Καραβίας Θεοφάνης ν. Σταύρου Σταύρου (2012) 1 ΑΑΔ 469

(2012) 1 ΑΑΔ 469

[*469]20 Μαρτίου, 2012

[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

(Πολιτική Έφεση Αρ. 343/2008)

ΘΕΟΦΑΝΗΣ ΚΑΡΑΒΙΑΣ,

Εφεσείων-Ενάγων,

v.

ΣΤΑΥΡΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ,

Εφεσιβλήτου-Εναγομένου.

_________________________

(Πολιτική Έφεση Αρ. 58/2009)

ΘΕΟΦΑΝΗΣ ΚΑΡΑΒΙΑΣ,

Εφεσείων-Ενάγων,

v.

ΣΤΑΥΡΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ,

Εφεσιβλήτου-Εναγομένου.

(Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 343/2008, 58/2009)

 

Αστικά αδικήματα ― Δυσφήμιση ― Κατά πόσον ορθά αποφασίστηκε πρωτοδίκως ότι οι δηλώσεις του εφεσίβλητου ιατρού ως προέδρου της ΠΑΣΥΚΙ και οι οποίες αφορούσαν στον εφεσείοντα ο οποίος ήταν ο εντεταλμένος εμπειρογνώμονας Καθηγητής ιατρός για τη διερεύνηση των αιτιών θανάτου δεκατετράχρονου αλλά και ενδεχόμενη ιατρική αμέλεια κατά τη νοσηλεία του, αποτελούσαν έντιμο ή δίκαιο σχόλιο (fair comment) σε θέμα δημοσίου ενδιαφέροντος ― Απόφανση πλειοψηφίας ότι το σχόλιο του εφεσίβλητου που αναφερόταν στον εφεσείοντα και του απέδιδε μεταξύ άλλων «συγγραφή σεναρίων» και δημιουργία «εξιλαστηρίων θυμάτων», δεν οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι έγινε από αυτόν κακόπιστα.

[*470]Σύνταγμα ― Θεμελιώδη δικαιώματα ― Άρθρο 19 ― Η ελευθερία έκφρασης, εφαρμόζεται όχι μόνον σε πληροφορίες και ιδέες που είναι αρεστές ή τουλάχιστον θεωρούνται ως μη εχθρικές ή αδιάφορες αλλά επίσης και σε εκείνες που είναι προσβλητικές, εκπλήττουν ή ενοχλούν ― Αυτό απαιτεί ο πλουραλισμός, η ανεκτικότητα και η ευρύτητα πνεύματος, χωρίς τις οποίες δεν υπάρχει δημοκρατική κοινωνία.

Σύνταγμα ― Θεμελιώδη δικαιώματα ― Η σύγχρονη τάση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου είναι να περιορίζει το δικαίωμα στη φήμη προς όφελος του δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης, στο οποίο το Δικαστήριο αναγνωρίζει υψηλή αξία ― Τα δικαστήρια θα πρέπει να εξισορροπούν τα δύο αυτά δικαιώματα, ώστε να μην υπάρχει παραβίασή τους.

Αστικά αδικήματα ― Δυσφήμιση ― Υπεράσπιση έντιμου σχολίου ― Για να επιτύχει, ο εναγόμενος θα πρέπει να δείξει ότι οι επίδικες λέξεις αποτελούν σχόλιο και όχι δήλωση γεγονότος, ότι υπάρχει πραγματική βάση για το σχόλιο και ότι αυτό αφορά σε ζήτημα δημοσίου ενδιαφέροντος ― Πρέπει να είναι δίκαιο και, για να είναι τέτοιο, θα πρέπει να απαντηθεί το ερώτημα κατά πόσο ένας έντιμος άνθρωπος θα μπορούσε να έχει αυτές τις απόψεις.

Αστικά αδικήματα ― Δυσφήμιση ― Έντιμο σχόλιο ― Σχόλιο αποτελεί η έκφραση γνώμης επί γεγονότων ― Τα γεγονότα στα οποία στηρίζεται το σχόλιο δεν είναι αναγκαίο να περιλαμβάνονται στο κείμενο, μπορεί, απλώς, να γίνεται νύξη σ' αυτά ― Αν τα γεγονότα αναφέρονται αληθώς, η υπεράσπιση του εντίμου σχολίου επιτυγχάνει, εφόσον το δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι τα σχόλια έχουν γίνει εύλογα και έντιμα ― Δεν υπάρχει, βέβαια, ανάγκη, για να επιτύχει η υπεράσπιση του εντίμου σχολίου, να αποδεικνύονται ως αληθινά όλα τα γεγονότα, αρκεί ορισμένα από αυτά να είναι αληθινά.

Ο εφεσείων, χειρουργός, Έκτακτος Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, είχε διοριστεί από το Γενικό Εισαγγελέα, με σκοπό να γνωματεύσει κατά πόσο οι ιατρικές υπηρεσίες που προσφέρθηκαν από τους ιατρούς του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας σε δεκατετράχρονο που απεβίωσε, ήταν ικανοποιητικές και/ή κατά πόσο σχετίζονταν με το θάνατό του.

Αργότερα το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας βρήκε ενόχους δύο ιατρούς του δημοσίου ότι αυτοί, με απερίσκεπτες και αμελείς πράξεις τους, έθεσαν σε κίνδυνο τη ζωή του νεαρού και ότι δεν είχε αποδειχθεί στο βαθμό που απαιτείτο ότι η αιτία θανάτου του ήταν η σηπτική καταπληξία, όπως υποστήριζε ο εφεσείων.

[*471]Ο εφεσίβλητος κάλεσε δημοσιογραφική διάσκεψη στο αμφιθέατρο του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας και προέβη σε δηλώσεις αναφορικά με τα αίτια θανάτου του δεκατετράχρονου και, γενικά, την ποινική διαδικασία που οδήγησε στην καταδίκη των δύο ιατρών.

Ο εφεσείων, με την αγωγή του, αξίωνε ειδικές και/ή γενικές και/ή επαυξημένες και/ή εξαιρετικές αποζημιώσεις, αφού, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, συνεπεία των δυσφημιστικών δηλώσεων του εφεσίβλητου και των δημοσιευμάτων, επηρεάστηκε η επιστημονική φήμη και η υπόληψή του, γενικά.

Μεταξύ άλλων ο εφεσίβλητος προέβη σε δηλώσεις όπως οι εξής:

«Αυτό το πέτυχαν με τη δημιουργία εξιλαστήριων θυμάτων και τη συγγραφή ενός σεναρίου για πρόκληση εντυπώσεων. Στο στήσιμο του σεναρίου και στη δημιουργία του κατάλληλου κλίματος για να καταδικαστούν αθώοι και για ν’ απαλλαγούν εσαεί πιθανοί ένοχοι, ενεπλάκησαν πολλά άτομα.»

«Το πέτυχαν με τη δημιουργία εξιλαστήριων θυμάτων και τη συγγραφή ενός σεναρίου για φοιτητές προς εντυπωσιασμό και όχι για ειδικούς γιατρούς με χρόνια πείρα και καθημερινή εμπλοκή στη μάχιμη ιατρική ..»

«Σεναριογράφος, ο πραγματογνώμονας, ο οποίος απέφυγε όπως ο διάβολος το λιβάνι να αναφερθεί και να διερευνήσει την έννοια της λέξης ανοξία, εγκεφαλικός θάνατος και αναισθησιολογικός θάνατος ...»

«.. ο σεναριογράφος πραγματογνώμονας απέφυγε, όπως ο διάβολος το λιβάνι να αναφερθεί και να διερευνήσει την έννοια της λέξης ανοξία .. Κάποιοι που ήταν στο ναό του χειρουργείου ξέρουν καλύτερα από τους άλλους τι συνέβηκε και οι δύο γιατροί που καταδικάστηκαν είναι αθώοι ..»

«.. η όλη διαδικασία της έρευνας στην υπόθεση του χαμού του 14χρόνου Γιώργου δυστυχώς στόχευε στην απόκρυψη των πραγματικών τουλάχιστον ή των πιθανών πραγματικών αιτιών του θανάτου, με κύριο στόχο την συγκάλυψη τυχόν ευθυνών.»

Με την Υπεράσπισή του, ο εφεσίβλητος αρνείτο ότι οι δηλώσεις του, τα δημοσιεύματα και οι μεταδόσεις αναφέρονταν στον εφεσείοντα, ή ότι ήταν δυσφημιστικά γι' αυτόν. Ισχυρίστηκε ότι τα γεγονότα που εκτέθηκαν ήταν αληθή, ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα [*472]και αποτελούσαν έντιμο σχόλιο (fair comment), ως αφορώντα θέμα δημοσίου ενδιαφέροντος και έγιναν καλόπιστα, χωρίς πρόθεση δυσφήμισης του εφεσείοντα.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απεφάνθη ότι οι δηλώσεις του εφεσίβλητου αποτελούσαν σχόλια και όχι διατύπωση γεγονότων, τα οποία αφορούσαν σε θέμα δημοσίου ενδιαφέροντος. Δέχθηκε ότι τα σχόλια για την εμπλοκή του εφεσείοντα στη δίωξη των ιατρών, έστω και αν το ίδιο δε συμφωνούσε με αυτά, ήταν εύλογα και μπορούσαν να γίνουν από ένα έντιμο πρόσωπο. Έκρινε περαιτέρω ότι ο ρόλος του εφεσείοντα για το ποιοι, τελικά, διώχτηκαν ήταν καθοριστικός, έστω και αν δεν ήταν αυτός που πήρε τη σχετική απόφαση.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, καίτοι μεταξύ άλλων χαρακτήρισε τη γλώσσα που ο εφεσίβλητος χρησιμοποίησε «σκληρή», κατέληξε ότι οι δηλώσεις του έγιναν έντιμα, χωρίς σκοπό να πλήξουν τον εφεσείοντα, ή να βλάψουν την υπόληψή του. Σκοπός του ήταν να αποκαλυφθεί η αλήθεια σε σχέση με τα αίτια του θανάτου του δεκατετράχρονου.

Με την έφεση υποστηρίχθηκε μεταξύ άλλων ότι:

α) Ήταν εσφαλμένη η κατάληξη ότι οι επίδικες δηλώσεις αποτελούσαν έντιμο σχόλιο.

β) Οι δηλώσεις του εφεσίβλητου δεν έγιναν με καλή πίστη, όπως απαιτείται, για να ευσταθεί η υπεράσπιση του εντίμου σχολίου.

γ)  Ενώ ο εφεσείβλητος δε γνώριζε τα γεγονότα, επέμενε μέχρι και το τέλος της δίκης στους ισχυρισμούς του, απορρίπτοντας, μάλιστα, έκκληση του εφεσείοντα για απολογία από μέρους του.

δ) Με την έφεση 58/2009 ζητείτο η ακύρωση της διαταγής για διόρθωση της απόφασης ως προς την επιδίκαση των εξόδων στην οποία έγινε διόρθωση γραμματικού λάθους αναφορικά με το υπέρ ποιου διαδίκου επιδικάστηκαν.

Αποφασίστηκε ότι:

Α. Υπό Παπαδοπούλου Δ. συμφωνούντος και του Πασχαλίδη Δ:

1.  Με δεδομένο ότι οι δηλώσεις του εφεσείοντα ήταν δυσφημιστικές, το ερώτημα το οποίο εγειρόταν και το οποίο θα έπρεπε να απαντηθεί ήταν: Κατά πόσο η επιτυχία της υπεράσπισης του εντίμου ή δίκαιου σχολίου (fair comment) ορθά αποφασίστηκε.

[*473]2.      Δεν αμφισβητήθηκε από τον εφεσείοντα το γεγονός ότι, κατά τον ουσιώδη χρόνο, απασχολούσαν το κοινό τα αίτια του θανάτου του Γιώργου και γίνονταν διάφορες συζητήσεις επί του θέματος. Ο εφεσίβλητος, ως Πρόεδρος της ΠΑΣΥΚΙ και χειρουργός ο ίδιος, παρακολουθούσε, από τη πρώτη στιγμή, την πορεία των εξετάσεων και, αργότερα, της ποινικής δίκης και ενημερωνόταν σχετικά. Ήταν ενήμερος ότι ο θάνατος του Γιώργου συνέβηκε ενώ αυτός βρισκόταν υπό γενική αναισθησία και ότι, για σκοπούς εξιχνίασης των αιτιών του θανάτου του, δεν έπρεπε να είχε αφαιρεθεί ο τραχειοσωλήνας, ώστε να μπορούν οι ιατροδικαστές, κατά τη νεκροψία, να ελέγξουν εάν αυτός είχε τοποθετηθεί σωστά, δηλαδή στην τραχεία και όχι στον οισοφάγο, ή κατά πόσο αυτός λειτουργούσε κανονικά. Στην περίπτωση του Γιώργου, ο τραχειοσωλήνας αφαιρέθηκε, με αποτέλεσμα να μην μπορούν τα πιο πάνω να ελεγχθούν.

3.  Θέση του εφεσείοντα, τόσο στη Γνωμάτευσή του όσο και ενώπιον του Δικαστηρίου ήταν ότι ο θάνατος του Γιώργου επήλθε από σηπτική καταπληξία, η οποία δεν είχε διαγνωστεί έγκαιρα από τους ιατρούς, ενώ, σε κάποιο άλλο στάδιο, αυτός είπε ότι η σηπτική καταπληξία παρουσιάστηκε κατά τη νάρκωση, θέσεις με τις οποίες ο εφεσίβλητος ήταν κάθετα αντίθετος, όπως αντίθετοι ήταν η Αναισθησιολόγος Όλγα Αναστασιάδου και ο Ιατροδικαστής Μάριος Ματσάκης, τη μαρτυρία των οποίων το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχτηκε ως αληθινή.

4.  Ο εφεσίβλητος, για τα όσα σχολίαζε, είχε στο μυαλό του όλα τα πιο πάνω γεγονότα, τα οποία δεν ήταν αναληθή. Η διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων διατύπωσε την άποψή του όχι σκόπιμα αλλά λόγω παραλείψεων κατά τη διάρκεια της διερεύνησης της υπόθεσης προτού διατυπώσει το πόρισμά του, δεν οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι το σχόλιο για συγγραφή  σεναρίου  έγινε κακόπιστα.

5.  Οι παραλείψεις του κατά την έρευνά του αποτελούσαν πραγματική βάση για το σχόλιο. Δεν απαιτείται, για να είναι το σχόλιο έντιμο, οι ενέργειες αυτού στον οποίο αφορά το σχόλιο να έγιναν σκόπιμα. Ούτε ευσταθούσε ο ισχυρισμός του εφεσείοντα ότι ο εφεσίβλητος ενήργησε με σκοπό να τον βλάψει σε σημαντικά μεγαλύτερο βαθμό του εύλογα αναγκαίου. Ο εφεσίβλητος, έχοντας υπόψη τα γεγονότα και το αποτέλεσμα της ποινικής δίκης, προέβη στα σχόλια του καλόπιστα.

6.  Η έννοια της αναλογικότητας δε σημαίνει ισότητα μεταξύ ανταγωνιστικών συμφερόντων, αλλά ότι οι στόχοι του Άρθρου 10(2) [*474]της Ε.Σ.Δ.Α. θα πρέπει να αντιπαραβάλλονται με την αξία της ανοικτής συζήτησης θεμάτων δημοσίου ενδιαφέροντος. Το δικαστήριο, για να βρει τη χρυσή τομή μεταξύ των πιο πάνω συμφερόντων, δεν πρέπει να παραγνωρίζει τη μεγάλη σημασία της μη αποθάρρυνσης του κοινού από του να εκφράζει τη γνώμη του σε θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος, λόγω φόβου ποινικών ή άλλων κυρώσεων.

7.  Το δικαστήριο, για να βρει τη χρυσή τομή μεταξύ των πιο πάνω συμφερόντων, δεν πρέπει να παραγνωρίζει τη μεγάλη σημασία της μη αποθάρρυνσης του κοινού από του να εκφράζει τη γνώμη του σε θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος, λόγω φόβου ποινικών ή άλλων κυρώσεων.

8.  Ενόψει των πιο πάνω,  ο εφεσίβλητος διατύπωσε τα σχόλιά του καλόπιστα και στην προσπάθειά του μόνο να αποκαλυφθούν τα αίτια του θανάτου του δεκατετράχρονου.

9.  Αναφορικά με την έφεση 58/2009 για ακύρωση της διαταγής για διόρθωση της απόφασης, το Δικαστήριο γνώριζε τα γεγονότα και, στη βάση των όσων είχε ενώπιόν του, διαπίστωσε ότι η καταγραφή των λέξεων «ενάγοντα» και «εναγομένου» ήταν λανθασμένη, αφού αυτή δεν ανταποκρινόταν με το υπόλοιπο μέρος των διαπιστώσεών του.

10.  Η θέση των εφεσειόντων ότι η ενόρκως δηλούσα στην αίτηση για διόρθωση της απόφασης δεν αποκάλυψε πώς απέκτησε προσωπική γνώση των γεγονότων, δεν ευσταθούσε. Η ενόρκως δηλούσα ανέφερε ρητά ότι είναι δικηγόρος στο δικηγορικό γραφείο των δικηγόρων του εφεσίβλητου, και ότι έχει προσωπική γνώση των γεγονότων. Ανεξάρτητα, όμως, από αυτό, το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι τα γεγονότα που στήριζαν την αίτηση προέκυπταν από το φάκελο της υπόθεσης.

11.  Δεν ευσταθούσε ο λόγος έφεσης σύμφωνα με τον οποίο ο εφεσείων υποστήριξε ότι η αιτούμενη διόρθωση δεν αφορούσε λάθος. Το σκεπτικό της απόφασης, δεν άφηνε περιθώριο άλλης κατάληξης, παρά ότι επρόκειτο περί γραμματικού λάθους.

Β. Υπό Ναθαναήλ Δ:

1.  Όπως έχει υποδειχθεί συναφώς κατά την ανάπτυξη της νομολογίας, σχόλιο δεν υπάρχει σε κενό αέρος («a comment cannot exist in "thin air"»). Ο εναγόμενος πρέπει να αποδείξει ότι τα δομικά [*475]υλικά επί των οποίων εδράζεται το σχόλιο ή σχόλια είναι αληθή. Η υπεράσπιση στην παρ. 7 του δικογράφου της δεν προέβαινε σ’ αυτό τον αναγκαίο διαχωρισμό. Εξαντλείτο στην πρόταξη, διαζευκτικών υπερασπίσεων.

2.  Δεν ζητήθηκαν λεπτομέρειες από πλευράς του εφεσείοντος, η εκδίκαση της υπόθεσης προχώρησε ανάλογα και εκδόθηκε η υπό κρίση απόφαση, του πρωτόδικου Δικαστηρίου μη ασχοληθέντος σχετικά, ενώ θα ήταν εντός της δυνατότητας του να εντοπίσει το πρόβλημα και να εκδώσει, επιβεβλημένα, αυτεπαγγέλτως ανάλογες οδηγίες παροχής λεπτομερειών κάτω από τη Δ.30.

3.  Η μη στερεή συνεπώς βάση επί της οποίας ηγέρθηκε και στην πορεία προωθήθηκε η υπεράσπιση του εντίμου σχολίου, δημιούργησε ένα ασταθές βάθρο επί του οποίου κινήθηκε και το ίδιο το Δικαστήριο. Φαίνεται από το σκεπτικό της πρωτόδικης κρίσης ότι δεν υπήρξε σαφής εννοιολογικός διαχωρισμός.

4.  Παρείλκε όμως οποιαδήποτε περαιτέρω ενασχόληση εφόσον και ο ανάλογος λόγος έφεσης στην ουσία προωθούσε άλλο αντικείμενο.

5.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα όλα λεχθέντα και δημοσιοποιηθέντα από τον εφεσίβλητο ήταν δυσφημιστικά για τον εφεσείοντα και επί της πτυχής αυτής δεν υπήρχε αντέφεση.

6.  Δεν υπήρχε ορθό υπόβαθρο γεγονότων επί των οποίων έγιναν τα σχόλια.

7.  Η χρήση των λέξεων «σενάριο», «καταδίκη αθώων», «εξιλαστήρια θύματα», «συγγραφή σεναρίου για πρόκληση εντυπώσεων» και τα συναφή, θα μπορούσαν κάλλιστα να θεωρηθούν γεγονότα, τα οποία και θα έπρεπε να αποδειχθούν.

8.  Όπου, ως συνήθως, συγχέονται τα γεγονότα με τα σχόλια και δεν υπάρχει ούτε επιδιώκεται σαφής μεταξύ τους διάκριση, η τάση είναι να θεωρηθεί το κείμενο εξ ολοκλήρου ως γεγονός.

9.  Υπενθυμίζεται ότι εδώ το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την υπεράσπιση της αλήθειας και δεν έγινε αντέφεση στο μέρος αυτό. Επομένως, ακόμη και αν οι δηλώσεις του εφεσίβλητου ταξινομούνταν ως γεγονότα και όχι σχόλια, τότε τα γεγονότα αυτά δεν ανταποκρίνονταν στην αλήθεια.

[*476]10.    Υπό το φως των ανωτέρω, ως δεδομένο ότι τα λεχθέντα υπό του εφεσίβλητου αποτελούσαν σχολιασμό, ετίθετο αμέσως ζήτημα ως προς τη βάση των γεγονότων επί των οποίων ακολούθησαν τα σχόλια. Εγείρονταν τα εξής κατά λογική αλληλουχία θέματα: (i) ο εφεσίβλητος δημιούργησε «σενάριο»; (ii) το σενάριο αυτό γράφτηκε για πρόκληση εντυπώσεων; (iii) αυτό το σενάριο και ο σεναριογράφος - εφεσείων - δημιούργησαν εξιλαστήρια θύματα; και, (iv) οδήγησε στο στήσιμο κατάλληλου κλίματος ώστε να καταδικαστούν αθώοι; Κανένα από τα πιο πάνω δεν ερείδετο επί αληθών γεγονότων. Αυτό διότι το σχόλιο περί «σεναρίου» δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Δεν έχει ως βάση υπαρκτό γεγονός. «Σενάριο», κατά τον Μπαμπινιώτη: Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, σελ. 1599, σημαίνει γραπτή και λεπτομερή περιγραφή δράσης κινηματογραφικού ή τηλεοπτικού έργου.

11.  Ο εφεσείων όμως δεν έγραψε «σενάριο», αλλά μια επιστημονική έκθεση πραγματογνωμοσύνης στην οποία κατέγραψε την άποψη του.

12.  Ο εφεσίβλητος δικαιούτο να διαφωνήσει μ’ αυτή, αλλά όχι να την αποκαλεί «σενάριο». Ιδιαιτέρως, τη στιγμή που το πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας την υπεράσπιση της αλήθειας («justification»), απέρριψε ως μη ανταποκρινόμενα στην πραγματικότητα τα παρουσιαζόμενα μέσα από τα λεχθέντα του εφεσίβλητου, που ήθελαν τον εφεσείοντα σεναριογράφο μιας διαδικασίας και «.. ως το πρόσωπο που εσκεμμένα δεν ερεύνησε κατά πόσο ο θάνατος οφειλόταν σε αναισθησιολογικά αίτια.».

13.  Πού έγκειτο λοιπόν η πραγματική βάση πάνω στην οποία έγιναν τα σχόλια, ότι καταδικάστηκαν αθώοι, όταν Δικαστήριο της Δημοκρατίας σ’ εκείνο το στάδιο, (υπενθυμίζεται ότι ο εφεσίβλητος προέβηκε στις δηλώσεις του στις 9.8.2004, λίγες μόνο μέρες μετά την απόφαση του ποινικού Δικαστηρίου στις 3.8.2004), εξέδωσε την τελική του απόφαση κρίνοντας ενόχους δύο ιατρούς, και αθωώνοντας ένα άλλο, ενώ είχε αθωώσει και την αναισθησιολόγο από το εκ πρώτης όψεως στάδιο;

14.  Δεν εναπόκειτο στον εφεσίβλητο, εξωγενή προς τη δίκη παράγοντα, να σχολιάζει τη μαρτυρία ατόμου που έδωσε μαρτυρία στο Δικαστήριο, έτυχε αξιολόγησης και κρίσης υπ’ αυτού.

15.  Δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα ότι ο εφεσείων «στόχευε στην απόκρυψη των πραγματικών τουλάχιστον ή των πιθανών πραγματικών αιτιών του θανάτου με κύριο στόχο τη συγκά[*477]λυψη τυχόν ευθυνών.» Ούτε ότι έγινε «συγγραφή ενός σεναρίου για φοιτητές προς εντυπωσιασμό και όχι για ειδικούς γιατρούς με χρόνια πείρα και καθημερινή εμπλοκή στη μάχιμη ιατρική ...». Ούτε ότι έγινε προσπάθεια για συγκάλυψη ευθυνών, με στόχο να κατηγορηθούν δύο αθώοι γιατροί και να απαλλαγούν οι ένοχοι.

16.  Στην υπεράσπιση του εντίμου σχολίου έχει παγίως νομολογηθεί ότι είναι αναγκαία η ύπαρξη υποστηρικτικών γεγονότων, τα οποία μάλιστα πρέπει να είναι αληθή.

17.  Η υπεράσπιση του εντίμου σχολίου συχνά θεωρείται ως απότοκο της ελευθερίας του λόγου και της έκφρασης. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι αυτή η ελευθερία λόγου είναι ανέλεγκτη.

18.  Περαιτέρω, ότι δεν ήταν εναντίον των προνοιών του Άρθρου 10, η εναπόθεση στους ώμους ενός εναγομένου του βάρους απόδειξης της υπεράσπισης της αλήθειας ή της υπεράσπισης του εντίμου σχολίου επί θέματος δημοσίου ενδιαφέροντος.

19.  Η υπεράσπιση του έντιμου σχολίου δεν θα έπρεπε να είχε γίνει αποδεκτή πρωτοδίκως. Και παρόλο ότι ζήτημα κακοβουλίας εγείρεται μόνο όταν το δημοσίευμα κρίνεται ως έντιμο σχόλιο επί θέματος δημοσίου ενδιαφέροντος, δεν θα ήταν άτοπο να λεχθεί ότι ακόμη και αν το δημοσίευμα ήθελε κριθεί ως έντιμο σχόλιο, υπήρχε μια σειρά δεδομένων που θα το ενέτασσαν στην κατηγορία του κακόβουλου, αναιρώντας έτσι την ίδια την υπεράσπιση κατά το Άρθρο 19(β) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148. Η μη καλή πίστη κατά την εν λόγω παράγραφο (β), συναρτάται με τα όσα προνοούνται με το Άρθρο 21(2) του Κεφ. 148. Όχι όμως εξαντλητικά.

20.  Ο εφεσίβλητος εδώ χρησιμοποίησε ακραίους χαρακτηρισμούς για να προβάλει τη θέση του, αναφερόμενος σε συνάδελφο του ιατρό. Ακραίοι ή υπερβολικοί χαρακτηρισμοί συνιστά μαρτυρία περί κακοβουλίας.

21.  Ο εφεσίβλητος εδώ θεώρησε ορθό να προβεί σε κριτική των ενεργειών του εφεσείοντος κατά τρόπο μη αποδεκτό, ως εξηγήθηκε πλειστάκις ανωτέρω. Το έπραξε κατά τρόπο ανάρμοστο. Περαιτέρω, επέμενε στην υπεράσπιση της αλήθειας μέχρι τέλους, ενώ γενικώς είναι δεκτό ότι η υπεράσπιση αυτή είναι επικίνδυνη διότι μια αποτυχημένη προσπάθεια τεκμηρίωσης της (όπως και εδώ), δύναται να θεωρηθεί ως επαυξητική της αρχικής ζημιάς που προκλήθηκε με τη δυσφήμιση.

[*478]22.    Το κίνητρο και η νοητική κατάσταση του εφεσίβλητου αποκαλυπτόταν από την εμμονή του να εκθέσει τον εφεσείοντα μέχρι τέλους.

Οι εφέσεις απορρίφθηκαν με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Εκδόσεις Αρκτίνος Λτδ v. Παπαευσταθίου (2007) 1 Α.Α.Δ. 856,

Barfod v. Denmark, App. No. 11508/85, Ser. A, vol. 149 [1991] 13 E.H.R.R. 493,

Hunt v. Star Newspaper [1908] 2 K.B. 809,

London Artists v. Litter [1969] 2 Q.B. 395,

Joynt v. Cycle Trade Co [1904] 2 K.B. 292,

Αλήθεια Εκδοτική Εταιρεία Λτδ ν. Λεωνίδα (1997) 1 Α.Α.Δ. 550,

Alithia Publishing Company Ltd and Constantinides v. Cyprus, Application No. 17550/03, ημερ. 22.5.2008,

Κωνσταντίνου κ.ά. ν. Καραμεσίνη (2011) 1 Α.Α.Δ. 715,

Γαληνιώτης ν. Εκδοτικού Οίκου Δίας Λτδ κ.ά. (2011) 1 Α.Α.Δ. 474,

Κυριακίδης ν. Αριστείδου (2000) 1 Α.Α.Δ. 349,

Ονουφρίου ν. Εταιρεία Κ.Κ. Σύγχρονες Κούρσες Λτδ κ.ά. (2006) 1 Α.Α.Δ. 742,

Horrocks v. Lowe [1975] AC 135.

Εφέσεις.

Εφέσεις από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Καρακάννα, Α.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 8781/04), ημερομηνίας 24/9/2008 και 5/2/2009.

Α. Γεωργιάδης, για Χρήστο Γεωργιάδη και Τηλέμαχο Γεωργιάδη, για τον Εφεσείοντα και στις δύο εφέσεις.

[*479]Π. Αγγελίδης, για τον Εφεσίβλητο και στις δύο εφέσεις.

Cur. adv. vult.

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου δεν είναι ομόφωνη. Η απόφαση της πλειοψηφίας θα δοθεί από εμένα. Με αυτή συμφωνεί ο Δικαστής Πασχαλίδης. Η απόφαση της μειοψηφίας θα δοθεί από το Δικαστή Ναθαναήλ.

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Στις 9/8/2004, μετά που το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας βρήκε ενόχους δύο ιατρούς του δημοσίου ότι αυτοί, με απερίσκεπτες και αμελείς πράξεις τους, έθεσαν σε κίνδυνο τη ζωή του νεαρού Γιώργου Χατζηδημήτρη, (ο «Γιώργος»), και ότι δεν είχε αποδειχθεί στο βαθμό που απαιτείτο ότι η αιτία θανάτου του ήταν η σηπτική καταπληξία, όπως υποστήριζε ο εφεσείων, ο εφεσίβλητος κάλεσε δημοσιογραφική διάσκεψη στο αμφιθέατρο του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας και προέβη σε δηλώσεις αναφορικά με τα αίτια θανάτου του Γιώργου και, γενικά, την ποινική διαδικασία που οδήγησε στην καταδίκη των δύο ιατρών. Οι δηλώσεις αυτές θεωρήθηκαν από τον εφεσείοντα δυσφημιστικές για το πρόσωπό του και καταχώρισε αγωγή λιβέλου, η οποία απορρίφθηκε από το Δικαστήριο, με έξοδα εναντίον του, όπως αυτά διορθώθηκαν με απόφαση του Δικαστηρίου, κατόπιν αίτησης. Αποτέλεσμα ήταν η καταχώριση της Πολιτικής Έφεσης Αρ. 343/2008, με την οποία αμφισβητείται η πρωτόδικη διαπίστωση ότι οι δηλώσεις του εφεσίβλητου αποτελούσαν έντιμο σχόλιο.  Σε σχέση με τα έξοδα, μετά την έκδοση της απόφασης στην αίτηση για διόρθωσή τους, καταχωρήθηκε η Πολιτική Έφεση Αρ. 58/2009.    

Για σκοπούς ιστορικού της υπόθεσης, θα πρέπει να πούμε ότι ο θάνατος του Γιώργου, ηλικίας 14 χρονών, συνέβη στις 30/4/2001, κατά τη διάρκεια χειρουργικής επέμβασης στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας. Το γεγονός του θανάτου του απασχόλησε έντονα τον ιατρικό κόσμο και το κοινό. Τη νεκροψία επί της σορού του διενήργησε η Ιατροδικαστής Ελένη Αντωνίου, στην παρουσία δύο ακόμη ιατροδικαστών, το πόρισμα, όμως, για τα αίτια του θανάτου του ήταν διαφορετικό. Η Ελένη Αντωνίου και ο Πανίκος Σταυριανός υποστήριξαν ότι ο θάνατος ήταν αποτέλεσμα σηπτικής καταπληξίας, ενώ ο Μάριος Ματσάκης κατέληξε ότι τα αίτια του ήταν αναισθησιολογικά.

Ο εφεσείων, χειρουργός, Έκτακτος Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, διορίστηκε πολύ αργότερα, από το Γενικό Εισαγγελέα, με σκοπό να γνωματεύσει κατά πόσο οι ιατρικές υπηρε[*480]σίες που προσφέρθηκαν από τους ιατρούς του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας στο Γιώργο ήταν ικανοποιητικές και/ή κατά πόσο σχετίζονταν με το θάνατό του.

Ο εφεσείων, σε Έκθεσή του ημερομηνίας 22/7/2002, θεώρησε ως αιτία θανάτου του Γιώργου τη σηπτική καταπληξία, λόγω βαριάς λοίμωξης, αιτία της οποίας ήταν η πλημμελής διαγνωστική και θεραπευτική αντιμετώπιση από πέντε ιατρούς του δημοσίου - τέσσερις χειρουργούς και μία αναισθησιολόγο - οι οποίοι, στη συνέχεια, διώχθηκαν ποινικά.

Η Ιατροδικαστής Ελένη Αντωνίου, στην ποινική δίκη, ανακάλεσε την αρχική της Γνωμάτευση. Επικαλούμενη ιστοπαθολογικά ευρήματα, που περιήλθαν στην κατοχή της εκ των υστέρων, απέδωσε το θάνατο του Γιώργου σε αναισθησιολογικά αίτια.

Η αναισθησιολόγος αθωώθηκε από το ποινικό Δικαστήριο στο στάδιο της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης, η ποινική δίωξη εναντίον ενός χειρουργού ανεστάλη από τη Γενική Εισαγγελία, ενώ το Δικαστήριο βρήκε ενόχους μόνο δύο από τους τρεις χειρουργούς για τους οποίους η διαδικασία ολοκληρώθηκε.

Ο εφεσίβλητος, στα πλαίσια της δημοσιογραφικής διάσκεψης της 9/8/2004, είπε και/ή δημοσίευσε και/ή μετέδωσε και/ή προκάλεσε να γραφτούν και/ή δημοσιευτούν και/ή μεταδοθούν αναφορικά με τον εφεσείοντα τα πιο κάτω:-

«Αυτό το πέτυχαν με τη δημιουργία εξιλαστήριων θυμάτων και τη συγγραφή ενός σεναρίου για πρόκληση εντυπώσεων... Στο στήσιμο του σεναρίου και στη δημιουργία του κατάλληλου κλίματος για να καταδικαστούν αθώοι και για ν’ απαλλαγούν εσαεί πιθανοί ένοχοι, ενεπλάκησαν πολλά άτομα. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας στο δικαστήριο αναπτύχθηκαν φιλίες και παράξενες σχέσεις μεταξύ διαφόρων παραγόντων. Μας ξενίζει και θεωρούμε ανεπίτρεπτο το γεγονός ότι αναπτύχθηκαν πελατειακές σχέσεις μεταξύ του πραγματογνώμονα και του δικαστή, όσον αφορά στην παροχή ιατρικών υπηρεσιών»

«... δυστυχώς στόχευε στην απόκρυψη των πραγματικών τουλάχιστον ή των πιθανών πραγματικών αιτιών του θανάτου με κύριο στόχο τη συγκάλυψη τυχόν ευθυνών. Το πέτυχαν... με τη δημιουργία εξιλαστήριων θυμάτων και τη συγγραφή ενός σεναρίου για φοιτητές προς εντυπωσιασμό και όχι για ειδικούς γιατρούς με χρόνια πείρα και καθημερινή εμπλοκή στη μάχιμη ια[*481]τρική... ο οποίος απέφυγε όπως ο διάβολος το λιβάνι να αναφερθεί και να διερευνήσει την έννοια της λέξης ανοξία, εγκεφαλικός θάνατος, αναισθησιολογικός θάνατος.»

«Πέτυχαν το στόχο τους με τη δημιουργία εξιλαστήριων θυμάτων και τη συγγραφή σεναρίου για φοιτητές προς εντυπωσιασμό. Σεναριογράφος, ο πραγματογνώμονας, ο οποίος απέφυγε όπως ο διάβολος το λιβάνι να αναφερθεί και να διερευνήσει την έννοια της λέξης ανοξία, εγκεφαλικός θάνατος και αναισθησιολογικός θάνατος... στο στήσιμο του σεναρίου και στη δημιουργία του κατάλληλου κλίματος ώστε να καταδικαστούν αθώοι και να απαλλαγούν εσαεί πιθανοί ένοχοι ενεπλάκησαν με διάφορες μεθόδους πολλά μέρη... για να αποκαταστήσουν αθώους, να αποτρέψουν την τιμωρία τους και κυρίως για να μην επικρέμαται μια απόφαση που θα αποτελέσει νομολογία πάνω στην οποία θα στηθεί πλέον κυνήγι των μαγισσών.»

«... ο σεναριογράφος πραγματογνώμονας απέφυγε, όπως ο διάβολος το λιβάνι, να αναφερθεί και να διερευνήσει την έννοια της λέξης ανοξία, εγκεφαλικός θάνατος, αναισθησιολογικός θάνατος. Εμείς ως ιατροί ξεκαθαρίζουμε την έννοια του ορισμού αναισθησιολογικός θάνατος, που δεν σημαίνει ότι φταίει ο αναισθησιολόγος και αφορά τον θάνατο που επέρχεται στην άμεση προεγχειρητική, τη διεγχειρητική και μετεγχειρητική περίοδο για 24 ώρες... Κάποιοι που ήταν στον ναό του χειρουργείου ξέρουν καλύτερα από τους άλλους τι συνέβηκε και οι δυο γιατροί που καταδικάστηκαν είναι αθώοι... γι’ αυτούς, που ήταν μέσα στον ναό του χειρουργείου και ξέρουν την αλήθεια, το κρίμα θα είναι στον λαιμό τους.»

Μετά τη δημοσιογραφική του διάσκεψη, ακολούθησαν δημοσιεύματα σε έξι καθημερινές εφημερίδες, τα οποία, ουσιαστικά, αποτελούσαν αναπαραγωγή των δηλώσεων στις οποίες προέβη ο εφεσίβλητος, ο οποίος και πάλι, στα πλαίσια της εκπομπής «Επ’ Αυτοφώρω», ανέφερε τα εξής:-

«Σταύρου:             Εγώ είπα το εξής πράγμα, γιατί έχω το γραπτό κείμενο ευτυχώς μπροστά μου. Αυτό που επετεύχθη ήταν η συγγραφή ενός σεναρίου για φοιτητές προς εντυπωσιασμό και όχι για ειδικούς γιατρούς με χρόνια πείρα στην καθημερινή εμπλοκή στην μάχιμη ιατρική. Σεναριογράφος, είπα και το επαναλαμβάνω, ο Πραγματογνώμονας της δίκης. Και προχωρώ και παρακάτω, γιατί τα είπα αυτά είναι [*482]γραμμένα, αποφεύγουν όπως ο διάβολος το λιβάνι να ασχοληθούν με λέξεις όπως ανοξία, εγκεφαλικός θάνατος, έλλειψη οξυγόνου, αναισθησιολογικός θάνατος και προς τους συναδέλφους σας τους δημοσιογράφους έδωσα και τον ορισμό του τι σημαίνει αναισθησιολογικός θάνατος και είμαι υπόχρεος να τον επαναλάβω και τώρα, γιατί μας ακούει κόσμος, ότι ο όρος αναισθησιολογικός θάνατος δεν εξυπακούει υπευθυνότητα του οποιουδήποτε γιατρού αναισθησιολόγου, καθορίζει ότι θάνατος που επισυμβαίνει κατά την άμεση προεγχειρητική περίοδο, όπου δίδεται η προνάρκωση αν θέλετε, την διεγχειρητική και πρώτον 24ωρο το μετεγχειρητικό, όταν δεν είναι ξεκάθαρα η αιτία χειρουργική, θεωρείται αναισθησιολογικός. Αυτός είναι ο ορισμός. Δεν εξυπακούει ενοχή αναισθησιολόγου. Από εκεί και πέρα είναι θέμα της έρευνας να καθορίσει το αίτιο του αναισθησιολογικού θανάτου και να καταλογίσει τις ανάλογες ευθύνες.

Μάμας:      Κάτι τέτοιο δεν έγινε όμως.

Σταύρου:   Είμαι πολύ ξεκάθαρος, γιατί δεν θέλω να δημιουργούνται και παρεξηγήσεις μεταξύ γιατρών.

Μάμας:      Είπετε ότι, αυτοί που ήσαν στο χειρουργείο, το κρίμα στο λαιμό τους.

Σταύρου:   Το είπα, γιατί αυτοί που ήσαν εκεί στο χώρο του χειρουργείου πολύ πιθανόν έχουν άμεση γνώση του τι μπορεί να έλαβε χώρα. Δεν έγινε έρευνα όσον αφορά το θέμα. Και κάποια έρευνα που έγινε, δεν έχω άμεση πληροφόρηση μέχρι που είχε φτάσει, εσταμάτησε στο ενδιάμεσο. Εδιορίστη ο Πραγματογνώμονας, ο οποίος μάλιστα εθεωρήθη ότι ό,τι λέει είναι ευαγγέλιο. Ελάχιστα πράγματα δεν λήφθηκαν υπόψη. Δεν μπορώ να καταλάβω, Πραγματογνώμονας ο οποίος παραδέχεται ενώπιον του Δικαστηρίου κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας ότι δεν έχει ουδεμίαν εμπειρίαν για τραύματα της περιπρωκτικής χώρας, του γλουτού, γιατί εκεί έμπλεξαν με την περιγραφική ανατομική, να λαμβάνεται υπόψη όταν παραδέχεται ότι ουδεμίαν εμπειρίαν αλλά ούτε και είδε πο[*483]τέ του τέτοια περιστατικά.

Μάμας:      Επαναλαμβάνω τα λόγια σας κ. Σταύρου. Είναι γι’ αυτό ακριβώς που αναφερθήκατε σε πελατειακές σχέσεις της έδρας;

Σταύρου:   Όχι, να σας το πω κι’ αυτό, με συγχωρείτε.

Μάμας:      Είστε εδώ για να μας διευκρινίσετε.

Σταύρου:   Βεβαίως. Ουδέποτε εχρησιμοποίησα τον όρο πελατειακή σχέση, ξέρω τους όρους καλά. Είπα, και είναι γραμμένο, κατά τη διάρκεια της όλης διαδικασίας στο Δικαστήριο ανεπτύχθησαν φιλίες και παράξενες σχέσεις μεταξύ έδρας, εισαγγελίας, δικηγόρων, κατηγορουμένων κτλ. Και αυτό ελέχθη ενώπιον του Δικαστηρίου, όταν εδιαμαρτυρήθη εις των συνηγόρων υπεράσπισης ότι κάποιες ανταλλαγές καρτών έγιναν μεταξύ έδρας και του ιατρού Καραβία. Αυτή είναι η πραγματικότης, είναι καταγραμμένη στα πρακτικά πιστεύω. Από εκεί και πέρα δεν εμίλησα εγώ για πελατειακές σχέσεις και ούτε δέχομαι αυτό το πράγμα, ούτε μπορώ να φανταστώ ότι υπάρχουν τέτοια δεδομένα.  Ξεκάθαρες κουβέντες. Δεν μου αρέσει να τροποποιούν τα λόγια μου.

                    .............

Μάμας:      Έχετε μετανιώσει για οτιδήποτε έχετε πει αυτές τις μέρες;

Σταύρου:   Όχι, απολύτως τίποτε.

Μάμας:      Δεν αποσύρετε απολύτως τίποτε.

Σταύρου:   Ούτε λέξη.

Μάμας:      Δεν αισθάνεσθε ότι εν τη ρύμη ...

Σταύρου:   Δεν αισθάνομαι τίποτε. Αισθάνομαι αγανακτισμένος γιατί είμαι τρομοκρατημένος, όχι για τον εαυτό μου, για τους γιατρούς που έχουν τη θηλιά στο λαιμό τους μετά από αυτή την απόφαση και τρο[*484]μοκρατημένος από μηνύματα που μου εστάλησαν άμεσα ή έμμεσα από φίλους και μη, πρόσεχε τι λες και από τι μπορεί να αποβεί και εις βάρος. Εγώ είμαι ξεκάθαρος. Το πολύ-πολύ να με πάρουν στο Δικαστήριο για ασέβεια ποιου; Για λίβελο;»

Ο εφεσείων, με την αγωγή του, αξίωνε ειδικές και/ή γενικές και/ή επαυξημένες και/ή εξαιρετικές αποζημιώσεις, αφού, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, συνεπεία των δυσφημιστικών δηλώσεων του εφεσίβλητου και των δημοσιευμάτων, επηρεάστηκε η επιστημονική φήμη και η υπόληψή του, γενικά.

Με την Υπεράσπισή του, ο εφεσίβλητος αρνείτο ότι οι δηλώσεις του, τα δημοσιεύματα και οι μεταδόσεις αναφέρονταν στον εφεσείοντα, ή ότι ήταν δυσφημιστικά γι’ αυτόν. Ισχυρίστηκε ότι τα γεγονότα που εκτέθηκαν ήταν αληθή, ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα και αποτελούσαν έντιμο σχόλιο (fair comment), ως αφορώντα θέμα δημοσίου ενδιαφέροντος και έγιναν καλόπιστα, χωρίς πρόθεση δυσφήμισης του εφεσείοντα.

Ο εφεσίβλητος, καταθέτοντας στο Δικαστήριο, δεν αρνήθηκε ότι τα δημοσιεύματα, ουσιαστικά, περιέχουν τις δηλώσεις στις οποίες αυτός προέβη κατά τη δημοσιογραφική του διάσκεψη, αρνήθηκε, όμως, κατηγορηματικά ότι έκαμε αναφορά σε «πελατειακές σχέσεις» μεταξύ της Έδρας και του εφεσείοντα. Ουδέποτε, είπε, χρησιμοποίησε τη φράση «πελατειακές σχέσεις», θέση που το πρωτόδικο Δικαστήριο, αξιολογώντας τη μαρτυρία του, αποδέχτηκε ως αληθή.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού άκουσε τη μαρτυρία - πέντε μάρτυρες από πλευράς του εφεσείοντα και δέκα από πλευράς του εφεσίβλητου - εκείνη του εφεσίβλητου, ουσιαστικά, αποσκοπούσε στο να καταδείξει τη σημασία όρων που χρησιμοποιήθηκαν στις δηλώσεις του και που είχαν σχέση με τα αίτια του θανάτου του Γιώργου - αποδέχτηκε τη μαρτυρία του εφεσίβλητου και των μαρτύρων Υπεράσπισης, η οποία, σημειωτέον, δεν ερχόταν σε αντίθεση με τη μαρτυρία των μαρτύρων για τον εφεσείοντα, η οποία, επίσης, έγινε δεκτή. Με βάση τη μαρτυρία που αποδέχτηκε, κατέληξε ότι:-

«... ο ενάγοντας δεν είχε αξιολογήσει σωστά τη μαρτυρία και τα τεκμήρια που αφορούσαν την υπόθεση. Συγκεκριμένα δεν είχε αξιολογήσει τις δηλώσεις και τις ενέργειες των αναισθησιολόγων που εμπλέκονταν στο επίδικο συμβάν αλλά, αντίθετα, υιο[*485]θέτησε τις θέσεις που αυτές προέβαλαν στις καταθέσεις τους, χωρίς οποιονδήποτε προβληματισμό, παρά το γεγονός ότι οι καταθέσεις αυτές ήσαν αντιφατικές μεταξύ τους. Ο ενάγοντας, σύμφωνα πάντα με τον εναγόμενο, δεν έλαβε υπόψη κατά την έρευνά του, ότι δεν υπήρχε, καθ’ όλη τη διάρκεια της επέμβασης, αναισθησιολόγος στο χειρουργείο. Στο χώρο βρισκόταν μία γιατρός η οποία δεν είχε ειδικότητα στην αναισθησιολογία, αλλά στη χειρουργική. Η γιατρός αυτή είχε κάνει τη διασωλήνωση του ασθενή, υπό την επίβλεψη μιας ειδικευμένης αναισθησιολόγου, η τελευταία όμως απεχώρησε από το χειρουργείο λίγο χρόνο αργότερα. Ο ενάγοντας δεν αξιολόγησε επίσης ορθά το περιεχόμενο του αναισθησιολογικού πρωτοκόλλου το οποίο δεν συμπληρώθηκε κατά την επέμβαση, αλλά εκ των υστέρων, μετά το θάνατο του νεαρού και το οποίο περιέχει στοιχεία που εγείρουν σοβαρά ερωτήματα. Ας σημειωθεί ότι το πρωτόκολλο είχε υπογραφτεί από τη γιατρό που είχε κάνει τη διασωλήνωση που, ως ανάφερα και πιο πάνω, δεν ήταν καν ειδικευμένη αναισθησιολόγος. Παρενθετικά, θα ήθελα να επισημάνω ότι αυτή ήταν και η κατάληξη του ποινικού δικαστή, σε σχέση με το αναισθησιολογικό πρωτόκολλο. Ο ποινικός δικαστής αφού επεσήμανε διάφορες παρατυπίες σε σχέση με το πιο πάνω πόρισμα, δεν θεώρησε ορθό να στηριχθεί στο περιεχόμενό του. Από τη μαρτυρία που έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου φαίνεται επίσης ότι ο ενάγοντας δεν προβληματίστηκε γιατί είχε αφαιρεθεί ο τραχειοσωλήνας από το σώμα του άτυχου νέου, στοιχείο καθοριστικό για την έρευνα που διενήργησε.

Με βάση τη μαρτυρία που έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου και δεν έχει αμφισβητηθεί, προκύπτει επίσης ότι ο ενάγοντας είχε κάποιες επαφές με τον ποινικό δικαστή κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας. Ο ενάγοντας παραδέχθηκε ότι είχε δώσει στο δικαστή τις κάρτες δύο γιατρών στην παρουσία ενός συνηγόρου υπεράσπισης και του δημόσιου κατήγορου. Η εξήγηση που έδωσε ο ενάγοντας ήταν ότι είχε αντιληφθεί ότι ο πατέρας του δικαστή αντιμετώπιζε κάποιο πρόβλημα υγείας και ο δικαστής ήθελε να πάρει τη γνώμη κάποιου γιατρού. Ενόψει τούτου, ο ενάγοντας έδωσε στο δικαστή τις επαγγελματικές κάρτες δύο γιατρών, τους οποίους θα μπορούσε να συμβουλευθεί. Το συμβάν έγινε μέσα στο γραφείο της στενογράφου που λάμβανε τα πρακτικά της διαδικασίας, ο ενάγοντας είχε κληθεί εκεί ‘για να εξηγήσει κάποια ονόματα’, όπως είπε χαρακτηριστικά. Στο γραφείο της πιο πάνω στενογράφου είχε παραμείνει για κάποιο χρονικό διάστημα, σε άλλη ημερομηνία, και μια αναισθησιολόγος που εμπλέκετο στην χειρουργική επέμβαση [*486]και είχε κληθεί να καταθέσει ως μάρτυρας κατηγορίας.

Ένα άλλο επεισόδιο που φαίνεται να είχε προκαλέσει εντύπωση στον εναγόμενο, ήταν οι απειλές που είχαν δεχθεί κάποιοι κυβερνητικοί γιατροί από το δημόσιο κατήγορο. Συγκεκριμένα, ο κατηγορούμενος 1 είχε καλέσει κάποιους κυβερνητικούς γιατρούς για να καταθέσουν προς υπεράσπισή του. Ο δημόσιος κατήγορος, όταν αντιλήφθηκε την παρουσία τους εντός της αίθουσας του Δικαστηρίου, τους προειδοποίησε ότι αν δεν είχαν εξασφαλίσει άδεια από τους αρμοδίους τους για να παρευρίσκονται στο Δικαστήριο θα υφίσταντο τις συνέπειες. Μετά την πιο πάνω προειδοποίηση, μερικοί κυβερνητικοί γιατροί εγκατέλειψαν το Δικαστήριο. Σχετική επί του θέματος ήταν και η μαρτυρία του δικηγόρου Ευάγγελου Πουργουρίδη.

Ο εναγόμενος καταθέτοντας ενώπιον του Δικαστηρίου αναφέρθηκε επίσης και σε κάποια συνομιλία που είχε ο ενάγοντας μαζί με το δικαστή, το δημόσιο κατήγορο και το συνήγορο της υπεράσπισης της αναισθησιολόγου, στο γραφείο του δικαστή, γεγονός που περιήλθε στην αντίληψη των συνηγόρων υπεράσπισης.»

Στη συνέχεια, το πρωτόδικο Δικαστήριο, εξετάζοντας τις διάφορες δηλώσεις του εφεσίβλητου, υπό το φως του παραδεκτού γεγονότος ότι αυτές αναφέρονταν στον εφεσείοντα ως τον πραγματογνώμονα, κατέληξε ότι αυτές ήταν δυσφημιστικές για τον εφεσείοντα, τον οποίο παρουσίαζαν ως το σεναριογράφο της ποινικής διαδικασίας, η οποία κατέληξε στην καταδίκη αθώων προσώπων. Σύμφωνα με τις δηλώσεις του εφεσίβλητου, η έρευνα που ο εφεσείων διεξήγαγε ήταν ελλιπής, αφού αυτός δεν ασχολήθηκε με την «ανοξία, τον εγκεφαλικό θάνατο, την έλλειψη οξυγόνου και τον αναισθησιολογικό θάνατο». Η χρησιμοποίηση δε, από τον εφεσίβλητο, της φράσης «αποφεύγουν όπως ο διάβολος το λιβάνι να χρησιμοποιήσουν λέξεις όπως ανοξία», οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι η παράλειψη του εφεσείοντα ήταν σκόπιμη. Ο εφεσίβλητος, με τις δηλώσεις του, άφηνε να νοηθεί ότι ο εφεσείων συνέδραμε ώστε να απαλλαγούν από το Δικαστήριο οι ένοχοι και να καταδικαστούν αθώοι και κατέκρινε, επίσης, φιλίες και παράξενες σχέσεις που αναπτύχθηκαν μεταξύ ΄Εδρας και εφεσείοντα.

Εξετάζοντας, ακολούθως, κατά πόσο οι δηλώσεις που αφορούσαν τον εφεσείοντα στηρίζονταν σε αληθινά γεγονότα, διαπίστωσε ότι ο εφεσείων, ιατρός με πολυετή πείρα, χωρίς οποιαδήποτε σχέση με τους ιατρούς που εμπλέκονταν στο επεισόδιο του θανάτου [*487]του Γιώργου, δεν είχε λόγο, με τη μαρτυρία του, να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα οποιουδήποτε προσώπου, ή να παραπλανήσει το ποινικό Δικαστήριο. Απλά, χωρίς επαρκή έρευνα και λαμβάνοντας ως δεδομένα τα όσα καταγράφονταν στις καταθέσεις των αναισθησιολόγων και το Αναισθησιολογικό Πρωτόκολλο, κατέληξε ότι ο θάνατος του Γιώργου δεν οφειλόταν σε αναισθησιολογικά αίτια. Χωρίς επαρκή έρευνα κατά πόσο ο θάνατος οφειλόταν σε αναισθησιολογικά αίτια, απέδωσε, με την Έκθεσή του, η οποία λήφθηκε υπόψη, πλημμέλεια στους ιατρούς.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, εξετάζοντας, στη συνέχεια, την υπεράσπιση του εντίμου σχολίου, αφού καθοδηγήθηκε από σχετική νομολογία, κατέληξε ότι οι δηλώσεις του εφεσίβλητου αποτελούσαν σχόλια και όχι διατύπωση γεγονότων, τα οποία αφορούσαν σε θέμα δημοσίου ενδιαφέροντος. Δέχθηκε ότι τα σχόλια για την εμπλοκή του εφεσείοντα στη δίωξη των ιατρών, έστω και αν το ίδιο δε συμφωνούσε με αυτά, ήταν εύλογα και μπορούσαν να γίνουν από ένα έντιμο πρόσωπο. Ο ρόλος του εφεσείοντα για το ποιοι, τελικά, διώχτηκαν ήταν καθοριστικός, έστω και αν δεν ήταν αυτός που πήρε τη σχετική απόφαση. Διώχθηκαν όσοι κατονομάζονταν στην Έκθεσή του. Ο εφεσίβλητος, ως Πρόεδρος της ΠΑΣΥΚΙ, ήταν πλήρως ενημερωμένος για όσα είχαν διαδραματιστεί στο χειρουργείο κατά το χρόνο της χειρουργικής επέμβασης στο Γιώργο, για το περιεχόμενο των καταθέσεων που είχαν ληφθεί στα πλαίσια της διερεύνησης από την Αστυνομία των αιτίων του θανάτου του, για τα πορίσματα των ιατροδικαστών, ως και για την πορεία της ακροαματικής διαδικασίας της ποινικής δίκης, για την οποία πληροφορείτο από συναδέλφους του. Πίστευε ακράδαντα ότι ο θάνατος του Γιώργου οφειλόταν σε αναισθησιολογικά αίτια και απέκλειε αυτός να επήλθε από σηπτική καταπληξία. Έχοντας υπόψη του το ιστορικό, θεωρούσε ότι οι χειρουργοί είχαν διωχθεί και καταδικαστεί άδικα και ότι δεν έγινε πλήρης διερεύνηση σε σχέση με την εμπλοκή των αναισθησιολόγων στο συμβάν. Ήθελε να αποκαλυφθεί η αλήθεια και να μη στιγματιστούν άδικα κάποιοι ιατροί, γι’ αυτό και κάλεσε τη δημοσιογραφική διάσκεψη και προέβη στις επίδικες δηλώσεις, μετά την καταδίκη των δύο χειρουργών.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, καίτοι χαρακτήρισε τη γλώσσα που ο εφεσίβλητος χρησιμοποίησε «σκληρή», κατέληξε ότι οι δηλώσεις του έγιναν έντιμα, χωρίς σκοπό να πλήξουν τον εφεσείοντα, ή να βλάψουν την υπόληψή του. Σκοπός του ήταν να αποκαλυφθεί η αλήθεια σε σχέση με τα αίτια του θανάτου του Γιώργου.

[*488]Με την Πολιτική Έφεση Αρ. 343/2008, αμφισβητείται η ορθότητα της κατάληξης ότι οι επίδικες δηλώσεις αποτελούν έντιμο σχόλιο. Αυτές, υπέβαλε ο συνήγορος του εφεσείοντα, αποτελούν θέσεις γεγονότων και όχι σχόλια, όπως, εσφαλμένα, κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Ως τέτοια γεγονότα υπέδειξε αναφορές του εφεσίβλητου στα δικόγραφα, όπως και την εμμονή του στο Δικαστήριο στη θέση ότι ο εφεσείων πήρε στο λαιμό του ανθρώπους.  Παρά την προβολή της υπεράσπισης της αλήθειας, ο εφεσίβλητος δεν παρουσίασε οποιαδήποτε μαρτυρία, για να καταδείξει ότι ο εφεσείων ήταν ο σεναριογράφος της έναρξης και της εξέλιξης της ποινική δίκης. Διαζευκτικά, ισχυρίστηκε ότι και εάν οι δηλώσεις του εφεσίβλητου ήθελαν κριθεί σχόλια, αυτά δε θα ήταν αντικειμενικά, αφού τα αποδεδειγμένα γεγονότα μόνο προς την αντίθετη κατεύθυνση οδηγούσαν, δηλαδή ότι ο εφεσείων, όπως και το ίδιο το Δικαστήριο έκρινε, είχε ενεργήσει ως έντιμος επιστήμων και άνθρωπος. Οι δηλώσεις του εφεσίβλητου δεν έγιναν με καλή πίστη, όπως απαιτείται, για να ευσταθεί η υπεράσπιση του εντίμου σχολίου. Αυτός, ενώ δε γνώριζε τα γεγονότα, επέμενε μέχρι και το τέλος της δίκης στους ισχυρισμούς του, απορρίπτοντας, μάλιστα, έκκληση του εφεσείοντα για απολογία από μέρους του και απόσυρση της αγωγής, αφού ο εφεσείων δεν επεδίωκε την εξασφάλιση χρημάτων αλλά την αποκατάσταση της φήμης του. Και αν ακόμη, υπέβαλε, η Γνωμάτευση του εφεσείοντα για τα αίτια του θανάτου του Γιώργου ήταν λανθασμένη, αυτό δε θα σήμαινε ότι ο εφεσείων εσκεμμένα απέκρυψε στοιχεία από το Δικαστήριο, ή ότι κατέθεσε ψευδώς, ή ότι συνέγραψε σενάριο. Πριν ακόμη ο ίδιος γνωματεύσει, υπήρχαν και άλλες Γνωματεύσεις ιατρών, που απέδιδαν το θάνατό του σε σηπτική καταπληξία. Η καταδίκη των δύο ιατρών δεν προέκυψε ως αποτέλεσμα της Γνωμάτευσης του εφεσείοντα, αφού αυτή δεν έγινε αποδεκτή από τον ποινικό Δικαστή. Ο εφεσίβλητος απέδωσε στον εφεσείοντα προσπάθεια να αποενεχοποιήσει τους αναισθησιολόγους, ενώ κάτι τέτοιο δεν υποστηρίζεται από τη μαρτυρία. Τέλος, υπέβαλε, ο εφεσίβλητος γνώριζε ότι οι δηλώσεις του θα είχαν μεγάλη δημοσιότητα και, αναπόφευκτα, θα προκαλούσαν στον εφεσείοντα πολύ μεγαλύτερη βλάβη απ’ ό,τι ήταν εύλογα αναγκαίο για προστασία εκείνων των δικαιωμάτων και συμφερόντων, σε συνάρτηση με τα οποία ο εφεσίβλητος είχε προβάλει την υπεράσπιση του εντίμου σχολίου.

Τόσο το Σύνταγμά μας όσο και η Ευρωπαϊκή Σύμβασις διά την προάσπισιν των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, (η «Σύμβασις»), προστατεύουν φυσικά δικαιώματα, όπως το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου και της έκφρασης - (Άρθρο 19 του Συντάγματος και 10 της Σύμβασης) - και το δικαί[*489]ωμα της προάσπισης της αξιοπρέπειας και της φήμης του ανθρώπου - (Άρθρο 2 της Σύμβασης).  Και τα δύο πιο πάνω δικαιώματα, ως εκ της φύσεώς τους, θα πρέπει να τυγχάνουν σεβασμού από όλους, και τα δικαστήρια, εξετάζοντας υποθέσεις όπως η παρούσα, θα πρέπει να εξισορροπούν τα δύο αυτά δικαιώματα, ώστε να μην υπάρχει παραβίασή τους. Λεπτομερής ανάλυση των αρχών που διέπουν το θέμα της εξισορρόπησης των δύο αυτών δικαιωμάτων γίνεται, με αναφορά σε νομολογία του Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, στην Εκδόσεις Αρκτίνος Λτδ ν. Παπαευσταθίου (2007) 1 Α.Α.Δ. 856, στην οποία αναφέρεται:- (σελ. 871-872)

«Η σύγχρονη τάση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου είναι να περιορίζει το δικαίωμα στη φήμη προς όφελος του δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης, στο οποίο το Δικαστήριο αναγνωρίζει υψηλή αξία. Στην υπόθεση Lingens v. Austria, App. No. 9815/82, Ser. Α, vol. 103 [1986] 8 E.H.R.R. 407 at para. 41 το Δικαστήριο παρατήρησε πως η ελευθερία της έκφρασης, όπως προστατεύεται από την πρώτη παράγραφο του Άρθρου 10, συνιστά ένα από τα ουσιαστικά θεμέλια της δημοκρατικής κοινωνίας και μια από τις βασικές προϋποθέσεις για την πρόοδο της και για την ικανοποίηση των ατόμων. Η ελευθερία αυτή, με τις εξαιρέσεις της παραγράφου 2, εφαρμόζεται όχι μόνον σε πληροφορίες και ιδέες που είναι αρεστές ή τουλάχιστον θεωρούνται ως μη εχθρικές ή αδιάφορες αλλά επίσης και σε εκείνες που είναι προσβλητικές, εκπλήττουν ή ενοχλούν. Αυτό απαιτεί ο πλουραλισμός, η ανεκτικότητα και η ευρύτητα πνεύματος, χωρίς τις οποίες δεν υπάρχει δημοκρατική κοινωνία.»

Επανερχόμενοι στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης και με δεδομένο ότι οι δηλώσεις του εφεσείοντα είναι δυσφημιστικές, το ερώτημα το οποίο εγείρεται και το οποίο θα πρέπει να απαντηθεί είναι: Κατά πόσο η επιτυχία της υπεράσπισης του εντίμου ή δίκαιου σχολίου (fair comment) ορθά αποφασίστηκε.

Για να επιτύχει η υπεράσπιση του εντίμου σχολίου, ο εναγόμενος θα πρέπει να δείξει ότι οι επίδικες λέξεις αποτελούν σχόλιο και όχι δήλωση γεγονότος, ότι υπάρχει πραγματική βάση για το σχόλιο και ότι αυτό αφορά σε ζήτημα δημοσίου ενδιαφέροντος.  Αν, όμως, ο ενάγοντας δείξει ότι το σχόλιο δεν έγινε έντιμα ή ότι αυτό έγινε κακόβουλα, τότε η υπεράσπιση του εντίμου σχολίου δεν μπορεί να επιτύχει - (βλ. Gatley on Libel and Slander, Eighth Edition, The Common Law Library, Number 8, παραγράφους 693-748, [*490]σελ. 291-326). Είναι, επίσης, θεμελιωμένο ότι το σχόλιο πρέπει να είναι δίκαιο και, για να είναι τέτοιο, θα πρέπει να απαντηθεί το ερώτημα κατά πόσο ένας έντιμος άνθρωπος θα μπορούσε να έχει αυτές τις απόψεις. Σχόλιο αποτελεί η έκφραση γνώμης επί γεγονότων. Τα γεγονότα στα οποία στηρίζεται το σχόλιο δεν είναι αναγκαίο να περιλαμβάνονται στο κείμενο, μπορεί, απλώς, να γίνεται νύξη σ’ αυτά. Αν τα γεγονότα αναφέρονται αληθώς, η υπεράσπιση του εντίμου σχολίου επιτυγχάνει, εφόσον το δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι τα σχόλια έχουν γίνει εύλογα και έντιμα. Δεν υπάρχει, βέβαια, ανάγκη, για να επιτύχει η υπεράσπιση του εντίμου σχολίου, να αποδεικνύονται ως αληθινά όλα τα γεγονότα, αρκεί ορισμένα από αυτά να είναι αληθινά - (βλ. Gatley on Libel and Slander, Tenth Edition, The Common Law Library, παράγραφο 12.14, σελ. 299-301).

Έχοντας κατά νουν τα πιο πάνω, εξετάσαμε το σκεπτικό της πρωτόδικης απόφασης σε σχέση με την αποδοχή της υπεράσπισης του εντίμου σχολίου. Δεν αμφισβητήθηκε από τον εφεσείοντα το γεγονός ότι, κατά τον ουσιώδη χρόνο, απασχολούσαν το κοινό τα αίτια του θανάτου του Γιώργου και γίνονταν διάφορες συζητήσεις επί του θέματος. Ο εφεσίβλητος, ως Πρόεδρος της ΠΑΣΥΚΙ και χειρουργός ο ίδιος, παρακολουθούσε, από τη πρώτη στιγμή, την πορεία των εξετάσεων και, αργότερα, της ποινικής δίκης και ενημερωνόταν σχετικά. Ήταν ενήμερος ότι ο θάνατος του Γιώργου συνέβηκε ενώ αυτός βρισκόταν υπό γενική αναισθησία και ότι, για σκοπούς εξιχνίασης των αιτιών του θανάτου του, δεν έπρεπε να είχε αφαιρεθεί ο τραχειοσωλήνας, ώστε να μπορούν οι ιατροδικαστές, κατά τη νεκροψία, να ελέγξουν εάν αυτός είχε τοποθετηθεί σωστά, δηλαδή στην τραχεία και όχι στον οισοφάγο, ή κατά πόσο αυτός λειτουργούσε κανονικά. Στην περίπτωση του Γιώργου, ο τραχειοσωλήνας αφαιρέθηκε, με αποτέλεσμα να μην μπορούν τα πιο πάνω να ελεγχθούν.

Θέση του εφεσείοντα, τόσο στη Γνωμάτευσή του όσο και ενώπιον του Δικαστηρίου ήταν ότι ο θάνατος του Γιώργου επήλθε από σηπτική καταπληξία, η οποία δεν είχε διαγνωστεί έγκαιρα από τους ιατρούς, ενώ, σε κάποιο άλλο στάδιο, αυτός είπε ότι η σηπτική καταπληξία παρουσιάστηκε κατά τη νάρκωση, θέσεις με τις οποίες ο εφεσίβλητος ήταν κάθετα αντίθετος, όπως αντίθετοι ήταν η Αναισθησιολόγος Όλγα Αναστασιάδου και ο Ιατροδικαστής Μάριος Ματσάκης, τη μαρτυρία των οποίων το Δικαστήριο δέχτηκε ως αληθινή.

Οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με τις [*491]παραλείψεις του εφεσείοντα δεν αμφισβητήθηκαν, όπως δεν αμφισβητήθηκε ότι αυτός, κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας, είχε κάποιες επαφές με τον ποινικό Δικαστή και ότι κάποιοι κυβερνητικοί ιατροί, οι οποίοι κλήθηκαν από τον εφεσίβλητο ως μάρτυρες στην ποινική δίκη, μετά από προειδοποίηση του δημόσιου κατήγορου ότι αυτοί θα υφίσταντο συνέπειες, εάν δεν είχαν εξασφαλίσει σχετική άδεια, έφυγαν χωρίς να καταθέσουν.

Ο εφεσίβλητος, για τα όσα σχολίαζε, είχε στο μυαλό του όλα τα πιο πάνω γεγονότα, τα οποία δεν ήταν αναληθή. Η διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων διατύπωσε την άποψή του όχι σκόπιμα αλλά λόγω παραλείψεων κατά τη διάρκεια της διερεύνησης της υπόθεσης προτού διατυπώσει το πόρισμά του δεν οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το σχόλιο για συγγραφή του σεναρίου της υπόθεσης από αυτόν έγινε κακόπιστα. Οι παραλείψεις του κατά την έρευνά του αποτελούσαν πραγματική βάση για το σχόλιο. Δεν απαιτείται, για να είναι το σχόλιο έντιμο, οι ενέργειες αυτού στον οποίο αφορά το σχόλιο να έγιναν σκόπιμα. Ούτε ο ισχυρισμός του εφεσείοντα ότι ο εφεσίβλητος ενήργησε με σκοπό να τον βλάψει σε σημαντικά μεγαλύτερο βαθμό του εύλογα αναγκαίου βρίσκουμε να ευσταθεί. Ο εφεσίβλητος, έχοντας υπόψη τα γεγονότα και το αποτέλεσμα της ποινικής δίκης, προέβη στα σχόλια του καλόπιστα. 

Στην υπόθεση Barfod v. Denmark, App. No. 11508/85, Ser. A, vol. 149 [1991] 13 E.H.R.R. 493, το Δικαστήριο τόνισε ότι η έννοια της αναλογικότητας δε σημαίνει ισότητα μεταξύ ανταγωνιστικών συμφερόντων, αλλά ότι οι στόχοι του Άρθρου 10(2) της Σύμβασης θα πρέπει να αντιπαραβάλλονται με την αξία της ανοικτής συζήτησης θεμάτων δημοσίου ενδιαφέροντος. Το δικαστήριο, για να βρει τη χρυσή τομή μεταξύ των πιο πάνω συμφερόντων, δεν πρέπει να παραγνωρίζει τη μεγάλη σημασία της μη αποθάρρυνσης του κοινού από του να εκφράζει τη γνώμη του σε θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος, λόγω φόβου ποινικών ή άλλων κυρώσεων.

Καταλήγουμε, ενόψει των πιο πάνω, ότι ο εφεσίβλητος διατύπωσε τα σχόλιά του καλόπιστα και στην προσπάθειά του μόνο να αποκαλυφθούν τα αίτια του θανάτου του Γιώργου.

Η πιο πάνω κατάληξή μας καθιστά την εξέταση του δεύτερου λόγου έφεσης - αφορά στην παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, παρά την απόρριψη της αγωγής, να προχωρήσει στον υπολογισμό των αποζημιώσεων - αχρείαστη. Επαναλαμβάνουμε, όμως, ότι, σε τέτοιες περιπτώσεις, το πρωτόδικο δικαστήριο είναι ορθό να καθορίζει τις αποζημιώσεις, ώστε να καλύπτεται το ενδε[*492]χόμενο έφεσης.

Προχωρούμε, στη συνέχεια, να εξετάσουμε τους λόγους της Πολιτικής Έφεσης Αρ. 58/2009.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, μετά την απόρριψη της αγωγής, σε σχέση με τα έξοδα, ανέφερε τα εξής:-

«Η συνήθης πρακτική που εφαρμόζεται από το Δικαστήριο, σε σχέση με τα έξοδα, είναι όπως αυτά ακολουθούν το αποτέλεσμα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση όμως, αφού έλαβα υπόψη ότι μεγάλο μέρος της μαρτυρίας που έχει προσκομισθεί από την υπεράσπιση ήταν αχρείαστο και δεν έριξε φως στα επίδικα θέματα ενώ για κάποια θέματα κλήθηκαν και εξετάσθηκαν πέραν του ενός μάρτυρα, παρά το γεγονός ότι η μαρτυρία δεν είχε αμφισβητηθεί, κρίνω ορθό και δίκαιο να μην ακολουθήσω την πιο πάνω πρακτική. Υπέρ του ενάγοντα και εναντίον του εναγομένου επιδικάζω όλα τα έξοδα που έγιναν μέχρι την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας όπως επίσης και τα σημερινά και το ήμισυ των εξόδων που έγιναν από 14.11.06, ημέρα έναρξης της ακρόασης μέχρι 17.4.08 που επιφυλάχθηκε η απόφαση. Τα έξοδα να υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και να εγκριθούν από το Δικαστήριο.»

Μετά την έκδοση της απόφασης, ο εφεσείων άσκησε την Πολιτική Έφεση Αρ. 343/2008, ενώ ο εφεσίβλητος καταχώρισε αντέφεση σε σχέση μόνο με τα έξοδα. Ακολούθως, ο εφεσίβλητος καταχώρισε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου αίτηση για διόρθωση της απόφασης σε σχέση με τα επιδικασθέντα έξοδα, έτσι ώστε, στο κείμενο της απόφασης που αφορά σ’ αυτά, η λέξη «ενάγοντα» να αντικατασταθεί με τη λέξη «εναγομένου» και η λέξη «εναγομένου» με τη λέξη «ενάγοντα», καθότι αυτό αποτελούσε λάθος κατά τη σύνταξή της.

Ο εφεσείων καταχώρισε ένσταση, η αίτηση ακούστηκε και διατάχθηκε η διόρθωση της πρωτόδικης απόφασης ως το αίτημα του εφεσίβλητου. Το αιτιολογικό της επιτυχίας της αίτησης, όπως καταγράφεται στην πρωτόδικη απόφαση, έχει ως εξής:-

«Στην απόφαση μου ανέφερα, μεταξύ άλλων, ότι δεν θα ακολουθούσα τη συνήθη πρακτική σε σχέση με τα έξοδα δηλαδή να επιδικάσω όλα τα έξοδα υπέρ του εναγόμενου και εναντίον του ενάγοντα. Ο λόγος που παρέκκλινα από τη συνήθη πρακτική καταγράφεται στην απόφαση, θεώρησα ότι μεγάλο μέρος της [*493]μαρτυρίας που είχε προσκομισθεί από την υπεράσπιση ήταν αχρείαστο. Τα έξοδα διαχωρίστηκαν σε δύο περιόδους, τα έξοδα που προέκυψαν από την ημέρα καταχώρησης της αγωγής μέχρι την ημέρα έναρξης της ακρόασης και τα έξοδα που προέκυψαν κατά την ακροαματική διαδικασία. Σε σχέση με τα έξοδα της δεύτερης περιόδου επιδικάσθηκαν μόνο τα μισά. Όλα τα πιο πάνω δεικνύουν ότι η επιδίκαση των εξόδων υπέρ του ‘ενάγοντα’ αντί του ‘εναγομένου’ επρόκειτο για γραμματικό λάθος.  Αν πρόθεση του Δικαστηρίου ήταν να επιδικάσει τα έξοδα υπέρ του ενάγοντα δεν υπήρχε λόγος να διαχωρίσει τα έξοδα σε δύο περιόδους. Το Δικαστήριο διαχώρισε τα έξοδα σε δύο περιόδους γιατί ήθελε να αποστερήσει από τον εναγόμενο μέρος των εξόδων του και συγκεκριμένα τα μισά καθότι έκρινε ότι μέρος της μαρτυρίας που προσκομίσθηκε κατά την ακρόαση θα μπορούσε να παραλειφθεί. Αυτός ήταν ο λόγος που επιδίκασε, σε σχέση με την πιο πάνω περίοδο, μόνο τα μισά έξοδα. Η επιδίκαση των εξόδων υπέρ του ενάγοντα, η απαίτηση του οποίου είχε απορριφθεί, αντί του εναγόμενου, πρόκειται για γραμματικό λάθος που έγινε κατά τη σύνταξη της απόφασης.»

Μετά την έκδοση της πιο πάνω απόφασης, ο εφεσίβλητος απέσυρε την αντέφεσή του σε σχέση με τη διαταγή για τα έξοδα.

Για ακύρωση της διαταγής για διόρθωση της απόφασης ο εφεσείων προβάλλει επτά λόγους, με πρώτο λόγο ότι ο Δικαστής, ο οποίος είχε επιληφθεί της αίτησης, δεν ήταν ο φυσικός Δικαστής αυτής και τούτο, γιατί, στο μεταξύ, από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης στην αγωγή μέχρι και την καταχώριση της αίτησης, σύμφωνα με τη διοικητική ρύθμιση που ίσχυε κατά το χρόνο υποβολής της, αυτή δεν αναλογούσε στο ημερολόγιο της Δικαστού που την είχε εκδικάσει.

Ο πιο πάνω λόγος δεν ευσταθεί. Ορθά της αίτησης επιλήφθηκε η Δικαστής που είχε εκδικάσει την υπόθεση. Δεν τίθεται θέμα παραβίασης της αρχής ότι ουδείς δύναται να είναι κριτής του εαυτού του. Εδώ, το Δικαστήριο γνώριζε τα γεγονότα και, στη βάση των όσων είχε ενώπιόν του, διαπίστωσε ότι η καταγραφή των λέξεων «ενάγοντα» και «εναγομένου» ήταν λανθασμένη, αφού αυτή δεν ανταποκρινόταν με το υπόλοιπο μέρος των διαπιστώσεών του.

Είναι η θέση του εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, χωρίς αιτιολογία και εσφαλμένα, απέρριψε τη θέση του ότι η μαρτυρία, η οποία δόθηκε με ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της αίτησης, δεν ήταν αποδεκτή, αφού η ενόρκως δηλούσα δεν αποκάλυψε [*494]πώς απέκτησε προσωπική γνώση των γεγονότων.

Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, εξετάζοντας την εν λόγω θέση του εφεσείοντα, κατέγραψε ότι η ενόρκως δηλούσα αναφέρει ρητά ότι είναι δικηγόρος στο δικηγορικό γραφείο των δικηγόρων του εφεσίβλητου, και ότι έχει προσωπική γνώση των γεγονότων. Ανεξάρτητα, όμως, από αυτό, το Δικαστήριο προχωρεί και σημειώνει ότι τα γεγονότα που στηρίζουν την αίτηση προκύπτουν από το φάκελο της υπόθεσης, το ίδιο δε έχει δικαστική γνώση γι’ αυτά, αφού είναι αυτό που εκδίκασε την υπόθεση.

Με άλλο λόγο έφεσης, ο εφεσείων υποστηρίζει ότι η αιτούμενη διόρθωση δεν αφορούσε λάθος, ώστε να μπορεί αυτή να γίνει. Το ίδιο το Δικαστήριο, ενώ, στην απόφασή του, αναφέρει ρητά ότι δε θα ακολουθήσει τη συνήθη πρακτική, με την αποδοχή της αίτησης και τη διόρθωση του λάθους, στην ουσία, εφάρμοσε αυτή.

Ο λόγος αυτός, επίσης, δεν ευσταθεί. Το σκεπτικό της απόφασης, στο οποίο έχουμε αναφερθεί πιο πάνω, δεν αφήνει περιθώριο άλλης κατάληξης, παρά ότι επρόκειτο περί γραμματικού λάθους.

Λανθασμένη, τέλος, ισχυρίζεται ο εφεσείων είναι και η απόρριψη της εισήγησής του ότι η καταχώριση και η προώθηση της αίτησης συνιστούσε κατάχρηση της διαδικασίας, επειδή εκκρεμούσε η αντέφεση από πλευράς εφεσίβλητου εναντίον του μέρους της απόφασης που αφορούσε στα έξοδα.

Ούτε αυτός ο λόγος γίνεται δεκτός. Όπως το πρωτόδικο Δικαστήριο καταγράφει, οι δύο διαδικασίες, δηλαδή της αντέφεσης και της αίτησης για διόρθωση, καίτοι επιδιώκουν τον ίδιο σκοπό, δεν είναι της ίδιας φύσης, αφού το νομικό ερώτημα που θα απασχολήσει τα Δικαστήρια, στην κάθε περίπτωση, είναι διαφορετικό και δεν υπάρχει κίνδυνος οι δύο αποφάσεις να συγκρούονται μεταξύ τους.

Τέλος, παραπονείται ο εφεσείων και για την κατάληξη του Δικαστηρίου να μην εκδώσει οποιαδήποτε διαταγή σε σχέση με τα έξοδα της αίτησης, παράπονο, όμως, το οποίο ενόψει της απόρριψης των πιο πάνω λόγων έφεσης, οδηγείται σε απόρριψη.

Οι εφέσεις απορρίπτονται, με έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον του εφεσείοντα, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

[*495]ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Στο επίκεντρο της έφεσης είναι η ταξινόμηση των λεχθέντων υπό του εφεσίβλητου στην υπεράσπιση του έντιμου σχολίου με δεδομένο το γεγονός ότι τα λεχθέντα υπ’ αυτού κρίθηκαν πρωτοδίκως δυσφημιστικά για τον εφεσείοντα, ενώ παράλληλα η υπεράσπιση της αλήθειας δεν έγινε αποδεκτή.

Η αποδοχή της υπεράσπισης του εντίμου σχολίου από το πρωτόδικο δικαστήριο και η εναντίον αυτής καταχώρηση της έφεσης υπ’ αρ. 343/08, φέρει στην επιφάνεια προβλήματα νομικής ονοματολογίας και διαχωρισμού στην πράξη, μεταξύ γεγονότος και σχολίου. Ακολουθεί λογικά τον επακριβή αυτό διαχωρισμό και η εξέταση του κατά πόσο στο βαθμό που τα λεχθέντα είναι σχόλια, βασίζονται επί αληθών δεδομένων και είναι ταυτόχρονα και έντιμα. Ακριβώς στα ανωτέρω εστιάζω τη διαφωνία μου με σεβασμό προς την αντίθετη άποψη της πλειοψηφίας.

Το ιστορικό της αντιδικίας είναι αρκούντως καταγραμμένο στην απόφαση της πλειοψηφίας και δεν χρειάζεται επανάληψη του. Είναι όμως αναγκαία η εκ νέου καταγραφή, στο μέτρο που ενδιαφέρει το νομικό ζητούμενο, ορισμένων δηλώσεων στις οποίες ο εφεσίβλητος προέβηκε στη δημοσιογραφική του διάσκεψη ημερ. 9.8.2004 και μετέπειτα στην εκπομπή «Επ’ Αυτοφώρω». Δημοσιεύτηκαν επίσης υπό τύπο αναπαραγωγής των δηλώσεων του εφεσίβλητου, έξι δημοσιογραφικά κείμενα σε ισάριθμες καθημερινές εφημερίδες. Προκύπτουν λοιπόν από όλα τα πιο πάνω ότι ο εφεσίβλητος είπε, μεταξύ άλλων,:

«Αυτό το πέτυχαν με τη δημιουργία εξιλαστήριων θυμάτων και τη συγγραφή ενός σεναρίου για πρόκληση εντυπώσεων. Στο στήσιμο του σεναρίου και στη δημιουργία του κατάλληλου κλίματος για να καταδικαστούν αθώοι και για ν’ απαλλαγούν εσαεί πιθανοί ένοχοι, ενεπλάκησαν πολλά άτομα.»

«Το πέτυχαν με τη δημιουργία εξιλαστήριων θυμάτων και τη συγγραφή ενός σεναρίου για φοιτητές προς εντυπωσιασμό και όχι για ειδικούς γιατρούς με χρόνια πείρα και καθημερινή εμπλοκή στη μάχιμη ιατρική ….»

«Σεναριογράφος, ο πραγματογνώμονας, ο οποίος απέφυγε όπως ο διάβολος το λιβάνι να αναφερθεί και να διερευνήσει την έννοια της λέξης ανοξία, εγκεφαλικός θάνατος και αναισθησιολογικός θάνατος …..»

[*496]«…… ο σεναριογράφος πραγματογνώμονας απέφυγε, όπως ο διάβολος το λιβάνι να αναφερθεί και να διερευνήσει την έννοια της λέξης ανοξία …. Κάποιοι που ήταν στο ναό του χειρουργείου ξέρουν καλύτερα από τους άλλους τι συνέβηκε και οι δύο γιατροί που καταδικάστηκαν είναι αθώοι ….»

«…… η όλη διαδικασία της έρευνας στην υπόθεση του χαμού του 14χρόνου Γιώργου δυστυχώς στόχευε στην απόκρυψη των πραγματικών τουλάχιστον ή των πιθανών πραγματικών αιτιών του θανάτου, με κύριο στόχο την συγκάλυψη τυχόν ευθυνών.»

Η υπεράσπιση στην αγωγή δυσφήμησης που ήγειρε ο εφεσείων στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, ήγειρε ζήτημα, μεταξύ άλλων, ότι τα λεχθέντα υπό του εφεσίβλητου ήταν έντιμα σχόλια.

Το πρώτο που παρατηρείται είναι η δικογραφική ανεπάρκεια της συγκεκριμένης υπεράσπισης. Όπως υποδεικνύεται σ’ όλα τα σχετικά συγγράμματα, η υπεράσπιση του εντίμου σχολίου πρέπει να διαχωρίζει ποία από τα λεχθέντα ή γραφέντα είναι γεγονότα και ποία είναι σχόλια, (δέστε το σύγγραμμα του David Price: Defamation, Law, Procedure and Practice σελ. 254-255 παρ. 23.09, και το πρότυπο στη σελ. 363,  Duncan & Neill: Defamation: σελ. 63-64 και Gatley on Libel and Slander 10η έκδ. σελ. 1115-1118, παρ. Α1.22).

Όπως έχει υποδειχθεί συναφώς κατά την ανάπτυξη της νομολογίας, σχόλιο δεν υπάρχει σε κενό αέρος («a comment cannot exist in “thin air”») (David Price – ανωτέρω – σελ. 66, παρ. 9.04). Ο εναγόμενος πρέπει να αποδείξει ότι τα δομικά υλικά επί των οποίων εδράζεται το σχόλιο ή σχόλια είναι αληθή. Η υπεράσπιση στην παρ. 7 του δικογράφου της δεν προβαίνει σ’ αυτό τον αναγκαίο διαχωρισμό. Εξαντλείται στην πρόταξη, διαζευκτικώς προς την άρνηση δυσφημιστικής έννοιας και την υπεράσπιση της αλήθειας (επί της οποίας επίσης χρειάζεται η δικογραφημένη επεξήγηση των αληθών γεγονότων), στη θέση ότι το αντικείμενο των επιδίκων δημοσιευμάτων και εκπομπών αποτελεί θέμα δημοσίου ενδιαφέροντος και ότι τα λεχθέντα και δημοσιευθέντα έγιναν καλή τη πίστει με αναφορά σε πραγματικά γεγονότα (χωρίς όμως να εξειδικεύει ποια). Δεν ζητήθηκαν λεπτομέρειες από πλευράς του εφεσείοντος, η εκδίκαση της υπόθεσης προχώρησε ανάλογα και εκδόθηκε η υπό κρίση απόφαση, του [*497]πρωτόδικου Δικαστηρίου μη ασχοληθέντος σχετικά, ενώ θα ήταν εντός της δυνατότητας του να εντοπίσει το πρόβλημα και να εκδώσει, επιβεβλημένα, αυτεπαγγέλτως ανάλογες οδηγίες παροχής λεπτομερειών κάτω από την Δ.30. Η μη στερεή συνεπώς βάση επί της οποίας ηγέρθηκε και στην πορεία προωθήθηκε η υπεράσπιση του εντίμου σχολίου, δημιούργησε ένα ασταθές βάθρο επί του οποίου κινήθηκε και το ίδιο το Δικαστήριο. Φαίνεται από το σκεπτικό της πρωτόδικης κρίσης ότι δεν υπήρξε σαφής εννοιολογικός διαχωρισμός. Παρέλκει όμως οποιαδήποτε περαιτέρω ενασχόληση εφόσον και ο ανάλογος λόγος έφεσης στην ουσία προωθεί άλλο αντικείμενο.

Ακριβώς ο σχετικός λόγος έφεσης είναι θεμελιωμένος σε λανθασμένη νομική και ή πραγματική βάση και είναι κατ’ επέκταση απορριπτέος. Τούτο διότι ο εφεσείων εκλαμβάνει τα όσα ο ίδιος κατέγραψε στην παρ. 6 της έκθεσης απαίτησης του ως εξαγόμενα δυσφημιστικά νοήματα, ως γεγονότα και όχι σχόλια. Αλλά βέβαια δεν είναι ούτε το ένα, ούτε το άλλο, παρά μόνο ήταν η κατά τον εφεσείοντα φυσική και/ή συνηθισμένη έννοια ή ακόμη και το κατά innuendo νόημα τους σύμφωνα με την παρ. 7 της έκθεσης απαίτησης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα όλα λεχθέντα και δημοσιοποιηθέντα από τον εφεσίβλητο ήταν δυσφημιστικά για τον εφεσείοντα, επί της πτυχής αυτής δεν υπάρχει αντέφεση και το θέμα λήγει εδώ.

Εκεί που έχει, κατά την άποψη μου, δίκαιο ο εφεσείων, είναι ότι δεν υπάρχει ορθό υπόβαθρο γεγονότων επί των οποίων έγιναν τα σχόλια. Επί τούτου επισημαίνω τα ακόλουθα: ο εφεσίβλητος πλειστάκις στα υπ’ αυτού λεχθέντα αναφέρθηκε στον εφεσείοντα ως σεναριογράφο και σε στήσιμο του κατάλληλου κλίματος ώστε να καταδικαστούν αθώοι και να απαλλαγούν εσαεί πιθανοί ένοχοι. Και ότι αυτό, είπε, επετεύχθη με τη δημιουργία εξιλαστήριων θυμάτων και τη συγγραφή ενός σεναρίου για πρόκληση εντυπώσεων. Τα ως άνω θα μπορούσαν να καταταχθούν ως γεγονότα και όχι ως σχόλια. Ο διαχωρισμός των δύο, όπως αναφέρεται σε όλα τα σχετικά συγγράμματα, δεν είναι ποτέ εύκολος. Το αν το λεχθέν ή δημοσιευθέν αποτελεί γεγονός ή σχόλιο επί γεγονότων εξετάζεται σε συνάρτηση με τον τρόπο, τη σύνταξη, τα συμφραζόμενα, τη χρήση κεφαλαίων, επιθέτων, λέξεων, την όλη δομή του κειμένου ή του λόγου κλπ.

Ορισμένα κριτήρια διαχωρισμού των δύο, μέσα από τη νομολογία, είναι: (i) πώς οι λέξεις είναι δυνατόν να γίνουν αντιληπτές από το μέσο αναγνώστη, (ii) αν οι λέξεις είναι δεκτικές [*498]απόδειξης, (iii) κατά πόσο ο εναγόμενος αναφέρεται στο κείμενο του σε ορισμένα γεγονότα και απ’ αυτά διατυπώνει συμπέρασμα, (iv) η κριτική των ενεργειών ή συμπεριφοράς του ενάγοντα θεωρούνται συνήθως σχόλια ή γνώμη, ενώ υπαινιγμοί ή καταλογισμός κινήτρων στον ενάγοντα για τις πράξεις του αποτελούν δήλωση γεγονότος, (v) μια τολμηρή δήλωση, χωρίς υποστηρικτικά γεγονότα, είναι απίθανο να θεωρηθεί σχόλιο. Για παράδειγμα, η φράση «P is a disgrace to the profession of journalism», ακούγεται ως σχόλιο ή γνώμη, αλλά λογίζεται ως γεγονός, (vi) η χρήση της φράσης «κατά τη γνώμη μου», δεν μετατρέπει μια καθαρή δήλωση γεγονότος σε σχόλιο. Η φράση «In my opinion, X murdered his father», θεωρείται συνεπώς δήλωση γεγονότος, (δέστε David Price: Defamation – ανωτέρω – σελ. 64-66).

Η χρήση των λέξεων «σενάριο», «καταδίκη αθώων», «εξιλαστήρια θύματα», «συγγραφή σεναρίου για πρόκληση εντυπώσεων» και τα συναφή, θα μπορούσαν κάλλιστα να θεωρηθούν γεγονότα, τα οποία και θα έπρεπε να αποδειχθούν. Ακόμη, όπως υποδεικνύεται και στην υπόθεση Hunt v. Star Newspaper [1908] 2 K.B. 809, που επιδοκιμάστηκε στην London Artists v. Litter [1969] 2 Q.B. 395, όπου, ως συνήθως, συγχέονται τα γεγονότα με τα σχόλια και δεν υπάρχει ούτε επιδιώκεται σαφής μεταξύ τους διάκριση, η τάση είναι να θεωρηθεί το κείμενο εξ ολοκλήρου ως γεγονός. (δέστε και Gattey on Libel & Slander – ανωτέρω – σελ. 297-298, παρ. 12.11).

Η διάκριση μεταξύ γεγονότος και σχολίου, παρά τη δυσκολία της διάζευξης, είναι όμως αναγκαία και σημαντική και πρέπει να γίνεται. Όπως υποδεικνύεται και στους Duncan & Neill: Defamation – ανωτέρω – σελ. 67:

«The distinction must be made, however, because, though fair comment may be available to protect a defamatory statement even though untrue, it cannot protect a defamatory statement of fact even though proved to be true unless justification also is relied upon.»

Υπενθυμίζεται ότι εδώ το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την υπεράσπιση της αλήθειας και δεν έγινε αντέφεση στο μέρος αυτό. Επομένως, ακόμη και αν οι δηλώσεις του εφεσίβλητου ταξινομούνταν ως γεγονότα και όχι σχόλια, τότε τα γεγονότα αυτά δεν ανταποκρίνονταν στην αλήθεια. Αναφέρεται δε στο σύγγραμμα του David Price: Defamation – ανωτέρω – σελ. 254-255, παρ. 23.09, ότι σε περίπτωση αμφιβολίας ως το κατά πόσο ένα [*499]δημοσίευμα ή κείμενο περιέχει δυσφημιστικούς ισχυρισμούς γεγονότων, (στην οποία περίπτωση ο εναγόμενος πρέπει να προβάλει την υπεράσπιση της αλήθειας), μπορεί να προβληθεί διαζευκτικά η υπεράσπιση της αλήθειας και/ή του έντιμου σχολίου, αλλά αυτή η αμφιβολία και η αναγνώριση της, δύναται να αδυνατίσει το επιχείρημα ότι οι λέξεις αποτελούν σχόλιο.

Λαμβάνοντας τώρα, υπό το φως των ανωτέρω, ως δεδομένο ότι τα λεχθέντα υπό του εφεσίβλητου αποτελούν σχολιασμό, τίθεται αμέσως ζήτημα ως προς τη βάση των γεγονότων επί των οποίων ακολούθησαν τα σχόλια. Εγείρονται  τα  εξής  κατά λογική αλληλουχία θέματα: (i) ο εφεσίβλητος δημιούργησε «σενάριο»; (ii) το σενάριο αυτό γράφτηκε για πρόκληση εντυπώσεων; (iii) αυτό το σενάριο και ο σεναριογράφος – εφεσείων – δημιούργησαν εξιλαστήρια θύματα; και, (iv) οδήγησε στο στήσιμο κατάλληλου κλίματος ώστε να καταδικαστούν αθώοι;

Κανένα από τα πιο πάνω δεν ερείδεται επί αληθών γεγονότων. Αυτό διότι το σχόλιο περί «σεναρίου» δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Δεν έχει ως βάση υπαρκτό γεγονός.  «Σενάριο», κατά τον Μπαμπινιώτη: Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, σελ. 1599, σημαίνει γραπτή και λεπτομερή περιγραφή δράσης κινηματογραφικού ή τηλεοπτικού έργου. Κατά τεκμήριο λοιπόν πρόκειται για μύθευμα, για φανταστική πλοκή που στοχεύει στη δημιουργία μιας ταινίας ή έργου. Ο εφεσείων  όμως δεν έγραψε «σενάριο», αλλά μια επιστημονική έκθεση πραγματοσύνης στην οποία κατέγραψε την άποψη του. Ο εφεσίβλητος δικαιούτο να διαφωνήσει μ’ αυτή, αλλά όχι να την αποκαλεί «σενάριο». Ιδιαιτέρως, τη στιγμή που το πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας την υπεράσπιση της αλήθειας («justification»), απέρριψε ως μη ανταποκρινόμενα στην πραγματικότητα τα παρουσιαζόμενα μέσα από τα λεχθέντα του εφεσίβλητου, που ήθελαν τον εφεσείοντα σεναριογράφο μιας διαδικασίας και «…. ως το πρόσωπο που εσκεμμένα δεν ερεύνησε κατά πόσο ο θάνατος οφειλόταν σε αναισθησιολογικά αίτια.». Το Δικαστήριο ανέφερε επίσης ότι η περίπτωση ήταν περίπλοκη, έχοντας διχάσει ακόμη και τους ιατροδικαστές, ενώ μια εξ αυτών εξέδωσε δύο εντελώς διαφορετικά πορίσματα. Περαιτέρω, η γνωμάτευση εκ μέρους του εφεσείοντος ότι ο θάνατος προήλθε από σηπτική καταπληξία, υποστηρίκτηκε μετά τη νεκροψία και από άλλους δύο ιατροδικαστές.

Μετέπειτα και ιδιαιτέρως σημαντικό: το Δικαστήριο που εκδίκασε την ποινική υπόθεση δεν αποδέχθηκε την εμπειρογνώμο[*500]νη μαρτυρία του εφεσείοντος, με αποτέλεσμα να απορριφθεί ο πιο ουσιαστικός ισχυρισμός του, όπως ορθά κατέγραψε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι ο θάνατος προήλθε από σηπτική καταπληξία, ενώ δεν αποκλείστηκε και το ενδεχόμενο, ο θάνατος να οφειλόταν σε αναισθησιολογικά αίτια.

Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι ήταν η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ναι μεν ο εφεσείων,

«δεν διερεύνησε επαρκώς και/ή ικανοποιητικά κατά πόσο ο θάνατος του νεαρού Χατζηδημήτρη οφειλόταν σε αναισθησιολογικά αίτια, η παράλειψη του αυτή όμως δεν ήταν εσκεμμένη και δεν είχε σαν ανώτερο στόχο να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα οποιουδήποτε προσώπου και ή να παραπλανήσει το ποινικό Δικαστήριο.».

Και περαιτέρω, ότι ο εφεσείων, ο οποίος ανέλαβε τη διερεύνηση του θανάτου ένα χρόνο μετέπειτα, ενήργησε ως γιατρός καλόπιστα και όχι ως αστυνομικός, και,

«….. εξέλαβε σαν δεδομένο ότι όσα αναγράφονταν στο αναισθησιολογικό πρωτόκολλο και στις καταθέσεις των αναισθησιολόγων ανταποκρίνονται στην αλήθεια.».

Προχωρώντας την παρούσα, υπό το φως των ανωτέρω, ανάλυση, πώς είναι δυνατόν να γίνεται λόγος για «εξιλαστήρια θύματα» και «καταδίκη αθώων», τη στιγμή που το ποινικό Δικαστήριο με την ετυμηγορία του καταδίκασε μετά από πλήρη ακροαματική διαδικασία, ανάλυση και αξιολόγηση της μαρτυρίας, δύο από τους κατηγορηθέντες ιατρούς. Η καταδικαστική απόφαση του Δικαστηρίου, σεβαστή απ’ όλους κατά το Σύνταγμα και δεσμευτική δι’ όλους τους διαδίκους (Άρθρο 47 του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 14/60), δεν στήριζε τα όσα ο εφεσίβλητος δήλωσε και στα οποία επέμενε ότι καταδικάστηκαν αθώοι. Πού έγκειται λοιπόν η πραγματική βάση πάνω στην οποία έγιναν τα σχόλια, ότι καταδικάστηκαν αθώοι, όταν Δικαστήριο της Δημοκρατίας σ’ εκείνο το στάδιο, (υπενθυμίζεται ότι ο εφεσίβλητος προέβηκε στις δηλώσεις του στις 9.8.2004, λίγες μόνο μέρες μετά την απόφαση του ποινικού Δικαστηρίου στις 3.8.2004), εξέδωσε την τελική του απόφαση κρίνοντας ενόχους δύο ιατρούς, και αθωώνοντας ένα άλλο, ενώ είχε αθωώσει και την αναισθησιολόγο από το εκ πρώτης όψεως στάδιο. Αν οι δηλώσεις του εφεσίβλητου γίνονταν πριν την έκδοση της δικαστικής απόφασης, πιθανόν να ήταν δυνατόν να γινόταν λόγος για σενάριο που [*501]γράφτηκε με στόχο την καταδίκη αθώων, αν και τότε θα επενεργούσαν εναντίον του εφεσίβλητου οι διατάξεις του Άρθρου 44(1)(γ) του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 14/1960, περί καταφρόνησης Δικαστηρίου που συντελείται από πρόσωπο που εκκρεμούσης δικαστικής διαδικασίας δημοσιεύει έγγραφο, εκφωνεί λόγο ή ομιλία ικανή να επηρεάσει τη δίκαιη έκβαση της υπόθεσης. Βεβαίως και οι δηλώσεις που έγιναν πιθανόν να εμπίπτουν και πάλι στις απαγορευτικές διατάξεις των εδαφίων (1)(ε) και 1(στ) του ιδίου άρθρου. Η ουσία τους είναι ο επηρεασμός μάρτυρος πριν ή μετά τη μαρτυρία ή η δημοσίευση λόγου ή ομιλίας σκανδαλώδους φύσεως αναφορικά με οποιοδήποτε Δικαστήριο που έχει εκδώσει απόφαση. Δεν είναι βεβαίως το ζητούμενο εδώ. Καταγράφονται για να δείξουν ότι η διαφορετική άποψη του εφεσίβλητου ως προς την αθωότητα των καταδικασθέντων και τότε κριθέντων ως ενόχων ιατρών, ενείχε κινδύνους εφόσον το Δικαστήριο δεν δέχθηκε τη μαρτυρία του εφεσείοντος. Και δεν εναπόκειτο στον εφεσίβλητο, εξωγενή προς τη δίκη παράγοντα, να σχολιάζει τη μαρτυρία ατόμου που έδωσε μαρτυρία στο Δικαστήριο, έτυχε αξιολόγησης και κρίσης υπ’ αυτού.

Δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα ότι ο εφεσείων «στόχευε στην απόκρυψη των πραγματικών τουλάχιστον ή των πιθανών πραγματικών αιτιών του θανάτου με κύριο στόχο τη συγκάλυψη τυχόν ευθυνών.» Ούτε ότι έγινε «συγγραφή ενός σεναρίου για φοιτητές προς εντυπωσιασμό και όχι για ειδικούς γιατρούς με χρόνια πείρα και καθημερινή εμπλοκή στη μάχιμη ιατρική …..». Ούτε ότι έγινε προσπάθεια για συγκάλυψη ευθυνών, με στόχο να κατηγορηθούν δύο αθώοι γιατροί και να απαλλαγούν οι ένοχοι.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν ανακόλουθο στο σκεπτικό του. Ενώ αποφάσισε ότι η υπεράσπιση της αλήθειας δεν ευσταθούσε σε κανένα σημείο, κρίνοντας (σελ. 24 της απόφασης), ότι ο εφεσείων «….. είναι ένας επιφανής γιατρός με πολυετή πείρα, που έζησε για μεγάλο χρονικό διάστημα στο εξωτερικό» και ότι «Καμιά σχέση (δεν) συνδέει τον ενάγοντα με τους γιατρούς χειρούργους και αναισθησιολόγους ….. και κανένα λόγο (δεν) είχε να ευνοήσει με τη μαρτυρία του κάποιους εξ αυτών, και να υποθάλψει άλλους, διακυβεύοντας με τον τρόπο αυτό την επαγγελματική υπόληψη του», στη σελ. 30 της ίδιας απόφασης, και ενώ απορρίπτει επίσης «ότι ο ενάγοντας ήταν ο «σεναριογράφος» της διαδικασίας και ότι ο απώτερος του σκοπός ήταν να καταδικαστούν αθώοι γιατροί και να απαλλαχθούν οι ένοχοι», προ[*502]χωρεί ταυτόχρονα να αποφασίσει ότι «παράλληλα όμως πιστεύω ότι τα σχόλια του εναγομένου, σε σχέση με την εμπλοκή του ενάγοντα, παρά το γεγονός ότι δεν συμφωνώ με αυτά, ήταν εύλογα.».

Στη συνέχεια προχώρησε να εξηγήσει γιατί κατά την άποψη του τα όσα ο εφεσίβλητος δήλωσε ήταν εύλογα και ήταν και έντιμα. Αποφάσισε επίσης το Δικαστήριο ότι ο εφεσίβλητος «πίστευε ακράδαντα» ότι ο θάνατος οφειλόταν σε αναισθησιολογικά αίτια και ότι «ενόψει των πεποιθήσεων του επίστευε ακράδαντα» ότι οι ιατροί είχαν διωχθεί και καταδικαστεί άδικα και ότι ήταν «απόλυτος στις απόψεις του», σε σχέση με τα αίτια θανάτου και ότι «οι επίδικες δηλώσεις έγιναν, κατά την άποψη μου, έντιμα, σκοπός του εναγομένου δεν ήταν να πλήξει τον ενάγοντα και ή να βλάψει την υπόληψη του αλλά να αποκαλυφθεί η αλήθεια, σε σχέση με τα αίτια θανάτου …..».

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στα πιο πάνω, όμως, χωρίς υποστηρικτικά γεγονότα. Εδώ δεν υπήρχαν γεγονότα εν μέρει ορθά και εν μέρει λανθασμένα. Η υπεράσπιση της αλήθειας απερρίφθη εξ ολοκλήρου. Τα ίδια γεγονότα που στήριζαν την υπεράσπιση της αλήθειας στήριζαν και την υπεράσπιση του έντιμου σχολίου. Σαφώς, κατά την άποψη μου, υπήρξε σύγχυση εδώ των εννοιών, διότι το Δικαστήριο παρέμεινε στην εξέταση του «εύλογου» ή «έντιμου» των δηλώσεων του εφεσίβλητου, μόνο και μόνο διότι αυτός τις πίστευε ακράδαντα ή απόλυτα και εντυπωσίασε ευνοϊκά το Δικαστήριο κατά τη μαρτυρία του. Δεν είναι όμως αυτό το μοναδικό κριτήριο, το οποίο εν πάση περιπτώσει έπεται της διαπίστωσης της ορθότητας της βάσης των γεγονότων που υποστηρίζουν τις δηλώσεις. Όπως αναφέρεται στον Gatley on Libel and Slander – ανωτέρω – σελ. 289, παρ. 12.3:

«Justification is a defence to any imputation contained in the words complained of, whether of comment or of fact, but if that is the plea the defendant must show that his “comment” is “correct”. The defendant who pleads fair comment does not take upon himself this burden: the issue is not whether the jury agrees with his opinion of the claimant´s conduct but whether it is a comment which might fairly be made on the facts referred to.»

Είναι λοιπόν αναγκαία η ύπαρξη υποστηρικτικών γεγονότων, τα οποία μάλιστα πρέπει να είναι αληθή. Στην υπόθεση Hunt v. Star Newspaper – ανωτέρω –, λέχθηκε ότι:

[*503]«In order to give room for the plea of fair comment the facts must be truly stated. If the facts upon which the comment purports to be made do not exist the foundation of the plea fails.»

Και στην Joynt v. Cycle Trade Co [1904] 2 K.B. 292:

«The comment must not misstate facts, because a comment cannot be fair which is built upon facts which are not truly stated.»

Η υπεράσπιση του εντίμου σχολίου συχνά θεωρείται ως απότοκο της ελευθερίας του λόγου και της έκφρασης. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι αυτή η ελευθερία λόγου είναι ανέλεγκτη. Στην Αλήθεια Εκδοτική Εταιρεία Λτδ ν. Χαράλαμπου Λεωνίδα (1997) 1 Α.Α.Δ. 550, λέχθηκε ότι η ελευθερία αυτή πρέπει να εναρμονίζεται με τα άλλα ανθρώπινα δικαιώματα που προστατεύει το Σύνταγμα, όπως είναι η τιμή και η καλή φήμη των άλλων. Και στην ομόφωνη απόφαση του ΕΔΑΔ, στην In the case of Alithia Publishing Company Ltd and Constantinides v. Cyprus, Application No. 17550/03, ημερ. 22.5.2008, κρίθηκε ότι οι περιορισμοί που τίθενται στην εθνική νομοθεσία της Κύπρου αναφορικά με το δικαίωμα στην ελευθερία έκφρασης και σκέψης, δεν παραβιάζουν τα Άρθρα 9 και 10 της Συνθήκης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, των περιορισμών αυτών θεωρούμενων λογικών. Περαιτέρω, ότι δεν ήταν εναντίον των προνοιών του Άρθρου 10, η εναπόθεση στους ώμους ενός εναγομένου του βάρους απόδειξης της υπεράσπισης της αλήθειας ή της υπεράσπισης του εντίμου σχολίου επί θέματος δημοσίου ενδιαφέροντος, (δέστε και Κώστας Κωνσταντίνου κ.ά. ν. Αικατερίνης Καραμεσίνη (2011) 1 Α.Α.Δ. 715).

Υπό το φως όλων των ανωτέρω, κρίνω ότι η υπεράσπιση του έντιμου σχολίου δεν θα έπρεπε να είχε γίνει αποδεκτή πρωτοδίκως. Και παρόλο ότι ζήτημα κακοβουλίας εγείρεται μόνο όταν το δημοσίευμα κρίνεται ως έντιμο σχόλιο επί θέματος δημοσίου ενδιαφέροντος, (εξέταση κακοβουλίας δεν εγείρεται στην υπεράσπιση της αλήθειας – δέστε και Ελευθέριος Γαληνιώτης ν. Εκδοτικού Οίκου Δίας Λτδ κ.ά. (2011) 1 Α.Α.Δ. 474), δεν θα ήταν άτοπο να λεχθεί ότι ακόμη και αν το δημοσίευμα ήθελε κριθεί ως έντιμο σχόλιο, υπήρχε μια σειρά δεδομένων που θα το ενέτασσαν στην κατηγορία του κακόβουλου, αναιρώντας έτσι την ίδια την υπεράσπιση κατά το Άρθρο 19(β) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148. Η μη καλή πίστη κατά την εν λόγω πα[*504]ράγραφο (β), συναρτάται με τα όσα προνοούνται με το Άρθρο 21(2) του Κεφ. 148. Όχι όμως εξαντλητικά. Η μαρτυρία για κακοβουλία μπορεί να προέρχεται από εσωτερικά δεδομένα («intrinsic evidence»), όπως είναι το ίδιο το δημοσίευμα και οι λέξεις που χρησιμοποιούνται ή εξωτερικά («extrinsic evidence»), όπως είναι οι όλες περιστάσεις της δημοσίευσης, καθώς και η συμπεριφορά του εναγόμενου κατά τη διάρκεια της αντιδικίας και της εκδίκασης της υπόθεσης, (Gatley on Libel and Slander – ανωτέρω – σελ. 977, παρ. 32.4).

Ο εφεσίβλητος εδώ χρησιμοποίησε ακραίους χαρακτηρισμούς για να προβάλει τη θέση του, αναφερόμενος σε συνάδελφο του ιατρό. Ακραίοι ή υπερβολικοί χαρακτηρισμοί κατά το σύγγραμμα του Halsbury’s Laws of England 4η έκδ. Τόμος 28, παρ. 151, όπως υιοθετήθηκε και στην Κυριακίδης ν. Αριστείδου (2000) 1 Α.Α.Δ. 349, συνιστά μαρτυρία περί κακοβουλίας. Η χρήση των λέξεων «σεναριογράφος» και «συγγραφή σεναρίου για φοιτητές προς εντυπωσιασμό», και «για συγκάλυψη τυχόν ευθυνών», ήταν ακραίοι, ειρωνικοί και χλευαστικοί χαρακτηρισμοί, αλλά και αμετροεπείς κρίσεις επί ιατρού που προέβηκε σε επιστημονική έκθεση, η οποία, ως αναφέρθηκε και προηγουμένως κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δεν έγινε «εσκεμμένα», δεν είχε λόγο να ευνοήσει με τη μαρτυρία του οποιονδήποτε, ούτε τον συνέδεε οποιαδήποτε σχέση με τους εμπλεκόμενους στην υπόθεση ιατρούς και αναισθησιολόγους.

Όλα τα πιο πάνω ήταν ή έπρεπε να ήταν σε γνώση του εφεσίβλητου, ο οποίος προέβηκε στις δηλώσεις μετά την εκφώνηση της καταδικαστικής απόφασης του ποινικού Δικαστηρίου, για τη διαδικασία του οποίου, ως κρίθηκε πρωτοδίκως, ο εφεσίβλητος «ενημερωνόταν πλήρως από συναδέλφους του για ό,τι λάμβανε χώρα κατά την ακροαματική διαδικασία.» Η δημοσιογραφική διάσκεψη έγινε λίγες ώρες μετά την επιβολή της ποινής από το ποινικό Δικαστήριο και ο εφεσίβλητος είχε ή όφειλε να είχε ενημερωθεί και αναγνώσει και τη δικαστική ετυμηγορία που οδήγησε στην καταδίκη των δύο ιατρών, κάποιες μέρες προηγουμένως. Αν το έπραττε, θα διαπίστωνε ότι λέχθηκε ήδη ότι, δηλαδή, η έκθεση του εφεσείοντος δεν είχε γίνει δεκτή και ότι δεν ήταν εκείνη που οδήγησε στην καταδίκη. Αν το γνώριζε τότε αδιαφόρησε για τη σημασία της δικαστικής κρίσης. Ως δε παραδέχθηκε κατά τη διάρκεια της ακρόασης δεν ρώτησε για οτιδήποτε την άποψη του εφεσείοντος πριν τη διάσκεψη τύπου (σελ. 422 των πρακτικών).

[*505]Περαιτέρω, έχει καθιερωθεί ότι ένα δημοσίευμα θεωρείται ότι έγινε με κακή πίστη όπου ο εναγόμενος ενήργησε με σκοπό να βλάψει τον ενάγοντα σε βαθμό αναλογικά μεγαλύτερο του ευλόγως αναγκαίου, (Ονουφρίου ν. Εταιρεία Κ.Κ. Σύγχρονες Κούρσες Λτδ κ.ά. (2006) 1 Α.Α.Δ. 742). Όπως και γενικότερα, η ύπαρξη κακοβουλίας αντλείται συμπερασματικά από την όλη συμπεριφορά του εναγόμενου και την πληροφόρηση που αυτός είχε διαθέσιμη. Το κίνητρο το οποίο ανιχνεύεται και αποδίδεται σ’ ένα εναγόμενο, εξάγεται από το τι ελέχθη ή ήταν γνωστό ή κατά πόσο ο εναγόμενος ήταν αδιάφορος ως προς τα πραγματικά δεδομένα (Horrocks v. Lowe (1975) AC 135). Ο εφεσίβλητος εδώ θεώρησε ορθό να προβεί σε κριτική των ενεργειών του εφεσείοντος κατά τρόπο μη αποδεκτό, ως εξηγήθηκε πλειστάκις ανωτέρω. Το έπραξε κατά τρόπο ανάρμοστο. Περαιτέρω, επέμενε στην υπεράσπιση της αλήθειας μέχρι τέλους, ενώ γενικώς είναι δεκτό ότι η υπεράσπιση αυτή είναι επικίνδυνη διότι μια αποτυχημένη προσπάθεια τεκμηρίωσης της (όπως και εδώ), δύναται να θεωρηθεί  ως επαυξητική της αρχικής ζημιάς που προκλήθηκε με τη δυσφήμιση. (Salmond on the Law of Torts 16η έκδ. σελ. 160). Παρόλο που η έγερση της υπεράσπισης της αλήθειας δεν είναι κατ’ ανάγκη μαρτυρία ή απόδειξη για κακοβουλία, εν τούτοις το Δικαστήριο δύναται να εξαγάγει αυτό το συμπέρασμα, αν ο εναγόμενος  αρνείται να αποσύρει την υπεράσπιση κατά τη δίκη και δεν προσφέρει μαρτυρία κατά την εκδίκαση προς απόδειξη της, (Gatley on Libel and Slander – ανωτέρω – σελ. 981, παρ. 32.42). Εδώ, όλα τα δεδομένα που διαπιστώθηκαν πρωτοδίκως από το Δικαστήριο σε σχέση με την αποτυχία της υπεράσπισης της αλήθειας ήταν γνωστά στον εφεσίβλητο και δεν αμφισβητήθηκαν από αυτόν κατά τη δίκη. Ο εφεσείων ανέλαβε τη διερεύνηση των γεγονότων του θανάτου ένα χρόνο μετά το συμβάν, «ήταν γιατρός και όχι αστυνομικός» κατά το Δικαστήριο, δεν ήταν σε θέση να προβεί σε αυτοψία της σκηνής, «δεν ήταν αυτός που ανέλαβε το ανακριτικό έργο» και δεν ήταν το άτομο που αποφάσισε ποιοι θα διώκονταν ποινικά. Ο εφεσίβλητος δεν παρουσίασε μαρτυρία αναιρετική των ανωτέρω. Απλώς διαφώνησε επιστημονικά με την έκθεση του εφεσείοντος και την αξιολόγηση του εκ των δεδομένων (σελ. 442, 443, 444, 445 και 448 των πρακτικών). Αυτό, όμως, δεν τεκμηριώνει την υπεράσπιση της αλήθειας.

Το κίνητρο και η νοητική κατάσταση του εφεσίβλητου αποκαλύπτεται από την εμμονή του να εκθέσει τον εφεσείοντα μέχρι τέλους και είναι ενδεικτική η δήλωση του στην εκπομπή «Επ’ Αυτοφώρω» στις 10.8.2004, στον τηλεοπτικό σταθμό «Αντέννα», όπου στη συνέντευξη του είπε ότι δεν είχε μετανιώσει καθόλου [*506](«απολύτως τίποτε»), από τα όσα είχε πει τις μέρες εκείνες, δεν απέσυρε «ούτε λέξη» και δεν αισθανόταν ότι εν τη ρύμη του λόγου δυνατόν να λέχθηκε κάτι επιλήψιμο και, ότι, «Το πολύ-πολύ να με πάρουν στο Δικαστήριο για ασέβεια ποιού; Για λίβελλο;».

Τέλος, ενώ ο εφεσείων είχε προσφέρει στον εφεσίβλητο να ανακαλέσει ώστε να μην καταχωρήσει αγωγή και μετέπειτα να αποσύρει την αγωγή, αν ο εφεσίβλητος ανακαλούσε χωρίς οποιοδήποτε αντάλλαγμα για τον ίδιο, (Τεκμ. 7, 8 και 11), ο εφεσίβλητος πρωτοδίκως δήλωσε (σελ. 467 των πρακτικών), ότι ευχαριστούσε το Θεό που ο εφεσείων του κίνησε αγωγή για δυσφήμιση για να ακουστεί η αλήθεια και δεν πρόκειτο ποτέ στη ζωή του να συμβιβαζόταν «στο θέμα λιβέλλου του Καραβία». Αλήθεια, η οποία όμως είχε σ’ εκείνο το στάδιο των δηλώσεων του εφεσίβλητου αποφασιστεί από το ποινικό Δικαστήριο.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, θα επέτρεπα την έφεση. Ενόψει όμως της απόφασης της πλειοψηφίας, θεωρώ ότι δεν χρειάζεται να ασχοληθώ περαιτέρω, είτε με το θέμα των αποζημιώσεων, είτε με το θέμα της αντέφεσης επί των εξόδων.

Οι εφέσεις απορρίπτονται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο