(2012) 1 ΑΑΔ 28
[*28]17 Ιανουαρίου, 2012
[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΓΕΩΡΓΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΛΑΤΩΝΙΑ ΛΤΔ,
Εφεσείοντες,
v.
MOHAMMAD AL SHARIF,
Εφεσιβλήτου.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 358/2008)
Αστικά αδικήματα ― Αμέλεια ― Υποχρέωση παροχής ασφαλούς συστήματος εργασίας ― Επικύρωση πρωτόδικης κρίσης ότι οι εφεσείοντες, ως εργοδότες, απέτυχαν να παράσχουν στον εφεσίβλητο ασφαλές σύστημα εργασίας ενόψει προβλεπτού κινδύνου πτώσης του εφεσίβλητου από όχημα κατά τη μεταφορά κιβωτίων.
Αστικά αδικήματα ― Συντρέχουσα αμέλεια ― Η εκτέλεση επικίνδυνης εργασίας από εργοδοτούμενο, όταν δεν έχει στην ουσία επιλογή, διότι διαφορετικά κινδυνεύει να απωλέσει την εργασία του, δεν είναι παράγωγος συντρέχουσας αμέλειας.
Αστικά αδικήματα ― Συντρέχουσα αμέλεια ― Δεν εδράζεται σε καθήκον επιμέλειας που φέρει ο ενάγων απέναντι στον εναγόμενο, αλλά στο καθήκον αυτοπροστασίας του με την επίδειξη ανάλογης επιμέλειας ― Το βάρος της απόδειξης συντρέχουσας αμέλειας, το φέρει ο εναγόμενος και δεν εναπόκειται στον ενάγοντα να το αποσείσει εκ προοιμίου.
Πολιτική Δικονομία ― Δικόγραφα ― Διάταξη 19 ― Ορίζει την καταγραφή των ουσιωδών γεγονότων και μόνο, κατά συνοπτικό τρόπο ― Το τι αποτελεί ουσιώδες γεγονός δεν είναι πάντοτε εύκολο να διακριβωθεί ώστε να καταγραφεί στην έκθεση απαίτησης ― Η λέξη «ουσιώδες» σημαίνει εκείνο το αναγκαίο γεγονός με σκοπό τη διαμόρφωση της αιτίας αγωγής κατά ολοκληρωμένο τρόπο.
Εφετείο ― Επισημάνσεις Εφετείου αναφορικά με τον τρόπο σύνταξης δικογράφων.
[*29]Οι εφεσείοντες αντιμετώπισαν πρωτοδίκως αγωγή του εφεσίβλητου με την οποία αξίωσε γενικές και ειδικές αποζημιώσεις συνεπεία εργατικού ατυχήματος που υπέστη κατά την εργοδότηση του από τους εφεσείοντες.
Το ατύχημα συνέβη όταν ανατέθηκε στον εφεσίβλητο να συνοδεύσει και να υποστηρίζει κιβώτια τα οποία είχαν τοποθετηθεί στο ακάλυπτο πίσω μέρος μονοκάμπινου οχήματος, για να μεταφερθούν σε ένα γειτονικό αμπελώνα απ’ όπου εργαζόταν ο εφεσίβλητος.
Ο εφεσίβλητος αρνούμενος αρχικά να ανέβει στον πίσω χώρο για να υποβαστάζει τα κιβώτια, στη συνέχεια υπάκουσε υπό το φως της απειλής της συζύγου του διευθυντή των εφεσειόντων ότι διαφορετικά θα έχανε την δουλειά του. Ο εφεσίβλητος τοποθέτησε τον εαυτό του στο πίσω μέρος και στο μοναδικό χώρο που ήταν άδειος από κιβώτια κοντά στην οπίσθια πόρτα της καρότσας, η οποία είχε παραμείνει ανοικτή.
Κατά τη διαδρομή σε χωμάτινο δρόμο, τόσο ο εφεσίβλητος, όσο και τα κιβώτια, έπεσαν στο έδαφος για άγνωστο λόγο και ο τελευταίος υπέστη συντριπτικό κάταγμα κνήμης και περόνης για το οποίο, υπό γενική αναισθησία, έγινε με ανοικτή ανάταξη, εσωτερική οστεοσύνθεση με τη χρήση πλάκας («πλατίνας») και κοχλίων, το δε πόδι τοποθετήθηκε σε γύψο.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε μεταξύ άλλων στο συμπέρασμα ότι οι εφεσείοντες, ως εργοδότες, απέτυχαν να παράσχουν στον εφεσίβλητο ασφαλές σύστημα εργασίας ενόψει προβλεπτού κινδύνου πτώσης του εφεσίβλητου από το όχημα κατά τη μεταφορά των κιβωτίων σύμφωνα με τις εντολές προσώπου, η οποία ενεργούσε κατά τον ουσιώδη χρόνο εκ μέρους και για λογαριασμό των εφεσειόντων. Σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο, η ίδια, όφειλε να μεριμνήσει ώστε τα κιβώτια να είχαν στερεωθεί επαρκώς στο όχημα και όχι απλώς να διατάξει τον εφεσίβλητο επ’ απειλή απώλειας της εργασίας του, να ανέβει στο όχημα και να συγκρατεί τα κιβώτια κατά τη μεταφορά τους.
Με την έφεση αμφισβητήθηκε το σύνολο των ευρημάτων και η κατάληξη επί της αξιοπιστίας, χωρίς ωστόσο να αμφισβητηθούν τα επιδικασθέντα ποσά. Προβλήθηκαν μεταξύ άλλων τα εξής:
α) Το πρωτόδικο Δικαστήριο υπό πλάνη δεν περιορίστηκε στα ενώπιον του δικογραφημένα επίδικα θέματα, εξετάζοντας μη δικογραφημένους ισχυρισμούς και αποδεχόμενο σχετική μαρτυρία, [*30]αδικαιολόγητα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το ατύχημα συνέβηκε κατά τη διάρκεια της εργοδότησης του εφεσείοντα είτε από πλευράς ωραρίου, είτε από πλευράς χώρου εργασίας.
β) Εσφαλμένα δεν ελήφθη υπόψη το γεγονός ότι δεν αναφέρθηκε στην έκθεση απαίτησης η μη διερεύνηση του ατυχήματος από το Γραφείο Εργασίας.
γ) Λανθασμένα το Δικαστήριο δεν θεώρησε ότι ο εφεσίβλητος υπείχε ευθύνη συντρέχουσας αμέλειας.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Στην προκείμενη περίπτωση, η αξίωση αφορούσε αποζημιώσεις για εργατικό ατύχημα και η αναφορά στη διερεύνηση του από τον Επαρχιακό Λειτουργό Εργασίας δεν ήταν ουσιώδες στοιχείο ώστε επί ποινή μη δεκτότητας της σχετικής μαρτυρίας, να έπρεπε οπωσδήποτε να καταγραφεί στην έκθεση απαίτησης. Ορθά πρωτοδίκως απερρίφθη η σχετική ένσταση περί τούτου.
2. Η καθυστερημένη γνωστοποίηση του ατυχήματος από τους εφεσείοντες, μετά που κατέφυγε στο Γραφείο Εργασίας ο ίδιος ο εφεσίβλητος, έδειχνε στα πλαίσια της στοιχειοθέτησης της έκθεσης των εφεσειόντων, τη νοητική στάση τους ως προς το ατύχημα, το οποίο δεν δηλώθηκε από τους ίδιους αυτοβούλως, κατηγορούμενοι προς τούτο ποινικώς, ενώ δηλώθηκε ως τροχαίο ατύχημα.
3. Εφόσον το ζητούμενο ήταν η στοιχειοθέτηση εργατικού ατυχήματος και όχι τροχαίου, το ερώτημα που εγειρόταν προς απάντηση, ήταν ο έλεγχος που είχαν πάνω στον εφεσίβλητο οι εφεσείοντες, διά του προσώπου που έδωσε οδηγίες, η οποία, ως δέχθηκε το Δικαστήριο, είχε πράγματι δώσει οδηγίες στον εφεσίβλητο να ανέβει στο όχημα και να υποστηρίζει τη μεταφορά των κιβωτίων.
4. Ως προς τον ουσιώδη χρόνο, ο εφεσίβλητος ήταν στην εργοδοσία των εφεσειόντων σε αγρόκτημα τους, ενώ ήταν φανερό από τις υπόλοιπες παραγράφους, ότι το ατύχημα έλαβε χώρα κατά τη μετακίνηση του εφεσίβλητου, ενώ οι εφεσείοντες δεν αναζήτησαν ποτέ περαιτέρω και καλύτερες λεπτομέρειες, αν αυτό θα είχε γι’ αυτούς σημασία.
5. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξήγησε τους λόγους που δέχθηκε τη μαρτυρία του ίδιου του εφεσίβλητου και των άλλων μαρτύρων και αντίθετα δεν δέχθηκε τη μαρτυρία του προσώπου που έδωσε [*31]οδηγίες. Δεν ήταν, αναγκαίο να καταγραφεί η συνομιλία του εφεσίβλητου με το πρόσωπο που του έδωσε οδηγίες ή να καταγραφεί ότι απειλήθηκε αφού κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με την καταγραφή μαρτυρίας, πράγμα ανεπίτρεπτο δικογραφικά.
6. Στη δικογραφία υπήρχε επίκληση διαταγής που απευθύνθη προς τον εφεσίβλητο και οι εφεσείοντες, αν ήθελαν, θα μπορούσαν να ζητήσουν περαιτέρω λεπτομέρειες.
7. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας από το Δικαστήριο ήταν επαρκής και τα όσα ανέφεραν οι εφεσείοντες, δεν στοιχειοθετούσαν τις θέσεις τους. Ο εφεσίβλητος έδωσε μαρτυρία που ήταν λογική και συνεπής.
8. Ούτε ο τρίτος λόγος έφεσης περί συντρέχουσας αμέλειας του εφεσίβλητου ευσταθούσε. Το ατύχημα συνέβη λόγω του γεγονότος ότι οι εφεσείοντες απέτυχαν εν ώρα εργασίας, να παρέχουν οποιοδήποτε ασφαλές σύστημα διακίνησης του εφεσίβλητου, υπό την ευθύνη τους, από τον ένα χώρο προς τον άλλο.
9. Αναμφίβολα, οι οδηγίες που έδωσαν οι εφεσείοντες, ενείχαν κίνδυνο για τον εφεσίβλητο, κίνδυνο που ναι μεν αντιλήφθη ο εφεσίβλητος, αλλά με την απειλή της επανόδου του στη Συρία, αν δεν εκτελούσε τις οδηγίες, δεν στοιχειοθετείτο δική του αμέλεια.
10. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά ενέταξε τα ευρήματα του στη νομική πτυχή, μη καταλογίζοντας οποιαδήποτε συντρέχουσα αμέλεια στον εφεσίβλητο. Γενικώς, το Δικαστήριο προέβη, στην εκτεταμένη απόφαση του, σε μια αρκούντως ικανοποιητική αξιολόγηση, με ορθή αναφορά στη σχετική νομολογία.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Bruce v. Odhams Press Ltd [1936] 1 K.B. 712,
Γαληνιώτης ν. Εκδοτικού Οίκου Δίας Λτδ κ.ά. (2011) 1 Α.Α.Δ. 474,
Λαζάρου ν. Νέμεσις Εργοληπτική Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.ά. (2011) 1 Α.Α.Δ. 1325,
Fysko Constructing Co Ltd v. Γεωργίου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1014.
[*32]Έφεση.
Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Καπετάνιου, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 6854/04), ημερομηνίας 16/9/2008.
Στ. Κ. Στυλιανού, για τους Εφεσείοντες.
Μ. Μιχαηλίδου (κα), για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ο εφεσίβλητος, Σύρος στην καταγωγή, ήγειρε αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού με την οποία αξίωσε γενικές και ειδικές αποζημιώσεις συνεπεία εργατικού ατυχήματος που υπέστη εν ώρα υπηρεσίας με τους εφεσείοντες οι οποίοι τον εργοδοτούσαν από 7.12.2002, με μηνιαίες απολαβές £400.-.
Το ατύχημα συνέβη στις 20.8.2003 γύρω στις 10.00 π.μ. όταν ανατέθηκε στον εφεσίβλητο να συνοδεύσει και να υποστηρίζει κιβώτια τα οποία είχαν τοποθετηθεί στο ακάλυπτο οπίσθιο μέρος («κάσια» ή «καρότσα») μονοκάμπινου οχήματος που ανήκε σε κάποιο Γιάννη Νεοφύτου από την Αυδήμου στο αγρόκτημα του οποίου ο εφεσίβλητος και άλλοι εργάτες με οδηγίες των εφεσειόντων είχε εργαστεί για τη συγκομιδή σταφυλιών αμέσως προηγουμένως. Όταν η εργασία εκεί περατώθηκε δόθηκαν οδηγίες προς τον εφεσίβλητο από τη Χρυσάνθη Πλάτωνος, σύζυγο του πρώην εναγομένου 2, Τάκη Πολυκάρπου, ιδιοκτήτη και διευθυντή των εφεσειόντων να μεταφερθούν τα άδεια πλέον κιβώτια σ’ άλλο αμπελώνα του Γιάννη Νεοφύτου για να συνεχίσουν εκεί την εργασία τους. Τα άδεια κιβώτια στοιβάχθηκαν στο όχημα του Νεοφύτου σε τέτοιο αριθμό που το ύψος τους ξεπερνούσε το ύψος της καμπίνας και του οπισθίου χώρου του οχήματος. Ο εφεσίβλητος αρνούμενος αρχικά να ανέβει στον πίσω χώρο για να υποβαστάζει τα κιβώτια, στη συνέχει υπάκουσε υπό το φως της απειλής της Πλάτωνος ότι διαφορετικά θα έχανε την δουλειά του. Ο εφεσίβλητος τοποθέτησε τον εαυτό του στο πίσω μέρος και στο μοναδικό χώρο που ήταν άδειος από κιβώτια κοντά στην οπίσθια πόρτα της καρότσας, η οποία είχε παραμείνει ανοικτή.
[*33]Κατά τη διαδρομή σε χωμάτινο δρόμο, τόσο ο εφεσίβλητος, όσο και τα κιβώτια, έπεσαν στο έδαφος για άγνωστο λόγο (το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν δέχθηκε τη θέση του Ammar Farak, Μ.Ε.2, επίσης εργάτη που επέβαινε λεωφορείου με άλλους εργάτες ακολουθώντας το όχημα του Γιάννη Νεοφύτου, το οποίο, ας σημειωθεί οδηγείτο από τον ίδιο, ως προς το ότι το όχημα αυτό ανέπτυξε σε κάποιο στάδιο ταχύτητα), με αποτέλεσμα τον σοβαρό τραυματισμό του εφεσίβλητου. Οι ιατρικές εξετάσεις που έλαβαν χώραν μετά τη μεταφορά του εφεσίβλητου στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού, έδειξαν συντριπτικό κάταγμα της κνήμης και της περόνης για το οποίο, υπό γενική αναισθησία, έγινε με ανοικτή ανάταξη, εσωτερική οστεοσύνθεση με τη χρήση πλάκας («πλατίνας») και κοχλίων, το δε πόδι τοποθετήθηκε σε γύψο. Ο εφεσίβλητος εξήλθε του Νοσοκομείου στις 23.8.2003, για να επιστρέψει λόγω αφόρητων πόνων. Τελικά επισκέφθηκε ιδιώτη ιατρό, τον Δρ. Αργυρόπουλο στις 27.8.2003, του συνεστήθη κινησιοθεραπεία και ανάπαυση και του χορηγήθηκε φαρμακευτική αγωγή. Ο εφεσίβλητος επισκέφθηκε τον εν λόγω ιατρό 15 φορές και υπεβλήθη σε δέκα ακτινολογικούς ελέγχους. Ο γύψος αφαιρέθηκε στις 13.10.2003, αλλά μέχρι και τον Ιούλιο 2004, ο εφεσίβλητος περπατούσε με εμφανή χωλότητα με τη χρήση βακτηριών.
Στον εφεσίβλητο παρέμεινε μόνιμη ουλή μήκους 20 εκατοστών στο εμπρόσθιο μέρος της δεξιάς κνήμης και ατροφία του δεξιού τετρακέφαλου κατά 1 εκατοστό. Κατά τα άλλα υπήρχε φυσιολογική κινητικότητα του δεξιού γόνατος, της ποδοκνημικής αρθρώσεως και των αρθρώσεων του ποδιού. Το κάταγμα επουλώθηκε πλήρως σε καλή θέση και πέραν μιας ελαφριάς χωλότητας, δεν παρέμειναν άλλα λειτουργικά προβλήματα. Δόθηκε αναρρωτική άδεια αρχικά 12 μηνών, με αναγκαστική απουσία από εργασία για περίοδο 16 μηνών. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ότι μετά την περίοδο αυτή, ο εφεσίβλητος ήταν σε θέση να ασκεί οποιαδήποτε εργασία, περιλαμβανομένης και αυτής προ του ατυχήματος.
Τα πιο πάνω αποτέλεσαν, εν συνόψει, τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου τόσο σε σχέση με τις συνθήκες του ατυχήματος, όσο και σε σχέση με τα ιατρικά παρεπόμενα αυτού. Μετά τη σχετική αναφορά στη νομική πτυχή της υπόθεσης, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εφεσείοντες, ως εργοδότες, απέτυχαν να παράσχουν στον εφεσίβλητο ασφαλές σύστημα εργασίας ενόψει προβλεπτού κινδύνου πτώσης του εφεσίβλητου από το όχημα κατά τη μεταφορά των κιβωτίων σύμφωνα με τις εντολές της Πλάτωνος, Μ.Υ.1, η οποία ενεργούσε κατά τον ουσιώδη χρόνο εκ [*34]μέρους και για λογαριασμό των εφεσειόντων. Η Πλάτωνος, όφειλε να μεριμνήσει ώστε τα κιβώτια να είχαν στερεωθεί επαρκώς στο όχημα του Γιάννη Νεοφύτου, και όχι απλώς να διατάξει τον εφεσίβλητο, επ’ απειλή απώλειας της εργασίας του, να ανέβει στο όχημα και να συγκρατεί τα κιβώτια κατά τη μεταφορά τους. Οι εφεσείοντες, κρίθηκε, υπήρξαν αμελείς κατά τη μεταφορά του εφεσίβλητου από τον ένα χώρο εργασίας στον άλλο, αποτυγχάνοντας να εφαρμόσουν οποιοδήποτε ασφαλές σύστημα εργασίας ή μεταφοράς, ο δε εφεσίβλητος δεν είχε οποιαδήποτε ευθύνη για τον τραυματισμό του, εφόσον εξαναγκάσθηκε να ακολουθήσει πιστά τις οδηγίες της υπευθύνου των εφεσειόντων.
Το Δικαστήριο εξέτασε στη συνέχεια το ζήτημα των γενικών και ειδικών αποζημιώσεων και αφού προέβηκε στους αναγκαίους συλλογισμούς και υπολογισμούς, με αναφορά και στη σχετική επί του θέματος νομολογία, επιδίκασε υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον των εφεσειόντων το ποσό των €16.000 ως γενικές αποζημιώσεις, πλέον €1.708,60 ως μελλοντικά έξοδα για την αφαίρεση της πλατίνας και των κοχλίων, πλέον €9.311,87 ως ειδικές αποζημιώσεις, ήτοι, €8.201,28 για απώλεια μισθών, πλέον €1.110,59 ως ιατρικά έξοδα, με τόκο 8% από τις 20.4.2005, ημερομηνία καταχώρησης της έκθεσης απαίτησης μέχρι εξόφλησης και 8% τόκο επί του συνόλου των γενικών αποζημιώσεων, ήτοι, €17.708,60 από 20.8.2003, ημερομηνία του ατυχήματος, μέχρι εξόφλησης, πλέον έξοδα.
Η αγωγή εναντίον του πρώην εναγομένου 2, Τάκη Πολυκάρπου, απορρίφθηκε λόγω του ότι ο ίδιος δεν ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο στο χώρο όπου δόθηκαν οι οδηγίες για τη μεταφορά των κιβωτίων, αλλά το Δικαστήριο δεν εξέδωσε οποιαδήποτε διαταγή εξόδων υπό το φως του γεγονότος ότι αυτός ήταν ο ιδιοκτήτης και διευθυντής των εφεσειόντων και εκπροσωπείτο από τον ίδιο δικηγόρο.
Η έφεση θέτει υπό αμφισβήτηση με τρεις λόγους, το σύνολο των ευρημάτων και της κατάληξης του Δικαστηρίου επί της αξιοπιστίας και της ευθύνης, όχι όμως και τα ποσά που επιδικάσθηκαν, τα οποία ως εκ τούτου παραμένουν αλώβητα. Οι εφεσείοντες θεωρούν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά πλάνη δεν περιορίστηκε στα ενώπιον του δικογραφημένα επίδικα θέματα, εξετάζοντας μη δικογραφημένους ισχυρισμούς και αποδεχόμενο σχετική μαρτυρία, (πρώτος λόγος), ότι αδικαιολόγητα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το ατύχημα συνέβηκε κατά τη διάρκεια της εργοδότησης του εφεσείοντα είτε από πλευράς ωραρίου, είτε από πλευράς χώρου εργασίας (δεύτερος λόγος) και ότι λανθασμένα το Δικαστήριο δεν [*35]θεώρησε ότι ο εφεσίβλητος υπείχε ευθύνη συντρέχουσας αμέλειας (τρίτος λόγος). Κάθε λόγος έφεσης αιτιολογείται με επιμέρους αιτιάσεις που κατά την άποψη των εφεσειόντων υποστηρίζουν τις θέσεις τους.
Ως προς τον πρώτο λόγο έφεσης, η στόχευση των εφεσειόντων συναρτάται προς τα εξής:
(i) ότι ο εφεσίβλητος δεν προέβη σε καμιά αναφορά στη δικογραφία του ως προς τη γνωστοποίηση του ατυχήματος στο Γραφείο Εργασίας, αλλά παρά ταύτα το Δικαστήριο προέβη σε σχετικό εύρημα, (ii) ότι στη δικογραφία του ο εφεσίβλητος ισχυρίστηκε ότι εργαζόταν σε αγρόκτημα των εφεσειόντων και ότι το όχημα στο οποίο επέβαινε κατά το συμβάν ανήκε στους εφεσείοντες, ενώ το Δικαστήριο προέβη σε εύρημα ότι τόσο το αγρόκτημα, όσο και το όχημα, ανήκαν στο Γιάννη Νεοφύτου και (iii) ότι παρά τη μη δικογράφηση της θέσης ότι ο εφεσίβλητος ανέλαβε την υποστήριξη των κιβωτίων μετά την απειλή της Πλάτωνος, Μ.Υ.1, το Δικαστήριο προέβηκε σε αντίστοιχο εύρημα.
Η απαίτηση, είτε ως περιεχόμενη σε ειδικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα, είτε ως καταχωρημένη μεταγενέστερα του γενικώς οπισθογραφημένου κλητηρίου εντάλματος, οφείλει να συμμορφώνεται με τους ουσιώδεις κανόνες δικογράφησης, όπως αυτοί απαντώνται στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας. Σε ό,τι αφορά την έκθεση απαίτησης, η Δ.19 θ.4 ορίζει την καταγραφή των ουσιωδών γεγονότων και μόνο («material facts»), κατά συνοπτικό τρόπο («summary form»), ως τη μορφή εκείνη που πρέπει να προσλαμβάνει η αξίωση. Αυτό πρέπει βέβαια να συνδυαστεί και με τη Δ.19 θ.13, η οποία προδιαγράφει ότι ο ενάγων, ή, ο εναγόμενος αντίστοιχα, πρέπει να εγείρει με το δικόγραφο του όλα εκείνα τα θέματα που καθιστούν την αξίωση ή την ανταξίωση ως μη υποστηρίξιμη, καθώς και όλα εκείνα τα ζητήματα που αν δεν εγερθούν θα καταλάβουν τον αντίδικο εξ απίνης. Το τι αποτελεί ουσιώδες γεγονός δεν είναι πάντοτε εύκολο να διακριβωθεί ώστε να καταγραφεί στην έκθεση απαίτησης, αλλά η κλασσική τοποθέτηση του Scott L.J. στην Bruce v. Odhams Press Ltd [1936] 1 K.B. 712, ότι η λέξη «ουσιώδες» σημαίνει εκείνο το αναγκαίο γεγονός με σκοπό τη διαμόρφωση της αιτίας αγωγής κατά ολοκληρωμένο τρόπο, έχει κατά διαχρονικό τρόπο επιβεβαιωθεί νομολογιακά. Όπως αναφέρεται και στον Odgers’ Principles of Pleading and Practice 21η έκδ. σελ. 87, οποιοδήποτε γεγονός δεν είναι απαραίτητο προς απόδειξη της έκθεσης απαί[*36]τησης ή της υπεράσπισης αντίστοιχα, δεν χρειάζεται να καταγραφεί και μπορεί να παραλειφθεί από το δικόγραφο, εκτός αν είναι φανερό ότι μαρτυρία ως προς αυτό πρέπει να δοθεί κατά τη δίκη. Ο συντάκτης του δικογράφου πρέπει να δείξει και να εφαρμόσει στην πράξη διά της καταχώρησης του δικογράφου, τη γνώση του περί το νόμο ή καλύτερα την κοινή λογική, ανάλογα και με τις οδηγίες που έχει από το διάδικο ως προς τα δεδομένα της υπόθεσης, ως προς το τι πρέπει να συμπεριλάβει στο δικόγραφο και τι πρέπει να παραλείψει. Χρήσιμος οδηγός για τις διάφορες αιτίες αγωγής μπορούν να αποτελέσουν τα πρότυπα που απαντώνται στα διάφορα σχετικά συγγράμματα, όπως του Odgers’ – ανωτέρω –, του Bullen & Leake & Jacobs: Precedents of Pleadings και των Atkin’s Court Forms, (σχετική για την ορθή χρήση των προτύπων είναι και η Ελευθέριος Γαληνιώτης ν. Εκδοτικού Οίκου Δίας Λτδ κ.ά., (2011) 1 Α.Α.Δ. 474).
Στην προκείμενη περίπτωση, η αξίωση αφορά αποζημιώσεις για εργατικό ατύχημα και η αναφορά στη διερεύνηση του από τον Επαρχιακό Λειτουργό Εργασίας δεν ήταν ουσιώδες στοιχείο ώστε επί ποινή μη δεκτότητας της σχετικής μαρτυρίας, να έπρεπε οπωσδήποτε να καταγραφεί στην έκθεση απαίτησης. Ορθά πρωτοδίκως απερρίφθη η σχετική ένσταση περί τούτου. Αναδρομή στο πρότυπο αρ. 27. στον Odgers’ – ανωτέρω – σελ. 476, σε σχέση με την αμέλεια εργοδότη σε θανατηφόρο ατύχημα, δείχνει ότι δεν χρειάζεται η καταγραφή τέτοιων γεγονότων. Άλλωστε, οι εφεσείοντες με την παρ. 6 της υπεράσπισης τους κατέστησαν σαφές ότι το ατύχημα είχε όντως λάβει χώραν, αλλά αρνούντο τη δική τους υπαιτιότητα ή και καταλόγιζαν στον εφεσίβλητο συντρέχουσα αμέλεια. Η καθυστερημένη γνωστοποίηση του ατυχήματος από τους εφεσείοντες, μετά που κατέφυγε στο Γραφείο Εργασίας ο ίδιος ο εφεσίβλητος (σχετική είναι η μαρτυρία του Σωκράτη Σωκράτους, Επιθεωρητή Εργασίας στο Επαρχιακό Γραφείο Λεμεσού, Μ.Ε.1 και το Τεκμ. 1 – γνωστοποίηση του ατυχήματος – ημερ. 10.2.2004), έδειχνε στα πλαίσια της στοιχειοθέτησης της έκθεσης των εφεσειόντων, τη νοητική στάση τους ως προς το ατύχημα, το οποίο δεν δηλώθηκε από τους ίδιους αυτοβούλως, κατηγορούμενοι προς τούτο ποινικώς (Τεκμ. 6), ενώ δηλώθηκε ως τροχαίο ατύχημα.
Αναφορικά με τη δικογραφημένη θέση του εφεσίβλητου ότι το ατύχημα συνέβη στο αγρόκτημα των ιδίων των εφεσειόντων και ενώ ο εφεσίβλητος επέβαινε δικού τους οχήματος, είναι γεγονός ότι ως προς το δεύτερο, αυτή ήταν η τοποθέτηση του εφεσίβλητου στην παρ. 5 της έκθεσης απαίτησης. Δεν υπήρξε όμως καμιά συγκεκριμένη άρνηση των εφεσειόντων στην υπεράσπιση τους, παρά [*37]μια γενική άρνηση και σίγουρα θα αναμενόταν να καταγραφόταν ρητά το γεγονός ότι το όχημα ανήκε σε τρίτο πρόσωπο και όχι στους ίδιους. Ήταν βεβαίως λάθος του εφεσίβλητου, διά του συνηγόρου του, να αναφέρει ότι το όχημα ανήκε στους εφεσείοντες, αλλά δεν υπήρξε οποιοσδήποτε αρνητικός επηρεασμός εξ αυτού για τους εφεσείοντες, εφόσον η μαρτυρία κινήθηκε εξ αρχής πάνω στη δεδομένη γραμμή ότι το όχημα ανήκε στο Γιάννη Νεοφύτου ή Λουκά (η μαρτυρία του Σωκράτους, Μ.Ε.1, είναι σχετική). Ακόμη και η ίδια η Πλάτωνος, Μ.Υ.1, το ανέφερε στην κύρια εξέταση (στη σελ. 129 των πρακτικών). Επομένως, εφόσον το ζητούμενο ήταν η στοιχειοθέτηση εργατικού ατυχήματος και όχι τροχαίου, το ερώτημα που εγειρόταν προς απάντηση, ήταν ο έλεγχος που είχαν πάνω στον εφεσίβλητο οι εφεσείοντες, διά της Πλάτωνος, Μ.Υ.1, η οποία, ως δέχθηκε το Δικαστήριο, είχε πράγματι δώσει οδηγίες στον εφεσίβλητο να ανέβει στο όχημα του Γιάννη Νεοφύτου και να υποστηρίζει τη μεταφορά των κιβωτίων, όταν ο Νεοφύτου, ζήτησε απ΄ αυτήν ένα εργάτη για να πάει μαζί του σε άλλο δικό του χωράφι για περαιτέρω εργασία.
Ως προς τον ουσιώδη χρόνο που αναφέρεται στην παρ. 1 της έκθεσης απαίτησης, ότι ο εφεσίβλητος ήταν στην εργοδοσία των εφεσειόντων σε αγρόκτημα τους, αυτό ήταν βεβαίως αληθές, αλλά δεν έπετο και ούτε προέκυπτε λογικά ένα τέτοιο συμπέρασμα με μόνη την εν λόγω αναφορά, και ότι το ατύχημα έγινε σ’ εκείνο το αγρόκτημα. Άλλωστε είναι φανερό από τις υπόλοιπες παραγράφους και ιδιαιτέρως την παρ. 5, ότι το ατύχημα έλαβε χώραν κατά τη μετακίνηση του εφεσίβλητου, ενώ οι εφεσείοντες δεν αναζήτησαν ποτέ περαιτέρω και καλύτερες λεπτομέρειες, αν αυτό θα είχε γι’ αυτούς σημασία.
Τα πιο πάνω ισχύουν και για το εύρημα πρωτοδίκως ότι η Πλάτωνος, Μ.Υ.1, είχε επιτακτικά ζητήσει από τον εφεσίβλητο να ανέβει στο όχημα, διαφορετικά θα έχανε την εργασία του. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξήγησε τους λόγους που δέχθηκε τη μαρτυρία του ίδιου του εφεσίβλητου και των άλλων μαρτύρων που είχαν κάτι σχετικό να πουν και αντίθετα δεν δέχθηκε τη μαρτυρία της Πλάτωνος. Δεν ήταν, βεβαίως, αναγκαίο να καταγραφεί η συνομιλία του εφεσίβλητου με την Πλάτωνος ή να καταγραφεί ότι απειλήθηκε αφού κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με την καταγραφή μαρτυρίας, πράγμα ανεπίτρεπτο δικογραφικά. Πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να σημειωθεί ότι στην παρ. 5 της έκθεσης απαίτησης, καταγράφηκε ρητά ότι ο εφεσίβλητος «….. διετάχθη να συνοδεύει και/ή υποβαστάζει και/ή σταθεροποιεί και/ή προστατεύει τα εμπορεύματα ….». (έμφαση προστέθηκε). Υπήρχε επομένως επίκληση [*38]διαταγής που απευθύνθη προς τον εφεσίβλητο και οι εφεσείοντες, αν ήθελαν, θα μπορούσαν να ζητήσουν περαιτέρω λεπτομέρειες. Τέλος, σημειώνεται σ’ αυτή την πτυχή, ότι οι εφεσείοντες δεν βάλλουν κατά της αξιοπιστίας των μαρτύρων, όπως αξιολογήθηκαν από το Δικαστήριο, αλλά θέτουν θέμα μόνο σε συνάρτηση με τη δικογραφική επάρκεια της έκθεσης απαίτησης.
Προστίθεται εδώ ότι όλα τα πιο πάνω σημεία τέθηκαν από τους εφεσείοντες κατά τις πρωτόδικες αγορεύσεις, αλλά απαντήθηκαν, συνοπτικά έστω, από το Δικαστήριο και ορθά, περιλαμβανομένων και άλλων ζητημάτων φαινομενικής αντίφασης μεταξύ του δικογράφου και της μαρτυρίας, όπως κατά πόσο ήταν ή όχι γεμάτα από φρούτα τα κιβώτια κατά τη μεταφορά τους στο όχημα του Γ. Νεοφύτου, η ημερομηνία εξόδου του εφεσίβλητου από το Νοσοκομείο και άλλα επουσιώδη, στην ουσία, θέματα. Ως προς το όχημα, το Δικαστήριο εύστοχα κατέγραψε το παραδεκτό (από τους εφεσείοντες), της ιδιοκτησίας του από το Γ. Νεοφύτου.
Τα ίδια ισχύουν στην ουσία και για το δεύτερο λόγο έφεσης. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας από το Δικαστήριο ήταν επαρκής και τα όσα οι εφεσείοντες με το περίγραμμα τους, πέραν από γενικότητες και αοριστολογίες, εξηγούν, παραπέμποντας σε συγκεκριμένα μέρη των πρακτικών, δεν στοιχειοθετούν τις θέσεις τους. Η μαρτυρία, ακόμη και της Πλάτωνος, έδειξε ότι η εργασία στο αγρόκτημα του Νεοφύτου έληξε γύρω στις 9.45 π.μ. και στη συνέχεια ο τελευταίος χρειάστηκε βοήθεια εργάτη για τη μεταφορά των κιβωτίων σε άλλο υποστατικό του προς τούτο δε η Πλάτωνος διέταξε στην ουσία τον εφεσίβλητο να βοηθήσει τον Νεοφύτου. Ο ίδιος ο Νεοφύτου δεν παρουσιάστηκε ως μάρτυρας και επομένως τα όσα οι εφεσείοντες εισηγούνται ότι ο εφεσίβλητος είχε ήδη απαλλαγεί από την υπηρεσία του και ανέλαβε αυτοβούλως να βοηθήσει το Γ. Νεοφύτου, σε καθάρισμα υποστατικού του («μάντρα»), δεν συνάδουν με την ίδια τη δοθείσα μαρτυρία, τόσο από πλευράς του εφεσίβλητου, όσο και από πλευράς των εφεσειόντων. Η Πλάτωνος είχε καταθέσει ότι στο αμπέλι του Νεοφύτου είχαν πάει από τις 6.00 π.μ. και τελείωσαν γύρω στις 9.45 π.μ. Δέχθηκε επίσης ότι τοποθετήθηκαν κιβώτια στο όχημα, παρόλο που η θέση της ήταν ότι αυτά ήταν ασφαλισμένα. Ήταν εύλογη επομένως η εξαγωγή του συμπεράσματος από το Δικαστήριο ότι στον εφεσίβλητο ανατέθηκε άλλη εργασία πριν τη λήξη της ημέρας, η δε μαρτυρία του εφεσίβλητου και άλλων μαρτύρων, έδειξε ότι οι εργάτες εργάζονταν χειμώνα-καλοκαίρι από τις 7.00 π.μ. μέχρι και τις 3.00 μ.μ.
Ο εφεσίβλητος έδωσε μαρτυρία που ήταν λογική και συνεπής. [*39]Παραπομπή στα πρακτικά σελ. 105-108, αναφορικά με τον τρόπο που αναγκάστηκε να ανέβει στο όχημα του Νεοφύτου για να εργαστεί σε παρακείμενο αμπέλι που ήταν περίπου 10 λεπτά μακριά, αποκαλύπτει του λόγου το αληθές. Το ότι ο εφεσίβλητος δεν γνώριζε τον ιδιοκτήτη του άλλου χωραφιού δεν ήταν παράλογο και δεν αναμενόταν από ένα αλλοδαπό στις συνθήκες εργασίας που περιέγραψε να γνώριζε, ή, ακόμη και να τον ενδιέφεραν, τέτοιες λεπτομέρειες. Σημασία έχει ότι η Πλάτωνος έδωσε οδηγίες σ’ αυτόν να προχωρήσει να εργαστεί σ’ άλλο αμπέλι κατά τον τρόπο που περιέγραψε ο εφεσίβλητος στη μαρτυρία του. Η μαρτυρία αυτή επιβεβαιώθηκε και από τη μαρτυρία του Farat Ammar, Μ.Ε. 2, άλλου εργάτη που ήταν παρών και παρακολούθησε τα διαδραματισθέντα και είχε άμεση γνώση των γεγονότων. Τα όσα ο συνήγορος των εφεσειόντων εισηγείται μέσα από το περίγραμμα του σε σχέση με το λανθασμένο της κρίσης του Δικαστηρίου, είναι συλλογισμοί που δεν άπτονται ποσώς της ουσίας της εξέλιξης των γεγονότων και των ουσιωδών επιδίκων θεμάτων.
Υπό το φως όλων των ανωτέρων, καθίσταται εμφανές ότι ούτε ο τρίτος λόγος έφεσης περί συντρέχουσας αμέλειας του εφεσίβλητου ευσταθεί. Η συντρέχουσα αμέλεια, όπως λέχθηκε και στην Θεόδωρος Λαζάρου ν. Νέμεσις Εργοληπτική Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.ά. (2011) 1 Α.Α.Δ. 1325, δεν εδράζεται σε καθήκον επιμέλειας που φέρει ο ενάγων απέναντι στον εναγόμενο, αλλά στο καθήκον αυτοπροστασίας του με την επίδειξη ανάλογης επιμέλειας. Το βάρος της απόδειξης συντρέχουσας αμέλειας, το φέρει ο εναγόμενος και δεν εναπόκειται στον ενάγοντα να το αποσείσει εκ προοιμίου (Charlesworth & Perry on Negligence 7η έκδ. σελ. 146-147, παρ. 3-11).
Το ατύχημα εδώ συνέβη λόγω του γεγονότος ότι οι εφεσείοντες απέτυχαν εν ώρα εργασίας, να παρέχουν οποιοδήποτε ασφαλές σύστημα διακίνησης του εφεσίβλητου, υπό την ευθύνη τους, από τον ένα χώρο προς τον άλλο. Αναμφίβολα, οι οδηγίες που έδωσαν οι εφεσείοντες, μέσω της Πλάτωνος, ενείχαν κίνδυνο για τον εφεσίβλητο, κίνδυνο που ναι μεν αντιλήφθη ο εφεσίβλητος (να ίσταται στο πίσω μέρος της καρότσας, με ανοικτή μάλιστα την πόρτα για να στηρίζει τα κιβώτια), αλλά με την απειλή της επανόδου του στη Συρία, αν δεν εκτελούσε τις οδηγίες της Πλάτωνος, δεν στοιχειοθετείται δική του αμέλεια. Τα γεγονότα εμπίπτουν στη νομολογία (Fysko Constructing Co Ltd v. Χριστάκη Γεωργίου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1014), ότι η εκτέλεση επικίνδυνης εργασίας από εργοδοτούμενο, όταν δεν έχει στην ουσία επιλογή, διότι διαφορετικά κινδυνεύει να απωλέσει την εργασία του, δεν είναι παράγωγος συ[*40]ντρέχουσας αμέλειας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά ενέταξε τα ευρήματα του στη νομική πτυχή, μη καταλογίζοντας οποιαδήποτε συντρέχουσα αμέλεια στον εφεσίβλητο. Γενικώς, το Δικαστήριο προέβη, στην εκτεταμένη απόφαση του, σε μια αρκούντως ικανοποιητική αξιολόγηση, με ορθή αναφορά στη σχετική νομολογία.
Η έφεση, ενόψει όλων των ανωτέρω, απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων και υπέρ του εφεσίβλητου, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο