Alikhani Borna, ως Διαχειριστής της περιουσίας του αποβιώσαντος Hossein Alikhani ν. Γεώργιου Προδρόμου και άλλης (2012) 1 ΑΑΔ 657

(2012) 1 ΑΑΔ 657

[*657]10 Απριλίου 2012

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]

(Πολιτική Έφεση Αρ. 22/2009)

(Σχ. με 27/2009)

BORNA ALIKHANI, ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ

ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ HOSSEIN ALIKHANI,

Εφεσείων,

v.

ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ,

Εφεσιβλήτου.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 27/2009)

(Σχ. με 22/2009)

BORNA ALIKHANI, ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ

ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ HOSSEIN ALIKHANI,

Εφεσείων,

v.

ΡΕΒΗΣ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ,

Εφεσίβλητης.

(Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 22/2009, 27/2009)

 

Συμβάσεις ― Εγγύηση ― Άρθρα 104, 105 και 87 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149 ― Συνεχής εγγύηση ― Εξόφληση χρέους είτε δυνάμει σύμβασης με τον πιστωτή, είτε ως αποτέλεσμα δικαστικής απόφασης, από ένα εκ των συνυπόχρεων εγγυητών, καθιστά τον έτερο ή έτερους εγγυητές, πιστωτές του εγγυητή που εκπλήρωσε τη δική του υποχρέωση στη βάση της συνυπόσχεσης ― Η εγγύηση δίδει επίσης το δικαίωμα στον εγγυητή, με βάση το Άρθρο 98 του Κεφ. 149, να απαιτήσει ό,τι πλήρωσε για λογαριασμό και εκ μέρους του πρωτοφειλέτη.

[*658]Πολιτική Δικονομία ― Δικόγραφα ― Η Απάντηση («reply»), δεν αποτελεί το ορθό δικογραφικό forum για να προβληθεί αξίωση, ούτε να διαφοροποιήσει  τα γεγονότα που περιβάλλουν την αξίωση και σίγουρα δεν προσφέρεται ως εφαλτήριο τροποποίησης.

Δεδικασμένο (Res Judicata) ― Το δεδικασμένο προϋποθέτει τελεσίδικη απόφαση επί αγωγής ή ζητήματος εγερθέντος ενώπιον Δικαστηρίου μεταξύ των ιδίων διαδίκων, με την αυτή ιδιότητα ― Οι διάδικοι δεν δεσμεύονται, ούτε κωλύονται εάν αποτύχουν να συνενώσουν ξέχωρες αιτίες αγωγής, έστω και αν απορρέουν από την ίδια συναλλαγή ― Οι διάδικοι πρέπει να ταυτίζονται ως προς την ιδιότητα τους, αλλά και να υπάρχει ταυτότητα επιδίκων θεμάτων ― Tο δεδικασμένο περιλαμβάνει και θέματα που μπορούσαν να προστεθούν στην ίδια αγωγή εφόσον αυτά αποτελούσαν μέρος της επίδικης διαφοράς ― H αγωγή ή η διαφορά πρέπει να έχει τελεσίδικα αποφασιστεί επί της ουσίας.

Οι εφεσίβλητοι διεκδίκησαν πρωτοδίκως με αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο ποσά που αντιστοιχούσαν ως  συνεισφορά που κατέβαλαν ως εγγυητές της εταιρείας G.A.P. Books Distributors Ltd για χρέος προς την Ελληνική Τράπεζα Λτδ, για το οποίο συνεγγυητής ήταν και ένα πρόσωπο ο οποίος στην πορεία της εκδίκασης των υποθέσεων απεβίωσε με αποτέλεσμα να αντικατασταθεί από τον εφεσείοντα, διαχειριστή της περιουσίας του.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι οι εφεσίβλητοι δικαιούνταν την εκ μέρους τους αξιούμενη συνεισφορά από τον συνεγγυητή τους και ως εκ τούτου επιδίκασε υπέρ εκάστου το αιτούμενο ποσό.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού έλαβε υπόψη του ότι η αξίωση των εφεσιβλήτων που βασιζόταν στα Άρθρα 104 και 105 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149 και την υπογραφείσα εγγύηση την οποία θεώρησε ως  συνεχή εγγύηση κάτω από το Άρθρο 87 του ιδίου Νόμου, έκρινε ότι ο αποβιώσας συνεγγυητής ευθυνόταν σε ίσα μερίδια με τους εφεσίβλητους και θα έπρεπε να συνεισφέρει και αυτός στην εξόφληση του χρέους για το ποσό των £13.000 που οι εφεσίβλητοι ήδη είχαν καταβάλει.

Έκρινε περαιτέρω, ότι δεν τίθετο ζήτημα δεδικασμένου από προηγηθείσα αγωγή διότι δεν υπήρχε μαρτυρία ως προς τα επακριβή δεδομένα της ειδοποίησης τριτοδιάδικου.

Με τις εφέσεις υποστηρίχθηκε ότι ήταν αυθαίρετη η προσέγγιση και απόφαση του Δικαστηρίου να καταστήσει συνεγγυητή τον αποβιώσαντα επί της συμφωνίας δανείου και εγγύησης ημερ.16.7.1992, η [*659]οποία ρητά αναφέρθηκε στην παρ. 1 των πρωτόδικων αγωγών. 

Αποφασίστηκε ότι:

  1.  Αυτή καθ’αυτή η συμφωνία ουδέποτε παρουσιάστηκε ή κατατέθηκε στο Δικαστήριο και το θέμα απασχόλησε κατά την αντεξέταση επί μακρόν. Όπως φανερωνόταν από τα πρακτικά ευθέως τέθηκε το θέμα κατά την αντεξέταση του εφεσίβλητου Γιώργου Προδρόμου.

  2.  Η λανθασμένη αναφορά στις αντίστοιχες εκθέσεις απαιτήσεως σε συμφωνία ημερ. 16.7.1992, δημιούργησε όντως πρόβλημα.  Οι εφεσίβλητοι, διά της δικηγόρου τους, υπέδειξαν κατά την πρωτόδικη ακρόαση ότι εκ παραδρομής έγινε αναφορά στην ως άνω συμφωνία, εκείνη δε που ήθελαν να αναδείξουν ήταν αυτή της 2.7.1993,  με τη συνοδευτική εγγύηση ημερ. 5.7.1992, την οποία και υπέδειξαν ως την ορθή με τη δικογραφική τους απάντηση, σημειώνοντας το εξ αβλεψίας λάθος που έγινε στο ειδικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα.

  3.  Πρέπει αμέσως να υποδειχθεί ότι το κλητήριο ένταλμα ήταν ελλειμματικό ως προς αυτή την πτυχή. Δεν περιείχε το αναγκαίο ιστορικό που οδήγησε στην έγερση της αγωγής υπ’ αρ. 9823/00, ως θα έπρεπε. Το δε λάθος θα έπρεπε να αντιμετωπιζόταν με κατάλληλο χειρισμό και διά τροποποιήσεως.

  4.  Η απάντηση («reply»), δεν αποτελεί το ορθό δικογραφικό forum για να προβληθεί αξίωση, ούτε να διαφοροποιήσει τα γεγονότα που περιβάλλουν την αξίωση και σίγουρα δεν προσφέρεται ως εφαλτήριο τροποποίησης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εντόπισε και δεν ασχολήθηκε με την όντως προβληματική, λόγω των ως άνω, δικογραφία.

  5.  Ορθά όμως πρόκρινε το βάθρο της ουσιαστικής αξίωσης. Αυτή απέρρεε από τη δυνατότητα συνεισφοράς από τον αποβιώσαντα στη βάση της εγγύησης ημερ. 5.7.1993, αφενός και της εκδοθείσας απόφασης στην προηγηθείσα αγωγή αρ. 9823/00, αφετέρου. Η εγγύηση ημερ. 5.7.1993, ως μέρος της συμφωνίας ημερ. 2.7.1993, κατατέθηκε από τον εφεσίβλητο κατά την κυρίως εξέταση του χωρίς  ένσταση, ενώ θα ήταν δυνατό να εγερθεί σχετική ένσταση ότι η συμφωνία αυτή δεν καλυπτόταν από την αξίωση του κλητηρίου και το θέμα να αποφασιστεί με σχετική ενδιάμεση δικαστική απόφαση.

[*660]  6.    Και όχι μόνο κατετέθη χωρίς ένσταση, αλλά ο εφεσίβλητος έκτισε πάνω στη συμφωνία αυτή, τόσο κατά την κυρίως μαρτυρία του, όσο και κατά την αντεξέταση. Περαιτέρω υπήρξε σχετική μαρτυρία που επιβεβαίωσε τη σύναψη της συμφωνίας όσο και των εγγυήσεων.

  7.  Με όλα τα ανωτέρω, ορθά το Δικαστήριο θεώρησε ότι το έδαφος ήταν στην ουσία κοινό. Ταυτόχρονα, εύλογα θεωρήθηκε ότι η μαρτυρία που δόθηκε κάλυψε και το δικογραφικό πρόβλημα.

  8.  Όσον αφορά δε την υπεράσπιση ότι η όποια υποχρέωση του αποβιώσαντος εξέλιπε με την διευθέτηση της αγωγής αρ. 9823/00 και την απόσυρση του αποβιώσαντος και άλλης εταιρείας ως τριτοδιάδικου, και πάλι η θέση του Δικαστηρίου ότι δεν υπήρξε δεδικασμένο ήταν απόρροια του γεγονότος ότι ουδεμία σαφής μαρτυρία τέθηκε ενώπιον του, και εν τέλει δεν ενδιέφερε ο λόγος απόσυρσης.

  9.  Εξόφληση χρέους είτε δυνάμει σύμβασης με τον πιστωτή, είτε ως αποτέλεσμα δικαστικής απόφασης, από ένα εκ των συνυπόχρεων εγγυητών, καθιστά τον έτερο ή έτερους εγγυητές, πιστωτές του εγγυητή που εκπλήρωσε τη δική του υποχρέωση στη βάση της συνυπόσχεσης. Η εγγύηση δίδει επίσης το δικαίωμα στον εγγυητή, με βάση το Άρθρο 98 του Κεφ. 149, να απαιτήσει ό,τι πλήρωσε για λογαριασμό και εκ μέρους του πρωτοφειλέτη.

10.  Περαιτέρω, η εγγύηση του αποβιώσαντος, όπως και των εφεσιβλήτων δικαίως κρίθηκε ως συνεχής εγγύηση υπό το φως της διατύπωσης της σχετικής συμφωνίας και της νομολογίας.

11.  Στην προκειμένη περίπτωση υπήρξε απόφαση εναντίον των εφεσιβλήτων ως εγγυητών, η σχετική οφειλή καταβλήθηκε και η απόφαση εξοφλήθηκε.

Οι εφέσεις απορρίφθηκαν με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Τσιακλίδης ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (2005) 1 Α.Α.Δ. 768,

Κωστοπούλλου κ.ά. ν. Λοΐζου κ.ά. (2005) 1 Α.Α.Δ. 576,

Γεωργιάδης ν. Γεωργιάδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 1883,

[*661]Επιφανείου ν. Οδυσσέως (2001) 1 Α.Α.Δ. 161,

Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ ν. T.G. & Sons Importing Ltd κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 180,

Γεωργίου ν. Τράπεζας Κύπρου (2009) 1 Α.Α.Δ. 862.

Εφέσεις.

Εφέσεις από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Χαραλάμπους, Ε.Δ.), (Αγωγές Αρ. 7525/05 και 7526/05), ημερομηνίας 10/12/2008.

Ξ. Ξενόπουλος, για τον Εφεσείοντα και στις δύο Εφέσεις.

Α. Γαβριηλίδου (κα), για τους Εφεσίβλητους.

Ρ. Προδρόμου (κα) παρούσα, Εφεσίβλητη στην Πολιτική Έφεση Αρ. 27/2009.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ.

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ο κάθε εφεσίβλητος στις αντίστοιχες ως άνω πολιτικές εφέσεις διεκδίκησε πρωτοδίκως με αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, ποσό £2.166,66 ως τη συνεισφορά που κατέβαλε ως εγγυητής της G.A.P. Books Distributors Ltd (εφεξής «η εταιρεία»), για χρέος προς την Ελληνική Τράπεζα Λτδ, για το οποίο συνεγγυητής ήταν και ο Hossein Alikhani, ο οποίος στην πορεία της εκδίκασης των υποθέσεων απεβίωσε με αποτέλεσμα να αντικατασταθεί από τον Borna Alikhani, διαχειριστή της περιουσίας του.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο καθηκόντως και πράττοντας ορθά, εξέδωσε σε σύντομο χρόνο την απόφαση του. Αφού αξιολόγησε την ενώπιον του μαρτυρία, εξέτασε τα κατατεθέντα τεκμήρια και αποφάνθηκε επί των σχετικών νομικών θεμάτων που ηγέρθηκαν, έκρινε ότι οι εφεσίβλητοι δικαιούνταν την εκ μέρους τους αξιούμενη συνεισφορά από τον συνεγγυητή τους και ως εκ τούτου επιδίκασε υπέρ εκάστου το ποσό των €3.701,96 (αντίστοιχο των Λ.Κ.2.166,66), πλέον νόμιμο τόκο και έξοδα ως θα υπολογίζονταν από τον Πρωτοκολλητή. Σύμφωνα με τα ευρή[*662]ματα του Δικαστηρίου, ο αποβιώσας ήταν ο βασικός μέτοχος της εταιρείας Polygon Co. Ltd (εφεξής «η Polygon»), στην οποία εργοδοτείτο ο εφεσίβλητος. Ο αποβιώσας είχε καλή σχέση με τους ιδιοκτήτες της εγκυκλοπαίδειας Britannica και τους αντιπροσώπους της σε χώρες της Μέσης Ανατολής και επιθυμούσε να αναλάβει τη διάθεση και πώληση των βιβλίων της εγκυκλοπαίδειας στην Κύπρο. Ως αλλοδαπός δεν δικαιούτο να το πράξει και έτσι μετά από σχετική πρόταση ανέλαβε την επιχείρηση αυτή ο εφεσίβλητος, ο οποίος μαζί με την εφεσίβλητη, σύζυγοι μεταξύ τους, ενέγραψαν περί το 1992 την εταιρεία στην οποία ήσαν μέτοχοι και διευθυντές. Η εταιρεία υπέγραψε συμφωνία με την Ελληνική Τράπεζα για πιστωτικές διευκολύνσεις για αρχικό ποσό £5.000. Στη συνέχεια έγινε και άλλη συμφωνία για περαιτέρω χρηματοδότηση υπερκαλύπτοντας την πρώτη. Για τις διευκολύνσεις αυτές, καταλυτική ήταν η παρέμβαση του αποβιώσαντος προς την Ελληνική Τράπεζα Λτδ, της οποίας ήταν καλός πελάτης. Υπεγράφη στη συνέχεια εγγυητήριο έγγραφο από τους εφεσίβλητους και τον αποβιώσαντα, μέχρι ποσό ύψους £13.000, πλέον τόκους προς 9% ετησίως. Το σχετικό έγγραφο εγγυάτο τις οφειλές της εταιρείας. Περαιτέρω, υπεγράφη από την Polygon προς την Ελληνική Τράπεζα Λτδ, έγγραφο γενικής δέσμευσης («general lien»), για ποσό £12.000 ή $24.000, έναντι της συνέχισης παραχώρησης πιστωτικών διευκολύνσεων προς την εταιρεία.

Η επιχείρηση της διανομής και πώλησης της εγκυκλοπαίδειας δεν έμελλε να στεφθεί με επιτυχία, με αποτέλεσμα η Ελληνική Τράπεζα να τερματίσει τον τρεχούμενο χρεωστικό λογαριασμό της εταιρείας, καλώντας αυτήν και τους εγγυητές να καταβάλουν το υπόλοιπο των £19.666. Ηγέρθηκε στη συνέχεια η αγωγή υπ’ αρ. 9823/2000, στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας από την Ελληνική Τράπεζα εναντίον της εταιρείας και των εφεσιβλήτων ως εγγυητών, στην οποία όμως δεν συμπεριλήφθηκε ο αποβιώσας ως συνεγγυητής επειδή η Τράπεζα δεν ήθελε να διασαλευθούν οι πολύ καλές σχέσεις που αυτή είχε μαζί του. Στην πορεία της αγωγής εκείνης, οι εφεσίβλητοι ως εναγόμενοι εξέδωσαν ειδοποίηση τριτοδιάδικου προς την Polygon και τον αποβιώσαντα, η οποία, όπως ήταν το εύρημα πρωτοδίκως, δεν προωθήθηκε, με αποτέλεσμα να αποσυρθεί. Όπως κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ενδιέφεραν οι λόγοι για τους σκοπούς της ενώπιον του αγωγής, για τους οποίους οι εφεσίβλητοι απέσυραν την ειδοποίηση τριτοδιάδικου.

Εν τέλει η αγωγή υπ’ αρ. 9823/2000 διευθετήθηκε στις [*663]3.11.2004, με την εκ συμφώνου έκδοση απόφασης υπέρ της τράπεζας και εναντίον των εφεσιβλήτων αλληλεγγύως και κεχωρισμένως για το ποσό των Λ.Κ. 13.813,65 πλέον τόκο 9% επί ποσού Λ.Κ.13.045,95 πλέον έξοδα και Φ.Π.Α. Όπως δέχθηκε το Δικαστήριο πρωτοδίκως από την ενώπιον του μαρτυρία, η οποία δεν αμφισβητήθηκε από τον αποβιώσαντα, οι εφεσίβλητοι εξόφλησαν την πιο πάνω απόφαση στις 2.2.2005 (η εξόφληση επιβεβαιώθηκε και με επιστολές της τράπεζας), καταβάλλοντας Λ.Κ.6.500 πλέον Λ.Κ.150 έξοδα, έκαστος. Οι εφεσίβλητοι κατέβαλαν επίσης Λ.Κ.600 από κοινού για έξοδα του δικού τους δικηγόρου.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τις υπερασπίσεις που ηγέρθηκαν, η πρώτη των οποίων ήταν ότι σε κανένα ουσιώδη χρόνο ο αποβιώσας δεν είχε υπογράψει ως εγγυητής της εταιρείας. Απέρριψε επίσης τη θέση ότι η δική του, εν πάση περιπτώσει, υποχρέωση έναντι της τράπεζας εξαντλήθηκε με την κατακράτηση του ποσού των $24.000 που η Polygon και όχι ο ίδιος προσωπικά, είχε δώσει επιπρόσθετα ως εξασφάλιση των πιστωτικών διευκολύνσεων της εταιρείας. Έχοντας κατά νουν ότι η αξίωση των εφεσιβλήτων πρωτοδίκως βασιζόταν στα Άρθρα 104 και 105 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149 και την υπογραφείσα εγγύηση την οποία θεώρησε ως μια συνεχή εγγύηση κάτω από το Άρθρο 87 του ιδίου Νόμου, έκρινε ότι ο αποβιώσας συνεγγυητής ευθυνόταν σε ίσα μερίδια με τους εφεσίβλητους και θα έπρεπε να συνεισφέρει και αυτός στην εξόφληση του χρέους για το ποσό των £13.000 που οι εφεσίβλητοι ήδη είχαν καταβάλει. Έκρινε περαιτέρω ότι δεν τίθετο ζήτημα δεδικασμένου από την προηγηθείσα αγωγή διότι δεν υπήρχε μαρτυρία ως προς τα επακριβή δεδομένα της ειδοποίησης τριτοδιάδικου.

Εξέδωσε λοιπόν, ως προαναφέρθη, απόφαση υπέρ των εφεσιβλήτων, χωρίς όμως να αποδώσει σ’ αυτούς και μερίδιο επί του συνολικού ποσού των Λ.Κ.900 που κατέβαλαν αναφορικά με έξοδα τόσο προς τους δικηγόρους της τράπεζας, όσο και προς τους δικούς τους δικηγόρους, κρίνοντας ότι ήταν δική τους η επιλογή να μην συμμορφωθούν εξ αρχής με την απαίτηση πληρωμής από την τράπεζα, αφήνοντας έτσι την υπόθεση να οδηγηθεί στο Δικαστήριο, συντείνοντας μάλιστα και στην αύξηση εξόδων με την έκδοση της ειδοποίησης τριτοδιάδικου. Το Δικαστήριο θεώρησε ότι ο αποβιώσας συνεγγυητής δεν ευθυνόταν για την επιλογή του τρόπου χειρισμού της υπόθεσης από τους εφεσίβλητους.

[*664]Η βάση των εφέσεων είναι η κατ’ ισχυρισμόν αυθαίρετη προσέγγιση και απόφαση του Δικαστηρίου να καταστήσει συνεγγυητή τον αποβιώσαντα επί της συμφωνίας δανείου και εγγύησης ημερ.16.7.1992, η οποία ρητά αναφέρθηκε στην παρ. 1 των πρωτόδικων αγωγών. Αυτή καθαυτή η συμφωνία ουδέποτε παρουσιάστηκε ή κατατέθηκε στο Δικαστήριο και το θέμα απασχόλησε κατά την αντεξέταση επί μακρόν. Όπως φανερώνεται από τα πρακτικά σελ. 10-20, ευθέως τέθηκε το θέμα κατά την αντεξέταση του εφεσίβλητου Γιώργου Προδρόμου. Η λανθασμένη αναφορά στις αντίστοιχες εκθέσεις απαιτήσεως στη συμφωνία ημερ. 16.7.1992, δημιούργησε όντως πρόβλημα. Οι εφεσίβλητοι, διά της δικηγόρου τους, υπέδειξαν κατά την πρωτόδικη ακρόαση ότι εκ παραδρομής έγινε αναφορά στην ως άνω συμφωνία, εκείνη δε που ήθελαν να αναδείξουν ήταν αυτή της 2.7.1993, Τεκμ. 1, με τη συνοδευτική εγγύηση ημερ. 5.7.1992, την οποία και υπέδειξαν ως την ορθή με τη δικογραφική τους απάντηση στην παρ. 3, σημειώνοντας το εξ αβλεψίας λάθος που έγινε στο ειδικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα. Πρέπει αμέσως να υποδειχθεί ότι το κλητήριο ένταλμα ήταν ελλειμματικό ως προς αυτή την πτυχή. Δεν περιείχε το αναγκαίο ιστορικό που οδήγησε στην έγερση της αγωγής υπ’ αρ. 9823/00, ως θα έπρεπε. Το δε λάθος θα έπρεπε να αντιμετωπιζόταν με κατάλληλο χειρισμό και διά τροποποιήσεως. Η απάντηση («reply»), δεν αποτελεί το ορθό δικογραφικό forum για να προβληθεί αξίωση, ούτε να διαφοροποιήσει τα γεγονότα που περιβάλλουν την αξίωση και σίγουρα δεν προσφέρεται ως εφαλτήριο τροποποίησης, (δέστε Bullen & Leake: Precedents of Pleadings, 12η έκδ. σελ. 106 και 108 και Odgers on Civil Court Actions, 24η έκδ. σελ. 271-273). Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εντόπισε και δεν ασχολήθηκε με την όντως προβληματική, λόγω των ως άνω, δικογραφία.

Ορθά όμως πρόκρινε το βάθρο της ουσιαστικής αξίωσης. Αυτή απέρρεε από τη δυνατότητα συνεισφοράς από τον αποβιώσαντα στη βάση της εγγύησης ημερ. 5.7.1993, αφενός και της εκδοθείσας απόφασης στην προηγηθείσα αγωγή αρ. 9823/00, αφετέρου. Η εγγύηση ημερ. 5.7.1993, ως μέρος της συμφωνίας ημερ. 2.7.1993, Τεκμ. 1, κατατέθηκε από τον εφεσίβλητο Γιώργο Προδρόμου κατά την κυρίως εξέταση του χωρίς  ένσταση (σελ. 6-7 των πρακτικών), ενώ θα ήταν δυνατό να εγερθεί σχετική ένσταση ότι η συμφωνία αυτή δεν καλυπτόταν από την αξίωση του κλητηρίου και το θέμα να αποφασιστεί με σχετική ενδιάμεση δικαστική απόφαση. Και όχι μόνο κατετέθη χωρίς ένσταση, αλλά ο εφεσίβλητος έκτισε πάνω στη συμφωνία αυτή, τόσο κατά την κυρίως μαρτυρία του, όσο και κατά την αντεξέταση. Εξηγήθηκε [*665]λοιπόν ότι η αρχική συμφωνία ημερ. 16.7.1992, στην οποία όντως, όπως δέχθηκε ευθαρσώς ο εφεσίβλητος, δεν υπέγραψε ως εγγυητής ο αποβιώσας, είχε σκοπό το πρωταρχικό άνοιγμα λογαριασμού και ήταν για το ποσό των £5.000, το οποίο αποδείχθηκε ανεπαρκές για την επιχείρηση με αποτέλεσμα να αυξηθεί και να δοθεί το ποσό των £10.000 με τη συμφωνία ημερ. 5.7.1993. Ο τρεχούμενος λογαριασμός ήταν ο ίδιος και στη συνέχεια οι πιστωτικές διευκολύνσεις αυξήθηκαν στις £16.000. Η προσωπική εγγύηση που δόθηκε από τους εφεσίβλητους και τον αποβιώσαντα ήταν ύψους £13.000 και μέχρι αυτό το ποσό ήταν η κάλυψη εγγύησης του τελευταίου, εφόσον υπήρχε και η γενική δέσμευση («general lien»), του ίδιου αποκλειστικά. Η εγγύηση από τον αποβιώσαντα δεν δόθηκε για τις £16.000.

Όλα αυτά επιβεβαιώθηκαν από τη μαρτυρία του Ευάγγελου Αχαιριώτη, Μ.Υ. 2, λειτουργού της Ελληνικής Τράπεζας, που διαχειριζόταν εξ αρχής τη συγκεκριμένη δανειοδότηση, τη μαρτυρία του οποίου δέχθηκε το Δικαστήριο. Η μαρτυρία Αχαιριώτη έδειξε επίσης ότι η εγγύηση του Τεκμ. 1 κάλυπτε όλες τις παρούσες και μελλοντικές διευκολύνσεις και πράγματι ο σχετικός όρος 3 αυτής, όπως εύστοχα υπέδειξε το Δικαστήριο στην απόφαση του, ήταν διατυπωμένος κατά γενικό τρόπο και έδιδε το δικαίωμα στην τράπεζα, και μάλιστα κατά την απόλυτη κρίση της και χωρίς τη συγκατάθεση του αποβιώσαντος, να ανανεώνει, να παρατείνει, ακυρώνει ή απαλλάσσει από δάνεια, γραμμάτια, υποθήκες, επιβαρύνσεις ή εγγυήσεις που δόθηκαν από την πρωτοφειλέτιδα εταιρεία. Στα πλαίσια αυτά οποιαδήποτε παράταση ή νέα δανειοδότηση δεν χρειαζόταν νέα υπογραφή από τους εγγυητές και βεβαίως του αποβιώσαντα, η εγγύηση του οποίου ανερχόταν στις £13.000, ενώ το δεσμευμένο ποσό υπό μορφή γενικής δέσμευσης από $24.000 που είχε δώσει η Polygon, ήταν νομικώς κάτι το εντελώς διαφορετικό από την εξασφάλιση της εγγύησης δυνάμει του Τεκμ. 1. Η εγγύηση, τέλος, κάλυπτε και το ποσό που είχε δοθεί προηγουμένως των £5.000, το οποίο ανήλθε στις £10.000 με τη συμφωνία της 2.7.1993 και την επ’ αυτής εγγύηση, την οποία αφού υπέγραψε ο αποβιώσας εφαρμοζόταν για όλο το δανειοδοτηθέν ποσό των £10.000, πλέον τόκο μέχρι £13.000.

Την ύπαρξη της αρχικής συμφωνίας ημερ. 16.7.92, άλλωστε, επιβεβαίωσε και ο Γεώργιος Χριστοφόρου, Μ.Υ.1, διευθυντής της Polygon και συνεργάτης του αποβιώσαντος, ο οποίος επίσης ανέφερε ότι ο αποβιώσας δεν είχε τότε υπογράψει ως εγγυητής. Μάλιστα, ως κατέθεσε ο μάρτυρας αυτός, συνόδευσαν ο ίδιος [*666]και ο αποβιώσας τον εφεσίβλητο στην τράπεζα προς εξασφάλιση της αρχικής δανειοδότησης των £5.000. Τη δε δέσμευση του αποβιώσαντος με την εγγύηση μέχρι £13.000, τη δέχθηκε ο μάρτυρας και στη δήλωση του Τεκμ. 11, και κατά την αντεξέταση του.

Με όλα τα ανωτέρω, ορθά το Δικαστήριο θεώρησε ότι το έδαφος ήταν στην ουσία κοινό.  Ταυτόχρονα, εύλογα θεωρείται ότι η μαρτυρία που δόθηκε κάλυψε και το δικογραφικό πρόβλημα. Όσον αφορά δε την υπεράσπιση ότι η όποια υποχρέωση του αποβιώσαντος εξέλιπε με την διευθέτηση της αγωγής αρ. 9823/00 και την απόσυρση του αποβιώσαντος και της Polygon ως τριτοδιάδικου, και πάλι η θέση του Δικαστηρίου ότι δεν υπήρξε δεδικασμένο ήταν απόρροια του γεγονότος ότι ουδεμία σαφής μαρτυρία τέθηκε ενώπιον του, και εν τέλει δεν ενδιέφερε ο λόγος απόσυρσης. Η εν λόγω αγωγή κατατέθηκε πρωτοδίκως ως Τεκμ. 13 και αφορούσε την αξίωση της τράπεζας εναντίον των εφεσιβλήτων και της εταιρείας για £20.603,45 πλέον τόκους και έξοδα. Αναφέρθηκε περαιτέρω ότι εκδόθηκε ειδοποίηση τριτοδιάδικου εναντίον του αποβιώσαντος, αλλά όπως φαίνεται από τη δηλωθείσα ενώπιον του Δικαστηρίου εκ συμφώνου απόφαση στις 3.11.2004, Τεκμ. 14, η αγωγή διευθετήθηκε με την επιδίκαση του ποσού των £13.816,65 πλέον τόκο και έξοδα, με τρίμηνη αναστολή, ενώ η τριτοδιάδικη διαδικασία αποσύρθηκε και απορρίφθηκε χωρίς έξοδα. Ουδέν δηλώθηκε ως προς οποιαδήποτε αποδέσμευση του αποβιώσαντος από την εγγύηση του και επομένως τα εκ των υστέρων αναφερόμενα κατά την έφεση από τον διαχειριστή της περιουσίας του αποβιώσαντος ως προς τη δημιουργία δεδικασμένου ή την οριστική επίλυση του ζητήματος, δεν ευσταθούν.  Άλλωστε, όπως παρατηρείται, η ειδοποίηση τριτοδιάδικου δεν κατατέθηκε στο πρωτόδικο Δικαστήριο, αλλά ακόμη και με τη λογική υπόθεση ότι με αυτή ζητείτο συνεισφορά από τον αποβιώσαντα ως προς την εγγύηση του, στο βαθμό που οι εφεσίβλητοι ήταν υπεύθυνοι στην τράπεζα ως εγγυητές, η απόσυρση, έστω και ανεπιφύλακτα της ειδοποίησης τριτοδιάδικου (ουδέν αναφέρεται εν πάση περιπτώσει στο τηρηθέν πρακτικό του Δικαστηρίου, Τεκμ. 14), δεν σήμαινε και απεμπόληση των δικαιωμάτων τους έναντι του αποβιώσαντος.

Δεν προσφέρεται η υπόθεση για μια σε βάθος ανάλυση της αρχής του δεδικασμένου. Είναι όμως φανερό ότι δεν δημιουργήθηκε δεδικασμένο per rem judicata, ούτε στη βάση απόφασης επί της ίδιας της αιτίας αγωγής («cause of action estoppel»), ούτε στη βάση απόφασης επί επιδίκου θέματος («issue estoppel»). [*667]Το δεδικασμένο προϋποθέτει τελεσίδικη απόφαση επί αγωγής ή ζητήματος εγερθέντος ενώπιον Δικαστηρίου μεταξύ των ιδίων διαδίκων, με την αυτή ιδιότητα. Οι διάδικοι δεν δεσμεύονται, ούτε κωλύονται εάν αποτύχουν να συνενώσουν ξέχωρες αιτίες αγωγής, έστω και αν απορρέουν από την ίδια συναλλαγή, (Phipson on Evidence 12η έκδ. σελ. 543, παρ. 1343). Οι διάδικοι πρέπει να ταυτίζονται ως προς την ιδιότητα τους, αλλά και να υπάρχει ταυτότητα επιδίκων θεμάτων, (Τάκη Ηλιάδη: «Το Δίκαιο της Απόδειξης» σελ. 92-94), το δε δεδικασμένο περιλαμβάνει και θέματα που μπορούσαν να προστεθούν στην ίδια αγωγή εφόσον αυτά αποτελούσαν μέρος της επίδικης διαφοράς, (Τσιακλίδης ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (2005) 1 Α.Α.Δ. 768). Περαιτέρω, η αγωγή ή η διαφορά πρέπει να έχει τελεσίδικα αποφασιστεί επί της ουσίας, (Κωστοπούλλου κ.ά. ν. Λοΐζου κ.ά. (2005) 1 Α.Α.Δ. 576).

Ορθά πρωτοδίκως εντοπίστηκε τόσο η έλλειψη συγκεκριμένης μαρτυρίας περί της ειδοποίησης τριτοδιάδικου, όσο και το γεγονός ότι δεν υπήρξε απόφαση επ’ αυτής. Οι διάδικοι ήταν διαφορετικοί, η Ελληνική Τράπεζα είχε εγείρει την αγωγή δυνάμει δανείου εναντίον της εταιρείας και των δύο εκ των τριών εγγυητών, η δε ειδοποίηση τριτοδιάδικου προφανώς αφορούσε τη συνεισφορά μεταξύ εγγυητών. Και ορθά εισηγείται η συνήγορος των εφεσιβλήτων στο περίγραμμα της, ότι ενώ με την αγωγή 9823/00, η σχέση μεταξύ των εδώ εφεσιβλήτων και του αποβιώσαντος, (έστω διά της ειδοποιήσεως τριτοδιάδικου), αφορούσε σχέση συνεγγυητών και χρεωστών έναντι της τράπεζας, με την υπό έφεση αγωγή, το θέμα μετατράπηκε σε σχέση πιστωτή και εγγυητή-χρεώστη.

Οι αγωγές αφορούσαν ουσιαστικά αυτή τη σχέση μεταξύ συνεγγυητών στη βάση των Άρθρων 104 και 105 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149. Εγγυητές για το αυτό χρέος θεωρούνται συνυπεύθυνοι εξίσου για την καταβολή του οφειλόμενου χρέους προς τον πιστωτή, στο βαθμό που αυτό δεν καταβλήθηκε από τον πρωτοφειλέτη. Εκτός και αν η σύμβαση εγγύησης προνοεί διαφορετικά, πράγμα που δεν ισχύει στην υπό κρίση περίπτωση. Εξόφληση χρέους είτε δυνάμει σύμβασης με τον πιστωτή, είτε ως αποτέλεσμα δικαστικής απόφασης, από ένα εκ των συνυπόχρεων εγγυητών, καθιστά τον έτερο ή έτερους εγγυητές, πιστωτές του εγγυητή που εκπλήρωσε τη δική του υποχρέωση στη βάση της συνυπόσχεσης, (δέστε σχετικά την Γεωργιάδης ν. Γεωργιάδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 1883). Η εγγύηση δίδει επίσης το δικαίωμα στον εγγυητή, με βάση το Άρθρο 98 του Κεφ. 149, να απαιτήσει [*668]ό,τι πλήρωσε για λογαριασμό και εκ μέρους του πρωτοφειλέτη, (Επιφανείου ν. Οδυσσέως (2001) 1 Α.Α.Δ. 161). Περαιτέρω, η εγγύηση του αποβιώσαντος, όπως και των εφεσιβλήτων δικαίως κρίθηκε ως συνεχής εγγύηση υπό το φως της διατύπωσης της σχετικής συμφωνίας και της νομολογίας, (δέστε Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ ν. T.G. & Sons Importing Ltd κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 180 και Γεωργίου ν. Τράπεζας Κύπρου (2009) 1 Α.Α.Δ. 862).

Τα Άρθρα 104 και 105 του Κεφ. 149, αντιστοιχούν στα Άρθρα 146 και 149 του Indian Contract Act και Specific Relief Acts, όπως τροποποιήθηκαν το 1963 (η παλαιά νομοθεσία ήταν του 1877) και εξηγούνται με περισσή συνάφεια, με αναγκαία παραδείγματα, στους Pollock & Mulla: Indian Contract and Specific Relief Acts 11η έκδ., Τόμος ΙΙ, σελ. 997-999. Η συνεισφορά μεταξύ συνεγγυητών αποτελεί αυτονόητη αρχή δικαίου, καλά καθιερωμένη. Ο εγγυητής δεν μπορεί να έχει αξίωση εναντίον συνεγγυητή του μέχρις ότου έχει πληρώσει πέραν του μεριδίου  που του αναλογεί, διότι τότε μόνον καθίσταται βέβαιη η αναγκαιότητα για την αναζήτηση της συνεισφοράς. Και όπως αναγράφεται:

«But a judgment against the surety at the suit of the creditor for the full amount of the quarantee ..... will have the same effect as payment for this purpose, and entitle the surety or his representatives to a declaration of the right to contribution; it seems that this is a matter of purely equitable jurisdiction.»

(δέστε επίσης τα όσα σχετικά αναφέρονται στο σύγγραμμα του Χριστάκη Λουκά: Σύμβαση Εγγύησης (1990), σελ. 201-203).

Εδώ, όχι μόνο υπήρξε απόφαση εναντίον των εφεσιβλήτων ως εγγυητών, αλλά η σχετική οφειλή καταβλήθηκε και η απόφαση εξοφλήθηκε.

Παραμένει ένα τελευταίο θέμα. Παραπονείται ο εφεσείων ότι ο διαχειριστής της περιουσίας του αποβιώσαντος δεν ήταν ο αδελφός του, όπως λανθασμένα ανέγραψε στο σκεπτικό του το Δικαστήριο, αλλά ο υιός του και ως εκ τούτου η απόφαση πρέπει να ανατραπεί. Στη σχετική αίτηση τροποποίησης, ημερ. 10.11.2008, συνεπεία του θανάτου, ο Borma Alikhani, περιγράφηκε στη συνοδευτική ένορκη δήλωση της Αντιγόνης Γαβριηλίδου, παρ. 3, ως αδελφός του αποβιώσαντος. Η πλευρά του εφε[*669]σείοντος και τότε εναγομένου, συμφώνησε στην τροποποίηση και ουδέν αντέτεινε (σελ. 59-60 των πρακτικών). Δεν νοείται επομένως σήμερα να παραπονείται για το ζήτημα. Άλλωστε, το λάθος του Δικαστηρίου είναι εντελώς τυπικό και ουδεμία επίπτωση είχε επί της ουσίας της απόφασης του, ενώ ο τίτλος τόσο επί της αποφάσεως, όσο και επί της εφέσεως, είναι βεβαίως ορθός. Η συγγένεια του διαχειριστή με τον αποβιώσαντα δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται στον τίτλο.

Οι εφέσεις απορρίπτονται, με έξοδα εναντίον του εφεσείοντος και υπέρ των εφεσιβλήτων, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

Οι εφέσεις απορρίπτονται με έξοδα.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο