Αποστόλου Μάριος και άλλη ν. Ροδούλας Ιωάννου και άλλου (2012) 1 ΑΑΔ 604

(2012) 1 ΑΑΔ 604

[*604]3 Απριλίου, 2012

[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]

(Έφεση Αρ. 20/2010)

(Σχ. με 21/2010)

ΜΑΡΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ,

Εφεσείων-Καθ’ ου η αίτηση,

v.

ΡΟΔΟΥΛΑΣ ΙΩΑΝΝΟΥ,

Εφεσίβλητης-Αιτήτριας.

 

(Έφεση Αρ. 21/2010)

(Σχ. με 20/2010)

ΡΟΔΟΥΛΑ ΙΩΑΝΝΟΥ,

Εφεσείουσα-Αιτήτρια,

v.

ΜΑΡΙΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ,

Εφεσιβλήτου-Καθ’ ου η αίτηση.

(Εφέσεις Αρ. 20/2010, 21/2010)

 

Οικογενειακό Δίκαιο ― Περιουσιακές  Διαφορές ― Επικύρωση ενδιάμεσης απόφασης Οικογενειακού Δικαστηρίου με την οποία οριστικοποιήθηκε προσωρινό διάταγμα ― Κατά πόσον ήταν απαραίτητη η λήψη μαρτυρίας σχετικά με εκτιμήσεις αξιών ακίνητης και κινητής περιουσίας και η επακριβής παράθεση λεπτομερών στοιχείων που αφορούσαν επιβαρύνσεις επί ακινήτων και ύψος δανείων.

Οικογενειακό Δίκαιο ― Περιουσιακές Διαφορές ― Ποια η έκταση και η εμβέλεια της δικαστικής δυνατότητας όπως προβαίνει σε έκδοση διαταγής η οποία να στρέφεται ευθέως εναντίον περιουσιακών στοιχεί[*605]ων εταιρείας, η οποία ανήκει ή ελέγχεται από ένα εκ των συζύγων ― Ποιοι περιορισμοί υπάρχουν.

Οικογενειακό Δίκαιο ― Περιουσιακές Διαφορές ― Άρση εταιρικού πέπλου εταιρείας συζύγου ― Για να καταστεί δυνατή η άρση του εταιρικού πέπλου θα πρέπει να αποκαλύπτεται κάποια επιλήψιμη ενέργεια που να συνδέεται με χρησιμοποίηση της εταιρικής δομής ως εικονικής (sham) προς απόκρυψη αδικοπραγίας ― Εκδίδονται, μόνο στις περιπτώσεις όπου: (i) ο σύζυγος είναι ο ιδιοκτήτης και ο ασκών τον έλεγχο της εταιρείας, και (ii) δεν υπάρχουν συγκρουόμενα συμφέροντα τρίτων προσώπων ― Μπορεί να γίνει δεκτή σε περιπτώσεις όπου τα υπό αναφορά περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας αποτελούνται, π.χ. από τη συζυγική κατοικία ή άλλη περιουσία η οποία κατέχεται για σκοπούς άλλους από εκείνους οι οποίοι σχετίζονται με συνήθεις επιχειρησιακούς σκοπούς.

Αποφάσεις και προσωρινά διατάγματα ― Επείγον ― Δεν είναι αναγκαία η προσαγωγή μαρτυρίας από τον αιτητή για πραγματική πρόθεση του εναγομένου για αποξένωση ή επιβάρυνση ― Εκείνο που μετρά είναι η πιθανή επίδραση που θα έχει η αποξένωση ή η επιβάρυνση, εφόσον γίνουν, στην ικανοποίηση της δικαστικής απόφασης που ενδεχομένως θα εκδοθεί.

Η αιτήτρια κατόπιν αίτησης της στο Οικογενειακό Δικαστήριο εξασφάλισε προσωρινό διάταγμα με το οποίο απαγορευόταν στον καθ’ ου η αίτηση από του να προβεί σε συγκεκριμένες ενέργειες αναφορικά με περιουσία την οποία κατείχε υπό μορφή ακινήτων, υπό την ιδιότητά του ως μετόχου ή διευθυντή εταιρειών. Το διάταγμα εκτεινόταν και σε ζητήματα σχετικά με την επίπλωση και εξοπλισμό της συζυγικής οικίας των διαδίκων ως επίσης με αυτό, επιτρεπόταν στην αιτήτρια να συνεχίσει να κατέχει ένα αυτοκίνητο.

Ο Καθ’ ου η Αίτηση καταχώρησε ένσταση και  με ενδιάμεση απόφασή του το Οικογενειακό Δικαστήριο κατέστησε οριστικό το εκδοθέν διάταγμα αφού, για τους λόγους που εξήγησε στην απόφασή του, περιόρισε την έκτασή του ως προς κάποια από τα περιουσιακά στοιχεία τα οποία κάλυπτε το διάταγμα, όπως αυτό είχε εκδοθεί μονομερώς.

Με την έφεση 20/2010 ο καθ’ου η Αίτηση αμφισβήτησε την εν λόγω ενδιάμεση απόφαση.

Με την Έφεση αρ. 21/2010, η εφεσείουσα-αιτήτρια προσέβαλε ως εσφαλμένη την ίδια ενδιάμεση απόφαση ως προς το μέρος της με το οποίο ακυρώθηκε η προαναφερθείσα απαγόρευση εναντίον του καθ’ [*606]ου η αίτηση για τη διενέργεια ορισμένων πράξεων αναφορικά με ακίνητη περιουσία.

Οι δύο εφέσεις συνεκδικάστηκαν.

Η Έφεση αρ. 20/2010.

Λόγος Έφεσης αρ. 1.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε δεόντως το γεγονός της μη αποκάλυψης ουσιωδών στοιχείων και “δεν ασχολήθηκε καθόλου με το θέμα”.

Αποφασίστηκε ότι:

Μεταξύ άλλων το Δικαστήριο, και πολύ ορθά, επεσήμανε ότι ο ισχυρισμός περί απόκρυψης θα πρέπει να εξειδικεύεται από εκείνον που τον εγείρει και όχι να προβάλλεται ως πανάκεια σε κάθε περίπτωση. Συμπέρανε δε το Δικαστήριο ότι, ενόψει και της ακύρωσης μέρους του επίδικου διατάγματος, δε διαπίστωνε οποιαδήποτε απόκρυψη ουσιώδους γεγονότος εκ μέρους της εφεσίβλητης.

Δε υπήρχε οποιοδήποτε σφάλμα στην προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

Με δεδομένη την ακύρωση του διατάγματος ως προς το σύνολο σχεδόν των περιουσιακών στοιχείων επί ακίνητης ιδιοκτησίας εταιρειών στις οποίες ο εφεσείων είναι μέτοχος και διευθυντής, κατόπιν διακρίβωσης από το Δικαστήριο ότι νομικά δεν ευσταθούσε διατήρηση σε ισχύ του διατάγματος σε σχέση με αυτά, το όλο εγχείρημα της κατ’ ισχυρισμό μη αποκάλυψης ουσιωδών στοιχείων ως προς αυτά κατέστη θέμα ακαδημαϊκό.

Αναφορικά με άλλα ζητήματα για τα οποία ο εφεσείων παραπονείτο ότι δεν αποκαλύφθησαν, στο πλαίσιο της ενδιάμεσης εκείνης διαδικασίας δεν απαιτείτο η λήψη μαρτυρίας με εκτιμήσεις αξιών ακίνητης και κινητής περιουσίας, η επακριβής παράθεση λεπτομερών στοιχείων που αφορούσαν επιβαρύνσεις επί ακινήτων, ύψος δανείων κλπ. Όλα αυτά αναμένετο να απασχολήσουν στο πλαίσιο εκδίκασης της κυρίως Αίτησης.

Λόγος έφεσης αρ. 2.

Λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι καταδεικνυό[*607]ταν στην υπό εξέταση περίπτωση το κατεπείγον της αιτούμενης θεραπείας.

Αποφασίστηκε ότι:

Ο εφεσείων με την έφεσή του προσέβαλλε την ορθότητα της ενδιάμεσης απόφασης με την οποία το προηγουμένως εκδοθέν μονομερώς προσωρινό διάταγμα κατέστη απόλυτο, όπως διαφοροποιήθηκε. Με αυτή την έννοια δε νοείτο όπως εγείρει κατ’ έφεση θέμα ως προς την ύπαρξη ή όχι του στοιχείου του κατεπείγοντος.

Το στοιχείο του επείγοντος από πλευράς χρονικής τοποθέτησης, δεν ο μόνος παράγων που μπορεί να επιδράσει θετικά στο Δικαστήριο για την έκδοση μονομερούς διατάγματος. Το Άρθρο 9 του Κεφ. 6 ρητά αναφέρει ότι η εξουσία του Δικαστηρίου ενεργοποιείται όταν αποδειχθεί είτε το στοιχείο του κατεπείγοντος ή οποιαδήποτε άλλη ιδιαίτερη περίσταση.

Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθούσε.

Λόγος έφεσης αρ. 3.

Εσφαλμένα εκρίθη ότι ικανοποιείτο μέσω της υποβληθείσας αίτησης, η τρίτη προϋπόθεση του Άρθρου 32(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου, με την έννοια ότι η δεσμευθείσα περιουσία του εφεσείοντα ήταν αρκετή για να διασφαλιστεί τυχόν απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης.

Αποφασίστηκε ότι:

Εκείνο που έπρεπε να υπομνησθεί ξανά ήταν η πραγματική φύση της υπό εξέτασης ενδιάμεσης διαδικασίας. Με αυτή δεν κρίνονταν τελικά και ουσιαστικά δικαιώματα των διαδίκων έτσι ώστε με αυστηρούς κανόνες απόδειξης να αξιολογείτο η εκατέρωθεν προσκομισθείσα μαρτυρία, να εξάγονταν τελικά ευρήματα και να κατανέμονταν δικαιώματα και υποχρεώσεις.

Για τους σκοπούς του διατάγματος όπως αυτό τελικά διαμορφώθηκε, η πραγματική αξία της περιουσίας δεν ενείχε ιδιαίτερη σημασία.

Λόγος έφεσης αρ. 4.

Η κατ’ ισχυρισμό καθυστέρηση της επίδοσης του διατάγματος στον ίδιο. Το διάταγμα εκδόθηκε μονομερώς στις 22.10.2009, συντά[*608]χθηκε στις 26.10.2009 και του επιδόθηκε στις 27.11.2009.

Αποφασίστηκε ότι:

Τα στοιχεία τα οποία παρέθεσε ο εφεσείων ήταν ανακριβή. Τα στοιχεία δεν μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν τον ισχυρισμό ότι το Διάταγμα κατέστη επιστρεπτέο σε υπέρμετρο χρονικό διάστημα.

Λόγος έφεσης αρ. 5.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και/ή καθ’ υπέρβαση εξουσίας ή δικαιοδοσίας, δέσμευσε γενικά και αόριστα περιουσία του εφεσείοντα που δεν μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο της διαδικασίας.

Αποφασίστηκε ότι:

Ως προς τη δέσμευση του αυτοκινήτου, ο εφεσείων σε καμιά νομική αρχή παρέπεμψε σύμφωνα με την οποία το Δικαστήριο δεν μπορούσε να διατάξει τη διατήρηση της κατάστασης πραγμάτων (status quo) που υφίστατο.

Ως προς τον εξοπλισμό και επίπλωση της κατοικίας, ιδιαίτερη σημασία έπρεπε να δοθεί στο ότι πέραν της γενικής αναφορά στο διάταγμα περί επίπλωσης και εξοπλισμού, γινόταν ειδική αναφορά στα έργα τέχνης τα οποία βρίσκονται εντός αυτής, όπως αυτά περιγράφονται σε κατάλογο ασφαλιστικής εταιρείας τον οποίο η εφεσίβλητη είχε παρουσιάσει στο Δικαστήριο.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Η Έφεση αρ. 21/2010.

Η εφεσείουσα, υποστήριξε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα τερμάτισε την ισχύ του διατάγματος που είχε εκδώσει μονομερώς, αναφορικά συγκεκριμένα ακίνητα τα οποία ήταν εγγεγραμμένα σε εταιρείες των οποίων αποκλειστικός μέτοχος και διευθυντής ήταν ο εφεσίβλητος.

Αποφασίστηκε ότι:

Στην πρωτόδικη ενδιάμεση απόφασή του, το Δικαστήριο επικαλέστηκε νομολογία σύμφωνα με την οποία σε περιουσιακή διαφορά δυνάμει του Νόμου 232/1991, αγώγιμο δικαίωμα υφίσταται μόνο μετα[*609]ξύ των συζύγων και το Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να επιλαμβάνεται διαφοράς μεταξύ συζύγου και εταιρείας.

Συνήθης περίπτωση κατά την οποία τα Αγγλικά Δικαστήρια αίρουν την προστασία του εταιρικού πέπλου είναι εκεί όπου η εταιρεία χρησιμοποιείται από τον ελέγχοντα την εταιρεία, απλά ως ένα τεχνητό μέσο, μια ασπίδα προς αποφυγή προϋπαρχουσών υποχρεώσεων.

Στην παρούσα υπόθεση η εταιρεία είχε συσταθεί για καλό σκοπό και διεξήγαγε επιχείρηση για χρόνια και η κατάρρευση του γάμου δεν μπορούσε από μόνη της να μετατρέψει την εταιρεία σε εικονική ή προκάλυμμα.

Οι Εφέσεις απορρίφθηκαν χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Κασπαρή κ.ά. ν. Ανδρέου (2004) 1(Β) Α.Α.Δ. 784,

Κυρίσαββα κ.ά. ν. Κύζη (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 1244,

C. Phasarias (Automotive Centre) Limited v. Σκυροποιία “Λεωνίκ” Λίμιτεδ (2001) 1 Α.Α.Δ. 785,

Ανδρέου ν. Κυριάκου κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 896,

Φιλίππου ν. Φιλίππου (2003) 1 Α.Α.Δ. 1343,

Green v. Green [1993] F.L.R. 326,

Nicholas v. Nicholas [1988] F.L.R. 285,

Mubarak v. Mubarak [2001] 1 F.L.R. 673,

Salomon v. Salomon & Co [1897] AC22,

Trustor AB v. Smallborne a.o. (No.2) [2001] J 1 W.L.R. 1177,

Hashem v. Shayif a.o. [2008] EWHC 2380.

Εφέσεις.

Εφέσεις από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Οι[*610]κογενειακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Κωνσταντίνου, Δικ. Οικ. Δικ.), (Αίτηση Αρ. 36/09), ημερομηνίας 18/5/2010.

Αλ. Κουκούνης, για τον Εφεσείοντα, στην Έφεση Αρ. 20/2010 και για τον Εφεσίβλητο στην Έφεση Αρ. 21/2010.

Λ. Βραχίμης, για την Εφεσίβλητη,στην Έφεση Αρ. 20/2010 και για την Εφεσείουσα, στην Έφεση Αρ. 21/2010.

Cur. adv. vult.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Κληρίδης, Δ.

ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Στο πλαίσιο αίτησης Ρύθμισης Περιουσιακών Διαφορών, η αιτήτρια, Ροδούλα Ιωάννου, αποτάθηκε μονομερώς στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού και εξασφάλισε στις 23.10.2009 την έκδοση προσωρινού απαγορευτικού διατάγματος με το οποίο απαγορευόταν στον καθ’ ου η αίτηση Μάριο Αποστόλου από του να προβεί σε συγκεκριμένες ενέργειες αναφορικά με περιουσία την οποία κατέχει υπό μορφή ακινήτων, υπό την ιδιότητά του ως μετόχου ή διευθυντή εταιρειών, ως προς την επίπλωση και εξοπλισμό της συζυγικής οικίας των διαδίκων κλπ. και με το οποίο διάταγμα επιτρεπόταν στην αιτήτρια να συνεχίσει να κατέχει ένα αυτοκίνητο.

Μετά την επίδοση της αίτησης και του προσωρινού διατάγματος, ο καθ’ ου η αίτηση καταχώρησε Ένσταση κατά της συνέχισης της ισχύος του εκδοθέντος διατάγματος.

Κατόπιν ακρόασης, το Δικαστήριο, με ενδιάμεση απόφασή του ημερομηνίας 18.5.2010, κατέστησε οριστικό το εκδοθέν διάταγμα αφού, για τους λόγους που εξήγησε στην απόφασή του, περιόρισε την έκτασή του ως προς κάποια από τα περιουσιακά στοιχεία τα οποία κάλυπτε το διάταγμα, όπως αυτό είχε εκδοθεί μονομερώς. Πιο συγκεκριμένα, το Δικαστήριο περιόρισε στο ήμισυ της αξίας της, την περιουσία υπό μορφή μετοχών τις οποίες κατέχει ο καθ’ ου η αίτηση σε 11 εταιρείες και τερμάτισε την ισχύ του διατάγματος αναφορικά με την απαγόρευση στον καθ’ ου η αίτηση ως μετόχου ή διευθυντή δύο Κυπριακών εταιρειών και μιας εγγεγραμμένης στο Jersey από του να πωλήσει, υποθηκεύσει κλπ. συγκεκριμένη ακίνητη περιουσία που είναι εγγεγραμμένη στο όνομα των εταιρειών στην Κύπρο. Τερμάτισε επίσης την ισχύ της απαγόρευσης στον καθ’ ου η αίτηση ως μετόχου ή διευθυντή της εταιρείας [*611]Palatino Developments Ltd από του να πωλήσει, υποθηκεύσει κλπ. εννέα συνολικά ακίνητα.

Εναντίον της ενδιάμεσης απόφασης καταχώρησαν εφέσεις και οι δύο διάδικοι, αιτήτρια και καθ’ ου η αίτηση.

Με την Έφεση αρ. 20/2010 ο εφεσείων-καθ’ ου η αίτηση προσβάλλει ως εσφαλμένη την ενδιάμεση απόφαση ημερομηνίας 18.5.2010, με την οποία οριστικοποιήθηκε το εκδοθέν προσωρινό διάταγμα, όπως περιορίστηκε.

Με την Έφεση αρ. 21/2010, η εφεσείουσα-αιτήτρια προσβάλλει ως εσφαλμένη την ίδια ενδιάμεση απόφαση ως προς το μέρος της με το οποίο ακυρώθηκε η προαναφερθείσα απαγόρευση εναντίον του καθ’ ου η αίτηση για τη διενέργεια ορισμένων πράξεων αναφορικά με ακίνητη περιουσία.

Οι δύο εφέσεις συνεκδικάστηκαν. Θα επιληφθούμε πρώτα της Έφεσης αρ. 20/2010.

Η Έφεση αρ. 20/2010.

Με την έφεσή του ο εφεσείων ήγειρε και προώθησε ενώπιον του Εφετείου πέντε συνολικά λόγους έφεσης, τους οποίους θα εξετάσουμε στη συνέχεια.

Λόγος Έφεσης (Αρ. 1).

Με την Ένστασή του, ο εφεσείων είχε εγείρει πρωτόδικα θέμα ότι η εφεσίβλητη στην αίτησή της είχε αποκρύψει από το Δικαστήριο σημαντικά και ουσιώδη στοιχεία τα οποία, αν υπήρχαν ενώπιον του Δικαστηρίου, θα επιδρούσαν στην κρίση του. Ως τέτοια, ο εφεσείων ανέφερε την παράλειψη της εφεσίβλητης να παραθέσει στοιχεία ως προς την αξία και τα εμπράγματα βάρη με τα οποία βαρύνονται τα ακίνητα και ότι η περιουσία της εταιρείας Palatino Developments Ltd έχει τώρα τεράστιες ζημιές λόγω και της οικονομικής κρίσης, η δε περιουσία της είχε αποκτηθεί με δανεισμούς πέραν των €20.000.000. Ότι ακόμα, τα υπόλοιπα ακίνητα βαρύνονται με πάρα πολλές υποθήκες για δανεισμούς ύψους περίπου €10.000.000.

Κάτω από αυτό το λόγο έφεσης, ο εφεσείων παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε δεόντως το γεγονός της μη αποκάλυψης ουσιωδών στοιχείων και “δεν ασχολήθηκε καθόλου [*612]με το θέμα”. Ότι ακόμα, το Δικαστήριο λανθασμένα συσχέτισε το θέμα τούτο μόνο με τα περιουσιακά στοιχεία που ήσαν αντικείμενο του ακυρωθέντος μέρους του διατάγματος, ενώ το θέμα της απόρριψης “αφορούσε και αφορά το αντικείμενο της κυρίως Αίτησης αλλά και της παρούσας διαδικασίας”.

Πρέπει κατ’ αρχάς να παρατηρήσουμε ότι ο αρχικός ισχυρισμός του εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο “δεν ασχολήθηκε καθόλου με το θέμα” είναι τελείως εσφαλμένος, άδικος και, εν πάση περιπτώσει, αντιφάσκει με τα άλλα παράπονά του που ακολουθούν από τα οποία διαφαίνεται ότι πράγματι ασχολήθηκε με αυτό το θέμα το Δικαστήριο.

Στην ενδιάμεση απόφασή του, το Δικαστήριο στη σελίδα 3 ρητά παραθέτει τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα ως προς τη μη αποκάλυψη. Ακολούθως, μετά την αναλυτική εξέταση άλλων λόγων Ένστασης επί της ουσίας, ως αποτέλεσμα της οποίας κατέληξε στο ότι ένα μεγάλο μέρος του διατάγματος θα έπρεπε να ακυρωθεί και ένα άλλο μέρος να περιοριστεί, το Δικαστήριο στη σελίδα 7 της απόφασής του παρατήρησε ότι, ενόψει της κατάληξής του αυτής, ο ισχυρισμός για απόκρυψη ουσιωδών γεγονότων περιορίζεται στο μέρος του διατάγματος που παραμένει για εξέταση. Επισήμανε ακολούθως το Δικαστήριο, και πολύ ορθά, ότι ο ισχυρισμός περί απόκρυψης θα πρέπει να εξειδικεύεται από εκείνον που το εγείρει και όχι να προβάλλεται ως πανάκεια σε κάθε περίπτωση. Συμπέρανε δε το Δικαστήριο ότι, ενόψει και της ακύρωσης του αναφερθέντος μέρους του επίδικου διατάγματος, δε διαπίστωνε οποιαδήποτε απόκρυψη ουσιώδους γεγονότος εκ μέρους της εφεσίβλητης.

Δε διαπιστώνουμε οποιοδήποτε σφάλμα στην προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

Κατ’ αρχάς, με δεδομένη την ακύρωση του διατάγματος ως προς το σύνολο σχεδόν των περιουσιακών στοιχείων επί ακίνητης ιδιοκτησίας εταιρειών στις οποίες ο εφεσείων είναι μέτοχος και διευθυντής, κατόπιν διακρίβωσης από το Δικαστήριο ότι νομικά δεν ευσταθούσε διατήρηση σε ισχύ του διατάγματος σε σχέση με αυτά, το όλο εγχείρημα της κατ’ ισχυρισμό μη αποκάλυψης ουσιωδών στοιχείων ως προς αυτά κατέστη θέμα ακαδημαϊκό.

Περαιτέρω, ο εφεσείων, ο οποίος ήγειρε το θέμα, δεν παρέθεσε οποιαδήποτε στοιχεία από τα οποία να καταδεικνυόταν η απαιτούμενη γνώση από πλευράς της εφεσίβλητης των εξειδικευμένων [*613]στοιχείων ως προς αξίες, δάνεια, υποθήκες κλπ., θέματα τα οποία μόνο τα λογιστήρια εταιρειών δυνατόν να κατέχουν και στα οποία και ο ίδιος ο εφεσείων με γενικότητα και κατά προσέγγιση αναφέρθηκε.

Το παράπονο του εφεσείοντα ότι τα συγκεκριμένα και κατ’ ισχυρισμό μη αποκαλυφθέντα στοιχεία ήσαν ουσιώδη επειδή αφορούσαν την ουσία της κυρίως Αίτησης, καταδεικνύει εσφαλμένη αντίληψη ως προς το πλαίσιο εκδίκασης και τις παραμέτρους εντός των οποίων θα πρέπει να εξετάζεται μια ενδιάμεση αίτηση για έκδοση απαγορευτικού διατάγματος. Στο πλαίσιο της ενδιάμεσης εκείνης διαδικασίας δεν απαιτείτο η λήψη μαρτυρίας με εκτιμήσεις αξιών ακίνητης και κινητής περιουσίας, η επακριβής παράθεση λεπτομερών στοιχείων που αφορούσαν επιβαρύνσεις επί ακινήτων, ύψος δανείων κλπ. Όλα αυτά αναμένεται να απασχολήσουν στο πλαίσιο εκδίκασης της κυρίως Αίτησης ρύθμισης των περιουσιακών στοιχείων, ενώ άλλα είναι τα απαιτούμενα και οι προϋποθέσεις, όπως και ο βαθμός απόδειξης, στις διαδικασίες έκδοσης παρεμπιπτόντων διαταγμάτων.

Ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

Λόγος έφεσης (Αρ. 2).

Κάτω από αυτό το λόγο έφεσης, ο εφεσείων προβάλλει τη θέση ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι καταδεικνυόταν στην υπό εξέταση περίπτωση το κατεπείγον της αιτούμενης θεραπείας.

Στην ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της αίτησής της, η εφεσίβλητη είχε αναφέρει ότι φοβάται ότι ο εφεσείων σε περίπτωση που ενημερωθεί για την καταχώρηση της Αίτησης και αντιληφθεί τη φύση και έκταση της αξίωσής της, θα κινηθεί για να αποξενώσει τα περιουσιακά στοιχεία που υπάρχουν στο όνομά του, ώστε να την παρεμποδίσει από του να μπορέσει να διεκδικήσει την πολύ σημαντική σε αξία περιουσία στην οποία δικαιούται. Αναφερόταν περαιτέρω η εφεσίβλητη σε εύκολο τρόπο με τον οποίο ο εφεσείων θα μπορούσε να αποξενώσει κινητή και ακίνητη περιουσία και, για αυτούς τους λόγους, θεωρούσε ότι ήταν πολύ σημαντικό να εμποδιστεί μονομερώς το ενδεχόμενο τέτοιας αποξένωσης.

Το Δικαστήριο στην ενδιάμεση απόφασή του, αφού παρέπεμψε σε σχετική νομολογία η οποία συνδέει το θέμα τούτο με την κατάδειξη καλής συζητήσιμης υπόθεσης με ορατές πιθανότητες επιτυ[*614]χίας, προχώρησε και, αφού διακρίβωσε την ικανοποίηση των τριών προϋποθέσεων που τίθενται από το Άρθρο 32(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου, έκρινε ότι ήταν επείγον και εύλογο να διασφαλιστεί μέρος της δεσμευθείσας περιουσίας.

Εκείνο το οποίο θα πρέπει εδώ να επισημανθεί κατ’ αρχάς, είναι το γεγονός ότι ο εφεσείων με την παρούσα έφεσή του προσβάλλει την ορθότητα της ενδιάμεσης απόφασης ημερομηνίας 18.5.2010, με την οποία το προηγουμένως εκδοθέν μονομερώς προσωρινό διάταγμα κατέστη απόλυτο, όπως διαφοροποιήθηκε. Με αυτή την έννοια δε νοείται όπως εγείρει κατ’ έφεση θέμα ως προς την ύπαρξη ή όχι του στοιχείου του κατεπείγοντος. Χαρακτηριστικό είναι και το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση Κασπαρή κ.ά. ν. Ανδρέου (2004) 1(Β) Α.Α.Δ. 784, στη σελίδα 787:

“Η έφεση δεν ευσταθεί. Το προσωρινό διάταγμα το οποίο εξέδωσε τελικά το Δικαστήριο, στις 16.5.2002, στηριζόμενο στο Άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, δεν το εξέδωσε μονομερώς, χωρίς, δηλαδή, να ακουσθούν οι εφεσείουσες. Το διάταγμα που εκδόθηκε μονομερώς την 31.1.2002 επιδόθηκε μετά την έκδοσή του, μαζί με την αίτηση, στις εφεσείουσες οι οποίες και καταχώρησαν γραπτή ένσταση στις 12.2.2002, με αποτέλεσμα η αίτηση να ακουσθεί και, στις 16.5.2002, με απόφαση του Δικαστηρίου, να προβάλλεται το ζήτημα του “κατεπείγοντος”, στη βάση του Άρθρου 9(1) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, ως λόγος εφέσεως των εφεσειουσών. Μετά την καταχώρηση ένστασης στο διάταγμα της 31.1.2002 η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου ήταν, ουσιαστικά, διαδικασία έκδοσης προσωρινού διατάγματος δια κλήσεως. Ως εκ τούτου, η τελική απόφαση της 16.5.2002 μπορούσε να εφεσιβληθεί μόνο για λόγους που ν΄ ανάγονται στο κατά πόσο συνέτρεχαν ή όχι οι τρεις προϋποθέσεις εφαρμογής του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου. Με τον προβαλλόμενο λόγο έφεσης θα μπορούσε να προσβληθεί μόνο το μονομερώς εκδοθέν διάταγμα της 31.1.2002. Όχι το διάταγμα της 16.5.2002.”

Εν πάση περιπτώσει, όπως ορθά επιβεβαιώθηκε μεταξύ άλλων και στην απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση Κυρίσαββα κ.ά. ν. Κύζη (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 1244, το στοιχείο του επείγοντος από πλευράς χρονικής τοποθέτησης και αν δεν είναι αυθύπαρκτο, όμως το στοιχείο του χρόνου, δεν είναι και ο μόνος παράγων που μπορεί να επιδράσει θετικά στο Δικαστήριο για την έκδοση μονο[*615]μερούς διατάγματος. Το Άρθρο 9 του Κεφ. 6 ρητά αναφέρει ότι η εξουσία του Δικαστηρίου ενεργοποιείται όταν αποδειχθεί είτε το στοιχείο του κατεπείγοντος ή οποιαδήποτε άλλη ιδιαίτερη περίσταση.

Εδώ, συνιστούσαν ιδιαίτερες περιστάσεις οι εύλογοι φόβοι τους οποίους είχε εκφράσει η εφεσίβλητη ότι τυχόν επίδοση της αίτησης θα μπορούσε να αποτελέσει το έναυσμα για αποξένωση περιουσίας, οπότε και το αίτημά της για διατήρηση της κατάστασης πραγμάτων θα καθίστατο άνευ αντικειμένου.

Όπως δε αναφέρθηκε και στην απόφαση στην υπόθεση C. Phasarias (Automotive Centre) Limited v. Σκυροποιία “Λεωνίκ” Λίμιτεδ (2001) 1 Α.Α.Δ. 785, δεν είναι αναγκαία η προσαγωγή μαρτυρίας από τον αιτητή για πραγματική πρόθεση του εναγομένου για αποξένωση ή επιβάρυνση. Εκείνο που μετρά είναι η πιθανή επίδραση που θα έχει η αποξένωση ή η επιβάρυνση, εφόσον γίνουν, στην ικανοποίηση της δικαστικής απόφασης που ενδεχομένως θα εκδοθεί.

Καταλήγουμε ότι ούτε αυτός ο λόγος έφεσης μπορεί να ευσταθήσει.

Λόγος έφεσης (Αρ. 3).

Όπως υποστηρίζει ο εφεσείων, το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι ικανοποιείτο μέσω της υποβληθείσας αίτησης, η τρίτη προϋπόθεση του Άρθρου 32(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου, με την έννοια ότι η δεσμευθείσα περιουσία του εφεσείοντα ήταν αρκετή για να διασφαλιστεί τυχόν απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης. Όπως ανάπτυξε αυτή του τη θέση ο εφεσείων στο περίγραμμά του, “Το Δικαστήριο όταν εξέδωσε το Διάταγμα είχε μπροστά του μόνο τις θέσεις της Αιτήτριας. Όταν όμως ο Εφεσείων αποκάλυψε την πραγματική εικόνα τα πράγματα άλλαξαν.”

Εκείνο το οποίο ουσιαστικά ισχυρίζεται εδώ ο εφεσείων είναι ότι, ενώ η εφεσίβλητη δεν παρέσχε στο  Δικαστήριο ακριβή και λεπτομερή στοιχεία ως προς την επιδιωκόμενη προς δέσμευση περιουσία, ο εφεσείων με τα δικά του στοιχεία κατάφερε να αποδείξει ότι η καθαρή αξία της περιουσίας ήταν μικρότερη από αυτή που παρουσίαζε η εφεσίβλητη, λόγω υποθηκών, δανείων, κλπ.

Εκείνο το οποίο πρέπει ξανά εδώ να υπενθυμιστεί είναι η πραγματική φύση της υπό εξέτασης ενδιάμεσης διαδικασίας. Με [*616]αυτή δεν κρίνονται τελικά και ουσιαστικά δικαιώματα των διαδίκων έτσι ώστε με αυστηρούς κανόνες απόδειξης να αξιολογηθεί η εκατέρωθεν προσκομισθείσα μαρτυρία, να εξαχθούν τελικά ευρήματα και να κατανεμηθούν δικαιώματα και υποχρεώσεις. Εδώ, με την κυρίως Αίτησή της, η εφεσίβλητη διεκδικεί την απόδοση στην ίδια του μέρους εκείνου της αύξησης της περιουσίας του εφεσείοντα, η οποία αποκτήθηκε μετά το γάμο των διαδίκων, και η οποία αύξηση προέρχεται από τη συμβολή της εφεσείουσας, την οποία η ίδια υπολογίζει σε 50% ή €40.000.000 ή οποιοδήποτε άλλο ποσό βρεθεί ότι αποτελεί την αξία της συνεισφοράς της.

Όπως δε ορθά επισημαίνει και ο συνήγορος της εφεσίβλητης, για τους σκοπούς του διατάγματος όπως αυτό τελικά διαμορφώθηκε, η πραγματική αξία της περιουσίας δεν ενέχει ιδιαίτερη σημασία. Το κατά πόσο θα έπρεπε να δεσμευθεί το 1/2 ή το 1/3 ή τα 3/4 της περιουσίας εκείνης, δηλαδή των μετοχών του εφεσείοντα ή κάποιου ακινήτου του, αυτό έχει να κάνει με την τυχόν αξία της συνεισφοράς της εφεσείουσας και όχι με την αξία του περιουσιακού στοιχείου. Κάτι που ασφαλώς θα διακριβωθεί στο τέλος, στο πλαίσιο εκδίκασης της κυρίως αίτησης.

Επομένως, ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί.

Λόγος έφεσης (Αρ. 4).

Ο τέταρτος λόγος έφεσης τον οποίο προέβαλε ο εφεσείων, αναφέρεται στην κατ’ ισχυρισμό καθυστέρηση της επίδοσης του διατάγματος στον ίδιο. Το διάταγμα εκδόθηκε μονομερώς στις 22.10.2009, συντάχθηκε στις 26.10.2009 και του επιδόθηκε στις 27.11.2009.

Αυτός ο λόγος έφεσης δεν μπορεί να απασχολήσει κατ’ έφεση.

Πρωτόδικα ήταν ο μόνος σχετικός ισχυρισμός του εφεσείοντα ο οποίος ηγέρθηκε ως Λόγος Ένστασης (Ζ) ότι, “Το Διάταγμα διατηρήθηκε σε ισχύ και ορίστηκε επιστρεπτέο σε χρόνο που υπερέβαινε τον αναγκαίο χρόνο που προβλέπει ο Νόμος”. Επεξηγώντας δε αυτό το Λόγο Ένστασης, ο εφεσείων ως ομνύων απλά ανάφερε ότι το επίδικο Διάταγμα εκδόθηκε στις 23.10.2009 και ορίστηκε επιστρεπτέο στις 4.12.2009, ενώ του επιδόθηκε στις 27.11.2009.

Κατ’ αρχάς, τα στοιχεία τα οποία παραθέτει ο εφεσείων είναι ανακριβή. Το επίδικο Διάταγμα εκδόθηκε μονομερώς στις 23.10.2009 και ορίστηκε επιστρεπτέο στις 3.11.2009, όπως αναφέ[*617]ρεται στο ίδιο το Διάταγμα. Ορίστηκε δηλαδή επιστρεπτέο μετά 10 περίπου ημέρες, ενώ η σύνταξή του έγινε στις 26.10.2009, δηλαδή 7 περίπου μέρες πριν την ημερομηνία που ορίστηκε ως επιστρεπτέο.

Αυτά τα στοιχεία δεν μπορούν να στοιχειοθετήσουν τον ισχυρισμό ότι το Διάταγμα κατέστη επιστρεπτέο σε υπέρμετρο χρονικό διάστημα. Η δε ημερομηνία κατά την οποία το Διάταγμα κατέστη δυνατό να επιδοθεί στον εφεσείοντα, κατόπιν αναβολών προς αυτό το σκοπό, καθόλου δεν αφορά το Δικαστήριο ή τους χειρισμούς του και καμιά επίπτωση δεν μπορεί να έχει, χωρίς οποιαδήποτε άλλη μαρτυρία, επί της εγκυρότητας του Διατάγματος.

Λόγος έφεσης (Αρ. 5).

Κάτω από τον τελευταίο τούτο λόγο έφεσης, ο εφεσείων εγείρει θέμα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και/ή καθ’ υπέρβαση εξουσίας ή δικαιοδοσίας, δέσμευσε γενικά και αόριστα περιουσία του εφεσείοντα που δεν μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο της διαδικασίας.

Αναπτύσσοντας αυτό το λόγο έφεσης, ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι δεν υπήρχε νομική δυνατότητα ή δικαιοδοσία να διατάξει το Δικαστήριο όπως η κατοχή αυτοκινήτου παραμείνει στην εφεσίβλητη και, ούτε περαιτέρω να διατάξει όπως δεσμευθούν επίπλωση και εξοπλισμός εντός της συζυγικής κατοικίας, με τρόπο γενικό και αόριστο.

Ως προς τη δέσμευση του αυτοκινήτου, ο εφεσείων σε καμιά νομική αρχή παρέπεμψε σύμφωνα με την οποία το Δικαστήριο δεν μπορεί να διατάξει τη διατήρηση της κατάστασης πραγμάτων (status quo) που υφίστατο, ως προς ένα περιουσιακό στοιχείο το οποίο, σύμφωνα με την εφεσίβλητη, αποκτήθηκε κατά την έγγαμη συμβίωση και στην κυρίως αίτηση το διεκδικούσε.

Ως προς τον εξοπλισμό και επίπλωση της κατοικίας, ιδιαίτερη σημασία πρέπει να δοθεί στο ότι πέραν της γενικής αναφορά στο διάταγμα περί επίπλωσης και εξοπλισμού, γίνεται ειδική αναφορά στα έργα τέχνης τα οποία βρίσκονται εντός αυτής, όπως αυτά περιγράφονται σε κατάλογο ασφαλιστικής εταιρείας τον οποίο η εφεσίβλητη είχε παρουσιάσει στο Δικαστήριο. Ως προς τα λοιπά, είναι αντιληπτό ότι εντός της κατοικίας βρίσκετο επίπλωση και εξοπλισμός αξίας, περιουσία η οποία αναμενόταν όπως παραμείνει εντός αυτής μέχρι την επίλυση της περιουσιακής διαφοράς λό[*618]γω των διεκδικήσεων της εφεσείουσας, και δεν ήταν αναγκαίο όπως αυτή προβεί σε περαιτέρω συγκεκριμενοποίηση ή εξειδίκευση.

Λόγω των ανωτέρω, κανένας λόγος έφεσης δε γίνεται δεκτός και η Έφεση θα πρέπει να απορριφθεί.

Η Έφεση αρ. 21/2010.

Η αιτήτρια στην πρωτόδικη διαδικασία, καταχώρησε επίσης έφεση, προσβάλλουσα την ορθότητα της ενδιάμεσης απόφασης ως προς ένα μέρος της, σε σχέση με το οποίο ήγειρε ένα λόγο έφεσης.

Όπως εισηγείται η εφεσείουσα, το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα τερμάτισε την ισχύ του διατάγματος που είχε εκδώσει μονομερώς, αναφορικά με τα ακίνητα που περιγράφονταν στις παρα. Γ (α)(β)(γ) και Δ της αίτησης. Τα εν λόγω ακίνητα είναι εγγεγραμμένα σε εταιρείες των οποίων αποκλειστικός μέτοχος και διευθυντής είναι ο εφεσίβλητος.

Στην πρωτόδικη ενδιάμεση απόφασή του, το Δικαστήριο επικαλέστηκε την απόφαση του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου στην υπόθεση Ανδρέου ν. Κυριάκου κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 896, καθώς επίσης και την Φιλίππου ν. Φιλίππου (2003) 1 Α.Α.Δ. 1343. Στην πρώτη αποφασίστηκε ότι σε περιουσιακή διαφορά δυνάμει του Νόμου 232/1991, αγώγιμο δικαίωμα υφίσταται μόνο μεταξύ των συζύγων και το Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να επιλαμβάνεται διαφοράς μεταξύ συζύγου και εταιρείας. Στη δεύτερη, κρίθηκε ότι αφού οι εταιρείες στις οποίες ήσαν εγγεγραμμένα τα δεσμευθέντα ακίνητα δεν ήσαν και ούτε μπορούσαν να είναι διάδικοι, το μέρος του διατάγματος που αφορούσε εκείνα τα ακίνητα θα έπρεπε να ακυρωθεί.

Με γνώμονα την πιο πάνω νομολογία, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι Αγγλικές αποφάσεις στις οποίες είχε παραπέμψει ο συνήγορος του εφεσίβλητου δεν είχαν εφαρμογή στην εξεταζόμενη περίπτωση και προχώρησε στον τερματισμό της ισχύος του διατάγματος σε σχέση με τα περιουσιακά στοιχεία που αναφέρονταν στις παρα. Γ(α)(β)(γ) και Δ της αίτησης.

Οι Αγγλικές αποφάσεις στις οποίες παρέπεμψε ο συνήγορος της εφεσείουσας και στις οποίες στηρίχθηκε και ενώπιον του Εφετείου, ήσαν οι ακόλουθες: Green v. Green [1993] F.L.R. 326, Nicholas v. Nicholas [1988] F.L.R. 285, Mubarak v. Mubarak [*619][2001] 1 F.L.R. 673.

Είναι η εισήγηση του συνηγόρου της εφεσείουσας ότι με βάση την πιο πάνω νομολογία, το Δικαστήριο έχει το δικαίωμα στο πλαίσιο περιουσιακής διαφοράς, να προχωρήσει σε δέσμευση άμεσα ή έμμεσα, περιουσίας, σε περιπτώσεις όπως εδώ, όπου η εταιρεία τελεί υπό τον αποκλειστικό έλεγχο συζύγου και η οποία ανήκει αποκλειστικά στον ίδιο, χωρίς να εμπλέκονται δικαιώματα τρίτων προσώπων. Όπου δηλαδή, η εταιρεία είναι απλά το alter ego του διαδίκου.

Η μελέτη της Αγγλικής νομολογίας επί του θέματος τούτου καταδεικνύει τα ακόλουθα:

Κατά κανόνα, και σύμφωνα με τις αρχές που είχαν τεθεί στη γνωστή υπόθεση Salomon v. Salomon & Co [1897] AC22 κάθε εταιρεία είναι ξεχωριστό νομικό πρόσωπο με δικό της ενεργητικό και παθητικό. Επομένως, οι διευθυντές και οι μέτοχοι της εταιρείας τυγχάνουν προστασίας δυνάμει της αρχής του “εταιρικού πέπλου” (corporate veil). Μια σειρά όμως αποφάσεων ασχολήθηκε με το θέμα της δυνατότητας δικαστικής παρέμβασης σε περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν σε εταιρεία στην οποία συμμετέχει ως διευθυντής και/ή μέτοχος σύζυγος εναντίον του οποίου εγείρεται περιουσιακή διεκδίκηση από τον έτερο των συζύγων. Στην υπόθεση Green v. Green [1993] 1 F.L.R. 326, σε περιουσιακή διαφορά μεταξύ συζύγων, το Δικαστήριο έκρινε ότι θα μπορούσε να διαταχθεί η πώληση ακινήτου που ανήκε σε εταιρεία στην οποία ο σύζυγος κατείχε το 100% του μετοχικού κεφαλαίου, αφού θα συνιστούσε ειρωνεία αν εμποδιζόταν το Δικαστήριο από του να διατάξει την πώληση απλά και μόνο επειδή εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης ήταν η εταιρεία καθ’ ην στιγμή ο σύζυγος είχε αποτελεσματικό έλεγχο επί του ακινήτου, μέσω της εταιρείας την οποία ήλεγχε πλήρως.

Συνήθης περίπτωση κατά την οποία τα Αγγλικά Δικαστήρια αίρουν την προστασία του εταιρικού πέπλου είναι εκεί όπου η εταιρεία χρησιμοποιείται από τον ελέγχοντα την εταιρεία, απλά ως ένα τεχνητό μέσο, μια ασπίδα προς αποφυγή προϋπαρχουσών υποχρεώσεων. (Trustor AB v. Smallborne and other (No.2) [2001] J 1 W.L.R. 1177).

Η έκταση και η εμβέλεια της δικαστικής δυνατότητας όπως προβαίνει σε έκδοση διαταγής η οποία στρέφεται ευθέως εναντίον περιουσιακών στοιχείων εταιρείας, η οποία ανήκει ή ελέγχεται από ένα των συζύγων, εξετάστηκε σε λεπτομέρεια στην υπόθεση [*620]Mubarak v. Mubarak [2001] 2 F.L.R. 673. Το Αγγλικό High Court απέρριψε αίτημα της συζύγου για πώληση περιουσιακών στοιχείων δύο εταιρειών προς ικανοποίηση διαταγής υπέρ της και εναντίον του συζύγου για πληρωμή ποσού £4.875.000. Όπως τονίστηκε, ακόμα και εκεί όπου ο σύζυγος παραδέχετο ότι τα περιουσιακά στοιχεία μιας εταιρείας μπορούν να θεωρηθούν ως δικά του, εν τούτοις το Δικαστήριο μπορεί να άρει το εταιρικό πέπλο και να εκδώσει διατάγματα που άμεσα ή έμμεσα επηρεάζουν την περιουσία της εταιρείας, μόνο στις περιπτώσεις όπου: (i) ο σύζυγος είναι ο ιδιοκτήτης και ο ασκών τον έλεγχο της εταιρείας, και (ii) δεν υπάρχουν συγκρουόμενα συμφέροντα τρίτων προσώπων. Η άρση του εταιρικού πέπλου θα μπορούσε να γίνει δεκτή σε περιπτώσεις όπου τα υπό αναφορά περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας αποτελούνται, για παράδειγμα, από τη συζυγική κατοικία ή άλλη περιουσία η οποία κατέχεται για σκοπούς άλλους από εκείνους οι οποίοι σχετίζονται με συνήθεις επιχειρησιακούς σκοπούς. Στην ίδια την υπόθεση Mubarak οι δύο εταιρείες ήσαν καλή τη πίστη λειτουργούσες εμπορικές επιχειρήσεις και υπήρχαν κάποιοι πιστωτές, οπότε η αίτηση της συζύγου απορρίφθηκε.

Σε πιο πρόσφατη Αγγλική απόφαση στην υπόθεση Hashem v. Shayif & another [2008] EWHC 2380, το Αγγλικό High Court επιβεβαίωσε ότι για να καταστεί δυνατή η άρση του εταιρικού πέπλου θα πρέπει να αποκαλύπτεται κάποια επιλήψιμη ενέργεια που να συνδέεται με χρησιμοποίηση της εταιρικής δομής ως εικονικής (sham) προς απόκρυψη αδικοπραγίας και δεν είναι αρκετή από μόνη της η κατάδειξη του στοιχείου του αποκλειστικού ελέγχου της εταιρείας. Στην υπόθεση εκείνη, η απαίτηση της συζύγου απέτυχε καθότι, μεταξύ άλλων, η ίδια απέτυχε να καταδείξει οποιαδήποτε σχετική με την απαίτησή της επιλήψιμη ενέργεια του συζύγου σε χρησιμοποίηση της εταιρείας προς κτήση περιουσίας.

Η εταιρεία είχε συσταθεί για καλό σκοπό και διεξήγαγε επιχείρηση για χρόνια και η κατάρρευση του γάμου δεν μπορούσε από μόνη της να μετατρέψει την εταιρεία σε εικονική ή προκάλυμμα.

Υπό το φως και των ως άνω αρχών οι οποίες εκπηγάζουν από την Αγγλική νομολογία σε μέρος της οποίας στήριξε το λόγο έφεσής της η εφεσείουσα, κρίνουμε ότι αυτές δεν θα μπορούσαν να υποβοηθήσουν τη θέση της και να καταδείξουν το εσφαλμένο του μέρους της πρωτόδικης απόφασης που αφορούσε στον περιορισμό του εκδοθέντος διατάγματος σε σχέση με τα περιουσιακά στοιχεία εταιρειών.

[*621]Είναι λοιπόν η κατάληξή μας ότι και οι δύο συνεκδικασθείσες Εφέσεις αποτυγχάνουν και απορρίπτονται.

Υπό τις περιστάσεις δε, δε θεωρούμε ορθό όπως εκδώσουμε οποιαδήποτε διαταγή εξόδων.

Οι Εφέσεις απορρίπτονται χωρίς έξοδα.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο