Mammous Yiannis Georgios και άλλοι ν. Mike Willstrop και άλλων (2012) 1 ΑΑΔ 90

(2012) 1 ΑΑΔ 90

[*90]24 Ιανουαρίου, 2012

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., XATZHXAMΠΗΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]

1. YIANNIS GEORGIOS MAMMOUS,

2. MATTHEW BROWN,

3. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΠΑΠΑΛΕΞΗΣ,

Ενάγοντες,

v.

1. MIKE WILLSTROP,

2. JANET MACKENNA,

3. BARRY EDWARDS,

4. JOHN BERRY,

5. JOHN ALAN,

6. WOW SHOWME LTD,

7. BAIRSTAW EVES OVERSEAS UK,

Eναγομένων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 363/2008)

 

Διαιτησία ― Κατά πόσον υπήρχε έγκυρη ρήτρα παραπομπής σε διαιτησία ― Για να τυγχάνει εφαρμογής η ρήτρα διαιτησίας θα πρέπει η διαφορά να εμπίπτει σε, και να καλύπτεται από αυτή, προϋπόθεση που δεν συνέτρεχε στην παρούσα ― Ένα διαιτητικό δικαστήριο μπορεί έγκυρα να λύει μόνο εκείνες τις διαφορές που τα μέρη έχουν συμφωνήσει να θέσουν ενώπιόν του.

Εταιρείες ― Παράγωγη αγωγή (derivative action) ― Εγείρεται από ένα μέτοχο και βασίζεται σε αιτία αγωγής που έχει η εταιρεία, σε αντιπαράθεση με αιτία αγωγής που ανήκει στον μέτοχο ― Το Κοινό Δίκαιο επιτρέπει σε ένα μέτοχο μειοψηφίας να εγείρει αγωγή εκ μέρους της εταιρείας σε περιπτώσεις όπου η εταιρεία δεν ενεργεί η ίδια, επειδή ο αδικοπραγών ελέγχει την εταιρεία και μπορεί να την εμποδίσει από του να προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια.

Οι ενάγοντες μέτοχοι μειοψηφίας της εναγόμενης 6, προσέφυγαν στο Δικαστήριο ζητώντας, μεταξύ άλλων, αποζημιώσεις προς όφελος της αιτήτριας-εναγομένης 6, διάταγμα για απόδοση λογαριασμών και άλλα διατάγματα που σχετίζονταν με κατ’ ισχυρισμό μεθοδεύσεις [*91]των εναγομένων για εξοστρακισμό τους από την εταιρεία.

Η αγωγή, εγέρθηκε με τη μορφή παράγωγης αγωγής (derivative action), με βάση τον ισχυρισμό ότι οι εναγόμενοι 1-4 αποτελούν την πλειοψηφία και τη συνεπαγομένη αδυναμία να εγερθεί η αγωγή στο όνομα της εταιρείας εναγομένης 6.

Ταυτόχρονα οι ενάγοντες αποτάθηκαν στο Δικαστήριο και εξασφάλισαν μονομερώς προσωρινό διάταγμα εναντίον των εναγομένων, με το οποίο εμποδίζονταν να υλοποιήσουν απόφαση της εταιρείας που λήφθηκε σε γενική συνέλευση για έκδοση νέων μετοχών.

Ακολούθησε ένσταση εκ μέρους των εναγομένων 1-4 και 6 που αμφισβήτησαν τους ισχυρισμούς των εναγόντων και πρόβαλαν σειρά λόγων για ακύρωση του διατάγματος.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με ενδιάμεση απόφασή του διέταξε την οριστικοποίηση του μέχρι την αποπεράτωση της αγωγής.

Ακολούθησε  αίτηση από την εναγομένη 6-αιτήτρια-εφεσείουσα, με την οποία ζητούσε την αναστολή της διαδικασίας και παραπομπή της υπόθεσης σε διαιτησία στο Λονδίνο. Η αίτηση στηρίχθηκε στον περί Διεθνών Εμπορικών Διαιτησιών Νόμο του 1987 (Ν. 101/87).

Η αιτήτρια-εφεσείουσα υποστήριξε ότι η διαφορά ενέπιπτε στις πρόνοιες του εν λόγω Νόμου επειδή στη συμφωνία μετόχων, που κατατέθηκε ως τεκμήριο, είχε συμφωνηθεί όπως οποιαδήποτε διαφορά προέκυπτε μεταξύ τους, θα παραπεμπόταν σε διαιτησία.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η ρήτρα διαιτησίας δεν είχε εφαρμογή και ότι τα θέματα που εγείρονταν δεν ενέπιπταν στη ρήτρα δικαιοδοσίας, επειδή δεν αφορούσαν «διαφορές μεταξύ των μετόχων», όπως αυτή προέβλεπε, αφού η αγωγή στόχευε στην προστασία των συμφερόντων της αιτήτριας εταιρείας από κατ΄ισχυρισμό δόλιες ενέργειες της πλειοψηφίας.

Σύμφωνα με το τελικό πρωτόδικο συμπέρασμα το ζήτημα είχε ήδη εγερθεί με την ένσταση στην αίτηση για προσωρινό διάταγμα και αποφασίστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο  και ότι η  αιτήτρια κωλυόταν να προωθήσει τη σχετική αίτηση, γιατί αποτελούσε κατάχρηση της διαδικασίας.

Η πιο πάνω απόφαση εφεσιβλήθηκε αμφισβητούμενη στην ολότητα της.

[*92]Εν τω μεταξύ εκδόθηκε η απόφαση στην έφεση που αφορούσε στην έκδοση του προσωρινού διατάγματος, και με την απόφασή του το Εφετείο έκρινε πως έπρεπε να είχε αποκαλυφθεί η ύπαρξη της ρήτρας διεθνούς εμπορικής διαιτησίας  και δεν μπορούσε να αμφισβητείτο η ισχύς της. Η δε εμβέλεια της ήταν θέμα κρίσεως που δεν θα μπορούσε να κριθεί παρεμφερώς στο στάδιο της ex parte αίτησης, παρά μόνο θα αποτελούσε το ουσιώδες θέμα σε περίπτωση αίτησης για αναστολή της δικαστικής διαδικασίας.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Τα αποφασισθέντα στην προηγηθείσα έφεση  αναφορικά με το προσωρινό διάταγμα ετύγχαναν εφαρμογής και στην παρούσα. Στην αίτηση για προσωρινό διάταγμα δεν εγειρόταν θέμα εμβέλειας της ρήτρας δικαιοδοσίας και ο ρόλος του Δικαστηρίου περιοριζόταν μόνο στο να κρίνει κατά πόσο, κάτω από τις συνθήκες, εδικαιολογείτο η έκδοση προσωρινού διατάγματος με βάση τις αρχές που τίθενται από τη νομολογία. Ως εκ τούτου, η θέση πως  υπήρχε δεδικασμένο, δεν μπορούσε να ευσταθήσει.

2.  Δεν υπήρξε κατάχρηση διαδικασίας με την ύπαρξη σε εκκρεμότητα τόσο της αίτησης για προσωρινό διάταγμα όσο και της αίτησης για αναστολή. Οι δύο διαδικασίες δεν επεδίωκαν και ούτε θα μπορούσαν και οι δύο να επιτύχουν τον ίδιο σκοπό. Η πρώτη  αφορούσε και είχε σκοπό την ακύρωση προσωρινού διατάγματος ενώ η δεύτερη, την αναστολή της αγωγής και την παραπομπή της σε διαιτησία.

3.  Η αγωγή, όπως προκύπτει από τα δικόγραφα, είχε εγερθεί ως παράγωγη αγωγή (derivative action). Αυτή αναφέρεται «σε περίπτωση οποιασδήποτε διαφοράς μεταξύ των μετόχων» («in the event of any dispute between the shareholders”).

4.  Η θέση ότι η αγωγή ήταν παράγωγη αγωγή και ηγέρθη για προστασία των συμφερόντων της εταιρείας και ως εκ τούτου δεν συνιστούσε «διαφορά μεταξύ μετόχων», υποστηριζόταν και από τις θεραπείες που ζητούνταν σε αυτή, αφού οι θεραπείες αυτές αφορούν αποζημιώσεις και άλλα αιτήματα υπέρ της εναγομένης εταιρείας 6.

5.  Αυτό συνήδε με τη θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην τελευταία σελίδα της απόφασης του, σύμφωνα με την οποία, τα επίδικα θέματα δεν ενέπιπταν στην ρήτρα διαιτησίας γιατί δεν αφορούσαν διαφορές μεταξύ των μετόχων.

Η έφεση απορρίφθηκε χωρίς έξοδα.

[*93]Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Διευθυντής των Φυλακών ν. Περρέλλα (1995) 1 Α.Α.Δ. 217,

Βeogradska D.D. (1996) 1 (Β) Α.Α.Δ. 911,

Λούκος Λτδ κ.ά. ν. Εθνικής Τράπεζας Ελλάδος Α.Ε. (Αρ.2) (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 798,

Willstrop κ.ά. v. Mammous κ.ά. (2010) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1740,

Foss v. Harbottle [1843] 67 Ε.R. 189,

Θωμά κ.ά. ν. Ηλιάδη (2006) 1 Α.Α.Δ. 1263,

Πιριλλής κ.ά. ν. Κουή (2004) 1 Α.Α.Δ. 136,

Έφεση.

Έφεση από τους ενάγοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Καλογήρου, Α.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 6376/07), ημερομηνίας 8/10/2008.

Σ. Πίττας, για την Αιτήτρια-Εφεσείουσα-Εναγόμενη 6.

Κ. Μιχαηλίδου (κα), για τους Καθ’ ων η αίτηση-Ενάγοντες-Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Π. Αρτέμη, Π..

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Σύμφωνα με τα γεγονότα, όπως αυτά εκτίθενται με λεπτομέρεια στην υπό κρίση πρωτόδικη απόφαση, οι ενάγοντες και οι εναγόμενοι 1-4 είναι μέτοχοι της αιτήτριας-εφεσείουσας-εναγόμενης 6 εταιρείας. Υποστηρίζουν ότι αυτοί αποτελούν μειοψηφία και ότι οι εναγόμενοι 1-4, που αποτελούν την πλειοψηφία, συνωμότησαν μεταξύ τους και με την εναγόμενη 7 εταιρεία και προέβηκαν σε διάφορες ενέργειες που ζήμιωσαν την αιτήτρια. Περαιτέρω, υποστηρίζουν ότι ο εναγόμενος 1 με δόλο και απάτη οικειοποιήθηκε περιουσιακά στοιχεία της αιτήτριας και καρπώθηκε οφέλη με αθέμιτο τρόπο από τους ενάγοντες.

[*94]Προβάλλουν, περαιτέρω, τον ισχυρισμό πως οι εναγόμενοι 1-4 με διάφορα τεχνάσματα και χρησιμοποιώντας τη θέση ισχύος που τους παρέχει το καθεστώς της πλειοψηφίας, μεθόδευσαν τον εξοστρακισμό τους για να εκμεταλλευτούν οι ίδιοι και άλλες εταιρείες, στις οποίες έχουν προσωπικά συμφέροντα.

Για να διαφυλάξουν τα συμφέροντα της εταιρείας, κατέφυγαν στο Δικαστήριο με την αγωγή αυτή, με την οποία ζητούν, μεταξύ άλλων, αποζημιώσεις προς όφελος της αιτήτριας-εναγομένης 6, διάταγμα για απόδοση λογαριασμών και άλλα διατάγματα που σχετίζονται με κατ’ισχυρισμό μεθοδεύσεις των εναγομένων για εξοστρακισμό τους από την εταιρεία.

Πρέπει εδώ να σημειωθεί πως η αγωγή, όπως ρητά αναφέρεται στην Έκθεση Απαίτησης, εγέρθηκε με τη μορφή παράγωγης αγωγής (derivative action), με βάση τον ισχυρισμό ότι οι εναγόμενοι 1-4 αποτελούν την πλειοψηφία και την συνεπαγομένη αδυναμία να εγερθεί η αγωγή στο όνομα της εταιρείας εναγομένης 6.

Ταυτόχρονα με την καταχώρηση της αγωγής, οι ενάγοντες αποτάθηκαν στο Δικαστήριο με μονομερή αίτηση και εξασφάλισαν προσωρινό διάταγμα εναντίον των εναγομένων, με το οποίο εμποδίζονταν να υλοποιήσουν απόφαση της εταιρείας που λήφθηκε σε γενική συνέλευση στις 25.10.07 για έκδοση νέων μετοχών. Ήταν η θέση των εναγόντων ότι η απόφαση αυτή μεθοδεύτηκε από τον εναγόμενο 1 με την ανοχή των εναγομένων 2-4 και αποσκοπούσε στην αλλοίωση του μετοχικού καθεστώτος της εταιρείας, έτσι ώστε να εκμηδενιστεί η συμμετοχή των εναγόντων και ιδιαίτερα του ενάγοντα 1, που κατείχε το 27% του εκδοθέντος μετοχικού κεφαλαίου. Με την έκδοση η συμμετοχή του θα υποβιβαζόταν σε ποσοστό 1%.

Ακολούθησε ένσταση εκ μέρους των εναγομένων 1-4 και 6 που αμφισβήτησαν τους ισχυρισμούς των εναγόντων και πρόβαλαν σειρά λόγων για ακύρωση του διατάγματος.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με ενδιάμεση απόφασή του ημερομηνίας 22.2.2008, έκρινε ότι εδικαιολογείτο η προσωρινή θεραπεία και διέταξε την οριστικοποίηση της μέχρι την αποπεράτωση της αγωγής. Ακολούθησε την πιο πάνω απόφαση του Δικαστηρίου που οριστικοποίησε το προσωρινό διάταγμα, αίτηση από την εναγομένη 6-αιτήτρια-εφεσείουσα, με την οποία ζητούσε την αναστολή της διαδικασίας και παραπομπή της υπόθεσης σε διαιτησία στο Λονδίνο. Η αίτηση στηρίχθηκε στον περί Διεθνών Εμπορικών Διαιτη[*95]σιών Νόμο του 1987 (Ν. 101/87).

Η αιτήτρια-εφεσείουσα υποστήριξε ότι η διαφορά εμπίπτει στις πρόνοιες του Νόμου 101/87 γιατί στον όρο 9(1) συμφωνίας μετόχων, που κατατέθηκε ως τεκμήριο MW1, οι μέτοχοι συμφώνησαν όπως οποιαδήποτε διαφορά προκύψει μεταξύ τους, θα παραπέμπεται σε διαιτησία.

Ο όρος 9(1) περιλήφθηκε και σε επόμενη συμφωνία μεταξύ των μετόχων και προνοεί τα ακόλουθα:

«In the event of any dispute between the shareholders it shall be put before a vote of all shareholders.  If there is no majority decision following votes being cast by the shareholders within 30 days then the shareholders will appoint Ιntersolve Holdings Limited, Tower 42, 25 Old Broad Street, London EC2N 1HN or another arbitrator if unanimously agreed.

Σε ελεύθερη μετάφραση;

Σε περίπτωση οποιασδήποτε διαφοράς μεταξύ των μετόχων, θα πρέπει να παραπεμφθεί ενώπιον όλων των μετόχων για ψήφιση.  Εάν δεν υπάρχει πλειοψηφία μετά τη ψήφιση από τους μετόχους, μέσα σε διάστημα 30 ημερών, τότε οι μέτοχοι θα διορίσουν την Intersolve Holdings Ltd, . . . . ή άλλον διαιτητή, εάν συμφωνηθεί ομόφωνα.»

Το πρωτόδικο Δικαστήριο περιγράφει ως ακολούθως τις θέσεις και την επιχειρηματολογία που προβλήθηκε εκ μέρους της αιτήτριας-εφεσείουσας:

«Η πιο πάνω ρήτρα διαιτησίας, εισηγήθηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας, δεσμεύει τόσο τους μετόχους όσο και την εναγόμενη 6, γιατί πρόκειται για συμφωνία μετόχων που υπέχει ισχύ και εγκυρότητα ειδικού ψηφίσματος. Ο συνήγορος εισηγήθηκε, με αναφορά στις διατάξεις του Νόμου και παραπομπές σε νομολογία, πως η επίδικη διαφορά εμπίπτει στις πρόνοιες του Νόμου 101/87 αφού τα επίδικα θέματα, όπως παρουσιάζονται στην αγωγή, αφορούν διαφορές μεταξύ των μετόχων της αιτήτριας εταιρείας και εμπίπτουν στη ρήτρα διαιτησίας που περιέχεται στη συμφωνία μετόχων. Το Δικαστήριο, σύμφωνα με το συνήγορο, είναι υποχρεωμένο, με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 8 του Νόμου, να αναστείλει την διαδικασία.

[*96]Οι ενάγοντες υποστηρίζουν πως η αίτηση δεν δικαιολογείται για δύο λόγους:

α) Γιατί υπάρχει δεδικασμένο ή/και ότι η αίτηση συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας αφού με την ενδιάμεση απόφαση ημερ. 22.2.2008, αποφασίστηκε και το ζήτημα αυτό.

β) Στα περιστατικά της υπόθεσης, δεν τυγχάνει εφαρμογής η ρήτρα διαιτησίας που περιέχεται στις συμφωνίες μετόχων και/ή είναι άκυρη και/ή καταχρηστική.

Σε σχέση με τον πρώτο λόγο Ένστασης οι ενάγοντες υποστηρίζουν ότι το Δικαστήριο, στην ενδιάμεση απόφαση του ημερ. 22.2.2008, αποφάσισε πως η ρήτρα διαιτησίας δεν αποτελούσε ουσιώδες γεγονός για τους σκοπούς εξέτασης της αίτησης του για προσωρινό διάταγμα. Οι εναγόμενοι καταχώρισαν έφεση και παράλληλα προώθησαν την εξεταζόμενη αίτηση. Υπό τις περιστάσεις αυτές, εισηγείται η ευπαίδευτη συνήγορος των εναγόντων, γεννάται ζήτημα δεδικασμένου και κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας αφού επιδιώκεται η ίδια θεραπεία με δύο παράλληλες διαδικασίες.»

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εναγόντων αντέκρουσε τις πιο πάνω θέσεις και υποστήριξε πως στην προηγηθείσα διαδικασία του προσωρινού διατάγματος, ο ρόλος του Δικαστηρίου περιοριζόταν στην διερεύνηση του κατά πόσο συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις έκδοσης ενδιάμεσου διατάγματος και δεν μπορούσε να επεκταθεί και ούτε αποφάσισε στην ουσία το βάσιμο του αιτήματος για αναστολή της διαδικασίας λόγω της ρήτρας διαιτησίας. Ας σημειωθεί ότι κατά την ημερομηνία της υπό κρίση απόφασης εκκρεμούσε έφεση εναντίον της απόφασης για έκδοση του προσωρινού διατάγματος, αφού το Δικαστήριο το είχε οριστικοποιήσει, θεωρώντας πως η παράλειψη αποκάλυψης του γεγονότος της ύπαρξης της ρήτρας δεν ήταν σχετικό στοιχείο που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως απόκρυψη ουσιωδών στοιχείων από τους αιτητές.

Ο πρωτόδικος Δικαστής διαφώνησε με τις θέσεις της αιτήτριας και αναφορικά με τη ρήτρα της διαιτησίας ανέφερε ότι «το Δικαστήριο, με την ενδιάμεση απόφαση του πραγματεύθηκε το ζήτημα που ήγειραν οι εναγόμενοι και αποφάσισε πως δεν υπήρξε ουσιώδης παράλειψη ή προσπάθεια παραπλάνησης του Δικαστηρίου από τους ενάγοντες, . . .».

Περαιτέρω, ο πρωτόδικος Δικαστής ανέφερε τα ακόλουθα:

[*97]«Είναι φανερό από το πιο πάνω απόσπασμα, ότι το Δικαστήριο έκρινε και αποφάσισε επί του εγειρόμενου ζητήματος. Η απόφαση του, ήταν πως δεν υπήρξε ουσιώδης παράλειψη γιατί η ρήτρα διαιτησίας δεν εμπόδιζε τους ενάγοντες να κινήσουν την αγωγή με τη μορφή που αναφέρθηκε (δηλ. της «παράγωγης αγωγής» - «derivative action» -). εάν είναι ορθή η εσφαλμένη η πιο πάνω κρίση του Δικαστηρίου είναι ζήτημα που θα αποφασιστεί από το Εφετείο, εφόσον η απόφαση έχει εφεσιβληθεί.

Είναι συνεπώς ορθή η εισήγηση των εναγόντων πως η αιτήτρια κωλύεται να προωθήσει την παρούσα αίτηση, γιατί αποτελεί κατάχρηση της διαδικασίας. Η επιδίωξη του ίδιου στόχου με την υιοθέτηση παράλληλων ένδικων μέσων συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας (βλ. μεταξύ άλλων, Διευθυντής των Φυλακών ν. Τζεννάρο Περρέλλα (1995) 1 Α.Α.Δ. 217, Βeogradska D.D. (1996) 1 (Β) Α.Α.Δ. 911 και Λούκος Λτδ κ.ά. ν. Εθνικής Τράπεζας Ελλάδος Α.Ε. (Αρ.2) (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 798).»

Περαιτέρω, και καταλήγοντας το Δικαστήριο θεώρησε ότι η ρήτρα διαιτησίας δεν είχε εφαρμογή στην παρούσα περίπτωση, κρίνοντας ότι τα θέματα που εγείρονταν δεν εμπίπτουν στη ρήτρα δικαιοδοσίας, γιατί δεν αφορούν «διαφορές μεταξύ των μετόχων», αφού η αγωγή στοχεύει στην προστασία των συμφερόντων της αιτήτριας εταιρείας από κατ΄ισχυρισμό δόλιες ενέργειες της πλειοψηφίας.

Το τελικό συμπέρασμα του Δικαστηρίου ήταν το ακόλουθο:

«Δεν θα μπορούσε να υπάρξει διαφορετική κατάληξη επειδή το θέμα εγείρεται με τη μορφή της αίτησης για αναστολή.  Το ζήτημα ηγέρθηκε με την ένσταση στην αίτηση για προσωρινό διάταγμα και αποφασίστηκε από το Δικαστήριο μου.  Εναπόκειται στο Εφετείο να αποφασίσει αν είναι ορθή ή λανθασμένη η δικαστική επί του ζητήματος προσέγγιση.»

Προτού προχωρήσουμε στα δικά μας συμπεράσματα επισημαίνουμε πως εν τω μεταξύ εκδόθηκε και η απόφαση στην έφεση που αφορούσε την έκδοση του προσωρινού διατάγματος, δηλ. την Willstrop κ.ά. v. Mammous κ.ά. (2010) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1740. Με την απόφασή του το Εφετείο έκρινε πως έπρεπε να είχε αποκαλυφθεί η ύπαρξη της ρήτρας διεθνούς εμπορικής διαιτησίας, παρατηρώντας τα πιο κάτω:

«Εδώ, όπως ορθώς παρατηρούν οι Εφεσείοντες, όντως επρό[*98]κειτο για ρήτρα διεθνούς εμπορικής διαιτησίας που ρυθμίζεται από το Νόμο 101/1987 και δεν μπορεί να αμφισβητείται η ισχύς της. Η εμβέλεια της βεβαίως είναι θέμα κρίσεως, αλλά δεν μπορούμε να δεχθούμε την εισήγηση των Εφεσιβλήτων ότι η αγωγή σαφώς δεν ενέπιπτε στα πλαίσια της ρήτρας διαιτησίας. Το θέμα της εμβέλειας της ρήτρας διαιτησίας δεν θα μπορούσε εξ άλλου να κριθεί παρεμφερώς στο στάδιο της ex parte αίτησης, αλλά ούτε και εκ των υστέρων στα πλαίσια της απόφασης του Δικαστηρίου, όπως φαίνεται να έχει γίνει εδώ, παρά μόνο θα αποτελούσε το ουσιώδες θέμα σε περίπτωση αίτησης για αναστολή της δικαστικής διαδικασίας και εκεί είναι που θα εξετάζοντο σε λεπτομέρεια οι θεραπείες της αγωγής για να κριθεί αν και σε ποια έκταση ενέπιπταν στη ρήτρα διαιτησίας. Το ζητούμενο στο στάδιο της ex parte αίτησης λοιπόν δεν ήταν η εμβέλεια της ρήτρας διαιτησίας αλλά η επισήμανση της (πέραν της απλής περίληψης στην αίτηση της συμφωνίας στην οποία περιείχετο) ώστε το Δικαστήριο να είχε ενώπιον του όλα τα στοιχεία που θα το βοηθούσαν να κρίνει αν ήταν ορθό να δώσει το διάταγμα ex parte ή αν θα έπρεπε να ακούσει και την άλλη πλευρά.»

Συμφωνούμε με τα όσα αναφέρονται πιο πάνω και καταλήγουμε πως στην αίτηση για προσωρινό διάταγμα δεν εγειρόταν θέμα εμβέλειας της ρήτρας δικαιοδοσίας και ο όρος του Δικαστηρίου περιοριζόταν μόνο στο να κρίνει κατά πόσο, κάτω από τις συνθήκες, εδικαιολογείτο η έκδοση προσωρινού διατάγματος με βάση τις αρχές που τίθενται από τη νομολογία.

Ως εκ τούτου, η θέση πως στην περίπτωση μας υπήρχε δεδικασμένο, δεν μπορεί να ευσταθήσει.

Όσον αφορά τον ισχυρισμό που έγινε δεκτός, πως υπήρξε κατάχρηση διαδικασίας με την ύπαρξη σε εκκρεμότητα τόσο της αίτησης για προσωρινό διάταγμα όσο και της αίτησης για αναστολή, κρίνουμε και πάλι πως ούτε αυτός  ευσταθεί.

Στην υπόθεση Διευθυντής των Φυλακών ν. Τζεννάρο Περέλλα (πιο πάνω) αναφέρθηκαν τα ακόλουθα σχετικά με το θέμα:

«Από τα πολύ παλιά χρόνια έγινε δεκτό ότι η έγερση ή η προώθηση περισσοτέρων της μιας διαδικασιών για την επίτευξη στόχων που μπορεί και έπρεπε να επιδιωχθούν σε μια διαδικασία, συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας [(βλ. Williams v. Hunt  [1905] 1 Κ.Β. 512]. Στην Πολιτική Έφεση 8894 (αποφασίστηκε [*99]στις 28.4.93), η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου διαπίστωσε ότι: «. . . Η επίκληση των δικαιοδοσιών του Ανωτάτου Δικαστηρίου ελέγχεται προς αποτροπή κατάχρησης των δικαιοδοσιών. Η επιδίωξη όμοιων σκοπών με την υιοθέτηση παράλληλων ένδικων μέσων ελέγχεται από το Δικαστήριο όπως και γενικότερα η πολλαπλότητα των διαδικασιών για την επίτευξη του ίδιου στόχου . . .»

(Η έμφαση είναι δική μας).

Στην παρούσα περίπτωση οι δύο διαδικασίες δεν επεδίωκαν και ούτε θα μπορούσαν και οι δύο να επιτύχουν τον ίδιο σκοπό.  Η πρώτη διαδικασία αφορούσε και είχε σκοπό την ακύρωση προσωρινού διατάγματος ενώ η δεύτερη διαδικασία την αναστολή της αγωγής και την παραπομπή της σε διαιτησία, δύο εντελώς διαφορετικούς σκοπούς. Ως εκ τούτου, ούτε αυτή η θέση ευσταθεί.

Έχοντας κρίνει τα πιο πάνω, θα πρέπει τώρα να αποφασίσουμε την εμβέλεια της ρήτρας διαιτησίας και το αν, κατ’ ακολουθία, δικαιολογείται η αναστολή της διαδικασίας ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου και η παραπομπή της διαφοράς σε διαιτησία.

Για να τυγχάνει εφαρμογής η ρήτρα διαιτησίας θα πρέπει η διαφορά να εμπίπτει σε, και να καλύπτεται από, αυτή.

Στο σύγγραμμα Redfern and Hunter on International Arbitration 5th Ed. διαβάζουμε τα ακόλουθα στη παράγραφο 5.85:

«An arbitral tribunal may only validly resolve those disputes that the parties have agreed that it should resolve. This rule is an inevitable and proper consequence of the voluntary nature of arbitration.  In consensual arbitration, the authority or competence of the arbitral tribunal comes from the agreement of the parties; indeed, there is no other source from which it can come.”

Σε ελεύθερη μετάφραση:

«Ένα διαιτητικό δικαστήριο μπορεί έγκυρα να λύει μόνο εκείνες τις διαφορές που τα μέρη έχουν συμφωνήσει να θέσουν ενώπιόν του. Ο κανόνας αυτός είναι μία αναπόφευκτη και ορθή συνέπεια της θεληματικής φύσης της διαιτησίας. Στη συναινετική διαιτησία, η εξουσία του διαιτητικού δικαστηρίου προκύπτει από τη συμφωνία μεταξύ των μερών·  πράγματι, δεν υπάρχει οποιαδήποτε άλλη πηγή από την οποία να μπορεί να [*100]προέρχεται.»

Η παρούσα αγωγή, όπως προκύπτει από τα δικόγραφα, έχει εγερθεί ως παράγωγη αγωγή (derivative action). Παράγωγη είναι η αγωγή που εγείρεται από ένα μέτοχο και βασίζεται σε αιτία αγωγής που έχει η εταιρεία, σε αντιπαράθεση με αιτία αγωγής που ανήκει στον μέτοχο. Το Κοινό Δίκαιο επιτρέπει σε ένα μέτοχο μειοψηφίας να εγείρει αγωγή εκ μέρους της εταιρείας σε περιπτώσεις όπου η εταιρεία δεν ενεργεί η ίδια, γιατί ο αδικοπραγών ελέγχει την εταιρεία και μπορεί να την εμποδίσει από του να προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια.

Ο κανόνας του Κοινού Δικαίου, που τέθηκε στην υπόθεση Foss v. Harbottle [1843] 67 Ε.R. 189, λέγει ότι αν μία εταιρεία γίνεται θύμα αδικήματος, τότε, επειδή αποτελεί διαφορετική οντότητα από τους μετόχους της, εκ πρώτης όψης είναι η εταιρεία που θα πρέπει να εγείρει αγωγή.  Εντούτοις, η εξαίρεση στον γενικό κανόνα επιτρέπει σε ένα μέτοχο να εγείρει αγωγή εκ μέρους της εταιρείας, εάν  υπάρχει δόλος εναντίον της μειοψηφίας και οι υπεύθυνοι του δόλου ελέγχουν την εταιρεία.

Σχετικές με τους κανόνες που διέπουν το θέμα στην Κύπρο είναι, μεταξύ άλλων, οι υποθέσεις Θωμά κ.ά. ν. Ηλιάδη (2006) 1 Α.Α.Δ. 1263 και Πιριλλής κ.ά. ν. Κουή (2004) 1 Α.Α.Δ. 136.

Επανερχόμενοι στη ρήτρα διαιτησίας επισημαίνουμε ότι αυτή αναφέρεται «σε περίπτωση οποιασδήποτε διαφοράς μεταξύ των μετόχων» («in the event of any dispute between the shareholders”). 

Η θέση πως η παρούσα είναι παράγωγη αγωγή και εγείρεται για προστασία των συμφερόντων της εταιρείας και ως εκ τούτου δεν συνιστά «διαφορά μεταξύ μετόχων», υποστηρίζεται και από τις θεραπείες που ζητούνται σε αυτή, αφού οι θεραπείες αυτές αφορούν αποζημιώσεις και άλλα αιτήματα υπέρ της εναγομένης εταιρείας 6.

Αυτό συνάδει με τη θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην τελευταία σελίδα της απόφασης του, στην οποία αναφέρονται τα πιο κάτω:

«Τα επίδικα θέματα δεν εμπίπτουν στην ρήτρα διαιτησίας γιατί δεν αφορούν «διαφορές μεταξύ των μετόχων». Η αγωγή στοχεύει στην προστασία των συμφερόντων της αιτήτριας εταιρείας από ισχυριζόμενες (sic) δόλιες ενέργειες της πλειοψηφίας (βλ. Αιμίλιος Θωμά κ.ά. ν. Ηλιάδη (2006) 1 Α.Α.Δ. 1263, Πι[*101]ριλλής κ.ά. ν. Κουή (2004) 1 Α.Α.Δ. 136

H θέση αυτή μας βρίσκει σύμφωνους.

Για τον πιο πάνω λόγο η έφεση απορρίπτεται. Εν όψει όμως θεμάτων που αποφασίστηκαν υπέρ της εφεσείουσας, δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο