Ergo Constructions Ltd ν. Tanielo Holding Ltd (2012) 1 ΑΑΔ 539

(2012) 1 ΑΑΔ 539

[*539]27 Μαρτίου, 2012

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]

ERGO CONSTRUCTIONS LTD,

Εφεσείουσα-Ενάγουσα,

v.

TANIELO HOLDING LTD,

Εφεσίβλητης-Εναγομένης 1.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 350/2008)

 

Συμβάσεις ― Εξυπακουόμενος όρος ― Ύπαρξη εξυπακουόμενου όρου σε συμφωνία διαπιστώνεται από το δικαστήριο, το οποίο, μέσα από το λεκτικό της, αναζητεί τις προθέσεις των συμβαλλομένων ― Η διακρίβωση εξυπακουόμενου όρου αποδίδεται στην ανάγκη να δοθεί αποτελεσματικότητα και πληρότητα στη συμφωνία, εκφράζοντας εκείνο που, αν και δεν ελέχθη, αντιπροσωπεύει την εμφανή και αναγκαία πρόθεση των μερών.

Συμβάσεις ― Ερμηνεία σύμβασης ― Συνεχής τάση προς εναρμόνιση των αρχών ερμηνείας των συμβάσεων με τα κρατούντα στην καθημερινή ζωή ― Το κριτήριο είναι η έννοια την οποία μεταδίδει το κείμενο της συμφωνίας στο μέσο λογικό άνθρωπο ― Για το σκοπό αυτό μπορεί να εμπλουτισθεί η γνώση με την αποκάλυψη του υπόβαθρου της συμφωνίας, εξαιρουμένων πάντοτε των διαπραγματεύσεων, καθώς και μονομερών δηλώσεων και υποκειμενικών προθέσεων των συμβαλλομένων.

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Η κρίση της αξιοπιστίας των μαρτύρων και η διακρίβωση των γεγονότων είναι, πρωτίστως, έργο του πρωτόδικου δικαστηρίου ― Επέμβαση του εφετείου είναι δυνατή μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική και δε δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή όταν τα συμπεράσματά του είναι, εξ αντικειμένου, παράλογα ή αυθαίρετα ― Ετυμηγορία σε σχέση με αντιφάσεις στη μαρτυρία μπορεί να ανατραπεί, όταν αυτές είναι ουσιώδεις και πλήττουν καίρια την αξιοπιστία του μάρτυρα, ή φανερώνουν διάθεσή του να παραποιήσει την αλήθεια.

[*540]Η εφεσείουσα/ενάγουσα επιδίωξε πρωτοδίκως την έκδοση αναγνωριστικής απόφασης με την οποία να αποφασιζόταν η ύπαρξη σε συμφωνία που συνήψε με την εφεσίβλητη εταιρεία, ρητού και/ή εξυπακουόμενου και/ή σιωπηρού όρου για πληρωμή από την τελευταία ποσού Λ.Κ.350.000,00, εάν συγκεκριμένες μετοχές δεν εισάγονταν εντός ευλόγου χρόνου στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου - (το «Χ.Α.Κ.»). Ζήτησε επίσης διαζευκτικά, αποζημιώσεις, λόγω ψευδών παραστάσεων και/ή δυνάμει των αρχών του αδικαιολόγητου πλουτισμού.

Η σχετική αγωγή απορρίφθηκε, με αποτέλεσμα την καταχώριση  έφεσης.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε, ως περισσότερο λογική και φυσική, τη μαρτυρία του Μ.Υ.1, ο οποίος αρνείτο ότι είχε οποιαδήποτε ανάμειξη στις διαπραγματεύσεις που οδήγησαν στη συμφωνία ή ότι έδωσε οποιεσδήποτε διαβεβαιώσεις. Ανεξάρτητα, όμως, από την αποδοχή της μαρτυρίας του, το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι αυτός, όντας, απλά, μέτοχος και διευθύνων σύμβουλος των MGK και Autoland, δεν μπορούσε, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, να δεσμεύει την εφεσίβλητη εταιρεία.

Περαιτέρω, απέρριψε και τη θέση της εφεσείουσας ότι η συμπερίληψη εξυπακουόμενου όρου στην επίδικη συμφωνία για καταβολή του ποσού των Λ.Κ.350.000,00 και επιστροφή των μετοχών, σε περίπτωση που αυτές δεν εισάγονταν στο Χ.Α.Κ. εντός ευλόγου χρόνου, ήταν απαραίτητη, για να έχει αυτή υπόσταση, δεδομένου ότι αφορούσε σε κατασκευαστικό συμβόλαιο και, συνεπώς, η ίδια δε θα είχε λόγο να την συνάψει εάν το αντάλλαγμα θα ήταν μετοχές που δε θα εισάγονταν στο Χ.Α.Κ., ώστε να μπορούσε να τις ρευστοποιήσει άμεσα.

Σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο, ο όρος της συμφωνίας που αφορούσε στο αντάλλαγμα ήταν τόσο σαφής, που δεν άφηνε περιθώριο εφαρμογής εξυπακουόμενου όρου, όπως αξιωνόταν. Απέρριψε δε και τη διαζευκτική αξίωση για αποζημιώσεις λόγω ψευδών παραστάσεων.

Με την έφεση αμφισβητήθηκαν όλες οι πρωτόδικες διαπιστώσεις ως εσφαλμένες. Ο συνήγορός της εφεσείουσας με αναφορά σε αποσπάσματα της μαρτυρίας τόσο του Μ.Ε.1 όσο και του Μ.Υ.1, υποστήριξε το εσφαλμένο της προσέγγισης του Δικαστηρίου στο ζήτημα της αξιοπιστίας.

[*541]Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε τη μαρτυρία ασχολήθηκε με κάθε ισχυρισμό της εφεσείουσας και τον εξέτασε υπό το φως των παραδεκτών γεγονότων και του συνόλου της μαρτυρίας. Εξήγησε δε με λεπτομέρεια γιατί δεν αποδέχθηκε τη μαρτυρία του Μ.Ε.1 ως προς τις διαβεβαιώσεις που, κατά τον ίδιο, του δόθηκαν από το Μ.Υ.1, χωρίς να περιοριστεί στις αντιφάσεις που ισχυρίζεται η εφεσείουσα.

2.  Ούτε οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με την ύπαρξη εξυπακουόμενου όρου στη συμφωνία ήταν λανθασμένες.

3.  Εξέταση της συμφωνίας και, ειδικότερα, του όρου 2 αυτής, δε φανέρωνε οποιαδήποτε λανθασμένη ερμηνεία της από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Η συλλογιστική πορεία που αυτό ακολούθησε έθεσε το ζήτημα στα ορθά πλαίσια, μέσα από τα οποία δεν μπορούσε να υπάρξει διαφορετική κατάληξη.

4.  Ο όρος της συμφωνίας ήταν απόλυτα σαφής, χωρίς ανάγκη συμπλήρωσής του, προς εξαγωγή της πραγματικής πρόθεσης των μερών. Η υπόσταση της συμφωνίας, ως εμπορικής, ήταν σαφής. Δεν απαιτείτο, σε σχέση με το αντάλλαγμα, οποιοσδήποτε εξυπακουόμενος όρος, για να συμπληρωθεί.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Bauer v. Διογένης Ηροδότου & Υιών Λτδ (1994) 1 Α.Α.Δ. 325,

Γιαννή κ.ά. ν. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 340,

Eθνική Τράπεζα ν. Χατζηνέστορος (1989) 1 Α.Α.Δ. (Ε) 204,

Γεωργική Εταιρεία Δ. Γ. ΦΟΥΤΑΣ ν. Εταιρεία Βάσος Έμποροι Γεωργικών Προϊόντων Λτδ (1993) 1 Α.Α.Δ. 168,

Λάμπρου ν. Παράσχου κ.ά. (1993) 1 Α.Α.Δ. 397,

Οικονόμου κ.ά. ν. Ττοφίνη κ.ά. (1993) 1 Α.Α.Δ. 436,

Θεολόγου κ.ά. ν. Κτηματικής Εταιρείας Νέμεσις Λτδ (1998) 1 Α.Α.Δ. 407,

[*542]Τσιαλής ν. Χατζηανδρέου (Τσιαλή) (2000) 1(Α) Α.A.Δ. 1250.

Έφεση.

Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Λιάτσος, Π.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 8872/04), ημερομηνίας 17/9/2009.

Χρ. Χριστοφή, για την Εφεσείουσα.

Θ. Ραφτοπούλου (κα) για Αλ. Ευαγγέλου, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Ε. Παπαδοπούλου.

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Αγωγή της εφεσείουσας - ενάγουσας, με την οποία αυτή αξίωνε διάταγμα και/ή δήλωση και/ή απόφαση του Δικαστηρίου ότι η συμφωνία μεταξύ της και της εφεσίβλητης - εναγομένης 1 ημερομηνίας 18/9/2000, (η «συμφωνία»), περιείχε ρητό και/ή εξυπακουόμενο και/ή σιωπηρό όρο για πληρωμή από την τελευταία ποσού Λ.Κ.350.000,00, εάν συγκεκριμένες μετοχές δεν εισάγονταν εντός ευλόγου χρόνου στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου - (το «Χ.Α.Κ.») - και, διαζευκτικά, αποζημιώσεις, λόγω ψευδών παραστάσεων και/ή δυνάμει των αρχών του αδικαιολόγητου πλουτισμού, απορρίφθηκε, με αποτέλεσμα την καταχώριση της παρούσας έφεσης.

Δικογραφημένη θέση της εφεσείουσας ήταν ότι, τόσο πριν όσο κατά και μετά την υπογραφή της συμφωνίας, ο Ν. Εφραίμ, βασικός μέτοχος και διευθύνων σύμβουλος της Autoland Finance & Investment Ltd, (η "Autoland"), και μέτοχος και διοικητικός σύμβουλος της MGK Estates Co Ltd, (η "MGK"), την διαβεβαίωσε ότι οι τίτλοι των μετοχών της Autoland θα εισάγονταν στο Χ.Α.Κ. εντός ευλόγου χρόνου από την υπογραφή της συμφωνίας και ότι, εάν αυτοί δεν εισάγονταν, η εφεσίβλητη θα της κατέβαλλε το ποσό της αξίας των μετοχών, δηλαδή Λ.Κ.350.000,00 σε μετρητά. Ισχυριζόταν η εφεσείουσα ότι η συμφωνία περιείχε ρητό και/ή εξυπακουόμενο όρο ως οι διαβεβαιώσεις του κ. Εφραίμ. Διαζευκτικά αξίωνε αποζημιώσεις, στη βάση ψευδών παραστάσεων και/ή των αρχών του αδικαιολόγητου πλουτισμού.

Η εφεσίβλητη αρνείτο τους ισχυρισμούς της εφεσείουσας και [*543]ισχυριζόταν ότι η συμφωνία περιλάμβανε εξαντλητικά όλους τους όρους.

Σύμφωνα με τα παραδεκτά γεγονότα, όπως αυτά δηλώθηκαν πρωτοδίκως και καταγράφονται από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου:-

«Η εναγόμενη, κατά ή περί το 2000, ξεκίνησε την ανέγερση συγκροτήματος γραφείων και καταστημάτων (θα αναφέρεται στη συνέχεια ως το έργο), στη γωνία των λεωφόρων 28ης Οκτωβρίου και Γρίβα Διγενή στην Έγκωμη, Λευκωσία. Ιδιοκτήτρια του έργου ήταν η εναγόμενη, η οποία αγόρασε το ακίνητο επί του οποίου ξεκίνησε την ανέγερση του έργου κατά ή περί τις 15.3.1999. Κατά το χρόνο αγοράς του ανωτέρω ακινήτου, όλες οι μετοχές της εναγομένης - πλην μίας - ανήκαν στον Πέτρο Πέτρου (ΜΕ1), ο οποίος ήταν και εκ των Διοικητικών Συμβούλων της. Στις 18.9.2000 η εταιρεία M.G.K. Estates Co Ltd (θα αναφέρεται στη συνέχεια ως M.G.K.), αγόρασε το σύνολο των μετοχών της εναγομένης, ήτοι, τόσο αυτές που ανήκαν στον Πέτρου όσο και την υπόλοιπη μία, η οποία ανήκε στη σύζυγό του.  Έτσι, η M.G.K. κατέστη ο μοναδικός μέτοχος της εναγομένης.  Μέτοχοι και Διοικητικοί Σύμβουλοι της M.G.K. ήταν, πάντα κατά τον ουσιώδη χρόνο, μεταξύ άλλων, οι Νίκος Εφραίμ και Χάρης Θράσου. Την ίδια ημέρα, την 18.9.2000 δηλαδή και αμέσως μετά την υπογραφή της συμφωνίας για εξαγορά των μετοχών της εναγόμενης από την M.G.K. (Τεκμ. 2Α) η εναγόμενη συνήψε γραπτή συμφωνία με την ενάγουσα (Τεκμ. 6), με βάση την οποία η ενάγουσα αναλάμβανε πλέον την αποπεράτωση και παράδοση του έργου. Τη συμφωνία αυτή υπέγραψε για λογαριασμό της εναγομένης ο Χάρης Θράσου και για την ενάγουσα ο Πέτρος Πέτρου. Ως συμφωνηθέν αντάλλαγμα η εναγόμενη θα κατέβαλλε στην ενάγουσα το ποσό των Λ.Κ.2.200.000, εκ των οποίων ποσό Λ.Κ.1.850.000 θα ήταν πληρωτέο εις μετρητά και το υπόλοιπο των Λ.Κ.350.000 σε 350.000 μετοχές της εταιρείας Autoland Finance & Investment Ltd (η οποία στη συνέχεια θα αναφέρεται ως Autoland), αξίας Λ.Κ.1 έκαστη. Η Autoland ήταν δημόσια εταιρεία η οποία στις 6.12.2000 υπέβαλε αίτηση για ένταξη στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου. Ένας εκ των μετόχων της ήταν ο Νίκος Εφραίμ, ο οποίος ήταν επίσης μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου και Διευθύνων Σύμβουλός της.  Μέτοχος της Autoland ήταν επίσης η εταιρεία M.G.K. Παρά την υποβολή αίτησης η Autoland ουδέποτε εισήχθηκε στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου.»

[*544]Πρωτοδίκως, οι θέσεις της κάθε πλευράς υποστηρίχτηκαν με μαρτυρία. Κατέθεσαν: για την εφεσείουσα, ο κύριος μέτοχος και διευθυντής της Π. Πέτρου - Μ.Ε.1 - και, για την εφεσίβλητη, ο Ν. Εφραίμ - Μ.Υ.1.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, απορρίπτοντας ως αναξιόπιστη τη μαρτυρία του Π. Πέτρου, ανέφερε τα εξής:-

«Εύκολα προκύπτει από την ίδια τη μαρτυρία του Μ.Ε.1 ότι ο ίδιος θεωρούσε την παροχή εξασφάλισης της εισαγωγής των τίτλων της Autoland στο ΧΑΚ και αν αυτό δεν γινόταν, της καταβολής σε μετρητά Λ.Κ.350.000, εκ των ων ουκ άνευ. Σε σημείο μάλιστα ώστε να τονίζει εμφαντικά πως χωρίς την ικανοποίηση αυτού του όρου δεν θα προχωρούσε στην ανάληψη και περάτωση του έργου, καθότι θα ήταν εκτεθειμένος οικονομικά αν το έπραττε. Υπό το φως αυτών των δεδομένων όχι μόνο λογικό, αλλά και μοναδική διέξοδος θα ήταν να εξασφαλίσει την αξίωση του αυτή με εμμονή του να δοθεί σχετική γραπτή εγγύηση της ικανοποίησης του. Ανάλογα δε να τεθεί σχετικός όρος στην μεταξύ των συμβαλλομένων μερών συμφωνία. Πολύ, δε, περισσότερο αν ληφθεί υπόψη ότι τέτοια προσέγγιση είχε σε προηγούμενο χρόνο ο Μ.Ε.1, όταν ενεργούσε προσωπικά και εκ μέρους της εναγόμενης κατά τη σύναψη συμφωνίας με τρίτο πρόσωπο, το τεκμ. 2. Η ανάγκη που υπήρχε για παροχή ικανοποιητικών εξασφαλίσεων στερεί κάθε πειστικότητας των θέσεων του Μ.Ε.1 ότι αρκέστηκε απλά σε διαβεβαιώσεις που του δόθηκαν από τον Εφραίμ.

Δεν είναι όμως μόνο τα ανωτέρω που εκθεμελιώνουν τους ισχυρισμούς του μάρτυρα της ενάγουσας. Είναι και η ίδια η ποιότητα της μαρτυρίας του επί του συγκεκριμένου, κομβικού, θέματος. Η αοριστία, δηλαδή, με την οποία απαντούσε και η αδυναμία του να καθορίσει με ικανοποιητική λεπτομέρεια και σαφήνεια τόσο τις συνθήκες κάτω από τις οποίες δόθησαν οι ισχυριζόμενες διαβεβαιώσεις, όσο και το ίδιο το περιεχόμενο τους. Άφηνε, αρχικά, να αιωρείται ότι δόθηκαν σε διάφορα χρονικά διαστήματα, τόσον πριν όσο και κατά και μετά την υπογραφή της συμφωνίας, χωρίς να είναι σε θέση να καθορίσει ποια πρόσωπα ήταν παρόντα σε κάθε περίπτωση. Τελικά περιορίστηκε η πλευρά της ενάγουσας στο χρόνο υπογραφής της συμφωνίας, ήτοι την 18.9.2000. Αλλά και ως προς το ίδιο το περιεχόμενο των ισχυριζόμενων διαβεβαιώσεων η μαρτυρία του Μ.Ε.1 αυτοαναιρείται. Όπως ήδη κατέγραψα, αυτολεξεί, κατά την παράθεση της μαρτυρίας του Μ.Ε.1, στα αρχικά στάδια της [*545]αντεξέτασης του έθετε ότι ο Εφραίμ κατά την ημέρα υπογραφής της συμφωνίας του ανέφερε πως σε περίπτωση μη εισαγωγής της Autoland στο ΧΑΚ: ‘θα μας δώσεις τις μετοχές πίσω και θα σου δώσουμε τα χρήματα’. Στο τελικό όμως στάδιο της αντεξέτασης του διαμόρφωσε τα πιο πάνω καταθέτοντας ότι κατά την ημέρα υπογραφής της συμφωνίας ο Εφραίμ ανέφερε στο λογιστή του (του Μ.Ε.1): ‘όποτε θέλετε θα σας τα επιστρέψω (τα χρήματα) εγώ πίσω’.»

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε, ως περισσότερο λογική και φυσική, τη μαρτυρία του Μ.Υ.1, ο οποίος αρνείτο ότι είχε οποιαδήποτε ανάμειξη στις διαπραγματεύσεις που οδήγησαν στη συμφωνία ή ότι έδωσε οποιεσδήποτε διαβεβαιώσεις, ως ο ισχυρισμός του Μ.Ε.1. Ανεξάρτητα, όμως, από την αποδοχή της μαρτυρίας του, θεώρησε ότι αυτός, όντας, απλά, μέτοχος και διευθύνων σύμβουλος των MGK και Autoland, δεν μπορούσε, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, να δεσμεύει την εφεσίβλητη.

Περαιτέρω, απέρριψε και τη θέση της εφεσείουσας ότι η συμπερίληψη εξυπακουόμενου όρου στη συμφωνία για καταβολή του ποσού των Λ.Κ.350.000,00 και επιστροφή των μετοχών, σε περίπτωση που αυτές δεν εισάγονταν στο Χ.Α.Κ. εντός ευλόγου χρόνου, ήταν απαραίτητη, για να έχει αυτή υπόσταση, δεδομένου ότι αφορούσε σε κατασκευαστικό συμβόλαιο και, συνεπώς, η ίδια δε θα είχε λόγο να την συνάψει εάν το αντάλλαγμα θα ήταν μετοχές που δε θα εισάγονταν στο Χ.Α.Κ., ώστε να μπορεί να τις ρευστοποιήσει άμεσα.

Με αναφορά στην Bauer v. Διογ. Ηροδότου & Υιών Λτδ (1994) 1 Α.Α.Δ. 325, στην οποία λέχθηκε ότι: «Δικαιολογείται η συμπερίληψη όρου σε συμφωνία, ως εξυπακουομένου, εφόσον η αναγκαιότητα είναι τέτοια για την πρόσδοση εμπορικής υπόστασης στη συμφωνία ώστε με βεβαιότητα να μπορεί να λεχθεί ότι οι συμβαλλόμενοι, αν είχαν ερωτηθεί, αναντίλεκτα θα έλεγαν ότι ο όρος συνιστούσε μέρος της συμφωνίας.» - (σελ. 333) - έκρινε ότι δεν εντοπίζεται εξυπακουόμενη συμφωνία, τόσο εμφανής και αναγκαία, που να μη χρειαζόταν να λεχθεί.  Ο όρος της συμφωνίας που αφορά στο αντάλλαγμα ήταν τόσο σαφής, κατέληξε, που δεν άφηνε περιθώριο εφαρμογής εξυπακουόμενου όρου, όπως αξιωνόταν. Η αξία των μετοχών που αποτελούσαν μέρος του ανταλλάγματος προσδιοριζόταν με σαφήνεια, χωρίς δυνατότητα να απαντηθεί το ερώτημα, όπως το έθετε η εφεσείουσα, δηλαδή, τι θα γινόταν με τις £350.000,00, σε περίπτωση που οι τίτλοι των μετοχών της Autoland δεν εισάγονταν στο Χ.Α.Κ.

[*546]Η διαζευκτική αξίωση για αποζημιώσεις λόγω ψευδών παραστάσεων, κατέληξε ότι, και αν ακόμη η κρίση του σε σχέση με αυτήν ήταν διαφορετική, δε θα μπορούσε να επιτύχει, ελλείψει οποιασδήποτε μαρτυρίας σε σχέση με την ισχυριζόμενη απώλεια ή ζημιά.

Κατά την εφεσείουσα, όλες οι πρωτόδικες διαπιστώσεις είναι εσφαλμένες. Ο συνήγορός της, με αναφορά σε αποσπάσματα της μαρτυρίας τόσο του Μ.Ε.1 όσο και του Μ.Υ.1, υποστήριξε το εσφαλμένο της προσέγγισης του Δικαστηρίου στο ζήτημα της αξιοπιστίας. Από το σύνολο της μαρτυρίας, ισχυρίστηκε, προέκυπταν οι διαβεβαιώσεις για εισαγωγή των μετοχών της Autoland στο Χ.Α.Κ. και, σε περίπτωση μη εισαγωγής τους, η καταβολή του ποσού. Η απόρριψη της μαρτυρίας του Μ.Ε.1, στη βάση του ότι δεν ήταν λογικό αυτός, εφόσον θεωρούσε σημαντική την παροχή εξασφάλισης της εισαγωγής των τίτλων της Autoland στο Χ.Α.Κ., να μη ζητήσει να δοθεί γι’ αυτή γραπτή εγγύηση, είναι λανθασμένη.  Ό,τι είναι «λογικό», υπέβαλε, δεν είναι και «εφικτό». Αναφερόμενος στις περιστάσεις που επικρατούσαν και προέκυπταν μέσα από το σύνολο της μαρτυρίας, υποστήριξε ότι ο μάρτυρας δικαιολογημένα δε ζήτησε τη σχετική εγγύηση. Υπέβαλε, επίσης, ότι τα σημεία στα οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο στηρίχτηκε για απόρριψη της μαρτυρίας του δεν είναι ουσιώδη. Πρόκειται για δύο αντιφάσεις, οι οποίες, όμως, δεν είναι ουσιαστικές, αφού η ουσία και των δύο απαντήσεων που δόθηκαν από το μάρτυρα ήταν η ίδια, δηλαδή η επιστροφή των μετοχών και η καταβολή της αξίας τους. Η διαφορετικότητα στη διατύπωση των απαντήσεων δε συνιστά αντίφαση.  Μας παρέπεμψε, επίσης, σε σημεία της μαρτυρίας του Μ.Υ.1, με σκοπό να καταδείξει, αφενός, ότι ο μάρτυρας δεν έλεγε την αλήθεια και, αφετέρου, ότι, σημαντικά σημεία, όπως η συνάντηση του ιδίου, του Μ.Ε.1 και του Α. Τσιολή, λογιστή της εφεσείουσας, μάρτυρα στην επίδικη συμφωνία, υποστήριζαν τη μαρτυρία του Μ.Ε.1.

Η κρίση της αξιοπιστίας των μαρτύρων και η διακρίβωση των γεγονότων είναι, πρωτίστως, έργο του πρωτόδικου δικαστηρίου, το οποίο, παρακολουθώντας τους μάρτυρες να καταθέτουν στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, βρίσκεται σε καλύτερη θέση να το πράξει από ό,τι το εφετείο, στη βάση μόνο του γραπτού λόγου.  Επέμβαση του εφετείου είναι δυνατή μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική και δε δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή όταν τα συμπεράσματά του είναι, εξ αντικειμένου, παράλογα ή αυθαίρετα. Ετυμηγορία σε σχέση με αντιφάσεις στη μαρ[*547]τυρία μπορεί να ανατραπεί, όταν αυτές είναι ουσιώδεις και πλήττουν καίρια την αξιοπιστία του μάρτυρα, ή φανερώνουν διάθεσή του να παραποιήσει την αλήθεια - (βλ. Γιαννή κ.ά. ν. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 340).

Έχουμε εξετάσει όλα όσα, σύμφωνα με το συνήγορο της εφεσείουσας, πλήττουν τις πρωτόδικες διαπιστώσεις ως προς την αξιοπιστία, χωρίς, όμως, να εντοπίσουμε οποιοδήποτε σφάλμα στον τρόπο με τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε τη μαρτυρία. Προτού αυτό καταλήξει, ασχολήθηκε με κάθε ισχυρισμό της εφεσείουσας και τον εξέτασε υπό το φως των παραδεκτών γεγονότων και του συνόλου της μαρτυρίας. Εξήγησε δε με λεπτομέρεια γιατί δεν αποδέχεται τη μαρτυρία του Μ.Ε.1 ως προς τις διαβεβαιώσεις που, κατά τον ίδιο, του δόθηκαν από το Μ.Υ.1, χωρίς να περιοριστεί στις αντιφάσεις που ισχυρίζεται η εφεσείουσα.

Ούτε οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με την ύπαρξη εξυπακουόμενου όρου στη συμφωνία βρίσκουμε να είναι λανθασμένες.  Η ύπαρξη εξυπακουόμενου όρου σε συμφωνία διαπιστώνεται από το δικαστήριο, το οποίο, μέσα από το λεκτικό της, αναζητεί τις προθέσεις των συμβαλλομένων. Κριτήριο για τα όσα διατυπώνονται σ’ αυτήν είναι η έννοια την οποία μεταδίδει το κείμενό της στο μέσο λογικό άνθρωπο - (βλ. Εθνική Τράπεζα ν. Χατζηνέστορος (1989) 1 Α.Α.Δ. (Ε) 204· Γεωργ. Ετ. Φούτας ν. Εταιρεία Βάσος  Λτδ. (1993) 1 Α.Α.Δ. 168· Λάμπρου ν. Παράσχου κ.ά. (1993) 1 Α.Α.Δ. 397 και Οικονόμου κ.ά. ν. Ττοφίνη κ.ά. (1993) 1 Α.Α.Δ. 436). Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στη Θεολόγου κ.ά. ν. Κτηματικής Ετ. Νέμεσις Λτδ (1998) 1 Α.Α.Δ. 407:- (σελ. 413)

«..., συνεχής είναι η τάση προς εναρμόνιση των αρχών ερμηνείας των συμβάσεων με τα κρατούντα στην καθημερινή ζωή.  Το κριτήριο είναι η έννοια την οποία μεταδίδει το κείμενο της συμφωνίας στο μέσο λογικό άνθρωπο. Για το σκοπό αυτό μπορεί να εμπλουτισθεί η γνώση με την αποκάλυψη του υπόβαθρου της συμφωνίας, εξαιρουμένων πάντοτε των διαπραγματεύσεων, καθώς και μονομερών δηλώσεων και υποκειμενικών προθέσεων των συμβαλλομένων.»

Στην Τσιαλής ν. Χατζηανδρέου (Τσιαλή) (2000) 1 Α.Α.Δ. 1250, σε σχέση με τον εξυπακουόμενο όρο, αναφέρεται ότι:- (σελ. 1258-1259)

«Η διακρίβωση εξυπακουόμενου όρου ως θέμα ερμηνείας της συμφωνίας είναι παλαιόθεν γνώρισμα του έργου του δικαστηρίου, εδραζόμενη στην αναγνώριση ότι τα μέρη δεν διατυπώνουν πάντοτε ρητά στη γραπτή τους συμφωνία παρά μόνο τα βασικά της στοιχεία, αφήνοντας άλλα να προκύπτουν έστω και αν δεν ελέχθησαν. Η διακρίβωση εξυπακουόμενου όρου αποδίδεται στην ανάγκη να δοθεί αποτελεσματικότητα και πληρότητα στη συμφωνία, εκφράζοντας εκείνο που, αν και δεν ελέχθη, αντιπροσωπεύει την εμφανή και αναγκαία πρόθεση των μερών.  Η κλασσική διατύπωση της αρχής προέρχεται από τον Bowen L.J., στην υπόθεση The Moorcock [1889] 14 P.D. 64, στη σ. 68:»

Εξέταση της συμφωνίας και, ειδικότερα, του όρου 2* αυτής, δε φανερώνει οποιαδήποτε λανθασμένη ερμηνεία της από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Η συλλογιστική πορεία που αυτό ακολούθησε έθεσε το ζήτημα στα ορθά πλαίσια, μέσα από τα οποία δεν μπορούσε να υπάρξει διαφορετική κατάληξη. Ο όρος της συμφωνίας ήταν απόλυτα σαφής, χωρίς ανάγκη συμπλήρωσής του, προς εξαγωγή της πραγματικής πρόθεσης των μερών. Η υπόσταση της συμφωνίας, ως εμπορικής, ήταν σαφής.  Δεν απαιτείτο, σε σχέση με το αντάλλαγμα, οποιοσδήποτε εξυπακουόμενος όρος, για να συμπληρωθεί.

Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο