω 12 επιταγές που είχαν εκδοθεί μεταξύ 19.4.2000 και 10.5.2000, είχε παραγραφεί την 1.6.2007, δηλαδή και μετά από την καταχώρηση της αγωγής την 30.3.2007. Το θέμα οδηγήθηκε λοιπόν σε ακρόαση.

Ο ευπαίδευτος Πρόεδρος ενώπιον του οποίου ήχθη η αίτηση ενέκρινε την τροποποίηση. Έκρινε ότι, και αν ακόμα εγίνετο δεκτή η εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου για την Εφεσείουσα ότι η κάθε επιταγή συνιστούσε νέα βάση αγωγής, ο Ν. 110(Ι)/2002, ο οποίος ετέθη σε ισχύ την 1.6.2005 και ο οποίος επανενεργοποίησε τις περί παραγραφής πρόνοιες των Νόμων 57/1964 και 36/1982, ενεργούσε ώστε η τριετής περίοδος της παραγραφής να μην είχε παρέλθει την 30.1.2008 που έγινε η αίτηση. Ο ευπαίδευτος Πρόεδρος επεκτάθηκε ακόμα να αποφανθεί ότι εν πάση περιπτώσει οι εν λόγω 12 επιταγές δεν συνιστούσαν νέα αιτία αγωγής παρά μόνο επέκτειναν τις λεπτομέρειες της αμέλειας η οποία είχε διατυπωθεί ως αιτία αγωγής στην απαίτηση.

Αμφισβητώντας με την έφεση την ορθότητα της απόφασης, ο ευπαίδευτος συνήγορος για την Εφεσείουσα επιχειρηματολόγησε ότι κακώς η περίοδος παραγραφής υπελογίσθη μέχρι την ημερομηνία της αίτησης αντί μέχρι την ημέρα που έγινε η ίδια η τροποποίηση, που ήταν η 25.9.2008, δηλαδή μετά τα τρία έτη. Να σημειώσουμε ότι ενώπιον μας ο κ. Ταλαρίδης προέβη σε διόρθωση της αναφοράς που είχε κάνει στην ένστασή του ότι η αιτία αγωγής ως προς τις εν λόγω επιταγές είχε παραγραφεί την 1.6.2007, που θα είχε κατευθύνει την ακρόαση σε άλλες παραμέτρους, ώστε η αναφορά να είναι στην ορθή ημερομηνία που ήταν η 1.6.2008. Εν πάση περιπτώσει, θα συμφωνούσαμε με την Εφεσίβλητη ότι ο κρίσιμος χρόνος για υπολογισμό της περιόδου παραγραφής είναι η ημερομηνία της αίτησης. Οι αναφορές στο Annual Practice 1958, σ. 628 και στο Halsbury’ s Laws of England, 3η έκδοση, τόμος 24, σ. 200, παρ. 358 είναι σχετικές. Να παρατηρήσουμε δε συναφώς ότι, εφ’ όσον η αίτηση είχε γίνει πριν από τη λήξη της παραγραφής, η όποια καθυστέρηση στην εκδίκασή της (που έγινε την 17.6.2008) και στην έκδοση της απόφασης (που έγινε την 17.9.2008) δεν θα έπρεπε να επηρεάσει δυσμενώς την Εφεσίβλητη η οποία είχε ενεργήσει ευθύς ως επληροφορήθη περί των πρόσθετων επιταγών.

Δεν χρειάζεται να εξετάσουμε την περαιτέρω εισήγηση της Εφεσίβλητης, που εν πάση περιπτώσει δεν εξετάσθηκε πρωτοδίκως, ότι η αναστολή που εδόθη από το Ν. 28(Ι)/2008, ο οποίος ετέθη σε ισχύ την 30.5.2008, στην εφαρμογή των διατάξεων του περί Παραγραφής Νόμου μέχρι 31.3.2009 παρέτεινε και την εξεταζόμενη περίοδο παραγραφής ώστε να μην υπήρχε παραγραφή ούτε την 17.9.2008. Το ίδιο ισχύει ως προς την περαιτέρω εισήγηση της Εφεσίβλητης, που επίσης δεν εξετάσθηκε πρωτοδίκως, ως προς τη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου να επιτρέψει τροποποίηση έστω και αν υπάρχει παραγραφή. Και τα δύο θέματα θα ήσαν υποθετικά εν όψει της κατάληξης μας.

Η άλλη πτυχή των εισηγήσεων του κ. Ταλαρίδη αφορά το αν οι εν λόγω 12 επιταγές συνιστούν χωριστές αιτίες αγωγής. Αν και δεν είναι αναγκαίο να αποφασισθεί το θέμα αυτό, εφ’ όσον εν πάση περιπτώσει διαπιστώνεται ότι δεν υπήρχε παραγραφή, παρατηρούμε ότι η αιτία αγωγής που διατυπώθηκε στην απαίτηση αφορούσε γενικά την αμέλεια και παράβαση καθήκοντος της Εφεσείουσας να δέχεται την κατάθεση επιταγών επ’ ονόματι της σε λογαριασμό άλλου χωρίς την απαραίτητη εξουσιοδότηση, με ρητή μάλιστα αναφορά στο ότι οι επιταγές που αναφέροντο στην απαίτηση εντοπίσθησαν από τον εκκαθαριστή σε πρώτο στάδιο και ενδέχετο να εντοπίζοντο και άλλες επιταγές, όπως και εντοπίσθησαν. Ακόμα, η απαίτηση δεν εβασίζετο στις ίδιες τις επιταγές, ως απορρέουσα από αυτές, στην οποία περίπτωση η θέση ότι η κάθε επιταγή συνιστούσε χωριστή αιτία αγωγής θα είχε αντίστοιχη ισχύ, αλλά σε αμέλεια και παράβαση καθήκοντος ως προς το χειρισμό των επιταγών. Υπό αυτές τις συνθήκες, οι εισηγήσεις της Εφεσείουσας θα καθίσταντο σαφώς ασθενέστερες.

Η έφεση απορρίπτεται. Η Εφεσείουσα θα καταβάλει τα έξοδα της Εφεσίβλητης όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο