Νικολάου Ανδρέας Χατζηγεωργίου ν. Νέα Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Αγλαντζιάς (2012) 1 ΑΑΔ 707

(2012) 1 ΑΑΔ 707

[*707]11 Απριλίου, 2012

[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΑΝΔΡΕΑΣ ΧΑΤΖΗΓΕΩΡΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ,

Εφεσείων,

ν.

ΝΕΑΣ ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΑΓΛΑΝΤΖΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Πολιτική Εφεση Αρ. 357/2008)

 

Διαιτησία ― Διαιτητική απόφαση ― Διαδικασία εγγραφής και εκτέλεσης διαιτητικής απόφασης ― Εφαρμοστέες αρχές ― Κατά πόσον ήταν ορθή η ακολουθητέα διαδικασία εγγραφής και εκτέλεσης από το πρωτόδικο Δικαστήριο ― Επικυρώθηκε κατ’ έφεση.

Διαιτησία ― Διαιτητική απόφαση ― Το επαρχιακό δικαστήριο κατά την ενάσκηση των εξουσιών του στα πλαίσια διαδικασίας εγγραφής και εκτέλεσης διαιτητικής απόφασης δεν ελέγχει την ορθότητα της διαιτητικής απόφασης ούτε υπεισέρχεται στην ουσία της διαφοράς ― Από την άλλη η διαδικασία δεν είναι απλώς τυπική εφόσον δι’ αυτής επιδιώκεται η πρόσδοση δικαστικής ισχύος στη διαιτητική απόφαση για σκοπούς εκτέλεσης μέσω του επαρχιακού δικαστηρίου.

Διαιτησία ― Διαιτητική απόφαση ― Εγγραφή διαιτητικής απόφασης ― Κάθε αίτηση που υποβάλλεται στο επαρχιακό δικαστήριο για εγγραφή και εκτέλεση διαιτητικής απόφασης πρέπει να επιδίδεται στο πρόσωπο προς το οποίο στρέφεται η διαιτητική απόφαση ώστε να έχει την ευκαιρία να προβάλει ο,τιδήποτε που ενδεχομένως έχει σχέση μόνο με το επίδικο θέμα της προώθησης της εγγραφής και εκτέλεσης της διαιτητικής απόφασης χωρίς το δικαστήριο να υπεισέρχεται σε άλλα θέματα αναγόμενα στην ουσία της διαφοράς αναφορικά με την οποία εκδόθηκε η διαιτητική απόφαση.

Ο εφεσείων αμφισβήτησε με έφεση την ορθότητα πρωτόδικης απόφασης με την οποία εκδόθηκε διάταγμα για εγγραφή και εκτέλεση διαιτητικής απόφασης η οποία εκδόθηκε στην απουσία του.

Η διαδικασία διαιτησίας είχε εγερθεί από Συνεργατική Πιστωτική [*708]εταιρεία σχετικά με δάνειο που είχε συνάψει ο εφεσείων και κατά την ημερομηνία που ήταν ορισμένη για Ακρόαση η διαιτητική διαδικασία, ο εφεσείων είχε ενημερώσει τον διαιτητή περί κωλύματος του να ήταν παρών, χωρίς ωστόσο να υποβάλει αίτημα αναβολής.

Ο Διαιτητής προχώρησε στην έκδοση απόφασης.

Κατά τη διαδικασία ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου ο εφεσείων καταχώρησε ένσταση και  χειρίστηκε ο ίδιος την υπόθεσή του χωρίς τη βοήθεια δικηγόρου.

Με την έφεση υποστηρίχθηκε ότι:

α) Η διαδικασία της διαιτησίας, στα πλαίσια της οποίας εκδόθηκε η διαιτητική απόφαση ήταν νομικώς τρωτή γεγονός το οποίο καθιστούσε μη επιτρεπτή την εγγραφή της για σκοπούς εκτέλεσης.

β) Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη και/ή δεν εκτίμησε σωστά τα νομικά ελαττώματα της διαδικασίας της διαιτησίας και τις απορρέουσες συνέπειες με αποτέλεσμα να αποδεχθεί την αίτηση για εγγραφή της διαιτητικής απόφασης και να εκδώσει σχετικό διάταγμα, αντί να απορρίψει την αίτηση.

γ)  Υπήρχαν νομικά ελαττώματα τα οποία έπλητταν  το κύρος και την ορθότητα της διαιτητικής διαδικασίας και κατ’ επέκταση την ορθότητα της εκκαλούμενης απόφασης.

δ) Κατά τη διαδικασία της διαιτησίας παραβιάστηκαν οι αρχές της φυσικής δικαιοσύνης αφενός γιατί ο διαιτητής δεν συγκατατέθηκε στο αίτημα αναβολής του εφεσείοντα με αποτέλεσμα ο τελευταίος να αποκλειστεί από τη διαδικασία και αφετέρου γιατί ο διαιτητής ως υπάλληλος της εφεσίβλητης δεν είχε υπέρ του το τεκμήριο της αμεροληψίας.

ε)  Η διαιτητική απόφαση δεν μπορούσε να εγγραφεί καθότι δεν επρόκειτο για διαιτητική απόφαση ληφθείσα με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 21 του περί Διαιτησίας Νόμου Κεφ. 4 δηλαδή, με βάση συνυποσχετικό διαιτησίας αλλά με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 52 του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου του 1985 και τροποποιήσεων.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Ο εφεσείων εγκαίρως έλαβε γνώση της ημερομηνίας κατά την [*709]οποία θα διεξαγόταν η διαιτησία και γραπτώς πληροφορήθηκε το αποτέλεσμα. Παρά το γεγονός ότι στην επιστολή του ανέφερε πως αδυνατούσε να εμφανιστεί στη διαιτησία εντούτοις δεν ζήτησε αναβολή της διαδικασίας της διαιτησίας.

2.  Ο εφεσείων με σχετική επιστολή του είχε εκ των προτέρων ζητήσει να του κοινοποιηθεί γραπτώς η απόφαση του διαιτητή προς τον οποίο είχε εκθέσει και τις θέσεις του επί της διαφοράς. Η αδυναμία του εφεσείοντα να εμφανιστεί κατά την ορισθείσα δικάσιμο της διαιτησίας σαφώς δεν μπορούσε υπό τις περιστάσεις να εκληφθεί ως αίτημα αναβολής.

3.  Ο            εφεσείων δεν στερήθηκε της ευκαιρίας να ακουστεί στη διαιτησία και οπωσδήποτε δεν στερήθηκε της ευκαιρίας να εφεσιβάλει τη διαιτητική απόφαση, δικαίωμα για το οποίο πληροφορήθηκε δεόντως με την επιστολή κοινοποίησης της διαιτητικής απόφασης.

4.  Η εφεσίβλητη, κατ’ εφαρμογή των προνοιών του πιο πάνω άρθρου αποτάθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας για την εγγραφή της διαιτητικής απόφασης για σκοπούς εκτέλεσης. Η διαδικασία, εξ αρχής μέχρι τέλους διατηρήθηκε στα πλαίσια του νόμου όπου το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά διαπίστωσε ότι η διαιτητική απόφαση μπορούσε να εγγραφεί στο επαρχιακό δικαστήριο εφόσον αυτή εκδόθηκε αρμοδίως από το διορισθέντα συμφώνως του νόμου διαιτητή και ότι αυτή γνωστοποιήθηκε στον εφεσείοντα.

5.  Ο πρωτόδικος δικαστής δεν είχε εξουσία να εξετάσει εξ ιδίας πρωτοβουλίας θέμα νομιμότητας διορισμού του διαιτητή. Το εν λόγω θέμα ως θέμα ουσίας, ενδεχομένως να μην μπορούσε καν να εξεταστεί πρωτοδίκως ακόμη και σε περίπτωση που αυτό θα εγειρόταν από το διάδικο ως εκφεύγον του δικαιοδοτικού πλαισίου της διαδικασίας.

6.  Στην προκείμενη περίπτωση το πρωτόδικο δικαστήριο ενήργησε στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του και ορθά εφάρμοσε τις προαναφερόμενες νομικές αρχές.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Κυριακίδου, Ε.Δ.), (Αίτηση Αρ. 931/07), ημερομηνίας 24/10/2008.

[*710]Ε. Ευσταθίου, για τον Εφεσείοντα.

Μ. Μαμαντόπουλος και Μ. Χλωρακιώτου, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Κραμβή, Δ..

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Κατά τον ουσιώδη χρόνο ο εφεσείων ήταν οφειλέτης της εφεσίβλητης Νέας Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Αγλαντζιάς. Μεταξύ των διαδίκων προέκυψε διαφορά και ο Εφορος Συνεργατικών Εταιρειών διόρισε διαιτητή για την επίλυση της διαφοράς. Ο διαιτητής με επιστολή του ημερ. 3.10.2007 κάλεσε τον εφεσείοντα να προσέλθει στο γραφείο της εφεσίβλητης στις 13.11.2007 και ώρα 9.20 π.μ. για να παραστεί στη διαδικασία επίλυσης της διαφοράς που προσδιοριζόταν στην εν λόγω επιστολή. Ο εφεσείων με επιστολή του ημερ. 12.11.2007 πληροφόρησε το διαιτητή ότι αδυνατούσε να παρευρεθεί στις 13.11.2007 κατά τη διαδικασία επίλυσης της διαφοράς. Ωστόσο δεν ζήτησε αναβολή της διαδικασίας. Μεταξύ άλλων ανέφερε στην επιστολή ότι το υπ’ αυτού οφειλόμενο ποσό ήταν ΛΚ 716,90 δηλαδή, μικρότερο του ποσού της αξίωσης. Στο τέλος της επιστολής αναφέρει,

«Αναμένω την απάντησή σας ως και την απόφαση της διαιτησίας 13.11.2007 γραπτώς. Είμαι δε έτοιμος προς διακανονισμό εξόφλησης του οφειλόμενου ποσού.»

Ο εφεσείων δεν εμφανίστηκε και στην απουσία του εκδόθηκε εναντίον του διαιτητική απόφαση για το ποσό των ΛΚ 2228,75 εντόκως προς 9% ετησίως από 13.11.2007 μέχρι εξοφλήσεως πλέον έξοδα διαιτησίας. Η διαιτητική απόφαση επιδόθηκε στον εφεσείοντα στις 14.11.2007. Ο εφεσείων δεν άσκησε έφεση κατά τα προβλεπόμενα στο Άρθρο 52(4) του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου (Νόμοι 1985-2005).

Η εφεσίβλητη, με αίτηση διά κλήσεως στο Επαρχιακό Δικαστήριο ημερ. 20.12.2007 ζήτησε άδεια για την εγγραφή και εκτέλεση της προαναφερόμενης διαιτητικής απόφασης. Ο εφεσείων καταχώρησε ένσταση και κατά την ακρόαση της αίτησης χειρίστηκε ο ίδιος την υπόθεσή του χωρίς τη βοήθεια δικηγόρου. Το πρωτόδικο δικαστήριο ενέκρινε την αίτηση και εξέδωσε σχετικό διάταγμα με έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης. Με την παρούσα έφεση, ο εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Κατά την [*711]ακρόαση της έφεσης ενώπιον του Εφετείου ο εφεσείων εκπροσωπήθηκε από δικηγόρο ο οποίος ανέπτυξε τους λόγους έφεσης οι οποίοι έχουν ως κεντρικό άξονα τη θέση ότι η διαδικασία της διαιτησίας, στα πλαίσια της οποίας εκδόθηκε η διαιτητική απόφαση είναι νομικώς τρωτή γεγονός το οποίο καθιστούσε μη επιτρεπτή την εγγραφή της για σκοπούς εκτέλεσης. Σύμφωνα με την εισήγηση, το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη και/ή δεν εκτίμησε σωστά τα νομικά ελαττώματα της διαδικασίας της διαιτησίας και τις απορρέουσες συνέπειες με αποτέλεσμα να αποδεχθεί την αίτηση για εγγραφή της διαιτητικής απόφασης και να εκδώσει σχετικό διάταγμα, αντί να απορρίψει την αίτηση.

Τα νομικά ελαττώματα τα οποία πλήττουν κατά τον εφεσείοντα το κύρος και την ορθότητα της διαιτητικής διαδικασίας και κατ’ επέκταση την ορθότητα της εκκαλούμενης απόφασης συνοπτικά είναι,

(1)   ο διαιτητής, ο οποίος ήταν υπάλληλος της εφεσίβλητης, διορίστηκε μονομερώς από τον Εφορο δηλαδή από την εφεσίβλητη. Ο εν λόγω διορισμός ήταν εκ προοιμίου αντίθετος με τις πρόνοιες του περί Διαιτησίας Νόμου Κεφ. 4 διότι,

(α) δεν υπεγράφη σχετικό συνυποσχετικό διαιτησίας,

(β) δεν ακολουθήθηκε η διαδικασία που προβλέπεται με βάση τον περί Διαιτησίας Νόμο προκειμένου περί διορισμού διαιτητή

(γ) ο διαιτητής ενήργησε εκτός των ορίων εξουσίας του,

(δ) ο ούτω διορισθείς διαιτητής είχεν αρνηθεί το εμφανιζόμενο στα Πρακτικά σελίδα 10 – 12 αίτημα του εφεσείοντος όπως αναβληθεί η διαδικασία διαιτησίας για λόγους υγείας που αφορούσαν το πρόσωπο του εφεσείοντος, ο οποίος εν πάση περιπτώσει είχεν αναφέρει τις ενστάσεις τις οποίες θα ήγειρε ενώπιον του διαιτητή κατά την διαδικασία διαιτησίας. Οι ενστάσεις αυτές αναφέρονταν στο ποσό και στην ίδια τη διαδικασία διαιτησίας. Αντ’ αυτού, ο διαιτητής χωρίς να εξετάσει το αίτημα και χωρίς αιτιολογία προχώρησε στην απουσία του εφεσείοντος στην «εκδίκαση» της διαιτησίας.

(ε) ο διαιτητής, προφανώς από «αυξημένο ζήλο», επεδίκασε στους εργοδότες του – εφεσίβλητους ποσό μεγαλύτερο από [*712]το ποσό το οποίο διεκδικούσαν στην διαιτησία, χωρίς να δώσει προς τούτο καμία απολύτως εξήγηση.

Ενόψει των πιο πάνω, ο εφεσείων καταλογίζει σφάλμα στο πρωτόδικο δικαστήριο επειδή παρέλειψε να εξετάσει και να διαπιστώσει ότι,

(α)   η διαιτητική απόφαση ήταν εντελώς αδικαιολόγητη και δεν έφερε τύπο τέτοιο ώστε να δύναται να προσβληθεί καθ΄ οιονδήποτε τρόπο από τον οιονδήποτε,

(β)   στην ουσία ο διαιτητής αποτελούσε υφιστάμενο προσωπικό ή συνδεδεμένο πρόσωπο με το ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη, δηλαδή την ΣΠΕ Αγλαντζιάς.

(γ)   αναιτιολόγητα απορρίφθηκε το αίτημά του για αναβολή της υπόθεσης καθώς και το αναιτιολόγητο της απόφασης να προχωρήσει στην απουσία του εφεσείοντα.

Υποβάλλεται ότι κατά τη διαδικασία της διαιτησίας παραβιάστηκαν οι αρχές της φυσικής δικαιοσύνης αφενός γιατί ο διαιτητής δεν συγκατατέθηκε στο αίτημα αναβολής του εφεσείοντα με αποτέλεσμα ο τελευταίος να αποκλειστεί από τη διαδικασία και αφετέρου γιατί ο διαιτητής ως υπάλληλος της εφεσίβλητης δεν είχε υπέρ του το τεκμήριο της αμεροληψίας. Υποβάλλεται επίσης ότι η προαναφερόμενη διαιτητική απόφαση δεν μπορούσε να εγγραφεί καθότι δεν επρόκειτο για διαιτητική απόφαση ληφθείσα με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 21 του περί Διαιτησίας Νόμου Κεφ. 4 δηλαδή, με βάση συνυποσχετικό διαιτησίας αλλά με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 52 του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου του 1985 και τροποποιήσεων.

Ο εφεσείων εγκαίρως έλαβε γνώση της ημερομηνίας κατά την οποία θα διεξαγόταν η διαιτησία και γραπτώς πληροφορήθηκε το αποτέλεσμα. Παρά το γεγονός ότι στην επιστολή του ανέφερε πως αδυνατούσε να εμφανιστεί στη διαιτησία εντούτοις δεν ζήτησε αναβολή της διαδικασίας της διαιτησίας. Εδώ θα υπενθυμίσουμε ότι ο εφεσείων με την προαναφερόμενη επιστολή του ημερ. 12.11.2007 είχε εκ των προτέρων ζητήσει να του κοινοποιηθεί γραπτώς η απόφαση του διαιτητή προς τον οποίο είχε εκθέσει και τις θέσεις του επί της διαφοράς. Ενόψει τούτου, έχουμε την άποψη ότι η αδυναμία του εφεσείοντα να εμφανιστεί κατά την ορισθείσα δικάσιμο της διαιτησίας σαφώς δεν μπορούσε υπό τις περιστάσεις να εκληφθεί ως αίτημα αναβολής. Θεωρούμε επίσης ότι ο εφεσεί[*713]ων δεν στερήθηκε της ευκαιρίας να ακουστεί στη διαιτησία και οπωσδήποτε δεν στερήθηκε της ευκαιρίας να εφεσιβάλει τη διαιτητική απόφαση, δικαίωμα για το οποίο πληροφορήθηκε δεόντως με την επιστολή κοινοποίησης της διαιτητικής απόφασης ημερ. 14.11.2007.

Νομικό έρεισμα της αίτησης αποτέλεσαν ο περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμος, Άρθρο 52(1-5), ο περί Διαιτησίας Νόμος Κεφ. 4, Άρθρα 2 και 21 και οι περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμοί. Το Άρθρο 52 του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου προνοεί,

«52.-(1) Οσάκις εγείρεται οιαδήποτε διαφορά αφορώσα τας εργασίας εγγεγραμμένης εταιρείας-

(α) μεταξύ μελών, πρώην μελών, προσώπων αξιούντων μέσω μελών κατατεθών, οφειλετών ή των εγγυητών τους. ή

(β) μεταξύ μέλους, πρώην μέλους ή προσώπου αξιούντος μέσω μέλους, πρώην μέλους ή αποβιώσαντος μέλους και της εταιρείας, της επιτροπείας ή του συμβουλίου αυτής ή οιουδήποτε αξιωματούχου, αντιπροσώπου ή υπαλλήλου της εταιρείας. ή

(γ) μεταξύ της εταιρείας ή της επιτροπείας ή του συμβουλίου αυτής και οιουδήποτε αξιωματούχου, αντιπροσώπου ή υπαλλήλου της εταιρείας. ή

(δ) μεταξύ της εταιρείας και οιασδήποτε ετέρας εγγεγραμμένης εταιρείας,

η τοιαύτη διαφορά θα παραπέμπηται υφ’ οιουδήποτε εξ αυτών εις τον Εφορον:

Νοείται ότι-

(α) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου σε καμιά περίπτωση δεν κωλύουν εγγεγραμμένη εταιρεία να προσφύγει σε αρμόδιο δικαστήριο στη Δημοκρατία ή σε άλλο κράτος εναντίον οποιουδήποτε.

(β) ως διαφορά που αφορά τις εργασίες εγγεγραμμένης εταιρείας κατά την έννοια του παρόντος άρθρου, λογίζεται και οποιαδήποτε οφειλή ή απαίτηση εγγεγραμμένης εταιρείας που έγινε αποδεκτή ή που δεν αμφισβητείται.

[*714](2) Ο Εφορος δύναται, επί τη λήψει της δυνάμει του εδαφίου (1) παραπομπής:

(α) να επιχειρήση συνδιαλλαγήν της διαφοράς. ή

(β) να παραπέμπη την διαφοράν προς επίλυσιν εις διαιτησίαν ήτις διεξάγεται συμφώνως προς τας διατάξεις της εκάστοτε ισχυούσης νομοθεσίας περί διαιτησίας.

(3) Εις περίπτωσιν παραπομπής υπό του Εφόρου της διαφοράς εις διαιτητήν ή διαιτητάς προς επίλυσιν, ο Εφορος κέκτηται εξουσίαν καθορισμού της αμοιβής του τοιούτου διαιτητού ή διαιτητών.

(4) Οιοσδήποτε θεωρεί τον εαυτόν του ηδικημένον από την απόφασιν οιουδήποτε διαιτητού ή διαιτητών δύναται να υποβάλη έφεσιν εις το Δικαστήριον εντός είκοσι και μιας ημερών από της ημερομηνίας της προς αυτόν γνωστοποιήσεως της αποφάσεως.

(5) Αν οποιαδήποτε απόφαση του διαιτητή ή των διαιτητών, με βάση το εδάφιο (2), δεν έχει εφεσιβληθεί στο δικαστήριο, σύμφωνα με το εδάφιο (4), ή αν η έφεση κατ’ αυτής εγκαταλειφθεί ή αποσυρθεί, η διαιτητική απόφαση είναι τελική και εκτελείται κατά τον ίδιο τρόπο ως αν να ήταν απόφαση πολιτικού δικαστηρίου.»

Η εφεσίβλητη, κατ’ εφαρμογή των προνοιών του πιο πάνω άρθρου αποτάθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας για την εγγραφή της διαιτητικής απόφασης για σκοπούς εκτέλεσης. Η διαδικασία, εξ αρχής μέχρι τέλους διατηρήθηκε στα πλαίσια του νόμου όπου το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά διαπίστωσε ότι η διαιτητική απόφαση μπορούσε να εγγραφεί στο επαρχιακό δικαστήριο εφόσον αυτή εκδόθηκε αρμοδίως από το διορισθέντα συμφώνως του νόμου διαιτητή και ότι αυτή γνωστοποιήθηκε στον εφεσείοντα. Ο πρωτόδικος δικαστής δεν είχε εξουσία να εξετάσει εξ ιδίας πρωτοβουλίας θέμα νομιμότητας διορισμού του διαιτητή. Το εν λόγω θέμα ως θέμα ουσίας, ενδεχομένως να μην μπορούσε καν να εξεταστεί πρωτοδίκως ακόμη και σε περίπτωση που αυτό θα εγειρόταν από το διάδικο ως εκφεύγον του δικαιοδοτικού πλαισίου της διαδικασίας.

Το επαρχιακό δικαστήριο κατά την ενάσκηση των εξουσιών του στα πλαίσια διαδικασίας εγγραφής και εκτέλεσης διαιτητικής από[*715]φασης δεν ελέγχει την ορθότητα της διαιτητικής απόφασης ούτε υπεισέρχεται στην ουσία της διαφοράς. Από την άλλη όμως, η διαδικασία δεν είναι απλώς τυπική εφόσον δι’ αυτής επιδιώκεται η πρόσδοση δικαστικής ισχύος στη διαιτητική απόφαση για σκοπούς εκτέλεσης μέσω του επαρχιακού δικαστηρίου διά της εφαρμογής των ανάλογων δικονομικών μέτρων που εφαρμόζονται για σκοπούς εκτέλεσης δικαστικών αποφάσεων. Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο κάθε αίτηση που υποβάλλεται στο επαρχιακό δικαστήριο για εγγραφή και εκτέλεση διαιτητικής απόφασης πρέπει να επιδίδεται στο πρόσωπο προς το οποίο στρέφεται η διαιτητική απόφαση ώστε να έχει την ευκαιρία να προβάλει ο,τιδήποτε που ενδεχομένως έχει σχέση μόνο με το επίδικο θέμα της προώθησης της εγγραφής και εκτέλεσης της διαιτητικής απόφασης χωρίς το δικαστήριο να υπεισέρχεται σε άλλα θέματα αναγόμενα στην ουσία κλπ της διαφοράς αναφορικά με την οποία εκδόθηκε η διαιτητική απόφαση. Βασική προϋπόθεση για την εγγραφή της διαιτητικής απόφασης είναι η διαπίστωση ότι η εν λόγω απόφαση, φέρει τα απαραίτητα χαρακτηριστικά στοιχεία έγκυρης διαιτητικής απόφασης και ότι γνωστοποιήθηκε στο πρόσωπο εναντίον του οποίου στρέφεται. Στην προκείμενη περίπτωση το πρωτόδικο δικαστήριο ενήργησε στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του και ορθά εφάρμοσε τις προαναφερόμενες νομικές αρχές.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο