Γρηγορίου Γρηγόρης ν. Euroinvestment & Finance Ltd (2011) 1 ΑΑΔ 2229

(2011) 1 ΑΑΔ 2229

[*2229]22 Δεκεμβρίου, 2011

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ,

Εφεσείων-Εναγόμενος,

v.

EUROINVESTMENT & FINANCE LTD,

Εφεσίβλητης-Ενάγουσας.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 356/2008)

 

Συμβάσεις ― Σύμβαση Χρηματοδότησης Επενδυτικού Σχεδίου ― Ιδιώτης ο οποίος υπέγραψε συμφωνία στη βάση της οποίας ανοίχτηκε τρεχούμενος επενδυτικός λογαριασμός, ο οποίος κατά τα αρχικά στάδια απέφερε ψηλές αποδόσεις και στη συνέχεια ακολούθησε πτωτική πορεία ― Κατά πόσο η συμφωνία μπορούσε να ακυρωθεί λόγω απάτης και/ή ψευδών παραστάσεων και/ή παρανομίας ― Κατά πόσον οι εργασίες χρηματοδότησης επενδύσεων στο Χ.Α.Κ. συνιστούσαν άσκηση τραπεζιτικών εργασιών ― Ο ρόλος της εφεσίβλητης στην επίδικη συμφωνία ήταν η παροχή πιστωτικών διευκολύνσεων και όχι η διεκπεραίωση χρηματιστηριακής φύσεως εντολών.

Συμβάσεις ― Ρήτρες σε γραπτή σύμβαση ― Ο περί Καταχρηστικών Ρητρών σε Καταναλωτικές Συμβάσεις Νόμος 93(Ι)/1996 ― Όταν ρήτρα σε καταναλωτική σύμβαση μπορεί να θεωρηθεί ως καταχρηστική, αυτό δεν θα απαλλάσσει τον καταναλωτή των υποχρεώσεων τις οποίες έχει αναλάβει, αλλά έχει το δικαίωμα είτε να τερματίσει τη σύμβαση, είτε να επιμένει για τη μη εφαρμογή της.

Πολιτική Δικονομία ― Δικόγραφα ― Οι αχρείαστοι πλατειασμοί και η συμπερίληψη κάθε δυνατού νομικού ενδεχομένου σε ένα δικόγραφο, όχι μόνο δεν προσθέτει ασφάλεια, αλλ’ αντίθετα αποκαλύπτει ανασφάλεια και προκαλεί αβεβαιότητα και σύγχυση ως προς το ποιο είναι τελικά το σημαντικό και ποιο το επουσιώδες, και, ασφαλώς, ως προς το πού θα πρέπει να εστιάσει την προσοχή του το Δικαστήριο.

Εφεσείων και εφεσίβλητη συνεβλήθησαν υπογράφοντας συμφωνία Χρηματοδότησης Επενδυτικού Σχεδίου για συμμετοχή του εφε[*2230]σείοντα στο επενδυτικό σχέδιο της ενάγουσας.

Με την συμφωνία η ενάγουσα/εφεσίβλητη παραχωρούσε στον εναγόμενο πιστωτικές διευκολύνσεις για σκοπούς επενδύσεως σε μετοχές και χρεόγραφα μέχρι του ύψους εγκριθέντος ορίου.

Η ενάγουσα/εφεσίβλητη δικαιούτο σε τόκους επί του χρεωστικού υπολοίπου του λογαριασμού, έξοδα διαχείρισης επί του εγκεκριμένου ορίου και δικαιώματα επί της συνολικής κίνησης του λογαριασμού.

Με την αγωγή αξίωσε ποσό Λ.Κ.132.798,71 με τόκο 10,5% από 19.9.2004.

Ο εναγόμενος/εφεσείων είχε προβάλει μεταξύ άλλων με την πολύπτυχη υπεράσπιση που ήγειρε ότι η εφεσίβλητη δεν κατείχε στον ουσιώδη χρόνο άδεια άσκησης τραπεζικών εργασιών από την Κεντρική Τράπεζα και, ως εκ τούτου, δεν ηδύνατο να ασκεί εργασίες χρηματοδότησης επενδύσεων στο Χ.Α.Κ., ως η μεταξύ των διαδίκων συμφωνία και, επομένως, η κατ’ ισχυρισμό συμφωνία που συνήψε με την εφεσίβλητη ήταν εξ υπαρχής άκυρη.

Ισχυριζόταν περαιτέρω ότι ο λογαριασμός τον οποίο άνοιξε η εφεσίβλητη για τον ίδιο, ήταν επενδυτικός λογαριασμός (investor account) και όχι λογαριασμός τραπεζικών διευκολύνσεων, όπως επιχειρούσε να παρουσιάσει η εφεσίβλητη.

Όπως περαιτέρω ισχυριζόταν, η εφεσίβλητη τον παρότρυνε/έπεισε και εξώθησε όπως υποβάλει αίτηση για συμμετοχή στο σχέδιο επενδυτικού λογαριασμού της και απέσπασε από αυτόν ως ενέχυρο μετοχές αξίας £99.900, ποσό το οποίο ο εφεσίβλητος ανταπαιτούσε.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού εξέτασε τις εκατέρωθεν θέσεις, τη μαρτυρία και τις παραστάσεις των δύο πλευρών, κατέληξε, στην αποδοχή της εκδοχής της εφεσίβλητης, παρατηρώντας ότι ο εφεσείων με δική του απόφαση είχε εμπλακεί στις επίδικες δοσοληψίες με σκοπό το κέρδος.

Το Δικαστήριο επιδίκασε υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντα το ποσό των £201.009,95 με τόκο προς 8%, από 19.4.2004, πλέον έξοδα. Απέρριψε δε την Ανταπαίτηση, επίσης με έξοδα εναντίον του εφεσίβλητου.

Με την έφεση υποστηρίχθηκε πλειάδα λόγων έφεσης και μεταξύ [*2231]άλλων τα εξής:

Λόγος Έφεσης Αρ. 1.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι ο εφεσείων δεν υποστήριξε τη θέση ότι η εφεσίβλητη τον εξώθησε να υποβάλει αίτηση για συμμετοχή στο επενδυτικό της σχέδιο.

Αποφασίστηκε ότι:

Έκδηλα δεν μπορούσε να στοιχειοθετηθεί. Καμιά αναφορά δεν γινόταν ούτε συμπέρασμα εξαγόταν από τις συγκεκριμένες παραγράφους ή αλλαχού, περί εξώθησης του εφεσείοντα από την εφεσίβλητη.

Λόγοι Έφεσης Αρ. 2, 3, 4 και 5.

Ήταν εσφαλμένες οι κρίσεις, στις οποίες προέβηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο σε σχέση με εκδιδόμενες κατά τον ουσιώδη χρόνο εγκυκλίους της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, οι οποίες απευθύνονταν προς τις Τράπεζες.

Αποφασίστηκε ότι:

Υπεύθυνος λειτουργός της εφεσίβλητης κατέθεσε ενόρκως ότι δεν αποστάληκαν και δεν λήφθηκαν από αυτήν οι εγκύκλιοι της Κεντρικής Τράπεζας που προαναφέρθηκαν. Σύμφωνα με μαρτυρία του έγινε δεκτή από το Δικαστήριο, οι εγκύκλιοι της Κεντρικής Τράπεζας της περιόδου 1999/2000 αναφορικά με χρηματοδοτήσεις χρηματιστηριακών συναλλαγών, απευθύνθηκαν στις εμπορικές τράπεζες και όχι στην Euroinvestment and Finance Ltd ( εφεσίβλητη), καθότι ο όγκος των εργασιών της στον τομέα αυτό δεν ήταν σημαντικός και τελούσε ήδη σε περιορισμό λόγω ανωτάτου ύψους επιτρεπόμενων καταθέσεων.

Λόγοι Έφεσης Αρ. 7, 8 και 9.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αγνόησε ότι με βάση τους όρους του Σχεδίου, η εφεσίβλητη υπείχε θέση διαχειριστή της περιουσίας του εφεσείοντα και όφειλε να την διαχειρίζεται σωστά και, επίσης, εσφαλμένα έκρινε ότι δεν δημιουργήθηκε εμπίστευμα μεταξύ των διαδίκων.

Αποφασίστηκε οτι:

Η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν καθόλα ορθή [*2232]και σύμφωνη με τη νομολογία.

Στην περίπτωση του εφεσείοντα, οι μετοχές δίνονταν ως εξασφάλιση και αυτές απλά ενεγράφονταν σε συγκεκριμένο λογαριασμό με το όνομα και τα στοιχεία του εφεσείοντα και αγοραπωλησίες μετοχών μπορούσαν να γίνουν οποτεδήποτε αποφάσιζε ο εφεσείων, χωρίς τη συμμετοχή της εφεσίβλητης.

Λόγος Έφεσης Αρ. 10.

Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε και εφάρμοσε τον όρο 5 της επίδικης συμφωνίας και αγνόησε ότι, μετά την ανατροπή της αναλογίας εξασφάλισης, η εφεσίβλητη μπορούσε να αρνηθεί πωλήσεις εκ μέρους του εφεσείοντα.

Αποφασίστηκε ότι:

Όπως είχε υποδείξει ο πρωτόδικος Δικαστής, προσεκτική ανάλυση του όρου κατεδείκνυε ότι εκείνο που μπορούσε η εφεσίβλητη να αρνηθεί, ήταν τη διενέργεια νέων αγορών σε περίπτωση παραβίασης των συμφωνηθέντων ορίων εξασφάλισης, αφού οι όποιες πωλήσεις θα είχαν ως αποτέλεσμα τη μείωση του χρεωστικού υπολοίπου με την υποχρεωτική κατάθεση του προϊόντός τους στο λογαριασμό του εφεσείοντα.

Επρόκειτο καθαρά για δικαίωμα και όχι για υποχρέωση ή για αυτόματη απαγόρευση.

Λόγος Έφεσης Αρ. 11.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα παραγνώρισε το γεγονός ότι η εφεσίβλητη, πολύ καθυστερημένα, απέστειλε επιστολή προς τον εφεσείοντα, όταν το χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού του ήταν £100.087, οπότε και του ζητήθηκε να καταθέσει μετρητά ή μετοχές αξίας £87.974.

Αποφασίστηκε ότι:

Ο εφεσείων δεν υποδείκνυε πότε κατά την άποψή του θα έπρεπε να είχε ειδοποιηθεί για τη μη τήρηση των συμφωνηθέντων. Εν πάση δε περιπτώσει, όπως ορθά επισήμανε και ο πρωτόδικος Δικαστής, η επιστολή της 19.10.2000, όσο και αν ζητούσε την κατάθεση πρόσθετης εξασφάλισης, κατέγραφε πως η αξία του χαρτοφυλακίου μετοχών του εφεσείοντα ήταν κατά £12.026 μεγαλύτερη του τότε χρεωστικού του υπολοίπου. Επομένως, ο ίδιος ο εφεσείων, εάν δεν [*2233]επέλεγε τη συνέχιση της δραστηριότητας του λογαριασμού με σκοπό περαιτέρω κέρδος, θα μπορούσε, κατά τη δεδομένη έστω στιγμή, να δώσει εντολή για πώληση των μετοχών του, οπότε όχι μόνο θα εξοφλούσε το χρεωστικό του υπόλοιπο, αλλά θα παρέμενε και με κέρδος περί τις £12.000. Πράγμα βέβαια που δεν έπραξε και για την πρόκληση τελικά μεγάλης ζημιάς, μεμφόταν άλλους.

Λόγοι Έφεσης Αρ. 12, 13, 14 και 15.

Η εφεσίβλητη είχε υποχρέωση να αποκαθιστά και καλύπτει το όριο εξασφάλισης του λογαριασμού του εφεσείοντα, να πωλήσει τις μετοχές του με την ανατροπή του ορίου εξασφάλισης του λογαριασμού του και να ενεργήσει ως εμπιστευματοδόχος και να λάβει έγκαιρα μέτρα προς αποτροπή πρόκλησης ζημιάς στον εφεσείοντα.

Αποφασίστηκε ότι:

Η επίδικη συμφωνία καμιά από τις πιο πάνω υποχρεώσεις δεν εναπόθετε στην εφεσίβλητη.

Όλες αυτές οι θέσεις είχαν ήδη απορριφθεί κατά την εξέταση άλλων λόγων έφεσης.

Λόγος έφεσης Αρ. 16.

Η εφεσίβλητη δεν παρουσίασε αυτούσιες τις εντολές του εφεσείοντα για αγοραπωλησίες μετοχών.

Αποφασίστηκε ότι:

Ο ρόλος της εφεσίβλητης στην επίδικη συμφωνία ήταν η παροχή πιστωτικών διευκολύνσεων και όχι η διεκπεραίωση χρηματιστηριακής φύσεως εντολών.

Τα στοιχεία τα οποία παρουσίασε στο Δικαστήριο η εφεσίβλητη, η ορθότητα του περιεχομένου των οποίων μάλιστα δεν είχε αμφισβητηθεί, μαζί με τις λεπτομερείς καταστάσεις λογαριασμού, ήσαν ικανοποιητικά αποδεικτικά στοιχεία ώστε να στοιχειοθετηθεί το χρεωστικό του υπόλοιπο.

Λόγος Έφεσης Αρ. 17.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αγνόησε ότι η εφεσίβλητη κατακράτησε παράνομα και ιδιοποιήθηκε τις μετοχές του εφεσείο[*2234]ντα, τις οποίες αυτός είχε παραδώσει ως περιθώριο εξασφάλισης.

Αποφασίστηκε ότι:

Δεν υποστηριζόταν από τους ίδιους τους όρους της επίδικης συμφωνίας, και επιχειρείτο περαιτέρω η υποστήριξή του στη βάση της κατ’ ισχυρισμό υποχρέωσης της εφεσίβλητης όπως προέβαινε σε πώληση των μετοχών σε κάποιο αδιευκρίνιστο στάδιο, υποχρέωση η οποία, όπως είχε ήδη αναφερθεί, δεν υφίστατο.

Λόγος Έφεσης Αρ. 18.

Βασιζόμενος στο Άρθρο 67 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, ο εφεσείων επανέφερε κάτω από άλλη νομική βάση, την κατ’  ισχυρισμό μη εκτέλεση της υποχρέωσης της εφεσίβλητης να είχε πωλήσει τις μετοχές του “στο χρόνο που έπρεπε”.

Αποφασίστηκε ότι:

Το Άρθρο 67 του Κεφ. 149 δεν εφαρμοζόταν στην περίπτωση. Εν πάση περιπτώσει, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ο εφεσείων δεν απέδειξε ότι ο ίδιος ήταν έτοιμος και πρόθυμος να εκπλήρωνε τις δικές του υποχρεώσεις και τον εμπόδισε ή δεν τον διευκόλυνε η εφεσίβλητη.

Λόγος Έφεσης Αρ. 19.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αγνόησε τις πρόνοιες του Άρθρου 73(3) του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, και την αποτυχία της εφεσίβλητης όπως λάβει μέτρα για μετριασμό της ζημιάς της.

Αποφασίστηκε ότι:

Ο λόγος έφεσης ήταν έκδηλα αβάσιμος, αφού εδραζόταν σε μια τελείως εσφαλμένη αντίληψη της αρχής ως προς το καθήκον μείωσης της ζημιάς από πρόσωπο που υπέστη βλάβη εξαιτίας παράβασης σύμβασης. Τα όσα είχαν λεχθεί προηγουμένως ως προς το δικαίωμα της εφεσίβλητης να πωλούσε τις μετοχές, έκριναν την τύχη και αυτού του λόγου έφεσης.

Λόγοι Έφεσης Αρ. 20 , 21, 22.

Αναφορικά με το αποτέλεσμα της αξιολόγησης της μαρτυρίας των δύο μαρτύρων της εφεσίβλητης και την αξιολόγηση της μαρτυρίας του ιδίου του εφεσείοντα.

[*2235]Αποφασίστηκε ότι:

Το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε τη δοθείσα μαρτυρία ορθά και καθόλου δεν περιορίστηκε σε εντυπώσεις από την παράσταση των μαρτύρων στο εδώλιο του μάρτυρα. Αντίθετα, η μαρτυρία τους, όπως την αποδέχθηκε, πέρασε μέσα από τη βάσανο της έγγραφης μαρτυρίας και πλείστα όσα από τα κεφαλαιώδη ευρήματα του Δικαστηρίου βασίστηκαν στις πρόνοιες, τους όρους και την ορθή ερμηνεία των εγγράφων που κατέθεσαν οι μάρτυρες, των οποίων η μαρτυρία εναρμονιζόταν με αυτά.

Λόγος Έφεσης Αρ. 23.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο παραγνώρισε εσφαλμένα το γεγονός ότι μεταξύ εφεσίβλητης και εφεσείοντα δημιουργήθηκε σχέση εμπιστοσύνης.

Αποφασίστηκε ότι:

Παρέμεινε τελείως ατεκμηρίωτος και είναι απορριπτέος.

Οι μεταξύ των διαδίκων σχέσεις που δημιουργήθηκαν με παρόμοια σύμβαση δεν ήσαν τέτοιες ώστε η εφεσίβλητη να ήταν σε θέση να κυριαρχήσει επί της βούλησης του εφεσείοντα για να εξασφαλίσει αθέμιτο όφελος.

Λόγος Έφεσης Αρ. 24.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αγνόησε τον περί Καταχρηστικών Ρητρών σε Καταναλωτικές Συμβάσεις Νόμο αρ. 93(Ι)/1996 και ειδικότερα τα Άρθρα 6(1) και 7, τα οποία επικαλέστηκε ο εφεσείων στην αγόρευσή του.

Αποφασίστηκε ότι:

Οι σχετικές ρήτρες στη συμφωνία των διαδίκων δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως καταχρηστικές, εφόσον ο εφεσίβλητος σε τελική ανάλυση είχε το δικαίωμα να ρευστοποιήσει τις μετοχές του και να εξοφλήσει το οφειλόμενο ποσό, ενδεχόμενα και με κέρδος.

Λόγος Έφεσης Αρ. 25.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε το γεγονός ότι ο εφεσείων ζήτησε από την εφεσίβλητη να πωλήσει τις υπό εγγύηση μετοχές του [*2236]για πλήρη εξόφληση του λογαριασμού όταν το χρέος ήταν υπερκαλυμμένο κατά 12%.

Αποφασίστηκε ότι:

Σε σχέση με αυτούς τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα, η μαρτυρία του ιδίου, για καλούς λόγους δεν έγινε δεκτή από το Δικαστήριο, κριθείσα ως αναξιόπιστη. Ως προς το θέμα της κατ’ ισχυρισμό εντολής προς την εφεσίβλητη όπως προβεί σε κάποια χρονική στιγμή σε πώληση των μετοχών του, καμιά γραπτή εντολή δεν παρουσιάστηκε εκ μέρους του εφεσείοντα, ο οποίος μάλιστα, κατά την αντεξέτασή του σε κάποιο σημείο, ανέφερε ότι στην εφεσίβλητη ουδέποτε έδωσε ο ίδιος οποιαδήποτε εντολή γενικά.

Λόγος Έφεσης Αρ. 26.

Ήταν εσφαλμένο το σχόλιο στο οποίο προέβηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφασή του, σύμφωνα με το οποίο εάν η εφεσίβλητη προέβαινε στην πώληση των μετοχών του εφεσείοντα και στη συνέχεια οι τιμές τους αυξάνονταν, τότε ο εφεσείων θα είχε παράπονο.

Αποφασίστηκε ότι:

Το σχόλιο στο οποίο προέβηκε το Δικαστήριο, υποθετικά όπως είχε εκφρασθεί, δεν αποσκοπούσε σε τίποτε άλλο παρά να καταδείξει ότι αφ’ ης στιγμής δεν υπήρχε οποιαδήποτε συμπεφωνημένη υποχρέωση της εφεσίβλητης να πωλήσει τις μετοχές σε καθορισμένο χρόνο, τότε η τυχόν άσκηση κρίσης εκ μέρους της ως προς την καταλληλότητα του χρόνου πώλησης ενδεχόμενα να την εξέθετε σε κινδύνους.

Λόγος Έφεσης Αρ. 28.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε και εσφαλμένα βασίστηκε στη ξένη νομολογία.

Αποφασίστηκε ότι:

Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε σε Αγγλική απόφαση για να στηρίξει την αρχή ότι τα συμβατικά δικαιώματα της εφεσίβλητης, είναι ανεπίτρεπτο να μετατραπούν σε υποχρεώσεις, γιατί κάτι τέτοιο, όπως ορθά παρατήρησε, θα ανέτρεπε τα δικαιώματά της, δυνάμει του Άρθρου 134 του περί Συμβάσεων Νόμου, και θα ισοδυναμούσε με προσθήκη στο Νόμο, περιοριστικής πρόνοιας.

[*2237]Λόγος Έφεσης Αρ. 29.

Ο λόγος έφεσης ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο, σύμφωνα πάντα με τον εφεσείοντα, έκρινε ότι η ενάγουσα δεν ήταν θεματοφύλακας των μετοχών, είχε προηγουμένως απαντηθεί.

Λόγος Έφεσης Αρ. 30.

Εσφαλμένα έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η εφεσίβλητη δεν ενεργούσε ως αντιπρόσωπος του εναγομένου.

Αποφασίστηκε ότι:

Δεν ετίθετο θέμα δημιουργίας σχέσης αντιπροσώπου και αντιπροσωπευομένου και, επομένως, και αυτός ο λόγος έφεσης ήταν αβάσιμος.

Λόγος Έφεσης Αρ. 31.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αγνόησε ότι ο εφεσείων δεν έλαβε ανεξάρτητη νομική συμβουλή και ότι η εφεσίβλητη δεν προσπάθησε να του παράσχει ένα τέτοιο δικαίωμα.

Αποφασίστηκε ότι:

Ο εφεσείων με τη δική του μαρτυρία παρουσίασε τον εαυτό του ως γνώστη και έμπειρο σε επενδύσεις στο Χρηματιστήριο, ο οποίος ενεργούσε και ως Διευθύνων Σύμβουλος σε εταιρεία εισηγμένη στο Χρηματιστήριο κ.ά..

Δεν παρουσιαζόταν να ήταν πρόσωπο που έχρηζε βοήθειας ώστε να αντιληφθεί τους ουσιώδεις όρους ενός όχι ιδιαίτερα πολύπλοκου σχεδίου όπως ήταν το επίδικο. Σύμφωνα δε με τα ευρήματα του Δικαστηρίου, ήταν με δική του επιλογή που συμβλήθηκε με την εφεσίβλητη αφού του εξηγήθηκαν από άλλους οι γενικές πρόνοιες του σχεδίου και υπέγραψε ότι τις αντιλαμβανόταν πλήρως.

Εν πάση περιπτώσει, ο εφεσείων δεν επεξήγησε ποιους ειδικούς κινδύνους εμπεριείχε το σχέδιο πέραν ασφαλώς των εγγενών κινδύνων που διατρέχει κάποιος συναλλασσόμενος με εισηγμένες αξίες.

Λόγος Έφεσης Αρ. 32.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αγνόησε τη διασύνδεση με [*2238]το επίδικο ζήτημα, της ανάλυσης στην οποία προέβηκε στην αγόρευσή του κάτω από την ενότητα “Δημόσια Πολιτική”.

Αποφασίστηκε ότι:

Με τη σύναψη ή την εκτέλεση της επίδικης συμφωνίας η εφεσίβλητη δεν προέβηκε σε πράξεις εγκληματικές ή άδικες.

Ο μόνος κίνδυνος που ενυπήρχε ήταν η πιθανότητα μείωσης της αξίας αγορασθεισών μετοχών, που είναι εγγενής κίνδυνος τον οποίο διατρέχει κάθε επενδυτής ο οποίος επιλέγει κάτι τέτοιο.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εναντίον του εφεσείοντα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Συρίμη v. Παγκυπριακή Χρηματοδοτήσεις Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 1131,

Καλλικάς v. Ελληνικής Τράπεζας Λτδ (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 1131,

Marketrends Finance Ltd v. Πέρδικου (2006) 1(Β) Α.Α.Δ. 1042,

China and South Sea Bank v. Tan [1989] 3 All E.R. 389,

Alpha Bank Ltd v. Στεφάνου (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 1101,

Τρύφωνος κ.ά., ως διαχειριστές της περιουσίας του αποβιώσαντος Τρύφωνα Τρύφωνος v. Μινέρβα Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ (2006) 1(Α) Α.Α.Δ. 200.

Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Mαλαχτού, Α.E.Δ.), (Αγωγή Aρ. 2812/04), ημερομ. 11.9.2008.

A. Παπαντωνίου, για τον Εφεσείοντα.

Αν. Παπαδοπούλου με Γ. Καραμανώλη, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

[*2239]ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Κληρίδης, Δ..

ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Τα κύρια γεγονότα που συνέθεταν την αντιδικία στην Αγωγή Αρ. 2812/2004 Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, παρατέθηκαν σε λεπτομέρεια στην απόφαση που εξέδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο και είχαν ως ακολούθως:

“Την 15.12.1999 ο εναγόμενος προσυπόγραψε σχετικό έντυπο αιτήσεως (Τεκμήριο 5) και υπόβαλε αίτηση προς την ενάγουσα για συμμετοχή στο επενδυτικό σχέδιο Ε & F της ενάγουσας.

Στο πίσω μέρος του εντύπου της αίτησης αναφέρονται οι “Όροι Λειτουργίας Επενδυτικού Σχεδίου” και ο εναγόμενος υπόγραψε πως είχε διαβάσει και αντιληφθεί πλήρως και συμφωνούσε και αποδεχόταν όλους τους όρους συμμετοχής που εκεί καταγράφονταν. .........................................

Η αίτηση του εναγομένου εγκρίθηκε στις 16.12.1999 με όριο £100.000 και την 17.12.1999 υπογράφηκε μεταξύ των διαδίκων συμφωνία τιτλοφορούμενη ως “Συμφωνία Χρηματοδοτήσεως Επενδυτικού Σχεδίου” (Τεκμήριο 6).

Ο εναγόμενος (Μ.Υ.1) (γραπτή δήλωση Τεκμήριο 26) ανάφερε (παραγρ. 14 του Τεκμηρίου 26) πως διάβασε προσεκτικά και εκ των προτέρων τόσο το Τεκμήριο 5 όσο και το Τεκμήριο 6.

Με την συμφωνία η ενάγουσα παραχωρούσε στον εναγόμενο πιστωτικές διευκολύνσεις για σκοπούς επενδύσεως σε μετοχές και χρεόγραφα μέχρι το πιο πάνω εγκριθέν όριο.

Η ενάγουσα δικαιούτο σε τόκους επί του χρεωστικού υπολοίπου του λογαριασμού, έξοδα διαχείρισης επί του εγκεκριμένου ορίου και δικαιώματα επί της συνολικής κίνησης του λογαριασμού.

Προς εξασφάλιση των υποχρεώσεων του ο εναγόμενος υποχρεούτο να καταθέσει στην ενάγουσα το 75% του ορίου του είτε σε χρήμα είτε σε αξία μετοχών ή χρεογράφων που θα μεταβίβαζε στην ενάγουσα ή στην θυγατρική της EMF Investors Ltd, εν τοις εφ’ εξής η EMF και να διατηρεί τις εξασφαλίσεις του στο πιο πάνω επίπεδο.

Με την υπογραφή της συμφωνίας ο εναγόμενος ως εξασφάλι[*2240]ση μεταβίβασε στην EMF 18000 μετοχές της Libra Holidays Group Ltd αξίας τότε £93.600 σύμφωνα με την ενάγουσα ή £99.900 σύμφωνα με τον ίδιο, δεν έχει σημασία η τότε ακριβής αξία.

Ο εναγόμενος μπορούσε να αγοράζει και να πωλεί μετοχές μέσω “του χρηματιστή” που κατονομάστηκε στην συμφωνία ότι ήταν η CLR STOCKBROKERS LTD, εν τοις εφ’ εξής η CLR. Αναφέρετο και στους όρους λειτουργίας του επενδυτικού σχεδίου στην αίτηση του εναγομένου ότι ο εναγόμενος θα πληρεξουσιοδοτούσε χρηματιστή ο οποίος θα τον εκπροσωπούσε σε όλες του τις σχέσεις με την ενάγουσα στην οποία και θα κατάθετε το σχετικό πληρεξούσιο.

Ο εναγόμενος υπόγραψε την 17.12.1999 σχετικό πληρεξούσιο έγγραφο (αντίγραφο του έγινε Τεκμήριο 7) με το οποίο διόριζε και αποκαθιστούσε την CLR ως πληρεξούσιο αντιπρόσωπο του για να αγοράζει και να πωλεί μετοχές εξ’ ονόματος του και να τις μεταβιβάζει στην ενάγουσα για να κρατούνται από την τελευταία ως εξασφάλιση των υποχρεώσεων του και αναλάμβανε να αποδεκτεί και επικυρώσει οτιδήποτε η CLR θα έπραττε δυνάμει των προνοιών του πληρεξούσιου εγγράφου.

Με το άνοιγμα του λογαριασμού του εναγομένου η ενάγουσα τον χρέωσε με ποσό Λ.Κ.500,- ως δικαιώματα επί του ορίου.

Προβλέπετο στον όρο 2(α) του Τεκμηρίου 6 ότι θα χρεώνετο ποσοστό από 0,5% μέχρι 2% ετησίως επί του ορίου ως έξοδο διαχείρισης, ποσό που θα εξαρτάτο από τη χρήση του λογαριασμού.

Η CLR προέβηκε στις πιο κάτω αγορές εκ μέρους του εναγομένου και απέστειλε τα σχετικά σημειώματα συμβάσεων “Contract Notes” (Τεκμήριο 8(1)-(11)) προς την ενάγουσα.

18.2.2000,          1.500 μετοχές της Bank of Cyprus Ltd        £14.809,82

18.2.2000,          2.000 μετοχές της Bank of Cyprus Ltd        £19.968,30

18.2.2000, 1.000 μετοχές δικαιώματα αγοράς μετοχών

(Δ.Α.Μ.) της Bank of Cyprus (Holdings) Ltd £7.846,13

18.2.2000,                  1.000 Δ.Α.Μ. της Bank of Cyprus

                (Holdings) Ltd                                     £7.846,13

18.2.2000,    420 μετοχές της Libra Holdings Group Ltd        £2.266,10

18.2.2000, 2.830 μετοχές της Libra Holidays Group Ltd        £15.212,11

18.2.2000, 1.250 μετοχές της Libra Holidays Group Ltd        £6.731,74

22.2.2000,          1.000 μετοχές της Bank of Cyprus Ltd        £9.429,48

[*2241]22.2.2000,    400 μετοχές της Hellenic Bank Ltd        £1.577,29

22.2.2000,            2.600 μετοχές της Hellenic Bank Ltd        £10.278,64

22.3.2000, 1.500 μετοχές της Options Eurocongress Ltd      £3.524,71

Όλα τα πιο πάνω ποσά πληρώθηκαν από την ενάγουσα κατά τις πιο πάνω ημερομηνίες στην CLR και χρεώθηκε ανάλογα ο λογαριασμός του εναγομένου. Ταυτόχρονα με κάθε πληρωμή χρεώνονταν δικαιώματα συναλλαγής 0,5% στο ποσό της κάθε πράξης (όρος 2(β) του τεκμηρίου 6).

Στα έντεκα “Contract Notes” του τεκμηρίου 8 αναφέρεται πως οι αξίες αγοράστηκαν με διαταγές για λογαριασμό της EMF Investor Ltd Α/682 φροντίδι Γρηγόρης Γρηγορίου. Α/682 ήταν ο λογαριασμός του εναγομένου στην ενάγουσα και είναι πρόδηλο πως οι αξίες δεν αγοράστηκαν με εντολή της EMF. Είναι ο τύπος των “Contract Notes” και αναγράφηκε το όνομα της EMF γιατί θα παρέμεναν οι μετοχές επ’ ονόματί της, όπως αναφέρεται στον όρο 1 (γραμμές 10-11) της Συμφωνίας.

Οι λόγοι που οι αγορασθείσες μετοχές εγγράφονταν επ’ ονόματι της EMF για τον ενάγοντα ήταν για να εξυπηρετούν ως εξασφάλιση του λογαριασμού του.

Εφόσον ο λογαριασμός ήταν εξασφαλισμένος στο εν ισχύ ποσοστό, μπορούσε ο εναγόμενος να πωλήσει όποιες επιπλέον μετοχές είχε και να εισπράξει το προϊόν της πώλησης. Μπορούσε να πωλήσει και περαιτέρω μετοχές πλην όμως σε τέτοια περίπτωση το προϊόν της πώλησης δεν θα ήταν διαθέσιμο στον ίδιο αλλά θα παρέμενε, στη μορφή πλέον μετρητών, ως μέρος της εξασφάλισης του λογαριασμού του.

Όλη η κίνηση του λογαριασμού του εναγομένου παρουσιάζεται σε εξασέλιδη κατάσταση λογαριασμού (τεκμήριο 12). Το χρεωστικό υπόλοιπο ήταν την 14.9.2004 Λ.Κ.132.764,51.

Με την αγωγή αξιώνεται ποσό Λ.Κ.132.798,71 με τόκο 10,5% από 19.9.2004. Προδήλως η μικρή διαφορά των Λ.Κ.34,20 αφορά τους τόκους των 5 ημερών.”

Η Έκθεση Υπεράσπισης, την οποία καταχώρησε ο εφεσείων μαζί με Ανταπαίτηση την οποία πρόβαλε, αποτελείτο από 69 συνολικά σελίδες. Κατόπιν δε αίτησης την οποία καταχώρησε η αντίδικη πλευρά ζητώντας τη διαγραφή της ή μέρους της, διατάχθηκε εκ συμφώνου η διαγραφή και αντικατάσταση του δικογράφου του εφεσεί[*2242]οντα με άλλο, η έκταση του οποίου περιορίστηκε στις 34 σελίδες.

Όπως παρατήρησε στην πρωτόδικη απόφαση το εκδικάσαν την αγωγή Δικαστήριο, ανεξαρτήτως του ποιες θέσεις τελικά θα υποστήριζε ο εφεσείων και ως προς ποια θέματα θα κατέθετε, με την υπεράσπισή του ήγειρε οτιδήποτε θα μπορούσε να εγερθεί σε μια υπεράσπιση σε τέτοιου είδους υπόθεση και όχι μόνο.

Βρισκόμενοι σε αυτό το σημείο, δεν μπορούμε παρά να παρατηρήσουμε ότι η καταχώρηση δικογράφων αυτής της έκτασης δημιουργεί πολύ περισσότερες δυσχέρειες από εκείνες τις οποίες επιχειρεί να αντιμετωπίσει. Πέραν του ότι ένα τέτοιο δικόγραφο αντίκειται προς τους Θεσμούς και υπόκειται σε διαγραφή, οι αχρείαστοι πλατειασμοί και η συμπερίληψη κάθε δυνατού νομικού ενδεχομένου σε ένα δικόγραφο, όχι μόνο δεν προσθέτει ασφάλεια, αλλ’ αντίθετα αποκαλύπτει ανασφάλεια και προκαλεί αβεβαιότητα και σύγχυση ως προς το ποιο είναι τελικά το σημαντικό και ποιο το επουσιώδες, και, ασφαλώς, ως προς το πού θα πρέπει να εστιάσει την προσοχή του το Δικαστήριο.

Ανάλογη παρατήρησή μας θα πρέπει να γίνει και σε σχέση με την Ειδοποίηση Έφεσης. Στην Ειδοποίηση Έφεσης παρατίθενται τριάντα δύο συνολικά Λόγοι Έφεσης για να προσβληθεί η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, η οποία αποτελείται από συνολικά εικοσιτέσσερις σελίδες, εκ των οποίων πλείστες ασχολούνται με αδιαμφισβήτητα γεγονότα και θέματα.

Επανερχόμενοι, όμως, στην ουσία της Έφεσης, διακριβώνεται από την πολύπτυχη υπεράσπιση που ήγειρε ο εφεσείων ότι αυτός ισχυρίζετο κατ’ αρχάς ότι η εφεσίβλητη δεν κατείχε στον ουσιώδη χρόνο άδεια άσκησης τραπεζικών εργασιών από την Κεντρική Τράπεζα και, ως εκ τούτου, δεν ηδύνατο να ασκεί εργασίες χρηματοδότησης επενδύσεων στο Χ.Α.Κ., ως η μεταξύ των διαδίκων συμφωνία και, επομένως, η κατ’ ισχυρισμό συμφωνία που συνήψε με την εφεσίβλητη ήταν εξ υπαρχής άκυρη. Ισχυριζόταν περαιτέρω ο εφεσείων, ότι ο λογαριασμός τον οποίο άνοιξε η εφεσίβλητη για τον ίδιο ήταν επενδυτικός λογαριασμός (investor account) και όχι λογαριασμός τραπεζικών διευκολύνσεων, όπως επιχειρούσε να παρουσιάσει η εφεσίβλητη.

Όπως περαιτέρω ισχυρίζετο ο εφεσείων, η εφεσίβλητη τον παρότρυνε/έπεισε και εξώθησε όπως υποβάλει αίτηση για συμμετοχή στο σχέδιο επενδυτικού λογαριασμού της και απέσπασε από αυτόν ως ενέχυρο μετοχές αξίας £99.900, ποσό το οποίο ο [*2243]εφεσίβλητος ανταπαιτούσε.

Οποιαδήποτε περαιτέρω προσπάθειά μας για συνοπτική απόδοση των ποικίλων και συχνά επαναλαμβανόμενων στο δικόγραφο σημείων υπεράσπισης θα ήταν μάταιη. Σε αναφορές στην Υπεράσπιση θα προβαίνουμε εκεί όπου αυτό κρίνεται ως αναγκαίο, κατά την εξέταση συγκεκριμένων λόγων έφεσης.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού εξέτασε τις εκατέρωθεν θέσεις, τη μαρτυρία και τις παραστάσεις των δύο πλευρών, κατέληξε, αποδεχόμενο την εκδοχή της εφεσίβλητης, παρατηρώντας ότι ο εφεσείων με δική του απόφαση είχε εμπλακεί στις επίδικες δοσοληψίες με σκοπό το κέρδος. Αγόρασε μετοχές και όταν η αξία τους μειώθηκε και κατέληξε να είναι χρεωμένος στην εφεσίβλητη για σημαντικά ποσά χρημάτων, προσπάθησε με κάθε τρόπο, ψευδολογώντας όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά και επικαλούμενος νομικά αστήρικτες θέσεις, να αποποιηθεί των υποχρεώσεών του. Αφού δε προέβηκε σε κάποιες προσθαφαιρέσεις ποσών, για τους λόγους που εξήγησε, το Δικαστήριο επεδίκασε υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντα το ποσό των £201.009,95 με τόκο προς 8%, από 19.4.2004, πλέον έξοδα. Απέρριψε δε την Ανταπαίτηση, επίσης με έξοδα εναντίον του εφεσίβλητου.

Το Περίγραμμα Αγόρευσης του εφεσείοντα καλύπτει συνολικά 107 σελίδες και με αυτό προωθούνται οι 31 από τους 32 Λόγους Έφεσης τους οποίους ήγειρε.

1ος Λόγος Έφεσης.

Όπως ισχυρίζεται ο εφεσείων, το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι ο εφεσείων δεν υποστήριξε τη θέση ότι η εφεσίβλητη τον εξώθησε να υποβάλει αίτηση για συμμετοχή στο επενδυτικό της σχέδιο, ενώ στη γραπτή του δήλωση που κατατέθηκε στο Δικαστήριο, ο εφεσείων ανέλυε λεπτομερώς τον τρόπο με τον οποίο η εφεσίβλητη τον εξώθησε να συμμετάσχει. Προς υποστήριξη αυτής του της θέσης, ο εφεσείων παραπέμπει σε συγκεκριμένες παραγράφους της δήλωσής του – τεκμηρίου 26.

Αυτός ο λόγος έφεσης έκδηλα δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί. Όπως ορθά υποδεικνύει και η συνήγορος της εφεσίβλητης, καμιά αναφορά δεν γίνεται ή συμπέρασμα εξάγεται από τις συγκεκριμένες παραγράφους ή αλλαχού περί εξώθησης του εφεσείοντα από την εφεσίβλητη. Εκείνο το οποίο αναφέρει στη δήλωσή του ο εφεσείων είναι ότι κάποιοι φίλοι του τον ενημέρωσαν για [*2244]επενδυτικό σχέδιο της εφεσίβλητης και του σύστησαν κάποιο λογιστή, ονόματι Κτωρίδη, ο οποίος τον βοήθησε να έλθει σε επαφή με την εφεσίβλητη και πήγαν στα γραφεία της όπου υπογράφηκε η συμφωνία. Σύμφωνα δε με τη μαρτυρία, εκείνο το άτομο καμιά σχέση δεν είχε είτε με την εφεσίβλητη, είτε με τη χρηματιστηριακή CLR η οποία ανέλαβε το χαρτοφυλάκιο μετοχών του.

Λόγοι Έφεσης αρ. 2, 3, 4 και 5.

Με το Περίγραμμα Αγόρευσής του, ο εφεσείων προέβηκε σε κοινή ανάπτυξη αυτών των Λόγων Έφεσης και θα ακολουθήσουμε την ίδια πορεία τόσο με αυτούς, όσο και με άλλους λόγους έφεσης οι οποίοι επίσης αναπτύχθηκαν μαζί.

Με τους λόγους τούτους έφεσης, ο εφεσείων προβάλλει εσφαλμένες, κατά την άποψή του, κρίσεις, στις οποίες προέβηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο σε σχέση με εκδιδόμενες κατά τον ουσιώδη χρόνο εγκυκλίους της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, οι οποίες απευθύνονταν προς τις Τράπεζες. Ήταν και παρέμεινε η θέση του εφεσείοντα ότι η εφεσίβλητη όφειλε να συμμορφώνεται με τις εγκυκλίους της Κεντρικής Τράπεζας, ότι δεν συμμορφώθηκε προς σχετικές οδηγίες οι οποίες περιλαμβάνονταν σ’ αυτές και ότι η μη συμμόρφωσή της αυτή είχε ως αποτέλεσμα την ακυρότητα της συμφωνίας εξ υπαρχής, καθώς και στην εξέλιξή της, ως πράξης παρανομίας από την εφεσίβλητη.

Με εγκύκλιο επιστολή του ημερομηνίας 12.10.1999, ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας ανέφερε ότι:

“... αναμένω ότι οι τράπεζες δεν θα προσφέρουν πλέον σε νέους πελάτες τους ειδικούς λογαριασμούς για σκοπούς επενδύσεων (investor accounts) ενέργεια η οποία κρίνεται επιβεβλημένη ενόψει των εξελίξεων στα χρηματιστηριακά δρώμενα.”

Με άλλη εγκύκλιο επιστολή της ημερομηνίας 24.11.1999, η Κεντρική Τράπεζα ζητούσε από τις τράπεζες όπως μη προβαίνουν σε παραχώρηση πιστωτικών διευκολύνσεων όταν γνώριζαν ή εύλογα υποψιάζονταν ότι αυτές θα χρησιμοποιούνταν για αγορά μετοχών. Με την εγκύκλιό της ημερομηνίας 29.11.1999, η Κεντρική Τράπεζα, αφού επιβεβαίωνε το περιεχόμενο των προηγούμενων εγκυκλίων, πρόσθετε ότι το ποσοστό του περιθωρίου ασφαλείας στους λογαριασμούς για σκοπούς επενδύσεων θα έπρεπε να αυξηθεί εντός εξαμήνου σε 100%, δηλαδή να ανέρχεται στο διπλάσιο του ορίου.

[*2245]Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε σε εύρημα ότι οι υπό αναφορά εγκύκλιοι της Κεντρικής Τράπεζας δεν αφορούσαν την εφεσίβλητη και δεν αποστέλλονταν σ’ αυτήν, ούτε και αφορούσε την εφεσίβλητη οποιαδήποτε δημόσια πολιτική είχε δημιουργηθεί με τις εγκυκλίους.

Όπως ισχυρίζεται ο εφεσείων, εσφαλμένα το Δικαστήριο προέβηκε στα πιο πάνω ευρήματα, βασιζόμενο στη μαρτυρία του Μ.Ε.2 Κ. Πουλλή της Κεντρικής Τράπεζας, ο οποίος κατέθεσε από τη μελέτη του φακέλου και όχι από ιδία γνώση και παραγνωρίζοντας το ότι, όπως αναφερόταν στις ίδιες τις εγκυκλίους, αυτές απευθύνονταν σε όλες τις Τράπεζας.

Οι συνδεόμενοι όλοι αυτοί λόγοι έφεσης είναι έκδηλα αβάσιμοι και αδικαιολόγητα έχουν εγερθεί.

Υπεύθυνος λειτουργός της εφεσίβλητης κατέθεσε ενόρκως ότι δεν αποστάληκαν και δεν λήφθηκαν από αυτήν οι εγκύκλιοι της Κεντρικής Τράπεζας που προαναφέρθηκαν. Η μαρτυρία του έγινε δεκτή από το Δικαστήριο. Κατέθεσε επίσης ο Κ. Πουλλής, Ανώτερος Διευθυντής στη Διεύθυνση Ρυθμίσεως και Εποπτείας Τραπεζικών Ιδρυμάτων, ο οποίος μάλιστα είχε καταρτίσει και υπογράψει επιστολή-βεβαίωση της Κεντρικής Τράπεζας, ημερομηνίας 12.10.2004, στην οποία αναφερόταν ότι:

“Οι εγκύκλιοι της Κεντρικής Τράπεζας της περιόδου 1999/2000 αναφορικά με χρηματοδοτήσεις χρηματιστηριακών συναλλαγών, απευθύνθηκαν στις εμπορικές τράπεζες και όχι στην Euroinvestment and Finance Ltd (σημ. δηλαδή την εφεσίβλητη), καθότι ο όγκος των εργασιών της στον τομέα αυτό δεν ήταν σημαντικός και τελούσε ήδη σε περιορισμό λόγω ανωτάτου ύψους επιτρεπόμενων καταθέσεων.”

Αυτό δε το γεγονός επιβεβαίωσε με τη δια ζώσης μαρτυρία του και ο ίδιος ο μάρτυρας Πουλλής, μαρτυρία η οποία για καλούς λόγους έγινε δεκτή από το Δικαστήριο.

Επομένως, η σχετική θέση του εφεσείοντα είναι αβάσιμη.

Όπως περαιτέρω ισχυρίζεται ο εφεσείων, εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε το ότι με τις εγκυκλίους της, η Κεντρική Τράπεζα δημιούργησε δημόσια πολιτική και εσφαλμένα έκρινε ότι αυτή δεν αφορούσε την εφεσίβλητη επειδή δεν λάμβανε τις εγκυκλίους.

[*2246]Ούτε αυτή η θέση έχει οποιοδήποτε έρεισμα και αυτό θα έπρεπε να ήταν σε γνώση του συνηγόρου του εφεσείοντα, ο οποίος είχε εγείρει ανεπιτυχώς τα ίδια θέματα σε άλλες δύο τουλάχιστον περιπτώσεις με παρόμοια περιστατικά ενώπιον του Εφετείου. Συγκεκριμένα, στην υπόθεση Συρίμη v. Παγκυπριακή Χρηματοδοτήσεις Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 1131, το Εφετείο αποφάνθηκε, μεταξύ άλλων, και επί αυτών των θεμάτων, αναφέροντας τα εξής:

“Όπως επισημαίνεται από το δικηγόρο του Εφεσίβλητου, οι Εγκύκλιοι της Κεντρικής Τράπεζας αποσκοπούσαν στο να παράσχουν υποδείξεις προς τις Τράπεζες και άλλους οργανισμούς που υπόκεινται στον έλεγχο της, για τον καλύτερο τρόπο χειρισμού διαφόρων θεμάτων ώστε οι ενέργειες τους να συνάδουν με την ευρύτερη δημοσιονομική πολιτική της Κεντρικής Τράπεζας και του κράτους. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι τυχόν παραβίαση της θα οδηγούσε αυτόματα σε ακύρωση οποιασδήποτε συμβατικής πράξης που προκύπτει ως αποτέλεσμα τυχόν παραβάσεως της Εγκυκλίου. Τέτοιου είδους παραβάσεις, αποτελούν εσωτερικό θέμα μεταξύ της Κεντρικής Τράπεζας και των Εμπορικών Τραπεζών και συχνά επιβάλλονται διοικητικές κυρώσεις στις Τράπεζες από την Κεντρική Τράπεζα, για παραβιάσεις όρων των Εγκυκλίων. Αν το περιεχόμενο της Εγκυκλίου σκοπούσε να θέσει ρητή απαγόρευση, αυτό θα μπορούσε να συμβεί με νομοθετική ρύθμιση.

……………………………………………………………………

……………………………………………………………………

Το δικαστήριο πολύ ορθά κατέληξε ότι ακόμα και αν από τις πιο πάνω εγκυκλίους προέκυπτε κατά τον επίδικο χρόνο θέμα δημόσιας πολιτικής, για τους λόγους που ήδη εξηγήσαμε, δεν θα μπορούσε να αφορά τους Εφεσίβλητους και ούτε θα μπορούσε να τους δεσμεύει, εφόσον δεν τους κοινοποιήθηκε. Αυτό εξάλλου υποστήριξε και η ίδια η Κεντρική Τράπεζα.”

Αλλά και σε μεταγενέστερη απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Καλλικάς v. Ελληνικής Τράπεζας Λτδ (2010) 1(Β) 1238, απορρίφθηκαν οι ίδιες θέσεις του συνηγόρου του εφεσείοντα και λέχθηκαν τα εξής:

“Συμφωνούμε απόλυτα με τον τρόπο που ο ευπαίδευτος Πρόεδρος προσέγγισε το θέμα για να καταλήξει ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση η συμφωνία δεν είναι παράνομη. Δεν προτιθέμεθα να επεκταθούμε, αφού πρόσφατα εξετάσαμε τα [*2247]ίδια ακριβώς θέματα που ηγέρθηκαν και πάλι από τον κ. Παπαντωνίου, στην υπόθεση Συρίμη v. Παγκυπριακή Χρηματοδοτήσεις Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 1131 και καταλήξαμε σε σχέση με τις εγκυκλίους της Κεντρικής Τράπεζας, ότι παρόμοια συμφωνία για άνοιγμα επενδυτικού λογαριασμού, δεν μπορούσε να θεωρηθεί παράνομη. Υιοθετούμε τις ίδιες απόψεις και εδώ.”

Ο τρόπος με τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε προσεγγίσει το θέμα, τον οποίο επικρότησε η Ολομέλεια, είχε ως εξής:

“Εγείρονται, επί του προκειμένου, δύο ερωτήματα. Το πρώτο, κατά πόσο οι εν λόγω εγκύκλιοι δημοσιοποιούν διαμορφωθείσα δημόσια πολιτική, χωρίς την κατάδειξη της οποίας δεν μπορεί να ευσταθήσει η υποστηριχθείσα θέση, και αν ναι, κατά πόσο η Τράπεζα τις παραβίασε. Η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι καταφανώς αρνητική, στοιχείο που εκθεμελιώνει και το δεύτερο. Με την εγκύκλιο τεκμ. 26(1) η Κεντρική Τράπεζα δεν απαγόρευσε τη χορήγηση δανείων για επενδυτικούς σκοπούς, αλλά σύστηνε στις Τράπεζες να τα περιορίσουν και να’ ναι πιο προσεκτικές. Με τη δεύτερη εγκύκλιο, το τεκμ. 26(2) δηλαδή – που φαίνεται να στάληκε μετά την αύξηση του πιστωτικού ορίου στις £250.000 – εκφραζόταν η προσδοκία (αναμενόταν, είναι η λέξη που χρησιμοποιείται) ότι στο μέλλον οι εμπορικές τράπεζες δεν θα προσφέρουν σε νέους επενδυτές ειδικούς λογαριασμούς για σκοπούς επενδύσεων, κάτι που δεν αφορούσε τον εναγόμενο ο οποίος ήταν παλιός επενδυτής. Εν πάση περιπτώσει, όπως και να εξετασθούν όλες οι εγκύκλιοι, δεν απαγορεύεται η παροχή πιστώσεων για επενδύσεις και, επομένως, δεν έχει καταδειχθεί η ύπαρξη δημόσιας πολιτικής που να τις απαγορεύει. Ούτε έχει τεκμηριωθεί παραβίαση των εν λόγω εγκυκλίων από την Τράπεζα, σ’ ό,τι αφορά τον επενδυτικό λογαριασμό του εναγόμενου.”

Περαιτέρω, δεν συμφωνούμε με την εισήγηση του συνηγόρου του εφεσείοντα ότι οι αποφάσεις στις προαναφερθείσες υποθέσεις διαφοροποιούνται από την παρούσα, επειδή οι αγορασθείσες για λογαριασμό του εκεί εφεσείοντα ήσαν ενεχυριασμένες. Τα νομικά θέματα αρχής που αποφασίσθηκαν ως προς τις εγκυκλίους της Κεντρικής Τράπεζας ισχύουν και εφαρμόζονται και στην παρούσα υπόθεση, όπου και τα ουσιώδη γεγονότα που τις περιβάλλουν δεν είναι ανόμοια.

Επομένως, αυτοί οι λόγοι έφεσης δεν μπορούν να ευσταθήσουν.

[*2248]Λόγος Έφεσης Αρ. 6.

Κάτω από αυτό το λόγο έφεσης, ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αγνόησε ότι η εφεσίβλητη, ο χρηματιστής και ο εφεσείων ήσαν τα μέρη του επενδυτικού σχεδίου της εφεσίβλητης στο οποίο προσχώρησε ο εφεσείων, στηριζόμενος σε σχέση εμπιστοσύνης προς αυτήν και ότι, επίσης αγνόησε ότι το κάθε μέρος είχε τα δικαιώματα και υποχρεώσεις του, θεωρώντας ότι μόνο υποχρεώσεις είχε ο εφεσείων.

Αυτός ο λόγος έφεσης παρατίθεται με το πιο πάνω λεκτικό στο Περίγραμμα Αγόρευσης του εφεσείοντα και δεν έτυχε καμιάς ανάπτυξης είτε στη γραπτή είτε στην προφορική αγόρευσή του. Παρέμεινε έτσι αδιευκρίνιστο ως προς το από πού μπορεί να συναχθεί ένα τέτοιο συμπέρασμα, όπως αυτό που ισχυρίζεται ο εφεσείων, ενώ παρέμεινε και ατεκμηρίωτος αυτός ο ισχυρισμός σε σχέση με δοθείσα μαρτυρία και/ή παραπομπές στην πρωτόδικη απόφαση.

Επομένως, δεν θα εξετάσουμε περαιτέρω αυτό το λόγο έφεσης.

Λόγοι Έφεσης αρ. 7, 8 και 9.

Με αυτούς τους λόγους έφεσης, ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αγνόησε τις αρχές που καθιερώθηκαν στην υπόθεση Marketrends Finance Ltd v. Πέρδικου κ.ά. (2006) 1(Β) Α.Α.Δ. 1042. Πιο συγκεκριμένα, ότι εσφαλμένα το Δικαστήριο αγνόησε ότι με βάση τους όρους του Σχεδίου, η εφεσίβλητη υπείχε θέση διαχειριστή της περιουσίας του εφεσείοντα και όφειλε να την διαχειρίζεται σωστά και, επίσης, εσφαλμένα έκρινε ότι δεν δημιουργήθηκε εμπίστευμα μεταξύ των διαδίκων.

Από την άλλη, η εφεσίβλητη αντιτείνει ότι αυτές οι θέσεις του εφεσείοντα εδράζονται στην εσφαλμένη βάση ότι με την επίδικη συμφωνία προνοείτο η διαχείριση χαρτοφυλακίου μετοχών του εφεσείοντα από την εφεσίβλητη, ενώ εκείνο το οποίο επρονοείτο ήταν η διαχείριση του λογαριασμού του εφεσείοντα από την εφεσίβλητη. Σύμφωνα με τους όρους της συμφωνίας, η εφεσίβλητη είχε δικαίωμα πώλησης των μετοχών σε συγκεκριμένες περιπτώσεις και ανάλογο δικαίωμα είχε και ο εφεσείων δίδοντας σχετικές εντολές στο χρηματιστή του. Η εφεσίβλητη ενημερωνόταν από το χρηματιστή του εφεσείοντα για τις πράξεις που είχαν γίνει στο Χ.Α.Κ. και προέβαινε σε σχετικές πληρωμές και εισπράξεις από και προς το χρηματιστή, καθώς επίσης σε χρεώσεις και πιστώσεις του λογαριασμού του.

[*2249]Στην πρωτόδικη απόφαση, το Δικαστήριο εντόπισε ότι, μέσα από τις πρόνοιες της επίδικης συμφωνίας, δεν διέκρινε κανένα σχεδιασμό σε σχέση με τις επενδύσεις. Όπως ανέφερε μάρτυρας της εφεσίβλητης, “επενδυτικό σχέδιο” απλά έτσι ονομαζόταν το προϊόν και ήταν στην απόλυτη ευχέρεια του εφεσείοντα αν θα επένδυε και τι θα αγόραζε και η οικονομική επιτυχία του εξαρτάται αποκλειστικά από τις δικές του επιλογές ως προς το τι να αγοράσει, τι να πωλήσει και πότε, ενώ είναι ξεκάθαρο στη συμφωνία ότι η εφεσίβλητη καμιά ανάμειξη είχε ή θα μπορούσε να έχει στις αγοραστικές επιλογές του εφεσείοντα. Οι δε επιλογές του εφεσείοντα εκφράζονταν προς το χρηματιστή του, την CLR, και η εφεσίβλητη πλήρωνε για τις αγορές για τις οποίες επληροφορείτο μετά που αυτές είχαν διεκπεραιωθεί.

Η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι καθόλα ορθή και σύμφωνη με τη νομολογία. Όπως άλλωστε είχε υποδειχθεί και στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Συρίμη (ανωτέρω), όπου ο ίδιος συνήγορος ήγειρε τα ίδια θέματα, ορθά ήταν που το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εφάρμοσε την επί του ζητήματος τούτου απόφαση στην υπόθεση Marketrends Finance Ltd (ανωτέρω), για το λόγο ότι εκεί οι εφεσείοντες ήταν διαχειριστές των μετοχών και αυτό που αποδόθηκε στον εφεσίβλητο ήταν τα έσοδα από την πώληση των μετοχών. Η δε θέση της εφεσείουσας στη Συρίμη ότι οι εφεσίβλητοι κατείχαν τις μετοχές της ως εμπιστευματοδόχοι και ως τέτοιοι είχαν ευθύνη έναντι της εφεσείουσας, κατ’ επίκληση της Marketrends ορθά δεν έγινε δεκτή.

Περαιτέρω, προσθέτουμε ότι στην περίπτωση του εδώ εφεσείοντα, οι μετοχές δίνονταν ως εξασφάλιση και αυτές απλά ενεγράφονταν σε συγκεκριμένο λογαριασμό με το όνομα και τα στοιχεία του εφεσείοντα και αγοραπωλησίες μετοχών μπορούσαν να γίνουν οποτεδήποτε αποφάσιζε ο εφεσείων, χωρίς τη συμμετοχή της εφεσίβλητης, κατ’ αντίθεση με την περίπτωση της Marketrends, όπου η συγκατάθεση της εταιρείας ήταν απαραίτητη για πώληση των μετοχών.

Επομένως, ούτε αυτοί οι λόγοι έφεσης μπορούν να ευσταθήσουν.

Λόγος Έφεσης αρ. 10.

Με αυτό το λόγο έφεσης ο εφεσείων προβάλλει τη θέση ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε και εφάρμοσε τον όρο 5 της επίδικης συμφωνίας και αγνόησε ότι, μετά την ανατροπή της αναλογίας εξασφάλισης, η εφεσίβλητη μπορούσε να αρνηθεί πωλήσεις εκ μέρους του εφεσείοντα. Το κείμενο του [*2250]όρου 5 της συμφωνίας είχε ως εξής:

“Η εταιρεία κατά τη διάρκεια συμμετοχής του πελάτη στο σχέδιο θα δέχεται τις οδηγίες του χρηματιστή διά την προσθήκη και/ή αφαίρεση, αγορά και/ή πώληση αξιών που κρατεί η Εταιρεία σαν εξασφάλιση της νοουμένου ότι οι σχετικές πράξεις θα γίνονται μέσω του λογαριασμού χρηματοδότησης του σχεδίου και νοουμένου επίσης ότι η εξασφάλιση της Εταιρείας θα παραμένει στα συμφωνηθέντα όρια.”

Όπως είχε υποδείξει ο πρωτόδικος Δικαστής, προσεκτική ανάλυση του όρου καταδεικνύει ότι εκείνο που μπορούσε η εφεσίβλητη να αρνηθεί, ήταν τη διενέργεια νέων αγορών σε περίπτωση παραβίασης των συμφωνηθέντων ορίων εξασφάλισης, αφού οι όποιες πωλήσεις θα είχαν ως αποτέλεσμα τη μείωση του χρεωστικού υπολοίπου με την υποχρεωτική κατάθεση του προϊόντος τους στο λογαριασμό του εφεσείοντα.

Εν πάση δε περιπτώσει, ο όρος αυτός είτε αναφερόταν σε αγορές είτε και πωλήσεις, δεν παρέπεμπε σε μπλοκάρισμα του λογαριασμού, όπως διατείνεται ο εφεσείων, αλλ’ έδιδε απλά στην εφεσίβλητη την επιλογή όπως μη εγκρίνει προτεινόμενες δικαιοπραξίες, στην περίπτωση κατά την οποία δεν ετηρείτο το συμφωνηθέν ύψος της εξασφάλισής της. Επρόκειτο καθαρά για δικαίωμα και όχι για υποχρέωση ή για αυτόματη απαγόρευση. Εξάλλου, όπως υποδεικνύει και η συνήγορος της εφεσίβλητης, σύμφωνα με δοθείσα μαρτυρία, ουδέποτε απαγορεύθηκε στον εφεσείοντα όπως προβεί σε πώληση μετοχών ακόμα και όταν το όριο εξασφάλισης ήταν χαμηλότερο του συμφωνηθέντος.

Ούτε και αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί.

Λόγος Έφεσης αρ. 11.

Όπως περαιτέρω ισχυρίζεται ο εφεσείων, το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα παραγνώρισε το γεγονός ότι η εφεσίβλητη, πολύ καθυστερημένα, απέστειλε την επιστολή ημερομηνίας 19.10.2004 προς τον εφεσείοντα, όταν το χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού του ήταν £100.087, οπότε και του ζητήθηκε να καταθέσει μετρητά ή μετοχές αξίας £87.974. Αυτό ενώ, σύμφωνα με τον εφεσείοντα, η ανατροπή της συμφωνηθείσας αναλογίας εξασφάλισης έγινε από την αρχή της λειτουργίας του σχεδίου. Κατ’ αυτό τον τρόπο, η εφεσίβλητη επέδειξε απραξία, ολιγωρία και απάθεια, εξυπηρετώντας τα δικά της συμφέροντα και είναι ένοχη επαγγελματικής αμέλειας.

[*2251]Σε σχέση με αυτό το λόγο έφεσης, θα πρέπει κατ’ αρχάς να παρατηρηθεί ότι, ανεξάρτητα από την ανοχή και προφανή καλή πίστη την οποία επέδειξε η εφεσίβλητη, μη ασκώντας δικαιώματα τα οποία είχε νωρίτερα, ο εφεσείων δεν υποδεικνύει πότε κατά την άποψή του θα έπρεπε να είχε ειδοποιηθεί για τη μη τήρηση των συμφωνηθέντων. Εν πάση δε περιπτώσει, όπως ορθά επισημαίνει και ο πρωτόδικος Δικαστής στη σελίδα 20 της εκκαλούμενης απόφασης, η επιστολή της 19.10.2000, όσο και αν ζητούσε την κατάθεση πρόσθετης εξασφάλισης, κατέγραφε πως η αξία του χαρτοφυλακίου μετοχών του εφεσείοντα ήταν κατά £12.026 μεγαλύτερη του τότε χρεωστικού του υπολοίπου. Επομένως, ο ίδιος ο εφεσείων, εάν δεν επέλεγε τη συνέχιση της δραστηριότητας του λογαριασμού με σκοπό περαιτέρω κέρδος, θα μπορούσε, κατά τη δεδομένη έστω στιγμή, να δώσει εντολή για πώληση των μετοχών του, οπότε όχι μόνο θα εξοφλούσε το χρεωστικό του υπόλοιπο, αλλά θα παρέμενε και με κέρδος περί τις £12.000. Πράγμα βέβαια που δεν έπραξε και για την πρόκληση τελικά μεγάλης ζημιάς, μέμφεται άλλους.

Δεν ευσταθεί επομένως ούτε αυτός ο λόγος έφεσης.

Λόγοι Έφεσης αρ. 12, 13, 14 και 15.

Θα συνεξετάσουμε αυτούς τους λόγους έφεσης λόγω της μεταξύ τους συνάφειας.

Με αυτούς τους λόγους έφεσης, ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα παραγνώρισε ότι:

α. Η εφεσίβλητη είχε υποχρέωση να αποκαθιστά και καλύπτει το όριο εξασφάλισης του λογαριασμού του εφεσείοντα.

β. Η εφεσίβλητη είχε υποχρέωση να πωλήσει τις μετοχές του με την ανατροπή του ορίου εξασφάλισης του λογαριασμού του.

γ. Η εφεσίβλητη είχε υποχρέωση να ενεργήσει ως εμπιστευματοδόχος και να λάβει έγκαιρα μέτρα προς αποτροπή πρόκλησης ζημιάς στον εφεσείοντα.

Όπως όμως ορθά επεσήμανε και το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφασή του, η επίδικη συμφωνία καμιά από τις πιο πάνω υποχρεώσεις δεν εναπόθετε στην εφεσίβλητη. Ισχυρίζεται ακόμα ο εφεσείων ότι η εφεσίβλητη επέδειξε επαγγελματική αμέλεια, καθότι παρέλειψε να εκτελέσει τις πιο πάνω υποχρεώσεις της [*2252]και επειδή, όπως επαναλαμβάνει, παρέλειψε να συμμορφωθεί προς τις οδηγίες – εγκυκλίους της Κεντρικής Τράπεζας, επειδή δεν ενήργησε ως εμπιστευματοδόχος κλπ..

Όλες αυτές οι θέσεις έχουν ήδη απορριφθεί κατά την εξέταση άλλων λόγων έφεσης και καλύπτονται από τις αποφάσεις της Ολομέλειας όπου είχαν απορριφθεί οι ίδιες θέσεις του συνηγόρου του εφεσείοντα στις προαναφερθείσες υποθέσεις Συρίμη και Καλλικάς (ανωτέρω).

Οποιαδήποτε περαιτέρω ενασχόληση με αυτούς τους λόγους έφεσης κρίνεται ως αχρείαστη.

Λόγος έφεσης αρ. 16.

Όπως περαιτέρω ισχυρίζεται ο εφεσείων, εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση έναντιόν του, χωρίς οποιαδήποτε απόδειξη εκ μέρους της εφεσίβλητης και παραβλέποντας το γεγονός ότι αυτή απέτυχε να αποσείσει το βάρος απόδειξης το οποίο είχε. Πιο συγκεκριμένα, ότι η εφεσίβλητη δεν παρουσίασε αυτούσιες τις εντολές του εφεσείοντα για αγοραπωλησίες μετοχών.

Ο ισχυρισμός αυτός είναι ολωσδιόλου αβάσιμος. Υπενθυμίζεται ότι ο ρόλος της εφεσίβλητης στην επίδικη συμφωνία ήταν η παροχή πιστωτικών διευκολύνσεων και όχι η διεκπεραίωση χρηματιστηριακής φύσεως εντολών. Η εφεσίβλητη παρουσίασε στο Δικαστήριο τα πινακίδια συναλλαγών που τις αποστέλλονταν από το χρηματιστή του εφεσείοντα, βάσει των οποίων προέβαινε σε χρεοπιστώσεις στο λογαριασμό του, στοιχεία τα οποία επεξηγούσαν και αιτιολογούσαν την κίνηση του λογαριασμού του. Εάν ο εφεσείων αμφισβητούσε την ορθότητα ή την ύπαρξη οποιωνδήποτε εντολών που φερόταν να είχε δώσει, αυτό σίγουρα θα συνιστούσε διαφορά μεταξύ του ιδίου και του χρηματιστή του, εναντίον του οποίου είχε υποχρέωση όπως κινηθεί δικαστικά, καθιστώντας τον τριτοδιάδικο, ή καθ’ οιονδήποτε άλλο τρόπο ήθελε κρίνει πρέποντα.

Τα στοιχεία τα οποία παρουσίασε στο Δικαστήριο η εφεσίβλητη, η ορθότητα του περιεχομένου των οποίων μάλιστα δεν φαίνεται να είχε αμφισβητηθεί, μαζί με τις λεπτομερείς καταστάσεις λογαριασμού, ήσαν ικανοποιητικά αποδεικτικά στοιχεία ώστε να στοιχειοθετηθεί το χρεωστικό του υπόλοιπο. Οι δε καταστάσεις του λογαριασμού του εφεσείοντα παρουσιάστηκαν ως τεκμήρια [*2253]από τον Μ.Ε.1 Χαραλάμπους, μετά που υποβλήθηκαν σ’ αυτόν ερωτήσεις, με τις απαντήσεις στις οποίες βεβαίωσε ενόρκως ότι αυτές αποτελούσαν μέρος του αρχείου της εφεσίβλητης, ότι έλεγξε ο ίδιος προσωπικά την ορθότητα των καταχωρήσεων σ’ αυτές κλπ. και χωρίς να υποβληθεί οποιαδήποτε ένσταση από τον εφεσείοντα στην παρουσίασή τους ως τεκμηρίων.

Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί.

Λόγος Έφεσης αρ. 17.

Σύμφωνα πάντα με τον εφεσείοντα, το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αγνόησε ότι η εφεσίβλητη κατακράτησε παράνομα και ιδιοποιήθηκε τις μετοχές του εφεσείοντα, τις οποίες αυτός είχε παραδώσει ως περιθώριο εξασφάλισης.

Ενώ αυτός ο λόγος έφεσης εμφανώς δεν υποστηρίζεται από τους ίδιους τους όρους της επίδικης συμφωνίας, επιχειρείται περαιτέρω η υποστήριξή του στη βάση της κατ’ ισχυρισμό υποχρέωσης της εφεσίβλητης όπως προέβαινε σε πώληση των μετοχών σε κάποιο αδιευκρίνιστο στάδιο, υποχρέωση η οποία, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, δεν υφίσταται.

Λόγος Έφεσης αρ. 18.

Βασιζόμενος στο Αρθρο 67 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, ο εφεσείων επαναφέρει και πάλι, κάτω από άλλη νομική βάση, την κατ’ ισχυρισμό μη εκτέλεση της υποχρέωσης της εφεσίβλητης να είχε πωλήσει τις μετοχές του “στο χρόνο που έπρεπε”.

Το Αρθρο 67 του Κεφ. 149 δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση. Σύμφωνα με τις πρόνοιές του, εάν ο δανειστής παραλείψει να αρνηθεί να παράσχει στον οφειλέτη εύλογες διευκολύνσεις προς εκπλήρωση της υπόσχεσής του, ο οφειλέτης δεν έχει τότε καμιά ευθύνη για τη μη εκπλήρωση η οποία οφείλεται στην εν λόγω παράλειψη ή άρνηση. Η μόνη “διευκόλυνση” την οποία επικαλείται εδώ ο εφεσείων ότι όφειλε να του παράσχει η εφεσίβλητη, δεν είναι άλλη παρά η υποχρέωση την οποία της καταλογίζει για ακόμα μια φορά, όπως προέβαινε σε πώληση των μετοχών του σε κάποιο πρόσφορο χρόνο. Αυτό όμως το θέμα έχει απαντηθεί προηγουμένως και, εν πάση περιπτώσει, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ο εφεσείων δεν απέδειξε ότι ο ίδιος ήταν έτοιμος και πρόθυμος να εκπλήρωνε τις δικές του υποχρεώσεις και τον εμπόδισε ή δεν τον διευκόλυνε η εφεσίβλητη.

[*2254]Λόγος Έφεσης αρ. 19.

Όπως περαιτέρω ισχυρίζεται ο εφεσείων, το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αγνόησε τις πρόνοιες του Αρθρου 73(3) του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, και την αποτυχία της εφεσίβλητης όπως λάβει μέτρα για μετριασμό της ζημιάς της.

Το προαναφερθέν άρθρο του περί Συμβάσεων Νόμου συναρτά τον υπολογισμό της απώλειας ή ζημιάς που προέκυψε από παράβαση σύμβασης με τα μέσα τα οποία υπήρχαν για θεραπεία της δυσχέρειας η οποία προκλήθηκε συνεπεία της μη εκτέλεσης της σύμβασης.

Σύμφωνα με τη θέση του εφεσείοντα, η εφεσίβλητη, αν και είχε κάθε δυνατότητα να πωλήσει έγκαιρα τις μετοχές του εφεσείοντα και να ενεργήσει έτσι ώστε ο εφεσείων να αποφύγει τη ζημιά που τελικά προκλήθηκε σ’ αυτόν, δεν το έπραξε και, κατά συνέπεια, αυτός τίποτε δεν οφείλει στην εφεσίβλητη, αλλ’ αντίθετα εδικαιούτο στην αποζημίωση την οποία ανταπαιτούσε.

Αυτός ο λόγος έφεσης είναι έκδηλα αβάσιμος, αφού εδράζεται σε μια τελείως εσφαλμένη αντίληψη της αρχής ως προς το καθήκον μείωσης της ζημιάς από πρόσωπο βλαβέν εξαιτίας παράβασης σύμβασης και δεν προτιθέμεθα να τον εξετάσουμε περαιτέρω. Εν πάση δε περιπτώσει, τα όσα έχουν λεχθεί προηγουμένως ως προς το δικαίωμα της εφεσίβλητης να πωλούσε τις μετοχές, θα μπορούσαν να κρίνουν την τύχη και αυτού του λόγου έφεσης.

Λόγοι Έφεσης αρ. 20 και 21.

Με αυτούς τους δύο λόγους έφεσης, ο εφεσείων θεωρεί επιλήψιμο και εσφαλμένο τον τρόπο και το αποτέλεσμα της αξιολόγησης της μαρτυρίας των δύο μαρτύρων της εφεσίβλητης Μ.Ε.1 Χαραλάμπους και Μ.Ε.2 Πουλλή.

Αν και στο Περίγραμμα Αγόρευσής του ο εφεσείων παρέπεμψε σε νομολογία ως προς τον ορθό τρόπο αξιολόγησης μαρτύρων από το Δικαστήριο, εν τούτοις, τίποτε το ουσιαστικό δεν αναφέρει ως προς το γιατί, στην προκείμενη περίπτωση, το Δικαστήριο δεν έπρεπε να αποδεχθεί τη μαρτυρία των δύο αυτών μαρτύρων ως αξιόπιστη. Όπως εισηγείται, μεταξύ άλλων γενικών αιτιάσεων, το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα παρασύρθηκε από την εντύπωση που του δημιούργησε ο Μ.Ε.1 και κατέληξε σε ευρήματα ως προς τον τρόπο λειτουργίας του σχεδίου, απλά και μόνο επειδή εσφαλμένα τον έκρινε αξιόπιστο. Αυτή η εισήγηση είναι τελείως [*2255]αβάσιμη. Το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε τη δοθείσα μαρτυρία ορθά και καθόλου δεν περιορίστηκε σε εντυπώσεις από την παράσταση των μαρτύρων στο εδώλιο του μάρτυρα. Αντίθετα, η μαρτυρία τους, όπως την αποδέχθηκε, πέρασε μέσα από τη βάσανο της έγγραφης μαρτυρίας και πλείστα όσα από τα κεφαλαιώδη ευρήματα του Δικαστηρίου βασίστηκαν στις πρόνοιες, τους όρους και την ορθή ερμηνεία των εγγράφων που κατέθεσαν οι μάρτυρες, των οποίων η μαρτυρία εναρμονιζόταν με αυτά.

Ούτε αυτοί οι λόγοι έφεσης μπορούν να ευσταθήσουν.

Λόγος Έφεσης αρ. 22.

Ο λόγος τούτος έφεσης αφορά στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του ίδιου του εφεσείοντα από το πρωτόδικο Δικαστήριο και, σύμφωνα με τη θέση του, αυτή ήταν εσφαλμένη επειδή περιορίστηκε σε αρνητική εντύπωση την οποία δημιούργησε ο μάρτυρας στο Δικαστήριο και, επειδή, όπως περαιτέρω ισχυρίζεται, δεν αιτιολογήθηκε η προσέγγιση του Δικαστηρίου σύμφωνα με την οποία δεν δέχθηκε μέρη της μαρτυρίας του μάρτυρα.

Οι πιο πάνω θέσεις του εφεσείοντα είναι άδικες και αδικαιολόγητες. Μπορεί το πρωτόδικο Δικαστήριο προς το τέλος της απόφασής του, στη σελίδα 23, να αναφέρθηκε στην πολύ πτωχή εντύπωση την οποία του έκανε ο εφεσείων ως μάρτυρας της αλήθειας και στο ότι προσπάθησε με κάθε τρόπο ψευδολογώντας όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά να αποποιηθεί των υποχρεώσεών του. Όμως, αυτή η αναφορά δεν ήταν παρά μια κατακλείδα, ένα γενικό συμπέρασμα, στο οποίο κατέληξε το Δικαστήριο μετά που είχε ήδη παραθέσει συγκεκριμένα μέρη της μαρτυρίας του εφεσείοντα, τα οποία σχολίασε και απέρριψε, αιτιολογώντας πλήρως αυτή του την ενέργεια. Παραπέμπουμε, για παράδειγμα, στη σελίδα 17 της προσβαλλόμενης απόφασης, όπου το Δικαστήριο αναφέρεται στον ισχυρισμό του εφεσείοντα ότι δεν είχε δώσει τις εντολές για αγορά μετοχών, ισχυρισμό ο οποίος, σύμφωνα με το Δικαστήριο, δεν έπεισε, αφού μάλιστα, όπως ο ίδιος ανέφερε, έδινε διάφορες εντολές προς τον ίδιο χρηματιστή του για αγορά μετοχών με άλλα κεφάλαια που διέθετε. Μετά, στη σελίδα 19, το Δικαστήριο αναφέρεται στην παραδοχή του εφεσείοντα ότι κανένας δεν του είπε ότι θα μπορούσε να πωλήσει τις μετοχές του και όταν ρωτήθηκε τότε γιατί δεν έδωσε εντολή να πωληθούν, απλά αυτός δεν απάντησε. Αργότερα, στη σελίδα 21, της Απόφασης, το Δικαστήριο αναφέρεται στο βασικό ισχυρισμό του εφεσείοντα ότι ο κίνδυνος περιοριζόταν στο να απωλέσει τις αξίες που [*2256]είχε μεταβιβάσει ως εξασφάλιση και όχι να βρεθεί υπόλογος για καταβολή πρόσθετων χρημάτων και ότι η εφεσίβλητη είχε έναντι του κάποια καθήκοντα, θέσεις τις οποίες το Δικαστήριο απορρίπτει, εφόσον τίποτε τέτοιο δεν προνοείτο στη συμφωνία. Στις σελίδες 20 (τέλος) – 21 το Δικαστήριο εντοπίζει διάσταση μεταξύ μέρους της δια ζώσης μαρτυρίας του εφεσείοντα και της γραπτής του δήλωσης την οποία είχε καταθέσει.

Αυτά είναι μόνο κάποια παραδείγματα τα οποία καταρρίπτουν τις αιτιάσεις του εφεσείοντα κάτω από αυτό το λόγο έφεσης. Υπάρχουν και άλλα τα οποία δεν θα μεταφέρουμε εδώ.

Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης γίνεται δεκτός.

Λόγος Έφεσης αρ. 23.

Σύμφωνα με αυτό το λόγο έφεσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο παραγνώρισε εσφαλμένα το γεγονός ότι μεταξύ εφεσίβλητης και εφεσείοντα δημιουργήθηκε σχέση εμπιστοσύνης μετά που ο εφεσείων εξωθήθηκε να συμμετάσχει στο σχέδιο της εφεσίβλητης. Ότι, περαιτέρω, ο εφεσείων με τους όρους της σύμβασης τέθηκε σε μειονεκτική θέση έναντι της εφεσείουσας, η οποία είχε έτσι αυξημένο καθήκον να τιμήσει την εμπιστοσύνη την οποία επεδείκνυε προς αυτήν ο εφεσείων.

Όπως έχει ήδη λεχθεί κατά την εξέταση του 6ου λόγου έφεσης, αυτός ο ισχυρισμός του εφεσείοντα περί δημιουργίας σχέσης εμπιστοσύνης, περί εξώθησής του όπως συμβληθεί κλπ., παρέμεινε τελείως ατεκμηρίωτος και είναι απορριπτέος.

Με τους ίδιους ισχυρισμούς σε σχέση με παρόμοια σύμβαση είχε ασχοληθεί και το Εφετείο στην απόφασή του στην υπόθεση Συρίμη (ανωτέρω), στην οποία τονίστηκε ότι οι μεταξύ των διαδίκων σχέσεις που δημιουργήθηκαν με παρόμοια σύμβαση δεν ήσαν τέτοιες ώστε η εφεσίβλητη να ήταν σε θέση να κυριαρχήσει επί της βούλησης του εφεσείοντα για να εξασφαλίσει αθέμιτο όφελος. Ούτε και υπήρχε μαρτυρία ότι η εφεσίβλητη ανέλαβε το ρόλο του συμβούλου του εφεσείοντα ή τη διαχείριση των μετοχών του ώστε να μπορούσε να συζητηθεί το ενδεχόμενο δημιουργίας σχέσης εμπιστοσύνης. Ως προς τα περί εξώθησης, ενθάρρυνσης, αθέμιτου επηρεασμού κλπ., τόσο στην υπόθεση Συρίμη όσο και εδώ, ελλείπει παντελώς το πραγματικό υπόβαθρο.

Απορρίπτεται και αυτός ο λόγος έφεσης.

[*2257]Λόγος Έφεσης αρ. 24.

Όπως περαιτέρω ισχυρίζεται ο αιτητής, το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αγνόησε τον περί Καταχρηστικών Ρητρών σε Καταναλωτικές Συμβάσεις Νόμο αρ. 93(Ι)/1996 και ειδικότερα τα Αρθρα 6(1) και 7, τα οποία επικαλέστηκε ο εφεσείων στην αγόρευσή του.

Όπως είναι γνωστό, με το Αρθρο 5(1) του προαναφερθέντα Νόμου, “καταχρηστική ρήτρα” θεωρείται κάθε ρήτρα η οποία, παρά την απαίτηση καλής πίστης, δημιουργεί σε βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισότητα ανάμεσα στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις των μερών που απορρέουν από τη σύμβαση. Σημειώνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε και απέρριψε όλους τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα περί κακής πίστης, ανισότητας όρων κλπ. Άλλωστε, κατά τον ίδιο τρόπο που προσέγγισε το θέμα το Εφετείο στην υπόθεση Συρίμη (ανωτέρω), μπορεί να λεχθεί ότι οι σχετικές ρήτρες στη συμφωνία των διαδίκων δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως καταχρηστικές, εφόσον ο εφεσίβλητος σε τελική ανάλυση είχε το δικαίωμα να ρευστοποιήσει τις μετοχές του και να εξοφλήσει το οφειλόμενο ποσό, ενδεχόμενα και με κέρδος. Και αν ακόμα οποιαδήποτε ρήτρα στην επίδικη συμφωνία θα μπορούσε να θεωρηθεί ως καταχρηστική, αυτό δεν θα απάλλασσε τον εφεσείοντα των υποχρεώσεων τις οποίες είχε αναλάβει, αλλά σύμφωνα με τις πρόνοιες της προαναφερθείσας νομοθεσίας, θα είχε ο εφεσείων, ως καταναλωτής, το δικαίωμα είτε να τερματίσει τη σύμβαση, είτε να επιμένει για τη μη εφαρμογή της.

Δεν μπορεί, επομένως, να ευσταθήσει ούτε αυτός ο λόγος έφεσης.

Λόγος Έφεσης αρ. 25.

Επικαλούμενος και πάλι τον όρο 5 της επίδικης συμφωνίας, ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε το γεγονός ότι αυτός ζήτησε από την εφεσίβλητη να πωλήσει τις υπό εγγύηση μετοχές του για πλήρη εξόφληση του λογαριασμού όταν το χρέος ήταν υπερκαλυμμένο κατά 12%.

Σε σχέση με αυτούς τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα, υπενθυμίζεται κατ’ αρχάς ότι η μαρτυρία του ιδίου, για καλούς λόγους δεν έγινε δεκτή από το Δικαστήριο, κριθείσα ως αναξιόπιστη. Ως προς το θέμα της κατ’ ισχυρισμό εντολής προς την εφεσίβλητη όπως προβεί σε κάποια χρονική στιγμή σε πώληση των μετοχών του, καμιά γραπτή εντολή δεν παρουσιάστηκε εκ μέρους του εφεσείοντα, ο [*2258]οποίος μάλιστα, κατά την αντεξέτασή του σε κάποιο σημείο, ανέφερε ότι στην εφεσίβλητη ουδέποτε έδωσε ο ίδιος οποιαδήποτε εντολή γενικά. Ειδικότερα όμως, ως προς το συγκεκριμένο θέμα που εγείρεται εδώ, το μόνο που φαίνεται να είχε αναφέρει στη γραπτή του δήλωση που κατατέθηκε στο Δικαστήριο, ήταν ότι μετά την επιστολή της εφεσίβλητης ημερομηνίας 16.10.2000, την οποία έλαβε το Δεκέμβριο του ίδιου έτους, επικοινώνησε με την εφεσίβλητη, με κάποιο υπεύθυνο “και τους είπα ρητά ότι δεν είχα καμία εξασφάλιση να βάλω και ότι έπρεπε να πωλήσω τώρα που ήταν καλυμμένος ο λογαριασμός”. Περαιτέρω, στην αντεξέτασή του ο μάρτυρας ανέφερε ότι, “Εγώ τηλεφώνησα, είχα τηλεφωνική επικοινωνία μαζί με τον υπεύθυνο της ενάγουσας και τους εξήγησα ξεκάθαρα τη θέση μου και μάλιστα τους είπα πουλήστε τις, κάνετε ότι θέλετε δεν πρόκειται να βάλω εγώ άλλη εγγύηση που αναφέρεστε.” Σε ερώτηση δε κατά πόσο έλεγξε να δει αν ακολουθήθηκε η κατ’ ισχυρισμό εντολή του, απάντησε, “Όχι, διότι θεωρούσα ότι δεν είναι δικοί μου λογαριασμοί ...” Πέραν του ότι η εκδοχή του εφεσείοντα δεν έγινε δεκτή, δεν υποστηρίζει καν τον ισχυρισμό του περί σαφούς εντολής, που εν πάση περιπτώσει δεν ήταν αρμοδιότητα της εφεσίβλητης να δέχεται εντολές για πώληση (ρευστοποίηση) μετοχών, που ήταν ένα δικαίωμα το οποίο είχε μόνο μετά τον τερματισμό της σύμβασης.

Επομένως, ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί.

Λόγος Έφεσης αρ. 26.

Διαφωνία εκφράζει ο εφεσείων κάτω από αυτό το λόγο έφεσης με το σχόλιο στο οποίο προέβηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο στη σελίδα 23 της προσβαλλόμενης απόφασής του, σύμφωνα με το οποίο εάν η εφεσίβλητη προέβαινε στην πώληση των μετοχών του εφεσείοντα και στη συνέχεια οι τιμές τους αυξάνονταν, τότε ο εφεσείων θα είχε παράπονο. Θεωρεί ο εφεσείων το σχόλιο τούτο ως ένα εσφαλμένο και αυθαίρετο συμπέρασμα, ότι δεν υπάρχει ένας τέτοιος όρος στη σύμβαση κλπ..

Δεν προτιθέμεθα να εξετάσουμε ένα τέτοιο λόγο έφεσης. Το σχόλιο στο οποίο προέβηκε το Δικαστήριο, υποθετικά όπως είχε εκφρασθεί, δεν αποσκοπούσε σε τίποτε άλλο παρά να καταδείξει ότι αφ’ ης στιγμής δεν υπήρχε οποιαδήποτε συμπεφωνημένη υποχρέωση της εφεσίβλητης να πωλήσει τις μετοχές σε καθορισμένο χρόνο, τότε η τυχόν άσκηση κρίσης εκ μέρους της ως προς την καταλληλότητα του χρόνου πώλησης ενδεχόμενα να την εξέθετε σε κινδύνους.

Επομένως, αδικαιολόγητα εγείρεται ένας τέτοιος λόγος έφεσης.

[*2259]Λόγος Έφεσης αρ. 27.

Αυτός ο λόγος έφεσης αποσύρθηκε.

Λόγος Έφεσης αρ. 28.

Ο εφεσείων ισχυρίζεται εδώ ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε και εσφαλμένα βασίστηκε στη ξένη νομολογία – υπόθεση China and South Sea Bank v. Tan [1989] 3 All E.R. 389, και προβαίνει ο εφεσείων σε σύγκριση μεταξύ των γεγονότων στην υπόθεση China and South Sea Bank με αυτά της παρούσας υπόθεσης για να καταδείξει σοβαρή διάσταση μεταξύ τους.

Έκδηλα δεν ευσταθεί ούτε αυτός ο λόγος έφεσης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε στην προαναφερθείσα Αγγλική απόφαση για να στηρίξει την αρχή ότι τα συμβατικά δικαιώματα της εφεσίβλητης, είναι ανεπίτρεπτο να μετατραπούν σε υποχρεώσεις, γιατί κάτι τέτοιο, όπως ορθά παρατήρησε, θα ανέτρεπε τα δικαιώματά της, δυνάμει του Αρθρου 134 του περί Συμβάσεων Νόμου, και θα ισοδυναμούσε με προσθήκη στο Νόμο, περιοριστικής πρόνοιας.

Όπως άλλωστε παρατήρησε και το Εφετείο στην προαναφερθείσα απόφασή του στην υπόθεση Συρίμη (ανωτέρω), στην οποία ο κ. Παπαντωνίου είχε εγείρει το ίδιο θέμα σε παρόμοια περιστατικά, μπορεί η πιο πάνω Αγγλική υπόθεση να διαφέρει ως προς τα περιστατικά της με την εδώ υπό εκδίκαση, αλλά καμιά διαφορά δεν διαπιστώνεται ως προς την εφαρμογή της αρχής του κοινοδικαίου, η οποία συνάδει με το δικό μας δίκαιο, σύμφωνα με την οποία ο δανειστής δεν καθίσταται και εμπιστευματοδόχος μετοχών που έχουν τεθεί προς εξασφάλιση και ούτε έχει οποιαδήποτε ευθύνη προς τον οφειλέτη, σε περίπτωση που δεν ασκήσει το δικαίωμα πώλησης που έχει και η αξία των μετοχών μειωθεί.

Λόγος Έφεσης αρ. 29.

Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο, σύμφωνα πάντα με τον εφεσείοντα, έκρινε ότι η ενάγουσα δεν ήταν θεματοφύλακας των μετοχών.

Αυτός ο λόγος έφεσης έχει απαντηθεί προηγουμένως κατά την εξέταση άλλων λόγων έφεσης και η έγερσή του οφείλεται προφανώς στην πεπλανημένη θέση ή αντίληψη του εφεσείοντα ότι η εφεσίβλητη ήταν διαχειρίστρια όχι απλά του λογαριασμού του εφεσείοντα, αλλά του χαρτοφυλακίου των μετοχών του σε [*2260]σχέση με το οποίο αυτός προέβαινε σε αγοραπωλησίες μετοχών μέσω του πληρεξουσιοδοτημένου χρηματιστή του.

Λόγος Έφεσης αρ. 30.

Όπως υποστηρίζει ο εφεσείων κάτω από αυτό το λόγο έφεσης, εσφαλμένα έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η εφεσίβλητη δεν ενεργούσε ως αντιπρόσωπος του εναγομένου.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο στο σχετικό μέρος της απόφασής του είχε αποφανθεί ότι οι χαρακτηρισμοί της εφεσίβλητης από τον εφεσείοντα ως θεματοφύλακα των μετοχών, εμπιστευματοδόχο ή αντιπρόσωπο, δεν θεμελιώνονται από τη συμφωνία των μερών που είναι η βάση καθορισμού των σχέσεών τους και των εκατέρωθεν δικαιωμάτων και υποχρεώσεών τους.

Όλα τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, τα οποία έχουν ήδη κριθεί ως ορθά κατά την εξέταση άλλων λόγων έφεσης οι οποίοι σχετίζονται με την πραγματική φύση της σύμβασης μεταξύ των διαδίκων και την ερμηνεία των βασικών της όρων, καταδεικνύουν ότι δεν ετίθετο θέμα δημιουργίας σχέσης αντιπροσώπου και αντιπροσωπευομένου και, επομένως, και αυτός ο λόγος έφεσης είναι αβάσιμος.

Λόγος Έφεσης αρ. 31.

Με αυτό το λόγο έφεσης, ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αγνόησε ότι ο ίδιος δεν έλαβε ανεξάρτητη νομική συμβουλή και ότι η εφεσίβλητη δεν προσπάθησε να του παράσχει ένα τέτοιο δικαίωμα. Επρόκειτο, όπως προσθέτει, για ένα περίπλοκο σχέδιο το οποίο ετοιμάστηκε από την εφεσίβλητη με τη βοήθεια των νομικών της συμβούλων και του έμπειρου και εξειδικευμένου προσωπικού της και αγνοώντας την νομική αρχή της προστασίας “του πλησίον” (protect your neighbour), η εφεσίβλητη παρέλειψε να προστατεύσει τον εφεσείοντα.

Όπως ορθά επισημαίνει και η συνήγορος της εφεσίβλητης, κατ’ αρχάς ο εφεσείων με τη δική του μαρτυρία παρουσίασε τον εαυτό του ως γνώστη και έμπειρο σε επενδύσεις στο Χρηματιστήριο, ο οποίος ενεργούσε και ως Διευθύνων Σύμβουλος σε εταιρεία εισηγμένη στο Χρηματιστήριο. Όπως ανέφερε, κατείχε και διαχειριζόταν κατά τον ουσιώδη χρόνο ένα εκατομμύριο διακόσιες χιλιάδες μετοχές και προέβαινε σε πάμπολλες πράξεις σε σχέση με άλλους λογαριασμούς. Δεν παρουσιαζόταν να ήταν πρόσωπο που έχρηζε βοήθει[*2261]ας ώστε να αντιληφθεί τους ουσιώδεις όρους ενός όχι ιδιαίτερα πολύπλοκου σχεδίου όπως ήταν το επίδικο. Σύμφωνα δε με τα ευρήματα του Δικαστηρίου, ήταν με δική του επιλογή που συμβλήθηκε με την εφεσίβλητη αφού του εξηγήθηκαν από άλλους οι γενικές πρόνοιες του σχεδίου και υπέγραψε ότι τις αντιλαμβανόταν πλήρως.

Εν πάση περιπτώσει, ο εφεσείων δεν επεξήγησε ποιους ειδικούς κινδύνους εμπεριείχε το σχέδιο πέραν ασφαλώς των εγγενών κινδύνων που διατρέχει κάποιος συναλλασσόμενος με εισηγμένες αξίες. Πέραν τούτου, όπως επισημάνθηκε και στην απόφαση Καλλικάς (ανωτέρω), όπου ηγέρθηκε παρόμοιο θέμα, η φύση της συναλλαγής ήταν ουσιαστικά δανειοδότηση και δεν επρόκειτο για παροχή εγγύησης από τον εφεσείοντα σε τρίτο πρόσωπο ώστε η υπόθεση να καλύπτεται από τη σχετική νομολογία που αφορά το καθήκον προστασίας συναλλαττομένου. (Alpha Bank Ltd v. Στεφάνου (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 1101).

Απορρίπτεται επομένως και αυτός ο λόγος έφεσης.

Λόγος Έφεσης αρ. 32.

Με τον τελευταίο αυτό λόγο έφεσης, ο εφεσείων εγείρει τον ισχυρισμό ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αγνόησε τη διασύνδεση με το επίδικο ζήτημα, της ανάλυσης στην οποία προέβηκε στην αγόρευσή του κάτω από την ενότητα “Δημόσια Πολιτική”.

Πέραν του θέματος της κατ’ ισχυρισμό παραβίασης δημόσιας πολιτικής, η οποία εκφράστηκε μέσα από τις εγκυκλίους της Κεντρικής Τράπεζας και απετέλεσε αντικείμενο άλλων λόγων έφεσης, ο εφεσείων εγείρει το ζήτημα ότι ως θέμα δημόσιου συμφέροντος ή δημόσιας πολιτικής, η εφεσίβλητη δεν εδικαιούτο σε βοήθεια από το Δικαστήριο ώστε να αποκομίσει όφελος από τις δικές της άδικες πράξεις. Παραπέμπει προς υποστήριξη της θέσης του αυτής ο εφεσείων, μεταξύ άλλων, και στην απόφαση στην υπόθεση Τρύφωνος κ.ά. ως διαχειριστές της περιουσίας του αποβιώσαντος Τρύφωνα Τρύφωνος v. Μινέρβα Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ (2006) 1(Α) Α.Α.Δ. 200.

Στην υπόθεση Τρύφωνος (ανωτέρω), αποβιώσας εκαλύπτετο από ασφαλιστικό συμβόλαιο ζωής και ο θάνατος του επήλθε κατά τη διάρκεια καταδίωξης του από την Αστυνομία, μετά που διέπραξε ένοπλη ληστεία σε υποκατάστημα τράπεζας. Η πλειοψηφία του Εφετείου στην απόφασή της, έκρινε ότι ως θέμα δημοσίου συμφέροντος, κανένας δε δικαιούται σε βοήθεια από το [*2262]Δικαστήριο για να αποκομίσει όφελος από δική του άδικη ή εγκληματική πράξη. Η δε αρχή αυτή εφαρμόζεται ακόμα και στην περίπτωση όπου το καλυπτόμενο από ασφάλεια ζημιογόνο γεγονός δεν είναι αποτέλεσμα άμεσης επιδίωξης του ασφαλισμένου, αλλά τούτο προέκυψε εξαιτίας εμπλοκής του σε άκρως επικίνδυνη κατάσταση όπου η επέλευση του συνιστούσε ορατή πιθανότητα και ο ασφαλισμένος εξακολουθεί να διακινδυνεύει.

Σχολιάζοντας την ορθή αρχή, η οποία επιβεβαιώθηκε στην προαναφερθείσα υπόθεση, χωρίς δυσκολία μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι η συσχέτιση της υπόθεσης εκείνης ή έστω της γενικής αρχής την οποία μεταφέρει, με τα περιστατικά και τα θέματα αρχής στην παρούσα υπόθεση, είναι ατυχής. Όπως είναι ήδη ξεκάθαρο από την εξέταση άλλων λόγων έφεσης, δεν θα μπορούσαμε να συμφωνήσουμε ότι με τη σύναψη ή την εκτέλεση της επίδικης συμφωνίας η εφεσίβλητη προέβηκε σε πράξεις εγκληματικές ή άδικες, ούτε ότι ενέπλεξε τον εφεσείοντα σε ατραπούς άκρως επικίνδυνες.

Με το σχέδιο το οποίο ετοίμασε η εφεσίβλητη παρέσχε την ευκαιρία σε άτομα που θα επέλεγαν να το πράξουν, όπως ήταν ο εφεσείων, να αποκτήσουν τα απαιτούμενα κεφάλαια για να προβαίνουν σε συναλλαγές στο Χρηματιστήριο μέσω του χρηματιστή τους με σκοπό το κέρδος και με εξασφάλιση της εφεσίβλητης την κατάθεση του 75% του ορίου που παρέσχε, είτε σε χρήμα, είτε σε αξία μετοχών. Ο μόνος κίνδυνος που ενυπήρχε ήταν η πιθανότητα μείωσης της αξίας αγορασθεισών μετοχών, που είναι εγγενής κίνδυνος τον οποίο διατρέχει κάθε επενδυτής ο οποίος επιλέγει κάτι τέτοιο.

Επομένως, ούτε αυτός ο λόγος έφεσης μπορεί να επιτύχει.

Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον του εφεσείοντα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο