Χριστοδουλίδης Όμηρος ν. Global Capital Securities and Financial Services Ltd (2012) 1 ΑΑΔ 636

(2012) 1 ΑΑΔ 636

[*636]4 Απριλίου, 2012

[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΟΜΗΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗΣ,

Εφεσείων,

v.

GLOBAL CAPITAL SECURITIES AND

FINANCIAL SERVICES LTD,

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 29/2009)

 

Παραγραφή ― Κατά κανόνα, η περίοδος παραγραφής αρχίζει να μετρά από τη στιγμή που προκύπτει η αιτία της αγωγής ― Ωστόσο, διαφορετική ρύθμιση του θέματος μπορεί να γίνει διά νόμου ― Κατά πόσον ορθά απορρίφθηκε υπεράσπιση περί παραγραμμένης αξίωσης κατά το χρόνο που καταχωρήθηκε η αγωγή, δυνάμει των τότε ισχυουσών προνοιών του Άρθρου 26 του περί Αξιών και Χρηματιστηρίων Αξιών Κύπρου Νόμου του 1993 (Ν. 14(1)/1993) ― Ήταν επιτρεπτό να  προωθηθεί δικονομικά εφόσον με το νεότερο νόμο επεκτάθηκε ο χρόνος της παραγραφής.

Το πρωτόδικο δικαστήριο, στηριζόμενο στην εκδοχή των εφεσιβλήτων, επιδίκασε προς όφελος τους και σε βάρος του εφεσείοντα €25.629,02 ήτοι, το ποσό της αξίωσης (Λ.Κ.15.000) πλέον νόμιμο τόκο και έξοδα που προέκυπτε από χρεωστικό υπόλοιπο. Η εν λόγω απαίτηση προερχόταν από χρηματιστηριακές συναλλαγές μεταξύ των διαδίκων.

Ο εφεσείων στην υπεράσπισή του, μεταξύ άλλων, ήγειρε θέμα παραγραφής της αξίωσης. Η υπεράσπιση του εφεσείοντα, συμπεριλαμβανομένης και της ένστασης περί παραγραφής, κρίθηκε αβάσιμη.

Με την έφεση υποστηρίχθηκε ότι εσφαλμένα απορρίφθηκε η υπεράσπιση περί παραγραμμένης αξίωσης κατά το χρόνο που καταχωρήθηκε η αγωγή, δυνάμει των τότε ισχυουσών προνοιών του Άρθρου 26 του περί Αξιών και Χρηματιστηρίων Αξιών Κύπρου Νόμου του 1993 (Ν. 14(1)/1993).

[*637]Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το πρωτόδικο δικαστήριο ερμήνευσε σωστά το νόμο και κατέληξε στο ορθό συμπέρασμα. Όπως ορθά σημειώνεται στην εκκαλούμενη απόφαση η παραγραφή αποτελεί δικονομικό κανόνα δικαίου και συνεπώς αν έχει παραγραφεί η απαίτηση με προγενέστερο νόμο αυτή δεν εξαφανίζεται αλλά μπορεί να προωθηθεί δικονομικά εφόσον με το νεότερο νόμο επεκτείνεται ο χρόνος της παραγραφής, εδώ στα οκτώ έτη.

2.  Με βάση τα αναντίλεκτα γεγονότα της υπόθεσης που αφορούσαν στο χρόνο κατάρτισης της χρηματιστηριακής συναλλαγής, ο κατά τα ανωτέρω υπολογισμός του χρόνου οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι η κρίσιμη χρονική περίοδος ήταν μικρότερη των οκτώ ετών και συνεπώς δεν υπήρχε κώλυμα για τους εφεσίβλητους να διεκδικήσουν με αγωγή την απαίτηση τους.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Κίτσιος, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 459/06), ημερομηνίας 18/11/2008.

Α. Κυπρίζογλου για Ρ. Ερωτοκρίτου, για τον Εφεσείοντα.

Χ. Βελάρης, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Κραμβή, Δ..

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων, μεταξύ Νοεμβρίου 1999 και Ιουλίου 2000, διεξήγαγε μέσω του χρηματιστηριακού γραφείου των εφεσιβλήτων διάφορες χρηματιστηριακές πράξεις και συναλλαγές. Οι εφεσίβλητοι διατηρούσαν λογαριασμό στο όνομα του εφεσείοντα για τις μεταξύ τους δοσοληψίες. Στις 6.7.2000 ο εν λόγω λογαριασμός παρουσίαζε χρεωστικό υπόλοιπο σε βάρος του εφεσείοντα ύψους Λ.Κ.32.833,49. Μεταξύ 10.8.2000 και 17.1.2001 ο εφεσείων έκαμε διάφορες πληρωμές και έτσι το χρέος του μειώθηκε στις Λ.Κ.15.000 ποσό το οποίο οι εφεσίβλητοι αξίωσαν δι’ αγωγής κατά του εφεσείοντα.

[*638]Ο εφεσείων στην υπεράσπισή του, μεταξύ άλλων, ήγειρε θέμα παραγραφής της αξίωσης. Η υπεράσπιση του εφεσείοντα, συμπεριλαμβανομένης και της ένστασης περί παραγραφής, κρίθηκε αβάσιμη. Το πρωτόδικο δικαστήριο, στηριζόμενο στην εκδοχή των εφεσιβλήτων, επιδίκασε προς όφελος τους και σε βάρος του εφεσείοντα €25.629,02 ήτοι, το ποσό της αξίωσης (Λ.Κ.15.000) πλέον νόμιμο τόκο και έξοδα.

Με τρεις λόγους έφεσης ο εφεσείων αμφισβήτησε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Κατά την ακρόαση της έφεσης ο ευπαίδευτος δικηγόρος του δήλωσε ότι θα προωθούσε μόνο τον πρώτο λόγο έφεσης που αφορά στο θέμα της παραγραφής, εγκαταλείποντας τους υπόλοιπους.

Η θέση του εφεσείοντα είναι ότι στις 27.1.2006, που καταχωρήθηκε η αγωγή, η αξίωση των εφεσιβλήτων ήταν ήδη παραγεγραμμένη δυνάμει των τότε ισχυουσών προνοιών του Άρθρου 26 του περί Αξιών και Χρηματιστηρίων Αξιών Κύπρου Νόμου του 1993 (Ν. 14(1)/1993) που προνοούσε ότι,

«26.-(1) Απαίτηση που πηγάζει από χρηματιστηριακή συναλλαγή παραγράφεται μετά πάροδο 2 ετών από την ημέρα που καταρτίστηκε η συναλλαγή.

(2) Οι διατάξεις του περί Αναστολής του Χρόνου Παραγραφής Νόμου δεν ισχύουν για απαιτήσεις που πηγάζουν από χρηματιστηριακές συναλλαγές.»

Η απαίτηση των εφεσιβλήτων αναμφιβόλως συνιστά απαίτηση η οποία πηγάζει από χρηματιστηριακή συναλλαγή εν τη εννοία του Νόμου. Το θέμα προς εξέταση είναι κατά πόσο η εν λόγω απαίτηση ήταν παραγεγραμμένη κατά το χρόνο της καταχώρησης της αγωγής, όπως εισηγείται ο εφεσείων ή το αντίθετο, όπως αποφάσισε το πρωτόδικο δικαστήριο.

Σύμφωνα με την εισήγηση, η παράλειψη των εφεσιβλήτων να διεκδικήσουν δι’ αγωγής την απαίτηση τους μέσα στην εκ του νόμου προβλεπόμενη χρονική περίοδο των δύο ετών από της καταρτίσεως της χρηματιστηριακής συναλλαγής, κατέστησε διά παντός ανενεργό το αγώγιμο δικαίωμα τους λόγω παραγραφής της απαίτησης, χωρίς δυνατότητα αναβίωσης του έστω και αν η συγκεκριμένη διάταξη υπέστη μεταγενεστέρως δύο διαδοχικές τροποποιήσεις με τους ομότιτλους νόμους (τροποποιητικούς) Ν. 80(1)/2001 και 184(1)/2003 δυνάμει των οποίων (τροποποιήσεων) η περίοδος [*639]παραγραφής αντιστοίχως αυξήθηκε από δύο σε  πέντε έτη και από πέντε σε οκτώ έτη.

Με κάθε εκτίμηση, η προαναφερόμενη άποψη δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Το πρωτόδικο δικαστήριο ερμήνευσε σωστά το νόμο και κατέληξε στο ορθό συμπέρασμα. Όπως ορθά σημειώνεται στην εκκαλούμενη απόφαση η παραγραφή αποτελεί δικονομικό κανόνα δικαίου και συνεπώς αν έχει παραγραφεί η απαίτηση με προγενέστερο νόμο αυτή δεν εξαφανίζεται αλλά μπορεί να προωθηθεί δικονομικά εφόσον με το νεότερο νόμο επεκτείνεται ο χρόνος της παραγραφής, εδώ στα οκτώ έτη. Κατά κανόνα, η περίοδος παραγραφής αρχίζει να μετρά από τη στιγμή που προκύπτει η αιτία της αγωγής. Ωστόσο, διαφορετική ρύθμιση του θέματος μπορεί να γίνει διά νόμου. Στην προκείμενη περίπτωση, το κρίσιμο χρονικό σημείο έναρξης της περιόδου παραγραφής είναι, σύμφωνα με το νόμο, η ημέρα που καταρτίστηκε η συναλλαγή και αυτό βεβαίως, σε συνάρτηση με την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής. Με αναφορά στο χρόνο καταχώρησης της αγωγής εξετάζεται κατά πόσο η απαίτηση έχει εκ του νόμου παραγραφεί. Αν η διαπίστωση είναι ότι η συγκεκριμένη απαίτηση όντως έχει παραγραφεί τότε σαφώς δεν υφίσταται αγώγιμο δικαίωμα προς διεκδίκηση της παραγεγραμμένης απαίτησης. Κατά το χρόνο που καταχωρήθηκε η αγωγή βρισκόταν σε ισχύ το Άρθρο 26 του νόμου με το οποίο, καθώς έχει ειπωθεί, τροποποιήθηκε ο χρόνος παραγραφής απαίτησης που πηγάζει από χρηματιστηριακή συναλλαγή έτσι ώστε αυτή να παραγράφεται μετά πάροδο οκτώ ετών από τη μέρα που καταρτίστηκε η συναλλαγή. Για να διαπιστωθεί λοιπόν κατά πόσο έχει ή όχι παραγραφεί η συγκεκριμένη απαίτηση ο χρόνος θα πρέπει να υπολογιστεί με αφετηρία τη μέρα κατάρτισης της συναλλαγής και τέρμα το χρόνο καταχώρησης της αγωγής. Με βάση τα αναντίλεκτα γεγονότα της υπόθεσης που αφορούν στο χρόνο κατάρτισης της χρηματιστηριακής συναλλαγής, ο κατά τα ανωτέρω υπολογισμός του χρόνου οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η κρίσιμη χρονική περίοδος είναι μικρότερη των οκτώ ετών και συνεπώς δεν υπήρχε κώλυμα για τους εφεσίβλητους να διεκδικήσουν δι’ αγωγής την απαίτηση τους.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο