Μαρκίδης Στέλιος ν. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ (2012) 1 ΑΑΔ 324

(2012) 1 ΑΑΔ 324

[*324]8 Μαρτίου, 2012

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]

ΣΤΕΛΙΟΣ ΜΑΡΚΙΔΗΣ,

Εφεσείων,

v.

ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ (ΚΥΠΡΟΥ) ΛΤΔ,

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 303/2008)

 

Συμβάσεις ― Σύμβαση μεταξύ εφεσιβλήτων και εφεσείοντα για παροχή από τους πρώτους στο δεύτερο, πιστωτικών διευκολύνσεων με συμμετοχή του εφεσείοντα σε επενδυτικό σχέδιο, στο πλαίσιο του οποίου ο εφεσείων υπέγραψε, προς όφελος των εφεσιβλήτων, έγγραφο ενεχυρίασης τίτλων αξιών ― Κατά πόσο οι εφεσίβλητοι ήταν ένοχοι για αμέλεια, παράβαση συμφωνίας, παράβαση νομίμων υποχρεώσεων και καθηκόντων και καθυστέρησαν στην πώληση των ενεχυριασθεισών μετοχών ― Κατά πόσον δημιουργήθηκε οποιαδήποτε σχέση εμπιστεύματος μεταξύ των διαδίκων.

Συμβάσεις ― Άρθρο 73 του περί Συμβάσεων Νόμου ― Η υποχρέωση μετριασμού της ζημιάς σύμφωνα με το Άρθρο 73 ισχύει σε περιπτώσεις αποζημιώσεων για αθέτηση συμφωνίας, αλλά δεν ισχύει στις περιπτώσεις που η απαίτηση βασίζεται σε δάνειο.

Τραπεζικό Δίκαιο ― Εγκύκλιοι Κεντρικής Τράπεζας ― Παράβαση των εγκυκλίων της δεν οδηγεί αυτόματα σε ακύρωση συμβατικών πράξεων που έγιναν κατά παράβαση των εγκυκλίων ― Τέτοιες παραβάσεις συνιστούν εσωτερικό θέμα μεταξύ Κεντρικής Τράπεζας και Εμπορικών Τραπεζών και δεν επηρεάζουν την εγκυρότητα συμβάσεων που γίνονται, με τρίτους, κατά παράβαση τους ― Εγκύκλιοι που εκδόθηκαν μετά τη σύναψη μιας συμφωνίας δεν επηρεάζουν αναδρομικά τη νομιμότητα της συμφωνίας.

Απόδειξη ―Αντεξέταση ― Το δικαίωμα της αντεξέτασης τυγχάνει σεβασμού αλλά δεν είναι απεριόριστο και δεν μπορεί να γίνεται με τρόπο που συνιστά κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας ― Το δικαστή[*325]ριο έχει την ευθύνη της διεκπεραίωσης της ενώπιον του διαδικασίας μέσα στα σωστά θεσμικά και χρονικά πλαίσια.

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Το Εφετείο δεν επεμβαίνει στα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων εκτός αν τα συμπεράσματα αυτά είναι παράλογα.

Ο εφεσείων αμφισβήτησε πρωτόδικη απόφαση με την οποία επιδικάστηκε εναντίον του χρεωστικό υπόλοιπο λογαριασμού δυνάμει γραπτής συμφωνίας παροχής πιστωτικών διευκολύνσεων. Η επίδικη συμφωνία αφορούσε συμμετοχή σε σχέδιο υπό την επωνυμία «Εθνοεπενδυτής», στο πλαίσιο του οποίου ο εφεσείων υπέγραψε, προς όφελος των εφεσιβλήτων, έγγραφο ενεχυρίασης τίτλων αξιών.

Με την απόρριψη της υπεράσπισης του εφεσείοντα-εναγομένου, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε και την ανταπαίτηση του με την οποία αξίωσε την επιστροφή ποσού το οποίο είχε ενεχυριάσει, υπό τύπο μετοχών, στους εφεσίβλητους, καθώς και αποζημιώσεις για αμέλεια, παράβαση συμφωνίας, παράβαση νομίμων υποχρεώσεων και καθηκόντων κλπ.

Σύμφωνα με το πρωτόδικο δικαστήριο, ο εφεσείων υπέβαλε αίτηση για συμμετοχή στο σχέδιο παροχής πιστωτικών διευκολύνσεων σε προτιθέμενους επενδυτές, των εφεσιβλήτων και με την υπογραφή της σχετικής συμφωνίας οι εφεσίβλητοι παραχώρησαν στον εφεσείοντα πιστωτικές διευκολύνσεις για συμμετοχή στο προαναφερόμενο σχέδιο. Η σχέση που αναπτύχθηκε μεταξύ των διαδίκων δεν ήταν «εμπιστευματική ή καταπιστευματική», αλλά ήταν απλώς σχέση χρεώστη-δανειστή. Έκρινε μεταξύ άλλων ότι οι εφεσίβλητοι δεν είχαν οποιαδήποτε υποχρέωση να προειδοποιήσουν τον εφεσείοντα για τους όποιους κινδύνους δυνατόν να υπήρχαν σε σχέση με την αγοραπωλησία μετοχών στο ΧΑΚ.

Έκρινε περαιτέρω ότι η ενεχυρίαση τίτλων αξιών, από τον εφεσείοντα στους εφεσίβλητους δεν δημιούργησε οποιαδήποτε υποχρέωση στους εφεσίβλητους έναντι του εφεσείοντα και ότι οι εφεσίβλητοι δεν ενήργησαν ποτέ ως αντιπρόσωποι ή χρηματιστές του εφεσείοντα. 

Η πρωτόδικη απόφαση προσβλήθηκε με 29 λόγους έφεσης.

Πρώτος λόγος έφεσης:

Ήταν εσφαλμένη η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου να διακόψει τον συνήγορο υπεράσπισης στη συνέχιση της αντεξέτασης του [*326]Μ.Ε. 1, παραβιάζοντας έτσι την αρχή της δίκαιης δίκης.

Αποφασίστηκε:

Δεν ήταν αυθαίρετη η διακοπή του συνηγόρου από το δικαστήριο μετά από 5½ ώρες αντεξέτασης σε δύο διαφορετικές ημερομηνίες και αφού το δικαστήριο προειδοποίησε δεόντως το συνήγορο ότι θα έπρεπε να συμπληρώσει την αντεξέταση του μέσα σε εύλογο χρόνο.

Δεύτερος λόγος έφεσης:

Ήταν εσφαλμένη η απόρριψη της πρώτης αίτησης τροποποίησης.

Αποφασίστηκε:

Με τη δεύτερη αίτηση τροποποίησης η οποία έγινε αποδεκτή με τη συναίνεση των εφεσιβλήτων τόσο η έκθεση υπεράσπισης όσο και η ανταπαίτηση διευρύνθηκαν σε μεγάλο βαθμό. Δεν μπορούσε να θεωρηθεί, υπό τις περιστάσεις, ότι ο εφεσείων στερήθηκε οποιουδήποτε δικαιώματος τροποποίησης του δικογράφου του ή ότι επηρεάστηκε το δικαίωμα του για δίκαιη δίκη.

Λόγοι έφεσης 3, 4, 6 και 7:

Το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε στην ερμηνεία της φύσης των εγκυκλίων και λανθασμένα συμπέρανε ότι αποτελούσαν έκφραση εσωτερικών διοικητικών μέτρων και όχι έκφραση δημόσιας πολιτικής.

Αποφασίστηκε:

Ήταν ορθή η πρωτόδικη κρίση ότι δεν αποδείχθηκε, παράβαση των σχετικών εγκυκλίων της Κεντρικής Τράπεζας από τους εφεσίβλητους. Εξάλλου οι εγκύκλιοι στις οποίες αναφερόταν ο εφεσείων ήταν προγενέστερες του ουσιώδους χρόνου. Με τις εγκυκλίους της η Κεντρική Τράπεζα δεν απαγόρευσε τη χορήγηση δανείων για επενδυτικούς σκοπούς.

Λόγοι έφεσης 5 και 10.

Εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρχε οποιαδήποτε σχέση εμπιστεύματος μεταξύ των διαδίκων.

[*327]Αποφασίστηκε:

Ήταν ορθή η σχετική πρωτόδικη κρίση. Οι εφεσίβλητοι δεν είχαν οποιαδήποτε ευθύνη αναφορικά με τη διαχείριση του χαρτοφυλακίου του εφεσείοντα ο οποίος ήταν ελεύθερος να το διαχειριστεί κατά τον τρόπο που επιθυμούσε. Η αναγραφή της λέξης «εμπιστευματοδόχος» σε συγκεκριμένο τεκμήριο αναγράφηκε από το ΧΑΚ και όχι τους διαδίκους και δεν μπορούσε να της αποδοθεί σημασία.

Η σχέση των διαδίκων ήταν απλώς σχέση δανειστή και οφειλέτη.  Ο δανειστής είχε υπέρ του, ως ασφάλεια, την ενεχυρίαση των μετοχών του οφειλέτη.

Λόγοι έφεσης 8, 9 και 18.

Αναφορικά με την κατ’ ισχυρισμό υποχρέωση των εφεσιβλήτων να λάβουν υπόψη τους τα συμφέροντα του εφεσείοντα όταν θα αποφάσιζαν να πουλήσουν τις ενεχυριασθείσες μετοχές του.

Αποφασίστηκε:

Δεν ήταν ορθή η θέση του εφεσείοντα, ότι το «δικαίωμα» που παρεχόταν στην εφεσίβλητη τράπεζα μεταβαλλόταν σε «υποχρέωση» πώλησης των αξιών του εφεσείοντα όταν οι ενεχυριασθείσες αξίες έφθαναν στο κατώτατο όριο του περιθωρίου ασφαλείας. Υπό τις συνθήκες αυτές δεν δημιουργείτο σχέση εμπιστεύματος.

Λόγος έφεσης 11.

Ήταν εσφαλμένο το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι το έγγραφο ενεχυρίασης μετοχών υπογράφηκε στην παρουσία δύο ικανών μαρτύρων.

Αποφασίστηκε :

Από τη στιγμή που η μαρτυρία της Μ.Ε. 1 έγινε δεκτή ως αξιόπιστη το προαναφερόμενο συμπέρασμα ήταν αναπόφευκτο εφόσον η μάρτυρας ανέφερε τα ονόματα των δύο (ικανών) μαρτύρων που ήταν παρόντες κατά την υπογραφή του εγγράφου.

Δεν υπήρχε οποιοσδήποτε λόγος επέμβασης στα ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου δικαστηρίου.

[*328]Λόγοι έφεσης 16, 17 και 28.

Σχετικά τα ευρήματα περί αξιοπιστίας της Μ.Ε. 1 και αναξιοπιστίας του εναγόμενου-εφεσείοντα.

Αποφασίστηκε:

Δεν υπήρχε οποιοσδήποτε λόγος επέμβασης στα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου. Το πρωτόδικο δικαστήριο αξιολόγησε τη μαρτυρία και καθοδηγήθηκε ορθά για τους λόγους που παρέθεσε.

Λόγοι έφεσης 12, 13, 14 και 23.

Ήταν εσφαλμένα τα συμπεράσματα ως προς την απόδειξη του χρεωστικού υπολοίπου και την απόδειξη των εντολών του εφεσείοντα για αγορά και πώληση μετοχών.

Αποφασίστηκε:

Η μαρτυρία του εφεσείοντα, που ήταν η μοναδική μαρτυρία που δόθηκε εκ μέρους του, αποδείχθηκε ως αναξιόπιστη. Η αμφισβήτηση των εντολών του, από τον εφεσείοντα, ήταν γενική και αόριστη και δεν έγινε δεκτή από το πρωτόδικο δικαστήριο. Εν πάση περιπτώσει οι εντολές δίνονταν προς τη χρηματιστηριακή εταιρεία και όχι προς τους εφεσίβλητους.

Λόγος έφεσης 15.

Ισχυριζόμενη επαγγελματική αμέλεια εκ μέρους των εφεσιβλήτων.

Αποφασίστηκε:

Η υποχρέωση των εφεσιβλήτων, ήταν να πωλήσουν τις ενεχυριασθείσες μετοχές, όταν οι ίδιοι το αποφάσιζαν, στην τρέχουσα τιμή της αγοράς, τη δεδομένη στιγμή. Δεν υπήρξε μαρτυρία ότι οι μετοχές δεν πωλήθηκαν στην τρέχουσα τιμή της αγοράς τη δεδομένη στιγμή.

Λόγος έφεσης 19.

Ισχυρισμός ότι οι εφεσίβλητοι παρέβησαν τη δημόσια πολιτική.

Αποφασίστηκε:

Οι εγκύκλιοι της Κεντρικής Τράπεζας δεν συνιστούσαν έκφραση [*329]δημόσιας πολιτικής. Εν πάση όμως περιπτώσει δεν αποδείχθηκε ότι οι εφεσίβλητοι καταστρατήγησαν τις εγκυκλίους αυτές ούτε και ότι οι εγκύκλιοι, στις οποίες ο εφεσείων στηρίχθηκε, ίσχυαν κατά τον ουσιώδη χρόνο.

Λόγος έφεσης 20.

Η κατ’ ισχυρισμόν καθυστέρηση στην πώληση των ενεχυριασθεισών μετοχών.

Αποφασίστηκε:

Οι εφεσίβλητοι επέδειξαν μεγάλη υπομονή δίνοντας στον εφεσείοντα κάθε δυνατή ευκαιρία να ξεπληρώσει το χρέος του, πριν αποφασίσουν να πωλήσουν τις μετοχές του. Δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι οι εφεσίβλητοι επέδειξαν οποιαδήποτε ολιγωρία ή ότι το δικαίωμά τους για εξόφληση του δανείου παραγράφηκε ή επηρεάστηκε δυσμενώς.

Λόγος έφεσης 21 και 22.

Αναφορικά με το Άρθρο 67 του περί Συμβάσεων Νόμου και  την υποχρέωση μετριασμού της ζημιάς σύμφωνα με το Άρθρο 73 του περί Συμβάσεων Νόμου.

Αποφασίστηκε:

Το Άρθρο 67 δεν ίσχυε στην παρούσα  που αφορούσε σε σύμβαση δανείου. Η υποχρέωση του χρεώστη να εξοφλήσει το δάνειο του δεν επηρεάζεται από την οποιαδήποτε παράλειψη του πιστωτή. Στην προκειμένη δεν αποδείχθηκε οποιαδήποτε αντισυμβατική παράλειψη του πιστωτή.

Η υποχρέωση μετριασμού της ζημιάς σύμφωνα με το Άρθρο 73 του περί Συμβάσεων Νόμου ισχύει σε περιπτώσεις αποζημιώσεων για αθέτηση συμφωνίας, αλλά δεν ισχύει στις περιπτώσεις που η απαίτηση βασίζεται σε δάνειο.

Λόγος έφεσης 26.

Ότι θα έπρεπε να είχε δοθεί η ευκαιρία στον εφεσείοντα να ζητήσει ανεξάρτητη νομική συμβουλή.

Αποφασίστηκε:

Η παρούσα δεν ήταν από τις περιπτώσεις στις οποίες επιβάλλεται [*330]όπως προειδοποιηθεί ο χρεώστης για την ανάγκη λήψης ανεξάρτητης νομικής συμβουλής. Επρόκειτο για σχέση χρεώστη-δανειστή στην οποία δεν είναι απαραίτητη η παροχή ανεξάρτητης νομικής συμβουλής.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Marketrends v. Πέρδικου (2006) 1(Β) Α.Α.Δ. 1042,

Συρίμη ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Παγκυπριακή Λίμιτεδ (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 1131,

Καλλικάς ν. Ελληνικής Τράπεζας Λτδ (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 1238,

Γιάλλουρου ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ κ.ά. (2011) 1 Α.Α.Δ. 1635,

China and South Sea Bank v. Tan [1989] 3 All E.R. 839.

Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Σάντης, Α.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 5635/04), ημερομηνίας 30/6/2008.

Αντ. Παπαντωνίου, για τον Εφεσείοντα.

Χρ. Κότσαπα (κα.) με Μ. Ιεροκηπιώτου (κα.) για Α. Τριανταφυλλίδης & Υιοί, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάτος.

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Οι εφεσίβλητοι καταχώρησαν αγωγή με την οποία αξίωναν από τον εφεσείοντα ποσό €138.908,97.- ως χρεωστικό υπόλοιπο λογαριασμού δυνάμει γραπτής συμφωνίας παροχής πιστωτικών διευκολύνσεων, ημερ. 4.5.98, πλέον τόκο προς 11.5% το χρόνο επί του ποσού αυτού από 1.1.2004. Ο τόκος κεφαλαιοποιείτο την 30η Ιουνίου και 31η Δεκεμβρίου κάθε χρόνου μέχρι εξοφλήσεως.

[*331]Ο εφεσείων με την υπεράσπιση του απέρριψε την αξίωση των εφεσιβλήτων και με την ανταπαίτηση του αξίωσε την επιστροφή ποσού €17.940,32.- το οποίο ενεχυριάσε, υπό τύπο μετοχών, στους εφεσίβλητους, στα πλαίσια της προαναφερόμενης συμφωνίας, καθώς και αποζημιώσεις για αμέλεια, παράβαση συμφωνίας, παράβαση νομίμων υποχρεώσεων και καθηκόντων κλπ.

Ήταν παραδεκτά γεγονότα μεταξύ των διαδίκων ότι οι εφεσίβλητοι είναι τραπεζικός οργανισμός εγγεγραμμένος συμφώνως προς το νόμο, και διεξάγει τραπεζικές εργασίες, ότι ο εφεσείων στις 4.5.98 υπέγραψε αίτηση για συμμετοχή στο σχέδιο «Εθνοεπενδυτής», ενώ στις 12.5.98 υπέγραψε επιστολή αποδοχής των όρων του σχεδίου (Τεκμήριο 2). Την 28.12.98 ο εφεσείων αποδέχθηκε αύξηση του ορίου της πιστωτικής διευκόλυνσης που του παρείχαν οι εφεσίβλητοι, από £35.000 σε £61.000. Στις 26.8.98 ο εφεσείων υπέγραψε, προς όφελος των εφεσιβλήτων, έγγραφο ενεχυρίασης τίτλων αξιών, ενώ στις 11.6.98 υπέγραψε πληρεξούσιο έγγραφο προς όφελος της Εθνικής Χρηματιστηριακής Λτδ και στις 9.9.2002 υπέγραψε άλλο πληρεξούσιο έγγραφο προς όφελος των εφεσιβλήτων. Οι εφεσίβλητοι άνοιξαν τραπεζικό λογαριασμό στο όνομα του εφεσείοντα τον οποίο έκλεισαν στις 24.11.2003 μεταφέροντας το (χρεωστικό) υπόλοιπο σε λογαριασμό καθυστερήσεων.  Ο εφεσείων έλαβε την επιστολή των εφεσιβλήτων με την οποία τερματίστηκε η λειτουργία του λογαριασμού του.

Οι διάδικοι πρόβαλαν, ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, αντικρουόμενους ισχυρισμούς και θέσεις αναφορικά με τη φύση και τους όρους της μεταξύ τους συμφωνίας καθώς και αναφορικά με τις ενέργειες των εφεσιβλήτων που, κατά τους ίδιους του εφεσίβλητους, ήταν απόλυτα νόμιμες και συμβατές με τις υποχρεώσεις τους, ενώ κατά τον εφεσείοντα συνιστούσαν δόλο, απάτη, ψευδείς παραστάσεις και παράβαση των σχετικών εγκυκλίων της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου.

Το πρωτόδικο δικαστήριο αξιολόγησε την ενώπιον του μαρτυρία και δέχθηκε τη μαρτυρία των εφεσιβλήτων ενώ απέρριψε εκείνη του εφεσείοντα. Στη βάση της προαναφερόμενης αξιολόγησης ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής βρήκε ότι ο εφεσείων στις 4.5.98 υπέβαλε αίτηση για συμμετοχή στο σχέδιο παροχής πιστωτικών διευκολύνσεων σε προτιθέμενους επενδυτές, των εφεσιβλήτων και με την υπογραφή της σχετικής συμφωνίας οι εφεσίβλητοι παραχώρησαν στον εφεσείοντα πιστωτικές διευκολύνσεις για συμμετοχή στο προαναφερόμενο σχέδιο. Βρήκε επίσης, το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι η σχέση που αναπτύχθηκε μεταξύ των διαδίκων [*332]δεν ήταν «εμπιστευματική ή καταπιστευματική», αλλά ήταν απλά σχέση χρεώστη-δανειστή. Οι εφεσίβλητοι δεν είχαν οποιαδήποτε υποχρέωση να προειδοποιήσουν τον εφεσείοντα για τους όποιους κινδύνους δυνατόν να υπήρχαν σε σχέση με την αγοραπωλησία μετοχών στο ΧΑΚ. Όπως παρατήρησε, ένας τραπεζίτης που δίνει δάνειο με σκοπό την επένδυση δεν έχει οποιαδήποτε υποχρέωση προς το δανειζόμενο. Ούτε οποιοδήποτε καθήκον επιμέλειας των εφεσιβλήτων προς τον εφεσείοντα υπήρχε. Η ενεχυρίαση τίτλων αξιών, από τον εφεσείοντα στους εφεσίβλητους δεν δημιούργησε οποιαδήποτε υποχρέωση στους εφεσίβλητους έναντι του εφεσείοντα. Εν πάση περιπτώσει οι εφεσίβλητοι δεν ενήργησαν ποτέ ως αντιπρόσωποι ή χρηματιστές του εφεσείοντα. Ήταν άλλη εταιρεία, η Εθνική Χρηματιστηριακή Λτδ, η οποία ενήργησε ως αντιπρόσωπος του εφεσείοντα. Ούτε και ως διαχειριστές της περιουσίας του εφεσείοντα ενήργησαν ποτέ οι εφεσίβλητοι. Αντίθετα οι εφεσίβλητοι δεν είχαν οποιαδήποτε ανάμειξη στη διαχείριση των μετοχών του εφεσείοντα, ούτε και άσκησαν ποτέ διακριτική ευχέρεια ή έλαβαν οποιαδήποτε απόφαση για αγοραπωλησία μετοχών. Απλά, οι εφεσίβλητοι ως ενεχυροδανειστές είχαν δικαίωμα κατάθεσης των δικαιωμάτων που προέκυπταν από τις ενεχυριασμένες μετοχές έναντι του δανείου τους. Επίσης αυτοί χρέωναν και ποσοστό 1% ως δικαιώματα διαχείρισης επί των αγορών. Αυτό όμως δεν καθιστούσε τους εφεσίβλητους διαχειριστές του χαρτοφυλακίου του εφεσείοντα.

Το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε και στην υπόθεση Marketrends v. Πέρδικου (2006) 1(Β) Α.Α.Δ. 1042 και παρατήρησε ότι διαφοροποιείται από την παρούσα υπόθεση εφόσον, σ’ εκείνη την υπόθεση, οι μετοχές είχαν εγγραφεί στο όνομα των δανειστών ενώ στην παρούσα υπόθεση έγινε απλή ενεχυρίαση των μετοχών του χρεώστη, στους δανειστές.

Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε επίσης στο συμπέρασμα ότι η συμφωνία μεταξύ των διαδίκων έδινε απλά δικαίωμα πώλησης των μετοχών που ενεχυριάστηκαν, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, στους εφεσίβλητους, κατά την απόλυτη κρίση τους, και ουδεμία υποχρέωση είχαν οι εφεσίβλητοι έναντι του εφεσείοντα αναφορικά με την πώληση των μετοχών που ενεχυριάστηκαν. Εξάλλου καθόλη τη διάρκεια της ενεχυρίασης ο εφεσείων είχε δικαίωμα πώλησης των μετοχών του.

Αναφορικά με την απόδειξη της αξίωσης των εφεσιβλήτων, το πρωτόδικο δικαστήριο παρατήρησε ότι με την κατάθεση της κατάστασης λογαριασμού ημερ. 26.11.2003 (τεκμήριο 25) οι εφεσίβλη[*333]τοι απέδειξαν το υπόλοιπο που ο εφεσείων τους όφειλε. Το περιεχόμενο του τεκμηρίου 25 παρέμεινε ουσιαστικά αδιαμφισβήτητο, ενώ δεν προσκομίστηκε και οποιαδήποτε άλλη αξιόπιστη μαρτυρία που να ανατρέπει ή να διαφοροποιεί με οποιοδήποτε τρόπο το περιεχόμενο του. Το πρωτόδικο δικαστήριο συμπέρανε ότι ο λογαριασμός του εφεσείοντα άρχισε να παρουσιάζει προβλήματα γύρω στου Ιούλιο του 2000 και γι’ αυτό οι εφεσίβλητοι άρχισαν να του αποστέλλουν σχετικές επιστολές. Η αλληλογραφία άρχισε από την 11.7.2000 και συνεχίστηκε μέχρι και την 8.9.2003 (τεκμήρια 27-43). Ο εφεσείων καλείτο, με την προαναφερόμενη αλληλογραφία, από τους εφεσίβλητους, να καταθέσει πρόσθετη εξασφάλιση ένεκα της πτώσης της αξίας των μετοχών του και να συμμορφωθεί με τους όρους της συμφωνίας. Πληροφορείτο επίσης ότι ο λογαριασμός του βρισκόταν σε υπέρβαση του ορίου του και ότι ο εφεσείων θα έπρεπε να φρόντιζε για την επαναφορά του μέσα στα συμφωνηθέντα πλαίσια. Ο εφεσείων ουδέποτε επικοινώνησε με τους εφεσίβλητους, είτε για να εκφράσει τη διαφωνία του με τις συναλλαγές που του αποδίδονταν, είτε για να παραπονεθεί για οτιδήποτε άλλο. Σε διάφορα διαστήματα ο εφεσείων απέσυρε κέρδη, από το λογαριασμό του, συνολικού ύψους σχεδόν £60.000.

Κατά τον τερματισμό της συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων οι εφεσίβλητοι είχαν ενεχυριασμένες προς όφελος τους τις αξίες που αναφέρονται στο τεκμήριο 44. Το πρωτόδικο δικαστήριο βρήκε ότι οι αξίες εκείνες πουλήθηκαν προσηκόντως από την Εθνική Χρηματιστηριακή Λτδ, στην τρέχουσα τιμή που ετύγχανε διαπραγμάτευσης στο ΧΑΚ και το προϊόν πώλησης κατατέθηκε στο λογαριασμό του εφεσείοντα. Κατά το πρωτόδικο δικαστήριο οι εφεσίβλητοι επέδειξαν υποδειγματική υπομονή προς τον εφεσείοντα δίνοντας του κάθε ευκαιρία να ξεπληρώσει το χρέος του.

Αναφορικά με τη συμφωνία των διαδίκων το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι ήταν καθόλα νόμιμη και με κανένα τρόπο ετεροβαρής ή αντίθετη με τη δημόσια πολιτική και το δημόσιο συμφέρον όπως ισχυρίστηκε ο εφεσείων. Δεν υπήρξε παραβίαση των εγκυκλίων της Κεντρικής Τράπεζας, από τους εφεσίβλητους, αλλά και αν υπήρχε κάτι τέτοιο αυτό δεν θα μπορούσε να δημιουργήσει υπόβαθρο αποφυγής των συμβατικών υποχρεώσεων του εφεσείοντα, αφού με κανένα τρόπο η όποια παραβίαση δεν θα επηρέαζε τη νομιμότητα και τη δεσμευτικότητα της συμφωνίας των διαδίκων. 

Το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε και στην τροποποιημένη υπεράσπιση και ανταπαίτηση που καταχωρίστηκε από τον εφεσείοντα στις 30.6.2006 μετά από την έκδοση εκ συμφώνου διατάγ[*334]ματος τροποποίησης. Παρατηρεί, συναφώς, το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι μετά την απόρριψη της αίτησης του εφεσείοντα για τροποποίηση του δικογράφου του αυτός καταχώρησε έφεση την οποία απέσυρε στη συνέχεια και αργότερα καταχώρησε νέα αίτηση τροποποίησης στην οποία συναίνεσαν οι εφεσίβλητοι.

Σε σχέση με τόκους και άλλες χρεώσεις στο λογαριασμό του εφεσείοντα το πρωτόδικο δικαστήριο παρατήρησε ότι δεν υπήρξε ουσιαστική αμφισβήτηση στον τρόπο υπολογισμού τους ή σε οτιδήποτε άλλο παρεμφερές.

Για την ανταπαίτηση, την οποία απέρριψε, το πρωτόδικο δικαστήριο παρατήρησε ότι στερείτο αξιόπιστης νομικής και πραγματικής βάσης. Ως αποτέλεσμα εκδόθηκε απόφαση υπέρ των εφεσιβλήτων για ποσό €192.467,47.- με τόκο προς 11.5% ετησίως επί του προαναφερόμενου ποσού από 1.1.2008 κεφαλαιοποιουμένου την 30η Ιουνίου και 31η Δεκεμβρίου κάθε έτους.

Με την έφεση προσβάλλεται η πρωτόδικη απόφαση με 29 λόγους έφεσης.

Με τον πρώτο λόγο έφεσης προσβάλλεται η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου, «όλως αυθαίρετα», να διακόψει τον ευπαίδευτο συνήγορο υπεράσπισης στη συνέχιση της αντεξέτασης του Μ.Ε. 1, παραβιάζοντας έτσι την αρχή της δίκαιης δίκης.

Δεν ήταν αυθαίρετη η διακοπή του συνηγόρου από το δικαστήριο μετά από 5½ ώρες αντεξέτασης σε δύο διαφορετικές ημερομηνίες και μετά που το δικαστήριο προειδοποίησε δεόντως το συνήγορο ότι θα έπρεπε να συμπληρώσει την αντεξέταση του μέσα σε εύλογο χρόνο. Το δικαίωμα της αντεξέτασης τυγχάνει σεβασμού αλλά δεν είναι απεριόριστο και δεν μπορεί να γίνεται με τρόπο που συνιστά κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας. Το δικαστήριο έχει την ευθύνη της διεκπεραίωσης της ενώπιον του διαδικασίας μέσα στα σωστά θεσμικά και χρονικά πλαίσια. Στην παρούσα υπόθεση το πρωτόδικο δικαστήριο όχι μόνο προειδοποίησε το συνήγορο για την ανάγκη συμπλήρωσης της αντεξέτασης της Μ.Ε. 1 αλλά τον προειδοποίησε και για επαναλήψεις που γίνονταν. Στη σελ. 14 των πρακτικών υπάρχει παρέμβαση του δικαστηρίου αναφορικά με επανάληψη στην αντεξέταση αναφορικά με τις συνθήκες υπό τις οποίες υπογράφηκε η συμφωνία μεταξύ των διαδίκων.  Στη σελ. 44 των πρακτικών υπάρχει και πάλι παρέμβαση του δικαστηρίου αναφορικά με επανάληψη ερωτήσεων του συνηγόρου υπεράσπισης σε σχέση με την αξία του χαρτοφυλακίου του εφεσεί[*335]οντα. Στη σελ. 47 των πρακτικών υπάρχει σαφής προειδοποίηση του δικαστηρίου αναφορικά με την ανάγκη συμπλήρωσης της αντεξέτασης και βεβαίωση του συνηγόρου υπερασπίσεως ότι η αντεξέταση συμπληρώνεται. Παρά ταύτα η αντεξέταση κράτησε άλλες δύο και πλέον ώρες (δέστε σελ. 62). Στη σελ. 60 των πρακτικών φαίνεται αντεξέταση του συνηγόρου υπερασπίσεως όχι επί πραγματικών θεμάτων αλλά επί νομικών σημείων για τα οποία αποκλειστικήν αρμοδιότητα έχει το δικαστήριο. Με αυτά τα δεδομένα δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η διακοπή της αντεξέτασης ήταν αυθαίρετη ή ότι επηρεάστηκε το δικαίωμα του εφεσείοντα σε δίκαιη δίκη.

Ο δεύτερος λόγος έφεσης αφορά την απόρριψη της πρώτης αίτησης τροποποίησης. Πράγματι η πρώτη αίτηση τροποποίησης απορρίφθηκε. Στη συνέχεια όμως καταχωρίστηκε έφεση εναντίον της απόφασης εκείνης η οποία αποσύρθηκε. Αμέσως μετά έγινε δεύτερη αίτηση τροποποίησης η οποία, με τη συναίνεση των εφεσιβλήτων έγινε αποδεχτή. Με τη δεύτερη αίτηση τροποποίησης τόσο η έκθεση υπεράσπισης όσο και η ανταπαίτηση διευρύνθηκαν σε μεγάλο βαθμό. Δεν μπορεί να θεωρηθεί, υπό τις περιστάσεις, ότι ο εφεσείων στερήθηκε οποιουδήποτε δικαιώματος τροποποίησης του δικογράφου του ή ότι επηρεάστηκε το δικαίωμα του για δίκαιη δίκη. Όλοι ουσιαστικά οι λόγοι τους οποίους ήθελε να περιλάβει στο δικόγραφο του ο εφεσείων ενσωματώθηκαν στο δικόγραφο του, με τη δεύτερη τροποποίηση.

Οι λόγοι έφεσης 3, 4, 6 και 7 αφορούν στην κατ’ ισχυρισμό παράβαση των εγκυκλίων της Κεντρικής Τράπεζας από τους εφεσίβλητους. Κατά τον εφεσείοντα το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε στην ερμηνεία της φύσης των εγκυκλίων και λανθασμένα συμπέρανε ότι αποτελούσαν έκφραση εσωτερικών διοικητικών μέτρων και όχι έκφραση δημόσιας πολιτικής. Κατά τον εφεσείοντα, το πρωτόδικο δικαστήριο αγνόησε και σχετική νομολογία.

Συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο ότι δεν αποδείχθηκε,  καταρχήν, παράβαση των σχετικών εγκυκλίων της Κεντρικής Τράπεζας από τους εφεσίβλητους. Εξάλλου οι εγκύκλιοι στις οποίες αναφέρεται ο εφεσείων ήταν προγενέστερες του ουσιώδους χρόνου δεδομένου ότι, την 28.7.2000, όταν η Κεντρική Τράπεζα ήρε όλα τα περιοριστικά μέτρα, ο λογαριασμός του εφεσείοντα ήταν καλυμμένος και εντός των συμφωνηθέντων πλαισίων. Εν πάση περιπτώσει σε σειρά πρόσφατων αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου τονίστηκε ότι, ακόμα και τυχόν παράβαση των εγκυκλίων της Κεντρικής Τράπεζας, δεν οδηγεί αυτόματα σε ακύρωση συμ[*336]βατικών πράξεων που έγιναν κατά παράβαση των εγκυκλίων. Τέτοιες παραβάσεις συνιστούν εσωτερικό θέμα μεταξύ Κεντρικής Τράπεζας και Εμπορικών Τραπεζών και δεν επηρεάζουν την εγκυρότητα συμβάσεων που γίνονται, με τρίτους, κατά παράβαση τους – Δέστε: Συρίμη ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Παγκυπριακή Λίμιτεδ (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 1131. Στην υπόθεση εκείνη, που σε πολλά σημεία προσομοιάζει με την παρούσα, τονίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι ο σχετικός Ν. 66(Ι)/97 δεν απαγόρευε την επίδικη συναλλαγή ούτε και το Άρθρο 23 του Κεφ. 149 την καθιστούσε άκυρη. Στην υπόθεση Καλλικάς ν. Ελληνικής Τράπεζας Λτδ (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 1238 τονίστηκε ότι, συμφωνία δεν είναι παράνομη ως αποτέλεσμα παραβάσεως εγκυκλίων της Κεντρικής Τράπεζας και της παράλειψης της εμπορικής τράπεζας να αποκαλύψει τις εγκυκλίους στον πελάτη της. Οι εγκύκλιοι δεν διαμορφώνουν δημόσια πολιτική.  Εν πάση περιπτώσει, με τις εγκυκλίους της η Κεντρική Τράπεζα δεν απαγόρευσε τη χορήγηση δανείων για επενδυτικούς σκοπούς αλλά σύστηνε στις τράπεζες να τα περιορίσουν και να είναι πιο προσεχτικές.

Η φύση των εγκυκλίων της Κεντρικής Τράπεζας εξετάστηκε και στην υπόθεση Γιάλλουρου ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ κ.ά. (2011) 1 Α.Α.Δ. 1635, στην οποία τονίστηκε ότι εγκύκλιοι της Κεντρικής Τράπεζας που εκδόθηκαν μετά τη σύναψη μιας συμφωνίας δεν επηρεάζουν αναδρομικά τη νομιμότητα της συμφωνίας.

Υιοθετώντας τις προαναφερόμενες αποφάσεις καταλήγουμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά έκρινε τη φύση των εγκυκλίων της Κεντρικής Τράπεζας, ορθά τις ερμήνευσε και ορθά κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ούτε οποιαδήποτε παραβίαση των εγκυκλίων από τους εφεσίβλητους αποδείχθηκε αλλά ούτε και οποιαδήποτε ακυρότητα της επίδικης συμφωνίας διαπιστώθηκε, εξαιτίας των εγκυκλίων της Κεντρικής Τράπεζας.

Οι λόγοι έφεσης 5 και 10 αφορούν στην κατ’ ισχυρισμό σχέση εμπιστευματοδόχου και στην κατ’ ισχυρισμό δημιουργία εμπιστεύματος. Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρχει, στην παρούσα υπόθεση, οποιαδήποτε σχέση εμπιστεύματος μεταξύ των διαδίκων. Διαφοροποίησε την απόφαση Marketrends (ανωτέρω) επί των γεγονότων. Ο εφεσείων βασίζεται, μεταξύ άλλων, στο τεκμήριο 44 που είναι συγκεντρωτική κατάσταση λογαριασμού επενδυτή, του ΧΑΚ, στην οποία αναγράφεται «επενδυτικός λογαριασμός – εμπιστευματοδόχος: Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ – Υπηρεσία Εθνοεπενδυτή». Βασίζεται επίσης στη χρέωση ποσοστού 1% ως δικαιώματα διαχείρισης που τον χρέωναν οι [*337]εφεσίβλητοι. Συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο ότι από την επίδικη συμφωνία αλλά και από όλες τις περιβάλλουσες συνθήκες δεν διαφαίνεται οποιαδήποτε σχέση εμπιστεύματος μεταξύ των διαδίκων. Το ποσοστό του 1% που χρέωναν οι εφεσίβλητοι φαίνεται να ήταν χρέωση για τη διαχείριση του λογαριασμού του εφεσείοντα και όχι του χαρτοφυλακίου του. Οι εφεσίβλητοι δεν είχαν οποιαδήποτε ευθύνη αναφορικά με τη διαχείριση του χαρτοφυλακίου του εφεσείοντα ο οποίος ήταν ελεύθερος να το διαχειριστεί κατά τον τρόπο που επιθυμούσε. Όσον αφορά την αναγραφή της λέξης «εμπιστευματοδόχος» στο προαναφερόμενο τεκμήριο 44 παρατηρούμε ότι δεν μπορεί να της δοθεί οποιαδήποτε σημασία εφόσον αναγράφηκε από το ΧΑΚ και όχι τους διαδίκους και εφόσον στο ίδιο τεκμήριο 44 αναγράφεται στα αγγλικά «Pledgee» - Εθνική Τράπεζα Λτδ και «Pledgor” –Μαρκίδης Στέλιος. Συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο ότι η σχέση των διαδίκων ήταν απλά σχέση δανειστή και οφειλέτη.  Ο δανειστής είχε υπέρ του, ως ασφάλεια, την ενεχυρίαση των μετοχών του οφειλέτη.

Οι λόγοι έφεσης 8, 9 και 18 αφορούν στην κατ’ ισχυρισμό υποχρέωση των εφεσιβλήτων να λάβουν υπόψη τους τα συμφέροντα του εφεσείοντα όταν θα αποφάσιζαν να πουλήσουν τις ενεχυριασθείσες μετοχές του. Ο ισχυρισμός αυτός βασίζεται ουσιαστικά στα τεκμήρια 2 και 18. Το τεκμήριο 2, ημερ. 12.5.98, είναι επιστολή των εφεσιβλήτων προς τον εφεσείοντα η οποία υπογράφεται και από τις δύο πλευρές. Σ’ αυτήν αναγράφεται, αναφορικά με την παράγραφο 7 των όρων της μεταξύ των διαδίκων συμφωνίας, ότι «σε περίπτωση που το περιθώριο ασφάλειας περιοριστεί κάτω από το αναφερόμενο ποσοστό, τότε η Τράπεζα θα καταβάλει προσπάθειες, χωρίς αυτό να είναι στις υποχρεώσεις της, να σας ειδοποιήσει σχετικά προκειμένου να προβείτε, το αργότερο εντός 24 ωρών, στην τακτοποίηση του λογαριασμού σας. Ευνόητο ότι εάν δεν υπάρξει τακτοποίηση της εκκρεμότητας, η Τράπεζα θα ενεργήσει όπως προνοεί ο αναφερόμενος όρος, δηλαδή κλείσιμο του λογαριασμού σας και πώληση ολόκληρου του χαρτοφυλακίου σας.»   Στο τέλος του τεκμηρίου 2 αναγράφεται ότι, εφόσον ο εφεσείων αποδέχεται τα προαναφερόμενα, θα πρέπει να υπογράψει το αντίγραφο της επιστολής και να το επιστρέψει στους εφεσίβλητους, όπως και έγινε. Κατά τον εφεσείοντα το περιεχόμενο του τεκμηρίου 2 σε συνδυασμό με το περιεχόμενο και του τεκμηρίου 18, το οποίο αντικαθιστά το περιθώριο ασφάλειας από ποσοστό 120% σε ποσοστό 130%, διαφοροποιούν τον προαναφερόμενο όρο 7 της, μεταξύ των διαδίκων συμφωνίας, για παροχή πιστωτικών διευκολύνσεων. Είναι θέση του εφεσείοντα, ότι το δικαίωμα πώλησης των αξιών του που έχει η εφεσίβλητη τράπεζα δυνάμει του όρου 7, [*338]μετατρέπεται, ουσιαστικά, σε υποχρέωση «να πωλήσει» τις αξίες όταν «η αγοραία αξία του συνόλου των ενεχυριασμένων αξιών και της τυχόν κατάθεσης μετρητών είναι κατώτερη του 130% του ορίου ή του υπολοίπου των πιστωτικών διευκολύνσεων του, εάν αυτό τύχει να είναι μεγαλύτερο (περιθώριο ασφαλείας/margin of safety).» Στηρίζεται ο εφεσείων ουσιαστικά στο ότι, στο τεκμήριο 2, αναγράφεται ότι η τράπεζα «θα» ενεργήσει όπως προνοεί ο αναφερόμενος όρος, δηλαδή με το κλείσιμο του λογαριασμού του εφεσείοντα και την πώληση ολόκληρου του χαρτοφυλακίου του.

Αντιπαραβάλλοντας το τεκμήριο 1 (συμφωνία πιστωτικών διευκολύνσεων) με το τεκμήριο 2 δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με τη θέση του εφεσείοντα, ότι το «δικαίωμα» που παρέχεται στην εφεσίβλητη  τράπεζα στον όρο 7 του τεκμηρίου 1, μεταβάλλεται σε «υποχρέωση» πώλησης των αξιών του εφεσείοντα όταν οι ενεχυριασθείσες αξίες φθάσουν στο κατώτατο όριο του περιθωρίου ασφαλείας. Δεν συμφωνούμε με τον εφεσείοντα πως η φράση στο τεκμήριο 2 «η Τράπεζα θα ενεργήσει όπως προνοεί ο αναφερόμενος όρος …» διαφοροποιεί τη φύση του όρου 7. Στις υποθέσεις Γιάλλουρου, Καλλικά και Συρίμη (ανωτέρω) συζητήθηκαν θέματα παρόμοια με αυτά που εγείρονται στην παρούσα υπόθεση. Στη Γιάλλουρου αποφασίστηκε ότι το ενεχυριαστήριο έγγραφο και το πληρεξούσιο που δόθηκε προς την επενδυτική εταιρεία δεν δημιουργούσαν παρακαταθήκη ή καταπίστευμα. Στην Καλλικά εξετάστηκε όρος του εγγράφου ενεχυρίασης μετοχών που προσομοιάζει με τον όρο 7 του τεκμηρίου 1 και αποφασίστηκε ότι η τράπεζα δεν είχε υποχρέωση αλλά μόνο δικαίωμα για πώληση των ενεχυριασμένων μετοχών. Η μη άσκηση του δικαιώματος εκείνου δεν είχε οποιαδήποτε συνέπεια στις υποχρεώσεις του χρεώστη έναντι της τράπεζας. Ως προς την υποβολή ότι είχε δημιουργηθεί εμπίστευμα υπέρ του χρεώστη, αποφασίστηκε ότι οι δανειστές δεν κατέστησαν εμπιστευματοδόχοι των μετοχών που είχαν ενεχυριασθεί σ’ αυτούς από τον οφειλέτη και ούτε ήσαν υπεύθυνοι, στον οφειλέτη, για την άσκηση του δικαιώματος πώλησης των μετοχών έστω και αν η αξία των μετοχών μειωνόταν ή εκμηδενιζόταν. Με αναφορά στην αγγλική απόφαση στην υπόθεση China and South Sea Bank v. Tan [1989] 3 All E.R. 839, τονίστηκε ότι η μόνη υποχρέωση του ενεχυριοδανειστή ήταν, σε περίπτωση που αποφάσιζε να ασκήσει το δικαίωμα πώλησης, να το πράξει επιδεικνύοντας εύλογη επιμέλεια ώστε να εξασφαλίσει την τιμή της αγοράς, τη δεδομένη στιγμή. Στη Συρίμη εξηγήθηκε η διαφορά των γεγονότων που ίσχυαν στη Marketrends και υπογραμμίστηκε ότι, σ’ εκείνη την υπόθεση, οι μετοχές είχαν εγγραφεί στο όνομα των χρηματοδοτών-δανειστών ενώ στη Συρίμη οι μετοχές ενεχυριάστηκαν μόνο προς όφε[*339]λος των δανειστών. Υπό τις συνθήκες αυτές δεν δημιουργείται σχέση εμπιστεύματος.

Αναφορικά με τα δικαιώματα του ενεχυροδανειστή καθώς και τις υποχρεώσεις του δέστε επίσης τα Άρθρα 130-139 του Κεφ. 149.

Με το λόγο 11 της έφεσης αμφισβητείται το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι το έγγραφο ενεχυρίασης μετοχών υπογράφηκε στην παρουσία δύο ικανών μαρτύρων. Από τη στιγμή που η μαρτυρία της Μ.Ε. 1 έγινε δεκτή ως αξιόπιστη το προαναφερόμενο συμπέρασμα ήταν αναπόφευκτο εφόσον η μάρτυρας ανέφερε τα ονόματα των δύο (ικανών) μαρτύρων που ήταν παρόντες κατά την υπογραφή του εγγράφου. Το Εφετείο δεν επεμβαίνει στα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων εκτός αν τα συμπεράσματα αυτά είναι παράλογα. Στην παρούσα υπόθεση δεν υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος επέμβασης στα ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου δικαστηρίου. Η αξιοπιστία της Μ.Ε. 1 προσβάλλεται και με τους λόγους έφεσης 16, 17 και 28. Με τους ίδιους λόγους έφεσης προσβάλλονται και τα ευρήματα ως προς την αναξιοπιστία του εναγόμενου-εφεσείοντα. Δεν υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος να επέμβουμε στα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου. Το πρωτόδικο δικαστήριο αξιολόγησε τη μαρτυρία τους, καθοδηγήθηκε ορθά και έκρινε τη Μ.Ε. 1 ως αξιόπιστη και τον εναγόμενο-εφεσείοντα ως αναξιόπιστο, για λόγους που παρέθεσε.

Με τους λόγους έφεσης 12, 13, 14 και 23 αμφισβητούνται τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς την απόδειξη του χρεωστικού υπολοίπου και ως προς την απόδειξη των εντολών του εφεσείοντα για αγορά και πώληση μετοχών. Παρατηρούμε ότι με την παρουσίαση του τεκμηρίου 25, που είναι τραπεζικό βιβλίο, το περιεχόμενο του έγινε αποδεκτό σύμφωνα με το Άρθρο 22 του περί Αποδείξεως Νόμου, δεδομένου ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε αξιόπιστη μαρτυρία που να το αντικρούει. Η μαρτυρία του εφεσείοντα, που ήταν η μοναδική μαρτυρία που δόθηκε εκ μέρους του, αποδείχθηκε ως αναξιόπιστη. Η αμφισβήτηση των εντολών του, από τον εφεσείοντα, ήταν γενική και αόριστη και δεν έγινε δεκτή από το πρωτόδικο δικαστήριο. Εν πάση περιπτώσει οι εντολές δίνονταν προς τη χρηματιστηριακή εταιρεία και όχι προς τους εφεσίβλητους.

Με τον λόγο έφεσης 15 γίνεται ισχυρισμός για επαγγελματική αμέλεια εκ μέρους των εφεσιβλήτων. Δεν αποδείχθηκε κάτι τέτοιο.  Η υποχρέωση των εφεσιβλήτων, όπως ήδη αναφέραμε, ήταν να [*340]πωλήσουν τις ενεχυριασθείσες μετοχές, όταν οι ίδιοι το αποφάσιζαν, στην τρέχουσα τιμή της αγοράς, τη δεδομένη στιγμή. Δεν υπήρξε μαρτυρία ότι οι μετοχές δεν πωλήθηκαν στην τρέχουσα τιμή της αγοράς τη δεδομένη στιγμή.

Με το 19ο λόγο έφεσης γίνεται ισχυρισμός ότι οι εφεσίβλητοι παρέβησαν τη δημόσια πολιτική. Ήδη αναφέραμε ότι οι εγκύκλιοι της Κεντρικής Τράπεζας δεν συνιστούσαν έκφραση δημόσιας πολιτικής. Εν πάση όμως περιπτώσει δεν αποδείχθηκε ότι οι εφεσίβλητοι καταστρατήγησαν τις εγκυκλίους αυτές ούτε και ότι οι εγκύκλιοι, στις οποίες ο εφεσείων βασίζεται, ίσχυαν κατά τον ουσιώδη χρόνο.

Ο 20ος λόγος έφεσης αφορά στην κατ’ ισχυρισμόν καθυστέρηση στην πώληση των ενεχυριασθεισών μετοχών. Το πρωτόδικο δικαστήριο βρήκε ότι οι εφεσίβλητοι επέδειξαν μεγάλη υπομονή δίνοντας στον εφεσείοντα κάθε δυνατή ευκαιρία να ξεπληρώσει το χρέος του, πριν αποφασίσουν να πωλήσουν τις μετοχές του. Συναφώς του έστειλαν πολλές προειδοποιητικές επιστολές καλώντας τον να τακτοποιήσει τις υποχρεώσεις του. Δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι οι εφεσίβλητοι υπέδειξαν οποιαδήποτε ολιγωρία ή ότι το δικαίωμά τους για εξόφληση του δανείου παραγράφηκε ή επηρεάστηκε δυσμενώς. Στην υπόθεση Συρίμη εξετάστηκε ζήτημα καθυστέρησης και απορρίφθηκε για παρόμοιους λόγους.

Ο 21ος λόγος έφεσης αφορά στο Άρθρο 67 του περί Συμβάσεων Νόμου. Το άρθρο αυτό δεν ισχύει στην παρούσα υπόθεση που αφορά σε σύμβαση δανείου. Η υποχρέωση του χρεώστη να εξοφλήσει το δάνειο του δεν επηρεάζεται από την οποιαδήποτε παράλειψη του πιστωτή αλλά, εν πάση περιπτώσει, δεν αποδείχθηκε στην παρούσα υπόθεση οποιαδήποτε αντισυμβατική παράλειψη του πιστωτή.

Αναφορικά με την υποχρέωση μετριασμού της ζημιάς σύμφωνα με το Άρθρο 73 του περί Συμβάσεων Νόμου (λόγος έφεσης 22), παρατηρούμε ότι ισχύει σε περιπτώσεις αποζημιώσεων για αθέτηση συμφωνίας, αλλά δεν ισχύει στις περιπτώσεις που η απαίτηση βασίζεται σε δάνειο, όπως η παρούσα.

Με τους λόγους έφεσης 24 και 25 γίνεται ισχυρισμός ότι η συμφωνία μεταξύ των διαδίκων ήταν ετεροβαρής, εις βάρος του εφεσείοντα. Δεν αποδείχθηκε ότι η συμφωνία των διαδίκων ήταν καθ’ οιονδήποτε τρόπο ετεροβαρής και επομένως δεν μπορεί να επιτύχουν ούτε αυτοί οι λόγοι έφεσης.

[*341]Αναφορικά με το λόγο έφεσης 26, ότι δηλαδή θα έπρεπε να είχε δοθεί η ευκαιρία στον εφεσείοντα να ζητήσει ανεξάρτητη νομική συμβουλή, παρατηρούμε ότι η παρούσα περίπτωση δεν είναι από τις περιπτώσεις στις οποίες επιβάλλεται όπως προειδοποιηθεί ο χρεώστης για την ανάγκη λήψης ανεξάρτητης νομικής συμβουλής.  Δεν πρόκειται για σχέση εμπιστεύματος, ούτε και για άλλη σχέση εμπιστευτικής φύσεως αλλά μόνον για σχέση χρεώστη-δανειστή στην οποία δεν είναι απαραίτητη η παροχή ανεξάρτητης νομικής συμβουλής.

Ο λόγος έφεσης 29 αφορά στην κατ’ ισχυρισμό επιδίκαση εξόδων την 5.5.2008 υπέρ των εναγόντων-εφεσιβλήτων. Στο πρακτικό της 5.5.2008 δεν υπάρχει οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα. Επομένως ούτε και αυτός ο λόγος δεν μπορεί να επιτύχει.

Για τους προαναφερόμενους λόγους, η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντα τα οποία να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να υποβληθούν για έγκριση από το δικαστήριο.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο