Όξυνου Ιωάννης Κυριάκου ν. Μαρίας Ρόλη Λούη, ως μητέρας, πλησιέστερης συγγενούς, φίλης και φυσικής κηδεμόνος των ανήλικων τέκνων Κυριάκου και Ορέστη Όξυνου (2012) 1 ΑΑΔ 169

(2012) 1 ΑΑΔ 169

[*169]14 Φεβρουαρίου, 2012

[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΟΞΥΝΟΥ,

Εφεσείων-Καθ’ ου η αίτηση,

v.

ΜΑΡΙΑΣ ΡΟΛΗ ΛΟΥΗ, ΩΣ ΜΗΤΕΡΑΣ, ΠΛΗΣΙΕΣΤΕΡΗΣ ΣΥΓΓΕΝΟΥΣ, ΦΙΛΗΣ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΗΣ ΚΗΔΕΜΟΝΟΣ ΤΩΝ ΑΝΗΛΙΚΩΝ ΤΕΚΝΩΝ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΚΑΙ ΟΡΕΣΤΗ ΟΞΥΝΟΥ,

Εφεσίβλητης-Αιτήτριας.

(Έφεση Αρ. 25/2010)

 

Οικογενειακό Δίκαιο ― Διατροφή ανηλίκων ― Ο περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμο του 1990 (216/90) ― Απουσία  αναφοράς στην πρωτόδικη απόφαση στο πώς και γιατί υπήρξε κατάληξη στη συγκεκριμένη κατανομή της συνεισφοράς μεταξύ των διαδίκων. Οδήγησε σε  επέμβαση του Εφετείου για εξ’ ημισείας καταμερισμό της συνεισφοράς των γονέων.

Οικογενειακό Δίκαιο ― Διατροφή ανηλίκων ― Ο προσδιορισμός της εισοδηματικής ικανότητας δεν μπορεί να γίνει με απόλυτους αριθμούς ― Ρητή αναφορά και κατά τρόπο θετικό των αναγκών είναι απαραίτητη και σε περίπτωση μη προσδιορισμού τους μέσα στο δικόγραφο, δεν μπορούν να επιδικαστούν.

Στα πλαίσια εναρκτήριας και  παράλληλης μονομερούς αιτήσεως που ακολούθησε για έκδοση προσωρινού διατάγματος διατροφής, εκδόθηκε εκ συμφώνου προσωρινό διάταγμα για το ποσό των €2.000 μηνιαίως το οποίο θα κατέβαλλε ο εφεσείων για τη διατροφή των δύο ανηλίκων τέκνων των διαδίκων.

Ακολούθησε Ακρόαση της Εναρκτήριας Αίτησης και αμφισβητήθηκε σε έκταση, τόσο το αναγκαίο χρηματικό ποσό για τη διατροφή των ανηλίκων, όσο και το ύψος των εισοδημάτων και συνακόλουθα της δυνατότητας εκάστου των διαδίκων για συνεισφορά στο ύψος της διατροφής.

[*170]Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε, μεταξύ άλλων ότι η εισοδηματική ικανότητα του εφεσείοντα ότι ήταν πολύ  μεγαλύτερη απ’ αυτή που πραγματικά παρουσίασε στο Δικαστήριο, ενώ παράλληλα είχε σαφή εικόνα των μηνιαίων απολαβών της εφεσίβλητης που εργαζόταν σε Ημικρατικό Οργανισμό.

Ως εκ τούτου, δεν αποδέχτηκε εισήγηση για εξ ημισείας καθορισμό του ύψους της διατροφής και λαμβάνοντας υπόψη από τη μια τη «μη πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη της εισοδηματικής ικανότητας» του εφεσείοντα και το γεγονός ότι ο ίδιος, είχε αποδεχθεί να καταβάλλει το ποσό των €2.000 μηνιαίως, στα πλαίσια του προσωρινού διατάγματος, προχώρησε και εξέδωσε διάταγμα διατροφής εναντίον του εφεσείοντα για το ποσό των €2.000 μηνιαίως ως τη δική του συνεισφορά στη διατροφή και συντήρηση των ανηλίκων τέκνων των διαδίκων.

Με την έφεση ο εφεσείων υποστήριξε μεταξύ άλλων ότι:

1.  Δύο συγκεκριμένα κονδύλια τα οποία το Δικαστήριο συμπεριέλαβε στην απόφαση του ότι αποτελούσαν μέρος της απαίτησης, για να προσδιοριστεί το ύψος της απαιτούμενης δαπάνης για διατροφή των ανηλίκων, δεν ήταν δικογραφημένα.

2.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εφάρμοσε τις αρχές της νομολογίας ως προς τον προσδιορισμό της εισοδηματικής ικανότητας ενός διάδικου.

3.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο όχι μόνο δεν επιδίκασε εξ ημισείας την καταβολή της διατροφής, λαμβανομένου υπόψη ότι η εφεσίβλητη εργαζόταν, αλλά ουσιαστικώς εκδόθηκε διάταγμα συνεισφοράς στη διατροφή των ανηλίκων, με μόνη βάση, το συμφωνηθέν προσωρινό διάταγμα των €2.000.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Σημειώθηκε μια παραδοξότητα στον τρόπο με τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο καθόρισε τη συνεισφορά του εφεσείοντα. Ενώ κατέληξε σε συμπέρασμα ότι ο εφεσείων δεν προέβη σε πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη της εισοδηματικής του ικανότητας, προχώρησε χωρίς να υπολογίσει έστω και περίπου το ύψος των εισοδημάτων του, να αναφέρει ότι το ποσό των €2.000 μηνιαίως το οποίο δόθηκε με προσωρινό διάταγμα και το οποίο κατέστη εκ συμφώνου απόλυτο, ήταν εύλογο υπό τας περιστάσεις ποσό και εντός των οικονομικών δυνατοτήτων του καθ’ ου η αίτηση, ως συ[*171]νεισφορά για τη διατροφή των παιδιών του.

2.  Το Δικαστήριο όφειλε να προσδιορίσει το ποσό της συνεισφοράς, με βάση τα στοιχεία που είχε ενώπιον του και όχι αυθαίρετα, όπως έγινε.

3.  Στην αρχική αίτηση δεν υπήρχε αναφορά για κάλυψη εξόδων της οικιακής βοηθού. Το εν λόγω ποσό των €190 δεν θα μπορούσε να συμπεριληφθεί στη συνεισφορά του εφεσείοντα για τη διατροφή των ανηλίκων και εσφαλμένα επιτράπηκε η λήψη μαρτυρίας ως προς αυτό το θέμα.

4.  Ούτε για το κονδύλι €200 για κάλυψη της κοινωνικής ζωής και ψυχαγωγίας των ανηλίκων υπήρχε αναφορά στην Έκθεση Απαίτησης ωστόσο έγινε κάποια αναφορά στο θέμα αυτό, χωρίς την αναγκαία εξειδίκευση η οποία επέτρεπε την προσαγωγή μαρτυρίας και την ενασχόληση του Δικαστηρίου και τελικά ορθώς συμπεριελήφθη στο ποσό της διατροφής.

5.  Αναφορικά με την κατανομή της συνεισφοράς των διαδίκων δεν υπήρχε καμία αναφορά στην πρωτόδικη απόφαση πώς και γιατί κατέληξε σ’ αυτή την κατανομή. Το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε σε καθορισμό της συνεισφοράς του εφεσείοντα σε €2.000 επί συνόλου €3.179 που αντιστοιχεί σε περίπου 62% έναντι 38% προς την εφεσίβλητη.

6.  Η συνεισφορά των δύο θα έπρεπε να ήταν εξ ημισείας. Εκάστου των διαδίκων θα έπρεπε να ήταν €1.494,50 λέγε €1.500 μηνιαίως.

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα μειωμένα κατά το ½.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Παναγιώτου ν. Σφικτού (2001) 1 Α.Α.Δ. 625,

Χαραλάμπους ν. Χαραλάμπους (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 951,

Δημητρίου ν. Περδίου (2005) 1(Β) Α.Α.Δ. 1418.

Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Τσαγγαρίδης, Δ.), (Αίτηση Αρ. 53/08), ημερομηνίας 14/7/2010.

[*172]Μ. Κλεόπας με Π. Πανάγο, για τον Εφεσείοντα.

Xρ. Θεοδώρου για Λ. Παπαφιλίππου, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Κ. Παμπαλλή.

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η εφεσίβλητη, ως μητέρα και φυσική κηδεμόνας των ανηλίκων Κυριάκου και Ορέστη, καταχώρισε αίτηση διατροφής εναντίον του εν διαστάσει συζύγου της και πατέρα των ανηλίκων, εφεσείοντα.

Στα πλαίσια μονομερούς αιτήσεως για έκδοση προσωρινού διατάγματος διατροφής, εκδόθηκε εκ συμφώνου προσωρινό διάταγμα για το ποσό των €2.000 μηνιαίως.

Η υπόθεση προχώρησε για ακρόαση και αμφισβητήθηκε σε έκταση, τόσο σε συνάρτηση με το αναγκαίο χρηματικό ποσό για τη διατροφή των ανηλίκων, όσο και σε σχέση με το ύψος των εισοδημάτων και συνακόλουθα της δυνατότητας εκάστου των διαδίκων για συνεισφορά στο ύψος της διατροφής.

Οι διάδικοι τέλεσαν το γάμο τους στις 3 Νοεμβρίου 1997 και απέκτησαν τον Κυριάκο, ο οποίος γεννήθηκε στις 25 Οκτωβρίου 1998 και τον Ορέστη ο οποίος γεννήθηκε στις 14 Απριλίου 2001.  Από τις 3 Νοεμβρίου 2007 οι διάδικοι βρίσκονται σε διάσταση και η αίτηση διατροφής καταχωρήθηκε στις 6 Φεβρουαρίου 2008.

Tο πρωτόδικο Δικαστήριο, μετά από μια εκτενή αναφορά στην προσαχθείσα μαρτυρία, προχώρησε και καθόρισε το συνολικό ποσό, που απαιτείται για τη διατροφή των δύο ανηλίκων, σε €3.179 μηνιαίως.

Στη συνέχεια, το Δικαστήριο προσδιόρισε, με ακρίβεια, τα εισοδήματα της εφεσίβλητης, που όπως είναι αποδεκτό εργάζεται στην Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, σε ποσό €4.425 μηνιαίως.  Ως προς τα εισοδήματα του εφεσείοντα το Δικαστήριο έκαμε αναφορά σε έγγραφα που κατέθεσε ο ίδιος ως εγγεγραμμένος κτηματομεσίτης και διευθυντής δύο οικογενειακών κτηματομεσιτικών επιχειρήσεων και κατέληξε ότι, το ποσό, το οποίο ο τελευταίος εισηγήθηκε, €2.300 δεν ανταποκρίνεται στην πραγματική εισοδηματική του ικανότητα. Δίδει λόγους γι’ αυτό το συμπέρασμα το Δι[*173]καστήριο και θα ασχοληθούμε με το θέμα σε μεταγενέστερο στάδιο.  Κατέληξε, όμως, λέγοντας ότι η εισοδηματική του ικανότητα είναι μεγαλύτερη απ’ αυτή που πραγματικά παρουσίασε στο Δικαστήριο.

Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο δεν αποδέχτηκε εισήγηση για εξ ημισείας καθορισμό του ύψους της διατροφής και λαμβάνοντας υπόψη από τη μια τη «μη πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη της εισοδηματικής ικανότητας» του εφεσείοντα και το γεγονός ότι ο ίδιος, είχε αποδεχθεί να καταβάλλει το ποσό των €2.000 μηνιαίως, στα πλαίσια του προσωρινού διατάγματος, προχώρησε και εξέδωσε διάταγμα διατροφής εναντίον του εφεσείοντα για το ποσό των €2.000 μηνιαίως από 1η Ιουλίου 2010, ως τη δική του συνεισφορά στη διατροφή και συντήρηση των ανηλίκων τέκνων των διαδίκων. 

Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων παραπονείται με βάση το λόγο έφεσης 3, αφενός ότι υπήρχαν δύο συγκεκριμένα κονδύλια τα οποία το Δικαστήριο συμπεριέλαβε στην απόφαση του ότι αποτελούν μέρος της απαίτησης, για να προσδιοριστεί το ύψος της απαιτούμενης δαπάνης για διατροφή των ανηλίκων, χωρίς αυτά να είναι δικογραφημένα. Συγκεκριμένα, ποσό που έχει σχέση με την κάλυψη των εξόδων που απαιτούνται για το μισθό της οικιακής βοηθού, που καθορίστηκε από το Δικαστήριο, ως η συνεισφορά του εφεσείοντα στο ποσό των €190, και επίσης ποσό €200 για το χαρτζιλίκι των ανηλίκων, όπως αναφέρθηκε. Αυτά τα δύο στοιχεία δεν μπορούσαν να συμπεριληφθούν αφού δεν υπήρχε απαίτηση δικογραφημένη, είπε ο συνήγορος.

Αντιτάχθηκε  από πλευράς εφεσίβλητης ότι το συγκεκριμένο θέμα της δαπάνης για την οικιακή βοηθό έγινε αποδεχτό κατά το στάδιο της ακρόασης. Σημειώνουμε, ότι ανάλογη αναφορά γίνεται και από το Δικαστήριο, πλην όμως ο συνήγορος του εφεσείοντα ανέφερε ότι στο στάδιο της αντεξέτασης έγινε αποδεχτό το ύψος του μισθού της οικιακής βοηθού, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν έγινε αποδεχτό ότι πρέπει να συμπεριληφθεί στη δαπάνη για τον υπολογισμό της διατροφής των ανηλίκων.

Το άλλο παράπονο του εφεσείοντα, όπως προσδιορίζεται από τους λόγους έφεσης 1, 2 και 4, εστιάζεται στο γεγονός ότι το Δικαστήριο δεν εφάρμοσε τις αρχές της νομολογίας ως προς τον προσδιορισμό της εισοδηματικής ικανότητας ενός διάδικου. Κατατέθηκε στο Δικαστήριο, σημείωσε ο συνήγορος, σειρά φορολογικών δηλώσεων του εφεσείοντα για τα έτη 2003 μέχρι και 2008.  Ταυτοχρόνως, κατατέθηκαν και πιστοποιητικά της μισθοδοσίας [*174]του από τις εταιρείες στις οποίες είναι διευθυντής. Το Δικαστήριο έκαμε αναφορά σε παράλειψη του εφεσείοντα να καταθέσει στοιχεία για τα εισοδήματα του την περίοδο του 2000, που αφορούσαν την περίοδο της ανόδου του χρηματιστηρίου και διερωτήθηκε ο συνήγορος πόσο πίσω, από τον ουσιώδη χρόνο, που ήταν η διάσταση θα έπρεπε η πλευρά του εφεσείοντα να επικεντρώσει τη μαρτυρία που θα έφερνε στο Δικαστήριο. Ούτε, συνέχισε ο συνήγορος το Δικαστήριο προχώρησε να συγκρίνει άτομα με την ίδια περίπου φύση επαγγέλματος για να καταλήξει σε ασφαλές συμπέρασμα ως προς την εισοδηματική ικανότητα του εφεσείοντα.

Σε συνάρτηση με τα πιο πάνω, ο εφεσείων παραπονείται ότι το Δικαστήριο όχι μόνο δεν επιδίκασε εξ ημισείας την καταβολή της διατροφής, λαμβανομένου υπόψη ότι εργάζεται η εφεσίβλητη, αλλά ουσιαστικώς εκδόθηκε διάταγμα συνεισφοράς στη διατροφή των ανηλίκων, με μόνη βάση, το συμφωνηθέν προσωρινό διάταγμα των €2.000.

Από πλευράς εφεσίβλητης τονίστηκε ότι η μη αποκάλυψη της εισοδηματικής ικανότητας του εφεσείοντα, έδιδε στο Δικαστήριο την ευχέρεια να την καθορίσει το ίδιο. Το τελικό αποτέλεσμα των €2.000 δεν ήταν παρά μόνο ένα στοιχείο που άπτετο της ικανότητας του εφεσείοντα που πηγάζει από το σύνολο της μαρτυρίας που κατατέθηκε, και έχει σχέση τόσο με τη ποιότητα ζωής που είχαν οι ανήλικοι πριν τη διάσταση, όσο και με το γεγονός ότι ο εφεσείων κατέβαλλε στην εφεσίβλητη, για τρεις μήνες μετά τη διάσταση, ποσό €2.500 ως διατροφή. Αυτά σε συνδυασμό με την απουσία προσαγωγής μαρτυρίας εκ μέρους του εφεσείοντα για τα εισοδήματα του, την περίοδο του 2000, σίγουρα επέτρεπε στο Δικαστήριο να καταλήξει σ’ αυτό το σημείο, είπε ο συνήγορος.

Ως προς το θέμα της μη συμπερίληψης στην αίτηση ποσού για το «χαρτζιλίκι» ο συνήγορος εισηγήθηκε ότι καλύπτεται από άλλα στοιχεία και αφετέρου δεν υπήρξε ένσταση όταν το θέμα είχε κατατεθεί ως μαρτυρία.

Με βάση την υφιστάμενη νομοθεσία και συγκεκριμένα με τον περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμο του 1990 (216/90), («ο Νόμος»), οι γονείς έχουν υποχρέωση να διατρέφουν τα ανήλικα τέκνα τους, από κοινού, ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις του.  (Άρθρο 33).

Ταυτοχρόνως, στο Άρθρο 37(1) του Νόμου καθορίζεται το μέτρο και το περιεχόμενο της διατροφής. Τα εδάφια 1 και 2 αναφέ[*175]ρουν:

«Άρθρο 37

(1) Η διατροφή προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του δικαιούχου, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής του και τις οικονομικές δυνατότητες που υπάρχουν για διατροφή προσώπου.»

(2) Η διατροφή περιλαμβάνει όλα όσα είναι αναγκαία για τη συντήρηση και ευημερία του δικαιούχου και επιπλέον ανάλογα με την περίπτωση τα έξοδα για την εν γένει εκπαίδευση του.»

Από την πιο πάνω χρησιμοποιηθείσα φρασεολογία καθίσταται αναγκαίο να επιτελέσει το Δικαστήριο ένα ρόλο ρυθμιστή. Από τη μια να προσδιορίσει τις ανάγκες του δικαιούχου και αφετέρου να συμπεριλάβει σ’ αυτές στοιχεία που έχουν σχέση με την ευημερία και εκπαίδευση του δικαιούχου.

Έχει νομολογιακώς προσδιοριστεί και αναφερόμαστε στην υπόθεση Παναγιώτου ν. Σφικτού (2001) 1 Α.Α.Δ. 625, ότι είναι σύνηθες σε υποθέσεις αυτής της μορφής να γίνεται προσπάθεια παρουσίασης εκ μέρους των ενδιαφερομένων παραπλανητικών στοιχείων ως προς τα εισοδήματα τους αλλά και αφετέρου μια εκδήλωση συγκρουομένων εκδοχών ως προς τις ανάγκες. Στην υπόθεση αυτή σημειώθηκε, ότι πολλές φορές ο προσδιορισμός της εισοδηματικής ικανότητας δεν μπορεί να γίνει με απόλυτους αριθμούς. Βλ. επίσης Χαραλάμπους ν. Χαραλάμπους (2010) 1 Α.Α.Δ. 951. Λαμβάνονται υπόψη όλα τα στοιχεία και το Δικαστήριο προχωρεί με βάση την κοινή λογική και πείρα. Η εκτίμηση δε των αναγκών όπως τονίστηκε στην υπόθεση Δημητρίου ν. Περδίου (2005)1(Β) Α.Α.Δ. 1418, θα πρέπει να γίνεται με αντικειμενικό τρόπο.

Θα πρέπει κατ’ αρχήν να σημειώσουμε μια παραδοξότητα στον τρόπο με τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο καθόρισε τη συνεισφορά του εφεσείοντα. Ενώ καταλήγει το Δικαστήριο σε συμπέρασμα ότι ο εφεσείων δεν προέβη σε πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη της εισοδηματικής του ικανότητας, προχωρεί χωρίς να υπολογίσει έστω και περίπου το ύψος των εισοδημάτων του, να αναφέρει:

«Αντίθετα, θεωρώ ότι υπό τις ιδιάζουσες πιο πάνω περιστάσεις το ποσό των €2.000 μηνιαίως το οποίο δόθηκε με προσωρινό διάταγμα και το οποίο κατέστη εκ συμφώνου απόλυ[*176]το, είναι εύλογο υπό τας περιστάσεις ποσό και εντός των οικονομικών δυνατοτήτων του καθ’ ου η αίτηση, ως συνεισφορά για τη διατροφή των παιδιών του.»

Αυτό, με όλο το σεβασμό προς τον πρωτόδικο δικαστή, είναι ένα αυθαίρετο συμπέρασμα. Η αποδοχή μιας προσωρινής ρύθμισης κρίνεται με βάση τα δεδομένα της στιγμής και για να διευκολυνθεί η διαδικασία ώστε να παρέχεται διατροφή στη διάρκεια που υφίσταται η εκκρεμοδικία. Το Δικαστήριο όφειλε να προσδιορίσει το ποσό της συνεισφοράς, με βάση τα στοιχεία που είχε ενώπιον του και όχι αυθαίρετα, όπως έγινε.

Δεν αμφισβητήθηκε ενώπιον μας ότι το ποσό το οποίο απαιτείται για τη διατροφή των ανηλίκων ήταν €3.179 μηνιαίως.

Με αυτό το δεδομένο, η αμφισβήτηση στα επί μέρους κονδύλια που έχουν επιδικαστεί, επικεντρώθηκε όπως σημειώσαμε στο θέμα της κάλυψης της δαπάνης για την οικιακή βοηθό που καθορίστηκε ως συνεισφορά του εφεσείοντα σε €190. Έχουμε διεξέλθει την αρχική αίτηση και παρόλο που καθορίζονται στην παράγραφο 16Α το σύνολο των αναγκών με τρόπο εξειδικευμένο, δεν υπάρχει αναφορά για κάλυψη εξόδων της οικιακής βοηθού.

Όπως  τονίστηκε στην Χαραλάμπους ν. Χαραλάμπους (ανωτέρω) ρητή αναφορά και κατά τρόπο θετικό των αναγκών είναι απαραίτητη και σε περίπτωση μη προσδιορισμού τους μέσα στο δικόγραφο, δεν μπορούν να επιδικαστούν. Συνεπώς το εν λόγω ποσό των €190 δεν θα μπορούσε να συμπεριληφθεί στη συνεισφορά του εφεσείοντα για τη διατροφή των ανηλίκων και εσφαλμένα επιτράπηκε η λήψη μαρτυρίας ως προς αυτό το θέμα.

Το δεύτερο σκέλος αφορά ποσό €200 για κάλυψη της κοινωνικής ζωής και ψυχαγωγίας των ανηλίκων (χαρτζιλίκι), και πάλι, σημειώνουμε ότι δεν υπάρχει αναφορά στην Έκθεση Απαίτησης σε τέτοιο συγκεκριμένο θέμα. (παράγραφος 16Α).

Στην παράγραφο 15 όμως της κυρίως Αιτήσεως γίνεται αναφορά με γενικό τρόπο σε ποσό €5.000 που απαιτείται για διατροφή. Αναφέρεται δε στη συνέχεια.

«Το ποσό αυτό δεν περιλαμβάνει την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, ψυχαγωγία, κοινωνία ζωή και αντιμετώπιση των άμεσων αναγκαίων εξόδων των ανηλίκων παιδιών των διαδίκων».

[*177]Παρατηρούμε συναφώς ότι έγινε αναφορά στο θέμα αυτό, χωρίς την αναγκαία εξειδίκευση. Τούτο κατά την άποψη μας επέτρεπε την προσαγωγή μαρτυρίας και την ενασχόληση του Δικαστηρίου, κρίνουμε ότι ορθώς συμπεριελήφθη στο ποσό της διατροφής.

Το τελευταίο παράπονο του εφεσείοντα έχει σχέση με την κατανομή της συνεισφοράς των διαδίκων. Επ’ αυτού δεν υπάρχει καμία αναφορά στην πρωτόδικη απόφαση πώς και γιατί κατέληξε σ’ αυτή την κατανομή. Το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε σε καθορισμό της συνεισφοράς του εφεσείοντα σε €2.000 επί συνόλου €3.179 που αντιστοιχεί σε περίπου 62% έναντι 38% προς την εφεσίβλητη.

Δεν βρίσκουμε να υπάρχει έρεισμα σ’ αυτό τον καταμερισμό και καταλήγουμε πως η συνεισφορά των δύο θα έπρεπε να ήταν εξ ημισείας.

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω βρίσκουμε ότι το ποσό της διατροφής αφαιρουμένου του πιο πάνω ποσού, (ήτοι €190 για την οικιακή βοηθό) θα έπρεπε να είχε υπολογιστεί στο ποσό των €2,989.  Η συνεισφορά εκάστου των διαδίκων θα έπρεπε να ήταν €1.494,5 λέγε €1.500 μηνιαίως και αυτό το ποσό καθορίζεται ως η συνεισφορά του εφεσείοντα στη διατροφή των ανηλίκων τέκνων των διαδίκων.

Συνακόλουθα η πρωτόδικη απόφαση διαφοροποιείται αναλόγως και η έφεση επιτυγχάνει μερικώς. Εκδίδεται διάταγμα ως ανωτέρω.

Ενόψει της μερικής επιτυχίας της έφεσης τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον της εφεσίβλητης μειωμένα κατά το ½.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα μειωμένα κατά το ½.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο