CTO Public Company Ltd και άλλοι ν. Bat (Cyprus) Ltd και άλλων (2012) 1 ΑΑΔ 178

(2012) 1 ΑΑΔ 178

[*178]16 Φεβρουαρίου, 2012

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]

1. CTO PUBLIC COMPANY LIMITED,

2. EXPOSAL LIMITED,

Εφεσείοντες,

v.

1. BAT (CYPRUS) LIMITED,

2. ROTHMANS OF PALL MALL LIMITED,

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 263/2009)

 

Αστικά αδικήματα ― Αθέμιτος Ανταγωνισμός ― Άρθρο 35 Κεφ.148 ― Εφαρμοστέες αρχές ― Νομολογιακή επισκόπηση ― Επικύρωση πρωτόδικης απόφασης με την οποία οριστικοποιήθηκε προσωρινό απαγορευτικό διάταγμα πώλησης και διανομής τσιγάρων λόγω χρήσης συσκευασίας που προκαλούσε σύγχυση με τη συσκευασία των τσιγάρων που κυκλοφορούσαν οι εφεσίβλητοι.

Αστικά αδικήματα ― Αθέμιτος Ανταγωνισμός ― Ο ενάγων-αιτητής θα πρέπει να αποδείξει ψευδή παράσταση, εκ μέρους του εναγομένου η οποία δημιούργησε πιθανότητα σύγχυσης στο καταναλωτικό κοινό, ως επίσης και την πιθανότητα πρόκλησης ζημίας ― Η ψευδής παράσταση είναι ζήτημα γεγονότος το οποίο αποφασίζεται από το ίδιο το δικαστήριο ― Η απομίμηση δεν είναι απαραίτητο να είναι απόλυτη ― Η απόδειξη δόλιας προθέσεως εκ μέρους του εναγόμενου δεν είναι απαραίτητο στοιχείο που πρέπει να αποδεικνύεται, ούτε ότι τα εμπορεύματα του εναγόμενου είναι κατώτερης ποιότητος από εκείνα του ενάγοντα ― Η εγγραφή εμπορικού σήματος δεν συνιστά υπεράσπιση σε αγωγές για αθέμιτο ανταγωνισμό ― Η σύγκριση γίνεται με αναφορά στο μέσο καταναλωτή, που γνωρίζει απλά την εμφάνιση των προϊόντων του ενάγοντα, και όχι στον ειδικό και έμπειρο καταναλωτή.

Αποφάσεις και Διατάγματα ― Προσωρινά διατάγματα ― Καθήκον του αιτητή για πλήρη και δίκαιη αποκάλυψη όλων των ουσιωδών γεγονότων ― Ουσιώδη γεγονότα είναι εκείνα που είναι σημαντικό να τα γνωρίζει το δικαστήριο που επιλαμβάνεται της αιτήσεως ― Αν απο[*179]δειχθεί ουσιαστική απόκρυψη γεγονότος, το δικαστήριο θα πρέπει να βεβαιωθεί ότι ο αιτητής δεν αποκομίζει πλεονέκτημα από την απόκρυψη ― Το δικαστήριο έχει διακριτική ευχέρεια, παρόλη την απόδειξη «ουσιαστικής» μη αποκάλυψης που δικαιολογεί την άμεση ακύρωση του διατάγματος που εκδόθηκε στη μονομερή αίτηση, να διατάξει τη συνέχιση της ισχύος του ή να εκδώσει νέο διάταγμα με όρους.

Αποφάσεις και προσωρινά διατάγματα ― Status quo ante ― Ισοζύγιο της ευχέρειας ― Αναγκαιότητα στάθμισης αναφορικά με το ποιος από τους διαδίκους αντιμετωπίζει πιθανότητα πρόκλησης μεγαλύτερης ζημιάς ― Σε υποθέσεις αθέμιτου ανταγωνισμού είναι συνήθως δύσκολο ή αδύνατο να υπολογιστεί η ζημιά, στη φήμη και την εμπορική εύνοια, που μπορεί να προκληθεί στον ενάγοντα και ως εκ τούτου όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις, συνήθως εκδίδονται παρεμπίπτοντα διατάγματα.

Αποφάσεις και Διατάγματα ― Προσωρινά διατάγματα ― Ο παράγων του χρόνου συνεκτιμάται με τις θεραπείες που ζητούνται, το πολύπλοκο της υπόθεσης και την όλη διαφορά που προέκυψε μεταξύ των διαδίκων.

Η έφεση στράφηκε εναντίον πρωτόδικης απόφασης με την οποία οριστικοποιήθηκε προσωρινό διάταγμα που είχε εκδοθεί υπέρ των εφεσιβλήτων.

Το επίδικο προσωρινό διάταγμα εκδόθηκε στη βάση μονομερούς αιτήσεως και με αυτό οι εφεσείοντες εμποδίζονταν μέχρι τελικής εκδίκασης της αγωγής, μεταξύ άλλων από το να πωλούν και να διανέμουν στην αγορά συγκεκριμένη μάρκα τσιγάρων για την οποία ήταν υπεύθυνοι για την εμπορική κυκλοφορία τους, σε συσκευασία παρόμοια με τη συσκευασία των τσιγάρων που διέθεταν και κυκλοφορούσαν στην Κυπριακή αγορά οι εφεσίβλητοι.

Οι Ενάγοντες/εφεσίβλητοι με γενικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα αξίωναν από τους εφεσείοντες αποζημιώσεις για αθέμιτο ανταγωνισμό (passing off) από την πώληση από τους εφεσείοντες τσιγάρων ή καπνικών προϊόντων με την ονομασία «Raquel Q» σε παρόμοια συσκευασία με αυτή των τσιγάρων «Royals» των εφεσιβλήτων.

Οι εφεσείοντες/εναγόμενοι ενέστησαν και διεξήχθη Ακρόαση. Στην απόφαση του το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι οι εφεσίβλητοι είχαν αποκαλύψει στο δικαστήριο όλα τα ουσιώδη γεγονότα που είχαν σχέση με το αγώγιμο δικαίωμα του αθέμιτου ανταγωνισμού.  Αναφορικά με τη μη αποκάλυψη του εμπορικού σήματος των εφεσει[*180]όντων, το πρωτόδικο δικαστήριο, έκρινε πως το ζήτημα αυτό δεν ήταν σχετικό, εφόσον η αξίωση των εφεσιβλήτων ήταν για μη χρησιμοποίηση της συγκεκριμένης συσκευασίας και όχι για μη χρησιμοποίηση των λέξεων «Raquel Q».

Εξέτασε περαιτέρω  τις τρεις προϋποθέσεις που θέτει το Άρθρο 32 καταλήγοντας ότι πληρούνταν. Αφού συνέκρινε τις δύο συσκευασίες, έκρινε ότι προσομοίαζαν πολύ και σε βαθμό που ήταν δυνατό να προκληθεί σύγχυση ως προς την προέλευση των τσιγάρων των εφεσιβλήτων, με εκείνη των τσιγάρων των εφεσειόντων.

Αναφορικά με το ισοζύγιο της ευχέρειας ήταν η πρωτόδικη θέση ότι η πιθανότητα πρόκλησης ζημιάς στους εφεσίβλητους, οι οποίοι ήδη εμπορεύονταν σε ευρεία κλίμακα και διέθεταν τα τσιγάρα τους με την προαναφερόμενη συσκευασία από το 2006, ήταν μεγαλύτερη από την πιθανή μείωση των πωλήσεων των εφεσειόντων οι οποίοι εξασφάλισαν πρόσφατα άδεια.

Με την έφεση εναντίον της οριστικοποίησης του διατάγατος, προβλήθηκαν μεταξύ άλλων τα εξής:

α) Ότι δεν αποκαλύφθηκαν ουσιώδη στοιχεία, εκ μέρους των εφεσιβλήτων, όταν υπέβαλαν τη μονομερή τους αίτηση.

β) Ήταν εσφαλμένη η προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ικανοποιούνταν η πρώτη και η δεύτερη  προϋπόθεση του Άρθρου 32 του Ν. 14/60 για την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων.

γ)  Εσφαλμένα αποφασίστηκε το ζήτημα του ισοζυγίου της ευχέρειας  υπέρ των εφεσιβλήτων.

δ) Υπήρξε  καθυστέρηση των εφεσιβλήτων στη λήψη μέτρων εναντίον των εφεσείοντων και ασάφεια στο λεκτικό του εκδοθέντος προσωρινού διατάγματος.

Αποφασίστηκε ότι:

           

1.  Αποτελεί θεμελιωμένη αρχή του κοινού δικαίου ότι η εγγραφή εμπορικού σήματος δεν συνιστά υπεράσπιση σε αγωγές για αθέμιτο ανταγωνισμό.

2.  Το πρωτόδικο δικαστήριο καθοδηγήθηκε από ορθές νομικές αρχές τις οποίες ορθά εφάρμοσε επί των γεγονότων της υπόθεσης. Οι αρχές που διέπουν την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων σε υπο[*181]θέσεις αθέμιτου ανταγωνισμού είναι οι ίδιες αρχές με εκείνες που διέπουν την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων και στους άλλους τομείς του δικαίου.

3.  Στην παρούσα υπόθεση το δικαστήριο ικανοποιήθηκε, από την ενώπιον του μαρτυρία, που δόθηκε υπό μορφή ενόρκων δηλώσεων προς υποστήριξη της αίτησης.

4.  Δεν δόθηκε οποιαδήποτε εξήγηση γιατί οι εφεσείοντες επέλεξαν πακέτο με εμφάνιση τόσο προσομοιάζουσα με το πακέτο των τσιγάρων των εφεσιβλήτων, για να πωλούν τα προϊόντα τους. Το εύλογο συμπέρασμα είναι ότι οι εφεσείοντες σκόπευαν να παρουσιάσουν τα εμπορεύματα τους, ως εκείνα των εφεσιβλήτων ή ως έχοντα κάποια σχέση με εκείνα των εφεσιβλήτων.

5.  Με αυτά τα στοιχεία, ήταν επιτρεπτό, για το πρωτόδικο δικαστήριο, να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι προϋποθέσεις 1 και 2 του Άρθρου 32 του Ν. 14/60 ικανοποιούνταν.

6.  Περαιτέρω ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο ικανοποιήθηκε ότι αν δεν εξέδιδε το ζητούμενο προσωρινό διάταγμα θα ήταν δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο. Οι εφεσίβλητοι είχαν παρουσιάσει μαρτυρία σύμφωνα με την οποία οι πωλήσεις τους στην Κύπρο, μετά την εμφάνιση του προϊόντος των εφεσειόντων, είχαν μειωθεί ακόμα περισσότερο. Επίσης παρουσίασαν μαρτυρία σύμφωνα με την οποία η τιμή του προϊόντος των εφεσειόντων ήταν εξωπραγματικά χαμηλή. Ορθά, το πρωτόδικο δικαστήριο, έκρινε ότι και η τρίτη προϋπόθεση ικανοποιείτο.

7.  Το πρωτόδικο δικαστήριο, για το ζήτημα του ισοζυγίου της ευχέρειας, έκρινε ότι η πιθανότητα πρόκλησης μεγαλύτερης ζημιάς στους εφεσίβλητους, οι οποίοι ήδη εμπορεύονταν σε ευρεία κλίμακα τα τσιγάρα «Royals» με την προαναφερόμενη συσκευασία και εμφάνιση από το 2006, ήταν πιο σημαντική και βαρύνουσα από την πιθανή μείωση των πωλήσεων των εφεσειόντων οι οποίοι εξασφάλισαν άδεια πώλησης του προϊόντος τους μόλις λίγες μέρες προηγουμένως από την καταχώρηση της αγωγής. Το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά αποφάσισε και αυτό το ζήτημα, σύμφωνα με τις θεμελιωμένες αρχές.

8.  Η καθυστέρηση των εφεσιβλήτων στην παρούσα υπόθεση, που ήταν μικρότερη από ένα μήνα, δεν θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη εις βάρος τους και εκρίθη λογική υπό τα δεδομένα.

[*182]9.      Αναφορικά με την κατ’ ισχυρισμό, περί ασάφειας στο λεκτικό του εκδοθέντος προσωρινού διατάγματος το οποίο βασίστηκε στο αιτητικό της μονομερούς αίτησης, ήταν προφανές, ότι δεν υπήρχε λάθος στο λεκτικό του διατάγματος.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Global Cruises S.A. v. Metro Shipping Travel Ltd (1989) 1 Α.Α.Δ. 602,

Στυλιανού ν. Στυλιανού (1992) 1 Α.Α.Δ. 583,

Resola Cyprus Ltd v. Christou (1998) 1(B) A.Α.Δ. 598,

Demstar Ltd v. Zim Israel Navigation Co. Ltd κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 597,

Timberland v. Evans (1998) 1 A.A.Δ. 1179,

Mitsingas v. Timberland (1997) 1 Α.Α.Δ. 1791,

Hadjikyriacos Co. Ltd v. United Biscuits UK Ltd (1979) 1 C.L.R. 689,

Adidas v. Jonitexo Ltd (1984) 1 C.L.R. 263,

Γρηγορίου κ.ά. ν. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 248,

Παπαχρυσοστόμου ν. Παπαχρυσοστόμου (1992) 1 Α.Α.Δ. 389,

Erven Warnick BV v. J Townend & Sons [1979] 2 All E.R. 927 (Υπόθεση Advocaat),

Γρηγορίου ν. Χριστοφόρου κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 248,

Brink’s Mat Ltd v. Elcombe [1988] 1 W.L.R. 1350,

Van Zeller v. Mason, Cattley [1907] 25 R.P.C. 37,

Lyle & Kinahan [1907] 24 R.P.C. 249,

Eli Lilly v. Chelsea Drug [1966] R.P.C. 14,

Odysseos v. Pieris Estates (1982) 1 C.L.R. 557,

[*183]Spalding v. Gamage [1915] 32 R.P.C. 273,

Ardath Tobacco Co. Ld v. W. Sandorides Ld [1925] R.P.C. 50,

Ιερά Μητρόπολις Πάφου ν. Aristo Developmens Ltd (2011) 1 Α.Α.Δ. 1377,

Seamark Consultancy Services Ltd κ.ά. v. Lasala κ.ά. (2007) 1 Α.Α.Δ. 162.

Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Κυριακίδου, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 4451/09), ημερομηνίας 7/8/2009.

Σ. Α. Αγγελίδης, για τους Εφεσείοντες.

Γ. Α. Τριανταφυλλίδης με Ν. Παρτασίδου (κα.), για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάτος.

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Με την έφεση αυτή προσβάλλεται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης ημερ. 23.7.2009 με την οποίαν οριστικοποιήθηκε προσωρινό διάταγμα που είχε εκδοθεί υπέρ των εφεσιβλήτων και εις βάρος των εφεσειόντων.

Το προαναφερόμενο προσωρινό διάταγμα εκδόθηκε στη βάση μονομερούς αιτήσεως ημερ. 23.7.2009 και με αυτό εμποδίζονταν οι εφεσείοντες-εναγόμενοι και/ή οι υπηρέτες και/ή οι αντιπρόσωποι και/ή οι υπάλληλοι τους, να παράγουν και/ή να κατασκευάζουν και/ή να προσφέρουν και/ή να πωλούν και/ή να προσφέρουν προς πώληση τα τσιγάρα και/ή τα καπνικά προϊόντα με την ονομασία «Raquel Q» σε παρόμοια συσκευασία με αυτή των τσιγάρων «Royals» των εναγόντων-εφεσιβλήτων μέχρι την πλήρη αποπεράτωση της αγωγής και/ή νεότερη διαταγή του δικαστηρίου. Στο  προσωρινό διάταγμα αναγράφεται ότι η συσκευασία των «Raquel Q», στην οποία αφορά το διάταγμα, είναι αυτή που εμφαίνεται στο τεκμήριο Γ της ένορκης δήλωσης του κ. Θάνου Τρίμη που καταχωρήθηκε προς υποστήριξη της αίτησης.

[*184]Η προαναφερόμενη αίτηση για προσωρινό διάταγμα καταχωρήθηκε στα πλαίσια της Αγωγής 4451/09 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας. Στο γενικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα που καταχωρήθηκε δυνάμει της Δ.2 θ. 1 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας αναγράφεται ότι οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες αξιούν αποζημιώσεις για αθέμιτο ανταγωνισμό (passing off). Από την οπισθογράφηση φαίνεται ότι το παράπονο των εφεσιβλήτων βασίζεται στο ότι οι εφεσείοντες πωλούν ή  προσφέρουν προς πώληση τσιγάρα ή καπνικά προϊόντα με την ονομασία «Raquel Q» σε παρόμοια συσκευασία με αυτή των τσιγάρων «Royals» των εφεσιβλήτων.

Το πρωτόδικο δικαστήριο, στην απόφαση του ημερ. 7.8.2009, αναφέρθηκε σε παραδεκτά γεγονότα που έγιναν ενώπιον του και τα οποία έχουν ως ακολούθως:

1.  Οι εφεσίβλητοι είναι ιδιοκτήτες του εμπορικού σήματος «Royal» στην Κύπρο από το 1996 σε σχέση με τσιγάρα.

2.  Οι εφεσίβλητοι ανήκουν στο ίδιο πολυεθνικό συγκρότημα της British American Tobacco Group of Companies.

3.  Τα τσιγάρα «Royals» των εφεσιβλήτων πωλούνται σε 3.400 σημεία πώλησης στην Κύπρο.

4.  Οι πωλήσεις των τσιγάρων «Royals» στην Κύπρο από το 2004 μέχρι το 2008 κυμαίνονται μεταξύ 286-296 εκατομμύρια με μέσον όρο 265 εκατομμύρια τσιγάρα περίπου ετησίως.

Το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε επίσης στις ένορκες δηλώσεις των κ.κ. Τρίμη και Σπύρου που καταχωρήθηκαν προς υποστήριξη της αίτησης των εφεσιβλήτων για προσωρινό διάταγμα, σύμφωνα με τις οποίες περί το τέλος Ιουνίου, αρχές Ιουλίου 2009 περιήλθε εις γνώση των εφεσιβλήτων ότι τα τσιγάρα «Raquel Q» με την επίδικη συσκευασία, άρχισαν να πωλούνται σε περίπτερα όπου επίσης πωλούνται τσιγάρα «Royals» των εφεσιβλήτων, και τα «Raquel Q» προωθούνται ως τα ανάλογα φθηνά «Royals».

Το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε επίσης στις θέσεις των εφεσειόντων ότι το εμπορικό σήμα «Raquel Q»  είναι εγγεγραμμένο τόσο στην Κύπρο όσο και ως ευρωπαϊκό κοινοτικό σήμα και στο ότι η συσκευασία των δύο  προϊόντων δεν δικαιολογεί εύρημα ότι δημιουργείται σύγχυση στους καταναλωτές.

Το δικαστήριο ασχολήθηκε και με την ένσταση των εφεσειόντων, σύμφωνα με την οποία οι εφεσίβλητοι είχαν αποκρύψει ου[*185]σιώδη γεγονότα, όταν υπέβαλαν την αίτηση και εξασφάλισαν το προσωρινό διάταγμα μονομερώς. Αναφέρθηκε, η ευπαίδευτη πρωτόδικος δικαστής, στο καθήκον αποκάλυψης όλων των ουσιωδών γεγονότων και στο κριτήριο του τι συνιστά ουσιώδες γεγονός, το οποίο είναι αντικειμενικό. Αναφέρθηκε συναφώς σε σχετική κυπριακή νομολογία και ειδικά στις υποθέσεις Global Cruises S.A. v. Metro Shipping Travel Ltd (1989) 1 Α.Α.Δ. 602, Στυλιανού ν. Στυλιανού (1992) 1 Α.Α.Δ. 583, Resola Cyprus Ltd v. Christou (1998) 1(B) A.Α.Δ. 598, Demstar Ltd v. Zim Israel Navigation CoLtd κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 597 , Timberland v. Evans (1998) 1 A.A.Δ. 1179 και Mitsingas v. Timberland (1997) 1 Α.Α.Δ. 1791.   Καθοδηγούμενη από τις προαναφερόμενες αυθεντίες, η ευπαίδευτη πρωτόδικος δικαστής, έκρινε ότι οι εφεσίβλητοι είχαν αποκαλύψει στο δικαστήριο όλα τα ουσιώδη γεγονότα που είχαν σχέση με το αγώγιμο δικαίωμα του αθέμιτου ανταγωνισμού. Αναφορικά με τη μη αποκάλυψη του εμπορικού σήματος των εφεσειόντων, το πρωτόδικο δικαστήριο, έκρινε πως το ζήτημα αυτό δεν ήταν σχετικό, εφόσον η αξίωση των εφεσιβλήτων ήταν για μη χρησιμοποίηση της συγκεκριμένης συσκευασίας και όχι για μη χρησιμοποίηση των λέξεων «Raquel Q».

Αναφορικά με τη νομική πτυχή του θέματος το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε στο Άρθρο 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6 και στο Άρθρο 32 του Ν 14/60, καθώς και σε σχετική νομολογία. Εξέτασε τις τρεις προϋποθέσεις που θέτει το Άρθρο 32 υπό το φως κυπριακής νομολογίας στην οποίαν αναφέρθηκε.  Έκρινε τελικά ότι η πρώτη προϋπόθεση για την ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση ικανοποιείτο με την έννοια ότι «η βάση της αγωγής στηρίζεται στο αστικό αδίκημα του αθέμιτου ανταγωνισμού». Τα απαραίτητα στοιχεία για την ικανοποίηση της προϋπόθεσης αυτής βρίσκονταν στις ένορκες δηλώσεις που υποστήριζαν την αίτηση.

Ως προς τη δεύτερη προϋπόθεση έκρινε ότι και αυτή ικανοποιείτο. Αναφέρθηκε στο Άρθρο 35 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, το οποίο αποτελεί κωδικοποίηση του κοινοδικαίου.

Με βάση τα ενώπιον του στοιχεία και ειδικά ως προς τις πωλήσεις των τσιγάρων «Royals» στην Κύπρο, από το 1996, τις πωλήσεις τους από το 2006 με τη συγκεκριμένη συσκευασία, το  μερίδιο των πωλήσεων τους στην κυπριακή αγορά και την πληθώρα των σημείων πώλησης, το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η φήμη και η εμπορική εύνοια των εφεσιβλήτων στα [*186]τσιγάρα «Royals», με τη συγκεκριμένη συσκευασία, είχαν αποδειχθεί. Αναφέρθηκε συναφώς στις υποθέσεις Hadjikyriacos Co. Ltd v. United Biscuits UK Ltd (1979) 1 C.L.R. 689, Adidas v. Jonitexo Ltd (1984) 1 C.L.R. 263, Γρηγορίου κ.ά. ν. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 248 και στα συγγράμματα Kerr on Injunctions, 6η έκδοση, σελ. 335, Αρτέμης και Ερωτοκρίτου «Αστικά Αδικήματα», έκδοση 2003, Τόμος 1, σελ 113 και Bullen and Leake, Precedents of Pleadings, 13η έκδοση, σελ. 334.

Ως προς το ζήτημα της σύγχυσης, το πρωτόδικο δικαστήριο, είπε ότι αρκεί να προκαλείται σύγχυση ως προς την προέλευση των εμπορευμάτων. Το θέμα της σύγχυσης είναι θέμα που αποφασίζει το ίδιο το δικαστήριο με κριτήριο το κατά πόσο υπάρχει πιθανότητα ένας συνήθης καταναλωτής, με συνηθισμένη μνήμη, να συγχυστεί και να αγοράσει τα προϊόντα των καθ’ ων η αίτηση νομιζόμενος ότι αγοράζει τα προϊόντα των αιτητών. Ο ρόλος του πρωτόδικου δικαστηρίου ως κριτή του βαθμού ομοιότητας των υπό αμφισβήτηση προϊόντων, είναι αποφασιστικής σημασίας και αυτός ο ρόλος επιτελείται συνήθως, χωρίς μαρτυρία, με την αντιπαραβολή της επίδικης απομίμησης (δηλαδή των εμπορευμάτων των δύο πλευρών) (Δέστε: Παπαχρυσοστόμου ν. Παπαχρυσοστόμου (1992) 1 Α.Α.Δ. 389).

Έχοντας παραθέσει τις αυθεντίες, το πρωτόδικο δικαστήριο προχώρησε και σύγκρινε, το ίδιο, τις δύο συσκευασίες.  Βρήκε ότι οι δύο συσκευασίες προσομοίαζαν πολύ και σε βαθμό που ήταν δυνατό να προκληθεί σύγχυση ως προς την προέλευση των τσιγάρων των εφεσιβλήτων, με εκείνη των τσιγάρων των εφεσειόντων.  Αναφέρθηκε συναφώς στο άσπρο χρώμα των δύο πακέτων, στο ορθογώνιο λογότυπο που τοποθετήθηκε στο κέντρο του μπροστινού μέρους των δύο πακέτων, στο ότι τα δύο λογότυπα ήταν τυπωμένα στην ίδια απόχρωση χρωμάτων κόκκινου και μπλε, στο ότι τα δύο λογότυπα έχουν ως κύριο χαρακτηριστικό ένα γράμμα σε χρώμα ασημί, το οποίο διαχωρίζει το κόκκινο χρώμα. Αναφέρθηκε επίσης και στον τρόπο με τον οποίο είναι γραμμένα τα γράμματα, στο λογότυπο.

Αναφορικά με την τρίτη προϋπόθεση του Άρθρου 32, το πρωτόδικο δικαστήριο βρήκε ότι θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο. Και γι’ αυτό το ζήτημα αναφέρθηκε σε κυπριακή νομολογία και το έκρινε σε συνάρτηση με το κατά πόσον η επιδίκαση αποζημιώσεων θα ήταν επαρκής θεραπεία, υπό τις περιστάσεις.

[*187]Αναφορικά με το ισοζύγιο της ευχέρειας είπε ότι σε θέματα αθέμιτου ανταγωνισμού, η παροχή προσωρινού διατάγματος που διατηρεί το status quo ante είναι αναγνωρισμένη διαδικασία. Κατά το πρωτόδικο δικαστήριο η πιθανότητα πρόκλησης ζημιάς στους εφεσίβλητους, οι οποίοι ήδη εμπορεύονται σε ευρεία κλίμακα και διαθέτουν τα τσιγάρα τους με την προαναφερόμενη συσκευασία από το 2006, είναι μεγαλύτερη από την πιθανή μείωση των πωλήσεων των εφεσειόντων οι οποίοι εξασφάλισαν άδεια στις 4.6.2009, να διαθέσουν τα τσιγάρα τους στην αγορά. Επιπρόσθετα το δικαστήριο βρήκε ότι οι εφεσίβλητοι δεν είχαν καθυστερήσει παράλογα στη λήψη μέτρων εναντίον των εφεσειόντων και ότι η ομοιότητα της θεραπείας που ζητείτο στην αγωγή και στη μονομερή αίτηση δεν συνιστούσε κώλυμα για τους εφεσίβλητους.

Το Άρθρο 35 του Κεφ. 148 επεξηγείται στο σύγγραμμα Αρτέμης και Ερωτοκρίτου (ανωτέρω), στις σελ. 113-119. Το άρθρο αυτό προνοεί τα εξής:

«35. Πρόσωπο το οποίο απομιμούμενο την επωνυμία, το χαρακτηρισμό, το σήμα ή την επιγραφή αγαθών ή άλλως πως, προκαλεί ή αποπειράται να προκαλέσει ώστε οποιαδήποτε αγαθά να εκληφθούν ως αγαθά άλλου προσώπου, με τρόπο ο οποίος ενδέχεται να οδηγήσει συνήθη αγοραστή στην πεποίθηση ότι αγοράζει αγαθά του άλλου αυτού προσώπου, διαπράττει αστικό αδίκημα κατά του άλλου αυτού προσώπου.»

Η ουσία του αστικού αδικήματος του αθέμιτου ανταγωνισμού (ή συναγωνισμού) είναι ότι απαγορεύεται η πώληση αγαθών ή η άσκηση επιχείρησης και η διεξαγωγή των εργασιών κάποιου προσώπου, χρησιμοποιώντας όνομα, επωνυμία, σήμα, περιγραφή ή άλλο τρόπο, έτσι ώστε να παραπλανεί το (καταναλωτικό) κοινό, δημιουργώντας του την (λανθασμένη) εντύπωση, ότι τα αγαθά ή η επιχείρησή του, είναι εκείνα κάποιου άλλου προσώπου.

Είναι αρκετό να αποδειχθεί η ψευδής παράσταση και η πιθανότητα πρόκλησης ζημιάς και δεν είναι απαραίτητο να αποδειχθεί πραγματική εξαπάτηση (Δέστε: Erven Warnick BV v. J Townend & Sons [1979] 2 All E.R. 927 (Υπόθεση Advocaat)).

Οι πρώτοι δύο λόγοι έφεσης αφορούν στην, κατ’ ισχυρισμό, μη αποκάλυψη ουσιωδών στοιχείων, εκ μέρους των εφεσιβλήτων, όταν υπέβαλαν τη μονομερή τους αίτηση. Παραπονούνται οι εφεσείοντες ότι το πρωτόδικο δικαστήριο αντιμετώπισε αυτό το ζήτημα, αόριστα και γενικά, και απέρριψε τους ισχυρισμούς των [*188]εφεσειόντων χωρίς στοιχειώδη αιτιολογία. Κατά τους εφεσείοντες, οι εφεσίβλητοι είχαν υποχρέωση να αποκαλύψουν στο δικαστήριο ότι το γράμμα Q, όπως φαινόταν στην επίδικη συσκευασία τσιγάρων των εφεσειόντων, ήταν εγγεγραμμένο εμπορικό σήμα, πολύ πριν την κυκλοφορία του γράμματος R από τους εφεσίβλητους. Κατά τους εφεσείοντες, οι εφεσίβλητοι είχαν επίσης υποχρέωση να αποκαλύψουν την ύπαρξη συμφωνιών τους με περίπτερα για τοποθέτηση των προϊόντων τους σε ορατά σημεία των περιπτέρων. Αυτό σχετίζεται με τους ισχυρισμούς της ενόρκου δηλώσεως του κ. Χριστόφορου Τορναρίτη, που καταχωρήθηκε προς υποστήριξη της ένστασης των εφεσειόντων στη μονομερή αίτηση των εφεσιβλήτων, και στο τεκμήριο 14 επί της ενόρκου δηλώσεως του κ. Τορναρίτη, που είναι η συμφωνία με κάποια περίπτερα. Οι εφεσείοντες ακόμα παραπονούνται ότι οι εφεσίβλητοι δεν απεκάλυψαν στο δικαστήριο τον τρόπο με τον οποίο οι καταναλωτές ζητούν τα τσιγάρα των διαδίκων, από τα περίπτερα.

Καθοδηγητική για το ζήτημα της υποχρέωσης αποκάλυψης όλων των ουσιωδών γεγονότων, όταν υποβάλλονται μονομερείς αιτήσεις, είναι η απόφαση στην υπόθεση Γρηγορίου ν. Χριστοφόρου κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 248 όπου έγινε ευρεία παράθεση κυπριακής και αγγλικής νομολογίας.

Στην υπόθεση εκείνη έγινε ειδική αναφορά στις κατευθυντήριες γραμμές που δόθηκαν στην απόφαση του Αγγλικού Εφετείου στην υπόθεση Brink’ s Mat Ltd v. Elcombe [1988] 1 W.L.R. 1350. Σ’ αυτές περιλαμβάνεται το καθήκον του αιτητή για πλήρη και δίκαιη αποκάλυψη όλων των ουσιωδών γεγονότων. Τα ουσιώδη γεγονότα είναι εκείνα που είναι σημαντικό να τα γνωρίζει το δικαστήριο που επιλαμβάνεται της αιτήσεως. Το ουσιώδες προς αποκάλυψη αποφασίζεται από το δικαστήριο και όχι από τους νομικούς συμβούλους του αιτητή. Ο αιτητής έχει καθήκον να προβαίνει σε έρευνα ως προς τα γεγονότα της υπόθεσης. Το εύρος της έρευνας εξαρτάται από τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης. Αν αποδειχθεί ουσιαστική απόκρυψη γεγονότος, το δικαστήριο θα πρέπει να βεβαιωθεί ότι ο αιτητής δεν αποκομίζει πλεονέκτημα από την απόκρυψη. Η ουσιαστικότητα και σημασία του γεγονότος που απεκρύβη κρίνεται από τον εκδικάζοντα Δικαστή, με γνώμονα τη σημασία του γεγονότος σε σχέση με τα επίδικα θέματα. Τελικά, το εκδικάζον δικαστήριο έχει διακριτική ευχέρεια ως προς το κατά πόσον θα ακυρώσει ή όχι ένα παρεμπίπτον διάταγμα που εκδόθηκε στη βάση αιτήσεως στην οποία απεκρύβη κάποιο γεγονός. Όπως τονίστηκε στη Γρηγορίου (ανωτέρω) το δικαστήριο έχει διακριτική ευχέρεια, παρόλη την απόδειξη «ουσιαστικής» μη αποκάλυψης που δικαιο[*189]λογεί την άμεση ακύρωση του διατάγματος που εκδόθηκε στη μονομερή αίτηση, να διατάξει τη συνέχιση της ισχύος του ή να εκδώσει νέο διάταγμα με όρους.

Στην παρούσα υπόθεση, αναφορικά με τη μη αποκάλυψη της εγγραφής του εμπορικού σήματος των εφεσειόντων, το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι αυτό δεν ήταν τόσο ουσιώδες, εφόσον το αγώγιμο δικαίωμα αλλά και η μονομερής αίτηση για προσωρινό διάταγμα δεν βασίζονταν σε οποιαδήποτε παραβίαση εμπορικού σήματος, αλλά στο αστικό αδίκημα του αθέμιτου ανταγωνισμού ή αντιποίησης αγαθών (passing off). Είναι θεμελιωμένη αρχή του κοινού δικαίου ότι η εγγραφή εμπορικού σήματος δεν συνιστά υπεράσπιση σε αγωγές για αθέμιτο ανταγωνισμό (Δέστε: Van Zeller v. Mason, Cattley [1907] 25 R.P.C. 37, Lyle & Kinahan [1907] 24 R.P.C. 249 και Eli Lilly v. Chelsea Drug [1966] R.P.C. 14 και Kerlys Law of Trade Marks and Trade Names, 13η έκδοση, παραγ. 14-35 και 14-276, σελ. 426-427 και 524, αντίστοιχα).

Ως προς τους ισχυρισμούς του κ. Τορναρίτη για απόκρυψη της συμφωνίας, τεκμηρίου 14, το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έκαμε ειδική αναφορά σ’ αυτό το θέμα. Αυτή η συμφωνία αφορά ουσιαστικά σε διαφήμιση των προϊόντων των εφεσιβλήτων σε περίοπτα μέρη κάποιων περιπτέρων.

Εκτιμούμε ότι θα ήταν ορθότερο αν, οι εφεσίβλητοι-αιτητές, αποκάλυπταν στο πρωτόδικο δικαστήριο τόσο την εγγραφή του «Raquel Q» ως εμπορικού σήματος των εφεσειόντων, όσο και τη συμφωνία που είχαν οι ίδιοι οι εφεσίβλητοι με κάποια περίπτερα (τεκμήριο 14) για την τοποθέτηση των καπνικών προϊόντων τους σε περίοπτα μέρη των περιπτέρων.

Κρίνουμε, όμως, ότι τα προαναφερόμενα, μη αποκαλυφθέντα, γεγονότα δεν ήταν τόσο ουσιώδη ώστε η μη αποκάλυψη τους να συνιστά παραπλάνηση του δικαστηρίου. Τα γεγονότα αυτά δεν είχαν άμεση σχέση με το κύριο επίδικο θέμα που ήταν το κατά πόσο, με την απομίμηση της εμφάνισης των τσιγάρων των εφεσιβλήτων, από τους εφεσείοντες, θα μπορούσε να προκληθεί σύγχυση στο καταναλωτικό κοινό, ως προς την προέλευση των τσιγάρων των εφεσειόντων. Επομένως οι ισχυρισμοί των εφεσειόντων στους λόγους έφεσης 1 και 2 δεν ευσταθούν.

Ο τρίτος λόγος έφεσης αφορά στην κατ’ ισχυρισμό λανθασμένη προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου αναφορικά με την πρώτη προϋπόθεση του Άρθρου 32 του Ν. 14/60 για την έκδοση [*190]προσωρινών διαταγμάτων. Είναι η θέση των εφεσειόντων ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι ικανοποιείται αυτή η προϋπόθεση.

Ο λόγος έφεσης 4 αφορά στη δεύτερη προϋπόθεση του Άρθρου 32 του Ν. 14/60 αναφορικά με την οποία και πάλι κατ’ ισχυρισμό το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι ικανοποιείται.

Κατά την εκτίμηση μας και οι λόγοι έφεσης 3 και 4 δεν ευσταθούν. Το πρωτόδικο δικαστήριο καθοδηγήθηκε από ορθές νομικές αρχές τις οποίες ορθά εφάρμοσε επί των γεγονότων της υπόθεσης.   Όφειλε να ικανοποιηθεί ότι υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση και ότι οι εφεσίβλητοι είχαν πιθανότητα επιτυχίας. Αυτά τα θέματα αποφασίστηκαν από την κυπριακή νομολογία και ειδικά στην υπόθεση Odysseos v. Pieris Estates (1982) 1 C.L.R. 557.     Οι αρχές που διέπουν την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων σε υποθέσεις αθέμιτου ανταγωνισμού είναι οι ίδιες αρχές με εκείνες που διέπουν την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων και στους άλλους τομείς του δικαίου (Δέστε: Hadjikyriacos, ανωτέρω). Σε τέτοιες υποθέσεις είναι απαραίτητο ο ενάγων-αιτητής να αποδείξει τη φήμη του, δηλαδή ότι εξαιτίας της χρήσης των προϊόντων του με συγκεκριμένη εμφάνιση, η συγκεκριμένη εμφάνιση έχει καταστεί διακριτικό στοιχείο των προϊόντων του, στη χώρα όπου ζητείται το προσωρινό διάταγμα, και στο κοινό γενικά ή σε συγκεκριμένη τάξη του κοινού (Δέστε: Spalding v. Gamage [1915] 32 R.P.C. 273 και Υπόθεση Advocaat (ανωτέρω)).

Ο Λόρδος Diplock στην υπόθεση Advocaat συμπέρανε ότι, για μια επιτυχημένη αγωγή αθέμιτου ανταγωνισμού, πρέπει να υπάρχουν πέντε χαρακτηριστικά στοιχεία:

1.  ψευδής παράσταση,

2.  που γίνεται από έμπορο κατά την άσκηση του επαγγέλματος του,

3.  σε πιθανούς καταναλωτές ή τον τελικό καταναλωτή αγαθών ή υπηρεσιών προσφερόμενων απ’ αυτόν (τον έμπορο),

4.  με σκοπό την πρόκληση ζημιάς στην επιχείρηση ή την εμπορική εύνοια άλλου εμπόρου (υπό την έννοια του ότι αυτό είναι εύλογα προβλεπτή συνέπεια), και

5.  η οποία (ψευδής παράσταση) προκαλεί πραγματική ζημιά στην επιχείρηση ή την εμπορική εύνοια του εμπόρου-ενάγοντα ή είναι πιθανόν να προκαλέσει τέτοια ζημιά.

[*191]Ο ενάγων-αιτητής θα πρέπει να αποδείξει ψευδή παράσταση, εκ μέρους του εναγομένου-καθ’ ου η αίτηση, η οποία δημιούργησε πιθανότητα σύγχυσης στο καταναλωτικό κοινό. Η ψευδής παράσταση είναι ζήτημα γεγονότος το οποίο αποφασίζεται από το ίδιο το δικαστήριο. Η απόδειξη δόλιας προθέσεως εκ μέρους του εναγόμενου-καθ’ ου η αίτηση δεν είναι απαραίτητο στοιχείο που πρέπει να αποδεικνύεται, όπως επίσης δεν είναι απαραίτητο να αποδειχθεί ότι τα εμπορεύματα του εναγόμενου-καθ’ ου η αίτηση είναι κατώτερης ποιότητος από εκείνα του ενάγοντα-αιτητή (Δέστε:  Kerley, ανωτέρω, παραγ. 14-18 έως παραγ. 14-36). Εκείνο για το οποίο το δικαστήριο θα πρέπει να ικανοποιηθεί είναι ότι η συμπεριφορά του εναγόμενου-καθ’ ου η αίτηση είναι στοχευμένη και γίνεται με σκοπό να παρουσιάσει τα δικά του προϊόντα ως προϊόντα του ενάγοντα-αιτητή ή τουλάχιστον να προκαλέσει σύγχυση σε πιθανούς πελάτες ή αγοραστές ότι τα προϊόντα του έχουν κάποια σχέση με τα προϊόντα του ενάγοντα. Η απομίμηση δεν είναι απαραίτητο να είναι απόλυτη (Δέστε: Mitsingas, ανωτέρω). Το ίδιο το δικαστήριο είναι ο καλύτερος κριτής αυτών των στοιχείων. Η σύγκριση όμως γίνεται με αναφορά στο μέσο καταναλωτή, που γνωρίζει απλά την εμφάνιση των προϊόντων του ενάγοντα, και όχι στον ειδικό και έμπειρο καταναλωτή (Δέστε: Spalding v. Gamage, ανωτέρω).

Στην παρούσα υπόθεση το δικαστήριο ικανοποιήθηκε, από την ενώπιον του μαρτυρία, που δόθηκε υπό  μορφή ενόρκων δηλώσεων προς υποστήριξη της αίτησης, ότι οι εφεσίβλητοι είχαν αποκτήσει φήμη και εμπορική εύνοια, στην Κύπρο, για τα τσιγάρα «Royals» ένεκα της μακροχρόνιας και εκτεταμένης πώλησης τους στην Κύπρο από το 1996. Ικανοποιήθηκε επίσης ότι τα τσιγάρα «Royals», με τη συγκεκριμένη προαναφερόμενη και διακριτική τους εμφάνιση, άρχισαν να πωλούνται ευρέως στην Κύπρο από το 2006 και είχαν ταυτιστεί ως προϊόντα των εφεσιβλήτων. Επομένως όταν το 2009 οι εφεσείοντες παρουσίασαν τα δικά τους τσιγάρα «Raquel Q» σε πακέτο, με εμφάνιση πολύ προσομοιάζουσα προς την εμφάνιση του πακέτου των εφεσιβλήτων, έστω και με διαφορετικό όνομα και διαφορετικό σημείο πώλησης, σε κάποια περίπτερα, δημιούργησαν σοβαρή πιθανότητα σύγχυσης στο καταναλωτικό κοινό ότι τα συγκεκριμένα προϊόντα των εφεσειόντων συνδέονταν, κατά κάποιο τρόπο, με τους εφεσίβλητους και τα προϊόντα τους, και μάλιστα ότι ήταν ένα είδος φθηνών «Royals».   Δεν δόθηκε οποιαδήποτε εξήγηση γιατί οι εφεσείοντες επέλεξαν πακέτο  με εμφάνιση τόσο προσομοιάζουσα με το πακέτο των τσιγάρων των εφεσιβλήτων, για να πωλούν τα προϊόντα τους. Το εύλογο συμπέρασμα είναι ότι οι εφεσείοντες σκόπευαν να παρουσιάσουν τα εμπορεύματα τους, ως εκείνα των εφεσιβλήτων ή ως [*192]έχοντα κάποια σχέση με εκείνα των εφεσιβλήτων (Δέστε: Cornish  & Llewellyn Intellectual Property: Patents, Copyright, Trade Marks and Allied Rights, 5η έκδοση, σελ. 608, παραγ. 16-24). Ως προς τη σύγκριση των δύο εμφανίσεων δέστε επίσης Ardath Tobacco Co. Ld v. W. Sandorides Ld [1925] R.P.C. 50. Με αυτά τα στοιχεία, κρίνουμε ότι ήταν επιτρεπτό, για το πρωτόδικο δικαστήριο, να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι προϋποθέσεις 1 και 2 του Άρθρου 32 του Ν. 14/60 ικανοποιούνταν.

Ο πέμπτος λόγος έφεσης αφορά στην τρίτη προϋπόθεση του Άρθρου 32 του Ν. 14/60. Το πρωτόδικο δικαστήριο ικανοποιήθηκε ότι αν δεν εξέδιδε το ζητούμενο προσωρινό διάταγμα θα ήταν δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο. Οι εφεσίβλητοι είχαν παρουσιάσει μαρτυρία σύμφωνα με την οποία οι πωλήσεις τους στην Κύπρο, μετά την εμφάνιση του προϊόντος των εφεσειόντων,  είχαν μειωθεί ακόμα περισσότερο. Επίσης παρουσίασαν μαρτυρία σύμφωνα με την οποία η τιμή του προϊόντος των εφεσειόντων ήταν εξωπραγματικά χαμηλή. Είναι θεμελιωμένο ότι σε υποθέσεις αθέμιτου ανταγωνισμού είναι συνήθως δύσκολο ή αδύνατο να υπολογιστεί η ζημιά, στη φήμη και την εμπορική εύνοια, που μπορεί να προκληθεί στον ενάγοντα και ως εκ τούτου σε τέτοιες υποθέσεις, όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις, συνήθως εκδίδονται παρεμπίπτοντα διατάγματα.  Εκτιμούμε ότι ορθά, το πρωτόδικο δικαστήριο, έκρινε ότι και η τρίτη προϋπόθεση ικανοποιείται.

Ο έκτος λόγος έφεσης αφορά στο ζήτημα του ισοζυγίου της ευχέρειας το οποίο, κατά τους εφεσείοντες, εσφαλμένα κρίθηκε, από το πρωτόδικο δικαστήριο, υπέρ των εφεσιβλήτων. Το πρωτόδικο δικαστήριο, γι’ αυτό το ζήτημα, είπε ότι ήταν ορθότερο να εκδοθεί το προσωρινό διάταγμα για να διατηρηθεί το status quo ante.  Έκρινε ότι η πιθανότητα πρόκλησης μεγαλύτερης ζημιάς στους εφεσίβλητους, οι οποίοι ήδη εμπορεύονταν σε ευρεία κλίμακα τα τσιγάρα «Royals» με την προαναφερόμενη συσκευασία και εμφάνιση από το 2006, ήταν πιο σημαντική και βαρύνουσα από την πιθανή μείωση των πωλήσεων των εφεσειόντων οι οποίοι εξασφάλισαν άδεια πώλησης του προϊόντος τους μόλις στις 4.6.2009, δηλαδή λίγες μέρες προηγουμένως. Εκτιμούμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά αποφάσισε και αυτό το ζήτημα, σύμφωνα με τις θεμελιωμένες αρχές (Δέστε: Mitsingas, ανωτέρω).

Ο έβδομος λόγος έφεσης αφορά στην κατ’ ισχυρισμό καθυστέρηση των εφεσιβλήτων στη λήψη μέτρων εναντίον των εφεσείοντων. Παρά το ότι οι εφεσίβλητοι έλαβαν γνώση των ενεργειών [*193]των εφεσειόντων από το τέλος Ιουνίου ή αρχές Ιουλίου του 2009 καταχώρησαν την αίτηση τους για απαγορευτικό διάταγμα στις 23.7.2009. Είναι θεμελιωμένο ότι η καθυστέρηση μπορεί να επηρεάσει δυσμενώς ένα αιτητή για παρεμπίπτον διάταγμα. Όμως δεν θεωρούμε ότι η καθυστέρηση των εφεσιβλήτων στην παρούσα υπόθεση, που ήταν μικρότερη από ένα μήνα, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη εις βάρος τους. Είναι λογικό να χρειαστούν κάποιες μέρες για να συλλεγούν τα στοιχεία, να τεθούν ενώπιον των δικηγόρων τους και να προετοιμαστεί η αγωγή και η αίτηση για προσωρινό διάταγμα, ιδίως όταν οι διάδικοι ή κάποιοι απ’ αυτούς, όπως στην προκείμενη περίπτωση οι εφεσίβλητοι 2, βρίσκονται στο εξωτερικό. Όπως έχει λεχθεί και στην υπόθεση Ιερά Μητρόπολις Πάφου ν. Aristo Developmens Ltd (2011) 1 Α.Α.Δ. 1377, με αναφορά στη Seamark Consultancy Services Ltd κ.ά. v. Joseph Ρ. Lasala κ.ά. (2007) 1 Α.Α.Δ. 162, σελ. 185-186, ο παράγων του χρόνου συνεκτιμάται με τις θεραπείες που ζητούνται, το πολύπλοκο της υπόθεσης και την όλη διαφορά που προέκυψε μεταξύ των διαδίκων. Επομένως και ο έβδομος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

Ο όγδοος λόγος έφεσης αφορά σε, κατ’ ισχυρισμό, ασάφεια στο λεκτικό του εκδοθέντος προσωρινού διατάγματος το οποίο βασίστηκε στο αιτητικό της μονομερούς αίτησης. Σύμφωνα με το λεκτικό αυτό απαγορεύεται στους εφεσείοντες να κατασκευάζουν, προσφέρουν, πωλούν κλπ. τα τσιγάρα και/ή καπνικά προϊόντα με την ονομασία «Raquel Q» σε παρόμοια συσκευασία με αυτή των τσιγάρων «Royals» των εφεσιβλήτων, «όπως αυτή εμφαίνεται στο τεκμήριο Γ της ένορκης δήλωσης του κ. Θάνου Τρίμη». Είναι προφανές, κατά την εκτίμηση μας, ότι δεν υπάρχει λάθος στο λεκτικό του διατάγματος και ότι εκείνο που απαγορεύεται με το διάταγμα είναι η διάθεση του προϊόντος των εφεσειόντων με την ονομασία «Raquel Q», όπως αυτή εμφαίνεται στο προαναφερόμενο τεκμήριο Γ, μέχρι την αποπεράτωση της αγωγής ή νεότερη διαταγή του δικαστηρίου. Δηλαδή στο προαναφερόμενο τεκμήριο Γ απεικονίζεται η απαγορευμένη εμφάνιση του προϊόντος των εφεσειόντων και όχι η εμφάνιση του προϊόντος των εφεσιβλήτων, όπως υποβάλλουν οι εφεσείοντες. Κατά συνέπεια και αυτός ο λόγος έφεσης απορρίπτεται.

Για τους προαναφερόμενους λόγους η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, υπέρ των εφεσιβλήτων και εις βάρος των εφεσειόντων, τα οποία να υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και να υποβληθούν για έγκριση από το δικαστήριο.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο