Κώστας Παφίτης & Υιοί Λτδ ν. Γενικού Εισαγγελέα της Κυπριακής Δημοκρατίας (2012) 1 ΑΑΔ 745

(2012) 1 ΑΑΔ 745

[*745]25 Απριλίου, 2012

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., XATZHXAMΠΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]

ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΦΙΤΗΣ & ΥΙΟΙ ΛΤΔ,

Εφεσείοντες-Ενάγοντες,

v.

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσιβλήτου-Εναγομένου.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 204/2009)

 

Πολιτική Δικονομία ― Αίτηση τροποποίησης ― Έφεση εναντίον πρωτόδικης απόφασης με την οποία επιτράπηκε αίτηση τροποποίησης υπεράσπισης που καταχωρήθηκε τρεισήμισι χρόνια μετά την καταχώρηση της ― Επικυρώθηκε κατ’ έφεση.

Πολιτική Δικονομία ― Αίτηση τροποποίησης ― Η τάση της νομολογίας δείχνει φιλελεύθερη προσέγγιση, εκτός στις περιπτώσεις που διαπιστώνεται κακοπιστία και ζημιά ή αδικία η οποία δεν μπορεί να αποζημιωθεί με έξοδα ― Επιτρέπεται σε κάθε στάδιο της διαδικασίας δεδομένου ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις που την καθιστούν απαραίτητη για την αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης.

Πολιτική Δικονομία ― Αίτηση τροποποίησης ― Επιτρέπεται κατά κανόνα εφόσον δεν προκαλείται ανεπανόρθωτη ζημιά στον αντίδικο δηλαδή ζημιά άλλη από εκείνη που μπορεί να θεραπευθεί με την έκδοση της κατάλληλης διαταγής ως προς τα έξοδα.

Πολιτική Δικονομία ― Αίτηση τροποποίησης ― Για να αποδειχθεί κακοπιστία, χρειάζεται επαρκής μαρτυρία από την οποία να εξάγεται αβίαστα το σχετικό συμπέρασμα, εφόσον με τη διαπίστωση ύπαρξης κακοπιστίας, η αίτηση  συνήθως οδηγείται σε απόρριψη ― Ακόμη και στις περιπτώσεις που επιδιώκεται η εισαγωγή νέας βάσης αγωγής, που δεν έχει παραγραφεί, η οποία θεωρείται πολύ πιο σοβαρή δικονομική ενέργεια από την εισαγωγή νέας βάσης υπεράσπισης, η αίτηση τροποποίησης δεν οδηγείται χωρίς άλλο σε απόρριψη, αλλά ο παράγοντας αυτός συνεκτιμάται με τα υπόλοιπα στοιχεία.

[*746]Οι εφεσείοντες αμφισβήτησαν με έφεση πρωτόδικη απόφαση με την οποία επιτράπηκε στους εφεσίβλητους-εναγόμενους να τροποποιήσουν την έκθεση υπεράσπισης τους τρεισήμισι χρόνια μετά την καταχώρηση της.

Οι Εφεσείοντες είχαν ενάγει τους Εφεσίβλητους για ζημιές που υπέστησαν ως αποτέλεσμα παραβίασης όρων γραπτής συμφωνίας για εκτέλεση τεχνικών έργων.

Με την έφεση υποστηρίχθηκε ότι:

Α) Ήταν εσφαλμένη η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου σύμφωνα με την οποία εκρίθη ότι:- (1) η αίτηση για τροποποίηση δεν καταχωρίστηκε με υπέρμετρη καθυστέρηση, (2) αυτή δεν ήταν αποτέλεσμα κακοπιστίας και κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας, (3) δεν εισήγαγε νέα βάση υπεράσπισης, (4) με την τροποποίηση θα εξοικονομείτο χρόνος και (5) ότι δεν παραβιαζόταν το συνταγματικό δικαίωμα των Εφεσειόντων που απορρέει από το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος που επιτάσσει τη διεξαγωγή της δίκης μέσα σε εύλογο χρόνο.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η τροποποίηση της δικογραφίας επιτρέπεται σε κάθε στάδιο της διαδικασίας δεδομένου ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις που την καθιστούν απαραίτητη για την αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης.

2.  Όπως ορθά επεσήμανε το πρωτόδικο δικαστήριο, υπήρξε καθυστέρηση, αλλά αυτή δεν ήταν ούτε υπέρμετρη, ούτε αδικαιολόγητη. Η αίτηση για τροποποίηση μπορεί να καταχωρίστηκε περίπου τριάμισι χρόνια μετά την καταχώρηση της Έκθεσης Υπεράσπισης, αλλά δόθηκαν τέτοιες εξηγήσεις, που εύλογα το δικαστήριο τις συνυπολόγισε με τους υπόλοιπους παράγοντες προτού αποφασίσει.

3.  Όπως αναφέρθηκε, η υπόθεση ήταν σχετικά περίπλοκη. Απόδειξη τούτου, είναι ότι ο δικηγόρος των Εφεσειόντων χρειάστηκε 14 ολόκληρες σελίδες για να διατυπώσει το αγώγιμο δικαίωμα του πελάτη του.

4.  Η καθυστέρηση που παρατηρήθηκε μέχρι την καταχώρηση της αίτησης για τροποποίηση, οφειλόταν στη διαδικασία που τα διάδικα μέρη επέλεξαν να ακολουθήσουν με την ανοχή του δικαστηρίου και δε μπορούσε η όλη καθυστέρηση που παρατηρήθηκε, να αποδοθεί απο[*747]κλειστικά στο χρόνο καταχώρησης της αίτησης για τροποποίηση.

5.  Εν πάση περιπτώσει, η ακρόαση της αγωγής δεν είχε ακόμη ξεκινήσει ώστε να προστίθετο ως επιβαρυντικός παράγοντας και ο κίνδυνος εκτροχιασμού της δίκης.

6.  Δεν είχε αποδειχθεί κακοπιστία εκ μέρους του Εφεσιβλήτου. Το μόνο στοιχείο που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, ήταν ότι ο Εφεσίβλητος γνώριζε από πολλού ότι η Έκθεση Υπεράσπισης έχρηζε τροποποίησης και δεν έπραξε οτιδήποτε.  Όμως ο Εφεσίβλητος εξήγησε ότι για ένα μέρος του χρόνου, ανέμενε συμπληρωματικά γεγονότα από το μηχανικό του έργου, ο οποίος ήταν άρρωστος.

7. Όμως, ακόμη και αν η καθυστέρηση οφειλόταν σε λάθος ή σε αμέλεια, με κανένα τρόπο δεν θα μπορούσε να εξισωθεί με κακοπιστία.

8.  Η προσθήκη νέων υπερασπίσεων, δεν έχει την ίδια δυναμική, εφόσον ο ενάγων έχει πάντοτε τη δυνατότητα να αντικρούσει τους όποιους ισχυρισμούς, με την Απάντησή του στην Υπεράσπιση. Όμως, ακόμη και στις περιπτώσεις που επιδιώκεται η εισαγωγή νέας βάσης αγωγής, η οποία δεν έχει παραγραφεί, η οποία θεωρείται πολύ πιο σοβαρή δικονομική ενέργεια από την εισαγωγή νέας βάσης υπεράσπισης, η αίτηση τροποποίησης δεν οδηγείται χωρίς άλλο σε απόρριψη, αλλά ο παράγοντας αυτός συνεκτιμάται με τα υπόλοιπα στοιχεία.

9.  Στην προκειμένη περίπτωση, με την επιδιωκόμενη τροποποίηση έγινε παραδεχτό ένα σημαντικό μέρος των γεγονότων, κάτι που ορθά κρίθηκε ότι θα συνέβαλλε στον περιορισμό των επίδικων θεμάτων και στην εξοικονόμηση δικαστικού χρόνου. Δεν ήταν ορθή η θέση των Εφεσειόντων ότι με το σύνολο των τροποποιήσεων δεν θα εξοικονομείτο δικαστικός χρόνος.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Χριστοδούλου ν. Χριστοδούλου κ.ά. (1991) 1 Α.Α.Δ. 934,

Φοινιώτης ν. Greenmar Navigation (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 33,

Federal Bank of Lebanon v. Σιακόλα (1999) 1 Α.Α.Δ. 44,

[*748]Χρίστου ν. Αζά (1992) 1 Α.Α.Δ. 704.

Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Σολωμονίδης, Π.Ε.Δ.),  (Αγωγή Αρ. 2621/05), ημερομηνίας 30/6/2009.

Κ. Χατζηπιέρας, για τους Εφεσείοντες.

Ε. Φλουρέντζου (κα), για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Ερωτοκρίτου.

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Οι Εφεσείοντες το 2005 ενήγαγαν τους Εφεσίβλητους για ζημιές που υπέστησαν ως αποτέλεσμα παραβίασης όρων γραπτής συμφωνίας για εκτέλεση τεχνικών έργων. Το 2006 καταχωρίστηκε η Έκθεση Υπεράσπισης, ενώ το 2009, δηλαδή τριάμισι χρόνια μετά την καταχώρηση της Έκθεσης Υπεράσπισης, ο Εφεσίβλητος καταχώρησε Αίτηση για τροποποίησή της. Υπήρξε ισχυρισμός ότι ως αποτέλεσμα «κολοσσιαίου λάθους ή και αβλεψίας» για πολλά γεγονότα, υπήρξε άρνηση, ενώ θα έπρεπε αυτά να είχαν γίνει παραδεχτά. Περαιτέρω και πάλιν από αβλεψία ή καλόπιστο λάθος, κάποια άλλα γεγονότα τα οποία υποστηρίζονται από έγγραφα, δεν είχαν περιληφθεί στην Έκθεση Υπεράσπισης και για σκοπούς πληρότητας και δίκαιης δίκης θα έπρεπε να περιληφθούν, ώστε να γνωρίζει καλύτερα και η άλλη πλευρά τις θέσεις της υπεράσπισης.

Οι Εφεσίβλητοι έφεραν ένσταση ισχυριζόμενοι ότι η αίτηση: (1) δεν είναι αποτέλεσμα καλόπιστου λάθους ή αβλεψίας, αλλά προσπάθεια πρόκλησης περαιτέρω καθυστέρησης στην εκδίκαση της αγωγής, (2) εισάγει νέα βάση αγωγής, (3) θα προκαλέσει ανεπανόρθωτη βλάβη στους Εφεσίβλητους και (4) είναι δικονομικά παράτυπη.

Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού ανέλυσε λεπτομερώς τη νομολογία, απέρριψε όλους τους λόγους ένστασης και ενέκρινε την αίτηση, διατάσσοντας όπως σε 15 μέρες από τη σύνταξη του διατάγματος καταχωρηθεί η τροποποιημένη Έκθεση Υπεράσπισης και 15 μέρες μετέπειτα η τροποποιημένη Απάντηση στην Υπεράσπιση.  [*749]Επίσης διέταξε όπως τόσο τα έξοδα της αίτησης όσο και τα έξοδα που χάνονται λόγω της τροποποίησης, παρά το αποτέλεσμα της αίτησης, καταβληθούν στους Εφεσείοντες.

Με την έφεσή τους οι Εφεσείοντες προβάλλουν ότι είναι εσφαλμένη η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου:- (1) ότι η αίτηση για τροποποίηση δεν καταχωρίστηκε με υπέρμετρη καθυστέρηση, (2) ότι αυτή δεν είναι αποτέλεσμα κακοπιστίας και κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας, (3) ότι δεν εισάγει νέα βάση υπεράσπισης, (4) ότι με την τροποποίηση θα εξοικονομηθεί χρόνος και (5) ότι δεν παραβιάζεται το συνταγματικό δικαίωμα των Εφεσειόντων που απορρέει από το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος που επιτάσσει τη διεξαγωγή της δίκης μέσα σε εύλογο χρόνο.

Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί του θέματος της τροποποίησης, είναι πλουσιότατη.  Η τάση της νομολογίας δείχνει φιλελεύθερη προσέγγιση, εκτός στις περιπτώσεις που διαπιστώνεται κακοπιστία και ζημιά ή αδικία η οποία δεν μπορεί να αποζημιωθεί με έξοδα (βλ. Χριστοδούλου ν. Χριστοδούλου κ.ά. (1991) 1 Α.Α.Δ. 934). Η κλασσική επαναδιατύπωση των νομολογιακών αρχών δόθηκε από τον Πική, Δ., όπως ήταν τότε, στην υπόθεση Φοινιώτης ν. Greenmar Navigation (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 33, στην οποία οι αρχές συνοψίστηκαν ως εξής:-

«(1) Η τροποποίηση της δικογραφίας επιτρέπεται σε κάθε στάδιο της διαδικασίας δεδομένου ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις που την καθιστούν απαραίτητη για την αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης.

(2) Στον προσδιορισμό των συμφερόντων της δικαιοσύνης όπως διαγράφονται στην συγκεκριμένη υπόθεση συνεκτιμούνται και οι επιπτώσεις από την τροποποίηση στα δικαιώματα και συμφέροντα του αντιδίκου. Η διεξαγωγή της δίκης μέσα σε εύλογο χρόνο καθιερώνεται από το Άρθρο 30.2 του συντάγματος ως θεμελιώδες δικαίωμα του κάθε διάδικου.

(3) Η τροποποίηση επιτρέπεται κατά κανόνα εφόσον δεν προκαλείται ανεπανόρθωτη ζημιά στον αντίδικο δηλαδή ζημιά άλλη από εκείνη που μπορεί να θεραπευθεί με την έκδοση της κατάλληλης διαταγής ως προς τα έξοδα. Το αποδεικτικό βάρος για τη αιτιολόγηση του αιτήματος και της καθυστέρησης στην διατύπωση των θέσεων του αιτητή ποικίλλει ανάλογα με το στάδιο κατά το οποίο υποβάλλεται η αίτηση. Όσο μεγαλύτερη είναι η καθυστέρηση ανάλογα επαυξάνει και [*750]το βάρος το οποίο πρέπει να αποσείσει ο αιτητής για την έκδοση διατάγματος για την τροποποίηση.

(4) Η έναρξη της δίκης δεν δημιουργεί ανυπέρβλητο εμπόδιο στην επιδίωξη της τροποποίησης υπεράσπισης. Στο στάδιο αυτό όμως η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκείται με φειδώ, λαμβάνοντας υπόψη τον εκτροχιασμό της δίκης από τη προσδιορισθείσα πορεία και τις αναπόφευκτες επιπτώσεις στα δικαιώματα του αντιδίκου. Στην υπόθεση Hipgrave v. Case, 28 Ch. D. 361 υποδείχθηκε ότι το Δικαστήριο αντιμετωπίζει με διστακτικότητα αιτήσεις για τροποποίηση της δικογραφίας κατά την δίκη.»

Στην προκειμένη περίπτωση οι Εφεσείοντες με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλουν ότι υπήρξε τέτοια καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης, που το πρωτόδικο δικαστήριο δεν θα έπρεπε να εγκρίνει την αίτηση τροποποίησης. Δεν συμφωνούμε. Ο παράγοντας καθυστέρησης λαμβάνεται υπόψη όμως, σύμφωνα με τη νομολογία, δεν είναι καθοριστικός στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου, αλλά συνυπολογίζεται με όλους τους υπόλοιπους παράγοντες. Όπως ορθά επεσήμανε το πρωτόδικο δικαστήριο, υπήρξε καθυστέρηση, αλλά αυτή δεν ήταν ούτε υπέρμετρη, ούτε αδικαιολόγητη. Η αίτηση για τροποποίηση μπορεί να καταχωρίστηκε περίπου τριάμισι χρόνια μετά την καταχώρηση της Έκθεσης Υπεράσπισης, αλλά δόθηκαν τέτοιες εξηγήσεις, που εύλογα το δικαστήριο τις συνυπολόγισε με τους υπόλοιπους παράγοντες προτού αποφασίσει. Όπως αναφέρθηκε, η υπόθεση ήταν σχετικά περίπλοκη. Απόδειξη τούτου, είναι ότι ο δικηγόρος των Εφεσειόντων χρειάστηκε 14 ολόκληρες σελίδες για να διατυπώσει το αγώγιμο δικαίωμα του πελάτη του. Πέραν τούτου, ο Εφεσίβλητος ανέφερε ότι προτού καταχωρηθεί η αίτηση τροποποίησης, αναμενόταν συμπληρωματική έκθεση γεγονότων από το Μηχανικό του Τμήματος Δημοσίων Έργων, η οποία καθυστέρησε επειδή ήταν άρρωστος. Για όλα αυτά δεν υπήρξε αντεξέταση, ούτε και τέθηκαν ενώπιον του δικαστηρίου άλλα στοιχεία που να δείχνουν ότι με την καθυστέρηση που είχε σημειωθεί δημιουργούνταν ανυπέρβλητα προβλήματα, ώστε να επηρεάζονται ανεπανόρθωτα τα δικαιώματα των Εφεσειόντων (βλ. Χριστοδούλου ν. Χριστοδούλου (1991) 1 Α.Α.Δ. 934, στη σελ. 939 και Federal Bank of Lebanon v. Σιακόλα (1999) 1 Α.Α.Δ. 44). Η καθυστέρηση που παρατηρήθηκε μέχρι την καταχώρηση της αίτησης για τροποποίηση, οφειλόταν στη διαδικασία που τα διάδικα μέρη επέλεξαν να ακολουθήσουν με την ανοχή του δικαστηρίου και δε μπορεί η όλη καθυστέρηση που παρατηρήθηκε, να αποδοθεί αποκλειστικά στο χρόνο κατα[*751]χώρησης της αίτησης για τροποποίηση. Εν πάση περιπτώσει, η ακρόαση της αγωγής δεν είχε ακόμη ξεκινήσει ώστε να προστίθεται ως επιβαρυντικός παράγοντας και ο κίνδυνος εκτροχιασμού της δίκης.

Οι Εφεσείοντες παραπονούνται επίσης ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα βρήκε ότι ο Εφεσίβλητος δεν ήταν κακόπιστος.  Δεν συμφωνούμε ότι έχει αποδειχθεί κακοπιστία εκ μέρους του Εφεσιβλήτου. Η διαπίστωση κακοπιστίας είναι ζήτημα που ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου και το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όπου διαπιστωθεί ότι το πρωτόδικο δικαστήριο άσκησε εσφαλμένα τη διακριτική του ευχέρεια. Για να αποδειχθεί κακοπιστία, χρειάζεται επαρκής μαρτυρία από την οποία να εξάγεται αβίαστα το σχετικό συμπέρασμα, εφόσον με τη διαπίστωση ύπαρξης κακοπιστίας, η αίτηση  συνήθως οδηγείται σε απόρριψη.  Όμως, στην προκειμένη περίπτωση, δεν έχουμε εντοπίσει σαφή στοιχεία που να υποστηρίζουν τους ισχυρισμούς των Εφεσειόντων, περί ύπαρξης κακοπιστίας. Το μόνο στοιχείο που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, είναι ότι ο Εφεσίβλητος γνώριζε από πολλού ότι η Έκθεση Υπεράσπισης έχρηζε τροποποίησης και δεν έπραξε οτιδήποτε. Όμως ο Εφεσίβλητος εξήγησε ότι για ένα μέρος του χρόνου, ανέμενε συμπληρωματικά γεγονότα από το μηχανικό του έργου, ο οποίος ήταν άρρωστος. Όμως, ακόμη και αν η καθυστέρηση οφειλόταν σε λάθος ή σε αμέλεια, με κανένα τρόπο δεν θα μπορούσε να εξισωθεί με κακοπιστία. Δεν έχουν τεθεί ενώπιον μας στοιχεία που να δείχνουν ή από τα οποία εμείς να συμπεράνουμε ότι σκόπιμα καθυστέρησε η καταχώρηση της αίτησης με απώτερο στόχο την καθυστέρηση της εκδίκασης της αγωγής.

Οι Εφεσείοντες προβάλλουν επίσης στα πλαίσια του τρίτου λόγου έφεσης, ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έπρεπε να επιτρέψει την τροποποίηση, εφόσον με αυτή προστίθεντο νέες βάσεις υπεράσπισης. Συνήθως η συγκεκριμένη ένσταση εγείρεται σε περιπτώσεις που γίνεται προσπάθεια να προστεθούν νέες βάσεις αγωγής εντελώς διαφορετικές από τις αρχικές, κάτι το οποίο θεωρείται ότι τείνει να περιπλέξει τα επίδικα θέματα. Ορισμένες φορές μάλιστα, οι νέες αιτίες αγωγής ενδέχεται να έχουν παραγραφεί.  Όμως η προσθήκη νέων υπερασπίσεων, δεν έχει την ίδια δυναμική, εφόσον ο ενάγων έχει πάντοτε τη δυνατότητα να αντικρούσει τους όποιους ισχυρισμούς, με την Απάντησή του στην Υπεράσπιση (βλ. Σύγγραμμα Annual Practice 1958, σελ. 627). Όμως, ακόμη και στις περιπτώσεις που επιδιώκεται η εισαγωγή νέας βάσης αγωγής, η οποία δεν έχει παραγραφεί, η οποία θεωρείται πολύ πιο σοβαρή δικονομική ενέργεια από την εισαγωγή νέας βάσης υπερά[*752]σπισης, η αίτηση τροποποίησης δεν οδηγείται χωρίς άλλο σε απόρριψη, αλλά ο παράγοντας αυτός συνεκτιμάται με τα υπόλοιπα στοιχεία (βλ. Χρίστου ν. Αζά (1992) 1 Α.Α.Δ. 704, 707).

Στην προκειμένη περίπτωση, με την επιδιωκόμενη τροποποίηση έγινε παραδεχτό ένα σημαντικό μέρος των γεγονότων, κάτι που ορθά κρίθηκε ότι θα συμβάλει στον περιορισμό των επίδικων θεμάτων και στην εξοικονόμηση δικαστικού χρόνου, εφόσον δεν θα χρειαστεί μαρτυρία, αντεξέταση και ενασχόληση στο στάδιο των αγορεύσεων με ό,τι θα μπορούσε να προκύψει από τέτοια μαρτυρία. Οι υπόλοιπες τροποποιήσεις κατά την κρίση μας ορθά κρίθηκαν αναγκαίες, αφού τείνουν να διασαφηνίσουν περαιτέρω τις θέσεις του Εφεσίβλητου, κάτι που θα αποβεί προς όφελος της καλύτερης απονομής της δικαιοσύνης. Δεν συμφωνούμε με το δικηγόρο των Εφεσειόντων ότι με το σύνολο των τροποποιήσεων δεν θα εξοικονομηθεί δικαστικός χρόνος.

Με τον τελευταίο λόγο έφεσης, προσβάλλεται η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου, να λάβει υπόψη την παραβίαση του δικαιώματος των Εφεσειόντων για περάτωση της δίκης μέσα σε εύλογα χρονικά όρια, με αποτέλεσμα να πλήττονται τα δικαιώματα του που απορρέουν από το Σύνταγμα.

Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί. Ο εύλογος χρόνος μέσα στον οποίο θα πρέπει να εκδικαστεί μια υπόθεση, εξαρτάται από τα ιδιαίτερα περιστατικά της. Στην προκειμένη περίπτωση, συνεκτιμώντας όλα τα στοιχεία, δεν έχουμε πειστεί ότι παραβιάστηκε το συγκεκριμένο δικαίωμα των Εφεσειόντων. Αντίθετα, θα λέγαμε ότι ενώ η διαδικασία της τροποποίησης θα ολοκληρωνόταν μέσα σ’ ένα μήνα, με την αχρείαστη, κατά την κρίση μας, ένσταση και έφεση που άσκησαν οι Εφεσείοντες, η εκδίκαση της αγωγής καθυστέρησε για άλλα δύο περίπου χρόνια. Τα συμφέροντα των διαδίκων και ταυτόχρονα της δικαιοσύνης, εξυπηρετούνται με το να τεθούν όλα τα αναγκαία στοιχεία ενώπιον του δικαστηρίου, πράγμα, που φαίνεται ότι πρωτίστως στόχευε η έγκριση της αίτησης από το πρωτόδικο δικαστήριο. Το μόνο που απομένει τώρα, είναι οι διάδικοι να προχωρήσουν χωρίς άλλη καθυστέρηση, στην εκδίκαση της αγωγής, ώστε να διεκπεραιωθεί το συντομότερο δυνατό.

Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ του Εφεσίβλητου, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο