Ελληνική Τράπεζα (Επενδύσεις) Λτδ ν. Parson Emporio Ltd και άλλων (2012) 1 ΑΑΔ 286

(2012) 1 ΑΑΔ 286

[*286]7 Μαρτίου, 2012

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ (ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ) ΛΤΔ,

Εφεσείoντες,

v.

1. PARSON EMPORIO LTD,

2. ΠΑΡΣΩΝ ΠΑΡΣΩΝ,

3. ΚΩΣΤΑ ΠΑΡΣΩΝ,

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 149/2007)

 

Χρηματιστήριο ― Αγωγή για επιστροφή χρηματικού ποσού το οποίο κατέβαλαν οι εφεσείοντες στους εφεσίβλητους 1 για κτήση ποσοστού του μετοχικού κεφαλαίου των εφεσιβλήτων 1 με την προοπτική ότι οι μετοχές των θα εισάγονταν στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου ― Παραμερισμός πρωτόδικης κρίσης με την οποία εκρίθη ότι οι πρόνοιες του Άρθρου 58Α του Νόμου 42(Ι)/2000 εφαρμόζονται μόνο σε δημόσιες και όχι σε ιδιωτικές εταιρείες.

Λέξεις και Φράσεις ― «Εταιρεία» και «τίτλοι» στο Άρθρο 2 του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου (Τροποποιητικός) (Αρ. 4) Νόμου του 2000, Ν.42(Ι)/2000.

Σύνταγμα ― Θεμελιώδη δικαιώματα ― Είναι επιτρεπτές νομοθετικές πρόνοιες και ρυθμίσεις που σκοπό έχουν την προστασία του δημόσιου συμφέροντος, των κοινωνικών και οικονομικών συμφερόντων, καθώς και την προστασία του κοινού και των πολιτών ― Το Άρθρο 23 δεν τυγχάνει εφαρμογής σε νομοθετικές πρόνοιες που απλώς ρυθμίζουν περιουσιακά αστικά δικαιώματα μεταξύ των μερών και όπου οι περιορισμοί δεν επιβάλλονται προς το συμφέρον της πολιτείας ή ενός δημόσιου σώματος.

Εταιρείες ― Το δόγμα ultra vires Περιορίζεται στις περιπτώσεις εκείνες όπου η συμφωνία ή η συναλλαγή έρχεται σε αντίθεση με τους σκοπούς του ιδρυτικού εγγράφου της εταιρείας.

[*287]Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση υπέρ των εφεσειόντων σε αγωγή που ήγειραν εναντίον των εφεσιβλήτων και η οποία στηρίχθηκε στο Άρθρο 58Α (2) (β) του Ν.42(Ι)/2000, το οποίο προβλέπει ότι παράλειψη εταιρείας να υποβάλει αίτηση για εισαγωγή των σχετικών τίτλων στο Χρηματιστήριο, συνεπάγεται υποχρέωση επιστροφής οποιουδήποτε εισπραχθέντος ποσού με τόκο. Βασίστηκε ακόμα και στις πρόνοιες της μεταξύ των εφεσειόντων και εφεσιβλήτων συμφωνίας, ημερομηνίας 5.5.2000. Η πρώτη διαζευκτική βάση αγωγής στηρίχθηκε στην  πρόνοια του Άρθρου 58Α (2) (β) του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμου του 1993, Ν.14(Ι)/1993, όπως τροποποιήθηκε με τον περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου (Τροποποιητικός) (Αρ. 4) Νόμο του 2000, Ν.42(Ι)/2000. Δεύτερη διαζευκτική βάση απετέλεσε η αποτυχία του ανταλλάγματος για το οποίο είχε δοθεί από από τους εφεσείοντες στους εφεσίβλητους ποσό Λ.Κ. 350.000 προς το σκοπό του ανταλλάγματος να αποκτούσαν ποσοστό 10.4% του μετοχικού κεφαλαίου των εφεσίβλητων. Η δε πρόταση για την κτήση ποσοστού του μετοχικού κεφαλαίου των εφεσιβλήτων 1 υποβλήθηκε με την προοπτική ότι οι μετοχές των εφεσιβλήτων θα εισάγονταν στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου.

Το δικαστήριο κατέληξε ότι το άρθρο 58Α αναφέρεται μόνο σε δημόσιες εταιρείες και κατέληξε ότι στην περίπτωση ιδιωτικής εταιρείας, όπως είναι οι εφεσίβλητοι 1, δεν εφαρμόζονταν ούτε οι σχετικοί κανονισμοί αλλά ούτε και το Άρθρο 58Α.

Με τη βάση αυτή το πρωτόδικο δικαστήριο εξέδωσε απόφαση υπέρ των εναγόντων (εφεσειόντων) και εναντίον εναγομένων 1 (εφεσιβλήτων 1) και απέρριψε την αγωγή εναντίον των εφεσιβλήτων/εναγομένων 2 και 3 (εφεσιβλήτων 2 και 3).

Το δικαστήριο κατέληξε ότι υπήρξε πλήρης αποτυχία του ανταλλάγματος η οποία, με βάση τις αρχές της επιείκειας συνεπάγετο υποχρέωση στο υπαίτιο μέρος για αποκατάσταση του αναίτιου. Οι εφεσείοντες αμφισβήτησαν πρωτόδικη απόφαση στην έκταση με την οποία δεν εκδόθηκε απόφαση υπέρ τους και εναντίον και των διευθυντών των εφεσιβλήτων προσωπικά.

Ασκήθηκε τόσο έφεση από τους ενάγοντες, όσο και αντέφεση από τους εναγόμενους 1.

Με την έφεση υποστηρίχθηκε μεταξύ άλλων ότι:

1.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε ότι οι πρόνοιες [*288]του Άρθρου 58Α εφαρμόζονται μόνο σε δημόσιες και όχι σε ιδιωτικές εταιρείες, ενώ λανθασμένα απέρριψε την αξίωσή τους εναντίον των εφεσιβλήτων-εναγομένων 2 και 3.

Με την αντέφεση υποστηρίχθηκε ότι:

α) Λανθασμένα επιδικάστηκε το σχετικό ποσό  στη βάση της πλήρους αποτυχίας του ανταλλάγματος.

β) Οι συμφωνίες τις οποίες συνήψαν οι εφεσείοντες ήταν παράνομες ή άκυρες γιατί καταρτίστηκαν καθ’ υπέρβαση των προνοιών του ιδρυτικού και του καταστατικού εγγράφου των εφεσιβλήτων 1.

γ)  Το ιδρυτικό έγγραφο των εφεσειόντων δεν τους παρείχε τη δυνατότητα να καταρτίζουν συμφωνία που στην ουσία αποτελούσε παραχώρηση χρηματοδότησης.

δ) Η επίδικη συμφωνία ήταν παράνομη γιατί σύμφωνα με σχετικό όρο, οι εφεσείοντες αναλάμβαναν τη δέσμευση όπως κατά τους πρώτους τρεις μήνες διαπραγμάτευσης των μετοχών των εφεσιβλήτων 1 στο Χρηματιστήριο, δεν θα προέβαιναν σε πώληση των μετοχών σε ποσοστό πέραν του 10% των μετοχών που κατείχαν.

ε)  Οι πρόνοιες του Άρθρου 58Α (2) (β) και του Άρθρου 58Β του Νόμου ήταν αντισυνταγματικές.

Στην έφεση αποφασίστηκε ότι:

1.  Η εφαρμογή του νόμου δεν περιορίζεται από το Άρθρο 2 σε δημόσιες εταιρείες, αλλά αναφέρεται σε οποιαδήποτε εταιρεία έχει συσταθεί με βάση το Κεφ. 113 και σε περίπτωση αλλοδαπής εταιρείας που έχει συσταθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία του τόπου σύστασής της.

2.  Το Άρθρο 58Α (1) απαγορεύει σε οποιαδήποτε «εταιρεία» ή «μέλος διοικητικού συμβουλίου εταιρείας» ή «εκδότη» ή «πρόσωπο» να προσφέρει προς πώληση ή να πωλεί ή να δέχεται προσφορά για αγορά οποιωνδήποτε τίτλων υφιστάμενης ή υπό ίδρυση εταιρείας.  Το Άρθρο 58Α (2) (β) δεν περιορίζεται μόνο στην παράλειψη του εκδότη, αλλά αναφέρεται και στην παράλειψη εταιρείας και μέλους διοικητικού συμβουλίου εταιρείας να υποβάλει αίτηση για εισαγωγή των σχετικών τίτλων στο Χρηματιστήριο, μέσα σε περίοδο τριών μηνών.

[*289]3.      Η σχετική κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν λανθασμένη και θα έπρεπε να αποδεχτεί την εφαρμογή του Άρθρου 58 και κατ’ επέκταση να εκδώσει απόφαση εναντίον όλων των εφεσιβλήτων.

4.  Η παράλειψη υποβολής αίτησης για εισαγωγή των τίτλων στο Χρηματιστήριο εντός περιόδου τριών μηνών δημιουργεί δικαίωμα υπέρ του αγοραστή να απαιτήσει επιστροφή των χρημάτων που κατέβαλε και υποχρέωση της εταιρείας και των διευθυντών της προσωπικώς και αλληλεγγύως να τα επιστρέψουν.

5.  Ως προς τους εφεσίβλητους 2 και 3 εφαρμόζετο το Άρθρο 58Β του Νόμου, σύμφωνα με το οποίο εκδότης ή εταιρεία ή μέλος του διοικητικού συμβουλίου εταιρείας, για λογαριασμό της οποίας έγινε η είσπραξη ποσού ή ανταλλάγματος από πώληση ή προσφορά πώλησης ή από αποδοχή προσφοράς για αγορά τίτλων, καθίστανται προσωπικά αλληλέγγυοι για την επιστροφή οποιωνδήποτε ποσών ή ανταλλαγμάτων στους ενδιαφερόμενους αγοραστές.

Στην αντέφεση αποφασίστηκε ότι:

1.  Το κατά πόσο μετοχές της εταιρείας θα εισέλθουν στο Χρηματιστήριο είναι θέμα που καθορίζει η εταιρεία σε γενική συνέλευση, όπως υποτίθεται ότι οι εφεσίβλητοι έκαναν. Οι επίδικες συμφωνίες δεν βρίσκονταν καθ’ υπέρβαση των προνοιών του ιδρυτικού και του καταστατικού εγγράφου των εφεσιβλήτων 1. Η συμφωνία μεταξύ των εφεσειόντων και των εφεσιβλήτων 1 ουσιαστικά ήταν συμφωνία για την αγορά μετοχών της εταιρείας των εφεσιβλήτων 1.

2.  Το δικαίωμα κάθε εταιρείας να μετατρέπεται από ιδιωτική σε δημόσια είναι δικαίωμα το οποίο έχει κάθε εταιρεία από το νόμο, εκτός αν απαγορεύεται από το καταστατικό της. Τέτοια απαγόρευση δεν υπήρχε στο καταστατικό των εφεσιβλήτων 1.

3.  Ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι οι εφεσίβλητοι 1 συνήψαν συμφωνία για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που πήγαζαν από τη συμφωνία αυτή, έστω κι αν θα έπρεπε να προβούν σε καταστατικές αλλαγές οι οποίες, εν πάση περιπτώσει, δεν αποκλείονταν από το ιδρυτικό τους έγγραφο.

4.  Οι εφεσείοντες ουδέποτε συμφώνησαν να ασκήσουν καθήκοντα χρηματιστών, αλλά απλώς, να αποκτήσουν ποσοστό στο μετοχικό κεφάλαιο των εφεσιβλήτων 1. Ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο κα[*290]τέληξε ότι η συγκεκριμένη συμπεριφορά των εφεσειόντων δεν αποτελούσε άσκηση οποιασδήποτε εργασίας, αλλά επένδυση μέρους της περιουσίας των εφεσειόντων σε μετοχές των εφεσιβλήτων 1.

5.  Οι συγκεκριμένοι όροι περί αρχικών περιορισμών στην πώληση των μετοχών δεν προσέκρουαν στη σχετική νομοθεσία. Ήταν προφανής ο λόγος να βοηθηθεί η εταιρεία των εφεσιβλήτων στα αρχικά στάδια του εγχειρήματος.

6.  Η απαίτηση για επιστροφή χρημάτων στη βάση του άρθρου 3(3) είναι απόλυτα συνταγματική και δεν υπήρχε σύγκρουση ούτε με το Άρθρο 21, ούτε με το Άρθρο 23, αλλά ούτε με το Άρθρο 25 του Συντάγματος.

7.  Οι επίμαχες πρόνοιες του Νόμου δεν παραβιάζουν το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι αλλά σκοπεύουν να προστατεύσουν τα συμφέροντα των επενδυτών. Η αντέφεση απορρίφθηκε και η έφεση επιτράπηκε με έξοδα.

Εκδόθηκε απόφαση υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον των εφεσιβλήτων. Η αντέφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Harvest Capital Management Ltd v. Ταμάσιου (2003) 1 Α.Α.Δ. 1683,

Southfields Industries Ltd v. Δήμου Λευκωσίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 59,

Anaptyxis Group Ltd v. Μιχαηλίδη (2006) 1 Α.Α.Δ. 691,

Χριστοδουλίδης κ.ά. ν. ΧΑΚ (2002) 4(Α) Α.Α.Δ 576,

Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Παλλουριώτισσας ν. Nicosia Palace Hotel Co Ltd v. Ηρακλέους (2003) 1 Α.Α.Δ. 722,

Investylia v. Livadhiotis Bros Investments Ltd (2005) 1(Α) Α.Α.Δ. 704,

Lapertas Fisheries Ltd ν. Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 335,

Chimonides v. Manglis (1967) 1 C.L.R. 125.

[*291]Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Γιασεμή, Π.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 3462/02), ημερομηνίας 18/5/2007.

Α. Ανδρέου, για τους Εφεσείοντες.

Α. Μαθηκολώνης, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει ο Δικαστής Νικολαΐδης.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες αξίωσαν από τους εφεσίβλητους ποσό £350.000, εντόκως προς 6% ετησίως, από 23.5.2000. Η απαίτησή τους εδράζεται σε δύο λόγους οι οποίοι προβάλλονται διαζευκτικά.

Ο πρώτος λόγος στηρίζεται στο Άρθρο 58Α (2) (β) του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμου του 1993, Ν.14(Ι)/1993, όπως τροποποιήθηκε με τον περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου (Τροποποιητικός) (Αρ. 4) Νόμο του 2000, Ν.42(Ι)/2000. Επίσης προβάλλεται πλήρης αποτυχία του ανταλλάγματος για το οποίο είχε δοθεί από τους εφεσείοντες στους εφεσίβλητους το πιο πάνω ποσό.

Οι εφεσείοντες συνήψαν με τους εφεσίβλητους 1, ιδιωτική εταιρεία, συμφωνία δυνάμει της οποίας, αντί του ποσού των £350.000, θα αποκτούσαν ποσοστό 10.4% του μετοχικού κεφαλαίου των εφεσίβλητων 1. Κατά την ίδια περίοδο υπεγράφη από τα μέρη ακόμα ένα έγγραφο πανομοιότυπου περιεχομένου το οποίο όμως περιέχει ένα πρόσθετο όρο. Οι εφεσίβλητοι 2 και 3 είναι μέλη του διοικητικού συμβουλίου των εφεσιβλήτων 1.

Η πρόταση για την κτήση ποσοστού του μετοχικού κεφαλαίου των εφεσιβλήτων 1 υποβλήθηκε με την προοπτική ότι οι μετοχές των εφεσιβλήτων θα εισάγονταν στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου.

Το ποσό των £350.000 καταβλήθηκε από τους εφεσείοντες στους εφεσίβλητους 1, πριν ετοιμαστεί η πληροφοριακή έκθεση η οποία τελικά, ας σημειωθεί, ουδέποτε ετοιμάστηκε. Τελικά οι [*292]εφεσείοντες έκριναν ότι οι εφεσίβλητοι 1 δεν θα τηρούσαν τα συμφωνηθέντα και στις 24.4.2001, απέστειλαν επιστολή με την οποία αξίωναν από τους εφεσίβλητους την επιστροφή του ποσού που κατέβαλαν, πλέον τόκο προς 6% ετησίως από την ημέρα καταβολής του χρηματικού ποσού μέχρι εξόφλησης. Το συνολικό ποσό του οποίου ζητήθηκε η επιστροφή ανερχόταν σε £369.250.

Η αξίωση των εφεσειόντων βασίστηκε στο Άρθρο 58Α (2) (β) του Ν.42(Ι)/2000, το οποίο προβλέπει ότι παράλειψη εταιρείας να υποβάλει αίτηση για εισαγωγή των σχετικών τίτλων στο Χρηματιστήριο, συνεπάγεται υποχρέωση επιστροφής οποιουδήποτε εισπραχθέντος ποσού με τόκο. Βασίστηκε ακόμα και στις πρόνοιες της μεταξύ των εφεσειόντων και εφεσιβλήτων συμφωνίας, ημερομηνίας 5.5.2000. Η πρώτη διαζευκτική βάση αγωγής ήταν, όπως είδαμε, η πρόνοια του Άρθρου 58Α (2) (β) που εισήχθη με τον τροποποιητικό Νόμο 42(Ι)/2000.

Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι κατά το στάδιο που εταιρεία υποβάλλει αίτηση για εισαγωγή των μετοχών της στο Χρηματιστήριο, θα πρέπει να έχει το καθεστώς του εκδότη, δηλαδή του νομικού προσώπου που εκδίδει αξίες και να είναι συγχρόνως σε θέση να τις προσφέρει προς το κοινό, έστω κι’ αν δεν έχουν ακόμα εισαχθεί στο Χρηματιστήριο. Εν ολίγοις, θα πρέπει να είναι δημόσια εταιρεία που έχει τους περιορισμούς που προβλέπει το Άρθρο 29 (1) του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113. Το δικαστήριο κατέληξε ότι το Άρθρο 58Α αναφέρεται μόνο σε δημόσιες εταιρείες και ύστερα από μια σειρά συλλογισμών κατέληξε ότι στην περίπτωση ιδιωτικής εταιρείας, όπως είναι οι εφεσίβλητοι 1, δεν εφαρμόζονται ούτε οι σχετικοί κανονισμοί αλλά ούτε και το Άρθρο 58Α.

Το βασικό συμπέρασμα που εξήγαγε το πρωτόδικο δικαστήριο είναι ότι οι πρόνοιες του Άρθρου 58Α (1) και (2) δεν εφαρμόζονται σε σχέση με ιδιωτικές εταιρείες. Προχωρώντας με τη βάση αυτή το δικαστήριο εξέδωσε απόφαση υπέρ των εναγόντων (εφεσειόντων) και εναντίον εναγομένων 1 (εφεσιβλήτων 1), για £350.000 με τόκο προς 8% ετησίως από 17.9.2002 μέχρι εξοφλήσεως, απέρριψε δε την αγωγή εναντίον των εφεσιβλήτων/εναγομένων 2 και 3 (εφεσιβλήτων 2 και 3).

Το δικαστήριο κατέληξε ότι υπήρξε πλήρης αποτυχία του ανταλλάγματος η οποία, με βάση τις αρχές της επιείκειας συνεπάγεται υποχρέωση στο υπαίτιο μέρος για αποκατάσταση του [*293]αναίτιου και εξέδωσε απόφαση εναντίον των εφεσιβλήτων 1 ως ανωτέρω, απορρίπτοντας συνάμα την αγωγή εναντίον των διευθυντών των εφεσιβλήτων 1, εφεσιβλήτων 2 και 3, οι οποίοι δεν ήταν συμβαλλόμενοι. Εξάλλου, όπως σημειώνεται και στην απόφαση, η προσθήκη των εφεσιβλήτων 2 και 3 στην αγωγή έγινε σε σχέση με την αξίωση βάσει του Νόμου 42(1)/2000 ο οποίος καθιστά υπόλογους και τους διευθυντές εταιρείας στην περίπτωση που τυγχάνει εφαρμογής το Άρθρο 58Α (2) (β).

Εναντίον της απόφασης ασκήθηκε τόσο έφεση από τους ενάγοντες, όσο και αντέφεση από τους εναγόμενους 1. Οι εφεσείοντες υποστηρίζουν ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε ότι οι πρόνοιες του Άρθρου 58Α εφαρμόζονται μόνο σε δημόσιες και όχι σε ιδιωτικές εταιρείες, ενώ λανθασμένα απέρριψε την αξίωσή τους εναντίον των εφεσιβλήτων-εναγομένων 2 και 3.

Αντίθετα, οι εφεσίβλητοι προβάλλουν, υπό μορφή αντέφεσης, τον ισχυρισμό ότι η επιδίκαση εναντίον των εφεσιβλήτων 1 του ποσού των £350.000, πλέον τόκους, στη βάση της πλήρους αποτυχίας του ανταλλάγματος είναι εσφαλμένη. Προσβάλλουν, ακόμα, τη συνταγματικότητα του προνοιών του Άρθρου 58Α (2) (β) και του Άρθρου 58Β του Νόμου.

Ο βασικός Νόμος περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Κύπρου του 1993, Ν.14(Ι)/1993 έως 2000, δεν περιείχε πρόνοιες για τα δικαιώματα επενδυτών στην περίπτωση καθυστέρησης εισαγωγής τίτλων εταιρείας στο Χρηματιστήριο ή σε περίπτωση αδυναμίας της εταιρείας να υλοποιήσει την εισαγωγή των μετοχών της στο Χ.Α.Κ. Ο Νόμος 42(Ι)/2000 είχε σκοπό να προσφέρει θεραπεία σε επενδυτές που είχαν καταβάλει μεν ποσά για αγορά μετοχών εταιρειών που θα εισάγονταν στο Χρηματιστήριο, αλλά που τέτοιες μετοχές δεν τους παραχωρήθηκαν σε εύλογο χρόνο ή οι μετοχές της εταιρείας δεν εισήχθηκαν καθόλου στο Χρηματιστήριο.

Η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι οι πρόνοιες του Νόμου 42(1)/2000 εφαρμόζονται μόνο στην περίπτωση δημόσιων εταιρειών, δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Το Άρθρο 2 του βασικού Νόμου παρέχει τον ορισμό της ‘εταιρείας’ αλλά και των ‘τίτλων’. Σύμφωνα με το Άρθρο 2 ‘εταιρεία’ σημαίνει εταιρεία που έχει συσταθεί στη Δημοκρατία κατά τον περί Εταιρειών Νόμο ή που έχει συσταθεί στην αλλοδαπή κατά το δίκαιο που ισχύει στον τόπο σύστασής της, ενώ ‘τίτλοι’ σημαίνει μετοχές ή [*294]παραστατικοί τίτλοι, χρεόγραφα, ομολογίες, ιδρυτικοί και άλλοι τίτλοι εταιρειών ή άλλων νομικών προσώπων ή ενώσεων προσώπων, που έχουν κατά νόμο συσταθεί στη Δημοκρατία ή την αλλοδαπή, μερίδια σε σχέδια συλλογικών επενδύσεων και δικαιώματα επ’ αυτών, συμπεριλαμβανομένων και των συμβάσεων ή/και των δικαιωμάτων προεγγραφής ή υπό προθεσμία ή προτιμήσεως για απόκτηση ή διάθεσή τους, ως και συμβάσεις με ρήτρα για τους τίτλους αυτούς.

Είναι προφανές ότι η εφαρμογή του νόμου δεν περιορίζεται από το Άρθρο 2 σε δημόσιες εταιρείες, αλλά αναφέρεται σε οποιαδήποτε εταιρεία έχει συσταθεί με βάση το Κεφ. 113 και σε περίπτωση αλλοδαπής εταιρείας που έχει συσταθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία του τόπου σύστασής της.

Το Άρθρο 58Α (1) απαγορεύει σε οποιαδήποτε «εταιρεία» ή «μέλος διοικητικού συμβουλίου εταιρείας» ή «εκδότη» ή «πρόσωπο» να προσφέρει προς πώληση ή να πωλεί ή να δέχεται προσφορά για αγορά οποιωνδήποτε τίτλων υφιστάμενης ή υπό ίδρυση εταιρείας. Το Άρθρο 58Α (2) (β) δεν περιορίζεται μόνο στην παράλειψη του εκδότη, αλλά αναφέρεται και στην παράλειψη εταιρείας και μέλους διοικητικού συμβουλίου εταιρείας να υποβάλει αίτηση για εισαγωγή των σχετικών τίτλων στο Χρηματιστήριο, μέσα σε περίοδο τριών μηνών.

Πρόθεση του νομοθέτη δεν ήταν να περιορίσει τις πρόνοιες του Άρθρου 58 σε υφιστάμενες δημόσιες εταιρείες, όπως κατέληξε το πρωτόδικο δικαστήριο. Αν τέτοια ήταν η πρόθεσή του τότε το Άρθρο 58Α (1) δεν θα απαγόρευε την πώληση ή την προσφορά για αγορά τίτλων υπό ίδρυση εταιρείας.

Αντίθετα με τους συλλογισμούς στους οποίους προβαίνει το πρωτόδικο δικαστήριο, τίποτε δεν υποδεικνύει ότι ο νομοθέτης είχε κατά νου την αναφορά μόνο σε δημόσιες εταιρείες.

Ο βασικός περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμος δεν περιέχει οποιαδήποτε πρόνοια που να εξασφαλίζει τα δικαιώματα επενδυτών στην περίπτωση καθυστέρησης εισαγωγής τίτλων εταιρείας στο Χρηματιστήριο ή σε περίπτωση μη εισαγωγής των μετοχών της στο Χ.Α.Κ. Ο Νόμος 42(Ι)/2000 σκοπό είχε να προσφέρει θεραπεία σε επενδυτές που είχαν καταβάλει ποσά για αγορά μετοχών εταιρειών που θα εισάγονταν σύντομα στο Χρηματιστήριο, αλλά και οι οποίες τελικά δεν εισήχθηκαν.

[*295]Όπως εύστοχα επισημαίνεται στην υπόθεση Harvest Capital Management Ltd v. Ταμάσιου (2003) 1 Α.Α.Δ. 1683, 1692, 1693, ο νόμος δίδει το δικαίωμα σε επενδυτή να θεωρήσει στην ουσία ως τερματισθείσα τη σύμβασή του με την εταιρεία και να απαιτήσει επιστροφή των καταβληθέντων χρημάτων όπου υπάρχει υπέρβαση του εύλογου χρόνου. Όπως, εξ άλλου, λέχθηκε στην υπόθεση Southfields Industries Ltd v. Δήμου Λευκωσίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 59, όταν το λεκτικό νομοθετικής διάταξης είναι σαφές, το δικαστήριο την ερμηνεύει με βάση τη φυσική και συνήθη έννοια των λέξεων. Οι λέξεις σε ένα νομοθέτημα γενικά ερμηνεύονται με τη συνήθη τους σημασία αλλά και με βάση τα συμφραζόμενα, έχοντας υπ’ όψιν το αντικείμενο και το σκοπό του νόμου.

Με βάση τα πιο πάνω δεν συμφωνούμε με τη θέση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο Νόμος 42(Ι)/2000 εφαρμόζεται μόνο σε περιπτώσεις δημόσιων εταιρειών. Εν πάση περιπτώσει είδαμε ήδη τον ορισμό της ‘εταιρείας’ σύμφωνα με τον περί Χρηματιστηρίου Νόμο.

Το Άρθρο 58Α (1) απαγορεύει σ’ οποιαδήποτε εταιρεία η μέλος διοικητικού συμβουλίου εταιρείας ή εκδότη ή πρόσωπο να προσφέρει προς πώληση ή να πωλεί ή δέχεται προσφορά για αγορά οποιωνδήποτε τίτλων υφιστάμενης ή υπό ίδρυση εταιρείας, ενώ το Άρθρο 58Α (2) (β) αναφέρεται και στην παράλειψη εταιρείας και μέλους διοικητικού συμβουλίου να υποβάλει αίτηση για εισαγωγή των σχετικών τίτλων στο Χρηματιστήριο, μέσα σε χρονική περίοδο τριών μηνών.

Εν όψει όλων των πιο πάνω είναι φανερό ότι η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι λανθασμένη και συνεπώς θα έπρεπε να αποδεχτεί την εφαρμογή του Άρθρου 58 και κατ’ επέκταση να εκδώσει απόφαση εναντίον όλων των εφεσιβλήτων.

Το πρωτόδικο δικαστήριο αποδέχτηκε τη συμφωνία για την κτήση των μετοχών από τους εφεσείοντες, αλλά και την καταβολή του ποσού των £350.000, με παραστάσεις των εφεσιβλήτων 2 και 3 και με την προοπτική εισαγωγής των μετοχών των εφεσιβλήτων 1 στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου. Η είσπραξη του ποσού έγινε μετά τις 7.4.2000, δηλαδή μετά την έναρξη της ισχύος του Νόμου 42(Ι)/2000 και ως εκ τούτου εμπλέκονται οι πρόνοιες του Άρθρου 58Α (2) (β). Οι εφεσείοντες δεν παρέλαβαν μέχρι τις 24.4.2001 οποιεσδήποτε μετοχές των εφεσιβλήτων 1.  Έτσι στη συνέχεια, με επιστολή τους ημερομηνίας 24.4.2001, [*296]απαίτησαν από τους εφεσίβλητους την επιστροφή του καταβληθέντος ποσού.

Η παράλειψη υποβολής αίτησης για εισαγωγή των τίτλων στο Χρηματιστήριο εντός περιόδου τριών μηνών δημιουργεί δικαίωμα υπέρ του αγοραστή να απαιτήσει επιστροφή των χρημάτων που κατέβαλε και υποχρέωση της εταιρείας και των διευθυντών της προσωπικώς και αλληλεγγύως να τα επιστρέψουν (Anaptyxis Group Ltd v. Μιχαηλίδη (2006) 1 Α.Α.Δ. 691, Harvest Capital Management Ltd v. Ταμάσιου, ανωτέρω και Χριστοδουλίδης κ.ά. ν. ΧΑΚ (2002) 4 Α.Α.Δ. 576).

Ως προς τους εφεσίβλητους 2 και 3 εφαρμόζεται το Άρθρο 58Β του Νόμου, σύμφωνα με το οποίο εκδότης ή εταιρεία ή μέλος του διοικητικού συμβουλίου εταιρείας, για λογαριασμό της οποίας έγινε η είσπραξη ποσού ή ανταλλάγματος από πώληση ή προσφορά πώλησης ή από αποδοχή προσφοράς για αγορά τίτλων, καθίστανται προσωπικά αλληλέγγυοι για την επιστροφή οποιωνδήποτε ποσών ή ανταλλαγμάτων στους ενδιαφερόμενους αγοραστές.

Με τον πρώτο λόγο αντέφεσης οι εφεσίβλητοι υποστηρίζουν ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα εξέδωσε απόφαση εναντίον των εφεσιβλήτων 1 στη βάση της πλήρους αποτυχίας του ανταλλάγματος ή της συμφωνίας. Υποστηρίζουν ότι οι συμφωνίες τις οποίες συνήψαν οι εφεσείοντες είναι παράνομες ή άκυρες γιατί καταρτίστηκαν καθ’ υπέρβαση των προνοιών του ιδρυτικού και του καταστατικού εγγράφου των εφεσιβλήτων 1.

Οι εφεσίβλητοι ισχυρίζονται ότι οι εφεσίβλητοι 1 ήταν ιδιωτική εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, το διοικητικό συμβούλιο της οποίας δεν είχε εξουσία να καταρτίσει τις συγκεκριμένες συμφωνίες που είχαν σκοπό την μετατροπή τους σε δημόσια εταιρεία και την εισαγωγή τους στο Χρηματιστήριο. Το γεγονός αυτό γνώριζαν οι εφεσείοντες.

Οι εφεσείοντες υποστηρίζουν αντίθετα ότι όσα αναφέρονται στο περίγραμμα ως ανάλυση του πρώτου λόγου αντέφεσης δεν καλύπτονται από τον πρώτο λόγο αντέφεσης, όπως αυτός καταγράφεται στην ειδοποίηση αντέφεσης των εφεσιβλήτων. Παρά ταύτα, συνεχίζουν και αναλύουν τη θέση τους γιατί ο πρώτος λόγος έφεσης θα πρέπει, ούτως ή άλλως, να απορριφθεί.

Δεν συμφωνούμε με τους εφεσείοντες ότι ο πρώτος λόγος [*297]όπως αναλύεται στο περίγραμμα αγόρευσης των εφεσιβλήτων δεν καλύπτεται από την ειδοποίηση έφεσης. Η διατύπωση στην ειδοποίηση έφεσης είναι τόσο γενική που, με κάποια δυσκολία είναι αλήθεια, θα μπορούσε η έλλειψη εξουσίας του διοικητικού συμβουλίου των εφεσιβλήτων 1, να χωρέσει στον ισχυρισμό για πλήρη αποτυχία του ανταλλάγματος ή της συμφωνίας.

Εν πάση περιπτώσει, ο πρώτος λόγος αντέφεσης θα πρέπει να απορριφθεί. Εκτός του ότι το κατά πόσο μετοχές της εταιρείας θα εισέλθουν στο Χρηματιστήριο είναι θέμα που καθορίζει η εταιρεία σε γενική συνέλευση, όπως υποτίθεται ότι οι εφεσίβλητοι έκαμαν στις 12.5.2000, δεν θεωρούμε ότι οι επίδικες συμφωνίες (Τεκμήρια 1 και 2), βρίσκονται καθ’ υπέρβαση των προνοιών του ιδρυτικού και του καταστατικού εγγράφου των εφεσιβλήτων 1. Η συμφωνία μεταξύ των εφεσειόντων και των εφεσιβλήτων 1 ουσιαστικά είναι συμφωνία για την αγορά μετοχών της εταιρείας των εφεσιβλήτων 1.

Εξάλλου, το δικαίωμα κάθε εταιρείας να μετατρέπεται από ιδιωτική σε δημόσια είναι δικαίωμα το οποίο έχει κάθε εταιρεία από το νόμο, εκτός αν απαγορεύεται από το καταστατικό της.  Τέτοια απαγόρευση δεν υπάρχει στο καταστατικό των εφεσιβλήτων 1.

Όπως σημειώθηκε στην υπόθεση Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Παλλουριώτισσας ν. Nicosia Palace Hotel Co Ltd v. Λώρη Ηρακλέους (2003) 1 Α.Α.Δ. 722, το δόγμα ultra vires περιορίζεται στις περιπτώσεις εκείνες όπου η συμφωνία ή η συναλλαγή έρχεται σε αντίθεση με τους σκοπούς του ιδρυτικού εγγράφου της εταιρείας. Συνεπώς ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι οι εφεσίβλητοι 1 συνήψαν συμφωνία για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που πήγαζαν από τη συμφωνία αυτή, έστω κι’ αν θα έπρεπε να προβούν σε καταστατικές αλλαγές οι οποίες, εν πάση περιπτώσει, δεν αποκλείονταν από το ιδρυτικό τους έγγραφο.

Οι εφεσίβλητοι υποστηρίζουν ακόμα ότι οι συγκεκριμένες συμφωνίες ήταν παράνομες διότι από ό,τι προκύπτει από την ενώπιον του δικαστηρίου μαρτυρία, το ιδρυτικό έγγραφο των εφεσειόντων δεν τους παρείχε τη δυνατότητα να καταρτίζουν συμφωνία που στην ουσία αποτελούσε παραχώρηση χρηματοδότησης.

Και αυτό το επιχείρημα θα πρέπει να απορριφθεί. Οι εφεσεί[*298]οντες ουδέποτε συμφώνησαν να ασκήσουν καθήκοντα χρηματιστών, αλλά απλώς, να αποκτήσουν ποσοστό στο μετοχικό κεφάλαιο των εφεσιβλήτων 1.

Πολύ σωστά, συνεπώς, το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι η συγκεκριμένη συμπεριφορά των εφεσειόντων δεν αποτελούσε άσκηση οποιασδήποτε εργασίας, αλλά επένδυση μέρους της περιουσίας των εφεσειόντων σε μετοχές των εφεσιβλήτων 1.

Οι εφεσίβλητοι υποστηρίζουν τέλος ότι η επίδικη συμφωνία είναι παράνομη γιατί σύμφωνα με τον όρο 5 του Τεκμηρίου 1, οι εφεσείοντες αναλάμβαναν τη δέσμευση όπως κατά τους πρώτους τρεις μήνες διαπραγμάτευσης των μετοχών των εφεσιβλήτων 1 στο Χρηματιστήριο, δεν θα προέβαιναν σε πώληση των μετοχών σε ποσοστό πέραν του 10% των μετοχών που κατείχαν. Η πρόνοια αυτή, σύμφωνα πάντα με τους εφεσίβλητους, είναι αντίθετη με την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και την περί Χρηματιστηρίου Αξιών νομοθεσία, αφού σκοπός της δέσμευσης είναι η παρέμβαση στην ελεύθερη διαπραγμάτευση των μετοχών της εταιρείας και ο επηρεασμός της ελεύθερης διακύμανσης των μετοχών.

Δεν συμφωνούμε με τους εφεσίβλητους. Οι συγκεκριμένοι όροι δεν φαίνεται να προσκρούουν είτε στη χρηματιστηριακή νομοθεσία ή στην καλή πίστη ή στα χρηστά ήθη. Ανάλαβαν την υποχρέωση να μη μεταβιβάσουν ποσοστό των μετοχών που θα αποκτούσαν και δεν συμφωνούμε ότι μια τέτοια αυτοδέσμευση είναι, είτε δόλια, είτε ανήθικη. Προφανής ο λόγος να βοηθηθεί η εταιρεία των εφεσιβλήτων στα αρχικά στάδια του εγχειρήματος.

Οι εφεσίβλητοι υποστηρίζουν περαιτέρω ότι οι πρόνοιες των Άρθρων 58Α(2)(β) και 58Β του Νόμου 42(Ι)/2000 είναι αντισυνταγματικές επειδή προσκρούουν στα Άρθρα 21, 23 και 25 του Συντάγματος. Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν εξέτασε την εισήγηση που τέθηκε και ενώπιόν του επειδή κατέληξε ότι οι πρόνοιες του Νόμου δεν είχαν εφαρμογή σε ιδιωτικές εταιρείες.

Ως προς την παραβίαση του Άρθρου 21 το οποίο προστατεύει το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι, οι εφεσίβλητοι υποστηρίζουν ότι οι μέτοχοι εταιρείας γίνονται μέλη της με δική τους επιλογή και δεν μπορεί νόμος να υποχρεώνει την επιστροφή των χρημάτων. Κάτι τέτοιο συνιστά ανεπίτρεπτη επέμβαση στα κεκτημένα δικαιώματα των υπολοίπων μετόχων που αναγκάζονται να επιστρέψουν τα χρήματα σε αριθμό «συνεταίρων τους» [*299]με σοβαρότατες επιπτώσεις στα δικά τους συμφέροντα.

Ως προς την αντισυνταγματικότητα του Νόμου έναντι του Άρθρου 23 του Συντάγματος, το οποίο προστατεύει το δικαίωμα κτήσης και απόλαυσης κινητής και ακίνητης περιουσίας, οι εφεσίβλητοι υποστηρίζουν ότι ο Νόμος αναγκάζει την εταιρεία να επιστρέψει χρήματα, ασχέτως της τρέχουσας αξίας της μετοχής. Ουσιαστικά αναγκάζει την εταιρεία σε απώλεια των περιουσιακών της στοιχείων, επεμβαίνοντας και παραβιάζοντας έτσι το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα ιδιοκτησίας εταιρείας, αφού αφαιρεί απ’ αυτήν πόρους και χρήματα. Οι εφεσίβλητοι τέλος υποστηρίζουν ότι παραβιάζεται το δικαίωμα άσκησης οποιουδήποτε επαγγέλματος που προστατεύεται από το Άρθρο 25.

Τα επιχειρήματα των εφεσιβλήτων δεν ευσταθούν. Όπως έχει ήδη αποφασιστεί (Investylia v. Livadhiotis Bros Investments Ltd (2005) 1Α Α.Α.Δ. 704 και Harvest Capital Management Ltd ν. Ταμάσιου (2003) 1Γ Α.Α.Δ. 1683), η απαίτηση για επιστροφή χρημάτων στη βάση του Άρθρου 3(3) είναι απόλυτα συνταγματική και δεν υπάρχει σύγκρουση ούτε με το Άρθρο 21, ούτε με το Άρθρο 23, αλλά ούτε με το Άρθρο 25 του Συντάγματος.  Περαιτέρω το Ανώτατο Δικαστήριο δεν διαπίστωσε οποιαδήποτε σύγκρουση του Νόμου 42(Ι)/2000 με τον περί Εταιρειών Νόμο, Κεφ. 113 και προχώρησε επιβεβαιώνοντας την έκδοση του αιτηθέντος διατάγματος για επιστροφή του καταβληθέντος ποσού (βλέπε ακόμα Lapertas Fisheries Ltd ν. Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 335, όπου υποδείχθηκε ότι υπάρχουν αστικές διαδικασίες για τη διεκδίκηση της επιστροφής χρημάτων). Όπως εξάλλου επισημάνθηκε στην υπόθεση Harvest Capital Management Ltd ν. Ταμάσιου, ανωτέρω, εν όψει των προβλημάτων που δημιουργήθηκαν, ο νομοθέτης καθόρισε ποιος ο εύλογος χρόνος και περαιτέρω έδωσε το δικαίωμα στον επενδυτή να μπορεί να θεωρήσει στην ουσία ως τερματισθείσα τη σύμβασή του με την εταιρεία και να απαιτήσει επιστροφή των καταβληθέντων χρημάτων, όπου υπήρχε υπέρβαση του εύλογου αυτού χρόνου. Η εταιρεία έχει το δικαίωμα να επιτύχει παράταση του χρόνου επιστροφής των χρημάτων, αναλόγως των συνθηκών.

Οι εφεσείοντες επένδυσαν αποκτώντας μετοχές των εφεσιβλήτων 1 με την προσδοκία ότι αυτές θα εισήγονταν στο Χρηματιστήριο μέσα σε εύλογο χρόνο, ο οποίος τελικά καθορίστηκε και συμφωνήθηκε μεταξύ των συμβαλλομένων μερών. Οι προσδοκίες τους όμως δεν εκπληρώθηκαν αφού οι εφεσίβλητοι 1 δεν προχώρησαν ούτε καν στις τυπικές αποφάσεις του διοικητικού [*300]τους συμβουλίου και της έκτακτης γενικής συνέλευσης.

Οι επίμαχες πρόνοιες του Νόμου δεν παραβιάζουν το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι αλλά σκοπεύουν να προστατεύσουν τα συμφέροντα των επενδυτών. Είναι αλήθεια ότι τα άτομα που αγοράζουν μετοχές προχωρούν με δική τους ελεύθερη επιλογή, αλλά βασιζόμενοι πάνω σε κάποιες δεσμεύσεις που η εταιρεία έχει αναλάβει έναντί τους. Συγκεκριμένα την είσοδό της στο Χρηματιστήριο. Ούτε το επιχείρημα ότι βλάπτονται τα συμφέροντα των υπολοίπων μετόχων ευσταθεί, αφού δεν είναι οι μέτοχοι που καλούνται να επιστρέψουν τα χρήματα, αλλά η εταιρεία η οποία κατ’ αθέτηση της συμφωνίας με τον επενδυτή, παρέλειψε να προχωρήσει στη διαδικασία εισόδου της στο Χρηματιστήριο.

Ούτε το Άρθρο 23 του Συντάγματος φαίνεται να παραβιάζεται. Το γεγονός ότι η εταιρεία αναγκάζεται να επιστρέψει τα χρήματα που επενδύθηκαν κάτω από ορισμένες περιστάσεις και μέσα στο πλαίσιο των δεσμεύσεων της εταιρείας για είσοδό της στο Χρηματιστήριο, δεν φαίνεται να παραβιάζει το δικαίωμα κτήσης ή απόλαυσης κινητής ή ακίνητης περιουσίας. Οι συγκεκριμένες  πρόνοιες σκοπό έχουν, όπως είδαμε πιο πάνω, την προστασία του επενδυτή και σαφώς δεν παραβιάζουν οποιοδήποτε συνταγματικό δικαίωμα.

Τέλος δεν βλέπουμε πως οι συγκεκριμένες πρόνοιες παραβιάζουν το δικαίωμα άσκησης οποιουδήποτε επαγγέλματος που προστατεύει το Άρθρο 25 του Συντάγματος.

Θα πρέπει να τονιστεί ότι στην υπόθεση Lapertas Fisheries v. Αστυνομίας, ανωτέρω, κρίθηκε ότι η ποινικοποίηση της παράλειψης υποβολής αίτησης για εισαγωγή τίτλων στο Χρηματιστήριο μέσα σε καθορισμένη προθεσμία, και μάλιστα κατά τρόπο απόλυτο, αποτελεί ανεπίτρεπτη επέμβαση στο δικαίωμα που διασφαλίζεται από το Άρθρο 25.1 του Συντάγματος και εξουδετερώνει την ελευθερία που εγγυάται. Ως παραβιάζουσα το Άρθρο 25 κρίθηκε η ποινικοποίηση της παράλειψης υποβολής της αίτησης.

Εν κατακλείδι ίσως είναι χρήσιμο να επαναλάβουμε το λεχθέν στην υπόθεση Harvest Capital Management Ltd ν. Ταμάσιου, ανωτέρω, ότι είναι επιτρεπτές νομοθετικές πρόνοιες και ρυθμίσεις που σκοπό έχουν την προστασία του δημόσιου συμφέροντος, των κοινωνικών και οικονομικών συμφερόντων, κα[*301]θώς και την προστασία του κοινού και των πολιτών.

Όπως έχει λεχθεί στην υπόθεση Harvest, ανωτέρω, το Άρθρο 23 δεν τυγχάνει εφαρμογής σε νομοθετικές πρόνοιες που απλώς ρυθμίζουν περιουσιακά αστικά δικαιώματα μεταξύ των μερών και όπου οι περιορισμοί δεν επιβάλλονται προς το συμφέρον της πολιτείας ή ενός δημόσιου σώματος (βλέπε επίσης Chimonides v. Manglis (1967) 1 C.L.R. 125).

Εν όψει όλων των πιο πάνω, η αντέφεση θα πρέπει να απορριφθεί. Η έφεση γίνεται αποδεκτή. Η έφεση επιτυγχάνει ενώ η αντέφεση απορρίπτεται.

Εκδίδεται απόφαση υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον όλων των εφεσιβλήτων μαζί και χωριστά για το ισόποσο σε Ευρώ του ποσού των £350.000 με τόκο 6% ετησίως από 17.9.2000 μέχρι εξόφλησης, πλέον έξοδα, τόσο πρωτοδίκως όσο κατ’ έφεση.

Εκδίδεται απόφαση υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον των εφεσιβλήτων. Η αντέφεση απορρίπτεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο