Coward Martin (Αρ. 2) (2012) 1 ΑΑΔ 257

(2012) 1 ΑΑΔ 257

[*257]5 Μαρτίου, 2012

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 3 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

(ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ MARTIN COWARD (ΑΡ. 2) ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΝΤΑΛΜΑ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ CERTIORARI,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ (ΔΕΣΠΩ ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ) ΠΟΥ ΕΞΕΔΟΘΗ ΤΗΝ 1 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2012 ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΔΙΑ ΚΛΗΣΕΩΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 2 ΙΟΥΝΙΟΥ, 2010 ΠΟΥ ΚΑΤΑΧΩΡΗΘΗΚΕ ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ 5467/09, ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ.

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 17/2012)

 

Προνομιακά εντάλματα Certiorari ― Ακύρωση με ένταλμα certiorari οδηγιών πρωτόδικου Δικαστηρίου επί τω ότι δεν υπήρχε δυνατότητα του Δικαστηρίου να εκδώσει δικαστικές οδηγίες προς δικηγόρο για να εξασφαλιστεί η παρουσία του διαδίκου στη δίκη.

Προνομιακά εντάλματα ― Μόνο όπου θίγονται δικαιώματα ή υπάρχει κίνδυνος να θιγούν, παρέχεται δυνατότητα έκδοσης των δύο προνομιακών ενταλμάτων ― Διαδικασία που προοιωνίζει το αποτέλεσμα και επηρεάζει τα δικαιώματα διαδίκου, ελέγχεται με προνομιακό ένταλμα.

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Kατά πόσον χωρεί αμφισβήτηση αναφορικά με τα δεδομένα που υποστήριξαν την αίτηση για χορήγηση της άδειας ― Η άδεια δίδεται με σκοπό την καταχώρηση της αίτησης για έκδοση προσωρινού εντάλματος και εκείνο που ελέγχεται είναι πλέον η ορθότητα του τύπου και της ουσίας της επιδιωκόμενης θεραπείας επί της ίδιας της αίτησης ― Δεν υπάρχει αντιστοιχία με τα [*258]προσωρινά διατάγματα στο Επαρχιακό Δικαστήριο.

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― H αίτηση για έκδοση προνομιακού εντάλματος δεν μπορεί να βασίζεται σε λόγους άλλους από αυτούς που προσδιορίστηκαν στην αίτηση για άδεια ― H υποχρέωση κατά την παρουσίαση αίτησης για χορήγηση άδειας για καταχώρηση προνομιακού εντάλματος πρέπει να είναι πλήρης και να αποκαλύπτει όλα τα ουσιώδη.

Προνομιακά Εντάλματα ― Certiorari ― Τύπος αίτησης για άδεια ― Δεν διαφαίνεται να είναι επιτακτική η ανάγκη καταγραφής κάποιου νόμου ή κανονισμού ― Εκείνο που διαπιστώνει το Ανώτατο Δικαστήριο είναι αυτή την υπέρβαση δικαιοδοσίας διά των λόγων που προωθούνται και υποστηρίζουν την αίτηση ― Η αναφορά στο Άρθρο 155.4 του Συντάγματος και τους Αγγλικούς Θεσμούς, αποτελεί από μόνη της επαρκή αιτιολογική βάση για την επίκληση της δικαιοδοτικής εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου ― Οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας δεν ισχύουν στην άσκηση της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου για την έκδοση προνομιακών ενταλμάτων.

Προνομιακά εντάλματα ― Παρατυπίες και αντικανονικότητες δεν αποτελούν εμπόδιο στην άσκηση της μοναδικής αυτής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Δικηγόροι ― Δικηγόρος και πελάτης ― Ο δικηγόρος πέραν της εθελοντικής σύμπραξης που μπορεί να προσφέρει στο Δικαστήριο και τη διαδικασία, δεν είναι υπόλογος μέσω δικαστικών οδηγιών να καταστεί όχημα μεταφοράς των οδηγιών στον διάδικο πελάτη του με ενδεχόμενη τη σύλληψη του τελευταίου, αν δεν εμφανιστεί ― Τέτοιες οδηγίες φέρνουν σε επαγγελματική αμηχανία το δικηγόρο, ο οποίος έχει καθήκοντα, σύμφωνα με τη δεοντολογία, και προς το Δικαστήριο και προς τον πελάτη του.

Δικηγόροι ― Δικηγόρος και πελάτης ― Δικηγόρος επιφορτισμένος με απόφαση του Δικαστηρίου πιθανόν να αντιμετωπίσει ο ίδιος πειθαρχική δίωξη ή και να αμφισβητηθεί η συμμόρφωση του με τις οδηγίες σε περίπτωση που δεν παρουσιαστεί ο πελάτης του ― Δεν είναι πλέον λειτουργός του Δικαστηρίου αλλά λειτουργός της δικαιοσύνης.

Bench warrant ― Η έκδοση bench warrant δεν σημαίνει ότι ο διάδικος είναι εκ προοιμίου και ένοχος της παρακοής ― Το Δικαστήριο έχει την εξουσία να εκδώσει bench warrant στις κατάλληλες περιπτώσεις ή όπου κρίνει ότι η παρουσία του καθ’ ου η αίτηση είναι αναγκαία ― Μπορεί να το πράξει εάν προηγουμένως ικανοποιηθεί ότι ο καθ’ ου [*259]γνώριζε διά προσωπικής επιδόσεως σ’ αυτόν, τις πρόνοιες του απαγορευτικού διατάγματος ή και την εναντίον του αίτηση για παρακοή, αλλά παρά ταύτα δεν εμφανίσθηκε στη διαδικασία παρακοής.

Σύμφυτη εξουσία του Δικαστηρίου ― Δεν αποτελεί απεριόριστη αποθήκη από την οποία προκύπτουν κατά βούληση νέες εξουσίες ― Δεν μπορεί να χρησιμοποιείται ad libitum για να δημιουργεί, στην απουσία σχετικών δικονομικών κανονισμών, μηχανισμούς για να δώσει διέξοδο στο ζητούμενο ― Έρχεται αρωγός εκεί όπου η χρήση της είναι αναγκαία για αυτή ταύτη τη λειτουργία του ίδιου του συστήματος και της αποτελεσματικής άσκησης των δικαιοδοσιών του, εντός των υφισταμένων και γνωστών δικαιϊκών αρχών.

Ύστερα από την παραχώρηση σχετικής άδειας καταχωρήθηκε αίτηση για την έκδοση εντάλματος certiorari για ακύρωση των οδηγιών που είχαν εκδοθεί από Επαρχιακό Δικαστήριο προς τους δικηγόρους του αιτητή, με τις οποίες αυτοί θα έπρεπε να ενημερώσουν τον αιτητή, για τη νέα ημερομηνία εκδίκασης σχετικής εναντίον του αίτησης παρακοής, ώστε να γνωρίζει με σαφήνεια την ημερομηνία της ακρόασης, τη φύση της υπόθεσης και κατά τρόπο ώστε να διασφαλιζόταν η παρουσία του στο Δικαστήριο.

Η ουσία της διαφοράς που προέκυψε εστιαζόταν στην αμφισβήτηση της δυνατότητας  του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού να εκδώσει οδηγίες προς τους δικηγόρους του αιτητή, κατά τον τρόπο που αυτές οι οδηγίες διατυπώθηκαν, ώστε σε περίπτωση μη εμφάνισης του κατά την επόμενη ημερομηνία, να αποτελεί ορατό ενδεχόμενο, η εκ μέρους του Δικαστηρίου έκδοση εντάλματος σύλληψης εναντίον του, τύπου bench warrant.

Αποφασίστηκε ότι:

 1. Προέκυπτε ερώτημα κατά πόσον χωρούσε στο στάδιο της επίδικης αίτησης, αμφισβήτηση αναφορικά με τα δεδομένα που υποστήριξαν την αίτηση για χορήγηση της άδειας. Τα όσα η καθ’ ης η αίτηση εταιρεία ήγειρε ως ενστάσεις σε σχέση με την αίτηση για άδεια, ίσχυαν και για την παρούσα αίτηση.

 2. Το Δικαστήριο δεν παραπλανήθηκε, ούτε προέκυπτε συμπέρασμα   ότι δεν αποκαλύφθηκε οτιδήποτε και μάλιστα ουσιώδες. Η αίτηση για άδεια και η υποστηρικτική ένορκη δήλωση ήταν καθόλα άμεμπτη και σ’ αυτή επισυνάφθηκαν όλα τα αναγκαία έγγραφα. Δεν διακρινόταν καμία προσπάθεια ή απόπειρα απόκρυψης ή παραπλάνησης του Δικαστηρίου.

[*260] 3.     Παρέχονταν επαρκέστατες εξηγήσεις ως προς το λόγο που η ένορκη δήλωση έγινε από δικηγόρο και όχι από τον ίδιο τον αιτητή.

 4. Δεν ήταν ορθή η θέση της Καθ’ ης η αίτηση εταιρείας ότι δεν χρησιμοποιήθηκε ο ορθός τύπος αίτησης ή ότι ο τίτλος αυτής ήταν λανθασμένος και ότι δεν στηρίχθηκε σε ορθή νομική βάση.

 5. Ορθά ο αιτητής συγκεκριμενοποίησε τους λόγους για τους οποίους επεδίωξε την άδεια και αργότερα την έκδοση του εντάλματος certiorari και αυτό αποτελεί, επί ποινή ακυρότητας, ουσιαστική προϋπόθεση έκδοσης προνομιακού εντάλματος. Δεν διαπιστώθηκε οποιαδήποτε αντικανονικότητα.

 6. Ο έλεγχος από το Ανώτατο Δικαστήριο αφορά στη διασφάλιση ότι ένα Δικαστήριο δεν θα υπερβεί τις εξουσίες του ώστε ενεργώντας στη συνέχεια στη βάση αυτών των διευρυμένων κατ’ ανεπίτρεπτο τρόπο εξουσιών, να προχωρήσει σε περαιτέρω ενέργειες. Εδώ έγκειτο και το ουσιαστικό του ζητήματος. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ρύθμισε διαδικασία, αλλά επενέβη με τις οδηγίες που έδωσε στα δικαιώματα και υποχρεώσεις του αιτητή. Προκαθόρισε μια πορεία καθ’ υπέρβαση δικαιοδοσίας, επηρεάζοντας τα δικαιώματα του αιτητή.

 7. Η αίτηση δεν ήταν πρόωρη και ήταν εσφαλμένη η προς τούτο σχετική εισήγηση της Καθ’ ης η αίτηση. Εάν αφηνόταν να εκδοθεί στο τέλος της ημέρας bench warrant, τότε ο αιτητής δεν θα είχε δικαίωμα να αμφισβητήσει την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να δώσει τις οδηγίες που έδωσε.

 8. Καμιά πρόνοια στους περί Δεοντολογίας των Δικηγόρων Κανονισμούς του 2002, δεν τεκμηρίωνε της θέση της Καθ’ ης η Αίτηση ότι ο δικηγόρος πέραν της εθελοντικής σύμπραξης που μπορεί να προσφέρει στο Δικαστήριο και τη διαδικασία, είναι υπόλογος μέσω δικαστικών οδηγιών να καταστεί όχημα μεταφοράς των οδηγιών στον διάδικο πελάτη του με ενδεχόμενη τη σύλληψη του τελευταίου, αν δεν εμφανιστεί.

 9. Το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να εξετάσει τη νομική υποχρέωση του αιτητή να εμφανισθεί στη διαδικασία υπό το φως των γεγονότων που προηγήθηκαν. Η μη έκδοση εντάλματος σύλληψης του αιτητή στις 6.5.2011, τόσο διότι ούτε ο τότε δικηγόρος της εταιρείας το ζήτησε, όσο και διότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε μη επιβεβλημένη την έκδοση εντάλματος σύλληψης, αλλά άφησε τα πράγματα ως είπε στην υπό κρίση απόφαση ημερ. 1.2.2012, « σε [*261]λύσεις πιο “ήπιας” μορφής », καθιστούσε επιβεβλημένη την εκ νέου επίδοση της αιτήσεως ή γνωστοποίηση της νέας ημερομηνίας ορισμού της υπόθεσης, εφόσον η αίτηση παρακοής αναβλήθηκε στην απουσία του αιτητή.

10.  Ο αιτητής εδικαιούτο να ειδοποιηθεί προσωπικώς και διά της νομίμου δικαστικής οδού μετά από σχετική διαδικασία και αίτηση της εταιρείας και όχι διά αντιπροσώπου-δικηγόρου.

11.  Η εμμονή εκ μέρους του αιτητή για  την τήρηση της ορθής διαδικασίας και μη υπέρβαση δικαιοδοσίας κατά την εξέταση της αίτησης παρακοής εναντίον του, ήταν  δικαιωματική και δεν μπορούσε να εξισούται με κατάχρηση ή κακή πίστη.

12.  Η σύμφυτη εξουσία του Δικαστηρίου, (στην οποία εν πάση περιπτώσει δεν κατέφυγε το πρωτόδικο Δικαστήριο για την έκδοση των επίδικων οδηγιών) και την οποία επικαλέστηκε ο συνήγορος της εταιρείας, αποτελεί μεν χρήσιμο εργαλείο στο οπλοστάσιο του Δικαστηρίου, πηγάζουσα εκ της φύσεως της δικαστικής λειτουργίας, δεν αποτελεί όμως πηγή αδιάκριτης εξουσίας ώστε να ενδύονται με δικαστικό μανδύα δικαστικές ενέργειες που είναι έξω από τις θεσμοθετημένες πρόνοιες.

13.  Υπό το φως των ανωτέρω, εκρίθη ορθό να εκδοθεί ένταλμα τύπου certiorari με το οποίο ακυρώθηκαν οι επίδικες οδηγίες προς τους δικηγόρους του αιτητή.

Διαταγή ως ανωτέρω, με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Cyllenius Holdings Ltd κ.ά. (Αρ. 1) (2007) 1 Α.Α.Δ. 1097,

Γερολέμου κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 491,

Γεωργιάδη (Αρ. 2) (2002) 1 Α.Α.Δ. 1428,

Ευθυμίου (1990) 1 Α.Α.Δ. 1,

Αρκτίνος Λτδ κ.ά. (2006) 1 Α.Α.Δ. 1013,

Demstar Ltd v. Zim Israel Navigation Co Ltd (1996) 1 Α.Α.Δ. 597,

R. v. Kensington Commissioners ex p. Polignac [1917] 1 K.B. 486,

[*262]Rybolovlev v. Rybolovleva (2010) 1(Α) Α.Α.Δ. 82,

Γιάγκου (Αρ. 1) (1998) 1 Α.Α.Δ. 1265,

Ευαγγέλου (2008) 1 Α.Α.Δ. 648,

Χαραλάμπους (2006) 1 Α.Α.Δ. 1286,

Γεωργιάδης (1992) 1 Α.Α.Δ. 298,

Θεοδούλου (Αρ. 2) (1990) 1 Α.Α.Δ. 756,

Δημητρίου (1990) 1 Α.Α.Δ. 256,

Rex v. Groom, Gobbold ex parte [1901] 2 K.B. 157,

Re Pritchard (deceased) [1963] 1 All E.R. 873,

Re Χαραλάμπους κ.ά. (Αρ. 2) (1994) 1 Α.Α.Δ. 828,

Re Marewave Shipping & Trading Company Ltd (1992) 1 C.L.R. 116,

Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 3) (1993) 1 Α.Α.Δ. 442,

Eleftheriades v. Mavrellis (1985) 1 Α.Α.Δ. 436,

Fournaris a.o. v. Republic (1978) 2 C.L.R. 28,

Phonographic Performance Ltd v. Inch [2002] All E.R. (D) 253 (May),

Lexi Holdings Plc v. Luqman a.o. [2009] All E.R. (D) 217 (Mar),

Zakcharov a.o. v. White a.o. [2003] All E.R. (D) 453 (Oct),

Goldsmith v. Goldsmith [2006] EWCA Civ 1670,

In re Bramblevale Ltd [1970] Ch. 128,

Krashias Shoe Factory v. Adidas (1989) 1 Α.Α.Δ. 750,

Χριστοδούλου ν. Χριστοδούλου (2003) 1 Α.Α.Δ. 1085,

Μιχαηλίδης ν. Poliakova (2011) 1 Α.Α.Δ. 356,

[*263]Chiltern DC v. Keane [1985] 1 W.L.R. 619,

Κωνσταντινίδη (2003) 1 Α.Α.Δ. 1298,

Eλεγκτική Υπηρεσία Συνεργατικών Εταιρειών ν. Παπαγεωργίου  (2000) 3 Α.Α.Δ. 151.

Εμπεδοκλή (Αρ. 3) (2009) 1 Α.Α.Δ. 529.

Αίτηση.

Γ. Τριανταφυλλίδης με Ν. Παρτασίδου (κα) και Χρ. Κότσαπα (κα), για τον Αιτητή.

Λ. Παπαφιλίππου με Δρ. Κ. Χρυσοστομίδη, Γ. Χριστοδούλου, Β. Παπαγιάννη (κα), Μ. Μενελάου και Η. Αγγέλοβα (κα), για την Καθ’ ης η αίτηση εταιρεία.

Cur. adv vult.

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Χορηγήθηκε στις 14.2.2012, μετά την καταχώρηση την προηγούμενη ημέρα σχετικής αιτήσεως, άδεια για την καταχώρηση αίτησης στο Ανώτατο Δικαστήριο για την έκδοση εντάλματος certiorari για ακύρωση των οδηγιών που είχαν εκδοθεί από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού την 1.2.2012 προς τους δικηγόρους του αιτητή, με τις οποίες αυτοί θα έπρεπε να ενημερώσουν τον αιτητή, για τη νέα ημερομηνία εκδίκασης σχετικής εναντίον του αίτησης παρακοής, ώστε να γνωρίζει με σαφήνεια την ημερομηνία της ακρόασης, τη φύση της υπόθεσης και κατά τρόπο ώστε να διασφαλιστεί η παρουσία του στο Δικαστήριο.

Κατεχωρήθη, επομένως, στη βάση της πιο πάνω άδειας η παρούσα αίτηση διά κλήσεως ημερ. 20.2.2012, με την οποία επιδιώκεται η ακύρωση των πιο πάνω οδηγιών. Στην απόφαση του Δικαστηρίου ημερ. 14.2.2012, με την οποία χορηγήθηκε η άδεια, έχουν καταγραφεί επαρκώς τα δεδομένα που οδήγησαν στην καταχώρηση της Πολιτικής Αίτησης αρ. 10/2012 για τη χορήγηση της άδειας και δεν χρειάζεται οποιαδήποτε επανάληψη τους. Η ουσία της διαφοράς που προέκυψε εστιάζεται στη δυνατότητα του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού να εκδώσει οδηγίες προς τους δικηγόρους του αιτητή, κατά τον τρόπο που αυτές οι οδηγίες διατυπώθηκαν, ώστε σε περίπτωση μη εμφάνισης του στις 6.3.2012, να αποτελεί ορατό ενδεχόμενο, η εκ μέρους του Δικαστηρίου έκδοση εντάλματος σύλληψης εναντίον του, τύπου bench warrant.

[*264]Στην καταχωρηθείσα ένσταση από πλευράς της IKOS CIF Ltd, εταιρεία που είναι ενάγουσα στην υπ’ αρ. 5467/2009 αγωγή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, (εφεξής «η εταιρεία»), και η  οποία σε κάποιο στάδιο υπέβαλε αιτήσεις για παρακοή του εξασφαλισθέντος προσωρινού διατάγματος, όπως αυτό εξ συμφώνου οριστικοποιήθηκε εναντίον του αιτητή, ηγέρθησαν 19 διαφορετικές ενστάσεις αρκετές εκ των οποίων αφορούν τον τύπο της διαδικασίας, την ορθότητα της, καθώς και την εγκυρότητα τόσο του τίτλου, όσο και της βάσης της αίτησης. Μεταξύ άλλων είναι και η εισήγηση της εταιρείας ότι η κα Νάταλη Παρτασίδου, η οποία ορκίστηκε τη σχετική ένορκη δήλωση, υποστηρικτική της αίτησης για άδεια αρ. 10/2012, δεν απεκάλυψε όλα τα σχετικά ουσιώδη γεγονότα. Παρόλο που το θέμα αυτό καταγράφεται στην ένσταση στην  παρ. 14, εν τούτοις θα πρέπει να εξεταστεί κατά προτεραιότητα.  Εστιάζει λοιπόν την προσοχή της η εταιρεία κυρίως στο ότι η ενόρκως δηλούσα δεν παρουσίασε το πρακτικό ημερ. 6.5.2011 της Προέδρου του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, από όπου φαίνεται ότι το Δικαστήριο είχε δώσει οδηγίες στους δικηγόρους του αιτητή να τον ενημερώσουν για τη νέα ημερομηνία, ότι το Δικαστήριο έδωσε πράγματι τέτοιες οδηγίες, ότι κατά την εν λόγω ημερομηνία οι δικηγόροι του αιτητή όντως ανέλαβαν υποχρέωση να ειδοποιήσουν τον πελάτη τους, ότι στις 22.1.2012 οι δικηγόροι της εταιρείας δεν ζήτησαν από το Δικαστήριο την έκδοση οδηγιών και ότι δεν απεκαλύφθη η σχετική προκαταληκτική παράγραφος στη  σελίδα 4 της απόφασης της Προέδρου, αναφορικά με το σχολιασμό των θέσεων του κ. Τριανταφυλλίδη, σε συνάρτηση με την αναγκαιότητα ή το προαπαιτούμενο της επίδοσης μαρτυρικής κλήσης στον αιτητή ως προϋπόθεση για ενδεχόμενη έκδοση εντάλματος σύλληψης.

Κατ’ αρχάς, θα μπορούσε να διατυπωθεί ερώτημα κατά πόσον χωρεί τώρα αμφισβήτηση αναφορικά με τα δεδομένα που υποστήριξαν την αίτηση για χορήγηση της άδειας. Η άδεια δίδεται με σκοπό την καταχώρηση της αίτησης για έκδοση προσωρινού εντάλματος και εκείνο που ελέγχεται είναι πλέον η ορθότητα του τύπου και της ουσίας της επιδιωκόμενης θεραπείας επί της ίδιας της αίτησης.  Δεν υπάρχει αντιστοιχία με τα προσωρινά διατάγματα στο Επαρχιακό Δικαστήριο, όπου το διάταγμα εκδίδεται προσωρινώς, η αίτηση εκείνη με το συνακόλουθο διάταγμα επιδίδεται στην άλλη πλευρά και καταχωρείται ένσταση προς ακύρωση του διατάγματος, το οποίο είτε οριστικοποιείται ως εκδόθηκε, είτε διαφοροποιείται, ή ακυρώνεται. Παρόλο που υπάρχει νομολογία που συνδέει τα δύο στάδια, (αίτηση για άδεια και αίτηση προς έκδοση του προνομιακού εντάλματος – Αναφορικά με τη Cyllenius Holdings Ltd κ.ά. (αρ. 1) (2007) 1 Α.Α.Δ. 1097, Γιάννης Γερολέμου κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 491), [*265]εντούτοις δεν είναι αποσαφηνισμένο το όλο θέμα, υπό το φως και της Αναφορικά με την Αίτηση του Δώρου Γεωργιάδη (Αρ. 2) (2002) 1 Α.Α.Δ. 1428 και των εκεί αναφερόμενων αυθεντιών. Προκύπτει όμως σαφώς από τη νομολογία που θα αναφερθεί και κατωτέρω, ότι η αίτηση για έκδοση προνομιακού εντάλματος δεν μπορεί να βασίζεται σε λόγους άλλους από αυτούς που προσδιορίστηκαν στην αίτηση για άδεια. Δεν χρειάζεται όμως περαιτέρω ενασχόληση με το θέμα διότι όσα η εταιρεία εγείρει ως ενστάσεις σε σχέση με την αίτηση αρ. 10/2012 για άδεια, ισχύουν και για την παρούσα αίτηση.

Εν πάση περιπτώσει όλα τα πιο πάνω θεωρούμενα από την εταιρεία ως μη αποκαλυφθέντα, ελέγχονται ως λανθασμένα. Όντως στην αίτηση υπ’ αρ. 10/2012 δεν παρουσιάστηκε αυτούσιο το πρακτικό ημερ. 6.5.2011, αλλά το ουσιώδες μέρος του πρακτικού αναπαρήχθηκε στο πρακτικό ημερ. 15.11.2011 που τήρησε η Πρόεδρος και το οποίο πρακτικό κατατέθηκε ως Τεκμήριο 5 στην εν λόγω ένορκη δήλωση της κας Παρτασίδου. Στο εν λόγω πρακτικό ημερ. 15.11.2011, η Πρόεδρος αφού συνόψισε τις αιτήσεις που βρίσκονταν ενώπιον της στις 6.5.2011, κατέγραψε verbatim τα υπό του Δικαστηρίου λεχθέντα στις 6.5.2011 όπου ρητώς φαίνεται ότι οι δικηγόροι του αιτητή ανέλαβαν να τον ειδοποιήσουν για τη νέα ημερομηνία, ότι καταγράφηκε ότι ο αιτητής θα πρέπει να ενημερωθεί από τους δικηγόρους του για τη νέα αυτή ημερομηνία και ότι υπό το φως αυτών των δεδομένων περιλαμβανομένου και του γεγονότος ότι η πλευρά της εταιρείας δεν ζήτησε την έκδοση εντάλματος σύλληψης, ούτε το Δικαστήριο θα προχωρούσε αυτεπάγγελτα στην έκδοση τέτοιου διατάγματος. Τα δεδομένα αυτά αναφέρθηκαν πλήρως και στην παρ. 6 της ένορκης δήλωσης της Νάταλης Παρτασίδου στην οποία επίσης, σ’ αντίθεση με τον ισχυρισμό της εταιρείας, ορθώς επισυνάφθη και πιστόν αντίγραφο δεόντως κεκυρωμένο της επίδικης απόφασης ημερ. 1.2.2012. Ο κ. Χριστοδούλου, αγορεύοντας εκ μέρους της εταιρείας στο σημείο της απόκρυψης, τόνισε την επιτακτική αναγκαιότητα εκ μέρους του αιτητή, μέσω της ένορκης δήλωσης Ν. Παρτασίδου, να επέσυρε ειδικά την προσοχή του Δικαστηρίου στην ύπαρξη του πρακτικού ημερ. 6.5.2011, το οποίο και όφειλε να επισυνάψει, σημειώνοντας μάλιστα ιδιαιτέρως το σχετικό μέρος όπου φαίνεται ότι οι δικηγόροι του αιτητή ανέλαβαν να τον ενημερώσουν για την νέα ημερομηνία εμφάνισης, ώστε το Δικαστήριο να το εντοπίσει ειδικά και όχι να αφήνεται να το ανακαλύψει από μόνο του μέσα στον όγκο των εγγράφων.

Δεν είναι έτσι όμως τα πράγματα. Το Δικαστήριο δεν παρεπλα[*266]νήθη, ούτε θεωρεί ότι δεν απεκαλύφθη οτιδήποτε και μάλιστα ουσιώδες. Σαφώς η υποχρέωση κατά την παρουσίαση αίτησης για χορήγηση άδειας για καταχώρηση προνομιακού εντάλματος πρέπει να είναι πλήρης και να αποκαλύπτει όλα τα ουσιώδη, (Αναφορικά με την Αίτηση του Πανίκου Ευθυμίου για certiorari (1990) 1 Α.Α.Δ. 1 και Αναφορικά με την Αίτηση της εταιρείας Εκδόσεις Αρκτίνος Λτδ κ.ά. (2006) 1 Α.Α.Δ. 1013). Όπως ήδη καταγράφηκε πριν, η αίτηση για άδεια και η υποστηρικτική ένορκη δήλωση της Ν. Παρτασίδου ήταν καθόλα άμεμπτη και σ’ αυτή επισφυνάφθηκαν όλα τα αναγκαία έγγραφα. Ούτε η υπόθεση Demstar Ltd v. Zim Israel Navigation Co Ltd (1996) 1 Α.Α.Δ. 597, τυγχάνει εδώ εφαρμογής. Δεν είναι βάσιμη η θέση ότι ο αιτητής όφειλε να παρουσιάσει αυτούσιο το ίδιο το πρακτικό ημερ. 6.5.2011 και ότι δεν ήταν αρκετό να παρουσιαστεί το πρακτικό ημερ. 15.11.2011, όπου μνημονευόταν το πρακτικό ημερ. 6.5.2011. Εάν το πρακτικό ημερ. 15.11.2011 δεν περιείχε όλα τα ουσιώδη μέρη του πρακτικού που τηρήθηκε στις 6.5.2011, πιθανόν να εντοπιζόταν πρόβλημα.  Όμως, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Το πρακτικό της 15.6.2011 περιέχει με πληρότητα ό,τι ουσιώδες χρειαζόταν να αποκαλυφθεί για σκοπούς της αίτησης και αυτό επιβεβαιώνεται και από το πρακτικό ημερ. 6.5.2011, το οποίο η εταιρεία επισύναψε αυτούσιο στην ένσταση της, όπου και δεν περιέχεται οτιδήποτε άλλο συναφές.  Δεν διακρίνεται καμία προσπάθεια ή απόπειρα απόκρυψης ή παραπλάνησης του Δικαστηρίου και ο αιτητής θεωρείται ότι ενήργησε uberrima fides σύμφωνα με το καθήκον που έχει κατά το στάδιο εισαγωγής της αίτησης για άδεια, (The Supreme Court Practice (1970) σελ. 728, παρ. 53/1/7 και R. v. Kensington Commissioners ex p. Polignac [1917] 1 K.B. 486).

Όσον αφορά την κατ’ ισχυρισμό απόκρυψη του γεγονότος ότι οι δικηγόροι της εταιρείας δεν ζήτησαν από το Δικαστήριο στις 22.1.2012 την έκδοση οδηγιών, και πάλι η παρ. 8 της ένορκης δήλωσης της Ν. Παρτασίδου στην Αίτηση αρ. 10/2012, σαφώς αναφέρεται στο ότι τέτοιες οδηγίες ζητήθηκαν να δοθούν από το δικηγόρο της εταιρείας και κλήθηκε προς τούτο το Δικαστήριο να πράξει αναλόγως. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο ανέβαλε την υπόθεση για την 1.2.2012 όταν εκδόθηκαν οι επίμαχες οδηγίες ώστε να τοποθετηθούν αναλόγως οι δικηγόροι του αιτητή. Στην ένσταση που καταχωρήθηκε από την εταιρεία στην υπό κρίση αίτηση, επισυνάφθηκε στην υποστηρικτική εκ μέρους της εταιρείας ένορκη δήλωση του Γιώργου Κωνσταντινίδη, η αγόρευση του κ. Παπαφιλίππου ενώπιον της Προέδρου, ως Τεκμ. Β. Εκεί ακριβώς, καταληκτικά ο συνήγορος έλαβε τη θέση ότι το Δικαστήριο είχε την εξουσία να ζητήσει από το δικηγόρο του αιτητή να ειδοποιήσει τον πελάτη του [*267]να είναι παρών και περαιτέρω λέχθηκε ότι:

«Σε περίπτωση που στην επόμενη δικάσιμο ο καθ’ ου η αίτηση δεν εμφανισθεί τότε θα έχετε τη δυνατότητα να εκδώσετε bench warrant για τη σύλληψη του καθ’ ου η αίτηση.».

Η δε απόφαση του Δικαστηρίου ημερ. 1.2.2012, παρουσιάσθηκε αυτούσια ως Τεκμήριο 8 στην ένορκη δήλωση της Ν. Παρτασίδου, όπου είναι βέβαια καταγραμμένη και η παράγραφος που ο κ. Παπαφιλίππου εισηγείται ότι δεν απεκαλύφθη. Επομένως και αυτή αποτελούσε μέρος του υλικού που ο αιτητής καθηκόντως έθεσε ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στα πλαίσια της προώθησης της αίτησης του για εξασφάλιση άδειας.

Άλλο ζήτημα που εγείρεται  είναι ότι η ένορκη δήλωση της κας Παρτασίδου ήταν ανεπαρκής, άτυπη και παράτυπη, διότι η ίδια δεν είχε επαρκή γνώση των γεγονότων, δεν απεκάλυπτε την πηγή της πληροφόρησης της και δεν έδωσε ικανοποιητικό ή επαρκή λόγο γιατί ο ίδιος ο αιτητής δεν προέβηκε στην ένορκη δήλωση. Αναδρομή όμως στη σχετική ένορκη δήλωση της               Ν. Παρτασίδου, αποκαλύπτει αμέσως από την πρώτη παράγραφο ότι καταγράφηκαν τα εξής: ότι αυτή γνωρίζει τα γεγονότα προσωπικά, ότι έλαβε νομική συμβουλή από το δικηγόρο Γεώργιο Τριανταφυλλίδη, και ότι ο αιτητής δεν προέβηκε σε ένορκη δήλωση, διότι αφενός βρισκόταν στο Μονακό και αδυνατούσε να ταξιδέψει στην Κύπρο σε εκείνο το στάδιο και αφετέρου τα επίδικα θέματα που εγείρονταν προς συζήτηση για χορήγηση άδειας ήταν αμιγώς νομικής φύσης. Ακριβώς η απόφαση στην Dmitry Rybolovlev v. Elena Rybolovleva (2010) 1 Α.Α.Δ. 82, υποστηρίζει την αντίθετη θέση από αυτή που προβάλλει η εταιρεία. Όπως και εκεί, έτσι και εδώ, η διαμονή του αιτητή στο εξωτερικό, το επείγον του θέματος και η απουσία του για να ορκιστεί για ένα ουσιαστικά νομικό ζήτημα, παρείχαν επαρκέστατες εξηγήσεις ως προς το λόγο που η ένορκη δήλωση έγινε από δικηγόρο και όχι από τον ίδιο.

Παραπονείται επίσης η εταιρεία ότι δεν χρησιμοποιήθηκε ο ορθός τύπος αίτησης ή ότι ο τίτλος αυτής ήταν λανθασμένος και ότι δεν στηρίχθηκε σε ορθή νομική βάση εφόσον δεν καταγράφηκαν η Δ.42Α των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και το Άρθρο 49 του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 14/60. Ούτε αυτή η θέση είναι ορθή, εφόσον η αίτηση για χορήγηση άδειας βασίστηκε στις ορθές ουσιαστικές και δικονομικές πρόνοιες για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων, ήτοι στο Άρθρο 155.4 του Συντάγματος, [*268]στα Άρθρα 3 και 9 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου αρ. 33/1964, στο Άρθρο 30 του Συντάγματος και στους αντίστοιχους Αγγλικούς Κανόνες και Θεσμούς Order 53 rr 1-4, αντίστοιχο με το παλαιό Order 59 rr 3-8. Όπως είναι γνωστό, σε αίτημα προνομιακού εντάλματος ακολουθείται ένας ορισμένος τύπος όπως αυτός αναφέρεται και καθορίζεται στο σύγγραμμα του Πέτρου Αρτέμη: «Προνομιακά Εντάλματα» σελ. 267-268. Εφόσον στην Κύπρο δεν έχουν εκδοθεί σχετικοί διαδικαστικοί κανονισμοί που να διέπουν τα θέματα της καταχώρησης και της διαδικασίας υποβολής προνομιακών ενταλμάτων εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι τότε αντίστοιχοι Αγγλικοί Θεσμοί του Order 53 rr 1-14 (δέστε Xαρ. Γιάγκου (Αρ. 1) (1998) 1 Α.Α.Δ. 1265, Αναφορικά με την Αίτηση του Νίκου Ευαγγέλου για certiorari (2008) 1 Α.Α.Δ. 648 και Αίτηση της Άντρης Χαραλάμπους για certiorari (2006) 1 Α.Α.Δ. 1286).

Ορθά ο αιτητής συγκεκριμενοποίησε βεβαίως τους λόγους για τους οποίους επεδίωξε την άδεια και τώρα την έκδοση του εντάλματος certiorari και αυτό αποτελεί, επί ποινή ακυρότητας, ουσιαστική προϋπόθεση έκδοση προνομιακού εντάλματος  (Λεύκος Γεωργιάδης (1992) 1 Α.Α.Δ. 298 και Αίτηση Σταυρή Θεοδούλου (Αρ. 2) (1990) 1 Α.Α.Δ. 756). Οι λόγοι εστίαζαν το ζήτημα στη δυνατότητα του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού να εκδώσει τις οδηγίες που εξέδωσε προς τους συνηγόρους του αιτητή, ο οποίος και ισχυριζόταν συναφώς με την αίτηση για άδεια, υπέρβαση δικαιοδοσίας. Αυτές τούτες οι οδηγίες ήταν και παραμένουν το αντικείμενο προς εξέταση. Στο Supreme Court Practice (1970) σελ. 724, παρ. 53/1, όπου καταγράφεται το Order 53 και εξηγείται η διαδικασία, αναφέρεται στο r 2, ότι:

«An application for such leave must be made ex parte to a Divisional Court of the Queen´s Bench Division ..... and must be supported by a statement setting out the name and description of the applicant, the relief sought and the grounds on which it is sought and by affidavits ..... verifying the facts relied on.»

Δεν διαφαίνεται να είναι επιτακτική η ανάγκη καταγραφής κάποιου νόμου ή κανονισμού και αυτό προφανώς σχετίζεται με την προβολή, διά της αιτήσεως για άδεια, της εν γένει υπέρβασης δικαιοδοσίας από το κατώτερο Δικαστήριο σε μια πλειάδα περιπτώσεων. Εκείνο που διαπιστώνει το Ανώτατο Δικαστήριο είναι αυτή την υπέρβαση δικαιοδοσίας διά των λόγων που προωθούνται και υποστηρίζουν την αίτηση. Επομένως η αναφορά [*269]στο Άρθρο 155.4 του Συντάγματος και τους Αγγλικούς Θεσμούς αποτελεί από μόνη της επαρκή αιτιολογική βάση για την επίκληση της δικαιοδοτικής εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Στην υπόθεση Λαυρέντη Δημητρίου για certiorari (1990) 1 Α.Α.Δ. 256, αναφέρθηκε ότι οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας δεν ισχύουν στην άσκηση της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου για την έκδοση προνομιακών ενταλμάτων και ότι:

«…. Επειδή οι αιτήσεις συζητήθηκαν και στη διάρκεια της διαδικασίας αναφέρθηκε το νομικό στήριγμα των αιτήσεων αυτών, θεωρώ ότι η παράλειψη δεν αποτελεί εμπόδιο στην προώθηση των αιτήσεων, παρόλο ότι είναι επιθυμητό και πρέπει να παρατίθεται τουλάχιστο το Άρθρο 155.4 του Συντάγματος.»

Στον τύπο που αναφέρεται στις σελ. 267-268 του συγγράμματος του Πέτρου Αρτέμη: Προνομιακά Εντάλματα, προστίθεται και αναφορά σε νόμο ή κανονισμό. Ακόμη και αν ήθελε θεωρηθεί ότι ορθότερο θα ήταν να καταγράφονταν το Άρθρο 49 και η Δ.42Α, προς ακριβέστερο νομικό προσδιορισμό, αναμφίβολα η αίτηση, ως έχει, δεν πάσχει καθ’ οιονδήποτε τρόπο. Η ουσία εδώ δεν είναι η εφαρμογή είτε του Άρθρου 49, είτε της Δ.42Α, αλλά η ορθότητα των δοθέντων οδηγιών. Η εταιρεία άλλωστε ισχυρίζεται προς εξουδετέρωση της θέσης της περί ακυρότητας, ότι δεν είχε ζητήσει και δεν εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης ώστε να ενεργοποιούνται οι πρόνοιες των ανωτέρω. Οι οδηγίες προηγούνται της εφαρμογής τους και επικουρικά προς ισχυροποίηση της θέσης του είναι που ο αιτητής προέβη σε αναφορά στην αγόρευση του στο στάδιο της άδειας στα ανωτέρω.

Άλλωστε, ορθά επισυνάφθη και η αγόρευση του κ. Τριανταφυλλίδη ενώπιον της Προέδρου του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, στην οποία και έγινε επίκληση του Άρθρου 49. Η δε Δ.42Α είναι διαδικαστικής φύσεως και τυπικά και μόνο υπάρχει παράλειψη αναφοράς αυτής επί του σώματος της αιτήσεως υπ’ αρ. 10/2012, εφόσον εμφανώς ο κ. Τριανταφυλλίδης αναφέρθηκε στη διαδικασία της αιτήσεως παρακοής, σύμφωνα με τους Θεσμούς και τη νομολογία του Δικαστηρίου. Ουδεμία λοιπόν αντικανονικότητα διαπιστώνεται.

Λίγα λόγια και για τον τίτλο της αίτησης. Δεν εξειδικεύεται στην ένσταση τι ακριβώς εννοείτο με αυτό και δεν μπορεί να εξεταστεί εκ των υστέρων το διά της αγορεύσεως του κ. Παπαφιλίππου λεχθέν ότι η αίτηση πάσχει διότι αιτητής θα έπρεπε να ήταν ο δικηγόρος Γεώργιος Τριανταφυλλίδης, προς τον οποίο [*270]δόθηκαν οι οδηγίες και όχι ο αιτητής. Ο επακριβής προσδιορισμός του λόγου ένστασης ήταν αναγκαίος ώστε να γνώριζε ο αιτητής τι θα αντιμετώπιζε κατά την ακρόαση για να ήταν σε θέση να απαντήσει. Εν πάση περιπτώσει, η ένσταση αυτή είναι λανθασμένη εφόσον οι οδηγίες αφορούσαν τον ίδιο τον αιτητή, ο οποίος και ήταν ο τελικός αποδέκτης τους, ώστε να νομιμοποιείτο να υποβάλει αίτηση για certiorari ως έχων συμφέρον στο ζήτημα, (Rex v. Groom, Gobbold ex parte [1901] 2 K.B. 157 και Πέτρου Αρτέμη: Προνομιακά Εντάλματα σελ. 208, παρ. 4.91).  Ούτε θα ήταν δυνατή η θεώρηση ενός λανθασμένου ενδεχόμενου τίτλου, (που δεν είναι η περίπτωση), ως οδηγούσα σε ακυρότητα, εφόσον στα προνομιακά εντάλματα, παρατυπίες και αντικανονικότητες «…. δεν αποτελούν εμπόδιο στην άσκηση της μοναδικής αυτής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου (re Pritchard (deceased) [1963] 1 All E.R. 873» και Πέτρου Αρτέμη: Προνομιακά Εντάλματα, σελ. 209, παρ. 4.92).

Κατά παρόμοιο, αντίστοιχο και ισότιμο τρόπο, θα πρέπει να αντιμετωπιστεί και η προβληθείσα κατά τη διάρκεια της αγόρευσης του κ. Τριανταφυλλίδη θέση ως προς το παράτυπο και αντικανονικό της ίδιας της ένστασης που πρέπει, κατά συνέπεια, να παραγνωριστεί. Ο συνήγορος βάσισε τη θέση του στον τύπο που αναφέρεται στο σύγγραμμα The Encyclopaedia of Court Forms and Precedents Τόμος 10, σελ. 312 και 322 και τους Τύπους 67 και 85, όπου παρουσιάζεται ότι το μόνο αναγκαίο για τον ενιστάμενο είναι να καταχωρήσει σχετική ένορκη δήλωση. Όπως όμως έχει λεχθεί και προηγουμένως, ελλείψει διαδικαστικού κανονισμού εν Κύπρω, ακολουθούνται οι Αγγλικοί Θεσμοί, αλλά κατ’ αναλογία. Είτε χρησιμοποιείται απλώς μια ένορκη δήλωση, είτε χρησιμοποιείται ο τύπος ένστασης συνοδευόμενος από ένορκη δήλωση, η ουσία είναι να τεθούν ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου οι λόγοι για τους οποίους δεν θα πρέπει να εκδοθεί το προνομιακό ένταλμα. Αν θα ακολουθούνταν κατά γράμμα οι Αγγλικοί Θεσμοί, τότε ίσως θα έπρεπε να προέβαινε σε ένορκη δήλωση και η ίδια η Πρόεδρος κατά τον Τύπο 85 – πιο πάνω –, μια άκρως βεβαίως ανεπιθύμητη και αχρείαστη κατάσταση πραγμάτων. Άλλωστε, εδώ, όπως ορθά υπεδείχθη από το συνήγορο της εταιρείας, το Δικαστήριο στις 28.2.2012 έδωσε οδηγίες για καταχώρηση ένστασης, χωρίς να εκδηλωθεί οποιαδήποτε αντίθετη άποψη από το δικηγόρο του αιτητή.

Επί των υπολοίπων θεμάτων έχει ήδη καταγραφεί η σχετική νομολογία στο σκεπτικό ημερ. 14.2.2012, ως προς το πότε είναι [*271]δυνατή η έκδοση προνομιακού εντάλματος τύπου certiorari. Σαφώς είναι θεμελιωμένο, όπως είναι και η θέση του κ. Παπαφιλίππου, ότι η διαδικασία certiorari δεν στοχεύει στη ρύθμιση ή στην υπαγόρευση της ακολουθητέας διαδικασίας από ένα Επαρχιακό ή άλλο Ειδικό Δικαστήριο, ούτε ελέγχεται ο τρόπος με τον οποίο η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου πρέπει να ασκείται. Δεν εποπτεύεται η διαδικασία ή η πρακτική που ακολουθείται από το κατώτερο Δικαστήριο, με προνομιακό ένταλμα, (δέστε Re Χαραλάμπους κ.ά. (Αρ. 2) (1994) 1 Α.Α.Δ. 828, Re  Marewave Shipping & Trading Company Ltd (1992) 1 C.L.R. 116, 121 και Πέτρου Αρτέμη: «Προνομιακά Εντάλματα» σελ.  121, και 141-142, παρ. 4.48).

Υπάρχει όμως παρερμηνεία από πλευράς της εταιρείας στο ότι η παρούσα αίτηση για έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari επιδιώκει την επέμβαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας της Προέδρου του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού. Αυτό διότι οι οδηγίες που εξέδωσε η Πρόεδρος αποτελούν υπέρβαση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, ιδιαιτέρως διότι παρεκάμφθη στην ουσία, μέσω των οδηγιών αυτών, η ορθή πορεία διασφάλισης της παρουσίας προσώπου εναντίον του οποίου εκκρεμεί διαδικασία παρακοής ενώπιον Δικαστηρίου.

Εισηγείται ο κ. Παπαφιλίππου ότι το Δικαστήριο δεν αποφάσισε ότι θα εξέδιδε ένταλμα σύλληψης με την απόφαση του ημερ. 1.2.2012 και ούτε αποφάσισε ότι θα εξέδιδε τέτοιο ένταλμα σύλληψης κατά την επόμενη δικάσιμο. Αυτή η θέση είναι ορθή, αλλά έπεται αυτής της ίδιας της δυνατότητας του Δικαστηρίου να εκδώσει σε πρώτο στάδιο τις οδηγίες που εξέδωσε εφόσον ενεργώντας καθ’ υπέρβαση δικαιοδοσίας, οτιδήποτε άλλο μέλλετο να γινόταν, θα καλύπτετο από αυτή την υπέρβαση. Ο έλεγχος από το Ανώτατο Δικαστήριο αφορά ακριβώς τη διασφάλιση ότι ένα Δικαστήριο δεν θα υπερβεί τις εξουσίες του ώστε ενεργώντας στη συνέχεια στη βάση αυτών των διευρυμένων κατ’ ανεπίτρεπτο τρόπο εξουσιών, να προχωρήσει σε περαιτέρω ενέργειες. Εδώ έγκειται και το ουσιαστικό του ζητήματος. Η Πρόεδρος δεν ρύθμισε διαδικασία, αλλά επενέβη με τις οδηγίες που έδωσε στα δικαιώματα και υποχρεώσεις του αιτητή.  Προκαθόρισε μια πορεία καθ’ υπέρβαση δικαιοδοσίας, επηρεάζοντας τα δικαιώματα του αιτητή και εδώ είναι σχετική και η υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 3) (1993) 1 Α.Α.Δ. 442, στην οποία παρέπεμψε η εταιρεία, όπου λέχθηκε ότι, «Μόνο όπου θίγονται δικαιώματα ή υπάρχει κίνδυνος να θιγούν, παρέχεται δυ[*272]νατότητα έκδοσης των δύο προνομιακών ενταλμάτων», ενώ η υπόθεση Freddie A. Eleftheriades v. Christos Mavrellis (1985) 1 Α.Α.Δ. 436, στην οποία επίσης έγινε παραπομπή, αφορούσε όντως οδηγίες που το Δικαστήριο ηδύνατο να εκδώσει στα πλαίσια της Δ.30 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.

Η συναφής θέση του συνηγόρου της εταιρείας ότι η αίτηση για την έκδοση certiorari ήταν πρόωρη, επίσης δεν είναι ορθή διότι ο ίδιος, όπως κατεγράφη και προηγουμένως, με την αγόρευση του ενώπιον της Προέδρου του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού είχε αναφερθεί στη δυνατότητα το Δικαστήριο να εκδώσει bench warrant για τη σύλληψη του αιτητή σε περίπτωση που αυτός δεν εμφανιζόταν, παρά την προς τούτο ειδοποίηση εκ μέρους του συνηγόρου του. Όχι μόνο λοιπόν δεν ήταν πρόωρη η επιδίωξη χορήγησης άδειας, αλλά ήταν και ορατή η έκδοση τέτοιου εντάλματος σύλληψης από το Δικαστήριο, εφόσον από τις δηλώσεις του κ. Παπαφιλίππου ήταν ταυτόχρονα φανερό ότι θα ζητείτο από το Δικαστήριο η έκδοση τέτοιου εντάλματος από πλευράς της εταιρείας. Όπως λέχθηκε και στη Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 3), - πιο πάνω -, διαδικασία που προοιωνίζει το αποτέλεσμα και επηρεάζει τα δικαιώματα δικαδίκου, ελέγχεται με προνομιακό ένταλμα. Διαφορετικά δεν θα υπήρχε λόγος να προωθείται η όλη διαδικασία, με την εταιρεία και τους συνηγόρους της να επιμένουν ότι αυτή είναι ορθή με αναμενόμενη την έκδοση του εντάλματος σύλληψης. Το ζήτημα αυτό άλλωστε ήταν  σαφές από την αγόρευση του κ. Παπαφιλίππου ενώπιον της Προέδρου, εφόσον εισηγήθηκε ότι το Δικαστήριο έπρεπε καθηκόντως να διατάξει αυτεπαγγέλτως την παρουσία του καθ’ ου στο Δικαστήριο διά του τρόπου που εισηγήθηκε.

Δεν είναι βεβαίως ορθή η προωθηθείσα ένσταση ότι η εταιρεία διά του δικηγόρου της δεν ζήτησε καν την έκδοση οδηγιών.  Σαφώς και το ζήτησε. Δεν εισήγαγε προς τούτο σχετική αίτηση, αλλά προφορικά ζήτησε από το Δικαστήριο να ασκήσει την αυτεπάγγελτη εξουσία του για να εκδώσει τέτοιες οδηγίες, θέση που έγινε δεκτή. Μάλιστα, η Πρόεδρος στη σχετική απόφαση της χαρακτήρισε τη διαδικασία που ακολουθήθηκε «ανορθόδοξη», αν και «απόλυτα χρήσιμη» και τη συναφή «κίνηση» του κ. Παπαφιλίππου, «επωφελή και βοηθητική». Και ορθά ο κ. Τριανταφυλλίδης στην αγόρευση του επιχειρηματολόγησε ότι αν αφηνόταν να εκδοθεί στο τέλος της ημέρας bench warrant, τότε δεν θα είχε δικαίωμα να αμφισβητήσει την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να δώσει τις οδηγίες που έδωσε.

[*273]Και το ερώτημα που εν τέλει προκύπτει είναι: είχε δικαίωμα στα πλαίσια άσκησης της δικαιοδοσίας της ή ακόμη και ρύθμισης της διαδικασίας, η Πρόεδρος να εκδώσει προς τους δικηγόρους του αιτητή τις οδηγίες που εξέδωσε; Οι αυθεντίες που ο συνήγορος της εταιρείας παρέθεσε και ενώπιον της Προέδρου και ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δεν υποστηρίζουν τέτοια εξουσία. Στο επίκεντρο της διαφοράς δεν είναι βέβαια η ίδια η δυνατότητα έκδοσης «bench warrant», (φράση που όντως αναφέρθηκε στην Fournaris and another v. Republic (1978) 2 C.L.R. 28, αλλά χωρίς καμιά ανάλυση, ούτε και είχε τεθεί εκεί θέμα αμφισβήτησης των συνθηκών έκδοσης του εντάλματος σύλληψης). Το πρόβλημα εστιάζεται στη δυνατότητα ή και εξουσία εκδικάζοντος υπόθεση Δικαστηρίου να δίδει οδηγίες προς τους δικηγόρους διαδίκου υπό μορφή ενδιάμεσης απόφασης, επιτακτικής βεβαίως φύσεως, με ανάλογες ενδεχόμενες συνέπειες.  Και εδώ εντοπίζεται η διαφορά με την καταγραφή στο πρακτικό του Δικαστηρίου ημερ. 6.5.2011, επί λέξει: «Ο καθ’ ου να ενημερωθεί από τους δικηγόρους του για τη νέα ημερομηνία.». Προηγήθηκε βεβαίως δήλωση των δικηγόρων ότι ανελάμβαναν να τον ειδοποιήσουν σχετικώς. Το τι έγινε στη συνέχεια, στην επόμενη δηλαδή εμφάνιση, δεν ενδιαφέρει για τους σκοπούς της παρούσας διαδικασίας και ούτε αποτέλεσε μέρος του ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου τεθέντος υλικού, είτε από τον αιτητή, είτε από την εταιρεία.

Η πρακτική που ακολουθείται και είναι γνωστή στα Δικαστήρια της Κύπρου, αφορά την ενίοτε εθελοντική ανάληψη, όχι υπό μορφή υποχρέωσης, αλλά υπό τύπο υποβοήθησης της όλης διαδικασίας, ειδοποίησης του διαδίκου από το δικηγόρο του προς εμφάνιση του ενώπιον του Δικαστηρίου όταν εκκρεμεί εναντίον του αίτηση μορφής και φύσεως για την οποία είναι υπόχρεος ο διάδικος να είναι προσωπικά παρών. Είτε για να αποφευχθεί η έκδοση εντάλματος σύλληψης, είτε για να μη χρειαστεί η επανάληψη της επίδοσης της αιτήσεως παρακοής ή άλλης, ο δικηγόρος, ιδιαιτέρως όταν ο διάδικος-πελάτης του είναι στην Κύπρο, άρα εύκολα προσβάσιμος,  και φρονεί ότι με τη δική του παρέμβαση προς αυτόν θα εξασφαλιστεί η παρουσίαση του, αναλαμβάνει αυτό το ρόλο. Όχι θεσμικά και ούτε ως αποτέλεσμα διαταγής από το Δικαστήριο. Καμιά πρόνοια στους περί Δεοντολογίας των Δικηγόρων Κανονισμούς του 2002, τους οποίους επικαλείται ο κ. Παπαφιλίππου, δεν τεκμηριώνουν τη θέση του ότι ο δικηγόρος πέραν της εθελοντικής σύμπραξης που μπορεί να προσφέρει στο Δικαστήριο και τη διαδικασία, είναι υπόλογος μέσω δικαστικών οδηγιών να καταστεί όχημα μετα[*274]φοράς των οδηγιών στον διάδικο πελάτη του με ενδεχόμενη τη σύλληψη του τελευταίου, αν δεν εμφανιστεί.

Ο Καν. 20(2), που αναφέρεται στην αγόρευση του συνηγόρου και που εμπίπτει στο κεφάλαιο «Σχέσεις με τους πελάτες» και αφορά την εκ μέρους του δικηγόρου ενημέρωση του πελάτη του για την εξέλιξη της υπόθεσης που έχει αναλάβει, ουσιαστικά παραπέμπει στην επαγγελματική σχέση δικηγόρου-πελάτη και όχι στη σχέση Δικαστηρίου-δικηγόρου. Η ενημέρωση του πελάτη για την εξέλιξη της όλης διαφοράς επί Δικαστηρίω, αποτελεί αυτονόητη, ορθή, επαγγελματική άσκηση εκ μέρους ενός δικηγόρου.  Δεν έχει σχέση με όσα εδώ η Πρόεδρος θεώρησε ότι είχε εξουσία να εκδώσει υπό τύπον οδηγιών. Άλλωστε, στην ανάλυση που γίνεται επί του Καν. 20(2) στο σύγγραμμα του Τάκη Ηλιάδη: Δικηγορική Δεοντολογία, σελ. 100-101, ουδέν σχετικό, όπως το κατανοεί και το προωθεί ο συνήγορος της εταιρείας, αναφέρεται.  Αντίθετα, το ζήτημα εξαντλείται, και ορθά, στην καθιέρωση της μη ενημέρωσης, ως πειθαρχικού παραπτώματος.

Μάλιστα τέτοιες οδηγίες φέρνουν σε επαγγελματική αμηχανία το δικηγόρο, ο οποίος έχει καθήκοντα, σύμφωνα με τη δεοντολογία, και προς το Δικαστήριο και προς τον πελάτη του. Ούτε ο δικηγόρος είναι πλέον μετά την τροποποίηση του Άρθρου 15 του περί Δικηγόρων Νόμου, Κεφ. 2, με το Νόμο αρ. 40/75, λειτουργός του Δικαστηρίου. Είναι λειτουργός της δικαιοσύνης. (Τάκη Ηλιάδη: Δικηγορική Δεοντολογία, σελ. 269). Και η διαφορά είναι εμφανής. Ο δικηγόρος επιφορτισμένος με απόφαση του Δικαστηρίου πιθανόν να αντιμετωπίσει ο ίδιος πειθαρχική δίωξη ή και να αμφισβητηθεί η συμμόρφωση του με τις οδηγίες σε περίπτωση που δεν παρουσιαστεί ο πελάτης του. Ιδιαίτερα εδώ όπου οι οδηγίες που δόθηκαν περιέχουν αντίφαση όπως εξηγήθηκε στο σκεπτικό της απόφασης ημερ. 14.2.2012, όταν χορηγήθηκε η άδεια.

Ούτε οι υποθέσεις Phonographic Performance Ltd v. Inch [2002] All E.R. (D) 253 (May), Lexi Holdings Plc v. Luqman and others [2009] All E.R. (D) 217 (Mar), στις οποίες παρέπεμψε ο κ. Παπαφιλίππου στην αγόρευση του ενώπιον της Προέδρου και στις οποίες ανεφέρθη η Πρόεδρος, καθώς και η πρόσθετη αυθεντία στην αγόρευση του συνηγόρου, η Zakcharov and others v. White and others [2003] All E.R. (D) 453 (Oct), σχετίζονται με τη δυνατότητα του Δικαστηρίου να εκδώσει δικαστικές οδηγίες προς δικηγόρο για να εξασφαλιστεί η παρουσία του διαδίκου στη δίκη. Εντοπίζεται ανεπίτρεπτα σύμπλεξη [*275]δύο καταστάσεων ή φάσεων που οδήγησαν στις υπό κρίση οδηγίες της Προέδρου. Άλλο είναι η δυνατότητα έκδοσης bench warrant που στόχο έχει τη διασφάλιση της παρουσίας του αναγκαίου, αναλόγως της περιπτώσεως, διαδίκου ενώπιον του Δικαστηρίου και άλλο ο διαδικαστικός τρόπος που οδηγεί στην έκδοση τέτοιου bench warrant. Τίποτε το επιλήψιμο δεν υπάρχει εφόσον ακολουθηθεί η ορθή διαδικασία, να εκδοθεί bench warrant. Οι αυθεντίες όμως που έχουν ανωτέρω παρατεθεί δεν αφορούσαν έκδοση οδηγιών σε δικηγόρο για να τεθεί θέμα μετέπειτα έκδοσης bench warrant.

Οι αυθεντίες αυτές δείχνουν ότι στα πλαίσια της διασφάλισης δίκαιης αντιμετώπισης του υποκείμενου σε ενδεχόμενες κυρώσεις διαδίκου που αντιμετωπίζει αίτηση παρακοής, απείθειας δηλαδή σε δικαστική απόφαση ή διάταγμα, και υπό το φως της νομολογίας ότι η αστική παρακοή είναι οιονεί ποινικής φύσεως, είναι απαραίτητη η παρουσία του διαδίκου. Τόσο για να ακουστεί επί της ουσίας της αιτήσεως παρακοής, την οποία βεβαίως δύναται να αμφισβητήσει, όσο και για να προβάλει τις θέσεις του, σε περίπτωση ενοχής, ως προς την ενδεχόμενη ποινή, συχνά στερητική της ελευθερίας του, (Goldsmith n. Goldsmith [2006] EWCA Civ 1670). Τα τυπικά λοιπόν και ουσιαστικά εχέγγυα της ποινικής διαδικασίας και δίκης οφείλονται να τηρούνται (In re Bramblevale Ltd [1970] Ch. 128, Krashias Shoe Factory v. Adidas (1989) 1 Α.Α.Δ. 750, Χριστοδούλου ν. Χριστοδούλου (2003) 1 Α.Α.Δ. 1085 και Δρόσος Μιχαηλίδης ν. Margita Μιχαηλίδου Poliakova (2011) 1 Α.Α.Δ. 356). Γι’ αυτό το λόγο στην Phonographic Performance Ltd v. Inch – πιο πάνω – το Δικαστήριο παρά το γεγονός ότι είχε αποδειχθεί η επίδοση του διατάγματος και της αιτήσεως παρακοής, ήταν διστακτικό στην έκδοση διαταγής φυλάκισης, («committal order»). Αντ’ αυτού εκδόθηκε bench warrant ώστε να εκτελεστεί εναντίον του καθ’ ου εξαναγκάζοντας τον να παρουσιαστεί στο Δικαστήριο και να υπερασπιστεί, διασφαλίζοντας έτσι τα δικαιώματα του, (δέστε και Arlidge, Eady & Smith on Contempt 4η έκδ. (2011), σελ. 1217, παρ. 15.36). Το ίδιο έγινε και στη Lexi Holding Plc v. Lugman – πιο πάνω – όπου εκδόθηκαν bench warrants εναντίον δύο διαδίκων που ήσαν πλήρως ενήμεροι μέσα από τις ορθές διαδικασίες για τις εναντίον τους διαδικασίες παρακοής, αλλά παραμένοντας σε κάποιο στάδιο χωρίς νομική αντιπροσώπευση, παρέμειναν οι ίδιοι στο εξωτερικό. Μάλιστα, διασαφηνίστηκε με αναφορά και στην Zakcharov v. White – πιο πάνω –, ότι η έκδοση bench warrant δεν σημαίνει ότι ο διάδικος είναι εκ προοιμίου και ένοχος της παρακοής, όπως φαινόταν στον τύπο του [*276]εντάλματος που τότε χρησιμοποιείτο.

Καθίσταται επομένως πρόδηλο ότι το Δικαστήριο έχει την εξουσία να εκδώσει bench warrant στις κατάλληλες περιπτώσεις ή όπου κρίνει ότι η παρουσία του καθ’ ου η αίτηση είναι αναγκαία. Αυτό μπορεί όμως να το πράξει εάν προηγουμένως ικανοποιηθεί ότι ο καθ’ ου γνώριζε διά προσωπικής επιδόσεως σ’ αυτόν τις πρόνοιες του απαγορευτικού διατάγματος ή και την εναντίον του αίτηση για παρακοή, αλλά παρά ταύτα δεν εμφανίσθηκε στη διαδικασία παρακοής. Και έχει δίκαιο στην εισήγηση του ο κ. Τριανταφυλλίδης ότι προηγουμένως το Δικαστήριο όφειλε να εξετάσει τη νομική υποχρέωση του αιτητή να εμφανισθεί στη διαδικασία υπό το φως των γεγονότων που προηγήθηκαν. Η μη έκδοση εντάλματος σύλληψης του αιτητή εδώ στις 6.5.2011, τόσο διότι ούτε ο τότε δικηγόρος της εταιρείας το ζήτησε, όσο και διότι η ίδια η Πρόεδρος έκρινε μη επιβεβλημένη την έκδοση εντάλματος σύλληψης, αλλά άφησε τα πράγματα ως είπε στην υπό κρίση απόφαση της ημερ. 1.2.2012, «…. σε λύσεις πιο “ήπιας”, θα έλεγα, μορφής», καθιστά επιβεβλημένη την εκ νέου επίδοση της αιτήσεως ή γνωστοποίηση της νέας ημερομηνίας ορισμού της υπόθεσης, εφόσον η αίτηση παρακοής αναβλήθηκε στην απουσία του αιτητή, (Chiltern DC v. Keane [1985] 1 W.L.R. 619 και David Bean: Injunctions 8η έκδ. σελ. 88-89, παρ. 6.16).

Ο αιτητής δικαιούται να ειδοποιηθεί προσωπικώς και διά της νομίμου δικαστικής οδού μετά από σχετική διαδικασία και αίτηση της εταιρείας και όχι διά αντιπροσώπου-δικηγόρου. Και δεν διαπιστώνεται καμιά κατάχρηση εκ μέρους του της διαδικασίας, ή κακή πίστη, όπως ισχυρίζεται η εταιρεία, ώστε να μη δικαιούται στην έκδοση προνομιακού εντάλματος. Η εμμονή εκ μέρους του της τήρησης της ορθής διαδικασίας και μη υπέρβασης δικαιοδοσίας κατά την εξέταση της αίτησης παρακοής εναντίον του είναι δικαιωματική και δεν μπορεί να εξισούται με κατάχρηση ή κακή πίστη. Η αναγκαιότητα ή μη της ταυτόχρονης έκδοσης μαρτυρικής κλήσης που θα πρέπει επίσης να επιδοθεί προσωπικά στον αιτητή, δεν είναι εδώ αντικείμενο συζήτησης.  Υπάρχει η Αναφορικά με την Αίτηση του Αλέκου Κωνσταντινίδη για certiorari (2003) 1 Α.Α.Δ. 1298, που φαίνεται να καθιστά τέτοια μαρτυρική κλήση επιβεβλημένη και όντως η εταιρεία είχε προχωρήσει να εκδώσει τέτοια κλήση που εν τέλει επιδόθηκε στους δικηγόρους του αιτητή και όχι στον ίδιο. Προφανώς κωλύεται τώρα η εταιρεία να ισχυρίζεται το αντίθετο. Δεν κρίνεται όμως εδώ αυτό το θέμα και τα όσα αναφέρθηκαν από το Δικαστήριο στις 14.2.2012, χορηγώντας την άδεια σχετίζονταν [*277]με την επιχειρηματολογία του αιτητή και την ακολουθούμενη διαδικασία.

Τέλος, η σύμφυτη εξουσία του Δικαστηρίου, (στην οποία εν πάση περιπτώσει δεν κατέφυγε η Πρόεδρος για την έκδοση των επίδικων οδηγιών) και την οποία επικαλείται ο συνήγορος της εταιρείας, αποτελεί μεν χρήσιμο εργαλείο στο οπλοστάσιο του Δικαστηρίου, πηγάζουσα εκ της φύσεως της δικαστικής λειτουργίας, δεν αποτελεί όμως πηγή αδιάκριτης εξουσίας ώστε να ενδύονται με δικαστικό μανδύα δικαστικές ενέργειες που είναι έξω από τις θεσμοθετημένες πρόνοιες.

Όπως λέχθηκε στην Ελεγκτική Υπηρεσία Συνεργατικών Εταιρειών ν. Παπαγεωργίου (2000) 3 Α.Α.Δ. 151, έχουν τεθεί στη σύμφυτη αυτή λειτουργία και εξουσία, αυτοπεριορισμοί και όρια ώστε να διαφυλαχθεί η αποτελεσματική λειτουργία της στις ορθές της διαστάσεις. Δεν αποτελεί απεριόριστη αποθήκη από την οποία προκύπτουν κατά βούληση νέες εξουσίες.

Όπως λέχθηκε στην Αίτηση του Ευάγγελου Εμπεδοκλή (Αρ. 3) για άδεια καταχώρησης αίτησης certiorari (2009) 1 Α.Α.Δ. 529, (απόφαση Ολομέλειας, κατ’ έφεση), σελ. 545-546:

«Πέραν των πιο πάνω, η συμφυής εξουσία δεν μπορεί να χρησιμοποιείται ad libitum για να δημιουργεί, στην απουσία σχετικών δικονομικών κανονισμών, μηχανισμούς για να δώσει διέξοδο στο ζητούμενο. Όπως λέχθηκε πρόσφατα στην υπόθεση Ιερόθεος Χριστοδούλου Ρόπας (2009) 2 Α.Α.Δ. 235:

“Η σύμφυτη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου έρχεται αρωγός εκεί όπου η χρήση της είναι αναγκαία για αυτή ταύτη τη λειτουργία του ίδιου του συστήματος και της αποτελεσματικής άσκησης των δικαιοδοσιών του, εντός των υφισταμένων και γνωστών δικαιϊκών αρχών, απορρέουσες και πλαισιούμενες ως στυλοβάτες, από το Σύνταγμα και τους Νόμους της πολιτείας. (σχετικές είναι οι υποθέσεις Α. Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 339 και Αχιλλέας Κορέλλης (1999) 1 Α.Α.Δ. 1122).”»

Υπό το φως όλων των ανωτέρω, κρίνεται ορθό να εκδοθεί και εκδίδεται ένταλμα τύπου certiorari με το οποίο ακυρώνονται οι δοθείσες την 1.2.2012 οδηγίες προς τους δικηγόρους του αιτητή όπως αυτοί ειδοποιήσουν τον αιτητή για την ημερομηνία που ήταν ορισμένη η υπόθεση για ακρόαση, ήτοι, στις 6.3.2012, [*278]με στόχο τη διασφάλιση της παρουσίας του ή να τον ενημερώσουν για την πιο πάνω ημερομηνία ώστε να γνωρίζει με σαφήνεια την ημερομηνία της ακρόασης και τη φύση και τις συνέπειες που αντιμετωπίζει.

Με δεδομένο ότι η άδεια και η υπό κρίση αίτηση στόχευαν στην ακύρωση των εν λόγω οδηγιών και μόνο, οι δύο αιτήσεις παρακοής που εκκρεμούν ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού ημερ. 2.6.2010 και 10.9.2010, δύνανται να ακολουθήσουν, κατά τα υπόλοιπα, την πορεία τους.

Αναμένεται βεβαίως ότι θα δοθεί νέος επαρκής χρόνος προς καταχώρηση ένστασης από τον αιτητή στην αίτηση ημερ. 2.6.2010, χρόνος που αρχικά είχε οριστεί να είναι μέχρι τις 28.2.2012, αλλά είχε ανασταλεί δυνάμει της άδειας που δόθηκε στις 14.2.2012, προς καταχώρηση της παρούσας αίτησης.

Τα έξοδα της παρούσας αίτησης επιδικάζονται υπέρ του αιτητή και εναντίον της εταιρείας, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο. Παρόλο που θα μπορούσαν να επιδικαστούν και τα έξοδα της αίτησης          αρ. 10/2012 για άδεια εναντίον της εταιρείας (re Σταυρή Θεοδούλου (Αρ. 2) – ανωτέρω –), εν τούτοις δεν ζητήθηκαν κατά την αίτηση για χορήγηση άδειας και δεν θα επιδικαστούν.

Η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού ημερ. 1.2.2012 δεν προνοεί οτιδήποτε για έξοδα. Αναμένεται όμως στην πορεία της εκδίκασης των εκκρεμουσών αιτήσεων παρακοής, ότι δεν θα επιδικαστούν οποιαδήποτε έξοδα εναντίον του αιτητή για την όλη διαδικασία που οδήγησε στις επίδικες οδηγίες και οι οποίες ακυρώνονται με το παρόν ένταλμα certiorari.

Διαταγή ως ανωτέρω, με έξοδα.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο