Μελανθίου Προκόπης, υπό την ιδιότητά του ως πληρεξούσιος αντιπρόσωπος του Γεώργιου Μελανθίου ν. Mελάνθης Μελανθίου (2011) 1 ΑΑΔ 2342

(2011) 1 ΑΑΔ 2342

[*2342]28 Δεκεμβρίου, 2011

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]

ΠΡΟΚΟΠΗΣ ΜΕΛΑΝΘΙΟΥ, ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΩΣ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΣ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΣ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΕΛΑΝΘΙΟΥ,

Εφεσείων-Ενάγων,

v.

ΜΕΛΑΝΘΗΣ ΜΕΛΑΝΘΙΟΥ,

Εφεσιβλήτου-Εναγομένου.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 394/2008)

 

Ακίνητη ιδιοκτησία ― Εμπράγματο  βάρος― Κατά πόσον η έκδοση των ζητουμένων διαταγμάτων εκποίησης, θα ακύρωνε παρεμπίπτον απαγορευτικό διάταγμα που είχε εκδοθεί υπέρ της εφεσίβλητης προγενέστερα ― Το προσωρινό διάταγμα δεν συνιστά εμπράγματο βάρος επί του ακινήτου (in rem) στο οποίο αναφέρεται, αλλά προσωποπαγή υποχρέωση του προσώπου προς το οποίο απευθύνεται το διάταγμα, στο οποίο (πρόσωπο) απαγορεύει από του να πράξει κάτι (in personam).

Ο εφεσείων καταχώρησε αίτηση στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου, με την οποία ζήτησε την εκποίηση συγκεκριμένων τεσσάρων κτημάτων που ήταν εγγεγραμμένα επ’ ονόματι του εναγόμενου-εφεσίβλητου και καλύπτονταν από εμπράγματο βάρος (memo).

Υπέρ του εφεσείοντα και εις βάρος του εφεσίβλητου είχε εκδοθεί απόφαση για ποσό £25.000 πλέον τόκο.

Η αίτηση του εφεσείοντα επιδόθηκε τόσο στον εναγόμενο-εφεσίβλητο και στον Κτηματολογικό Λειτουργό Πάφου όσο και σε επτά άλλα πρόσωπα που είχαν επιβαρύνσεις επί της ακίνητης περιουσίας που αποτελούσε το αντικείμενο της αίτησης. Εταιρεία που κατέστη στη διαδικασία - καθ’ ης η αίτηση 8, καταχώρησε ένσταση στην προαναφερόμενη αίτηση, η οποία στηριζόταν στο γεγονός ότι υπέρ της είχε εκδοθεί παρεμπίπτον απαγορευτικό διάταγμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, σε αγωγή, με το οποίο απαγορευόταν, στον εναγόμενο-εφεσίβλητο, να προβεί σε πώληση, μεταβίβαση, υποθήκευση και/ή αποξένωση των δύο από τα τέσσερα επίδικα κτήματα, -των οποίων ζητείτο η εκποίηση με την προαναφερόμενη αίτηση-, μέχρι την απο[*2343]περάτωση της ρηθείσας αγωγής.

Σύμφωνα με τη θέση της τελευταίας, η έκδοση των ζητουμένων διαταγμάτων εκποίησης, ουσιαστικά θα ακύρωνε το προαναφερόμενο παρεμπίπτον απαγορευτικό διάταγμα υπέρ της.

Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ημερομηνία καταχώρισης του προσωρινού διατάγματος προηγείτο της ημερομηνίας εγγραφής της δικαστικής απόφασης, της οποίας ζητείτο η εκτέλεση και ότι η κατάθεση του προσωρινού διατάγματος αποτελούσε εμπράγματο βάρος επί του ακινήτου στο οποίο αναφερόταν.

Έκρινε συνακόλουθα ότι σε περίπτωση έκδοσης του αιτούμενου διατάγματος θα υπήρχαν δύο αντιφατικά διατάγματα επί του ιδίου ακινήτου και ότι δεν μπορούσε να εκδώσει ένα διάταγμα με το οποίο ουσιαστικά να ακύρωνε άλλο διάταγμα σε άλλη αγωγή το οποίο μάλιστα έχει καταστεί απόλυτο ύστερα από ακροαματική διαδικασία.

Ως εκ τούτου, ενέκρινε την αίτηση ως προς τα δύο ακίνητα που δεν επηρεάζονταν από το παρεμπίπτον διάταγμα, αλλά την απέρριψε ως προς τα υπόλοιπα δύο ακίνητα που αποτελούσαν το αντικείμενο του παρεμπίπτοντος απαγορευτικού διατάγματος.

Η απόφαση εφεσιβλήθηκε και μεταξύ άλλων οι εφεσείοντες υποστήριξαν ότι:

α)    Το προσωρινό διάταγμα που κατέθεσε η εταιρεία-καθ’ ης η αίτηση 8, απευθυνόταν προς τον εναγόμενο και τον διέτασσε να μην πωλήσει ή αποξενώσει την ακίνητη περιουσία του και η έγκριση της αίτησης για εκποίηση των δύο προαναφερομένων ακινήτων δεν θα συνιστούσε αντινομία, καθότι δεν θα διέτασσε τον εναγόμενο να πράξει οτιδήποτε εναντίον της υποχρεώσεως του που απέρρεε από το παρεμπίπτον διάταγμα.

β)    Ήταν εσφαλμένη η πρωτόδικη θέση ότι εκείνος που προηγείται χρονικά έχει και το ισχυρότερο δικαίωμα.

Αποφασίστηκε ότι:

1. Τα δύο δικαιώματα, που δημιουργήθηκαν (α) από την εγγραφή της απόφασης του δικαστηρίου υπέρ του εφεσείοντα, υπό μορφή ΜΕΜΟ επί της περιουσίας του εφεσιβλήτου, που είναι εμπράγματο βάρος και (β) το παρεμπίπτον απαγορευτικό διάταγμα που εκδόθηκε εις βάρος του εφεσίβλητου προσωπικά και υπέρ της εφεσί[*2344]βλητης-καθ’ ης η αίτηση 8, το οποίο ήταν προσωποπαγές βάρος, δεν έχουν την ίδια νομική ισχύ και το ίδιο νομικό αποτέλεσμα και επομένως δεν ετίθετο θέμα εφαρμογής της αρχής ότι το δικαίωμα που προηγείται χρονικά είναι το ισχυρότερο.

2. Το αξίωμα εκείνο ισχύει όταν τα δύο δικαιώματα που συγκρίνονται έχουν την ίδια φύση και την ίδια νομική συνέπεια, πράγμα όμως που στην προκείμενη περίπτωση δεν ισχύει.

3. Λόγω της διαφορετικής φύσης (α) του ζητηθέντος διατάγματος για εκποίηση ΜΕΜΟ, με το οποίο δεσμεύονταν τα δύο κτήματα, και (β) του παρεμπίπτοντος απαγορευτικού διατάγματος που απαγόρευε προσωπικά στον εναγόμενο-εφεσίβλητο να αποξενώσει τα προαναφερόμενα δύο κτήματα ήταν εσφαλμένη η πρωτόδικη διαπίστωση ότι «σε περίπτωση έκδοσης του αιτούμενου διατάγματος θα υπήρχαν δύο αντιφατικά διατάγματα επί του ιδίου ακινήτου.

4. Λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο αρνήθηκε να διατάξει την εκποίηση του ΜΕΜΟ και σχετικά με τα δύο επίδικα κτήματα.

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα. Εκδόθηκε διάταγμα στην έκταση που αφορούσαν τα επίδικα ακίνητα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

R.C.K. Sports Ltd (Aρ. 1) (1993) 1 Α.Α.Δ. 571,

Αντρέα v. Takis D. Chamboulides Ltd (1993) 1 Α.Α.Δ. 6.

Έφεση.

Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Σταματίου, Π.E.Δ.), (Αγωγή Aρ. 2552/04), ημερομ. 6.11.2008.

Μ. Εύζωνα (κα), για τον Εφεσείοντα.

Γ. Ζ. Γεωργίου, για την Εφεσίβλητη-Καθ’ ης η αίτηση 8 -        Liberty Life Insurance Public Co. Ltd.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάτος.

[*2345]ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Ο εφεσείων καταχώρησε αίτηση ημερ. 12.12.2007, στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου, με την οποία ζήτησε την εκποίηση συγκεκριμένων τεσσάρων κτημάτων στο χωριό Άρμου, που ήταν εγγεγραμμένα επ’ ονόματι του εναγόμενου-εφεσίβλητου και καλύπτονταν από το MEMO 1249/07, ημερ. 28.11.2007.

Σύμφωνα με την ένορκη δήλωση που καταχωρήθηκε προς υποστήριξη της προαναφερόμενης αίτησης, είχε εκδοθεί υπέρ του εφεσείοντα και εις βάρος του εφεσίβλητου απόφαση για ποσό £25.000.- πλέον τόκο. Ο εφεσίβλητος-εναγόμενος είναι ιδιοκτήτης των κτημάτων που περιγράφονται στο ΜΕΜΟ, δεν κατέχει κινητή περιουσία και δεν είναι γεωργός. Η αξία των τεσσάρων κτημάτων ανέρχεται σε ποσό πέραν των €800.000.- περίπου.

Η αίτηση του εφεσείοντα επιδόθηκε τόσο στον εναγόμενο-εφεσίβλητο και στον Κτηματολογικό Λειτουργό Πάφου όσο και σε επτά άλλα πρόσωπα που έχουν επιβαρύνσεις επί της ακίνητης περιουσίας που αποτελεί το αντικείμενο της αίτησης. Η εταιρεία Liberty Life Insurance Public Co. Ltd (στο εξής η Liberty Life), που είναι η εφεσίβλητη-καθ’ ης η αίτηση 8 στην παρούσα διαδικασία, καταχώρησε ένσταση στην προαναφερόμενη αίτηση, η οποία βασιζόταν στους εξής κυρίως λόγους:

Υπέρ της εφεσίβλητης-καθ’ ης η αίτηση 8 εκδόθηκε παρεμπίπτον απαγορευτικό διάταγμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, στην Αγωγή 7056/04 στις 21.7.2004, με το οποίο απαγορευόταν, στον εναγόμενο-εφεσίβλητο, να προβεί σε πώληση, μεταβίβαση, υποθήκευση και/ή αποξένωση των δύο από τα τέσσερα επίδικα κτήματα, των οποίων ζητείτο η εκποίηση με την προαναφερόμενη αίτηση, μέχρι την αποπεράτωση της Αγωγής 7056/04. Μετά από ακροαματική διαδικασία το  παρεμπίπτον απαγορευτικό διάταγμα οριστικοποιήθηκε στις 26.11.2004. Το παρεμπίπτον διάταγμα επιδόθηκε στον εναγόμενο-εφεσίβλητο και βρίσκεται σε ισχύ μέχρι την έκδοση της απόφασης στην Αγωγή 7056/04, που δεν έχει εκδοθεί μέχρι σήμερα. Η έκδοση των ζητουμένων διαταγμάτων εκποίησης, ουσιαστικά ακυρώνει το προαναφερόμενο παρεμπίπτον απαγορευτικό διάταγμα υπέρ της Liberty Life. Επίσης παραβιάζει και τους κανονισμούς και τη διαδικασία του Κτηματολογίου, όσον αφορά τις επιβαρύνσεις.

Στα πλαίσια της ακροαματικής διαδικασίας ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου που εξέτασε την αίτηση ημερ. 12.12.2007, προβλήθηκε ισχυρισμός ότι το πρωτόδικο δικαστήριο (Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου) στερείτο δικαιοδοσίας να [*2346]εκδώσει τα ζητούμενα διατάγματα αφού κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με ακύρωση της απόφασης ομοβάθμιου του δικαστηρίου, δηλαδή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας.

Κατά την ακροαματική διαδικασία της αιτήσεως κατέθεσε και ο κ. Νίκος Καστανιάς, υπάλληλος στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Πάφου, ο οποίος είπε, μεταξύ άλλων, πως για σκοπούς του Κτηματολογίου η καταχώριση προσωρινού διατάγματος αποτελεί επιβάρυνση του ακινήτου. Σε περίπτωση που εκδίδεται διάταγμα εκποίησης ΜΕΜΟ αναφορικά με κτήμα για το οποίο έχει εκδοθεί και προσωρινό διάταγμα, το Κτηματολόγιο ειδοποιεί τα ενδιαφερόμενα μέρη και, σύμφωνα με την πρακτική του, δεν προβαίνει σε εγγραφή του (εκποιηθέντος) κτήματος στο όνομα του πλειοδοτούντος, μέχρι να ξεκαθαρίσει το θέμα του προσωρινού διατάγματος.

Το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε τη μαρτυρία του κ. Καστανιά, η οποία δεν αμφισβητήθηκε, και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι για τα δύο από τα τέσσερα ακίνητα, των οποίων ζητείτο η εκποίηση από τον εφεσείοντα, προς εκτέλεση του ΜΕΜΟ, υπήρχε προσωρινό διάταγμα προς όφελος της Liberty Life, το οποίο δέσμευε (προσωπικά) τον εναγόμενο-εφεσίβλητο. Η ημερομηνία καταχώρισης του προσωρινού διατάγματος προηγείτο της ημερομηνίας εγγραφής της δικαστικής απόφασης, της οποίας ζητείτο η εκτέλεση με την αίτηση ημερ. 12.12.2007.

Το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε σε δύο αποφάσεις.  Στην υπόθεση R.C.K. Sports Ltd (Aρ. 1) (1993) 1 Α.Α.Δ. 571 και στην υπόθεση Αντρέα v. Takis D. Chamboulides Ltd (1993) 1 Α.Α.Δ. 6. Στην πρώτη υπόθεση, κρίθηκε ότι το δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να εκδώσει προσωρινό διάταγμα, σε πολιτική αγωγή, το οποίο στην πραγματικότητα αναιρεί προηγούμενο υφιστάμενο προσωρινό διάταγμα, άλλου δικαστηρίου, σε άλλη αγωγή, μεταξύ των ιδίων διαδίκων. Στη δεύτερη υπόθεση, εκδόθηκαν τελικά διατάγματα υπέρ μιας τράπεζας, σε μια αγωγή, τα οποία επέβαλλαν στους εναγόμενους την υποχρέωση παράδοσης στην τράπεζα επτά αυτοκινήτων. Ακολούθως ο ενάγων, σε δεύτερη αγωγή, επεδίωξε προσωρινό διάταγμα το οποίο αποσκοπούσε στο να επιβάλει στους εναγόμενους και πάλι την υποχρέωση να μην στερήσουν τον ενάγοντα της κατοχής και της χρήσης των ιδίων επτά αυτοκινήτων. Το δικαστήριο αποφάσισε ότι η αντιφατικότητα ήταν έκδηλη και κάτω από αυτές τις συνθήκες το δεύτερο διάταγμα δεν θα έπρεπε να είχε εκδοθεί.

Καθοδηγούμενο από τις προαναφερόμενες δύο αποφάσεις, το [*2347]πρωτόδικο δικαστήριο παρατήρησε ότι: «Η κατάθεση του προσωρινού διατάγματος αποτελεί εμπράγματο βάρος επί του ακινήτου στο οποίο αναφέρεται.» Παρατήρησε επίσης ότι το προσωρινό διάταγμα στην Αγωγή 7056/04 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας εκδόθηκε την 21.7.2004, κατατέθηκε στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο στις 27.7.2004 και οριστικοποιήθηκε την 26.11.2004, ενώ η απόφαση που εκδόθηκε υπέρ του εφεσείοντα-ενάγοντα κατατέθηκε στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Πάφου στις 20.11.2007. Με αυτά τα δεδομένα, το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι «σε περίπτωση έκδοσης του αιτούμενου διατάγματος θα υπάρχουν δύο αντιφατικά διατάγματα επί του ιδίου ακινήτου.»

Στη συνέχεια το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε και στην αρχή του δικαίου της επιεικείας, ότι εκείνος που προηγείται χρονικά, έχει και το ισχυρότερο δικαίωμα και επομένως, εφόσον η καταχώριση του προσωρινού διατάγματος προηγείτο της καταχώρισης της δικαστικής απόφασης, το δικαστήριο δεν μπορούσε να αγνοήσει την ύπαρξη του προσωρινού διατάγματος και να εκδώσει διάταγμα πώλησης του ακινήτου. Αυτό άλλωστε, όπως παρατήρησε το πρωτόδικο δικαστήριο, θα ερχόταν σε αντίθεση και με την πρακτική που ακολουθείται από το Κτηματολόγιο σε τέτοιες περιπτώσεις.

Ενόψει των όσων παρατήρησε το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν μπορούσε να εκδώσει ένα διάταγμα με το οποίο ουσιαστικά να ακυρώνει άλλο διάταγμα σε άλλη αγωγή το οποίο μάλιστα έχει καταστεί απόλυτο μετά από ακροαματική διαδικασία. Ως εκ τούτου, ενέκρινε την αίτηση ως προς τα δύο ακίνητα που δεν επηρεάζονταν από το παρεμπίπτον διάταγμα, αλλά την απέρριψε ως προς τα υπόλοιπα δύο ακίνητα που αποτελούσαν το αντικείμενο του παρεμπίπτοντος απαγορευτικού διατάγματος. Ως προς τα έξοδα επεδίκασε έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης-καθ’ ης η αίτηση 8.

Με την παρούσα έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με τέσσερις λόγους.

Ο πρώτος λόγος αφορά στην απόρριψη του προαναφερόμενου μέρους της αίτησης των εφεσειόντων, με έξοδα εις βάρος τους. Κατά τους εφεσείοντες το προσωρινό διάταγμα που κατέθεσε η εφεσίβλητη-καθ’ ης η αίτηση 8, απευθύνεται προς τον εναγόμενο και τον διατάσσει να μην πωλήσει ή αποξενώσει την ακίνητη περιουσία του και η έγκριση της αίτησης για εκποίηση των δύο προαναφερομένων ακινήτων δεν θα συνιστούσε αντινομία, καθότι δεν θα διέτασσε τον εναγόμενο να πράξει οτιδήποτε εναντίον της υπο[*2348]χρεώσεως του που απέρρεε από το παρεμπίπτον διάταγμα.

Με το δεύτερο λόγο έφεσης προσβάλλεται η εφαρμογή της αρχής ότι εκείνος που προηγείται χρονικά έχει και το ισχυρότερο δικαίωμα. Κατά τους εφεσείοντες το πρωτόδικο δικαστήριο εφάρμοσε την αρχή αυτή λανθασμένα στα γεγονότα της υπόθεσης.

Με τους λόγους έφεσης 3 και 4 προσβάλλεται το μέρος της πρωτόδικης απόφασης που αφορά στην επιδίκαση εξόδων εις βάρος του ενάγοντα-εφεσείοντα.

Κατά την εκτίμηση μας η πρωτόδικη απόφαση είναι λανθασμένη.  Το λάθος ουσιαστικά ξεκίνησε από τη διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η κατάθεση του προσωρινού διατάγματος αποτελεί εμπράγματο βάρος επί του ακινήτου στο οποίο αναφέρεται. Το προσωρινό διάταγμα δεν συνιστά εμπράγματο βάρος επί του ακινήτου (in rem) στο οποίο αναφέρεται, αλλά συνιστά προσωποπαγή υποχρέωση του προσώπου προς το οποίο απευθύνεται το διάταγμα, στο οποίο (πρόσωπο) απαγορεύει από του να πράξει κάτι (in personam). Τα δύο δικαιώματα, που δημιουργήθηκαν (α) από την εγγραφή της απόφασης του δικαστηρίου υπέρ του εφεσείοντα, υπό μορφή ΜΕΜΟ επί της περιουσίας του εφεσιβλήτου, που είναι εμπράγματο βάρος και (β) το παρεμπίπτον απαγορευτικό διάταγμα που εκδόθηκε εις βάρος του εφεσίβλητου προσωπικά και υπέρ της εφεσίβλητης-καθ’ ης η αίτηση 8, το οποίο ήταν προσωποπαγές βάρος, δεν έχουν την ίδια νομική ισχύ και το ίδιο νομικό αποτέλεσμα και επομένως δεν τίθεται θέμα εφαρμογής της αρχής ότι το δικαίωμα που προηγείται χρονικά είναι το ισχυρότερο. Το αξίωμα εκείνο ισχύει όταν τα δύο δικαιώματα που συγκρίνονται έχουν την ίδια φύση και την ίδια νομική συνέπεια, όπως συνέβαινε στις δύο προαναφερόμενες αποφάσεις από τις οποίες λανθασμένα καθοδηγήθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο, πράγμα όμως που στην προκείμενη περίπτωση δεν ισχύει.

Λόγω της διαφορετικής φύσης (α) του ζητηθέντος διατάγματος για εκποίηση ΜΕΜΟ, με το οποίο δεσμεύονταν τα δύο κτήματα, και (β) του παρεμπίπτοντος απαγορευτικού διατάγματος που απαγόρευε προσωπικά στον εναγόμενο-εφεσίβλητο να αποξενώσει τα προαναφερόμενα δύο κτήματα, κρίνουμε ως λανθασμένη την πρωτόδικη διαπίστωση ότι «σε περίπτωση έκδοσης του αιτούμενου διατάγματος θα υπάρχουν δύο αντιφατικά διατάγματα επί του ιδίου ακινήτου». Το παρεμπίπτον διάταγμα δεν είναι διάταγμα «επί του ακινήτου» (in rem), αλλά διάταγμα που  επενεργεί επί του συγκεκριμένου προσώπου μόνο (in personam).

[*2349]Ενόψει των προαναφερομένων θεωρούμε ότι κακώς το πρωτόδικο δικαστήριο αρνήθηκε να διατάξει την εκποίηση του ΜΕΜΟ αναφορικά με τα δύο προαναφερόμενα κτήματα και κακώς απέρριψε το μέρος της αίτησης του εφεσείοντος που αφορούσε στα δύο αυτά κτήματα, με έξοδα.

Υπό τις περιστάσεις η πρωτόδικη απόφαση κρίνεται ως λανθασμένη όσον αφορά τη μη έκδοση του ζητουμένου διατάγματος στην έκταση μόνο που αφορούσε τα ακίνητα (α) και (β) του Πίνακα «Α» της αίτησης, και, αυτό το μέρος της απόφασης, παραμερίζεται. Εκδίδεται διάταγμα ως οι παράγραφοι Α και Β της αίτησης και στην έκταση που αφορούν τα ακίνητα (α) και (β) του Πίνακα «Α» της αίτησης. Τα έξοδα της παρούσας διαδικασίας και της πρωτόδικης διαδικασίας επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα και εις βάρος της εφεσίβλητης-καθ’ ης η αίτηση 8 και να υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα. Εκδίδεται διάταγμα στην έκταση που αφορά τα επίδικα ακίνητα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο