Marfin Popular Bank Public Co. Ltd ν. Ανδρέα Μιχαήλ (2012) 1 ΑΑΔ 41

(2012) 1 ΑΑΔ 41

[*41]23 Ιανουαρίου, 2012

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΛΑΪΚΗ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ (ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΕΙΣ) ΛΤΔ,

Εφεσείοντες,

v.

ΑΝΔΡΕΑ ΜΙΧΑΗΛ,

Εφεσιβλήτου.

ΚΑΙ ΩΣ ΕΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗ ΔΥΝΑΜΕΙ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΗΜΕΡ. 24.2.2009

MARFIN POPULAR BANK PUBLIC CO. LTD,

Εφεσείοντες,

v.

ΑΝΔΡΕΑ ΜΙΧΑΗΛ,

Εφεσιβλήτου.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 347/2008)

_________________________

Συμβάσεις ― Σύμβαση Ενοικιαγοράς ― Αγωγή για παράβαση σύμβασης ενοικιαγοράς ― Εικονικότητα ― Νομολογιακή επισκόπηση και απόφανση πλήρους Ολομέλειας κατά πλειοψηφία ― Επικύρωση πρωτόδικης κρίσης, σύμφωνα με την οποία οι εφεσείοντες, καταχρηστικά, επινόησαν μια ψεύτικη και εικονική σύμβαση ενοικιαγοράς στην οποία βάσισαν τις απαιτήσεις τους ― Εκρίθη ότι δεν ετύγχανε εφαρμογής το Άρθρο 65 του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149 ― Διάδικος ο οποίος απευθύνεται στο δικαστήριο, προτείνοντας και προωθώντας μια πλαστή εκδοχή, σε περίπτωση απόρριψης της εκδοχής αυτής, δεν μπορεί να επιζητεί απονομή δικαιοσύνης, σε βάση άλλη από εκείνη που κάλεσε το δικαστήριο να αποδεχθεί.

[*42]Συμβάσεις ― Εξ’ υπαρχής άκυρη συμφωνία ― Άρθρο 65 του Περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149 ― Εφαρμόζεται όταν μια συμφωνία αποδειχτεί εξ υπαρχής άκυρη ή η σύμβαση καταστεί άκυρη δυνάμει των αρχών του περί Συμβάσεων Νόμου, οπότε το πρόσωπο που προσπορίστηκε όφελος δυνάμει της εν λόγω συμφωνίας ή σύμβασης, υποχρεούται να αποκαταστήσει το όφελος αυτό ή να καταβάλει αποζημίωση στο πρόσωπο από το οποίο προσπορίστηκε το όφελος.

Απόδειξη ― Διαζευκτικές θεραπείες ― Υποχρέωση διαδίκου για προώθηση και θεμελίωση τέτοιων γεγονότων που να παρέχουν δικαίωμα για διαζευκτική θεραπεία ― Επιτρέπεται η δικογράφηση και προώθηση διαζευκτικών νομικών ισχυρισμών, αλλά όχι η προώθηση διαζευκτικών γεγονότων.

Η υπόθεση ήχθη ενώπιον της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου ύστερα από αίτημα των εφεσειόντων οι οποίοι εισηγήθηκαν την ανατροπή προηγούμενης απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου υποστηρίζοντας ότι έρχεται σε αντίθεση με θεμελιωμένες αρχές της Αγγλικής και Κυπριακής νομολογίας, επί νομικού ζητήματος. 

Ενώπιον του πρωτοδίκου δικαστηρίου οι ενάγοντες-εφεσείοντες, με την αγωγή τους αξίωσαν υπόλοιπο ενοικίου για παράβαση σύμβασης ενοικιαγοράς, τόκο επί των καθυστερημένων δόσεων και διατάγματα για παράδοση των αντικειμένων ενοικιαγοράς και πώληση τους με δημόσιο πλειστηριασμό.

Διαζευκτικά προέβαλαν ισχυρισμό ότι η συμφωνία ενοικιαγοράς με τον εναγόμενο ήταν συμφωνία παραχώρησης πιστωτικών διευκολύνσεων και αξίωσαν την επιστροφή του υπολοίπου ως χρήματα τα οποία καταβλήθηκαν αχρεωστήτως και/ή ως αποζημιώσεις για παράβαση της συμφωνίας παραχώρησης πιστωτικών διευκολύνσεων.

Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού ανέλυσε την ενώπιον του μαρτυρία, εξέτασε και τους νομικούς ισχυρισμούς που προβλήθηκαν από τις δύο πλευρές. Αφού άντλησε καθοδήγηση από τη σχετική νομολογία έκρινε ότι με βάση αυτή, θα έπρεπε να απορρίψει την αγωγή εφόσον η βάση της η οποία δικογραφήθηκε και προωθήθηκε με μαρτυρία, ήταν μόνο εκείνη της ενοικιαγοράς. Η εκδοχή εκείνη, κατέρρευσε επειδή κρίθηκε ως αναξιόπιστη η μαρτυρία του κύριου μάρτυρα των εφεσειόντων και σύμφωνα με την πρωτόδικη κρίση, στην απουσία άλλης προωθηθείσας αιτίας αγωγής, οι ενάγοντες-εφεσείοντες δεν μπορούσαν να επιτύχουν απόφαση υπέρ τους και εναντίον του εναγομένου-εφεσιβλήτου για επιστροφή των προαναφερόμενων ποσών.

[*43]Το πρωτόδικο δικαστήριο, έκρινε ακόμα ότι, από τη στιγμή που η συγκεκριμένη σύμβαση ενοικιαγοράς θεωρήθηκε εικονική, δεν ετίθετο ζήτημα ύπαρξης δικαιωμάτων ενοικιαγοράς ούτε και ζήτημα χρέωσης τόκου πέραν του επιτρεπομένου.

Ως προς τη διαζευκτική θεραπεία την οποίαν αξίωναν οι ενάγοντες-εφεσείοντες και η οποία αφορούσε στην παροχή πιστωτικών διευκολύνσεων προς τον εναγόμενο-εφεσίβλητο, το πρωτόδικο δικαστήριο παρατήρησε ότι η όλη μαρτυρία που προσκομίστηκε από πλευράς εφεσειόντων αφορούσε στη γνησιότητα της ενοικιαγοράς και όχι την παροχή οποιωνδήποτε τραπεζικών διευκολύνσεων. Κατέληξε δε, ότι από τη στιγμή που η σύμβαση κρίθηκε ως εικονική δεν μπορούσε να διεκδικηθεί επιτυχώς οποιαδήποτε άλλη διαζευκτική θεραπεία, η οποία δεν προωθήθηκε.

Η αγωγή απορρίφθηκε με έξοδα εις βάρος των εφεσειόντων.

Οι εφεσείοντες με τους λόγους έφεσης προέβαλαν μεταξύ άλλων τα εξής:

1.  Ήταν λανθασμένη η απόφαση του δικαστηρίου να απορρίψει τη μαρτυρία του Μ.Ε. 2 και να αποδεχθεί τη μαρτυρία του Μ.Υ. 1.

2.  Λανθασμένα κρίθηκε ότι οι εφεσείοντες προώθησαν την αγωγή τους αποκλειστικά στη βάση της συμφωνίας ενοικιαγοράς και ότι δεν προώθησαν τις διαζευκτικές βάσεις αγωγής τους. Εν πάση περιπτώσει ο εφεσίβλητος ουδέποτε αμφισβήτησε ότι έλαβε χρήματα από τους εφεσείοντες τα οποία ουδέποτε επέστρεψε.

3.  Εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την εκδοχή των εφεσειόντων ότι η ενοικιαγορά ήταν γνήσια, παρά το ότι διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε οποιαδήποτε παρανομία και με μόνο λόγο ότι δεν υπήρχαν τα αντικείμενα ενοικιαγοράς.

Αποφασίστηκε:

Α. Υπό: Νικολάτου Δ. συμφωνούντων και των Αρτέμη Π., Κωνσταντινίδη Δ., Νικολαΐδη Δ., Κραμβή Δ., Παπαδοπούλου Δ., Ερωτοκρίτου Δ., Παμπαλλή Δ., Κληρίδη Δ., και Πασχαλίδη Δ:

1.  Αναφορικά με το ζήτημα της αξιοπιστίας,  το πρωτόδικο δικαστήριο, για καλούς λόγους τους οποίους και σημείωσε, απέρριψε τη μαρτυρία του Μ.Ε. 2 και δέχθηκε τη μαρτυρία του Μ.Υ. 1 - εφεσίβλητου.

[*44]2.        Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, εφόσον δεν υπήρχαν στην κατοχή του εφεσίβλητου έπιπλα, τα οποία αυτός θα πωλούσε στους εφεσείοντες και οι εφεσείοντες θα του τα επέστρεφαν πίσω υπό τύπον ενοικιαγοράς, η εκδοχή του εφεσίβλητου περί εικονικής ενοικιαγοράς ήταν η αληθινή εκδοχή. Δεν υπήρχε οποιοσδήποτε λόγος επέμβασης του Εφετείου στα συμπεράσματα περί αξιοπιστίας τα οποία κρίθηκαν εύλογα και αιτιολογημένα.

3.  Ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο, καθοδηγούμενο από τη νομολογία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι επρόκειτο για εικονική  σύμβαση ενοικιαγοράς, της οποίας το αντικείμενο ήταν ανύπαρκτη συναλλαγή. Η εικονικότητα της σύμβασης ενοικιαγοράς συναρτάτο με το γεγονός ότι αντικείμενο της σύμβασης ήταν ανύπαρκτη συναλλαγή και δεν υπεισέρχετο ζήτημα παράβασης των γενικών αρχών του δικαίου των συμβάσεων.

4.  Ένας διάδικος ο οποίος απευθύνεται στο δικαστήριο, προτείνοντας και προωθώντας μια πλαστή εκδοχή, σε περίπτωση απόρριψης της εκδοχής αυτής, δεν μπορεί να επιζητεί απονομή δικαιοσύνης, σε βάση άλλη από εκείνη που κάλεσε το δικαστήριο να αποδεχθεί. Αν, μετά την κατάρρευση της μόνης προωθηθείσας αξίωσης τους, επιτρεπόταν στους εφεσείοντες να προβάλουν τις άλλες δικογραφηθείσες διαζευκτικές αξιώσεις τους, που δεν συναρτούνταν προς δικό τους υπόβαθρο γεγονότων και οι οποίες δεν είχαν υποστηριχθεί από μαρτυρία, αυτό θα ήταν και αντινομικό αλλά και άδικο για τον εφεσίβλητο ο οποίος ουδέποτε είχε την ευκαιρία να αντικρούσει τις άλλες διαζευκτικές εκδοχές.

5.  Στην παρούσα υπόθεση ο Μ.Ε. 2 έκαμε μεν αναφορά σε χρήματα που δόθηκαν από τους εφεσείοντες στον εφεσίβλητο, χωρίς χαριστική διάθεση, καθώς και σε πιστωτικές διευκολύνσεις, όμως δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι, με αυτή την, παρεμφερή και ατεκμηρίωτη, αναφορά προωθήθηκαν αυτές οι διαζευκτικές βάσεις αγωγής. Δεν έγινε μνεία σε οποιαδήποτε συγκεκριμένη σύμβαση δανείου ή παροχής πιστωτικών διευκολύνσεων. Ούτε και έγινε μνεία για παροχή χρημάτων από τους εφεσείοντες στον εφεσίβλητο, κατά τρόπον ασύνδετο με τη σύμβαση ενοικιαγοράς και με ρητή ή εξυπακουόμενη πρόθεση των μερών, τα χρήματα να επιστραφούν.

6.  Είναι θεμελιωμένη αρχή ότι ένας διάδικος δικαιούται να προβάλει στο δικόγραφο του διαζευκτικούς ισχυρισμούς, αλλά οφείλει, κατά την ακροαματική διαδικασία, να επιλέξει την εκδοχή που θα [*45]προωθήσει. Οι εφεσείοντες, στην παρούσα υπόθεση, επέλεξαν την εκδοχή της σύμβασης ενοικιαγοράς και απέτυχαν.

7.  Στην προκείμενη περίπτωση δεν ετύγχανε εφαρμογής το Άρθρο 65 του Κεφ. 149 καθότι δεν υπήρξε μια εξ υπαρχής άκυρη συμφωνία ή σύμβαση που κατέστη άκυρη δυνάμει των αρχών του περί Συμβάσεων Νόμου.

8.  Έχει τονιστεί από την προηγούμενη νομολογία με κάπως διαφορετικό τρόπο, ότι εφόσον η υπόθεση των εναγόντων βασίζεται αποκλειστικά στον  ισχυρισμό για ύπαρξη έγκυρης συμφωνίας ενοικιαγοράς, όταν κριθεί ότι η συμφωνία είναι εικονική, δηλαδή ψεύτικη, το αποτέλεσμα είναι η απόρριψη της αγωγής.

9.  Στην παρούσα υπόθεση δεν προωθήθηκαν ούτε θεμελιώθηκαν τέτοια γεγονότα που να παρείχαν δικαίωμα, στους εφεσείοντες, για διαζευκτική θεραπεία. Η καταβολή χρημάτων από τους εφεσείοντες στον εφεσίβλητο δεν έγινε για οποιονδήποτε άλλο σκοπό παρά μόνο στα πλαίσια της κατ’ ισχυρισμό έγκυρης και γνήσιας σύμβασης ενοικιαγοράς, η οποία αποδείχθηκε εικονική και ψεύτικη εφόσον η υποτιθέμενη συναλλαγή, μεταξύ των διαδίκων, ήταν ανύπαρκτη.

Β. Υπό: Ναθαναήλ Δ. συμφωνούντος και του Χατζηχαμπή Δ.

1.  Θα τίθετο εύλογα ζήτημα επάρκειας της αξιολόγησης της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Και τούτο, ενόψει της κατ’ απομόνωσης αξιολόγησης στοιχείων της μαρτυρίας του Μ.Ε.2.

2.  Δεν προέκυπτε λόγος αναξιοπιστίας του μάρτυρα των εφεσειόντων λόγω της θεωρούμενης αδιαφορίας του για την επακριβή αξία των εμπορευμάτων, εφόσον η συμφωνία ενοικιαγοράς περιείχε ρήτρα ότι η τράπεζα δεν είδε τα εμπορεύματα, ο δε εφεσίβλητος την καλούσε να λειτουργήσει επί των δικών του διαβεβαιώσεων.

3.  Το Δικαστήριο έκρινε επίσης αναξιόπιστο συγκεκριμένο μάρτυρα, διότι, «έδειχνε ενοχλημένος που του γίνονταν ερωτήσεις». Δεν αποτελεί όμως αυτό μέτρο κρίσης της αξιοπιστίας όπως έχει λεχθεί κατ’ επανάληψη από τη νομολογία.

4.  Η ορθή αξιολόγηση των γεγονότων από το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι θεμελιακής σημασίας και σε παρόμοιες υποθέσεις, η αξιολόγηση ανατρέπει άρδην τα δεδομένα και κατ’ επέκταση τα νομικά ζητήματα που συζητούνται.

[*46]5.        Για να θεωρηθούν πράξεις ή έγγραφα ως εικονικά, πρέπει όλα τα μέρη σ’ αυτά να έχουν κοινή πρόθεση ότι οι πράξεις και τα έγγραφα δεν έχουν σκοπό να δημιουργήσουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις κατά νόμο, που οι πράξεις και τα έγγραφα δίνουν προς τα έξω την εντύπωση ότι δημιουργούν.

6.  Με τα πιο πάνω δεδομένα, εύλογα ετίθετο θέμα ενεργοποίησης των διατάξεων του Άρθρου 65 του Κεφ. 149, το οποίο κωδικοποιεί στην ουσία την αρχή περί μη αδικαιολόγητου πλουτισμού. Δεν είναι αναγκαία η εκ των υστέρων έλευση γεγονότος για να διαπιστωθεί η εξ υπαρχής ακυρότητα.

7.  Υπό το φως των ευρημάτων του Δικαστηρίου το δίκαιο, ήταν η απόδοση πίσω του υπολοίπου των χρημάτων που ο εφεσίβλητος έλαβε από τους εφεσείοντες. Ακριβώς διότι και ο ίδιος, γνωρίζοντας, όπως αποφάσισε το Δικαστήριο, ότι λάμβανε τα χρήματα κατ’ ουσίαν ως δάνειο, και κατ’ επίφαση και μόνο δυνάμει συμφωνίας ενοικιαγοράς, οφείλει να τα επιστρέψει.

8.  Βεβαίως, εδώ, οι εφεσείοντες λόγω της επενέργειας του Άρθρου 65 και όχι δυνάμει της συμβατικής τους σχέσης, θα δικαιούνταν σε απόφαση μόνο για το υπόλοιπο επί του ποσού που δεν είχε ήδη αποπληρωθεί, χωρίς τόκους και χωρίς οποιαδήποτε δικαιώματα ενοικιαγοράς.

9.  Η επίδικη απόφαση εναντίον του εφεσίβλητου θα ενεργούσε  ικανοποιητικά ως αποτροπή στην κατάρτιση εικονικών συναλλαγών, ενώ θα στιγματιζόταν ταυτόχρονα επαρκώς και η ίδια η ανάμειξη των εφεσειόντων χωρίς να επέρχονταν ιδιαίτερα ανεπιεική αποτελέσματα για τη μια ή την άλλη πλευρά, ενόψει ακύρου και όχι παρανόμου συμφωνίας.

Γ. Υπό: Φωτίου Δ.:

Εκφράστηκε συμφωνία με την απόφαση Ναθαναήλ, ότι ετύγχανε ότι ετύγχανε εφαρμογής το Άρθρο 65 του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149 για επιστροφή του υπολοίπου.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες αποφάσεις:

Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ ν. Χίνη (2008) 1(Β) Α.Α.Δ. 818,

[*47]North Central Wagon Finance Ltd v. Brails Ford a.o. [1962] 1 All E.R. 502,

Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ ν. Κωνσταντίνου κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 1432,

Κάστανος κ.ά. ν. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (2009) 1 Α.Α.Δ. 1374,

Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ ν. Κωνσταντίνου κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 2067,

Χρίστου ν. Ηροδότου κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 676,

Σάντη ν. Χατζηβασιλείου (2009) 1 Α.Α.Δ. 288,

Γεώργιος & Σπύρος Τσαππή Λτδ ν. Πολυβίου (2009) 1 Α.Α.Δ. 339,

Βούτουνος ν. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 71,

Χίνης v. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (2008) 1 Α.Α.Δ. 306,

Snook v. London and West Riding Investment Ltd [1967] 2 Q.B. 786,

Σολωμού κ.ά. ν. Marfin Popular Bank Public Co. Ltd (2011) 1 Α.Α.Δ. 36,

Hitch a.o. v. Stone (Inspector of Taxes) [2001] EW CA Civ 63,

A and C Antoniou Resort Ltd v. Eleonora Hotel Appartments Ltd (2002) 1 Α.Α.Δ. 1321,

Papadopoulou v. Polycarpou (1968) 1 C.L.R. 352,

Maison Jenny Ltd  v. Krashias Footwear Industry Ltd (2002) 1 Α.Α.Δ. 1156,

Saunders v. Edwards [1987] 1 W.L.R. 1116.

Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Αγωγή Αρ. 1537/02), (Γεωργίου-Αντωνίου, Ε.Δ.), ημερομηνίας 25/9/2008.

[*48]Α. Ζαχαρίου με Γ. Ζαχαρίου (κα.), για τους Εφεσείοντες.

Α. Μαθηκολώνης, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Η απόφαση δεν είναι ομόφωνη. Την απόφαση της πλειοψηφίας θα δώσει ο Νικολάτος, Δ. και με αυτή συμφωνώ εγώ και οι Δικαστές Κωνσταντινίδης, Νικολαΐδης, Κραμβής, Παπαδοπούλου, Ερωτοκρίτου, Παμπαλλής, Κληρίδης, και Πασχαλίδης. Την απόφαση της μειοψηφίας θα δώσει ο Ναθαναήλ, Δ. και με αυτή συμφωνεί και ο Χατζηχαμπής, Δ.. Ο Φωτίου, Δ. συμφωνεί με την κατάληξη της απόφασης της μειοψηφίας για τους λόγους που αναφέρει στη δική του απόφαση.

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες, με υπόμνημα τους, ζήτησαν την παραπομπή της εκδίκασης της έφεσης αυτής στην Πλήρη Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Αιτιολόγησαν το αίτημα τους προβάλλοντας τη θέση ότι πρόσφατη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου έρχεται σε αντίθεση με θεμελιωμένες αρχές της Αγγλικής και Κυπριακής νομολογίας, επί νομικού ζητήματος που επηρεάζει ολόκληρο το τραπεζικό σύστημα της Κύπρου και τον τρόπο λειτουργίας του συστήματος των ενοικιαγορών.

Ουσιαστικά το αίτημα των εφεσειόντων είναι όπως ανατραπεί το σκεπτικό της απόφασης Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ ν. Χίνη (2008) 1Β Α.Α.Δ. 818, το οποίο ακολουθήθηκε και σε άλλες πρόσφατες αποφάσεις, ως λανθασμένο. Κατά τους εφεσείοντες η Χίνη έρχεται σε αντίθεση με  συγκεκριμένες αποφάσεις της νομολογίας μας. Έρχεται επίσης σε αντίθεση με αγγλική νομολογία και ειδικά την απόφαση North Central Wagon Finance Ltd v. Brails Ford a.o. [1962] 1 All E.R. 502.

Με προοπτική τη διασαφήνιση και ευθυγράμμιση της νομολογίας, αν διαπιστωνόταν τέτοια ανάγκη, εγκρίθηκε το αίτημα για παραπομπή της υπόθεσης για εκδίκαση από την Πλήρη Ολομέλεια.

Ενώπιον του πρωτοδίκου δικαστηρίου οι ενάγοντες-εφεσείοντες, με την αγωγή τους αξίωσαν ποσό £23.536.- ως υπόλοιπο ενοικίου για παράβαση σύμβασης ενοικιαγοράς, τόκο επί των καθυστερημένων δόσεων και διατάγματα για παράδοση των αντικειμένων ενοικιαγοράς και πώληση τους με δημόσιο πλειστηριασμό.  Τα αντικείμενα, ιδιοκτήτης των οποίων φέρεται πως ήταν οι ενάγοντες-εφεσείοντες, κατόπιν συμφωνίας ενοικιαγοράς με τον εφε[*49]σίβλητο-εναγόμενο τέθηκαν στην κατοχή του εναγομένου. Διαζευκτικά οι ενάγοντες προέβαλαν ισχυρισμό ότι η συμφωνία ενοικιαγοράς με τον εναγόμενο ήταν συμφωνία παραχώρησης πιστωτικών διευκολύνσεων ύψους £36.965.- και αξίωσαν την επιστροφή του, υπολοίπου των £16.405,50.- ως χρήματα τα οποία καταβλήθηκαν αχρεωστήτως και/ή ως αποζημιώσεις για παράβαση της συμφωνίας παραχώρησης πιστωτικών διευκολύνσεων.

Ο κύριος μάρτυρας των εναγόντων ήταν ο Μ.Ε.2 κ. Ν. Σοφοκλέους, ο οποίος προέβηκε σε γραπτή δήλωση που κατατέθηκε ως τεκμήριο 6. Ο μάρτυρας είναι υπάλληλος των εναγόντων-εφεσειόντων, Διευθυντής καταστήματος στη Λάρνακα, και χειρίστηκε προσωπικά την υπόθεση αυτή. Συμφώνησε με τον εναγόμενο-εφεσίβλητο να τον χρηματοδοτήσει με το ποσό των £30.000.- και αυτό θα γινόταν με την ενοικιαγορά των επίπλων που ήδη είχε αγοράσει ο εναγόμενος-εφεσίβλητος και τα οποία βρίσκονταν στο σπίτι του στην Κύπρο.

Ο εφεσίβλητος κατέθεσε στο δικαστήριο τη δική του εκδοχή, ότι δηλαδή ζήτησε δάνειο από τους ενάγοντες-εφεσείοντες για να κάμει επενδύσεις στο Χ.Α.Κ. και όταν ο κ. Σοφοκλέους τον ερώτησε κατά πόσον είχε στην κατοχή του οποιαδήποτε έπιπλα και ο εναγόμενος απάντησε ότι δεν είχε, ο κ. Σοφοκλέους του είπε ότι αυτό δεν ήταν πρόβλημα, ότι οι ενάγοντες θα ετοίμαζαν ένα τυπικό κατάλογο αντικειμένων για να καταρτιστεί μια τυπική συμφωνία ενοικιαγοράς και αυτό έγινε. Έγινε δηλαδή μια εικονική συμφωνία ενοικιαγοράς χωρίς να υπάρχουν οποιαδήποτε έπιπλα που θα μπορούσαν να αποτελέσουν το αντικείμενο της ενοικιαγοράς, για να εξασφαλίσει ο εναγόμενος το δάνειο που χρειαζόταν για επένδυση στο Χ.Α.Κ..

Το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε τη μαρτυρία του εναγόμενου-εφεσίβλητου και απέρριψε τη μαρτυρία των εφεσειόντων και ειδικά εκείνη του Μ.Ε. 2 κ. Σοφοκλέους. Αξίζει να σημειωθεί ότι στη μαρτυρία του κ. Σοφοκλέους, που δόθηκε με κατάθεση-δήλωση του (τεκμήριο 6), μετά την αναφορά στο συμβόλαιο ενοικιαγοράς ημερ. 14.12.99, ο μάρτυρας λέει ότι ο εναγόμενος έλαβε τα χρήματα και τα οφείλει στους ενάγοντες, διότι τα χρήματα αυτά δεν του παραχωρήθηκαν ποτέ χαριστικά αλλά αυτός τα εισέπραξε υπό μορφή πιστωτικών διευκολύνσεων, πήρε το όφελος απ’ αυτά και οφείλει να τα επιστρέψει.

Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού ανέλυσε την ενώπιον του μαρτυρία, εξέτασε και τους νομικούς ισχυρισμούς που προβλήθηκαν [*50]από τις δύο πλευρές. Άντλησε καθοδήγηση από τις αποφάσεις Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ ν. Κωνσταντίνου κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 1432 και Χίνη (ανωτέρω). Έκρινε ότι με βάση τις δύο προαναφερόμενες αποφάσεις θα έπρεπε να απορρίψει την αγωγή, εφόσον η βάση αγωγής, η οποία δικογραφήθηκε και προωθήθηκε με μαρτυρία, ήταν μόνο εκείνη της ενοικιαγοράς. Η εκδοχή εκείνη κατέρρευσε εφόσον κρίθηκε ως αναξιόπιστη η μαρτυρία του κύριου μάρτυρα των εφεσειόντων και επομένως, στην απουσία άλλης προωθηθείσας αιτίας αγωγής, οι ενάγοντες-εφεσείοντες δεν μπορούσαν να επιτύχουν απόφαση υπέρ τους και εναντίον του εναγομένου-εφεσιβλήτου για επιστροφή των προαναφερόμενων ποσών.

Το πρωτόδικο δικαστήριο, στη συνέχεια, εξέτασε και ζήτημα παρανομίας και δημόσιας πολιτικής. Κατέληξε ότι δεν υπήρχε συγκεκριμένη δημόσια πολιτική που δέσμευε τους εφεσείοντες, οι οποίοι δεν ήταν τράπεζα αλλά χρηματοπιστωτικός οργανισμός.  Αναφορικά με το ζήτημα της παρανομίας, το πρωτόδικο δικαστήριο, έκρινε ότι, από τη στιγμή που η συγκεκριμένη σύμβαση ενοικιαγοράς θεωρήθηκε εικονική, δηλαδή ψεύτικη, δεν ετίθετο ζήτημα ύπαρξης δικαιωμάτων ενοικιαγοράς και συνεπώς δεν ετίθετο και ζήτημα χρέωσης τόκου πέραν του επιτρεπομένου.

Ως προς τη διαζευκτική θεραπεία την οποίαν αξίωναν οι ενάγοντες-εφεσείοντες και η οποία αφορούσε στην παροχή πιστωτικών διευκολύνσεων προς τον εναγόμενο-εφεσίβλητο, το πρωτόδικο δικαστήριο παρατήρησε ότι η όλη μαρτυρία που προσκομίστηκε από πλευράς εφεσειόντων αφορούσε στη γνησιότητα της ενοικιαγοράς και όχι την παροχή οποιωνδήποτε τραπεζικών διευκολύνσεων. Από τη στιγμή που η σύμβαση κρίθηκε ως εικονική δεν μπορούσε να διεκδικηθεί επιτυχώς οποιαδήποτε άλλη διαζευκτική θεραπεία, η οποία δεν  προωθήθηκε. Ακολούθησε, συναφώς, το σκεπτικό της Χίνη (ανωτέρω). Σημείωσε, επιπρόσθετα, το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι οι εφεσείοντες, σύμφωνα με τη δική τους μαρτυρία, δεν ήταν τράπεζα που παραχωρεί δάνεια, αλλά οργανισμός που προέβαινε σε ενοικιαγορές. Επομένως πώς μπορούσε να ζητηθεί οποιαδήποτε διαζευκτική θεραπεία που να μη βασίζεται στη συμφωνία ενοικιαγοράς, διερωτήθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο.  Τελικά η αγωγή απορρίφθηκε με έξοδα εις βάρος των εφεσειόντων. 

Με την έφεση τους οι εφεσείοντες προσβάλλουν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με τους εξής λόγους έφεσης:

1.  Ήταν λανθασμένη η απόφαση του δικαστηρίου να απορ[*51]ρίψει τη μαρτυρία του Μ.Ε. 2 (ο οποίος λανθασμένα αναγράφεται ως Μ.Ε. 1) και να αποδεχθεί τη μαρτυρία του Μ.Υ. 1 (εφεσίβλητου).

2.  Λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι οι εφεσείοντες προώθησαν την αγωγή τους αποκλειστικά στη βάση της συμφωνίας ενοικιαγοράς και ότι δεν προώθησαν τις διαζευκτικές βάσεις αγωγής τους. Συγκεκριμένα γίνεται αναφορά στη γραπτή δήλωση του Μ.Ε. 2 – τεκμήριο 6. Εν πάση περιπτώσει ο εφεσίβλητος ουδέποτε αμφισβήτησε ότι έλαβε χρήματα από τους εφεσείοντες τα οποία ουδέποτε επέστρεψε.

3.  Ο τρίτος λόγος έφεσης προσομοιάζει με το δεύτερο και αφορά στην εσφαλμένη απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι οι εφεσείοντες επέλεξαν να προωθήσουν αποκλειστικά την αγωγή τους στη βάση της συμφωνίας ενοικιαγοράς.

4.  Εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την εκδοχή των εφεσειόντων ότι η ενοικιαγορά ήταν γνήσια, παρά το ότι διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε οποιαδήποτε παρανομία και με μόνο λόγο ότι δεν υπήρχαν τα αντικείμενα ενοικιαγοράς.

5.  Ο πέμπτος λόγος έφεσης αποσύρθηκε.

6.  Με τον έκτο λόγο και πάλι καταλογίζεται σφάλμα στο πρωτόδικο δικαστήριο διότι απέρριψε την αγωγή χωρίς να εξετάσει τις διαζευκτικές βάσεις αγωγής που είχαν δικογραφηθεί και προωθηθεί, με επαρκή και αξιόπιστη μαρτυρία. Εν σχέσει με αυτό το λόγο, οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι η παρούσα υπόθεση διαφέρει, επί των γεγονότων, από τη Χίνη (ανωτέρω), στην οποία δεν προωθήθηκε διαζευκτική θεραπεία.

Τα ζητήματα που εγείρονται από την παρούσα έφεση είναι τα εξής:

(α) Το ζήτημα της αξιοπιστίας του Μ.Ε. 2 και του Μ.Υ. 1.

(β) Το ζήτημα του κατά πόσον ορθά ή λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι η ενοικιαγορά δεν ήταν γνήσια παρά το ότι δεν βρήκε οποιαδήποτε παρανομία ή άλλο λόγο ακυρότητας της.

[*52](γ) Το κατά πόσον ορθά ή λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι οι εφεσείοντες δεν προώθησαν οποιαδήποτε άλλη διαζευκτική βάση αγωγής, εκτός από εκείνη της ενοικιαγοράς και ιδιαίτερα τη διαζευκτική τους απαίτηση για επιστροφή χρημάτων που δόθηκαν αχρεωστήτως και/ή για επιστροφή χρημάτων που δόθηκαν υπό μορφή δανείου. Συναφώς εγείρεται και ζήτημα θεραπείας υπέρ των εφεσειόντων στη βάση του Άρθρου 65 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149.

(δ) Επιπρόσθετα, με την έφεση αυτή, τίθεται και ζήτημα ευθυγράμμισης και διασαφήνισης της νομολογίας αναφορικά με το ζήτημα του κατά πόσον ένας ενάγων που προωθεί την υπόθεση του στη βάση μιας μόνο από τις δικογραφημένες αιτίες αγωγής του, έχει δικαίωμα, μετά την απόρριψη της εκδοχής του από το δικαστήριο, να διεκδικήσει θεραπεία, στη βάση άλλης αιτίας αγωγής, δικογραφημένης μεν αλλά μη προωθηθείσας.

Αναφορικά με το ζήτημα της αξιοπιστίας, παρατηρούμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο, για καλούς λόγους τους οποίους και σημείωσε, απέρριψε τη μαρτυρία του Μ.Ε. 2 και δέχθηκε τη μαρτυρία του Μ.Υ. 1-εφεσίβλητου. Δέχθηκε δηλαδή ότι ο εφεσίβλητος δεν είχε έπιπλα δικά του καθότι αυτός εργαζόταν στο εξωτερικό και όταν διέμενε στην Κύπρο έμενε στο σπίτι των γονέων του, σε προσφυγικό συνοικισμό. Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, εφόσον δεν υπήρχαν στην κατοχή του εφεσίβλητου έπιπλα, τα οποία αυτός θα πωλούσε στους εφεσείοντες και οι εφεσείοντες θα του τα επέστρεφαν πίσω υπό τύπον ενοικιαγοράς, η εκδοχή του εφεσίβλητου περί εικονικής (ψεύτικης) ενοικιαγοράς ήταν η αληθινή εκδοχή και εκείνη των εφεσειόντων, που δόθηκε στο δικαστήριο με τη μαρτυρία του Μ.Ε. 2, για γνήσια και πραγματική σύμβαση ενοικιαγοράς, ήταν μη αληθινή. Είναι γνωστές οι αρχές με βάση τις οποίες το Εφετείο επεμβαίνει στα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων. Στην προκείμενη περίπτωση δεν υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος επέμβασης του Εφετείου στα συμπεράσματα αυτά, τα οποία κρίνουμε ως εύλογα και αιτιολογημένα.

Η διαπίστωση ότι η σύμβαση ενοικιαγοράς ήταν εικονική (ψεύτικη) βασίστηκε κυρίως στο ότι δεν υπήρχαν οποιαδήποτε αντικείμενα ενοικιαγοράς και επομένως η συναλλαγή των διαδίκων, από τη σκοπιά της ενοικιαγοράς, ήταν ανύπαρκτη. Εξάλλου ο Μ.Ε.2,  κ. Σοφοκλέους, παραδέχθηκε ότι ο επίδικος κατάλογος των επίπλων, που επισυνάπτεται στη σύμβαση ενοικιαγοράς, τεκμήριο 1, ήταν σχεδόν πανομοιότυπος με άλλους καταλόγους αντικειμένων [*53]ενοικιαγοράς (τεκμήρια 8 α-δ) αφού χρησιμοποιείτο πρότυπο που υπήρχε σε όλους τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές των εφεσειόντων και επισυνάπτετο σ’ όλα τα συμβόλαια ενοικιαγοράς στα οποία ο πελάτης δεν παρουσίαζε δικό του κατάλογο. Κατά την κρίση μας ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο, καθοδηγούμενο από την απόφαση Χίνη (ανωτέρω) κατέληξε στο συμπέρασμα ότι επρόκειτο για εικονική (ψεύτικη) σύμβαση ενοικιαγοράς, της οποίας το αντικείμενο ήταν ανύπαρκτη συναλλαγή. Η εικονικότητα της σύμβασης ενοικιαγοράς συναρτάται με το γεγονός ότι αντικείμενο της σύμβασης ήταν ανύπαρκτη συναλλαγή και δεν υπεισέρχεται ζήτημα παράβασης των γενικών αρχών του δικαίου των συμβάσεων.

Αναφορικά με το ζήτημα της προώθησης άλλης διαζευκτικής βάσης αγωγής, εκτός από εκείνη της ενοικιαγοράς, η θέση των εφεσειόντων είναι ότι αυτοί, εκτός από το ότι δικογράφησαν δεόντως διαζευκτικές βάσεις αγωγής, τις προώθησαν, ταυτόχρονα με την εκδοχή της ενοικιαγοράς και ειδικά με τη μαρτυρία του Μ.Ε. 2 κ. Σοφοκλέους. Στην προαναφερόμενη κατάθεση-δήλωση του κ. Σοφοκλέους (τεκμήριο 6) αυτός αναφέρει ότι ο εφεσίβλητος έλαβε τα χρήματα, τα οφείλει στους εφεσείοντες εφόσον αυτοί ποτέ δεν του τα χάρισαν. Άρα έχει υποχρέωση να επιστρέψει το οφειλόμενο ποσό των £16.115,50.-, στο οποίο αν προστεθούν και τα δικαιώματα ενοικιαγοράς και οι τόκοι, ανέρχεται σε £23.090,50.- Ο μάρτυρας ακόμα πρόσθεσε ότι οι ενάγοντες ζήτησαν αυτά τα χρήματα από τον εναγόμενο διότι του τα παραχώρησαν και αυτός τα εισέπραξε υπό μορφή πιστωτικών διευκολύνσεων, δεν του τα χάρισαν, αυτός πήρε το όφελος των χρημάτων και οφείλει να τα επιστρέψει.

Δεν συμφωνούμε με τη θέση των εφεσειόντων. Όπως υποδείχθηκε στη Χίνη (ανωτέρω) αλλά και σε άλλες αποφάσεις, όπως την απόφαση στην υπόθεση Κάστανος κ.ά. ν. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (2009) 1 Α.Α.Δ. 1374 , αλλά και στην παλαιότερη απόφαση στην υπόθεση Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ ν. Κωνσταντίνου κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 2067, ένας διάδικος ο οποίος απευθύνεται στο δικαστήριο, προτείνοντας και προωθώντας μια πλαστή εκδοχή, σε περίπτωση απόρριψης της εκδοχής αυτής, δεν μπορεί να επιζητεί απονομή δικαιοσύνης, σε βάση άλλη από εκείνη που κάλεσε το δικαστήριο να αποδεχθεί (Δέστε: Κάστανος, ανωτέρω). Όπως τέθηκε το ζήτημα στη Χίνη (ανωτέρω) αν, μετά την κατάρρευση της μόνης προωθηθείσας αξίωσης τους, επιτρεπόταν στους εφεσείοντες να προβάλουν τις άλλες δικογραφηθείσες διαζευκτικές αξιώσεις τους, που δεν συναρτώνται προς δικό τους υπόβαθρο γεγονότων και οι οποίες δεν έχουν υποστηριχθεί από μαρτυρία, αυτό θα ήταν και αντινομικό [*54]αλλά και άδικο για τον εφεσίβλητο ο οποίος ουδέποτε είχε την ευκαιρία να αντικρούσει τις άλλες διαζευκτικές εκδοχές όπως π.χ. την παροχή δανείου, πιστωτικών διευκολύνσεων ή την ύπαρξη χρέους, εφόσον ουδέποτε προβλήθησαν με μαρτυρία, κατά τη δίκη. Στην παρούσα υπόθεση ο Μ.Ε. 2 έκαμε μεν αναφορά σε χρήματα που δόθηκαν από τους εφεσείοντες στον εφεσίβλητο, χωρίς χαριστική διάθεση, καθώς και σε πιστωτικές διευκολύνσεις, όμως δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι, με αυτή την, παρεμφερή και ατεκμηρίωτη, αναφορά προωθήθηκαν αυτές οι διαζευκτικές βάσεις αγωγής. Συναφώς παρατηρούμε ότι δεν έγινε μνεία σε οποιαδήποτε συγκεκριμένη σύμβαση δανείου ή παροχής πιστωτικών διευκολύνσεων. Ούτε και έγινε μνεία για παροχή χρημάτων από τους εφεσείοντες στον εφεσίβλητο, κατά τρόπον ασύνδετο με τη σύμβαση ενοικιαγοράς και με ρητή ή εξυπακουόμενη πρόθεση των μερών, τα χρήματα να επιστραφούν. Αντίθετα, εκείνο στο οποίο επέμειναν οι εφεσείοντες, καθόλη την ακροαματική διαδικασία ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, αλλά και ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου, στην παρούσα διαδικασία, με τον λόγο έφεσης 4, είναι ότι τα χρήματα που έδωσαν στον εφεσίβλητο δόθηκαν λόγω της σύναψης έγκυρης και γνήσιας συμφωνίας ενοικιαγοράς, με υπάρχοντα αντικείμενα ενοικιαγοράς. Επομένως, κατά την κρίση μας, με την κατάρρευση αυτής της εκδοχής των εφεσειόντων, η αξίωση τους για επιστροφή χρημάτων, που δόθηκαν αχρεωστήτως ή υπό μορφή δανείου  στον εφεσίβλητο, παραμένει μετέωρη, χωρίς πραγματικό και νομικό υπόβαθρο και είναι καταδικασμένη σε αποτυχία.

Είναι θεμελιωμένη αρχή ότι ένας διάδικος δικαιούται να προβάλει στο δικόγραφο του διαζευκτικούς ισχυρισμούς, αλλά οφείλει, κατά την ακροαματική διαδικασία, να επιλέξει την εκδοχή που θα προωθήσει. Οι εφεσείοντες, στην παρούσα υπόθεση, επέλεξαν την εκδοχή της σύμβασης ενοικιαγοράς και απέτυχαν.

Όσον αφορά το Άρθρο 65 του Κεφ. 149 παρατηρούμε ότι αυτό εφαρμόζεται όταν μια συμφωνία αποδειχτεί εξ υπαρχής άκυρη ή η σύμβαση καταστεί άκυρη δυνάμει των αρχών του περί Συμβάσεων Νόμου, οπότε το πρόσωπο που προσπορίστηκε όφελος δυνάμει της εν λόγω συμφωνίας ή σύμβασης, υποχρεούται να αποκαταστήσει το όφελος αυτό ή να καταβάλει αποζημίωση στο πρόσωπο από το οποίο προσπορίστηκε το όφελος. Στην προκείμενη περίπτωση δεν εφαρμόζεται το Άρθρο 65 καθότι δεν βρισκόμαστε μπροστά σε εξ υπαρχής άκυρη συμφωνία ή σύμβαση που κατέστη άκυρη δυνάμει των αρχών του περί Συμβάσεων Νόμου. Η περίπτωση αυτή αφορά σε χρήματα που δόθηκαν από τους εφεσείοντες στον εφεσίβλητο, δυνάμει κατ’ ισχυρισμό γνήσιας και έγκυρης [*55]σύμβασης ενοικιαγοράς, η οποία, όπως έκρινε το δικαστήριο, ήταν εικονική, δηλαδή ψεύτικη, επειδή το αντικείμενο της ήταν ανύπαρκτη συναλλαγή. Δεν έδωσαν δηλαδή, οι εφεσείοντες χρήματα, στη βάση εξ υπαρχής άκυρης συμφωνίας ή στη βάση σύμβασης που κατέστη, μεταγενέστερα, άκυρη. Ο ισχυρισμός τους, αντίθετα, ήταν ότι επρόκειτο για έγκυρη και νόμιμη, καθ’ όλον τον ουσιώδη χρόνο, σύμβαση, δυνάμει της οποίας πλήρωσαν χρήματα στον εφεσίβλητο. Όμως ο ισχυρισμός αυτός απορρίφθηκε, επειδή η μαρτυρία που προσφέρθηκε κρίθηκε ως αναξιόπιστη. Υπό αυτές τις περιστάσεις δεν είναι δυνατόν οι εφεσείοντες να διεκδικήσουν την επιστροφή των χρημάτων τους, ούτε δυνάμει του Άρθρου 65.

Μας ζητήθηκε επίσης να προβούμε σε διασαφήνιση και ευθυγράμμιση της νομολογίας μας.

Θεωρούμε ότι στις αποφάσεις Κωνσταντίνου, Χίνη και Κάστανου (ανωτέρω) τέθηκαν οι ορθές αρχές με σαφήνεια. Στις αποφάσεις αυτές τονίστηκε, με κάπως διαφορετικό τρόπο στην κάθε μια, ότι εφόσον η υπόθεση των εναγόντων βασίζεται αποκλειστικά στον ισχυρισμό για ύπαρξη έγκυρης συμφωνίας ενοικιαγοράς, όταν κριθεί ότι η συμφωνία είναι εικονική, δηλαδή ψεύτικη, το αποτέλεσμα είναι η απόρριψη της αγωγής (Κωνσταντίνου, ανωτέρω). Στην Χίνη (ανωτέρω) επεξηγήθηκε ότι η αναφορά, στην υπόθεση Κωνσταντίνου, σε συμφωνία εικονική και «παρεπόμενα άκυρη» σχετίζεται με τη διαπίστωση του δικαστηρίου, σε εκείνη την υπόθεση, ότι η εικονική ενοικιαγορά είχε γίνει προς απόκρυψη παράνομου σκοπού και δεν συναρτόταν με την παροχή οποιασδήποτε θεραπείας δυνάμει του Άρθρου 65. Όπως επεξηγήθηκε στη Χίνη, δεν ετίθετο θέμα εξ υπαρχής άκυρης συμφωνίας ή σύμβασης που κατέστη άκυρη λόγω κάποιου γεγονότος. Το μόνο που υπήρχε ενώπιον του δικαστηρίου (σ’ εκείνη την υπόθεση) ήταν η μαρτυρία για συμφωνία ενοικιαγοράς, η οποία απορρίφθηκε ως αναξιόπιστη, αφήνοντας τους εφεσείοντες χωρίς οποιαδήποτε πιθανότητα για παροχή θεραπείας ή για αποκατάσταση. Στην Κάστανου (ανωτέρω) διασαφηνίστηκε ότι το πρόβλημα των εναγόντων-εφεσιβλήτων (στην υπόθεση εκείνη) ήταν ότι, εν γνώσει τους, είχαν καταρτίσει όχι μόνο νομικά αλλά και πραγματικά ανύπαρκτη συμφωνία με ανύπαρκτα αντικείμενα. Δεν έθεσαν δηλαδή οποιοδήποτε άλλο πραγματικό υπόβαθρο γεγονότων από εκείνο της γνήσιας σύμβασης ενοικιαγοράς, και όταν το υπόβαθρο εκείνο κατέρρευσε, δεν παρέμεινε οτιδήποτε άλλο επί του οποίου να εφαρμοστεί οποιαδήποτε αρχή περί αποκατάστασης, άδικου πλουτισμού κλπ..   Επρόκειτο δηλαδή περί ανυπαρξίας υποβάθρου γεγονότων στα οποία θα μπορούσε να εφαρμοστεί άλλη διαζευκτική βάση αγωγής  [*56]και να δοθεί ανάλογη θεραπεία. Και στην υπόθεση Κάστανου το δικαστήριο έκρινε ότι οι ενάγοντες δεν προώθησαν, ως διαζευκτική βάση αγωγής αυτή της σύμβασης δανείου, της παροχής τραπεζικών διευκολύνσεων ή άλλη συναφή. Αντίθετα παρατηρήθηκε ότι ο ενάγων οργανισμός (που ήταν ο ίδιος με τους εφεσείοντες στην παρούσα υπόθεση πριν γίνει τροποποίηση) δεν διεξήγαγε τραπεζικές εργασίες, ώστε να παραχωρεί δάνεια ή πιστωτικές διευκολύνσεις και ότι το μόνο που μπορούσε να πράττει ήταν η σύναψη συμβάσεων ενοικιαγοράς. Αναφορικά με το Άρθρο 65 του Κεφ. 149, στην υπόθεση Κάστανου, κρίθηκε πως, με βάση τα γεγονότα (της υπόθεσης εκείνης), δεν μπορούσε να παρασχεθεί θεραπεία δυνάμει του άρθρου εκείνου. Σ’ αυτή την κατάληξη οδηγήθηκε το Εφετείο, με πλήρη επίγνωση ότι, σύμφωνα με τα ενώπιον του παραδεκτά γεγονότα, οι εναγόμενοι-εφεσείοντες είχαν ενσυνείδητα και αυτοί συμμετάσχει στην κατάρτιση της εικονικής-πλαστής σύμβασης ενοικιαγοράς και καρπώθηκαν απ’ αυτή ένα σημαντικό ποσό χρημάτων το οποίο και δεν θα επέστρεφαν. Αυτό όμως το γεγονός δεν ήταν ικανό να στρεβλώσει νομικές αρχές και να αποδώσει θεραπείες σε διάδικο, ο οποίος απευθύνεται στο δικαστήριο, προτείνοντας και προωθώντας μια πλαστή εκδοχή και όταν αποτύχει, επιζητεί απονομή δικαιοσύνης σε βάση άλλη απ’ εκείνη που κάλεσε το δικαστήριο να αποδεχθεί.

Οι προαναφερόμενες αποφάσεις εκφράζουν τις ορθές νομικές θέσεις επί του θέματος που μας απασχολεί. Η πάγια νομολογία μας επιτρέπει τη δικογράφηση και προώθηση διαζευκτικών νομικών ισχυρισμών, αλλά όχι την προώθηση διαζευκτικών γεγονότων. Στην προκείμενη περίπτωση οι εφεσείοντες, καταχρηστικά θα λέγαμε, επινόησαν μιαν ψεύτικη και εικονική σύμβαση ενοικιαγοράς στην οποία βάσισαν τις απαιτήσεις τους. Όταν αυτή η εκδοχή τους απέτυχε και απορρίφθηκε δεν υπήρχε οποιονδήποτε άλλο πραγματικό υπόβαθρο στο οποίο να μπορούν να θεμελιώσουν τις άλλες διαζευκτικές θεραπείες που αξίωναν.

Στην αγγλική υπόθεση North Central Wagon (ανωτέρω), στην οποία έγινε αναφορά, αποφασίστηκε ότι χρήματα που είχαν πληρωθεί στη βάση πωλητηρίου εγγράφου ενός φορτηγού (bill of sale), που δεν ενεγράφη σύμφωνα με το νόμο και γι’ αυτό ήταν άκυρο, μπορούσαν να διεκδικηθούν, ως χρήματα πληρωθέντα και παραληφθέντα (money had and received). Στην υπόθεση εκείνη υπήρχε και σύμβαση ενοικιαγοράς, όμως, στην ουσία, η συναλλαγή ήταν δάνειο, με το αντικείμενο της ενοικιαγοράς (το φορτηγό, το οποίο ήταν υπαρκτό) να αποτελεί την εξασφάλιση του δανείου. Το δικαστήριο έκρινε ότι η συναλλαγή μπορούσε να θεωρηθεί ως έγκυρη [*57]συμφωνία δανείου, παρά την ακυρότητα του πωλητηρίου εγγράφου, και οι ενάγοντες μπορούσαν να διεκδικήσουν την επιστροφή των χρημάτων τους. Η απόφαση εκείνη κρίθηκε στη βάση γεγονότων που δικογραφήθηκαν, προωθήθηκαν και θεμελιώθηκαν, παρέχοντας έτσι δικαίωμα σε διαζευκτική θεραπεία. Αντίθετα, στην  παρούσα υπόθεση δεν προωθήθηκαν ούτε θεμελιώθηκαν τέτοια γεγονότα που να παρέχουν δικαίωμα, στους εφεσείοντες, για διαζευκτική θεραπεία. Η καταβολή χρημάτων από τους εφεσείοντες στον εφεσίβλητο δεν έγινε για οποιονδήποτε άλλο σκοπό παρά μόνο στα πλαίσια της κατ’ ισχυρισμό έγκυρης και γνήσιας σύμβασης ενοικιαγοράς, η οποία αποδείχθηκε εικονική και ψεύτικη εφόσον η υποτιθέμενη συναλλαγή, μεταξύ των διαδίκων, ήταν ανύπαρκτη.

Για τους προαναφερόμενους λόγους και με τις προαναφερόμενες διαπιστώσεις και παρατηρήσεις η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με έξοδα εις βάρος των εφεσειόντων τα οποία να υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και να υποβληθούν για έγκριση από το Δικαστήριο.

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Με τη δέουσα εκτίμηση στην απόφαση της πλειοψηφίας, καταγράφω τη διαφορετική μου άποψη στο ζήτημα.

Κατ’ αρχάς, κατά τη γνώμη μου, θα τίθετο εύλογα ζήτημα επάρκειας της αξιολόγησης της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Και τούτο, ενόψει της κατ’ απομόνωσης αξιολόγησης στοιχείων της μαρτυρίας του Νίκου Σοφοκλέους, Μ.Ε.2, για την οποία το Δικαστήριο τόνισε την καταγραφή στο έγγραφο ενοικιαγοράς ως διεύθυνση εργασίας την Καραϊβική και επάγγελμα «station manager» στην Louis Cruise Lines, χωρίς ταυτόχρονη όμως αναφορά και στη δηλωθείσα επί του ιδίου εγγράφου διεύθυνση κατοικίας, το Τσακκιλερό, Λάρνακας. Δεν συνυπολογίστηκε έτσι η πτυχή αυτή, αλλά θεωρήθηκε, λανθασμένα, η αναφορά στην Καραϊβική ως αναιρούσα τη θέση του Σοφοκλεόυς ότι ο εφεσίβλητος είχε επαναπατρισθεί, ενώ βέβαια το ένα δεν απέκλειε το άλλο. Ούτε έχει σημασία, κατά την άποψη μου, η θέση του Σοφοκλέους ότι ο εφεσίβλητος εξόπλισε, ή, ετοιμαζόταν να εξοπλίσει την οικία του, που κατά την άποψη του Δικαστηρίου δεν έδειχνε σταθερότητα στην τοποθέτηση του, υπό το φως του ότι ο εφεσίβλητος επί του εγγράφου ενοικιαγοράς δήλωσε ιδιοκτήτης και κάτοχος των εμπορευμάτων.  Ως προς το αν ήταν ή όχι αυτά μεταχειρισμένα, στο οποίο επίσης έδωσε ανάλογη σημασία το Δικαστήριο, και πάλι οι διάφορες συνδυασμένες ρήτρες στη συμφωνία ενοικιαγοράς καταστούσαν σαφές ότι τα εμπορεύματα δεν είχαν δηλωθεί ως μεταχειρισμένα, διαφορετικά αυτό θα αναγραφόταν ρητώς επί του πίνακα [*58]εμπορευμάτων.

Ούτε προέκυπτε λόγος αναξιοπιστίας του μάρτυρα των εφεσειόντων λόγω της θεωρούμενης αδιαφορίας του για τη επακριβή αξία των εμπορευμάτων, εφόσον η συμφωνία ενοικιαγοράς περιείχε ρήτρα ότι η τράπεζα δεν είδε τα εμπορεύματα, ο δε εφεσίβλητος την καλούσε να λειτουργήσει επί των δικών του διαβεβαιώσεων, το ζητούμενο δε ήταν να καλυφθεί με ένα συνολικό ποσό η χρηματοδότηση των αντικειμένων, που θα έφθανε το επιδιωκόμενο ποσό δανειοδότησης. Το Δικαστήριο έκρινε επίσης αναξιόπιστο τον Σοφοκλέους, διότι, «έδειχνε ενοχλημένος που του γίνονταν ερωτήσεις». Δεν αποτελεί όμως αυτό μέτρο κρίσης της αξιοπιστίας όπως έχει λεχθεί κατ’ επανάληψη στις υποθέσεις Χρίστου ν. Ηροδότου κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 676, Σάντη ν. Χατζηβασιλείου (2009) 1 Α.Α.Δ. 288, Γεώργιος & Σπύρος Τσαππή Λτδ ν. Παναγιώτη Πολυβίου (2009) 1 Α.Α.Δ. 339. Η αξιολόγηση μαρτυρίας αποτελεί λεπτό και επίπονο έργο και η επάρκεια των λόγων αξιολόγησης συναρτάται προς την ουσία του πράγματος και όχι κατ’ ανάγκην προς την εξωτερική εμφάνιση του μάρτυρα, (δέστε και Βούτουνος ν. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 71).

Η ορθή αξιολόγηση των γεγονότων από το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι θεμελιακής σημασίας και σε παρόμοιες υποθέσεις (δέστε Χίνης ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (2008) 1 Α.Α.Δ. 306), η αξιολόγηση ανατρέπει άρδην τα δεδομένα και κατ’ επέκταση τα νομικά ζητήματα που συζητούνται.

Δεν χρειάζεται να επεκταθώ όμως αναλυτικότερα στο ζήτημα ενόψει της απόφασης της πλειοψηφίας, η οποία αφήνει αλώβητη την αξιολόγηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί της αξιοπιστίας.

Προχωρώ επί της ουσίας του θέματος. Έχοντας κατά νου την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η συμφωνία ενοικιαγοράς ήταν εικονική, τίθεται ζήτημα ως προς τη νομική ταξινόμηση της μεταξύ των διαδίκων καταρτισθείσας αυτής εικονικής ενοικιαγοράς. Ευθέως αναγνωρίζεται από έγκριτους συγγραφείς και από τα Δικαστήρια, ότι αυτός ο τομέας του δικαίου περιέχει  εννοιολογικές ασάφειες και σύγχυση κατά τρόπο ώστε να παραμένει δύσβατη, νομικά, περιοχή. Η νομική κατηγοριοποίηση δεν είναι εύκολη και οι ακαδημαϊκοί σπάνια ακολουθούν ή εννοούν τα ίδια πράγματα, παρόλο που δεν υπάρχουν ριζοσπαστικές διαφορές ως προς το περιεχόμενο των δικαιϊκών κανόνων, (δέστε Ewan Mckendrick: Contract Law 6η έκδ. σελ. 328, παρ. 15.2, Treitel: The Law of Contract 8η έκδ. σελ. 377-378 και Koffman & Macdonald: The [*59]Law of Contract 6η έκδ. (2007), σελ. 425, παρ. 15.38-15.39).

Το Δικαστήριο στην υπό κρίση περίπτωση κατέληξε ότι η ενοικιαγορά δεν ήταν νόμιμη, αλλά εικονική και ότι:

«Οι διάδικοι υπογράφοντας το έγγραφο δεν είχαν πραγματικά την βούληση να συνάψουν σύμβαση ενοικιαγοράς αφού γνώριζαν και οι δύο ότι τα αντικείμενα ήταν ανύπαρκτα.»

Επί ανύπαρκτων αντικειμένων και με ταυτόσημη βούληση των διαδίκων να συνάψουν εικονική συμφωνία, προκύπτει ευθέως ακυρότητα από τα σπάργανα της.

Σύμφωνα με την απόφαση στην Snook v. London and West Riding Investment Ltd [1967] 2 Q.B. 786, για να θεωρηθούν πράξεις ή έγγραφα ως εικονικά («sham»), πρέπει όλα τα μέρη σ΄ αυτά να έχουν κοινή πρόθεση ότι οι πράξεις και τα έγγραφα δεν έχουν σκοπό να δημιουργήσουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις κατά νόμο, που οι πράξεις και τα έγγραφα δίνουν προς τα έξω την εντύπωση ότι δημιουργούν, (δέστε και Chitty on Contracts 24η έκδ., Τόμος ΙΙ, σελ. 462-3, παρ. 3215 και Γεώργιος Σολωμού κ.ά. ν. Marfin Popular Bank Public Co. Ltd, (2011) 1 Α.Α.Δ. 36.

Με τα πιο πάνω δεδομένα, εύλογα τίθεται θέμα ενεργοποίησης των διατάξεων του Άρθρου 65 του Κεφ. 149, το οποίο κωδικοποιεί στην ουσία την αρχή περί μη αδικαιολόγητου πλουτισμού («unjust enrichment»), η οποία προωθείται, κατά ένα νομικά αποδεκτό τρόπο, με αξίωση για «money had and received» (σήμερα γνωστή ως «restitutionary claim»), η  φιλοσοφία και η λειτουργία του οποίου απορρέει από οιονεί συμβατική σχέση που στοχεύει στην απόδοση ποσού στον ενάγοντα του οφέλους που απεκόμισε ο εναγόμενος σε βάρος του πρώτου, λόγω κάποιας λανθασμένης ή έκνομης πράξης. Κατά τον F.H. Lawson: Remedies of English Law, σελ. 173, η βάση της αξίωσης εδράζεται στον αδικαιολόγητο πλουτισμό ή την ύπαρξη εξυπακουόμενης υπόσχεσης.

Το Άρθρο 65 έχει ως εξής:

«Εάν η συμφωνία αποδειχθή εξ υπαρχής άκυρος, ή η σύμβασις καταστή άκυρος, ο προσπορισθείς οιονδήποτε όφελος δυνάμει της τοιαύτης συμφωνίας ή συμβάσεως υποχρεούται να αποκαταστήση το τοιούτον όφελος ή να καταβάλη αποζημίωσιν εις το πρόσωπον παρ’ ου προσεπορίσθη τούτο.»

[*60]Συμφωνία αποδεικνύεται «εξ υπαρχής άκυρος» («void ab initio»), επί Δικαστηρίω, γι’ αυτό στον Lawson – πιο πάνω – σελ. 275, αναγνωρίζεται ότι «a void act is better declared so by a Court».  Σύμφωνα με το ίδιο σύγγραμμα, σελ. 54, «a void contract is no contract at all». Και μια συμφωνία ενοικιαγοράς που αποφασίζεται δικαστικά ότι είναι εικονική, δεν μπορεί παρά να καταταχθεί ως  άκυρη. Στην Hitch a.o. v. Stone (Inspector of Taxes [2001] EW CA Civ 63, (απόφαση του Αγγλικού Εφετίου), ειπώθηκε ότι:

«No authority has been cited to us which would suggest that a sham transaction, could on its own be other than a void transaction.»

Και στην Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ ν. Κωνσταντίνου κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 2067, λέχθηκε ότι η εικονική συμφωνία είναι «παρεπόμενα άκυρη». Δεν υπάρχει κατά την αντίληψη μου, νομικό ή λογικό έρεισμα στη μη θεώρηση μιας εικονικής συμφωνίας ενοικιαγοράς, με τα πραγματικά δεδομένα όπως τα καθόρισε εδώ το πρωτόδικο Δικαστήριο, ως άκυρης εξ υπαρχής.

Δυνάμει εξ υπαρχής ακύρου συμφωνίας, ο προσπορισθείς οφέλους υποχρεώνεται να αποκαταστήσει το όφελος ή να καταβάλει αποζημίωση προς το πρόσωπο από το οποίο έλαβε το όφελος. Το Άρθρο 65, για το οποίο, κατά την άποψη μου, δεν έγινε οποιαδήποτε ιδιαίτερη ανάλυση στις υποθέσεις Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ ν. Χίνη (2008) 1 Α.Α.Δ. 818 και Κάστανος κ.ά. ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (2009) 1 Α.Α.Δ. 1374, ώστε να εξηγηθεί ο αποκλεισμός του επί ακύρου συμφωνίας, λειτουργεί ανεξάρτητα από την όποια συμφωνία ή συμβόλαιο μεταξύ των διαδίκων, (εδώ τη σύμβαση ενοικιαγοράς), ακριβώς διότι τέτοια συμφωνία έχει διακηρυχθεί άκυρη εξ υπαρχής, ήτοι, ως μηδέποτε συνομολογηθείσα. Δεν είναι αναγκαία η εκ των υστέρων έλευση γεγονότος για να διαπιστωθεί η εξ υπαρχής ακυρότητα. Αυτή αποφασίζεται από το δικάζον Δικαστήριο και ανατρέχει στο χρόνο σύναψης της συμφωνίας. Η επί Δικαστηρίω διακήρυξη της ακυρότητας μιας συμφωνίας είναι ένας από τους τρόπους «απόδειξης» της ως τέτοιας, έχοντας δεδομένο ότι ο ένας των συμβαλλομένων,  όπως εδώ οι εφεσείοντες, εγείρει την αγωγή προωθώντας αξίωση στη βάση γνήσιας ενοικιαγοράς, οπλισμένος με το τυπικό έγγραφο με το οποίο αυτή συνομολογήθηκε, (σχετική είναι και η παραπομπή στο αντίστοιχο Άρθρο 65 του Indian Contract Law, όπως αναλύεται στους Pollock & Mulla: Indian Contract and Specific Refief Acts 11η έκδ. Τόμος 1  [*61]σελ. 705, όπου καταγράφεται παρόμοια άποψη από το Supreme Court of India).

Για αυτό το λόγο, το Άρθρο 65 έρχεται αρωγός προς αποκατάσταση των διαδίκων στην προτέρα, ουσιαστικά, θέση τους με την απόδοση πίσω στον ένα συμβαλλόμενο του οφέλους που λήφθηκε από τον έτερο. Στα πλαίσια αυτά, ο διάδικος δεν θεωρείται ότι προωθεί την εφαρμογή του άκυρου συμβολαίου ή της άκυρης συμφωνίας, όπως και δεν θα μπορούσε βεβαίως εφόσον η συμφωνία θεωρείται ότι δεν υπάρχει, (δέστε και McKendrick: Contract Law – πιο πάνω – σελ. 329).

Στην A and C Antoniou Resort Ltd v. Eleonora Hotel Appartments Ltd (2002) 1 Α.Α.Δ. 1321, σε διαφορετικά βέβαια γεγονότα, το Εφετείο επί συμβάσεως ενοικιάσεως που παρέβαινε το Άρθρο 77(1) του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, θεώρησε ότι τίθετο θέμα εφαρμογής του Άρθρου 65, λόγω εξ υπαρχής ακυρότητας στη σύμβαση ενοικίασης και όχι απλής παρανομίας, με αποτέλεσμα να διαταχθεί επιστροφή ποσού που είχε ρευστοποιηθεί και εισπραχθεί δυνάμει τραπεζικής εγγύησης προς όφελος της εκεί εφεσίβλητης εταιρείας. Αυτή η είσπραξη ήταν απόκτηση οφέλους δυνάμει του Άρθρου 65, και:

«Από άκυρη δε συμφωνία δεν νοείται ο προσπορισμός οφέλους εκ μέρους οποιουδήποτε των συμβαλλομένων. Δικαίωμα αποζημίωσης μπορεί να προκύψει από τη διάρρηξη έγκυρης συμφωνίας και όχι από συμφωνία εξ αρχής ατελέσφορη.»

Όπως λέχθηκε και πριν, εξ υπαρχής ακυρότητα διαπιστώνεται επί Δικαστηρίω. Έτσι, στην Anthoulla Papadopoulou v. Polycarpou (1968) 1 C.L.R. 352, δεκατρία χρόνια μετά τη δικαιοπραξία πώλησης γης από ανήλικο, το Εφετείο, ανατρέποντας την πρωτόδικη κρίση, έκρινε τη συμφωνία πώλησης εξ υπαρχής άκυρη («void») και όχι απλώς ακυρώσιμη («voidable»), εφαρμόζοντας δε το Άρθρο 65, θεώρησε ότι δικαιολογείτο η επιδίκαση αποζημίωσης.

Στην Maison Jenny Ltd v. Krashias Footwear Industry Ltd (2002) 1 Α.Α.Δ. 1156, κρίθηκε ότι σύμβαση ενοικίασης το θεμέλιο της οποίας ήταν αβέβαιο, ώστε να μην είχε ποτέ η συμφωνία προσλάβει την εγκυρότητα σύμβασης, ήταν άκυρη κατά το Άρθρο 56(2) του Κεφ. 149 και επομένως ορθά αποδόθηκε πίσω το καταβληθέν προς τους πωλητές ποσό εφόσον δόθηκε χωρίς αντάλλαγμα. Το ποσό των £20.000 που δόθηκε είχε ως αποκλειστικό λόγο τη μετα[*62]ξύ των μερών συμφωνία. Λέχθηκε ότι:

«Εφόσον αυτή ήταν άκυρη προβάλλεται ευθέως ο λόγος για την παροχή θεραπείας στην επιστροφή του ποσού το οποίο δόθηκε χωρίς αντάλλαγμα.»

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε (και το εύρημα αυτό παραμένει αλώβητο), ότι με την υπογραφή της συμφωνίας ενοικιαγοράς και οι δύο διάδικοι δεν είχαν πραγματικά τη βούληση να συνάψουν σύμβαση ενοικιαγοράς. Τα αντικείμενα θεωρήθηκαν ανύπαρκτα. Έπεται ότι το όφελος το οποίο προσπορίσθηκε ο εφεσίβλητος προήλθε από εξ υπαρχής μη γενόμενη συμφωνία ή καλύτερα από συμφωνία που απεδείχθη μεταγενέστερα, στην ουσία, άκυρη. Το ζήτημα δεν εξαντλείται, κατά την άποψη μου, στη δικογραφική προώθηση της αγωγής στη βάση συμφωνίας ενοικιαγοράς που με την υπεράσπιση απεδείχθη εικονική. Το θεμέλιο της ίδιας της συμφωνίας ήταν ανύπαρκτο. Χρήματα ή περιουσία που δόθηκαν ως εξ αυτής της συμφωνίας δεν είναι δυνατόν να κατακρατηθούν από τον εφεσίβλητο. Ιδιαιτέρως διότι και ο ίδιος συνειδητά (κατά το εύρημα του Δικαστηρίου), συμμετείχε στη συμφωνία εν γνώσει του ότι δεν υπήρχαν αντικείμενα, αλλά και διότι αφού αποπλήρωσε στους εφεσείοντες από τις £30.000 που έλαβε, το ποσό των £13.894,50, υπερασπίστηκε την αγωγή όταν αυτή ηγέρθη από την τράπεζα, μετά τον εκ μέρους της τερματισμό της συμφωνίας ενοικιαγοράς αφού παρέμειναν απλήρωτες διάφορες δόσεις, προβάλλοντας μόνο τότε και για πρώτη φορά ζήτημα εικονικότητας επειδή, ως είπε και στην έγγραφη του δήλωση, Τεκμ. 8, παρ. 5.4, αλλά και ενόρκως, κατέρρευσε στο μεταξύ το Χ.Α.Κ. και υπέστη μεγάλη ζημιά.

Η ουσία της συναλλαγής ήταν η χορήγηση χρημάτων από τους εφεσείοντες στον εφεσίβλητο. Η θέση των εφεσειόντων τόσο δικογραφικά (όχι ομολογουμένως με τον καλύτερο δυνατό τρόπο), όσο και διά της μαρτυρίας του Σοφοκλέους, ανέδυε αυτή την πραγματικότητα και αυτή ήταν η έννοια της θέσης του ότι τα χρήματα δεν παραχωρήθηκαν ποτέ χαριστικά, αλλά υπό τη μορφή πιστωτικής διευκόλυνσης. Αυτή η ουσία του πράγματος, δεν μπορεί να παραγνωριστεί. Διαχρονικά τα Δικαστήρια προσπαθούν να εξισορροπήσουν δύο διαφορετικές και συγκρουόμενες καταστάσεις: από τη μια να αναχαιτίσουν τον αδικαιολόγητο πλουτισμό και από την άλλη να αποτρέψουν την συνομολόγηση παρανόμων συμβάσεων. Στη γενική και παγίως ακολουθούμενη πολιτική των Δικαστηρίων να μην εφαρμόζουν παράνομες συμφωνίες, έχει επέλθει μια σταδιακή αναγνώριση της δη[*63]μιουργίας ανεπιθύμητα επώδυνων ή σκληρών αποτελεσμάτων («harsh results»), με την κατακράτηση του οφέλους από τον εναγόμενο, ιδιαίτερα όπου ένας συμβαλλόμενος δυνατόν να είναι «ένοχος», χωρίς να υπέχει ηθική ευθύνη. Γι’ αυτό, υπήρξε σταδιακά μετατόπιση σε μια πιο ρεαλιστική ή πραγματιστική θεώρηση των συμφωνιών αυτών, ώστε αν ο εναγόμενος δε  παρέβηκε απλώς μια παράνομη συμφωνία, αλλά η συμπεριφορά του προδίδει ταυτόχρονα, για παράδειγμα, και αστικό αδίκημα, τότε θεωρείται ότι είναι πιο υπεύθυνος από πλευράς βαθμού ενοχής, από τον ενάγοντα, έτσι ώστε να είναι εύλογο να αποδοθεί θεραπεία στον τελευταίο. (Saunders v. Edwards [1987] 1 W.L.R. 1116 και Treitel – πιο πάνω – σελ. 428-429).

Περαιτέρω, ο γενικός κανόνας περί μη ανάκτησης των χρημάτων ή της περιουσίας που έχει μεταβιβαστεί ή δοθεί δυνάμει παράνομης συμφωνίας, ενίοτε κάμπτεται από την εξίσου αναγνωρισμένη πλέον αρχή ότι κάποτε η επιστροφή των χρημάτων ή της περιουσίας επενεργεί πλέον αποθαρρυντικά προς αποτροπή των παρανόμων συμφωνιών, παρά η μη επιστροφή. (Treitel – πιο πάνω – σελ. 436). Αν, για παράδειγμα, αναφέρεται στο εν λόγω σύγγραμμα, ληφθούν χρήματα από κάποιο ως αποτέλεσμα διεξαγωγής παράνομης επιχείρησης, είναι προτιμότερο και πιο αποτελεσματικό για την αναχαίτιση της παρανομίας, να εξαναγκασθεί να επιστρέψει τα χρήματα παρά να τα κατακρατήσει, επιτρέποντας του να βασιστεί στον κανόνα μη επιστροφής («non-recovery»).

Υπό το φως των ευρημάτων του Δικαστηρίου το δίκαιο, κατά την άποψη μου, είναι η απόδοση πίσω του υπολοίπου των χρημάτων που ο εφεσίβλητος έλαβε από τους εφεσείοντες. Ακριβώς διότι και ο ίδιος, γνωρίζοντας, όπως αποφάσισε το Δικαστήριο, ότι λάμβανε τα χρήματα κατ’ ουσίαν ως δάνειο, και κατ’ επίφαση και μόνο δυνάμει συμφωνίας ενοικιαγοράς, οφείλει να τα επιστρέψει.  Άλλως καρπούται όφελος ενώ είναι και ο ίδιος in pari delicto, αν όχι και περισσότερο από τους εφεσείοντες εφόσον αποδεχόμενος την κατ’ ουσίαν δανειοδότηση του, αποπλήρωσε με δόσεις σχεδόν το 1/3 του καθαρού ποσού που έλαβε. Με την απόδοση του υπόλοιπου πίσω στους εφεσείοντες επαναφέρονται τα πράγματα στην αρχική τους κατάσταση («restitutio in integrum»), χωρίς κατά την άποψη μου, να παραβιάζεται οποιοσδήποτε κανόνας δικαίου εφόσον εδώ έχει πιστοποιηθεί μια εξ υπαρχής άκυρος και όχι παράνομη συμφωνία. Επέρχεται έτσι ισομέρεια και ισονομία στα δικαιώματα και υποχρεώσεις των διαδίκων εκατέρωθεν.

Τέτοια κατάληξη δεν θα έπρεπε εν πάση περιπτώσει να εφησυ[*64]χάζει τους εφεσείοντες οι οποίοι οφείλουν, ως χρηματοδοτικός οργανισμός, να διασφαλίζουν τη γνησιότητα κάθε ενοικιαγοράς, όχι μόνο με την υπογραφή της σχετικής συμφωνίας με τις πολλαπλές ρήτρες που περιέχει τα εξωτερικά τυπικά γνωρίσματα, αλλά και να βεβαιώνονται για την ύπαρξη των αντικειμένων που χρηματοδοτούνται με οπτική και άλλη παρατήρηση και την καταγραφή της σχετικής μαρτυρίας. Βεβαίως, εδώ, οι εφεσείοντες λόγω της επενέργειας του Άρθρου 65 και όχι δυνάμει της συμβατικής τους σχέσης, θα δικαιούνταν σε απόφαση μόνο για το υπόλοιπο επί του ποσού των £30.000 που δεν είχε ήδη αποπληρωθεί, ήτοι, £16.105,50 χωρίς τόκους και χωρίς οποιαδήποτε δικαιώματα ενοικιαγοράς.

Η επίδικη απόφαση εναντίον του εφεσίβλητου θα ενεργούσε κατά την εκτίμηση μου ικανοποιητικά ως αποτροπή στην κατάρτιση εικονικών συναλλαγών, ενώ θα στιγματιζόταν ταυτόχρονα επαρκώς και η ίδια η ανάμειξη των εφεσειόντων χωρίς να επέλθουν ιδιαίτερα ανεπιεική αποτελέσματα για τη μια ή την άλλη πλευρά, ενόψει ακύρου και όχι παρανόμου συμφωνίας.

Θα επέτρεπα λοιπόν την έφεση ως ανωτέρω, χωρίς την επιδίκαση οποιωνδήποτε εξόδων ενόψει και της αξιοκατάκριτης εμπλοκής των εφεσειόντων στη σύναψη της συμφωνίας.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Συμφωνώ με την απόφαση του αδελφού μου Δικαστή Ναθαναήλ και δεν έχω οτιδήποτε χρήσιμο να προσθέσω.

ΦΩΤΙΟΥ, Δ.:  Έχω μελετήσει τόσο την απόφαση της πλειοψηφίας που έχει ετοιμαστεί από τον αδελφό Δικαστή Μ.Μ. Νικολάτο όσο και την απόφαση του αδελφού Δικαστή Ναθαναήλ.

Ξεκινώ από την ορθότητα της διαπίστωσης του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι πρόκειται περί μιας εικονικής σύμβασης ενοικιαγοράς, όπως καταλήγει και η απόφαση της πλειοψηφίας. Με δεδομένη τη θέση του εφεσίβλητου ότι πήρε το ποσό των £30.000 (£29.884 και £116 δικαιώματα) και ότι η σύμβαση ενοικιαγοράς ήταν απλώς ο τρόπος για να του παραχωρηθεί το ποσό αυτό που ο ίδιος αρχικά ζήτησε ως δάνειο και ότι τελικά το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έκρινε την σύμβαση ως παράνομη, αλλά απλώς ως εικονική, έχω καταλήξει να συμφωνήσω με την απόφαση του αδελφού Δικαστή Ναθαναήλ, ότι δηλαδή τυγχάνει εφαρμογής το Άρθρο 65 του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149 για επιστροφή του υπολοίπου.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο