Σενέκκης Πανίκος ν. Οργανισμός Χρηματοδοτήσεως Παγκυπριακή Λτδ (2012) 1 ΑΑΔ 417

(2012) 1 ΑΑΔ 417

[*417]15 Μαρτίου, 2012

[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΠΑΝΙΚΟΣ ΣΕΝΕΚΚΗΣ,

Εφεσείων-Εναγόμενος,

v.

ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΕΩΣ ΠΑΓΚΥΠΡΙΑΚΗ ΛΤΔ.,

Εφεσιβλήτων-Εναγόντων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 226/2008)

 

Συμβάσεις ― Σύμβαση μεταξύ εφεσιβλήτων και εφεσείοντα για παροχή από τους πρώτους στον δεύτερο, πιστωτικών διευκολύνσεων με  συμμετοχή του εφεσείοντα σε επενδυτικό σχέδιο, στο πλαίσιο του οποίου ο εφεσείων υπέγραψε, προς όφελος των εφεσιβλήτων, έγγραφο ενεχυρίασης τίτλων αξιών ― Κατά πόσο οι εφεσίβλητοι ήταν ένοχοι αμέλειας και επέβαλαν στον εφεσείοντα να διορίσει συγκεκριμένο χρηματιστή και επέτρεψαν σε αυτόν να λειτουργεί τη συμφωνία κατά παράβαση των όρων αυτής, με αποτέλεσμα να ευθύνονται για παράβαση της συμφωνίας ή και να εμποδίζονται από του να αξιούν οποιοδήποτε υπόλοιπο ― Επισήμανση εφετείου ότι η αγωγή δεν στράφηκε εναντίον του χρηματιστή.

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Είναι κατ’ εξοχήν έργο του πρωτόδικου δικαστηρίου το οποίο έχει την ευκαιρία να δει και παρακολουθήσει τους μάρτυρες στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης ούτως ώστε να είναι σε καλύτερη θέση να κρίνει την αξιοπιστία ενός μάρτυρα και το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει ― Το πράττει μόνο όταν τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή όταν αυτά αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή όταν τα συμπεράσματα του είναι εξ αντικειμένου παράλογα ή αυθαίρετα.

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ―Η παράλειψη αντεξέτασης πάνω σε ουσιώδεις ισχυρισμούς γεγονότων, μπορεί να οδηγήσει το δικαστήριο στην απόφαση ότι οι ισχυρισμοί επί των οποίων δεν έγινε αντεξέταση, είναι αποδεκτοί.

Εναντίον του εφεσείοντα εξεδόθη απόφαση σε αγωγή με την οποία [*418]επιδικάστηκε εναντίον του και υπέρ των εφεσιβλήτων ποσό των €174.942,68 με τόκο 9%, το οποίο οφειλόταν δυνάμει συμφωνίας παροχής πιστωτικών διευκολύνσεων. Εκδόθηκε επίσης διάταγμα πώλησης μετοχών που ήταν ενεχυριασμένες προς όφελος των εφεσιβλήτων. Διατάχθηκε επίσης όπως οποιοδήποτε ποσό εισπραχθεί να λογιστεί έναντι του εξ αποφάσεως χρέους με πρόνοια ότι αν προέκυπτε περίσσευμα να αποδιδόταν στον εφεσείοντα και αν υπήρχε έλλειμμα θα ευθυνόταν γι’ αυτό ο εφεσείων.

Η επίδικη συμφωνία αφορούσε συμμετοχή σε επενδυτικό σχέδιο και οι όροι χορήγησης των πιστωτικών διευκολύνσεων αφορούσαν σε αγορά «αξιών» δηλαδή μετοχών, ομολόγων, δημοσίων χρεογράφων και οποιασδήποτε άλλης αξίας είχε εισαχθεί στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου (Χ.Α.Κ.).

Ο εφεσείων με την υπεράσπιση του αρνήθηκε ότι προέβηκε σε αγορές καθ’ υπέρβαση του ορίου ή ότι ελάμβανε σε τακτικά διαστήματα ενημέρωση με καταστάσεις λογαριασμού και ισχυρίστηκε μεταξύ άλλων ότι οι εφεσίβλητοι χρέωναν τον λογαριασμό με παράνομους τόκους και/ή χρεώσεις, ότι παράνομα του επέβαλαν να διορίσει συγκεκριμένο χρηματιστή και ότι επέτρεψαν στον χρηματιστή να λειτουργεί τη συμφωνία κατά παράβαση των όρων αυτής. Πρόβαλε ακόμα τον ισχυρισμό ότι η συμφωνία ήταν παράνομη επειδή αντίκειτο σε σχετική νομοθεσία.

Το πρωτόδικο δικαστήριο,  απέρριψε όλους τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα και εξέδωσε απόφαση υπέρ των εφεσιβλήτων ως ανωτέρω.

Με την έφεση υποστηρίχθηκε μεταξύ άλλων ότι:

  α)  Η κρίση περί αξιοπιστίας ήταν εσφαλμένη και ο πρωτόδικος δικαστής λανθασμένα δεν δέχθηκε την εκδοχή του εφεσείοντα.

  β)  Λανθασμένα απορρίφθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο ο ισχυρισμός του εφεσείοντα ότι οι εφεσίβλητοι «επέτρεψαν στους Χρηματιστές που διόρισαν να λειτουργούν τη συμφωνία κατά παράβαση των όρων της με αποτέλεσμα να ευθύνονται για παράβαση της συμφωνίας ή και να εμποδίζονται από του να αξιούν οποιοδήποτε υπόλοιπο.

  γ)  Ήταν εσφαλμένο το εύρημα ότι η υπέρβαση του ορίου των Λ.Κ.50.000, είχε δικογραφηθεί ως επίσης εσφαλμένο ήταν και το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο εφεσείων γνώριζε για [*419]την υπέρβαση του ορίου αφού λάμβανε γνώση τόσο με τις αποτιμήσεις χαρτοφυλακίου που του κοινοποιούνταν όσο και με τις καταστάσεις λογαριασμού και ότι έλαβε το όφελος.

  δ)  Εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε ότι ο Μ.Ε.1 Μιχαηλίδης δεν αντεξετάστηκε για το περιεχόμενο του λογαριασμού και ότι δεν ήταν επιτρεπτό να εκτιμηθούν θέσεις του εφεσείοντα που δεν τέθηκαν στον Μ.Ε.1.

  ε)  Ήταν εσφαλμένο το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου με βάση το οποίο απέρριψε τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα ότι το επίδικο επενδυτικό σχέδιο και/ή συμφωνία ήταν παράνομη και άκυρη. 

στ)  Εσφαλμένα το Δικαστήριο έκρινε ότι θα έπρεπε να είχε δικογραφηθεί ο ισχυρισμός για παρανομία της σύμβασης.

Ασκήθηκε αντέφεση με την οποία προβλήθηκαν μεταξύ άλλων τα εξής:

(α) Ότι εσφαλμένα επέτρεψε το πρωτόδικο δικαστήριο, απορρίπτοντας σχετική ένσταση των εφεσιβλήτων, να δοθεί μαρτυρία από τον εφεσείοντα αναφορικά με ουσιώδεις ισχυρισμούς γεγονότων.

(β) Εσφαλμένα εξέτασε το δικαστήριο ισχυρισμούς του εφεσείοντα που είχαν τεθεί για πρώτη φορά κατά τη γραπτή του κατάθεση, ενώ κατά την αντεξέταση του μάρτυρα των εφεσιβλήτων ο τελευταίος δεν αντεξετάστηκε σχετικά με τέτοιους ισχυρισμούς.

Αποφασίστηκε ότι:

  1.  Από τα ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου γεγονότα, που αποτέλεσαν κοινό έδαφος, περιλαμβανομένου και του γεγονότος ότι ήταν ο εφεσείων που διόρισε την Ελληνική Τράπεζα (Επενδύσεις) Λτδ ως χρηματιστή του με βάση τους όρους της σχετικής συμφωνίας καθώς και το ότι ο εφεσείων υπέγραψε προς το σκοπό αυτό δυο πληρεξούσια, με τα οποία ανέλαβε «να επικυρώσει οτιδήποτε ο χρηματιστής ήθελε πράξει δυνάμει του πληρεξουσίου ως εάν οι πράξεις είχαν γίνει από τον ίδιο», γεγονότα που τα δέχθηκε στην υπεράσπιση του ο εφεσείων με την παράγραφο 7 της Έκθεσης Υπεράσπισης, ήταν εύλογη η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η θέση του εφεσείοντα ότι ήταν οι εφεσίβλητοι που επέτρεψαν (και όχι ο ίδιος) στους χρηματιστές να λειτουργούν τη συμφωνία κατά παράβαση των όρων της ήταν αντιφατική με τα δικόγραφα.

[*420]  2.    Δεν παραγνωρίστηκε ο ισχυρισμός ότι ο εφεσείων προέβαλε και τον ισχυρισμό ότι ο χρηματιστής του ενεργούσε έξω από το πλαίσιο των όρων επενδυτικού σχεδίου. Όμως η αγωγή δεν στράφηκε εναντίον του χρηματιστή.

  3.  Η παραδοχή συγκεκριμένων ισχυρισμών σε συνδυασμό με την προφορική μαρτυρία του εφεσείοντα ότι έβλεπε τα «statements» αλλά δεν τα λάμβανε υπόψη, καθώς και η δικαιολογία που έδωσε γιατί να μην τα λάβει υπόψη, δηλαδή διότι είναι επιχειρηματίας και ασχολείτο με δεκάδες χιλιάδες λίρες, ήταν γεγονότα που εύλογα δικαιολογούσαν το πρωτόδικο δικαστήριο να καταλήξει στην απόφαση του να μην δεχθεί τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα ότι (α) δεν είχε επαφή με τους εφεσίβλητους και (β) ότι δεν γνώριζε την υπέρβαση του λογαριασμού του και γι’ αυτό δεν αντέδρασε.

  4.  Η θέση του εφεσείοντα ήταν ότι δεν υπερέβη το όριο για αγορά αξίας μέχρι Λ.Κ.50.000 και καλούσε τους εφεσίβλητους να αποδείξουν τον ισχυρισμό. Έστω και αν η δικογράφηση δεν ήταν η καλύτερη, το θέμα καλυπτόταν από τα δικόγραφα και οι εφεσίβλητοι προσκόμισαν μαρτυρία για απόδειξη της υπέρβασης, όπως τους καλούσε ο εφεσείων με την υπεράσπιση του να πράξουν.

  5.  Οι εφεσίβλητοι με βάση τη σύμβαση απλώς είχαν δικαίωμα, αν ήθελαν, να μην επιτρέπουν αγορές καθ’ υπέρβαση του ορίου, αλλά όχι υποχρέωση. Εφόσον δε, ο εφεσείων αποδέχθηκε αυτή την υπέρβαση, τότε ορθά κατάληξε το πρωτόδικο δικαστήριο ότι ευθυνόταν και για τα ποσά της υπέρβασης.

  6.  Αναφορικά με τον ισχυρισμό του εφεσείοντα ότι ο χρηματιστής του δεν είχε δικαίωμα να προβεί σε αγορές πέραν του ορίου των Λ.Κ.50.000, κι’ αν ακόμα ο ισχυρισμός αυτός ευσταθούσε, όφειλε ο εφεσείων να στραφεί δικαστικά και εναντίον του χρηματιστή του.

  7.  Τόσο στο πρώτο όσο και στο δεύτερο πληρεξούσιο υπήρχε πρόνοια ότι ο εφεσείων αναλάμβανε να επικυρώσει οτιδήποτε ο πληρεξούσιός του έπραττε ή δυνατό να έπραττε κάτω από τις εξουσίες που του παρέχονται με το Πληρεξούσιο Έγγραφο ως εάν οι εν λόγω πράξεις είχαν γίνει από τον ίδιο.

  8.  Επομένως αν ο πληρεξούσιος παρέβηκε οποιοδήποτε όρο του πληρεξουσίου, αυτό δεν ήταν θέμα που αφορούσε τους εφεσίβλητους αλλά διαφορά μεταξύ εφεσείοντα και του χρηματιστή του (πληρεξουσίου).

[*421]  9.    Από την παράγραφο 11 της συμφωνίας όπως τροποποιήθηκε με την ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΜΦΩΝΊΑ ΗΜΕΡ. 28/9/2011 προέκυπτε ότι η ευθύνη για τη λειτουργία του λογαριασμού του επενδυτή (εφεσείοντα) ήταν στο Χρηματιστηριακό Γραφείο και ότι ο Οργανισμός «δεν θα είχε οποιανδήποτε ευθύνη οικονομική ή άλλη για αποζημίωση του ΕΠΕΝΔΥΤΗ και/ή του Χρηματιστηριακού Γραφείου, σε σχέση με οποιαδήποτε αγοραπωλησία ή μη ΑΞΙΩΝ για λογαριασμό του ΕΠΕΝΔΥΤΗ.

10.  Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν ανάφερε ότι ο εφεσείων είχε το βάρος να προέβαινε σε τέτοια αντεξέταση που θα βοηθούσε τους εφεσίβλητους. Απλώς εφάρμοσε τη νομική αρχή ότι η παράλειψη αντεξέτασης πάνω σε ουσιώδεις ισχυρισμούς γεγονότων, μπορεί να οδηγήσει το δικαστήριο στην απόφαση ότι οι ισχυρισμοί επί των οποίων δεν έγινε αντεξέταση, είναι αποδεκτοί. Εδώ το Δικαστήριο αναφέρθηκε στην εν λόγω παράλειψη σε συνδυασμό με άλλη μαρτυρία, όπως για παράδειγμα, το ότι ο Μ.Ε.1 κρίθηκε αξιόπιστος και ότι ο εφεσείων δεν πρόσφερε οποιαδήποτε μαρτυρία αναφορικά με την ορθότητα του λογαριασμού.

11.  Παρά την απόφαση του δικαστηρίου ότι δεν ήταν δεόντως δικογραφημένος ο ισχυρισμός περί παρανομίας της επίδικης σύμβασης, εντούτοις προχώρησε και εξέτασε τον ισχυρισμό, ακριβώς για να υπάρχει, όπως το έθεσε, και για το θέμα αυτό η απόφαση του σε περίπτωση που εκρίνετο εσφαλμένη η απόφασή του περί δικογράφησης.

12.  Όπως ορθά αποφάσισε το πρωτόδικο δικαστήριο  δεν είχε αποδειχθεί ότι η συμφωνία και ουσιαστικά ο τρόπος λειτουργίας του επενδυτικού σχεδίου συνιστούσαν τραπεζική εργασία για την οποία οι εφεσίβλητοι χρειάζονταν άδεια από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου.  Ενόψει του ότι οι εφεσίβλητοι ασχολούνταν με χρηματοδοτήσεις και άλλες συναφείς εργασίες, έχουν εξασφαλίσει από την Κεντρική Τράπεζα με τίτλο Ρύθμιση Εργασιών (τεκμ. 3 στην πρωτόδικη διαδικασία), να διενεργούν μεταξύ άλλων και χρηματοδοτήσεις επενδύσεων, η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου, ότι δεν αποδείχθηκε οποιαδήποτε παρανομία που να επηρεάζει τη συμφωνία, ήταν ορθή.

13.  Η απόρριψη των λόγων της έφεσης οδηγούσε  και στην απόρριψη του λόγου έφεσης σχετικά με την έκδοση απόφασης  επί της ανταπαίτησης.

[*422]14.    Ενόψει του αποτελέσματος της έφεσης  δεν χρειαζόταν η εξέταση της αντέφεσης.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Αθανασίου κ.ά. ν. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614,

Πισιάρας κ.ά. ν. Μιχαηλίδη κ.ά. (2000) 1 Α.Α.Δ. 817,

R. K. B. Leathergooods Ltd v. Αγγελίδη (2004) 1 Α.Α.Δ. 1071,

Zefkas Bros (Fig Tree Bay) Restaurants Ltd v. Αναστασίου (2007) 1 Α.Α.Δ. 822,

Liberty Mediterranean Cruises Mouss Ltd v. Haris Zacharia Engineering Co Ltd κ.ά. (2007) 1 Α.Α.Δ. 916,

Muskita Aluminium Industries Ltd κ.ά ν. Alsako Aluminium Ltd κ.ά. (Αρ. 2) (2009) 1 Α.Α.Δ. 1481,

Helmold Brigitta ν. Μιχαηλίδου (2011) 1 Α.Α.Δ. 2125,

Suphire (Finances) Ltd v. Χαριλάου κ.ά., Αρ. Αγ. 57/2007 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερ. 21/9/2007,

Αντωνίου ν. Suphire (Finance) Ltd (2010) 1(Α) Α.Α.Δ. 317,

A.C.T. Textiles v. Zodhiatis (1986) 1 C.L.R. 89,

Adidas v. Jonitexo Ltd (1987) 1 C.L.R. 383,

Philippou General Bonded Warehouse Ltd v. Νικολαΐδη (2006) 1 Α.Α.Δ. 1057,

Έλληνας Χρηματοδοτήσεις Λτδ ν. Γιάλλουρου (2006) 1 Α.Α.Δ .120,

Glamor Development v. Christodoulou (1984) 1 C.L.R. 444,

Ιωάννου κ.ά v. Μουσκαλλή κ.ά. (1997) 1 Α.Α.Δ. 1595,

Alam v. Tουμαζίδης (1998) 1 Α.Α.Δ. 968.

[*423]Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου (Οικονόμου, Π.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 657/04), ημερομηνίας 6/5/2008.

Α. Θ. Μαθηκολώνης, για τον Eφεσείοντα-Eναγόμενο.

Αθ. Αθανασιάδου (κα) για Γεωργιάδης & Πελίδης για τους Εφεσίβλητους-Ενάγοντες.

Cur. adv. vult.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Φωτίου.

ΦΩΤΙΟΥ, Δ: Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου ημερ. 6/5/2008 που εκδόθηκε στην Αγωγή Αρ. 654/2004 με την οποία ο εφεσείων διατάχθηκε όπως καταβάλει στους εφεσίβλητους το ποσό των €174.942,68 (ΛΚ 102.389,40) με τόκο 9%. Εκδόθηκε επίσης διάταγμα πώλησης αξιών (μετοχών) που είναι ενεχειριασμένες προς όφελος των εφεσιβλήτων και όπως οποιοδήποτε ποσό εισπραχθεί να λογιστεί έναντι του εξ αποφάσεως χρέους με πρόνοια ότι αν υπάρχει περίσσευμα να αποδοθεί στον εφεσείοντα και αν υπάρχει έλλειμμα θα ευθύνεται γι’ αυτό ο εφεσείων.

Τα γεγονότα και η πρωτόδικη απόφαση

Ο εφεσείων στις 1/8/2000 υπέβαλε αίτηση για συμμετοχή στο «Σχέδιο Πανεπενδυτής» των εφεσιβλήτων οι οποίοι στις 24/8/2000 ενέκριναν την αίτηση και παραχώρησαν στον εφεσείοντα πιστωτικές διευκολύνσεις ύψους ΛΚ50.000 μέσω «ειδικού τρεχουμένου λογαριασμού». Ετοιμάστηκε προς τούτο σχετική συμφωνία στην οποία αναφέρονται οι όροι χορήγησης των πιστωτικών διευκολύνσεων με αποκλειστικό σκοπό την αγορά «αξιών» δηλαδή μετοχών, ομολόγων, δημοσίων χρεογράφων και οποιασδήποτε άλλης αξίας έχει εισαχθεί στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου (ΧΑΚ).

Μεταξύ των όρων της συμφωνίας που σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση ήσαν παραδεκτοί με βάση τα δικόγραφα, είναι και οι ακόλουθοι:

«(1) Οι τίτλοι των αξιών που θα αγόραζε ο εναγόμενος θα ενεχυριάζονταν υπέρ των εναγόντων ως εξασφάλιση των υποχρε[*424]ώσεων του.

Επιπρόσθετα ο εναγόμενος θα ενεχυρίαζε «αξίες εξασφάλισης» δηλαδή επιπρόσθετες αξίες ή θα κατέθετε στον λογαριασμό μετρητά συνολικής αξίας ίσης προς το 30% του ορίου, που με τροποιητική συμφωνία ημερ. 28/9/01 (τεκμήριο 6), ανήλθε σε 60%.

Τη διεκπεραίωση των αγοραπωλησιών στο ΧΑΚ και τη διαχείριση των αγορασθεισών αξιών και των αξιών εξασφάλισης θα αναλάμβανε το χρηματιστηριακό γραφείο που θα εξουσιοδοτούσε ο εναγόμενος να ενεργεί εκ μέρους του για τον σκοπό αυτό, το οποίο και θα είχε την ευθύνη παρακολούθησης των αξιών. Ο εναγόμενος διόρισε την Ελληνική Τράπεζα (Επενδύσεις) Λτδ ως χρηματιστή (που παρακάτω θα αναφέρεται ως «ο χρηματιστής») με σχετικά πληρεξούσια έγγραφα (τεκμήρια 7 και 8). Με αυτά τα δεδομένα, στις 21/8/00 ο εναγόμενος ενεχυρίασε υπέρ των εναγόντων αριθμό μετοχών (τεκμήριο 9). Ακολούθως ενεχυρίασε επιπρόσθετες αξίες εξασφάλισης.»

Επειδή, σύμφωνα με τον ισχυρισμό των εφεσιβλήτων, ο εφεσείων δεν τηρούσε τις υποχρεώσεις του, με επιστολή των δικηγόρων τους ημερ. 22/12/2003 τερμάτισαν τη συμφωνία και απαίτησαν πληρωμή του ποσού των ΛΚ105.418,61 πλέον τόκο 9% από 22/12/2003 καθώς και διάταγμα που να διατάσσει την πώληση των αξιών που είχε ενεχυριασμένες ο εφεσείων στους εφεσίβλητους για σκοπούς εξόφλησης όλου ή μέρους του οφειλόμενου ποσού. Επειδή ο εφεσείων αρνήθηκε και/ή παρέλειψε να συμμορφωθεί, οι εφεσίβλητοι αξίωσαν το πιο πάνω ποσό και διατάγματα με την προαναφερθείσα αγωγή.

Ο εφεσείων με την υπεράσπιση του αρνήθηκε ότι προέβηκε σε αγορές καθ’ υπέρβαση του ορίου ή ότι ελάμβανε σε τακτικά διαστήματα ενημέρωση με καταστάσεις λογαριασμού και ισχυρίστηκε ότι οι εφεσίβλητοι χρέωναν τον λογαριασμό με παράνομους τόκους και/ή χρεώσεις. Ισχυρίστηκε περαιτέρω οτι οι εφεσίβλητοι του επέβαλαν να διορίσει συγκεκριμένο χρηματιστή κατά παράνομο και καταχρηστικό τρόπο και/ή ότι επέτρεψαν στον χρηματιστή να λειτουργεί τη συμφωνία κατά παράβαση των όρων αυτής. Πρόβαλε ακόμα τον ισχυρισμό ότι η συμφωνία ήταν παράνομη γιατί αντίκειται προς την περί Προστασίας του Ανταγωνισμού νομοθεσία ή την νομοθεσία περί Προστασία από Καταχρηστικές Ρήτρες ή γιατί οι εφεσίβλητοι δεν είχαν άδεια από την Κεντρική Τράπεζα για τη λειτουργία του επενδυτικού σχεδίου. Τέλος ισχυρίζεται ότι [*425]αμελώς παρέλειψαν οι εφεσίβλητοι να τον προειδοποιήσουν για τους κινδύνους που προέκυπταν από την εν λόγω συμφωνία και καταλήγει με την έγερση Ανταπαίτησης για ζημιά που υπέστη λόγω των πιο πάνω «η οποία συνίσταται στο υπόλοιπο του λογαριασμού του ή και επιπλέον στα ποσά που κατέβαλε στους ενάγοντες».

Το πρωτόδικο δικαστήριο, για τους λόγους που εξηγεί και θα ασχοληθούμε στη συνέχεια, απέρριψε όλους τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα και εξέδωσε απόφαση υπέρ των εφεσιβλήτων ως ανωτέρω, με αποτέλεσμα την παρούσα έφεση που βασίζεται σε 15 λόγους έφεσης.

Από πλευράς εφεσιβλήτων έχει καταχωρηθεί Αντέφεση η οποία βασίζεται σε δυο λόγους. Πολύ περιληπτικά οι λόγοι αυτοί έχουν ως εξής:

(α) Ότι εσφαλμένα επέτρεψε το πρωτόδικο δικαστήριο, απορρίπτοντας σχετική ένσταση τους, να δοθεί μαρτυρία από τον εφεσείοντα αναφορικά με ουσιώδεις ισχυρισμούς γεγονότων, δηλαδή, ότι ο χρηματιστής του αγόρασε μετοχές καθ’ υπέρβαση του ορίου των Λ.Κ.50.000 χωρίς τις οδηγίες του και ότι οι εφεσίβλητοι επέτρεψαν χωρίς τη δική του συμφωνία να λειτουργήσει ο λογαριασμός πέραν των Λ.Κ.50.000 αφού οι ισχυρισμοί αυτοί δεν καλύπτονταν από τα δικόγραφα, και

(β) Εσφαλμένα εξέτασε το δικαστήριο ισχυρισμούς του εφεσείοντα που είχαν τεθεί για πρώτη φορά κατά τη γραπτή του κατάθεση, ενώ κατά την αντεξέταση του μάρτυρα των εφεσιβλήτων ο τελευταίος δεν αντεξετάστηκε σχετικά με τέτοιους ισχυρισμούς.

Λαμβάνοντας υπόψη ότι το πρωτόδικο δικαστήριο παρόλο που δέχτηκε την πιο πάνω μαρτυρία τελικά δεν βασίστηκε σ’ αυτή για το λόγο ότι έκρινε αναξιόπιστο τον εφεσείοντα, καθώς και το γεγονός ότι η απόφαση αυτή για να κριθεί ο εφεσείων αναξιόπιστος αποτελεί αντικείμενο των λόγων έφεσης, κρίνουμε ότι οι λόγοι της αντέφεσης τότε μόνο χρειάζεται να εξεταστούν αν η απόφαση μας επί των λόγων της έφεσης που προσβάλλουν ευρήματα αξιοπιστίας, είναι υπέρ του εφεσείοντα.

Η έφεση

Με βάση τα πιο πάνω προχωρούμε στην εξέταση των λόγων έφεσης. Ενόψει του μεγάλου αριθμού, προτιμούμε να παραθέσουμε αυτούς τους λόγους όπως διατυπώνονται στο εφετήριο, χωρίς [*426]όμως την αιτιολογία τους.

«Λόγος έφεσης (Αρ. 1)

Το εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου στην σελίδα 4 παράγραφος 2 της Πρωτόδικης Απόφασης ότι «η θέση του εναγομένου ότι οι ενάγοντες επέτρεψαν εις τους Χρηματιστές που διόρισαν να λειτουργούν την συμφωνία κατά παράβαση των όρων της με αποτέλεσμα να ευθύνονται για παράβαση της συμφωνίας ή και να εμποδίζονται από του να αξιούν οποιονδήποτε υπόλοιπο με βάση αυτή, είναι θέση από τα δικόγραφα αντιφατική εφ’ όσον ο εναγόμενος παραδέχεται ότι είναι εκείνος που διόρισε τον Χρηματιστή», είναι εύρημα παντελώς εσφαλμένο και αδικαιολόγητο τόσο καθ’ όσον αφορά τα δικόγραφα αλλά και καθ’όσον αφορά και την μαρτυρία και τις εισηγήσεις του εναγομένου.

Λόγος έφεσης (Αρ. 2)

Το εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου στην σελίδα 8 στην τελευταία παράγραφο ότι «η θέση του εναγομένου ότι δεν είχε επαφή με τους ενάγοντες που εξυπακούει ότι δεν γνώριζε τον λογαριασμό του, δεν συνάδει με τα δικά του δικόγραφα» είναι εσφαλμένο και αδικαιολόγητο με βάση τόσο τα δικόγραφα όσο και την ολότητα της ενώπιον του Δικαστηρίου γραπτής και προφορικής συμφωνίας και την ορθή αξιολόγηση της.

Λόγος έφεσης (Αρ. 3)

Το εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου στις σελίδες 9 και 10 της Πρωτόδικης Απόφασης ότι ήταν φανερή η προσπάθεια του εναγομένου να πείσει ότι δεν έκανε οτιδήποτε σε σχέση με την λειτουργία του λογαριασμού και όλες τις αγοραπωλησίες τις έκανε ο Χρηματιστης, εύρημα που εξυπονοεί ότι ο εναγόμενος δεν έλεγε την αλήθεια, είναι εύρημα εσφαλμένο και αδικαιολόγητο ενόψει της ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρίας γραπτής και προφορικής.

Λόγος Έφεσης (Αρ. 4)

Το εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου στις σελίδες 9 και 10 της Πρωτόδικης Απόφασης ότι το συμπέρασμα είναι ότι ο εναγόμενος προσπαθούσε να υπεκφύει του θέματος των καταστάσεων αποτίμησης χαρτοφυλακίου, είναι θέμα εσφαλμένο και εν πάση [*427]περιπτώσει άνευ ουσιαστικής σημασίας ως προς την κρίση των επιδίκων θεμάτων ακόμα και της αξιοπιστίας του εναγομένου.

Λόγος Έφεσης (Αρ. 5)

Το εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου στις σελίδες 9 και 10 της Πρωτόδικης Απόφασης ότι ο εναγόμενος προσπάθησε σκόπιμα να παρουσιαστεί αμέτοχος, σχεδόν ανίδεος για ότι αφορούσε τον λογαριασμό και ότι ενώ ο ίδιος είναι λογιστής και επενδυτής στο Χρηματιστήριο προσπάθησε να πείσει ότι άφησε τα πάντα εν λευκώ στον Χρηματιστή χωρίς να ενδιαφέρεται για οτιδήποτε, είναι εύρημα ή και ευρήματα επίσης εσφαλμένα και αδικαιολόγητα αλλά και άνευ σημασίας για το βασικό επίδικο θέμα που αφορά το επιτρεπτό υπέρβασης του ορίου του λογαριασμού με εντολές του χρηματιστή μόνο.

Λόγος Έφεσης (Αρ. 6)

Το εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου στις σελίδες 9 και 10 της Πρωτόδικης Απόφασης ότι οι ισχυρισμοί του εναγομένου ότι υπέγραψε την συμφωνία χωρίς κατ’ ουσία να έχει ιδέα στερούνται σοβαρότητας, είναι εύρημα εσφαλμένο και αδικαιολόγητο και προϊόν παρερμηνείας της έννοιας με την οποία ο εναγόμενος έδωσε την σχετική μαρτυρία.

Λόγος Έφεσης (Αρ. 7)

Το εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η υπέρβαση του ορίου του λογαριασμού έχει δικογραφηθεί από τους ενάγοντες (βλέπε σελίδα 11 παράγραφος 2 της Πρωτόδικης Απόφασης) είναι εύρημα εσφαλμένο και αδικαιολόγητο αλλά και αποτέλεσμα πεπλανημένης ή και εσφαλμένης αντίληψης από το Δικαστήριο τόσο της θέσης του εναγομένου όσο και της ενώπιον του μαρτυρίας. Επίσης η θέση αυτή είναι δικονομικά εσφαλμένη και αποτέλεσμα εσφαλμένης ερμηνείας των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών αφού ο ως άνω ισχυρισμός δεν καλύπτει προφανώς ισχυρισμό ως προς το συμβατικό ή και ως προς το νομικό και πραγματικό υπόβαθρο για το δικαίωμα των εναγόντων να επιτρέψουν τέτοια υπέρβαση.

Λόγος Έφεσης (Αρ. 8)

Τα πιο κάτω ευρήματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου στην σελίδα 13 της Πρωτόδικης Απόφασης, είναι εσφαλμένα και αδικαιο[*428]λόγητα από την ενώπιον του Δικαστηρίου γραπτή και προφορική μαρτυρία και με βάση την ορθή και πλήρη αξιολόγηση της.

1) Το εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι έχοντας υπ’ όψιν τις θέσεις της κάθε πλευράς, θεωρεί ότι η ευπαίδευτη Δικηγόρος των εναγόντων έχει δίκαιο στις θέσεις της όπως αυτές αναλύονται στις σελίδες 12 και 13 της Πρωτόδικης Απόφασης.

2) Το εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι πράξεις του αντιπροσώπου (χρηματιστή) ήταν πράξεις του εναγομένου.

3) Ότι ο χρηματιστής σύμφωνα με τα πληρεξούσια ήταν αντιπρόσωπος του εναγομένου με πλήρεις εξουσίες να χειρίζεται τον λογαριασμό κατά την κρίση του, με ανάληψη υποχρέωσης εκ μέρους του εναγομένου να επικυρώνει οτιδήποτε θα έπρεπε ή δυνατόν να έπραττε ο χρηματιστής στα πλαίσια της εξουσιοδότησης του.

Λόγος Έφεσης (Αρ. 9)

Τα ευρήματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου στην σελίδα 13 παράγραφος 3 και την αρχή της σελίδας 14 της Πρωτόδικης Απόφασης ότι ο εναγόμενος «περιπλέον ελάμβανε γνώση τόσο με τις αποτιμήσεις χαρτοφυλακίου που του κοινοποιούσαν όσο και εν πάση περιπτώσει με τις καταστάσεις λογαριασμού που εδέχθηκε ότι ελάμβανε. Γνώριζε για την υπέρβαση του ορίου. Η συμφωνία συνεχίστηκε στην πράξη με αυτούς τους όρους. Οι ενάγοντες επέλεξαν να χρηματοδοτήσουν τον εναγόμενο καθ’ υπέρβαση του ορίου που αρχικά του υποσχέθηκαν, χωρίς μάλιστα να ακολουθήσουν τις τυπικές προϋποθέσεις και να αυξήσουν το όριο γραπτώς. Ο εναγόμενος έλαβε το όφελος. Δεν μπορεί τώρα να επικαλείται το όριο που οι ενάγοντες είχαν θέση έναντι του για να μην πληρώσει τις πράξεις», είναι όλα ευρήματα εντελώς αυθαίρετα και εσφαλμένα και προϊόν εσφαλμένης και πεπλανημένης αντίληψης του Δικαστηρίου τόσο ως προς την ερμηνεία των όρων του επιδίκου σχεδίου και όσο ως προς την φύση και τον τρόπο λειτουργίας του αλλά και αυθαίρετα σε σχέση με τις δικογραφημένες σχέσεις των εναγόντων.

Λόγος Έφεσης (Αρ. 10)

Το εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου στην σελίδα 14 της Πρωτόδικης Απόφασης ότι ο Μ.Ε.1 κος Μιχαηλίδης δεν αντεξετάστηκε για το περιεχόμενο του λογαριασμού ή και επί ουσιω[*429]δών στοιχείων του λογαριασμού ή και ότι ως εκ της φύσεως των ισχυρισμών του κου Μιχαηλίδη ο κος Μαθηκολώνης θα έπρεπε να τον υποβάλει σε αντεξέταση και τέλος το συμπέρασμα ότι δεν είναι επιτρεπτό τώρα να εκτιμηθούν θέσεις που δεν τέθηκαν στον μάρτυρα της άλλης πλευράς, είναι ευρήματα εσφαλμένα και αδικαιολόγητα νομικά αλλά και εξ απόψεως της δοθείσας μαρτυρίας.

Λόγος Έφεσης (Αρ. 11)

Τα ευρήματα του Δικαστηρίου στις σελίδες 14, 15 και 16 της Πρωτόδικης Απόφασης ότι ο εναγόμενος δεν πρόσφερε μαρτυρία για αυθαίρετες και παράνομες χρεώσεις ή και η απόρριψη των εισηγήσεων του εναγομένου στις σελίδες 37 και 38 του κειμένου της γραπτής αγόρευσης του εναγομένου, είναι ευρήματα εσφαλμένα και αντινομικά εξαχθέντα ή και είναι αποτέλεσμα εσφαλμένης αντινομικής και ελλιπούς αξιολόγησης της ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρίας.

Λόγος Έφεσης (Αρ. 12)

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα, αδικαιολόγητα και αντινομικά απέρριψε τις θέσεις και υπερασπίσεις του εναγομένου ότι η επίδικη συμφωνία ή και γενικά το επίδικο σχέδιο ήταν παράνομο ή και άκυρο και ανεφάρμοστο και ότι οι ενάγοντες δεν εδικαιούντο και παράνομα λειτουργούσαν τον επίδικο λογαριασμό και τέλος εσφαλμένα και αντινομικά αποφάσισε ότι οι ενάγοντες εν πάση περιπτώσει εδικαιούντο σε θεραπείες με βάση την επίδικη συμφωνία έστω και αν υπήρχε η παρανομία που εισηγείτο ο εναγόμενος.

Λόγος Έφεσης (Αρ. 13)

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι το θέμα της παρανομίας δεν έχει εγερθεί έγκαιρα από πλευράς των δικογράφων του εναγομένου ή και ότι δεν εδόθησαν εξ αρχής με τα δικόγραφα επαρκείς λεπτομέρειες. Τέλος στο ίδιο θέμα το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι δεν επρόκειτο για έκδηλη παρανομία την οποία θα μπορούσε το Δικαστήριο από μόνο του να λάβει υπ’ όψη του.

Λόγος Έφεσης (Αρ. 14)

Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην σελίδα 20 παράγραφος 2 της [*430]απόφασης του, εσφαλμένα αποφάσισε ότι έστω και αν επρόκειτο για χρηματοδοτήσεις υπό την έννοια των «τραπεζικών εργασιών» ότι δεν διευκρινίστηκε από την πλευρά του Δικηγόρου του εναγομένου η παραβίαση των όρων της άδειας της Κεντρικής Τράπεζας τεκμήριο Β.

Λόγος Έφεσης (Αρ. 15)

Εάν το Πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχετο την θέση του εναγομένου ότι η επίδικη συμφωνία και το επίδικο σχέδιο ήσαν ή και λειτούργησαν παράνομα, θα έπρεπε να απορρίψει την αγωγή των εναγόντων και να μη χορηγήσει οποιανδήποτε θεραπεία σ’ αυτούς και παράλληλα θα έπρεπε να εγκρίνει την ανταπαίτηση του εναγομένου καθόσον αφορά την κήρυξη της επίδικης συμφωνίας ως παράνομης, άκυρης και ανεφάρμοστης και επίσης θα έπρεπε να κηρύξει και τις επίδικες ενεχυριάσεις ως άκυρες ή και ότι δόθησαν για εξασφάλιση παράνομης συμφωνίας ή και συναλλαγής.»

Εξέταση λόγων έφεσης

Από την πιο πάνω διατύπωση των λόγων έφεσης, φαίνεται ότι οι 6 πρώτοι προσβάλλουν ουσιαστικά θέματα αξιοπιστίας, δηλαδή ότι εσφαλμένα δεν δέχθηκε ο πρωτόδικος δικαστής την εκδοχή του εφεσείοντα. Απλώς οι πρώτος και δεύτερος λόγοι προωθούνται και σε συσχετισμό με το κατά πόσο οι ισχυρισμοί του εφεσείοντα συνάδουν ή όχι με τα δικόγραφά του.

Είναι σαφώς νομολογημένο ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι έργο που αποτελεί κατ’ εξοχήν έργο του πρωτόδικου δικαστηρίου το οποίο έχει την ευκαιρία να δει και παρακολουθήσει τους μάρτυρες στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης ούτως ώστε να είναι σε καλύτερη θέση να κρίνει την αξιοπιστία ενός μάρτυρα και ότι το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει. Το πράττει μόνο όταν τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή όταν αυτά αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή όταν τα συμπεράσματα του είναι εξ αντικειμένου παράλογα ή αυθαίρετα.  (βλ μεταξύ άλλων Αθανασίου κ.ά. ν. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614, Πισιάρας κ.ά. ν. Μιχαηλίδη κ.ά. (2000) 1 Α.Α.Δ. 817, R. K. B. Leathergooods Ltd v. Αγγελίδη (2004) 1 Α.Α.Δ. 1071, Zefkas Bros (Fig Tree Bay) Restaurant Ltd v. Αναστασίου (2007) 1 Α.Α.Δ. 822, Liberty Mediterranean Cruises Mouss Ltd v. Haris Zacharia Engineering Co. Ltd κ.ά. (2007) 1 Α.Α.Δ. 916, Muskita Aluminium Industries Ltd κ.ά. ν. Alsako Alumin. Ltd. κ.ά. (Αρ. 2) (2009) 1 Α.Α.Δ. 1481 και Helmold Brigitta ν. Ευανθίας Μιχαηλίδου (2011) [*431]1 Α.Α.Δ. 2125).

Λόγος έφεσης (Αρ. 1)

Με τον 1ο λόγο έφεσης προσβάλλεται η απόρριψη από το πρωτόδικο δικαστήριο (σελ. 4 παραγρ. 2 της απόφασης) του ισχυρισμού του εφεσείοντα ότι οι εφεσίβλητοι «επέτρεψαν εις τους Χρηματιστές που διόρισαν να λειτουργούν την συμφωνία κατά παράβαση των όρων της με αποτέλεσμα να ευθύνονται για παράβαση της συμφωνίας ή και να εμποδίζονται από του να αξιούν οποιοδήποτε υπόλοιπο».

Εξετάσαμε τον πιο πάνω ισχυρισμό με προσοχή. Το τι ουσιαστικά περιέχεται στο πιο πάνω μέρος της απόφασης, είναι η παράθεση από το πρωτόδικο δικαστήριο του προαναφερθέντος ισχυρισμού του εφεσείοντα και η απόφανση του ότι «αυτή, η θέση είναι ήδη από τα δικόγραφα αντιφατική εφ’ όσον ο εναγόμενος παραδέχεται ότι είναι εκείνος που διόρισε τον Χρηματιστή».

Παρά το σύντομο της κατάληξης του πρωτόδικου δικαστηρίου, φαίνεται ότι από τα ενώπιον του γεγονότα, που αποτέλεσαν κοινό έδαφος, περιλαμβανομένου και του γεγονότος ότι είναι ο εφεσείων που διόρισε την Ελληνική Τράπεζα (Επενδύσεις) Λτδ ως χρηματιστή του με βάση τους όρους της σχετικής συμφωνίας καθώς και το ότι ο εφεσείων υπέγραψε προς το σκοπό αυτό δυο πληρεξούσια, πρώτα αυτό ημερ. 21/8/2008 (τεκμ. 7) και σε αργότερο στάδιο (28/9/2001) το τεκμήριο 8, σύμφωνα με τα οποία ανέλαβε «να επικυρώσει οτιδήποτε ο χρηματιστής ήθελε πράξει δυνάμει του πληρεξουσίου ως εάν οι πράξεις είχαν γίνει από τον ίδιο»,γεγονότα που τα δέχεται ο εφεσείων με την παράγραφο 7 της Έκθεσης Υπεράσπισης, ήταν εύλογη η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η θέση του εφεσείοντα ότι είναι οι εφεσίβλητοι που επέτρεψαν (και όχι ο ίδιος) στους χρηματιστές να λειτουργούν τη συμφωνία κατά παράβαση των όρων της ήταν αντιφατική με τα δικόγραφα.

Πρέπει εδώ να σημειώσουμε και μια αντίφαση στους ισχυρισμούς του εφεσείοντα που επιβεβαιώνει την πιο πάνω κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου. Αναπτύσσοντας το 2ο λόγο έφεσης για να δικαιολογήσει τον ισχυρισμό του ότι δεν είχε ο ίδιος επαφή με τους εφεσίβλητους, επικαλούμενος τους όρους του επίδικου επενδυτικού σχεδίου, αναφέρει ότι δεν υπήρχε λόγος να είχε ο ίδιος επαφή με τους ενάγοντες αφού «είχε διορίσει τους χρηματιστές οι οποίοι τον εκπροσωπούσαν καθ’ όσον αφορά τη λειτουργία του λογαριασμού στο πλαίσιο των όρων της συμφωνίας».

[*432]Δεν παραβλέπουμε ότι ο εφεσείων προβάλλει και τον ισχυρισμό ότι ο χρηματιστής του ενεργούσε έξω από το πλαίσιο των όρων επενδυτικού σχεδίου. Όμως η αγωγή δεν στρέφεται εναντίον του χρηματιστή όπως συνέβηκε στην υπόθεση Suphire (Finances) Ltd v. Λάμπρου Χαριλάου και άλλων, Αρ. Αγ. 57/2007 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερ. 21/9/2007, την οποία επικαλέστηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα και με την οποία θα ασχοληθούμε στο κατάλληλο στάδιο. Επομένως κρίνουμε ότι ο 1ος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Σχετικά με τον ισχυρισμό του εφεσείοντα ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την εκδοχή του ότι δεν είχε επαφή με τους εφεσίβλητους (2ος λόγος) και ότι εσφαλμένα έκρινε ότι δεν έλεγε την αλήθεια όταν ισχυρίστηκε ότι όλες τις αγοραπωλησίες τις έκανε ο χρηματιστής (3ος λόγος), η θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου του εφεσείοντα είναι ότι από τους όρους και τη φύση του επενδυτικού σχεδίου είναι προφανές ότι ο εφεσείων, εκ των πραγμάτων, δεν είχε επαφή με τους ενάγοντες αφού μάλιστα είχε διορίσει χρηματιστές οι οποίοι τον εκπροσωπούσαν καθ’ όλη τη διάρκεια του λογαριασμού.

Η πρωτόδικη απόφαση στα σημεία αυτά για τα οποία παραπονείται ο εφεσείων έχει ως ακολούθως:

«Αντεξεταζόμενος τέλος πάντων, είπε ότι δεν έκανε τίποτε απολύτως σε σχέση με τη λειτουργία του επενδυτικού λογαριασμού και ότι όλες τις αγοραπωλησίες, από την αρχή μέχρι το τέλος τις έκαμε ο χρηματιστης με τον οποίο δεν μιλούσε. Ούτε με τους ενάγοντες είχε επαφή. Μόνο το 2004, είπε, του τηλεφώνησε «κάποιος αν μπορούσε να συνεισφέρει έστω και το ελάχιστο στο λογαριασμό τον  επενδυτικό». Όμως στην Υπεράσπιση του (παρ. 10 Υπερ.) υπάρχει παραδοχή του ισχυρισμού των εναγόντων (παρ. 10 Ε/Α) ότι «οι ενάγοντες κατ’ επανάλειψη κάλεσαν τον εναγόμενο να ενεργήσει προς συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις του δυνάμει της Συμφωνίας αναφορικά με τη συνολική αξία των Αγορασθείσων Αξιών, των Αξιών Εξασφάλισης και τυχόν μετρητών η οποία δεν διατηρούνταν στο προβλεπόμενο από τη Συμφωνία επίπεδο και προς διευθέτηση της υπέρβασης του ορίου που παρατηρήθηκε στο λογαριασμό». Περιπλέον, ως άνω, υπάρχει παραδοχή του ισχυρισμού των εναγόντων ότι ο εναγόμενος προσκόμισε πρόσθετες αξίες εξασφάλισης, «αλλά μεταγενέστερα παρέλειψε και/ή αμέλησε να προσκομίσει αξίες εξασφάλισης και/ή να καταθέσει μετρητά στο λογαριασμό για να μειωθεί ή εκλείψει το έλλειμμα [*433]ως προς την εξασφάλιση ή υπέρβαση του ορίου» (παρα. 11 Υπερ.). Συνεπώς η θέση του ότι δεν είχε επαφή με τους ενάγοντες, που εξυπακούει ότι δεν γνώριζε για τον λογαριασμό του δεν συνάδει ούτε με τα δικά του δικόγραφα.»

Εξετάσαμε τα δικόγραφα και ιδιαίτερα την υπεράσπιση του εφεσείοντα (παραγράφους 10 και 11) όπου παραδέχεται τους ισχυρισμούς των εφεσιβλήτων όπως προβάλλονται με τις παραγράφους 10 και 11 της έκθεσης απαίτησης τις οποίες κρίνουμε ορθό να παραθέσουμε αυτούσιες:

«10. Οι Ενάγοντες κατ’ επανάληψη κάλεσαν τον Εναγόμενο να ενεργήσει προς συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις του δυνάμει της Συμφωνίας αναφορικά με τη συνολική αξία των Αγορασθεισών Αξιών, των Αξιών Εξασφάλισης και τυχόν Μετρητών (οι «Εξασφαλίσεις»), η οποία δεν διατηρούνταν στο προβλεπόμενο από τη Συμφωνία επίπεδο και προς διευθέτηση της υπέρβασης του Ορίου που παρατηρήθηκε στο Λογαριασμό.

11. Ο Εναγόμενος κατά ή περί τον Ιανουάριο 2001 προσκόμισε πρόσθετες Αξίες Εξασφάλισης, αλλά μεταγενέστερα παρέλειψε και/ή αμέλησε να προσκομίσει Αξίες Εξασφάλισης και/ή να καταθέσει Μετρητά στο Λογαριασμό για να μειωθεί ή εκλείψει το έλλειμμα ως προς την εξασφάλιση ή η υπέρβαση του ορίου.»

Η παραδοχή των πιο πάνω ισχυρισμών σε συνδυασμό με την προφορική μαρτυρία του εφεσείοντα ότι έβλεπε τα «statements» αλλά δεν τα λάμβανε υπόψη, όπως για παράδειγμα την κατάσταση λογαριασμού ημερ. 5/10/2000 με χρεωστικό υπόλοιπο Λ.Κ. 71.845,66 που είναι πολύ πέραν του ορίου των Λ.Κ. 50.000, καθώς και η δικαιολογία που έδωσε γιατί να μην τα λάβει υπόψη, δηλαδή διότι είναι επιχειρηματίας και ασχολείται με δεκάδες χιλιάδες λίρες, είναι γεγονότα που εύλογα δικαιολογούσαν το πρωτόδικο δικαστήριο να καταλήξει στην απόφαση του να μην δεχθεί τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα ότι (α) δεν είχε επαφή με τους εφεσίβλητους και (β) ότι δεν γνώριζε την υπέρβαση του λογαριασμού του και γι’ αυτό δεν αντέδρασε. Επομένως οι λόγοι έφεσης 2 και 3 απορρίπτονται.

Με το ίδιο σκεπτικό κρίνουμε ότι θα πρέπει να απορριφθούν ως ανεδαφικοί και οι ισχυρισμοί που περιέχονται στους λόγους έφεσης 4 έως 6, με τους οποίους προσβάλλονται τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου, που φαίνονται στις σελ. 9 και 10 της απόφασης.

[*434]Με τον 7ο λόγο έφεσης προσβάλλεται το εύρημα ότι η υπέρβαση του ορίου των Λ.Κ.50.000, έχει δικογραφηθεί. Ήταν η θέση του ευπαιδεύτου δικηγόρου του εφεσείοντα κατά την πρωτόδικη διαδικασία ότι (α) οι εφεσίβλητοι δεν είχαν δικαίωμα να ζητούν ποσά πέραν του ορίου των Λ.Κ.50.000, διότι δεν είχαν δικογραφημένη συμφωνία για αύξηση του ορίου αυτού και (β) γιατί ο χρηματιστής του δεν εδικαιούτο να απαιτεί πληρωμές από τους εφεσίβλητους καθ’ υπέρβαση του ορίου, γιατί τούτο δεν καλυπτόταν από το πληρεξούσιο που του είχε παραχωρήσει ο εφεσείων.  Το πρωτόδικο δικαστήριο δεχόμενο τη θέση των εφεσιβλήτων ανάφερε τα εξής:

«Η ευπαίδευτη δικηγόρος των εναγόντων είχε αντίθετη άποψη.  Κατ’ αρχάς ανέφερε ότι η υπέρβαση του ορίου έχει δικογραφηθεί εφόσον στην έκθεση απαίτησης αναγράφεται ότι ο εναγόμενος προέβη σε αγορές καθ’ υπέρβαση του συμφωνηθέντος ορίου. Αυτό είναι ορθό. Άλλωστε, το επίδικο θέμα, όπως με την Υπεράσπιση καθορίστηκε είναι οι νομικές συνέπειες τούτου του γεγονότος που αποτέλεσε, ως άνω, κοινό τόπο χωρίς να καταλαμβάνεται ο εναγόμενος εξ απήνης ή άλλως πως να του προκαλείται αδικία.»

Εξετάζοντας την έκθεση απαίτησης φαίνεται ο ισχυρισμός ότι ο εφεσείων έκανε χρήση του δικαιώματος που είχε για αγορά αξίας μέχρι Λ.Κ.50.000 και ότι μάλιστα «προέβη σε αγορά Αγορασθέντων Αξιών καθ’ υπέρβαση του συμφωνηθέντος Ορίου». Η θέση του εφεσείοντα ήταν ότι δεν υπερέβη το όριο και καλούσε τους εφεσίβλητους να αποδείξουν τον ισχυρισμό.

Με βάση τα πιο πάνω κρίνουμε ότι, έστω κι’ αν η δικογράφηση δεν ήταν η καλύτερη, το θέμα καλυπτόταν από τα δικόγραφα και οι εφεσίβλητοι προσκόμισαν μαρτυρία για απόδειξη της υπέρβασης, όπως τους καλούσε ο εφεσείων με την υπεράσπιση του να πράξουν. Επομένως απορρίπτεται και ο λόγος αυτός.

Με τον 8ο λόγο έφεσης προσβάλλονται ευρήματα του δικαστηρίου που περιέχονται στη σελ. 13 της πρωτόδικης απόφασης, όπως τα παραθέτει συνοπτικά ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα στο λόγο έφεσης. Η ουσία του ισχυρισμού του, όπως προκύπτει από το περίγραμμα αγόρευσης και όπως προωθήθηκε κατά την ακρόαση της έφεσης, είναι ότι δεν ήταν επιτρεπτό για το πρωτόδικο δικαστήριο να εξαγάγει συμπέρασμα ότι οι πράξεις του χρηματιστή ήταν πράξεις του εφεσείοντα ή ότι ο χρηματιστής ήταν αντιπρόσωπος του εφεσείοντα με πλήρεις εξουσίες να χεριζεται το λογαριασμό κατά την κρίση του, όπως για παράδειγμα να προβαίνει [*435]σε αγορές καθ’ υπέρβαση του λογαριασμού του.

Εξετάσαμε και σχετικά μ’ αυτό το λόγο τις αντίστοιχες θέσεις.  Συμφωνούμε με την άποψη της ευπαιδεύτου συνηγόρου των εφεσιβλήτων ότι οι εφεσίβλητοι με βάση τη σύμβαση απλώς είχαν δικαίωμα, αν ήθελαν, να μην επιτρέπουν αγορές καθ’ υπέρβαση του ορίου, αλλά όχι υποχρέωση. Εφόσον δε ο εφεσείων αποδέχθηκε αυτή την υπέρβαση, τότε ορθά κατάληξε το πρωτόδικο δικαστήριο ότι ευθύνεται και για τα ποσά της υπέρβασης. Αναφορικά με τον ισχυρισμό του εφεσείοντα ότι ο χρηματιστής του δεν είχε δικαίωμα να προβεί σε αγορές πέραν του ορίου των ΛΚ50.000, κι’ αν ακόμα ο ισχυρισμός αυτός ευσταθούσε, όφειλε ο εφεσείων να στραφεί δικαστικά και εναντίον του χρηματιστή του, όπως έγινε και στην προαναφερθείσα υπόθεση Suphire (Finance) Ltd. v. Λάμπρου Χαραλάμπους και άλλων, πράγμα που εδώ δεν έγινε

Πρέπει εδώ να σημειώσουμε ότι τόσο στο πρώτο όσο και στο δεύτερο πληρεξούσιο υπήρχε πρόνοια ότι ο εφεσείων αναλάμβανε να επικυρώσει οτιδήποτε ο πληρεξούσιός του πράττει ή δυνατό να πράξει κάτω από τις εξουσίες που του παρέχονται με το Πληρεξούσιο Έγγραφο ως εάν οι εν λόγω πράξεις έχουν γίνει από τον ίδιο. Επομένως αν ο πληρεξούσιος παρέβηκε οποιοδήποτε όρο του πληρεξουσίου, αυτό δεν είναι θέμα που αφορά τους εφεσίβλητους αλλά διαφορά μεταξύ εφεσείοντα και του χρηματιστή του (πληρεξουσίου). Πολύ σχετική είναι και η υπόθεση Ν. Αντωνίου ν. Suphire (Finance) Ltd (2010) 1(Α) Α.Α.Δ. 317, όπου, στη βάση παρόμοιων γεγονότων, λέχθηκαν, μεταξύ άλλων και τα εξής: «Αν οι πληρεξούσιοι του ενήργησαν χωρίς τις εντολές του, ο εφεσείων οφείλει να στρέψει τα πυρά του προς αυτούς. Το ότι και εκείνοι ανήκουν στον ίδιο Όμιλο, δεν σημαίνει για σκοπούς της παρούσας συναλλαγής ότι είναι συγκοινωνούντα δοχεία ή ότι ευθύνονται αλληλένδετα.»

Από την παράγραφο 11 της συμφωνίας όπως τροποποιήθηκε με την ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΜΦΩΝΊΑ ΗΜΕΡ. 28/9/2011 προκύπτει ότι η ευθύνη για τη λειτουργία του λογαριασμού του επενδυτή (εφεσείοντα) είναι στο Χρηματιστηριακό Γραφείο και ότι ο Οργανισμός «δεν θα έχει οποιανδήποτε ευθύνη οικονομική ή άλλη για αποζημίωση του ΕΠΕΝΔΥΤΗ και/ή του Χρηματιστηριακού Γραφείου, σε σχέση με οποιαδήποτε αγοραπωλησία ή μη ΑΞΙΩΝ για λογαριασμό του ΕΠΕΝΔΥΤΗ».

Αναφορικά με την προαναφερθείσα υπόθεση του Επαρχιακού Δικαστηρίου στην οποία βάσισε ουσιαστικά τις θέσεις του ο κ. [*436]Μαθηκολώνης, σημειώνουμε ότι τα όσα αναφέρονται στις σελ. 36-40 σχετικά με την εξουσία του Χρηματιστή με βάση το πληρεξούσιο της εν λόγω υπόθεσης, είναι άσχετα για την παρούσα έφεση, εφόσον εδώ ο χρηματιστής δεν είναι διάδικος.  Στην έκταση δε που το δικαστήριο είχε αποφανθεί ότι και η ενάγουσα όφειλε «να μην αναγνωρίζει, να μην δέχεται και να μην πληρώνει την stockbrokers όταν διαπίστωσε ότι ο εναγόμενος, κατ’ ισχυρισμό, διενεργούσε εντολές πολύ πέραν του ορίου των £50.000 εφόσον εκείνη είχε εγκρίνει το όριο αυτό», δεν μας βρίσκει σύμφωνους ενόψει των γεγονότων της παρούσας υπόθεσης.

Με τον 9ο λόγο έφεσης προσβάλλεται το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο εφεσείων γνώριζε για την υπέρβαση του ορίου αφού λάμβανε γνώση τόσο με τις αποτιμήσεις χαρτοφυλακίου που του κοινοποιούνταν όσο και με τις καταστάσεις λογαριασμού κι’ ότι έλαβε το όφελος. Συνέδεσε ο ευπαίδευτος συνήγορος το όλο θέμα με τον προαναφερθέντα ισχυρισμό του ότι η υπέρβαση του δανείου δεν είναι δικογραφημένη. Ενόψει των όσων έχουμε ήδη αποφασίσει επί του θέματος αυτού, καθώς και του ότι σ’ ό,τι αφορά την αξιοπιστία του εφεσείοντα το δικαστήριο ήδη απέρριψε τους ισχυρισμούς του, απορρίπτεται κι’ αυτός ο λόγος έφεσης.

Ο 10ος λόγος ήδη αναφέραμε πως αφορά ισχυρισμό ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε (σελ. 14 της απόφασης) ότι ο Μ.Ε.1 Μιχαηλίδης δεν αντεξετάστηκε για το περιεχόμενο του λογαριασμού και ότι δεν ήταν επιτρεπτό να εκτιμηθούν θέσεις του εφεσείοντα που δεν τέθηκαν στον Μ.Ε.1. Εξετάσαμε τα όσα επικαλείται στο περίγραμμα αγόρευσης του ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα αλλά δεν βρίσκουμε οτιδήποτε που να οδηγεί σε επιτυχία του λόγου αυτού. Το δικαστήριο δεν ανάφερε ότι ο εφεσείων είχε το βάρος να προβεί σε τέτοια αντεξέταση που θα βοηθούσε τους εφεσίβλητους. Απλώς εφάρμοσε τη νομική αρχή ότι η παράλειψη αντεξέτασης πάνω σε ουσιώδεις ισχυρισμούς γεγονότων, μπορεί να οδηγήσει το δικαστήριο στην απόφαση ότι οι ισχυρισμοί επί των οποίων δεν έγινε αντεξέταση, είναι αποδεκτοί. (Βλ. μεταξύ άλλων A.C.T. Textiles v. Zodhiatis (1986) 1 C.L.R. 89, 105, Adidas v. Jonitexo Ltd (1987) 1 C.L.R. 383, 388-389 και Philippou General Bonded Warehouse Ltd v. Νικολαΐδη (2006) 1 Α.Α.Δ. 1057, 1060-1061). Εδώ το Δικαστήριο αναφέρθηκε στην εν λόγω παράλειψη σε συνδυασμό με άλλη μαρτυρία, όπως για παράδειγμα, το ότι ο ΜΕ1 κρίθηκε αξιόπιστος και ότι ο εφεσείων δεν πρόσφερε οποιαδήποτε μαρτυρία αναφορικά με την ορθότητα του λογαριασμού.

[*437]Με τους 11ο-14ο λόγους προσβάλλεται το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου με βάση το οποίο απέρριψε τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα ότι το επίδικο επενδυτικό σχέδιο και/ή συμφωνία ήταν παράνομη και άκυρη. Ο ευπαίδευτος συνήγορος αναφέρθηκε σε αριθμό αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου όπου η συμφωνία είχε κηρυχθεί ως παράνομη χωρίς όμως να εξειδικεύσει και αναπτύξει γιατί η συμφωνία στην παρούσα περίπτωση ήταν παράνομη.  Αναφέρθηκε επιγραμματικά στον περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμο του 1997 (Ν. 66(Ι)/1997) Άρθρα 2, 3, 4, 30(1), 43, 46(1) και (2) και το Νόμο 94(Ι)/2000 που τροποποίησε τον εν λόγω νόμο και χωρίς οτιδήποτε άλλο εισηγήθηκε απλά ότι η συμφωνία και η λειτουργία του επενδυτικού σχεδίου ήταν παράνομη. Μέσα στο ίδιο πλαίσιο παραπονείται (13ος λόγος έφεσης) ότι εσφαλμένα έκρινε το Δικαστήριο ότι έπρεπε να δικογραφηθεί ο ισχυρισμός για παρανομία. Κρίνουμε ότι δε χρειάζεται να εξεταστεί ο λόγος αυτός γιατί, παρά την απόφαση του δικαστηρίου ότι δεν ήταν δεόντως δικογραφημένος, εντούτοις προχώρησε και εξέτασε τον ισχυρισμό, ακριβώς για να υπάρχει, όπως το έθεσε, και για το θέμα αυτό η απόφαση του σε περίπτωση που κριθεί εσφαλμένη η απόφασή του περί δικογράφησης.

Αναφορικά με την ουσία του ισχυρισμού, το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε το θέμα πολύ εμπεριστατωμένα (σελ. 16-22 της απόφασης) και με αναφορά στην απόφαση Έλληνας Χρηματοδοτήσεις Λτδ ν. Γιάλλουρου (2006) 1 Α.Α.Δ. 120, κατάληξε ότι δεν είχε αποδειχθεί οποιαδήποτε παρανομία.

Στην προώθηση του ισχυρισμού περί παρανομίας ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα αναφέρθηκε μεταξύ άλλων και στις υποθέσεις Glamor Development v. Christodoulou (1984) 1 C.L.R. 444, Ιωάννου κ.ά. v. Μουσκαλλή κ.ά. (1997) 1 Α.Α.Δ. 1595 και Alam v. Tουμαζίδης (1998) 1 Α.Α.Δ. 968. Κρίνουμε όμως ότι οι υποθέσεις αυτές έχουν αποφασιστεί στη βάση των δικών τους γεγονότων, εντελώς διαφορετικών από την παρούσα και επομένως δεν βοηθούν τον εφεσείοντα. Όπως ορθά αποφάσισε το πρωτόδικο δικαστήριο και υποστηρίζουν τώρα οι εφεσίβλητοι, δεν έχει αποδειχθεί ότι η συμφωνία και ουσιαστικά ο τρόπος λειτουργίας του επενδυτικού σχεδίου συνιστούσαν τραπεζική εργασία για την οποία οι εφεσίβλητοι χρειάζονταν άδεια από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου. Ενόψει του ότι οι εφεσίβλητοι ασχολούνται με χρηματοδοτήσεις και άλλες συναφείς εργασίες, έχουν εξασφαλίσει από την Κεντρική Τράπεζα με τίτλο Ρύθμιση Εργασιών (τεκμ. 3 στην πρωτόδικη διαδικασία), να διενεργούν μεταξύ άλλων και χρηματοδοτήσεις επενδύσεων, κρίνουμε ότι η κατάληξη του πρω[*438]τόδικου δικαστηρίου, η οποία βασίστηκε και στην προαναφερθείσα υπόθεση Έλληνας Χρηματοδοτήσεις Λτδ ν. Γιάλλουρου, της οποίας τα γεγονότα ήσαν παρόμοια, ότι δεν αποδείχθηκε οποιαδήποτε παρανομία που να επηρεάζει τη συμφωνία, είναι ορθή.  Παρόμοιος ισχυρισμός για παρανομία απορρίφθηκε και στην προαναφερθείσα υπόθεση Ν. Αντωνίου ν. Suphire (Finance) Ltd   Επομένως απορρίπτονται και αυτοί οι λόγοι έφεσης.

Η απόρριψη όλων των πιο πάνω λόγων έφεσης, οδηγεί αυτόματα και στην απόρριψη του 15ου λόγου που ουσιαστικά ζητά και απόφαση επί της ανταπαίτησης.

Ενόψει του αποτελέσματος της έφεσης κρίνουμε ότι δεν χρειάζεται να εξεταστεί η αντέφεση.

Με βάση όλα τα πιο πάνω, η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα (πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει) υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον του εφεσείοντα όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο