Εκδόσεις Αρκτίνος Λτδ ν. Κυριάκου Παπακυριάκου (2012) 1 ΑΑΔ 774

(2012) 1 ΑΑΔ 774

[*774]30 Απριλίου, 2012

[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΡΚΤΙΝΟΣ ΛΤΔ,

Εφεσείοντες-Εναγόμενοι,

v.

ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΠΑΠΑΚΥΡΙΑΚΟΥ,

Εφεσιβλήτου-Ενάγοντα.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 389/2008)

 

Αστικά αδικήματα ―∑ Δυσφήμιση ― Δημοσιεύματα που αναφέρονταν σε πρόσωπο το οποίο φερόταν να είχε οικονομικό όφελος από συγκεκριμένο εξοπλιστικό πρόγραμμα της Εθνικής Φρουράς ― Κατά πόσον ορθά αποφασίστηκε πρωτοδίκως ότι τα επίδικα δημοσιεύματα ήσαν δυσφημιστικά, ότι πράγματι αναφέρονταν και φωτογράφιζαν τον εφεσίβλητο και ότι η υπεράσπιση του προνομίου υπό επιφύλαξη δεν μπορούσε να επιτύχει ― Επικυρώθηκε κατ’ έφεση ― Επέμβαση εφετείου ως προς το ύψος των αποζημιώσεων ― Μείωση του ποσού που επιδικάστηκε πρωτοδίκως από €45.000 σε € 25.000.

Αστικά αδικήματα ― Δυσφήμιση ― Προνομιούχο δημοσίευμα υπό όρους ― Η πολιτική πληροφόρηση δεν προσελκύει, αφ’ εαυτής, την υπεράσπιση του προνομίου υπό όρους ― Είναι το αντικείμενο της πληροφόρησης που μπορεί να έχει τέτοιο αποτέλεσμα, ανάλογα με τη σημασία του για το δημόσιο και το αντίστοιχο συμφέρον του κοινού να πληροφορηθεί περί αυτού ― Η έννοια του προνομίου υπό όρους είναι ελαστική και τυγχάνει εφαρμογής υπό το φως των πραγματικοτήτων εκάστης εποχής ― Η σημασία των πραγμάτων και, ανάλογα, το ενδιαφέρον του κοινού γι’ αυτά μεταβάλλονται από καιρού εις καιρόν ― Η απόδοση προνομιακού χαρακτήρα σε δημοσίευμα, συναρτάται με σειρά παραγόντων, που έχουν στο επίκεντρο το καθήκον του τύπου να διερευνά την αλήθεια εκείνων τα οποία δημοσιεύει και να προβάλλει με δίκαιο τρόπο διϊστάμενες εκδοχές γι’ αυτά.

Σύνταγμα ― Θεμελιώδη Δικαιώματα ― Ελευθερία του λόγου ― Άρθρο 19 ― Προέχει η ελευθερία του λόγου και το δικαστήριο δεν πρέπει εύκολα να άγεται σε απόφαση ότι το δημόσιο δεν είχε συμφέρον να πλη[*775]ροφορηθεί περί του αντικειμένου του δημοσιεύματος ― Σε περίπτωση αμφιβολίας, η πλάστιγγα πρέπει να κλίνει υπέρ της ελευθερίας του λόγου.

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Η αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι κατ’ εξοχήν έργο του πρωτόδικου δικαστηρίου και το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει ― Το πράττει μόνο όταν τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή όταν αυτά αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή όταν τα συμπεράσματα του είναι εξ αντικειμένου παράλογα ή αυθαίρετα.

Οι εφεσείοντες άσκησαν έφεση κατά απόφασης Επαρχιακού Δικαστηρίου με την οποία επιδικάστηκε εναντίον των εφεσειόντων και υπέρ του εφεσίβλητου το ποσό €45.000 ως αποζημιώσεις για γραπτή δυσφήμιση. Σε κανένα από τα δημοσιεύματα δεν έγινε ονομαστική αναφορά στον εφεσίβλητο ήταν ωστόσο η θέση του και των μαρτύρων που κάλεσε, ότι τα δημοσιεύματα τον φωτογράφιζαν.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε μεταξύ άλλων ότι  από τα επίδικα δημοσιεύματα προέκυπτε:

α) Η ύπαρξη υποψιών εναντίον του Ενάγοντα για ύποπτες συναλλαγές σε σχέση με την πορεία υλοποίησης εξοπλιστικού προγράμματος της Εθνικής Φρουράς όπου υπηρετούσε ο εφεσίβλητος, για την αγορά πυροβόλων.

β) Η ύπαρξη ενδείξεων ότι από το συγκεκριμένο εξοπλιστικό πρόγραμμα ο Εφεσίβλητος είχε οικονομικό όφελος.

Έκρινε δε περαιτέρω ότι υπήρχε υπό τις ανωτέρω συνθήκες, καθήκον του τύπου για διερεύνηση και δημοσίευση, με αντίστοιχο συμφέρον και δικαίωμα του αναγνωστικού κοινού να λάβει γνώση του θέματος τούτου.

Το πρωτόδικο δικαστήριο απορρίπτοντας και  σχετικό ισχυρισμό των εφεσειόντων περί λανθασμένης δικογράφησης της αγωγής, στην ουσία της υπόθεσης κατέληξε ότι (α) τα δημοσιεύματα ήσαν δυσφημιστικά, (β) ότι πράγματι αναφέρονταν στον εφεσίβλητο και (γ) ότι η υπεράσπιση του προνομίου υπό επιφύλαξη δεν μπορούσε να επιτύχει. 

Σειρά δε γεγονότων και δεδομένων που κατατέθηκαν και σχολιάστηκαν αναλυτικά από το πρωτόδικο Δικαστήριο συνηγορούσαν υπέρ της ταύτισης των αναφορών με πραγματικά γεγονότα και δεδομένα του εφεσίβλητου τα οποία τον φωτογράφιζαν.

[*776]Ως αποτέλεσμα  επιδίκασε το προαναφερθέν ποσό των αποζημιώσεων. Απαίτηση του εφεσίβλητου για Λ.Κ.146.300 ως ειδικές αποζημιώσεις για ζημιά που υπέστη λόγω απομάκρυνσης του από την υπηρεσία, η οποία, σύμφωνα με τον ισχυρισμό του, οφειλόταν στα όσα του απέδιδαν οι εφεσείοντες, απορρίφθηκε.

Με την έφεση υποστηρίχθηκαν λόγοι έφεσης οι οποίοι βασίζονταν δύο πυλώνες:

(α)   ότι δεν υπήρχαν οποιαδήποτε στοιχεία στα δημοσιεύματα που να έδειχναν τον εφεσίβλητο και (β) ότι το καθένα από τα δημοσιεύματα ήταν προνομιούχο υπό επιφύλαξη και καλύπτετο από καλοπιστία.

     Προσβλήθηκε περαιτέρω μεταξύ άλλων, ότι το ύψος των αποζημιώσεων (€45.000) που επιδικάστηκαν στον εφεσίβλητο. Σύμφωνα με το σχετικό λόγο έφεσης, το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τις περιβάλλουσες συνθήκες και το υπόβαθρο μέσα στο οποίο έγιναν τα δημοσιεύματα, το δικαίωμα ελευθερίας του λόγου και έκφρασης των εφεσειόντων ως δημοσιογράφων με υποχρέωση και δικαίωμα να πληροφορούν το κοινό για θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος, ότι δεν ήσαν οι εφεσείοντες «υπαίτιοι και/ή ουσιαστικά υπαίτιοι για τις επιπτώσεις που είχε ο εφεσίβλητος από τα γεγονότα με τα οποία ασχολήθηκαν οι εφεσείοντες και ότι δεν αποδείχθηκε το ύψος της κυκλοφορίας της εφημερίδας «Πολίτης.

Αποφασίστηκε ότι:

  1.  Παρά την κάποια ατέλεια στην έκθεση απαίτησης εντούτοις υπήρχε, έστω και συνοπτικά, ο ουσιώδης ισχυρισμός ότι τα δημοσιεύματα αναφέρονταν στον εφεσίβλητο. Σχετικές ήταν συγκεκριμένοι παράγραφοι της έκθεσης απαίτησης.

  2.  Παρά το ότι οι εφεσείοντες με την υπεράσπιση τους είχαν εγείρει θέμα αντικανονικότητας της έκθεσης απαίτησης, δεν προχώρησαν να ζητήσουν τη διαγραφή της.

  3.  Άφησαν το θέμα να αποφασιστεί ως νομικός ισχυρισμός στην όλη υπόθεση και μάλιστα να προσαχθεί μαρτυρία που αναφερόταν στα γεγονότα εκείνα που τα δημοσιεύματα των εφεσειόντων φωτογράφιζαν τον εφεσίβλητο. Από τη στιγμή που ο ισχυρισμός ότι τα δημοσιεύματα αναφέρονταν εμμέσως πλην σαφώς στον εφεσίβλητο εγειρόταν αρχικά στην οπισθογράφηση απαίτησης του κλητηρίου εντάλματος και στη συνέχεια στην έκθεση απαίτησης, έστω [*777]και με τον ατελή τρόπο που αναφέραμε, ήταν περίπτωση που οι εφεσείοντες θα μπορούσαν, αν το θεωρούσαν αναγκαίο, να ζητήσουν λεπτομέρειες, όπως ορθά έκρινε το πρωτόδικο δικαστήριο.

  4.  Δεν υπήρχε καλός λόγος που να δικαιολογούσε επέμβαση στα ευρήματα που αφορούσαν στην αξιολόγηση της μαρτυρίας.

  5.  Δεν ευσταθούσε η θέση ότι το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε εσφαλμένα ότι τα δημοσιεύματα αναφέρονταν στον εφεσίβλητο, λόγω παρερμηνείας της μαρτυρίας και χωρίς να αιτιολογήσει την απόφαση του.

  6.  Με βάση τα συγκεκριμένα στοιχεία που παρατέθησαν αναλυτικά  όχι μόνο ήταν λογικό το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι τα δημοσιεύματα αναφέρονταν στον εφεσίβλητο, αλλά από την ενώπιον του μαρτυρία, αυτό φαινόταν να ήταν και το μόνο ορθό συμπέρασμα.

  7.  Το δικαστήριο με πολλή επιμέλεια και λεπτομέρεια και αφού παρέθεσε τις ορθές νομικές αρχές που διέπουν το θέμα και κάνοντας ειδική αναφορά ότι η αναγνώριση του δικαιώματος ελευθερίας της έκφρασης δημιούργησε τη σύγχρονη τάση του περιορισμού του δικαιώματος της φήμης, κατέληξε ότι οι εφεσείοντες προχώρησαν σε «δημοσίευση αναληθών δημοσιευμάτων» και ότι οι αποδιδόμενες μέσα απ’ αυτά κατηγορίες εις βάρος του εφεσίβλητου ήταν αβάσιμες και ότι οι εφεσείοντες δεν ενεργούσαν καλόπιστα και γι’αυτό απέτυχε η υπεράσπιση τους.

  8.  Δεν μπορούσε να επιτύχει η υπεράσπιση του προνομίου υπό όρους.

  9.  Αναφορικά με το ύψος της κυκλοφορίας της εφημερίδας, ήταν γεγονός ότι δεν προσφέρθηκε μαρτυρία.  Στην έκθεση απαίτησης γινόταν ισχυρισμός ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο «η εφημερίδα Πολίτης ήτο καθημερινή εφημερίδα μεγάλης κυκλοφορίας τόσο στη Λευκωσία όσο και στην υπόλοιπη Κύπρο» και οι εφεσείοντες παραδέχθηκαν μόνο ότι είναι καθημερινή εφημερίδα.

10.  Όφειλε η πλευρά του εφεσίβλητου να αποδείξει τον ισχυρισμό περί μεγάλης κυκλοφορίας. Το πρωτόδικο δικαστήριο σημείωσε αυτή την παράλειψη και ότι μάλιστα εφόσον δεν αναφέρονταν τα δημοσιεύματα ονομαστικά στον εφεσίβλητο, η ταύτιση του με αυτά περιοριζόταν στον κύκλο αναγνωστών του κοινωνικού και  επαγγελματικού χώρου του εφεσίβλητου.

[*778]11.    Ο ισχυρισμός ότι δεν έλαβε υπόψη το πρωτόδικο δικαστήριο ότι οι εφεσείοντες ενεργούσαν στο πλαίσιο του δημοσιογραφικού τους καθήκοντος δεν ευσταθούσε.

12.  Το δικαστήριο αναγνώρισε ρητά τέτοιο καθήκον εξηγώντας όμως, ορθά, ότι αυτό θα έπρεπε να περιοριστεί στο ότι υπήρχαν υποψίες περί παρανομιών κατά την διαδικασία, περιλαμβανόμενης και δωροδοκίας, αλλά γενικά και όχι με τέτοια αναφορά που να φωτογραφίζεται ο εφεσίβλητος.

13.  Παρόλο που το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε στις ορθές νομικές αρχές που διέπουν το θέμα επιδίκασης αποζημιώσεων εντούτοις, ενόψει των ευρημάτων του (α) ότι δεν αποδείχθηκε το ύψος της κυκλοφορίας της εφημερίδας και (β) ότι η ταύτιση του εφεσίβλητου με τα δυσφημιστικά δημοσιεύματα περιοριζόταν στο μικρό κύκλο αναγνωστών του κοινωνικού και επαγγελματικού του χώρου, τα εν λόγω ευρήματα αφορούσαν σε ουσιώδη γεγονότα που αν λαμβάνονταν δεόντως υπόψη θα έπρεπε να είχε επιδικαστεί μικρότερο ποσό, το οποίο καθορίστηκε στις €25.000.

Η έφεση επιτράπηκε μερικώς με το ένα τρίτο των εξόδων.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Κουρσουμά ν. Κοσμά (1991) 1 Α.Α.Δ. 973,

Αθανασίου κ.ά. ν. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614,

Πισιάρας κ.ά. ν. Μιχαηλίδη κ.ά. (2000) 1 Α.Α.Δ. 817,

R. K. B. Leathergooods Ltd v. Αγγελίδη (2004) 1 Α.Α.Δ. 1071,

Zefkas Bros (Fig Tree Bay) Restaurant Ltd v. Αναστασίου (2007) 1(B) Α.Α.Δ. 822,

Liberty Mediterranean Cruises Mouss Ltd v. Haris Zacharia Engineering Co. Ltd (2007) 1(Β) Α.Α.Δ. 916,

Muskita Aluminium Industries Ltd κ.ά. ν. Alsako Aluminium Ltd κ.ά. (Αρ. 2) (2009) 1(B) Α.Α.Δ. 1481,

Brigitta ν. Μιχαηλίδου (2011) 1 Α.Α.Δ. 2125,

[*779]Αλήθεια Εκδοτική Εταιρεία Λτδ. ν. Αλωνεύτη (2002) 1 Α.Α.Δ. 1863,

Λουκαΐδης κ.ά ν. Εκδοτική Εταιρεία Αλήθεια Λτδ. κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 22,

Dalban v. Romania Appl. No. 2811/95 ημερ. 28/9/1999,

Κωνσταντινίδης κ.ά. ν. Παπαδόπουλου (1999) 1 Α.Α.Δ. 922.

Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Λιάτσος, Π.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 1115/02), ημερομηνίας 16/10/2008.

Μ. Βορκάς, για τους Eφεσείοντες-Eναγόμενους.

Μ. Κιτρομηλίδης με Α. Πέτσα, για τον Εφεσίβλητο-Ενάγοντα.

Cur. adv vult.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστης Φωτίου.

ΦΩΤΙΟΥ, Δ.: Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που εκδόθηκε στις 16/12/2008 στην αγωγή αρ. 1145/2006 με την οποία επιδικάστηκε εναντίον των εφεσειόντων και υπέρ του εφεσίβλητου το ποσό €45.000 ως αποζημιώσεις για γραπτή δυσφήμιση.

Τα γεγονότα και η πρωτόδικη απόφαση.

Ο εφεσίβλητος, σήμερα Ταξίαρχος εν αποστρατεία, κατά τον ουσιώδη χρόνο (2005) ήταν ηλικίας 48 ετών, κάτοικος Λευκωσίας και κατείχε το βαθμό του Συνταγματάρχη. Κατά τη διάρκεια της 26ετούς υπηρεσίας του ως Αξιωματικός της Εθνικής Φρουράς υπηρέτησε σε διάφορες μονάδες, μεταξύ των οποίων και στο Γενικό Επιτελείο Εθνικής Φρουράς (ΓΕΕΦ) όπου υπηρέτησε για 5 έτη.  Για σκοπούς της παρούσας υπόθεσης τονίζεται ότι τον Ιούλιο του 2004 μετατέθηκε στο Υπουργείο Άμυνας (πιο κάτω ΥΠΑΜ) όπου υπηρέτησε μέχρι τις 2/2/2005 ως Διευθυντής της Διεύθυνσης Εξοπλισμού του εν λόγω Υπουργείου. Στις 2/11/2005 μετατέθηκε στη θέση του Διοικητή της Διοίκησης του Πυροβολικού του ΓΕΕΦ όπου παρέμεινε μέχρι και τις 21/7/2006 οπότε αποφασίστηκε από το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων Αξιωματικών, κατά πλειοψηφία, [*780]ο ευδόκιμος τερματισμός της υπηρεσίας του.

Κατά το χρονικό διάστημα που ο εφεσίβλητος υπηρετούσε στη Διεύθυνση Εξοπλισμών του ΥΠΑΜ, η Εθνική Φρουρά, λόγω αναγκών που προέκυψαν, αναζητούσε προμηθευτές συγκεκριμένου τύπου πυροβόλων όπλων. Μετά από έρευνα της διεθνούς αγοράς αποφασίστηκε η προμήθεια τους από κινέζικη εταιρεία. Έτσι τον Ιούλιο του 2005 αρμόδια στελέχη της Εθνικής Φρουράς, μεταξύ των οποίων και ο εφεσίβλητος, επισκέφθηκαν το Πεκίνο για να έχουν και ιδίαν αντίληψη για το προτεινόμενο οπλικό σύστημα και την καταλληλότητα του, και να υποβάλουν σχετική έκθεση στην αρμόδια υπηρεσία του κράτους. Τελικά (Σεπτέμβριος 2005) αποφασίστηκε η προώθηση αγοράς των πυροβόλων όπλων και πυρομαχικών από την κινέζικη εταιρεία και προς το σκοπό αυτό ο Γενικός Διευθυντής του ΥΠΑΜ συγκρότησε ad hoc πενταμελή επιτροπή στην οποία μετείχε ο εφεσίβλητος ως Πρόεδρος και ο Συνταγματάρχης Γ. Πρωτοπαπάς (Μ.Υ.2 κατά την πρωτόδικη διαδικασία) ως μέλος.

Στις 10/10/2005 άρχισε η διαπραγμάτευση η οποία αποπερατώθηκε στις 20/10/2005. Στις 23/10/2005 η κινέζικη εταιρεία υπέγραψε τη σύμβαση, αλλά η Δημοκρατία σε εκείνο το στάδιο δεν προχώρησε στην υπογραφή της. Έτσι το εξοπλιστικό πρόγραμμα παγοποιήθηκε και δεν ολοκληρώθηκε τότε. Τούτο έγινε κατορθωτό ένα χρόνο αργότερα αφού έγινε νέα διαπραγμάτευση.

Αμέσως μετά, το Νοέμβριο του 2005, σχετικά με τις πιο πάνω διαδικασίες, οι εφεσείοντες δημοσίευσαν 4 επώνυμα δημοσιεύματα του Αρχισυντάκτη της εφημερίδας ΠΟΛΙΤΗΣ Σωτήρη Παρούτη (Μ.Υ.1), τα οποία δημοσιεύτηκαν 21, 22, 23 και 26 Νοεμβρίου του 2005.

Είναι σχετικά με αυτά τα δημοσιεύματα που ο εφεσίβλητος ήγειρε την προαναφερθείσα αγωγή για λίβελλο. Σημειώνεται ότι σε κανένα από τα δημοσιεύματα δεν έγινε ονομαστική αναφορά στον εφεσίβλητο. Η θέση του, πρωτόδικα, αλλά και ενώπιον μας, είναι ότι τα δημοσιεύματα περιέχουν τέτοια στοιχεία και λεπτομέρειες, ώστε πρόσωπα που τον γνώριζαν εύκολα αντιλήφθηκαν ότι αυτά τον αφορούσαν. Μερικά από τα πρόσωπα αυτά κατέθεσαν ως μάρτυρες του εφεσίβλητου και η ουσία της μαρτυρίας τους ήταν ότι, για τους λόγους που ο καθένας εξήγησε, αντιλήφθηκαν ότι τα δημοσιεύματα αναφέρονταν στον εφεσίβλητο.

Οι εφεσείοντες στήριξαν την υπεράσπιση τους σε δυο πυλώνες:  [*781](α) ότι δεν υπήρχαν οποιαδήποτε στοιχεία στα δημοσιεύματα που να δείχνουν τον εφεσίβλητο και (β) ότι το καθένα από τα δημοσιεύματα είναι προνομιούχο υπό επιφύλαξη και καλύπτεται από καλοπιστία.

Το πρωτόδικο δικαστήριο απορρίπτοντας σχετικό ισχυρισμό των εφεσειόντων περί λανθασμένης δικογράφησης της αγωγής, στην ουσία της υπόθεσης κατέληξε ότι (α) τα δημοσιεύματα ήσαν δυσφημιστικά, (β) ότι πράγματι αναφέρονταν στον εφεσίβλητο και (γ) ότι η υπεράσπιση του προνομίου υπό επιφύλαξη δεν μπορούσε να επιτύχει. Ως αποτέλεσμα του επιδίκασε το προαναφερθέν ποσό των αποζημιώσεων. Απαίτηση του εφεσίβλητου για Λ.Κ.146.300 ως ειδικές αποζημιώσεις για ζημιά που υπέστη λόγω απομάκρυνσης του από την υπηρεσία, η οποία, σύμφωνα με τον ισχυρισμό του, οφειλόταν στα όσα του απέδιδαν οι εφεσείοντες, απορρίφθηκε.

Αποτέλεσμα των πιο πάνω, ήταν η καταχώρηση της παρούσας έφεσης που βασίζεται σε 6 λόγους.

Η έφεση.

Θα εξετάσουμε τους λόγους έφεσης με τη σειρά που τους προώθησαν οι εφεσείοντες.

Με τον 1ο λόγο έφεσης προσβάλλεται το μέρος της απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου με το οποίο απορρίφθηκε ισχυρισμός των εφεσειόντων ότι η δικογράφηση της έκθεσης απαίτησης έπασχε γιατί απουσίαζαν ουσιώδεις λεπτομέρειες γεγονότων που να δείχνουν τον εφεσίβλητο.

Προωθώντας το λόγο αυτό ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων ανάφερε ότι τα πιο πάνω γεγονότα απουσίαζαν από την έκθεση απαίτησης, γεγονός που έθιξε με την έκθεση υπεράσπισης.  Αντί ο εφεσίβλητος να προχωρήσει σε διορθωτικά μέτρα, έθεσε τα γεγονότα αυτά στην τροποποιημένη απάντησή του στην τροποποιημένη υπεράσπιση και σε προχωρημένο στάδιο της διαδικασίας, στις 8/12/2007, όταν ήδη είχε αρχίσει η δίκη. Η απόρριψη της ένστασης τους σχετικά με την ορθή δικογράφηση στέρησε τους εφεσείοντες της δυνατότητας να προβάλουν δικογραφικά την υπεράσπιση τους σε ένα ουσιώδες θέμα που παραβιάζει την αρχή της ισότητας των όπλων.

Το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε με αρκετή λεπτομέρεια τον ισχυρισμό αυτό των εφεσειόντων κάτω από τον τίτλο «Δικογρα[*782]φικά προβλήματα». Μεταξύ άλλων ανέφερε τα εξής:

«Στην ενώπιον μας υπόθεση είναι ορθή η θέση της υπεράσπισης ότι η μόνη σχετική αναφορά που γίνεται στην Έκθεση Απαίτησης είναι αυτή της παραγράφου 14, όπου δικογραφείται πως τα επίδικα δημοσιεύματα αναφέρονται στον ενάγοντα. Οι εναγόμενοι όμως δεν ζήτησαν οποιεσδήποτε λεπτομέρειες προκειμένου να είναι σε θέση να καταχωρήσουν τη δική τους υπεράσπιση. Αυτό δεν έγινε ούτε κατά το χρόνο καταχώρησης της αρχικής υπεράσπισής τους, ούτε, πολύ αργότερα, με τη καταχώρηση, κατόπιν αδείας του Δικαστηρίου, τροποποιημένης Έκθεσης Υπεράσπισης. Στο τελευταίο αυτό δικόγραφο τους, στην παράγραφο 9, εγείρουν και το ζήτημα της εξεταζόμενης κακής δικογράφησης. Ακολούθησε η καταχώρηση της τροποποιημένης Απάντησης στην τροποποιημένη Υπεράσπιση. Μέσα από αυτή, στην παράγραφο 3, παρέχονται πλέον λεπτομέρειες της θέσης του ενάγοντα ως προς το εξεταζόμενο ζήτημα.  Αναφέρεται συγκεκριμένα:

............................................................................................................»

Παραθέτει το πρωτόδικο δικαστήριο το περιεχόμενο της εν λόγω παραγράφου το οποίο πράγματι περιέχει τις λεπτομέρειες που κανονικά έπρεπε να υπάρχουν στην έκθεση απαίτησης και προχωρεί ως εξής:

«Συμπληρώνοντας τον κύκλο των γεγονότων καταγράφω ότι ο ενάγοντας, κατά την κυρίως εξέτασή του, παρέθεσε λεπτομέρειες των στοιχείων που καταγράφονται στα επίδικα δημοσιεύματα και τα οποία, κατ’ ισχυρισμό του, τον φωτογράφιζαν.  Δεν ηγέρθη ένσταση από την πλευρά των εναγομένων κατά το στάδιο αυτό. Για πρώτη φορά αυτό έγινε κατά την παράθεση της σχετικής μαρτυρίας του επόμενου μάρτυρα για την πλευρά του ενάγοντα.

Υπό το φως του συνόλου των πιο πάνω θα πρέπει να εξετασθεί η προβληθείσα θέση των εναγομένων περί κακής δικογράφησης και ολέθριων αποτελεσμάτων. Αναμφίβολα θα ήταν ορθό από δικογραφικής άποψης να καταγραφούν στην Έκθεση Απαίτησης τα στοιχεία που περιέχονται στα επίδικα δημοσιεύματα και τα οποία θα φανέρωναν τη σύνδεση του ενάγοντα με αυτά. Η παράλειψη όμως αυτή δεν εντοπίζεται να επηρέασε καθ’ οιονδήποτε τρόπο την πλευρά των εναγομένων στην προσπάθεια τους να ετοιμάσουν και καταχωρήσουν τη δικογραφημένη υπεράσπισή τους. Αντιθέτως γίνεται σαφής αναφορά σ’ αυτή ότι [*783]τα επίδικα δημοσιεύματα δεν αφορούσαν καν τον ενάγοντα.  Μετά δε την καταχώρηση της τροποποιημένης απάντησης είχαν στη διάθεσή τους οι εναγόμενοι την ανάλογη θέση της πλευράς του ενάγοντα και τα δεδομένα επί των οποίων θα στηριζόταν κατά την ακροαματική διαδικασία. Αφέθηκε, στη συνέχεια, να εισαχθεί η μαρτυρία του ενάγοντα ως προς αυτό το ζήτημα χωρίς ένσταση. Τόσο δε ο ίδιος όσο και οι υπόλοιποι μάρτυρες αντεξετάσθησαν επί μακρώ σε σχέση με το μέρος αυτό της μαρτυρίας τους. Προσθέτω, ακόμη, ότι σε καμια περίπτωση δεν αναζητήθησαν λεπτομέρειες από τους εναγόμενους όσον αφορά τη στοιχειοθέτηση των λόγων που κατ’ ισχυρισμό της άλλης πλευράς συνδεόταν ο ενάγοντας με τα δημοσιεύματα. Περαιτέρω, ουδέποτε τέθηκε θέμα αιφνιδιασμού των εναγομένων.

Υπό το πρίσμα αυτών των γεγονότων η πλευρά των εναγομένων δεν μπορεί να οικοδομήσει επί της μη δικογράφησης στην Έκθεση Απαίτησης των συγκεκριμένων στοιχείων και λεπτομερειών. Ήταν δε, υπό τις συνθήκες που προανέφερα, επιτρεπτή η προσαγωγή μαρτυρίας εκ μέρους του ενάγοντα, προκειμένου να καλυφθούν και εξηγηθούν οι ανάλογοι γενικοί ισχυρισμοί που καταγράφησαν αρχικά στην Έκθεση Απαίτησης και εξειδικεύθησαν, μεταγενέστερα, στην τροποποιημένη απάντηση.»

Υιοθετούμε την πιο πάνω προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου ως ορθή. Πράγματι παρά την κάποια ατέλεια στην έκθεση απαίτησης εντούτοις υπήρχε, έστω και συνοπτικά, ο ουσιώδης ισχυρισμός ότι τα δημοσιεύματα αναφέρονταν στον εφεσίβλητο.  Σχετικές είναι οι παράγραφοι 14 και 15(α)-(ιθ) της έκθεσης απαίτησης.

Παρά το ότι οι εφεσείοντες με την υπεράσπιση τους είχαν εγείρει θέμα αντικανονικότητας της έκθεσης απαίτησης, δεν προχώρησαν να ζητήσουν τη διαγραφή της. Άφησαν το θέμα να αποφασιστεί ως νομικός ισχυρισμός στην όλη υπόθεση και μάλιστα να προσαχθεί μαρτυρία που αναφερόταν στα γεγονότα εκείνα που τα δημοσιεύματα των εφεσειόντων φωτογράφιζαν τον εφεσίβλητο.  Από τη στιγμή που ο ισχυρισμός ότι τα δημοσιεύματα αναφέρονταν εμμέσως πλην σαφώς στον εφεσίβλητο εγειρόταν αρχικά στην οπισθογράφηση απαίτησης του κλητηρίου εντάλματος και στη συνέχεια στην έκθεση απαίτησης, έστω και με τον ατελή τρόπο που αναφέραμε, ήταν περίπτωση που οι εφεσείοντες θα μπορούσαν, αν το θεωρούσαν αναγκαίο, να ζητήσουν λεπτομέρειες, όπως ορθά έκρινε το πρωτόδικο δικαστήριο. (Βλ. μεταξύ άλλων Κουρσουμά ν. Κοσμά (1991) 1 Α.Α.Δ. 973). Επομένως ο πρώτος λόγος έφεσης [*784]απορρίπτεται.

Με το 2ο λόγο έφεσης προσβάλλεται το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι μέσα από τα δημοσιεύματα φωτογραφιζόταν ο εφεσίβλητος κατά τρόπο ώστε οι αναγνώστες των δημοσιευμάτων να ήταν δυνατό να τον συνδέσουν με το πρόσωπο στο οποίο τα δημοσιεύματα παρέπεμπαν. Το πρωτόδικο δικαστήριο, με αναφορά σε αποσπάσματα από τη μαρτυρία που παρουσίασε ο εφεσίβλητος (του Μ.Ε.2 Ταξίαρχου Παύλου Ιεροδιακόνου, του Μ.Ε.3 Υποστράτηγου εν αποστρατεία Χαράλαμπου Στυλιανού, του Μ.Ε.4 Στυλιανού Οδυσσέως δασκάλου, της Μ.Ε.5 Νίτσας Παπακυριακού, συζύγου του εφεσίβλητου, Μ.Ε.6 Αντώνη Παπακυριακού, αδελφού του εφεσιβλητου και Μ.Ε.10 Ελευθέριου Χατζηστεφάνου) κατέληξε ότι τα δημοσιεύματα αναφέρονταν στον εφεσίβλητο.

Για μερικούς από τους πιο πάνω μάρτυρες είναι ο ισχυρισμός των εφεσειόντων ότι κακώς κρίθηκαν αξιόπιστοι. Παρόλο που η θέση αυτή προβάλλεται και με τον 5ο λόγο έφεσης όπου γίνεται ισχυρισμός ότι εσφαλμένα το δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία του εφεσίβλητου και των μαρτύρων του και απέρριψε αυτή των μαρτύρων των εφεσειόντων, εφόσον οι δυο λόγοι συμπλέκονται θα τους εξετάσουμε μαζί.

Είναι σαφώς νομολογημένο ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι κατ’ εξοχήν έργο του πρωτόδικου δικαστηρίου το οποίο έχει την ευκαιρία να δει και παρακολουθήσει τους μάρτυρες στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης ούτως ώστε να είναι σε καλύτερη θέση να κρίνει την αξιοπιστία ενός μάρτυρα και ότι το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει. Το πράττει μόνο όταν τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή όταν αυτά αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή όταν τα συμπεράσματα του είναι εξ αντικειμένου παράλογα ή αυθαίρετα. (βλ μεταξύ άλλων Αθανασίου κ.ά. ν. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614, Πισιάρας κ.ά. ν. Μιχαηλίδη κ.ά. (2000) 1 Α.Α.Δ. 817, R. K. B. Leathergooods Ltd v. Αγγελίδη (2004) 1 Α.Α.Δ. 1071, Zefkas Bros (Fig Tree Bay) Restaurant Ltd v. Αναστασίου (2007) 1(Β) Α.Α.Δ. 822, Liberty Mediterranean Cruises Mouss Ltd v. Haris Zacharia Engineering Co. Ltd (2007) 1(Β) Α.Α.Δ. 916, Muskita Aluminium Industries Ltd κ.ά ν. Alsako Aluminium Ltd κ.ά. (Αρ. 2) (2009) 1(Β) Α.Α.Δ. 1481 και Helmold Brigitta ν. Ευανθίας Μιχαηλίδου (2011) 1 Α.Α.Δ. 2125).

Στην έκταση που με τους 2ο και 5ο λόγους έφεσης προσβάλλεται το εύρημα ότι οι μάρτυρες του εφεσίβλητου κρίθηκαν αξιόπι[*785]στοι, εξετάσαμε τόσο το μέρος της πρωτόδικης απόφασης με την οποία δέχθηκε τη μαρτυρία του εφεσίβλητου και των μαρτύρων του, όσο και το μέρος που έκρινε ότι «η μαρτυρία των Μαρτύρων Υπεράσπισης δεν είναι ικανή να διαφοροποιήσει την πιο πάνω προσέγγιση και να ανατρέψει την κατάληξη του Δικαστηρίου». 

Αναφορικά με τους μάρτυρες του εφεσίβλητου ουσιαστικά αυτοί κατέθεσαν ότι από την ανάγνωση των δημοσιευμάτων εύκολα αντιλήφθηκαν ότι αναφέρονταν στον εφεσίβλητο. Αναφορικά δε με τη μαρτυρία των εφεσειόντων η θέση του Μ.Υ.1 Σωτήρη Παρούτη ήταν ότι βασίσθηκε σε μια ανώνυμη επιστολή που έκανε αναφορά σε αξιωματικούς της Εθνικής Φρουράς οι οποίοι έλαβαν προμήθεια από εξοπλιστικό πρόγραμμα και τον παρότρυνε να διερευνήσει το θέμα. Aυτό έπραξε, εφόσον ήταν θέμα δημοσίου ενδιαφέροντος. Στην έκταση του ισχυρισμού του ότι εξέταζε θέμα δημοσίου ενδιαφέροντος, το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε τη μαρτυρία του.

Όσον αφορά το Μ.Υ.2 Γ. Πρωτοπαπά, μέλος της προαναφερθείσας ad hoc επιτροπής η μαρτυρία του ήταν τέτοια που μάλλον ενδυνάμωνε τη θέση του εφεσίβλητου ότι οι αναφορές στα δημοσιεύματα τον φωτογράφιζαν.

Εξετάσαμε τους ισχυρισμούς του ευπαιδεύτου δικηγόρου των εφεσειόντων όπως περιέχονται στο πολυσέλιδο περίγραμμα αγόρευσης και έχουμε καταλήξει ότι δεν υπάρχει καλός λόγος που να δικαιολογεί την επέμβαση μας.

Στην έκταση που με το 2ο λόγο έφεσης γίνεται ισχυρισμός ότι το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε εσφαλμένα ότι τα δημοσιεύματα αναφέρονταν στον εφεσίβλητο, λόγω παρερμηνείας της μαρτυρίας και χωρίς να αιτιολογήσει την απόφαση του, για τους λόγους που εξηγούμε συνοπτικά πιο κάτω, κρίνουμε ότι επίσης δεν ευσταθεί.

Το πρωτόδικο δικαστήριο πραγματεύεται το θέμα στις σελ. 31 και συνέχεια της απόφασης κάτω από τον τίτλο «(β) Σύνδεση Δημοσιευμάτων με ενάγοντα». Αρχίζοντας από τη διαπίστωση ότι τα δημοσιεύματα δεν κάνουν ειδική αναφορά στον εφεσίβλητο, το δικαστήριο προχωρεί και δίνει λεπτομέρειες ότι με βάση τη μαρτυρία που έχει κρίνει πιστευτή, πράγματι «φωτογραφίζεται» ο εφεσίβλητος. Αναφέρει το δικαστήριο μερικά από τα εν λόγω γεγονότα, τα εξής:

[*786]«Ο υπό αναφορά αξιωματικός υπηρετούσε στο Τμήμα Εξοπλισμών του ΥΠΑΜ.

-    Αυτός λίγες μέρες πριν από τα δημοσιεύματα, με οδηγίες του Προέδρου της Δημοκρατίας, μετατέθηκε σε άλλη μονάδα της Εθνικής Φρουράς.

-    Στην τελική διαδικασία διαπραγμάτευσης του κόστους της αγοράς των οπλικών συστημάτων παρέστη και ο υπό αναφορά αξιωματικός.

-    Ο αξιωματικός αυτός υπηρέτησε και στο παρελθόν σε τμήματα που έχουν σχέση με εξοπλισμούς, και

-    Η σύζυγος του εν λόγω αξιωματικού τυγχάνει να είναι δημόσιος υπάλληλος και υπηρέτησε σε καίριες θέσεις (και στο ΥΠΑΜ).»

Αφού το πρωτόδικο δικαστήριο κάνει αναφορά στα ευρήματα του, συνεχίζει ως εξής:

«- Ο ενάγοντας υπηρετούσε κατά τους ουσιώδεις χρόνους, από τον Ιούλιο του 2004 μέχρι τις 2.11.2005, στο Υπουργείο Άμυνας ως διευθυντής στη Διεύθυνση Εξοπλισμών.

-    Λίγες μέρες πριν από τη δημοσίευση του πρώτου επίδικου άρθρου, του Τεκμ. 1, ο ενάγοντας μετατέθηκε από τη Διεύθυνση Εξοπλισμών σε άλλη θέση, ήτοι αυτή του Διοικητή του πυροβολικού. Παρέμεινε δε αναντίλεκτο ότι ήταν και ο μόνος αξιωματικος που μετατέθηκε εκείνη την περίοδο από τμήμα που είχε σχέση με εξοπλισμούς. Άλλος ένας αξιωματικός ο οποίος υπηρετούσε στη Διεύθυνση Εξοπλισμών του ΓΕΕΦ μετατέθηκε το έτος 2005, σε χρόνο όμως άσχετο με τα επίδικα γεγονότα, ήτοι τον Αύγουστο του έτους αυτού.

-    Στην τελική διαδικασία διαπραγμάτευσης του κόστους της αγοράς των οπλικών συστημάτων ο ενάγοντας ήταν ο μόνος αξιωματικός ο οποίος παρέστη.

-    Ο ενάγοντας υπηρέτησε και στο παρελθόν σε τμήματα σχετικά με εξοπλισμούς.  Συγκεκριμένα, μεταξύ 2000 και 2003 ως διευθυντής στη Διεύθυνση Εξοπλισμών του ΓΕΕΦ.

-    Η σύζυγος του ενάγοντα είναι δημόσιος υπάλληλος και για σειρά ετών υπηρέτησε σε σημαντικές θέσεις, ήτοι ως ιδιαιτέρα γραμματέας σε γραφεία Υπουργών.  Μάλιστα, για κάποιο διάστημα υπηρέτησε ως ιδιαιτέρα γραμματέας του [*787]Υπουργού Άμυνας.»

Με βάση τα πιο πάνω κρίνουμε ότι όχι μόνο ήταν λογικό το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι τα δημοσιεύματα αναφέρονταν στον εφεσίβλητο, αλλά από την ενώπιον του μαρτυρία, αυτό φαίνεται να ήταν και το μόνο ορθό συμπέρασμα. Απορρίπτονται λοιπόν οι 2ος και ο 5ος λόγοι έφεσης.

Με τον 3ο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες προσβάλλουν ως εσφαλμένη την πρωτόδικη απόφαση με την οποία απορρίφθηκε η υπεράσπιση του υπό επιφύλαξη προνομίου και ότι αυτοί ενεργούσαν στα πλαίσια της άσκησης του δικαιώματος και ταυτόχρονα υποχρέωσης τους περί πληροφόρησης του κοινού. Αφού ο ευπαίδευτος συνήγορος παραθέτει στο περίγραμμα αγόρευσης του τις σελ. 46 μέχρι 49 της πρωτόδικης απόφασης, ισχυρίζεται τα εξής:

«Συνάγεται από το ανωτέρω πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά κατέληξε σε συμπεράσματα περί:

1.  Της ύπαρξης δημοσίου συμφέροντος,

2.  Της ύπαρξης υποψιών εναντίον του Ενάγοντα για ύποπτες συναλλαγές σε σχέση με την πορεία υλοποίησης εξοπλιστικού προγράμματος αγοράς πυροβόλων,

3.  Της ύπαρξης ενδείξεων ότι από το συγκεκριμένο εξοπλιστικό πρόγραμμα ο Εφεσίβλητος είχε οικονομικό όφελος.

4.  Πως υπήρχε υπό τις ανωτέρω συνθήκες, καθήκον του τύπου για διερεύνηση και δημοσίευση, με αντίστοιχο συμφέρον και δικαίωμα του αναγνωστικού κοινού να λάβει γνώση του θέματος τούτου.»

Αυτό που είναι μεμπτό, ισχυρίζεται ο συνήγορος των εφεσειόντων, είναι το μέρος της απόφασης ότι «δεν υπήρχε ίχνος μαρτυρίας περί χρηματισμού του εφεσίβλητου» κάτι που δεν είναι ορθό, αφού το Δικαστήριο στήριξε τέτοιο εύρημα (α) στο ότι η έρευνα της Αστυνομίας «επιμαρτυρούσε την αναλήθεια του εξεταζόμενου μέρους των επιδίκων κειμένων», (β) δεν εξέτασε το ίδιο το δικαστήριο το θέμα αλλά αρκέστηκε στα συμπεράσματα των ερευνών της αστυνομίας και (γ) ότι η παρούσα περίπτωση διαφοροποιείται από την απόφαση στην υπόθεση Αλήθεια Εκδοτική Εταιρεία Λτδ. ν. Αλωνεύτη (2002) 1 Α.Α.Δ. 1863 στην οποία βασίστηκε.

[*788]Εξετάσαμε την πρωτόδικη απόφαση και στο θέμα αυτό. Το δικαστήριο με πολλή επιμέλεια και λεπτομέρεια και αφού παρέθεσε τις ορθές νομικές αρχές που διέπουν το θέμα με αναφορά και στην προαναφερθείσα απόφαση Αλωνεύτη (της Πλήρους Ολομέλειας) και την Λουκαϊδης κ.ά. ν. Εκδοτική Εταιρεία Αλήθεια Λτδ. κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 22 και κάνοντας ειδική αναφορά ότι η αναγνώριση του δικαιώματος ελευθερίας της έκφρασης δημιούργησε τη σύγχρονη τάση του περιορισμού του δικαιώματος της φήμης, κατέληξε ότι οι εφεσείοντες προχώρησαν σε «δημοσίευση αναληθών δημοσιευμάτων» και ότι οι αποδιδόμενες μέσα απ’ αυτά κατηγορίες εις βάρος του εφεσίβλητου ήταν αβάσιμες και ότι οι εφεσείοντες δεν ενεργούσαν καλόπιστα και γιαυτό αποτυγχάνει η υπεράσπιση τους.

Αιτιολογώντας την πιο πάνω κατάληξη του το δικαστήριο μεταξύ άλλων ανέφερε και τα εξής:

«Με όλο το σεβασμό στις θέσεις του συνήγορου υπεράσπισης, δεν βρίσκει σύμφωνο το Δικαστήριο η πιο πάνω προσέγγιση.  Από την ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία έχει καταδειχθεί η κακοβουλία των εναγομένων, οι οποίοι πρόβαλαν τα γεγονότα – τα σχετικά πάντα με τον τεθέντα χρηματισμό του ενάγοντα και τον τρόπο αποκάλυψής του – χωρίς να διερευνήσουν την ύπαρξή τους και αδιαφορώντας για του λόγου το αληθές.

Η αλόγιστη αδιαφορία των εναγομένων για την εξακρίβωση της αλήθειας των γραφομένων τους, αποδεικνύεται από το γεγονός ότι δεν έκαναν οποιαδήποτε προσπάθεια να ερευνήσουν καν αν ο μοναδικός αδελφός του ενάγοντα ήταν αξιωματούχος-μέτοχος οποιασδήποτε εταιρείας. Θα ήταν μια απλή, εύκολη στη διεκπεραίωση της, ενέργεια, η οποία θα τους παρείχε την ευχέρεια να διασταυρώσουν αν πράγματι είχαν βάση τα όσα πληροφορήθηκαν από άγνωστες, τελικά, πηγές.

..............................................................................................................

Στα πιο πάνω προσθέτω ακόμη ένα στοιχείο, ενδεικτικό της κακοπιστίας των εναγομένων και της παράβασης του καθήκοντος που είχαν να λάβουν μέτρα προς εξακρίβωση του όλου κύκλου των γεγονότων και της δίκαιης παρουσίασής τους. Προέβησαν στη δημοσίευση της σειράς των έντονα δυσφημιστικών δημοσιευμάτων, χωρίς να τα θέσουν υπόψη του ενάγοντα και χωρίς να του δώσουν την ευκαιρία να εκφέρει τις θέσεις του επ’ αυτών.»

Σημειώνουμε ότι η υποχρέωση αυτή υποστηρίζεται και από το σχετικό απόσπασμα από την προαναφερθείσα υπόθεση Αλωνεύτη, [*789]που παρέθεσαν και οι εφεσείοντες στο περίγραμμα τους και που έχει ως εξής (σελ. 1884-1885):

«Κατά πόσο ισχύει η υπεράσπιση, η οποία συναρτάται με την ύπαρξη υποχρέωσης μετάδοσης των πληροφοριών από το μεταδίδοντα και δικαιώματος λήψης αυτών από τον πληροφορούμενο, εξαρτάται από σειρά παραγόντων, που έχουν σχέση με τη φύση των πληροφοριών, το ενδιαφέρον του δημοσίου για το ζήτημα, την πηγή των πληροφοριών, τη λήψη μέτρων προς εξακρίβωση της αλήθειας τους και το κατά πόσο ζητήθηκε από το υποκείμενο του δημοσιεύματος ο σχολιασμός των γραφομένων.  Προέχει η ελευθερία του λόγου και το δικαστήριο δεν πρέπει εύκολα να άγεται σε απόφαση ότι το δημόσιο δεν είχε συμφέρον να πληροφορηθεί περί του αντικειμένου του δημοσιεύματος σε περίπτωση αμφιβολίας, η πλάστιγγα πρέπει να κλίνει υπέρ της ελευθερίας του λόγου.

Συμπτυσσόμενος ο λόγος της Reynolds v. Times Newspapers [1999] 4 All ER 609, ως κρίνουμε, απολήγει στην αναγνώριση των ακολούθων αρχών:-

(α) Η πολιτική πληροφόρηση δεν προσελκύει, αφ’ εαυτής, την υπεράσπιση του προνομίου υπό όρους. Είναι το αντικείμενο της πληροφόρησης που μπορεί να έχει τέτοιο αποτέλεσμα, ανάλογα με τη σημασία του για το δημόσιο και το αντίσοιχο συμφέρον του κοινού να πληροφορηθεί περί αυτού.

(β) Η έννοια του προνομίου υπό όρους είναι ελαστική και τυγχάνει εφαρμογής υπό το φως των πραγματικοτήτων εκάστης εποχής. Η σημασία των πραγμάτων και, ανάλογα, το ενδιαφέρον του κοινού γι’ αυτά μεταβάλλονται από καιρού εις καιρόν.

(γ) Η απόδοση προνομιακού χαρακτήρα σε δημοσίευμα, συναρτάται με σειρά παραγόντων, που έχουν στο επίκεντρο το καθήκον του τύπου να διερευνά την αλήθεια εκείνων τα οποία δημοσιεύει και να προβάλλει με δίκαιο τρόπο διϊστάμενες εκδοχές γι’ αυτά.»

Εξετάσαμε την πιο πάνω κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου και τα όσα τέθηκαν από πλευράς εφεσειόντων, μεγάλο μέρος των οποίων περιστρέφεται στο ότι ως δημοσιογράφοι μπορούν να ασχολούνται με θέματα δημοσίου συμφέροντος. Δεν θα επεκταθούμε αφού έχουμε προσέξει (και το δέχονται και οι εφεσείοντες) ότι αυτό το δικαίωμα, το αναγνώρισε το πρωτόδικο δικαστήριο.

[*790]Ενόψει των πιο πάνω καταλήγουμε ότι η απόφαση του Δικαστηρίου ότι δεν μπορούσε να επιτύχει η υπεράσπιση του προνομίου υπό όρους στηρίζεται στην ορθή νομική πτυχή και αντιμετώπιση των γεγονότων όπως αποκρυσταλλώθηκαν ενώπιον του δικαστηρίου. Επομένως απορρίπτεται και αυτός ο λόγος.

Με τον 4ο λόγο έφεσης προσβάλλεται η άρνηση του πρωτόδικου δικαστηρίου να επιτρέψει στον Μ.Ε.9 Κώστα Κερίμη, Βοηθό Αστυνομικό Διευθυντή Τμήματος Γ του Αρχηγείου Αστυνομίας που διεξήγαγε τις έρευνες σχετικά με πιθανή διαφθορά, διαπλοκή και δωροδοκία Αξιωματικών στην Εθνική Φρουρά, συμπεριλαμβανομένου και του εφεσίβλητου, να παρουσιάσει απόρρητα και εμπιστευτικά έγγραφα που είχε στην κατοχή της η Αστυνομία. Αυτή η άρνηση επηρέασε τα συνταγματικά και ανθρώπινα δικαιώματα των εφεσειόντων.

Πέραν της απλής διατύπωσης του ισχυρισμού,  αυτός δεν αναπτύχθηκε επαρκώς. Απλώς αναφέρει ο ευπαίδευτος συνήγορος ότι σχετικά είναι τα όσα αναφέρει στο περίγραμμα του κατά την ανάπτυξη του 3ου λόγου έφεσης. Αναφέρθηκε επίσης και στην υπόθεση του ΕΔΑΔ The case of Dalban v. Romania Appl. No. 2811/95 ημερ. 28/9/1999.

Από πλευράς εφεσιβλήτου υποβάλλεται ότι το δικαστήριο δεν εμπόδισε τον μάρτυρα Κερίμη να αναφέρει ό,τι αφορούσαν τον εφεσίβλητο, η δε ουσία της μαρτυρίας του ήταν ότι οι έρευνες δεν στοιχειοθέτησαν οτιδήποτε το επιλήψιμο εναντίον του. Αυτό που δεν επέτρεψε το δικαστήριο ήταν να επεκταθεί ο μάρτυρας και σε άλλα πρόσωπα.

Εξετάσαμε τις σχετικές σελίδες των πρακτικών στις οποίες παρέπεμψε ο κ. Βορκάς. Προκύπτει ότι το αίτημα ήταν για παρουσίαση γενικά απορρήτων εγγράφων σχετικά με τον εξοπλισμό, με αναφορά και σ’ άλλα εμπλεκόμενα πρόσωπα και όχι έγγραφα που αφορούσαν ειδικά τον εφεσίβλητο. Σε πρώτο στάδιο απέσυρε το αίτημα για να το επαναφέρει (σελ. 226 και συνέχεια). Σε ερώτηση του δικαστηρίου πώς δικαιολογείται η παρουσίαση όλων αυτών των εγγράφων ο κ. Βορκάς είπε επί λέξει τα εξής:

«Υπάρχει πληροφορία για πιθανότητα αυτά τα έγγραφα που αναφέρθηκε ο μάρτυρας να επιβεβαιώνουν πληροφορίες που είχαμε υπόψη μας από άλλες πηγές στις οποίες βασίσθηκαν τα δημοσιεύματα μας. Μένοντας στον φάκελο της Αστυνομίας αυτά έγγραφα τα απόρρητα, δεν είχαμε την ευκαιρία να τα δούμε.

[*791](Συνεχίζει να επιχειρηματολογεί).

Δικαστήριο:

Δεν θα επιτρέψω την κατάθεση μαρτυρίας η οποία δεν έχει σχέση με την υπόθεση. Ούτε μπορεί να επιτραπεί κατάθεση σωρείας εγγράφων τα οποία δεν έχει εξετασθεί προηγουμένως ότι σχετίζονται με τα επίδικα θέματα όπως αυτά τίθενται μέσα από τα δικόγραφα. Ως εκ τούτου στο στάδιο αυτό δεν μπορεί να γίνει επιτρεπτό, το αίτημα της Υπεράσπισης. Θα παραμείνει ανοικτό, αν και εφόσον στην πορεία διαφανεί ότι συγκεκριμένο έγγραφο που υπάρχει καθορίζει συγκεκριμένα γεγονότα τα οποία καλύπτονται από τα δικόγραφα. Τότε θα είναι το κατάλληλο στάδιο να εξετασθεί από το έγγραφο. Ως εκ τούτου στην μορφή αυτή δεν επιτρέπεται η ερώτηση.»

Είναι φανερό ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν είχε αίτημα για παρουσίαση συγκεκριμένου εγγράφου για να εξεταστεί θέμα σχετικότητας, αλλά αίτημα για όλα τα έγγραφα που αφορούσαν το εξοπλιστικό πρόγραμμα. Κάτω από τις πιο πάνω περιστάσεις και λαμβανομένου υπόψη ότι (α) δεν επαναφέρθηκε αίτημα για συγκεκριμένο έγγραφο, (β) τη θέση της υπεράσπισης ότι αγνοούσε αν τα έγγραφα που ζητά να παρουσιαστούν περιείχαν τις πληροφορίες που ο κος Σωτήρης Παρούτης ανέφερε ότι περιήλθαν σε γνώση του, αλλά απλώς υποστήριξε ότι υπήρχε πιθανότητα να υπάρχει υλικό σ’ αυτά που να επιβεβαίωνε πληροφορίες που είχαν υπόψη τους οι εφεσείοντες από άλλες πηγές, κρίνουμε ότι η κατάληξη του δικαστηρίου ήταν μέσα στις εξουσίες του και δεν βλέπουμε πώς επηρεάστηκαν οι εφεσείοντες στην υπεράσπιση τους.

Αναφορικά με την υπόθεση Dalban v. Romania (πιο πάνω), που αφορούσε καταδίκη δημοσιογράφου για ποινικό λίβελλο που επικαλέστηκε ο ευπαίδευτος δικηγόρος των εφεσειόντων, κρίνουμε ότι στην έκταση που αποφάσισε ότι σημαντικός παράγοντας στην εξέταση κατά πόσο υπήρξε λίβελλος είναι το ότι ο τύπος εκπληρεί σπουδαίο έργο σε μια δημοκρατική κοινωνία, έχουμε προσέξει ότι την αρχή αυτή τη δέχθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο.  Στην έκταση που γίνεται επίκληση της υπόθεσης για να υποστηριχθεί ότι το γεγονός ότι δεν απέδωσαν οι έρευνες της αστυνομίας οτιδήποτε το επιλήψιμο εναντίον του εφεσίβλητου δεν ήταν αρκετό από μόνο του για να καταλήξει το πρωτόδικο δικαστήριο ότι δεν αποδείχθηκε το αληθές των δημοσιευμάτων, κρίνουμε ότι η εν λόγω υπόθεση διαφοροποιείται. Εκεί ο δημοσιογράφος (κ. Dalban) πήρε πληροφορίες για τα όσα δημοσίευσε από τους ποινικούς φακέλους που αφορούσαν τη διερεύνηση της υπόθεσης από το Τμήμα [*792]Εξαπάτησης (Fraud Squad) ούτως ώστε το δικαστήριο θα έπρεπε και το ίδιο να εξετάσει το εν λόγω υλικό. Στην παρούσα υπόθεση δεν έγινε επίκληση τέτοιου έγγραφου υλικού στο οποίο να βασίστηκαν τα δημοσιεύματα. Άλλωστε και το αίτημα για να παρουσιαστούν τα απόρρητα έγγραφα ήταν διότι υπήρχε πιθανότητα να υποστήριζαν αυτά που δημοσίευσαν οι εφεσείοντες.

Τον 5ο λόγο τον εξετασαμε ήδη. Με τον 6ο λόγο έφεσης προσβάλλεται το ύψος των αποζημιώσεων (€45.000) που επιδικάστηκαν στον εφεσίβλητο. Αναφέρθηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων σε αριθμό παραγόντων που παρατίθενται με τις υποπαραγράφους (α) μέχρι και (μ) για τους οποίους ισχυρίζεται ότι το ποσό είναι υπερβολικό. Δεν προβαίνει σε σαφή εισήγηση ποίο θα έπρεπε να ήταν το ύψος του ποσού. Απλώς εισηγείται ότι αυτό δεν πρέπει να ήταν «μεγαλύτερο ή ισάξιο ποσό αποζημιώσεων» από αυτό που επιδικάστηκε στις αποφάσεις που παραπέμπει το πρωτόδικο δικαστήριο.

Από πλευράς εφεσιβλήτου απλώς αναφέρεται ότι όλοι οι λόγοι που επικαλούνται οι εφεσείοντες λήφθηκαν υπόψη από το πρωτόδικο δικαστήριο και ότι «απλή ανάγνωση της απόφασης επιβεβαιώνει τη θέση αυτή».

Εξετάζοντας την πρωτόδικη απόφαση φαίνεται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έλαβε, μεταξύ άλλων, υπόψη ότι στην υπόθεση Κωνσταντινίδης κ.ά. ν. Παπαδόπουλου (1999) 1 Α.Α.Δ. 922, το Εφετείο αύξησε ποσό Λ.Κ.12.000 που επιβλήθηκε πρωτόδικα σε Λ.Κ.20.000 και στην υπόθεση Αλωνεύτη, πιο πάνω, όπου το Εφετείο αποφάσισε ότι το ποσό των Λ.Κ.30.000, που επιδικάστηκε πρωτόδικα, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως υπερβολικό έστω κι’ αν πέραν του ποσού αυτού είχαν επιδικαστεί και Λ.Κ.5.000 ως παραδειγματικές αποζημιώσεις, που εδώ το δικαστήριο έκρινε ότι δεν δικαιολογούνταν. Στην υπόθεση Αλωνεύτης, αποδόθηκε στον εφεσείοντα συνωμοσία με άλλα πρόσωπα (εμπόρους όπλων) για εξασφάλιση οφέλους για τους συνεργούς του, μέσω της παράνομης άσκησης των καθηκόντων του προς ζημιά του δημοσίου και με μεγάλα οικονομικά οφέλη στους συνεργούς. Στην παρούσα περίπτωση που ο ισχυρισμός ήταν ότι ο εφεσίβλητος είχε δωροδοκηθεί με $500.000 ως πρώτη δόση, η δυσφήμιση ήταν πιο σοβαρής μορφής.

Εξετάσαμε κι’ αυτό το λόγο και τα όσα το πρωτόδικο δικαστήριο ανάφερε για σκοπούς υπολογισμού του ποσού των αποζημιώσεων. Περιληπτικά ο ισχυρισμός του ευπαιδεύτου συνηγόρου των [*793]εφεσειόντων είναι ότι το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τις περιβάλλουσες συνθήκες. και το υπόβαθρο μέσα στο οποίο έγιναν τα δημοσιεύματα, το δικαίωμα ελευθερίας του λόγου και έκφρασης των εφεσειόντων ως δημοσιογράφων με υποχρέωση και δικαίωμα να πληροφορούν το κοινό για θέματα  δημοσίου ενδιαφέροντος, ότι δεν ήσαν οι εφεσείοντες «υπαίτιοι και/ή ουσιαστικά υπαίτιοι για τις επιπτώσεις που είχε ο εφεσίβλητος από τα γεγονότα με τα οποία ασχολήθηκαν οι εφεσείοντες και ότι δεν αποδείχθηκε το ύψος της κυκλοφορίας της εφημερίδας «Πολίτης». Επίσης ότι δεν έπρεπε να ληφθεί υπόψη ότι οι εφεσείοντες δεν απολογήθηκαν, ούτε έλαβε υπόψη ότι ο εφεσίβλητος τιμωρήθηκε από τον Αρχηγό ΓΕΕΦ στις 18/4/2006 με τετραήμερη κράτηση για πειθαρχικό αδίκημα που σχετιζόταν με τη σύμβαση για την αγορά του εξοπλιστικού προγράμματος.

Αναφορικά με το ύψος της κυκλοφορίας της εφημερίδας, είναι γεγονός ότι δεν προσφέρθηκε μαρτυρία. Στην έκθεση απαίτησης παραγραφος 7 γίνεται ισχυρισμός ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο «η εφημερίδα Πολίτης ήτο καθημερινή εφημερίδα μεγάλης κυκλοφορίας τόσο στη Λευκωσία όσο και στην υπόλοιπη Κύπρο» και οι εφεσείοντες παραδέχθηκαν μόνο ότι είναι καθημερινή εφημερίδα.  Επομένως όφειλε η πλευρά του εφεσίβλητου να αποδείξει τον ισχυρισμό περί μεγάλης κυκλοφορίας. Το πρωτόδικο δικαστήριο σημείωσε αυτή την παράλειψη και ότι μάλιστα εφόσο δεν αναφέρονταν τα δημοσιεύματα ονομαστικά στον εφεσίβλητο, η ταύτιση του με αυτά περιοριζόταν στον κύκλο αναγνωστών του κοινωνικού και  επαγγελματικού χώρου του εφεσίβλητου.

Ο ισχυρισμός ότι δεν έλαβε υπόψη το πρωτόδικο δικαστήριο ότι οι εφεσείοντες ενεργούσαν στο πλαίσιο του δημοσιογραφικού τους καθήκοντος δεν ευσταθεί. Το δικαστήριο αναγνώρισε ρητά τέτοιο καθήκον εξηγώντας όμως, ορθά κατά την κρίση μας, ότι αυτό θα έπρεπε να περιοριστεί στο ότι υπήρχαν υποψίες περί παρανομιών κατά την διαδικασία, περιλαμβανόμενης και δωροδοκίας, αλλά γενικά και όχι με τέτοια αναφορά που να φωτογραφίζεται ο εφεσίβλητος. Αναφέρεται ρητά στην πρωτόδικη απόφαση ότι «το όλο ζήτημα περιστρεφόταν γύρω από θέμα δημοσίου συμφέροντος».

Παρόλο που το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε στις ορθές νομικές αρχές που διέπουν το θέμα επιδίκασης αποζημιώσεων εντούτοις, ενόψει των ευρημάτων του (α) ότι δεν αποδείχθηκε το ύψος της κυκλοφορίας της εφημερίδας και (β) ότι η ταύτιση του εφεσίβλητου με τα δυσφημιστικά δημοσιεύματα περιοριζόταν στο [*794]μικρό κύκλο αναγνωστών του κοινωνικού και επαγγελματικού του χώρου, κρίνουμε ότι τα εν λόγω ευρήματα αφορούν σε ουσιώδη γεγονότα που αν λαμβάνονταν δεόντως υπόψη θα έπρεπε να είχε επιδικαστεί μικρότερο ποσό, το οποίο καθορίζουμε στις €25.000.

Αναφορικά με το παράπονο ότι το δικαστήριο κατά την επιδίκαση νόμιμου τόκου δεν καθόρισε αν θα αρχίζει από την ημέρα της έγερσης της αγωγής ή της έκδοσης απόφασης, σημειώνουμε ότι αυτό δεν καλύπτεται από τους λόγους έφεσης και επομένως δεν θα εξεταστεί.

Ενόψει των πιο πάνω η έφεση επιτυγχάνει μερικώς. Η πρωτόδικη απόφαση τροποποιείται μόνο καθ’ όσον αφορά το ύψος των αποζημιώσεων που έχουν επιδικαστεί τις οποίες μειώνουμε από €45.000 σε €25.000.

Αναφορικά με τα έξοδα της έφεσης (πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει) αυτά επιδικάζονται κατά το 1/3 υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον του εφεσίβλητου όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

Η έφεση επιτρέπεται μερικώς με το ένα τρίτο των εξόδων.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο