Δαμιανού Σοφία ν. White Knight Holdings Limited και άλλων (2012) 1 ΑΑΔ 699

(2012) 1 ΑΑΔ 699

[*699]11 Απριλίου, 2012

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΣΟΦΙΑ ΔΑΜΙΑΝΟΥ,

Εφεσείoυσα,

v.

1.            WHITE KNIGHT HOLDINGS LIMITED,

2.            ΙΩΑΝΝΗ ΠΙΤΣΙΛΛΟΥ,

3.            FORNO TRADING LTD,

4.            LARCHFIELD CONSULTANTS LIMITED,

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 238/2008)

 

Χρηματιστήριο ― Απαίτηση επιστροφής χρημάτων που καταβλήθησαν κατόπιν παραστάσεων αναφορικά με την προοπτική εισαγωγής μετοχών στο Χρηματιστήριο ― Επικύρωση πρωτόδικης κρίσης με την οποία απορρίφθηκε η αξίωση λόγω αοριστιών και ασαφειών στη μαρτυρία της εφεσείουσας.

Απόδειξη ― Κατάθεση τεκμηρίων ― Η κατάθεση τεκμηρίων προς αναγνώριση δεν τα καθιστά μαρτυρία, εκτός αν κατατεθούν δεόντως ως τεκμήρια.

Απόδειξη ― Κατάθεση τεκμηρίων ― Η έλλειψη ένστασης από εναγόμενο στην κατάθεση κάποιων τεκμηρίων δεν σημαίνει ότι ο εναγόμενος υιοθετεί τα συγκεκριμένα έγγραφα ή ότι δεσμεύεται από το περιεχόμενό τους.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε αγωγή της εφεσείουσας – ενάγουσας με την οποία αξίωσε ποσό το οποίο σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της κατέβαλε στους εναγόμενους για την αγορά 10.000 συνήθων μετοχών των εναγομένων 1, ύστερα από παραστάσεις που της έγιναν αναφορικά με την προοπτική της εισαγωγής των πιο πάνω μετοχών στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου, κάτι που τελικά δεν επετεύχθη.

Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε μεταξύ άλλων ότι παρά τη [*700]διαπίστωσή του ότι η εφεσείουσα δεν είχε πει ψέματα, εν τούτοις δεν ήταν αξιόπιστη μάρτυρας, αφού η μαρτυρία της έβριθε κενών και αοριστιών.

Περαιτέρω, κατέληξε ότι η εφεσείουσα-ενάγουσα είχε αποτύχει να αποδείξει ότι της είχαν γίνει οποιεσδήποτε παραστάσεις από πλευράς οιουδήποτε των εναγομένων αναφορικά με την προοπτική εισαγωγής των τίτλων των εναγομένων 1 στο Χρηματιστήριο.

Με την έφεση υποστηρίχθηκε ότι:

α) ενώ έγινε δεκτό ότι η εφεσείουσα ήταν μάρτυρας αληθείας που δεν είχε πει ψέματα, ταυτόχρονα κρίθηκε ότι η μαρτυρία της δεν ήταν αξιόπιστη, αφού έβριθε κενών και αοριστίας.

β) η αναφορά του πρωτόδικου δικαστηρίου στο Νόμο 168(Ι)/2000 είναι λανθασμένη, αφού η ορθή αναφορά είναι ο Νόμος 168(Ι)/2002.

γ)  το δικαστήριο έκρινε την αξιοπιστία της βάσει λανθασμένου κριτηρίου, εκείνου του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, σφάλμα που εκθεμελίωνε τα συμπεράσματά του.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το δικαστήριο δεν είχε συγχύσει το θέμα της αξιοπιστίας με την απόσειση του βάρους απόδειξης, όπως ισχυριζόταν η εφεσείουσα.

2.  Όπως κατέληξε ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο, η μαρτυρία της εφεσείουσας ως σύνολο δεν ήταν αρκετή να αποδείξει τις προϋποθέσεις που θέτει η νομοθεσία για επιστροφή των χρημάτων.  Ουσιαστικά, εκτός από την απόδειξη της αγοράς των συγκεκριμένων μετοχών, ουδέν άλλο απέδειξε. Δεν υπήρχε μαρτυρία ότι προέβη στην αγορά μετοχών ύστερα από οποιανδήποτε παρότρυνση ή παράσταση οιουδήποτε των εφεσιβλήτων ότι οι τίτλοι των εφεσιβλήτων 1 θα εισήγοντο στο Χρηματιστήριο.

3.  Δεν ήταν ορθή η θέση  τη θέση της εφεσείουσας ότι επειδή τα συγκεκριμένα έγγραφα κατατέθηκαν χωρίς ένσταση των εναγομένων/εφεσιβλήτων, κατέστησαν κοινή μαρτυρία των διαδίκων.

4.  Η έλλειψη ένστασης από εναγόμενο στην κατάθεση κάποιων τεκμηρίων δεν σημαίνει ότι ο εναγόμενος υιοθετεί τα συγκεκριμένα έγγραφα ή ότι δεσμεύεται από το περιεχόμενό τους. Απλώς δεν έχει ένσταση στην κατάθεσή τους. Στην παρούσα υπόθεση, πολλώ [*701]δε μάλλον, γιατί η ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσιβλήτων πρωτοδίκως επιφύλαξε το δικαίωμά της να αντεξετάσει επί των εγγράφων.

5.  Ήταν προφανές ότι επρόκειτο για απλό τυπογραφικό λάθος γιατί ο Ν.168(Ι)/2000 που πράγματι αναφέρθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο, ήταν εντελώς άσχετος με την παρούσα υπόθεση.

6.  Το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου, όπως ήδη είδαμε και εξηγήσαμε πιο πάνω, ήταν καθόλα εύλογο και στηρίζετο στη διαπίστωση ότι η εφεσείουσα δεν απέδειξε στοιχειώδεις προϋποθέσεις που απαιτούνταν για επιστροφή των χρημάτων.

7.  Εν όψει της πρωτόδικης απορριπτικής απόφασης, αλλά και της τελικής κατάληξης της παρούσας έφεσης, η αντέφεση στερείτο πλέον αντικειμένου.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Η αντέφεση απορρίφθηκε χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Παπανδρέου ν. Τύλληρου (1992) 1 Α.Α.Δ. 157,

Κωνσταντινίδης ν. Κατζιή (1993) 1 Α.Α.Δ. 492,

Demeco Company Ltd v. Beckhoff Gasellchaft MBH (1988) 1. C.L.R. 82.

Έφεση.

Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Χριστοδουλίδου-Μέσσιου, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 12220/02), ημερομηνίας 23/5/2008.

Γ. Παπαθεοδώρου, για την Εφεσείουσα.

Α. Αθανασιάδου (κα) για κ.κ. Γεωργιάδη και Πελίδη, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει ο Δικαστής Νικολαΐδης.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Η εφεσείουσα-ενάγουσα αξιώνει ποσό [*702]£5.000 πλέον τόκους, το οποίο σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της κατέβαλε στους εναγόμενους στις 16.12.1999 για την αγορά 10.000 συνήθων μετοχών των εναγομένων 1, μετά από παραστάσεις που της έγιναν αναφορικά με την προοπτική της εισαγωγής των πιο πάνω μετοχών στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου, κάτι που τελικά δεν επετεύχθη.

Η εφεσείουσα ζήτησε επιστροφή των χρημάτων της με διπλοσυστημένη επιστολή, αλλά οι εφεσίβλητοι/εναγόμενοι αρνήθηκαν να ανταποκριθούν, με αποτέλεσμα η εφεσείουσα να καταφύγει στη δικαιοσύνη. Διαζευκτικά αξιώνει το πιο πάνω ποσό ως αποζημιώσεις για αθέτηση σύμβασης και/ή ως χρήματα που πληρώθηκαν για αντάλλαγμα που δεν πραγματοποιήθηκε.

Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι άνκαι η ενάγουσα κατέθεσε στο δικαστήριο την αλήθεια, όπως η ίδια την είχε αντιληφθεί, η αοριστία και τα κενά που παρουσιάστηκαν στη μαρτυρία της δημιούργησαν μία μέτρια γενική εικόνα της.

Έκρινε ακόμα ότι παρά τη διαπίστωσή του ότι η εφεσείουσα δεν είχε πει ψέματα, εν τούτοις δεν ήταν αξιόπιστη μάρτυρας, αφού η μαρτυρία της έβριθε κενών και αοριστιών. Περαιτέρω, αφού ανέλυσε τις νομοθετικές ρυθμίσεις κατέληξε ότι η εφεσείουσα-ενάγουσα είχε αποτύχει να αποδείξει ότι της είχαν γίνει οποιεσδήποτε παραστάσεις από πλευράς οιουδήποτε των εναγομένων αναφορικά με την προοπτική εισαγωγής των τίτλων των εναγομένων 1 στο Χρηματιστήριο. Το δικαστήριο σημειώνει ότι ακόμα και η ίδια η εφεσείουσα σαφώς ανέφερε ότι η μοναδική παράσταση και/ή διαβεβαίωση για την καλή επένδυση σε μετοχές των εναγομένων 1 ήταν τα όσα της είχε πει η Γεωργία, σύζυγος κάποιου Νεόφυτου, ο οποίος αντιλαμβανόμαστε ήταν διευθυντής του χρηματιστηριακού γραφείου Α.Α.Α. United Stockbrokers Ltd.

Η εφεσείουσα ουδέποτε είχε δει τον Νεόφυτο προσωπικά, ενώ όταν επισκέφθηκε το γραφείο του, συμπλήρωσε τη σχετική αίτηση αγοράς μετοχών στην παρουσία υπαλλήλου που δεν της ανέφερε οτιδήποτε σχετικά με την προοπτική εισαγωγής των μετοχών των εναγομένων 1 στο Χρηματιστήριο.

Το δικαστήριο τονίζει ακόμα ότι, ακόμα κι’ αν θεωρηθεί ότι ο Νεόφυτος ήταν άτομο που είχε προβεί σε παραστάσεις προς την εφεσείουσα, δεν ήταν αξιωματούχος των εναγομένων 1, των οποίων διευθυντές ήταν οι εναγόμενοι 2, 3 και 4.

[*703]Επισημάνθηκε ακόμα ότι στη διαδικασία δεν κατατέθηκε η αίτηση που υπέβαλε η εφεσείουσα για κτήση μετοχών των εφεσιβλήτων 1, ούτε το έγγραφο δημόσιας πρόσκλησης, με το οποίο οι εφεσίβλητοι 1, κατ’ ισχυρισμόν της εφεσείουσας, απευθύνονταν στο κοινό για αγορά μετοχών. Αν στα πιο πάνω προστεθεί και το γεγονός ότι δεν έχει αποδειχθεί από πλευράς εφεσείουσας, ότι έχει γίνει οποιαδήποτε παράσταση πληροφόρησης ή ενημέρωσής της από οποιονδήποτε των εναγομένων-εφεσιβλήτων, καθίσταται προφανής η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου. Όπως είναι η μαρτυρία της εφεσείουσας, οι οποιεσδήποτε παραστάσεις, αν τυχόν μπορούσαν να εκληφθούν ως τέτοιες, έγιναν από την Γεωργία, σύζυγο του Νεόφυτου, η οποία δεν είχε οποιαδήποτε σχέση με οποιονδήποτε των εφεσιβλήτων.

Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε έτσι ότι ελλείπουν σημαντικές προϋποθέσεις της νομοθεσίας για επιτυχή αξίωση επιστροφής των χρημάτων. Χαρακτηριστικά τονίζει ότι η εφεσείουσα απέτυχε να αποσείσει το βάρος απόδειξης που βρισκόταν στους ώμους της «αφού οι συνθήκες αγοράς των μετοχών από την ίδια με όσο ελεύθερο πνεύμα και αν μεταφραστούν, νομικά με βάση τη νομοθεσία και τη νομολογία δεν μπορεί να στοιχειοθετήσουν συμπέρασμα και/ή κατάληξη και/ή απόφαση του Δικαστηρίου ότι μπορούν να τύχουν εφαρμογής τα σχετικά άρθρα του νόμου».

Με την παρούσα έφεση υποστηρίζεται ότι ενώ έγινε δεκτό ότι η εφεσείουσα ήταν μάρτυρας αληθείας που δεν είχε πει ψέματα, ταυτόχρονα κρίθηκε ότι η μαρτυρία της δεν ήταν αξιόπιστη, αφού έβριθε κενών και αοριστίας.

Η εφεσείουσα με τον ίδιο λόγο έφεσης παραπονείται ότι ό η αναφορά του πρωτόδικου δικαστηρίου στο Νόμο 168(Ι)/2000 είναι λανθασμένη, αφού η ορθή αναφορά είναι ο Νόμος 168(Ι)/2002.

Από τα πιο πάνω, καταλήγει η εφεσείουσα, είναι προφανές ότι το δικαστήριο έκρινε την αξιοπιστία της βάσει λανθασμένου κριτηρίου, εκείνου του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, σφάλμα που εκθεμελιώνει τα συμπεράσματά του.

Η εφεσείουσα παραθέτοντας σχετική νομολογία (Παπανδρέου ν. Τύλληρου (1992) 1 Α.Α.Δ. 157 και Κωνσταντινίδης ν. Κατζιή (1993) 1 Α.Α.Δ. 492) καταλήγει ότι η αξιοπιστία των μαρτύρων διαχωρίζεται από την απόσειση του βάρους απόδειξης, σφάλμα το οποίο διέπραξε το πρωτόδικο δικαστήριο.

[*704]Δεν είναι έτσι τα πράγματα. Το δικαστήριο δεν φαίνεται να έχει συγχύσει το θέμα της αξιοπιστίας με την απόσειση του βάρους απόδειξης, όπως ισχυρίζεται η εφεσείουσα. Αντίθετα, είναι καθαρό ότι δέχθηκε τη μαρτυρία της ως αξιόπιστη με την έννοια ότι η εφεσείουσα κατέθεσε την αλήθεια για όσα γεγονότα γνώριζε, όμως η μαρτυρία της ήταν τόσο γεμάτη με κενά και αοριστίες που η αξίωσή της εναντίον των εναγομένων/εφεσιβλήτων δεν μπορούσε να αποδειχθεί. Όπως κατέληξε ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο, η μαρτυρία της εφεσείουσας ως σύνολο δεν ήταν αρκετή να αποδείξει τις προϋποθέσεις που θέτει η νομοθεσία για επιστροφή των χρημάτων. Ουσιαστικά, εκτός από την απόδειξη της αγοράς των συγκεκριμένων μετοχών, ουδέν άλλο απέδειξε. Δεν υπάρχει μαρτυρία ότι προέβη στην αγορά μετοχών ύστερα από οποιανδήποτε παρότρυνση ή παράσταση οιουδήποτε των εφεσιβλήτων ότι οι τίτλοι των εφεσιβλήτων 1 θα εισήγοντο στο Χρηματιστήριο.

Ο δεύτερος λόγος έφεσης αναφέρεται στα τεκμήρια 1, 2 και 3. Ουσιαστικά πρόκειται για το πιστοποιητικό μετοχών και τη διπλοσυστημένη επιστολή που η εφεσείουσα απέστειλε στους εφεσίβλητους 1, αξιώνοντας επιστροφή των χρημάτων της. Θα πρέπει να σημειώσουμε εξ αρχής ότι δεν συμφωνούμε με τη θέση της εφεσείουσας ότι επειδή τα συγκεκριμένα έγγραφα κατατέθηκαν χωρίς ένσταση των εναγομένων/εφεσιβλήτων, κατέστησαν κοινή μαρτυρία των διαδίκων.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας λανθασμένα αναφέρθηκε στην υπόθεση Demeco Company Ltd v. Beckhoff Gasellchaft MBH (1988) 1. C.L.R. 82, ως παρέχουσα ερείσματα στην επιχειρηματολογία του. Στην πιο πάνω υπόθεση απλώς έγινε διαχωρισμός μεταξύ τεκμηρίων που κατατίθενται ως τεκμήρια και αυτών που κατατίθενται ως τεκμήρια προς αναγνώριση. Τονίστηκε ότι η κατάθεση τεκμηρίων προς αναγνώριση δεν τα καθιστά μαρτυρία, εκτός αν κατατεθούν  δεόντως ως τεκμήρια.

Τα τεκμήρια 1, 2 και 3 κατατέθηκαν από την εφεσείουσα χωρίς ένσταση από τους εναγομένους. Όχι με τη συναίνεσή τους. Η έλλειψη ένστασης από εναγόμενο στην κατάθεση κάποιων τεκμηρίων δεν σημαίνει ότι ο εναγόμενος υιοθετεί τα συγκεκριμένα έγγραφα ή ότι δεσμεύεται από το περιεχόμενό τους. Απλώς δεν έχει ένσταση στην κατάθεσή τους. Στην παρούσα υπόθεση, πολλώ δε μάλλον, γιατί η ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσιβλήτων πρωτοδίκως επιφύλαξε το δικαίωμά της να αντεξετάσει επί των εγγράφων.

Με τον τρίτο λόγο έφεσης η εφεσείουσα υποστηρίζει ότι η κα[*705]τάληξη του δικαστηρίου ότι στη συγκεκριμένη υπόθεση δεν υφίστανται οι προαπαιτούμενες από το νόμο προϋποθέσεις για την επιστροφή των χρημάτων τα οποία κατέβαλε η εφεσείουσα προς τους εφεσίβλητους, είναι λανθασμένη.

Επεξηγώντας την πιο πάνω θέση, η εφεσείουσα υποστηρίζει ότι το δικαστήριο λανθασμένα θεώρησε ότι τυγχάνουν εφαρμογής οι πρόνοιες του Άρθρου 3(1) του Ν.168(Ι)/2000. Το δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει την υπόθεση δυνάμει των προνοιών του Ν.42(1)/2000, που ήταν ο νόμος που ετύγχανε εφαρμογής στην περίπτωσή της.

Είναι προφανές ότι πρόκειται για απλό τυπογραφικό λάθος γιατί ο Ν.168(Ι)/2000 που πράγματι αναφέρθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο, είναι εντελώς άσχετος με την παρούσα υπόθεση και είναι νόμος ο οποίος τροποποιεί τους περί Εκτάκτου Εισφοράς για την Άμυνα της Δημοκρατίας Νόμους.

Το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου, όπως ήδη είδαμε και εξηγήσαμε πιο πάνω, είναι καθόλα εύλογο και στηρίζεται στη διαπίστωση ότι η εφεσείουσα δεν απέδειξε στοιχειώδεις προϋποθέσεις που απαιτούνταν για επιστροφή των χρημάτων. Έτσι, η αναφορά στην όποια νομολογία προβαίνει η εφεσείουσα, δεν προσθέτει πολλά στην υπόθεσή της. Γι’ αυτό το λόγο η έφεση θα πρέπει να απορριφθεί.

Οι εφεσίβλητοι έχουν καταχωρήσει αντέφεση. Υποστηρίζουν ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ενάγουσα/εφεσείουσα δεν είχε πει ψέματα.  Παραπονούνται ότι το δικαστήριο αξιολόγησε μόνο την προφορική της μαρτυρία, παραλείποντας να αξιολογήσει τη μαρτυρία που δόθηκε υπό τη μορφή γραπτής δήλωσης.

Παραπονούνται, επίσης, ότι το συμπέρασμα ότι το πιστοποιητικό μετοχών, τεκμήριο 1, δεν εξυπακούει ότι εκδότης των επίδικων μετοχών είναι οι εφεσίβλητοι 1, είναι εσφαλμένο, ενώ το ορθό συμπέρασμα θα έπρεπε να είναι ότι το πιστοποιητικό μετοχών των εφεσιβλήτων 1 δεν εξυπακούει ότι η εφεσείουσα απέκτησε τις πιο πάνω μετοχές ύστερα από μεταβίβαση ή πώληση από τους εφεσίβλητους 1.

Οι εφεσίβλητοι 1, υποστηρίζουν ακόμα, ότι το δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι για να ευσταθεί η απαίτηση της εφεσείουσας δεν χρειαζόταν να αποδείξει προοπτική ή πα[*706]ραστάσεις εισαγωγής των τίτλων των εναγομένων 1 στο ΧΑΚ, ενώ τέλος, ισχυρίζονται, με τον τέταρτο λόγο αντέφεσης ότι στο μέτρο που το δικαστήριο θεώρησε ότι η εφεσείουσα δεν μπορεί να στηρίξει την απαίτησή της στο Άρθρο 3 (3) του Ν.42(Ι)/2000, μόνο επειδή δεν απέδειξε ότι οι εφεσίβλητοι της είχαν κάνει παραστάσεις για εισαγωγή ή προοπτική εισαγωγής των μετοχών των εφεσιβλήτων 1 στο ΧΑΚ, είναι λανθασμένο.

Εν όψει της πρωτόδικης απορριπτικής απόφασης, αλλά και της τελικής κατάληξης της παρούσας έφεσης, η αντέφεση στερείται πλέον αντικειμένου, αφού η όποια κατάληξη των λόγων αντέφεσης δεν προωθεί περαιτέρω την υπόθεση των εφεσιβλήτων. Όπως είναι γνωστό, τα δικαστήρια δεν προβαίνουν σε ακαδημαϊκά γυμνάσματα, αλλά προχωρούν μόνο στη λύση των διαφορών των διαδίκων.

Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή. Η αντέφεση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Η αντέφεση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

 

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο