Δημητρίου Ανδρέας, άλλως Ανδρέας Δημητρίου Στυλιανού ν. Αικατερίνης Δημητρίου (2012) 1 ΑΑΔ 834

(2012) 1 ΑΑΔ 834

[*834]8 Μαΐου, 2012

[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΑΝΔΡΕΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, ΑΛΛΩΣ ΑΝΔΡΕΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ,

Εφεσείων-Καθ’ ου η αίτηση,

v.

ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,

Εφεσίβλητης-Αιτήτριας.

(Έφεση Αρ. 23/2010)

 

Οικογενειακό Δίκαιο Περιουσιακές Διαφορές ― Παραγραφή αγώγιμου δικαιώματος ― Κατά πόσον η αξίωση της Αιτήτριας ήταν παραγεγραμμένη, με βάση το Άρθρο 15 του Ν.232/91, όπως ίσχυε την ημερομηνία καταχώρησης της αίτησης ― Κατά πόσον μπορούσε, να χαρακτηριστεί η μόνιμη παραμονή της εφεσίβλητης ή και του εφεσείοντα στις ΗΠΑ ως νομικός λόγος, που θα μπορούσε να παρατείνει το χρόνο παραγραφής ― Παραμερισμός πρωτόδικης κρίσης σύμφωνα με την οποία η έναρξη της περιόδου παραγραφής της αξίωσης της εφεσίβλητης, άρχισε από την απόκτηση δικαιοδοσίας του Οικογενειακού Δικαστηρίου.

Ο εφεσείων καταχώρησε έφεση εναντίον απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου που εξεδόθη επί εγειρόμενου νομικού σημείου και με την οποία εκρίθη ότι η αίτηση περιουσιακών διαφορών που είχε καταχωρήσει η Αιτήτρια, δεν είχε παραγραφεί.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι στην απουσία οποιασδήποτε πρόνοιας περί του αντιθέτου, είχε εφαρμογή το Άρθρο 82 του Συντάγματος και η αφετηρία εφαρμογής του νόμου ήταν η δημοσίευση του. Στην προκείμενη περίπτωση, ήταν όπως εκρίθη πρωτοδίκως, η 29η Δεκεμβρίου 2006, ημερομηνία κατά την οποία τροποποιήθηκε η παράγραφος (α) του Άρθρου 15 του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991 Ν.232/91. Με αυτή την τροποποίηση, η όποια αξίωση υπάρχει εδραζόμενη στο Άρθρο 14 του ιδίου Νόμου (232/91) «παραγράφεται τρία χρόνια μετά τη λύση ή την ακύρωση του γάμου». Εκρίθη περαιτέρω, ότι η ημερομηνία 29/12/2006, [*835]ήταν πολύ μεταγενέστερη της καταχώρησης της εναρκτήριας αίτησης και ως εκ τούτου δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι ο νόμος είχε αναδρομική ισχύ.

Με βάση την πρόνοια του Άρθρου 11 του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμου 1990, (Ν.23/90) το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε μεταξύ άλλων ότι «για την έναρξη της παραγραφής δεν επαρκούσε η γένεση της αξίωσης. Θα πρέπει έκρινε, να είναι δυνατή και η δικαστική της επιδίωξη.

Ως εκ τούτου η πρωτόδικη κατάληξη ήταν ότι, από τη στιγμή που, για να αποκτήσει καθ’ ύλην αρμοδιότητα το Οικογενειακό Δικαστήριο, πρέπει ένας από τους διάδικους να διαμένει στη Δημοκρατία, και, η εν λόγω διαμονή ενεργοποιείται, με βάση την παραγρ.3 του Άρθρου 11 του Νόμου 23/90, όταν αυτός θα έχει συνεχή περίοδο διαμονής πέραν των τριών μηνών, η διετής παραγραφή του Άρθρου 15(α) του Νόμου 232/91, δεν θα μπορούσε να αρχίσει «ενόσω το εναγώγιμο της αξίωσης αποκλείεται για νομικούς λόγους».

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, το δικαστήριο κατέληξε  ότι αποτελούσε παραδεκτό γεγονός ότι ο καθ’ ου η αίτηση επέστρεψε πρώτος στην Κύπρο στις 8.01.03. Η αξίωση της αιτήτριας έγινε εναγώγιμος μετά τις 8.01.03 από τις 9.04.03, ημερομηνία στην οποία απέκτησε την απαιτούμενη από το πρώτο μέρος διαμονή στη Δημοκρατία. Κατέληξε δε ότι εκ των ως άνω, η καταχώριση στις 2.06.04, της εναρκτήριας αίτησης ήταν εμπρόθεσμη.

Με την έφεση υποστηρίχθηκε μεταξύ άλλων ότι:

α) Σε κανένα σημείο δεν μπορούσε, να χαρακτηριστεί η μόνιμη παραμονή της εφεσίβλητης ή και του εφεσείοντα στις ΗΠΑ ως νομικός λόγος, που θα μπορούσε να παρατείνει το χρόνο παραγραφής.

β) Ήταν λανθασμένο το συμπέρασμα ότι δεν είχε παραγραφεί η αξίωση της εφεσίβλητης, παρελθόντων των δύο ετών, από τη λύση του γάμου.

Με την αντέφεση που ασκήθηκε από την εφεσίβλητη υποστηρίχθηκε μεταξύ άλλων ότι:

α) Ήταν εσφαλμένο το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς την αναδρομικότητα, του τροποποιητικού νόμου.

β) Ο χρόνος της παραγραφής δεν μπορούσε να ξεκινήσει ταυτοχρό[*836]νως με τη γένεση του δικαιώματος αλλά με την έναρξη της δυνατότητας υποβολής αξίωσης.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Ουδεμία αμφιβολία υπάρχει, ότι το ισχύον δίκαιο προσδιορίζεται κατά το χρόνο προώθησης του δικονομικού διαβήματος. Στην προκείμενη περίπτωση, στις 2 Ιουνίου 2004, που κατατέθηκε από την εφεσίβλητη η εναρκτήρια αίτηση, ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου, βρισκόταν σε ισχύ η πριν από την τροποποίηση με το Νόμο 169(Ι)/2006, διατύπωση του Άρθρου 15 του Ν.232/91 που προνοούσε ότι η προβλεπόμενη από το Άρθρο 14 αξίωση παραγραφόταν δυο χρόνια από τη λύση ή ακύρωση του γάμου.

2.  Συναφώς, υπήρχε μια αφετηρία διετούς παραγραφής, εδραζόμενη σ’ ένα πραγματικό γεγονός, αυτό της ημερομηνίας λύσης του γάμου.

3.  Το κρίσιμο ερώτημα της αναδρομικότητας του Άρθρου 15 του Ν.232/91, θα έπρεπε να ιδωθεί με το σκεπτικό ότι επηρεάζει ουσιαστικό δικαίωμα του εφεσείοντα να προβάλει παραγραφή της αξίωσης εναντίον του. Με αυτή την προϋπόθεση, αν, ο σκοπός του νομοθέτη ήταν να περιορίσει αυτό το δικαίωμα, θα έπρεπε να φαίνεται ότι υπήρχε αυτή η πρόθεση ή να εξάγεται με σαφήνεια.

4.  Ούτε το ίδιο το γράμμα αλλά ούτε ο σκοπός του συγκεκριμένου άρθρου ήταν να δώσει αυτή τη διάσταση και αφαίρεση υφιστάμενου δικαιώματος προβολής παραγραφής, και η εν λόγω τροποποίηση, άφησε το δικαίωμα του εφεσείοντα εν προκειμένω, άθικτο.

5.  Με αυτό το δεδομένο η καταχώρηση της εναρκτήριας αίτησης, (2 Ιουνίου 2004) σε συνδυασμό με τη λύση του γάμου των διαδίκων (12 Δεκεμβρίου 2001), ήταν εκπρόθεσμη, αφού κατεχωρήθη πέραν των δυο ετών από τη λύση του γάμου.

6.  Η προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η έναρξη της περιόδου παραγραφής της αξίωσης της εφεσίβλητης, άρχισε από της απόκτησης δικαιοδοσίας του Οικογενειακού δικαστηρίου, δεν μπορούσε να ευσταθήσει.

7.  Η ύπαρξη ή όχι αρμοδιότητας του δικαστηρίου να επιληφθεί της εναρκτήριας αίτησης δεν θα μπορούσε να υπαχθεί σε όρους ή προϋποθέσεις άλλες από αυτές που διατυπώνονται στη σχετική διά[*837]ταξη, ήτοι της διαμονής ενός διάδικου στην Κύπρο.

8.  Η αξίωση κρίθηκε παραγεγραμμένη, με βάση το Άρθρο 15 του Ν.232/91, όπως ίσχυε την ημερομηνία καταχώρησης της αίτησης.

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα.

Η αντέφεση απορρίφθηκε χωρίς έξοδα.

 

Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Καρατσής, Δικ. Οικ. Δικ.), (Αίτηση Αρ. 15/04), ημερομηνίας 1/7/2010.

Δ. Παπαχρυσοστόμου, για τον Εφεσείοντα.

Α. Ποιητής, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Κ. Παμπαλλή.

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Οι διάδικοι ήταν, από τη δεκαετία του 1970, μόνιμοι κάτοικοι των ΗΠΑ. Αποτελεί παραδεκτό γεγονός ότι ο γάμος των διαδίκων είχε λυθεί στις 12 Δεκεμβρίου 2001.  Ταυτοχρόνως, είναι αποδεκτό ότι ο εφεσείων ήλθε στην Κύπρο για μόνιμη εγκατάσταση στις 8 Ιανουαρίου 2003.

Στις 2 Ιουνίου 2004 η εφεσίβλητη καταχώρισε ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λάρνακας αίτηση με την οποία αξίωνε συνεισφορά σε αποκτηθείσα περιουσία εγγεγραμμένη στο όνομα του εφεσείοντα.

Από την πιο πάνω ημερομηνία καταχωρήθηκαν διάφορες αιτήσεις και προωθήθηκαν για εκδίκαση, τις οποίες θα περιγράψουμε χρονολογικά, γιατί, θα έχουν τη δική τους σημασία στην παρακολούθηση των εγειρομένων θεμάτων της έφεσης.

Ο εφεσείων είχε εγείρει στο πλαίσιο της εναρκτήριας αίτησης, θέμα παραγραφής της αξίωσης της εφεσίβλητης και το Οικογενειακό Δικαστήριο με απόφαση του ημερ. 10 Δεκεμβρίου 2004, αποδέχτηκε την εισήγηση και αποφάσισε ότι «με βάση όλα τα ανωτέρω [*838]κρίνω ότι η αξίωση της αιτήτριας έχει παραγραφεί. Η αίτηση απορρίπτεται ως ανεδαφική.» Καταχωρήθηκε, εναντίον της πιο πάνω αποφάσεως, έφεση και στις 17 Νοεμβρίου 2008 η πρωτόδικη απόφαση παραμερίστηκε με τη σύμφωνη γνώμη και των δύο πλευρών. Η υπόθεση ήρθη, ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου, εκ νέου στις 7 Ιανουαρίου 2009 και τελικώς στις 26 Φεβρουαρίου 2009, μετά από συμφωνία και των δύο μερών προστέθηκε στο δικόγραφο της εφεσίβλητης η πιο κάτω παράγραφος:

«(δ) εν πάση περιπτώσει ο χρόνος παραγραφής έχει τώρα τροποποιηθεί και είναι 3 χρόνια σύμφωνα με το Άρθρο 15(Α) του περί Διαφορών Συζύγων Νόμου 232/91, ως ετροποποιήθη. Ως εκ τούτου η παρούσα υπόθεση δεν είναι παραγεγραμμένη».

Στο σημείο αυτό θεωρούμε ότι είναι απαραίτητο να κάνουμε μια μικρή αναφορά στην υφιστάμενη νομοθεσία. Με βάση την παράγραφο (ε) του εδαφίου (2) του Άρθρου 11 του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμου του 1990, (Ν.23/90), όπως ίσχυε στις 2 Ιουνίου 2004, ημερομηνία καταχώρησης της εναρκτήριας αίτησης της εφεσίβλητης, θεμάτων περιουσιακών σχέσεων των συζύγων έχουν εξουσία να επιλαμβάνονται τα Οικογενειακά Δικαστήρια «εφόσον οι διάδικοι ή ένας από αυτούς έχουν τη διαμονή τους στη Δημοκρατία». Το εν λόγω άρθρο τροποποιήθηκε από το Άρθρο 2 του Νόμου 63(Ι)/2006, σύμφωνα με το οποίο προστέθηκε μια επιφύλαξη η οποία αναφέρει ότι:

«Νοείται ότι στην περίπτωση που υπάρχει περιουσία ………. τότε δεν απαιτείται οιαδήποτε διαμονή στην Κύπρο των διαδίκων ή ενός από αυτούς».

Ταυτοχρόνως, με βάση το Άρθρο 2 του Νόμου 169(Ι)/2006, που δημοσιεύθηκε στις 29 Δεκεμβρίου 2006, τροποποιήθηκε η παράγραφος (α) του Άρθρου 15 του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991 Ν.232/91. Με αυτή την τροποποίηση η όποια αξίωση υπάρχει εδραζόμενη στο Άρθρο 14 του ιδίου Νόμου (232/91) «παραγράφεται τρία χρόνια μετά τη λύση ή την ακύρωση του γάμου».

Επανερχόμενοι τώρα στα γεγονότα της υπόθεσης παρατηρούμε ότι στις 22 Ιουνίου 2009, κατατέθηκε ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου, αίτηση, και στη συνέχεια έγινε παραπομπή στο Ανώτατο Δικαστήριο, του ζητήματος της αντισυνταγματικότητας της παραγράφου (α) του Άρθρου 15 του Νόμου 232/91 όπως τροποποιήθηκε. Την 1η Δεκεμβρίου 2009 η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δι[*839]καστηρίου είχε αποφανθεί ότι δεν ήταν απολύτως αναγκαίο «και κάπως πρόωρο να παραπεμφθεί ερώτημα αυτό προτού κριθεί κατά πόσο η τριετής προθεσμία έχει αναδρομική ισχύ λόγω του ότι αφορά δικονομικό κανόνα». Η υπόθεση, ως εκ τούτου, παραπέμφθηκε πίσω στο Οικογενειακό δικαστήριο.

Στις 17 Δεκεμβρίου 2009 ακολούθησε, ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου αίτηση, με αιτητικό τη χωριστή εκδίκαση του εγειρόμενου νομικού σημείου «εάν η αξίωση της αιτήτριας είναι παραγεγραμμένη ή όχι ή εάν το Δικαστήριο μπορεί να επιληφθεί αυτής διότι δεν είναι παραγεγραμμένη». Το πρωτόδικο Δικαστήριο που είχε επιληφθεί της αιτήσεως έθεσε στον εαυτό του τα εξής ερωτήματα:

(α) Ο περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων (τροποποιητικός) (αρ.2) Νόμος του 2006 (Ν.169(Ι)/2006) έχει αναδρομική ισχύ; Και

(β) Η αξίωση της αιτήτριας ήταν ενεργός στο χρόνο έναρξης της διαδικασίας;

Σε συνάρτηση με το θέμα της αναδρομικότητας του σχετικού νομοθετήματος το πρωτόδικο δικαστήριο στηριζόμενο στην απουσία οποιασδήποτε πρόνοιας περί του αντιθέτου κατέληξε στο συμπέρασμα ότι έχει εφαρμογή το Άρθρο 82 του Συντάγματος και η αφετηρία εφαρμογής του νόμου είναι η δημοσίευση του. Στην προκείμενη περίπτωση ήταν 29 Δεκεμβρίου 2006, πολύ μεταγενέστερα της καταχώρησης της εναρκτήριας αίτησης, ως εκ τούτου δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι ο νόμος είχε αναδρομική ισχύ.

Απαντώντας το δεύτερο από τα πιο πάνω ερωτήματα, το πρωτόδικο δικαστήριο ασχολήθηκε σε έκταση με τις πρόνοιες του Άρθρου 14 του Νόμου 232/91, ιδιαιτέρως, σε συνάρτηση με τη χρονική στιγμή για την οποία η όποια αξίωση γεννιέται. Το κρίσιμο σημείο ήταν για το Δικαστήριο, η λύση του γάμου. Αυτή η συγκεκριμένη «αξίωση», συνέχισε, ισοδυναμεί με τη βάση αγωγής που απαντάται στον περί Δικαστηρίων Νόμο, (Ν.14/60) και έχει την ίδια ερμηνεία που θα μπορούσε να δοθεί στο αγώγιμο δικαίωμα.  Με βάση την πρόνοια του Άρθρου 11 του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμου 1990, (Ν.23/90) το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι «για την έναρξη της παραγραφής δεν επαρκεί η γένεση της αξίωσης. Θα πρέπει να είναι δυνατή και η δικαστική αυτής επιδίωξη.» Κρίθηκε πρωτοδίκως ότι, από τη στιγμή που, για να αποκτήσει καθ’ ύλην αρμοδιότητα το Οικογενειακό Δικαστήριο, πρέ[*840]πει ένας από τους διάδικους να διαμένει στη Δημοκρατία, και, η εν λόγω διαμονή ενεργοποιείται, με βάση την παραγρ.3 του Άρθρου 11 του Νόμου 23/90, όταν αυτός θα έχει συνεχή περίοδο διαμονής πέραν των τριών μηνών, η διετής παραγραφή του Άρθρου 15(α) του Νόμου 232/91 δεν θα μπορούσε να αρχίσει «ενόσω το εναγώγιμο της αξίωσης αποκλείεται για νομικούς λόγους». Από τη στιγμή που, αναφέρθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο, η αξίωση δεν μπορούσε να είναι δικαστικά επιδιώξιμη, για νομικούς λόγους, αποκλείεται η παραγραφή. Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, το δικαστήριο κατέληξε «αποτελεί πια παραδεκτό γεγονός ότι ο καθ’ ου η αίτηση επέστρεψε πρώτος στην Κύπρο στις 8.01.03. Η αξίωση της αιτήτριας έγινε εναγώγιμος μετά τις 8.01.03 από τις 9.04.03, ημερομηνία στην οποία απέκτησε την απαιτούμενη από το πρώτο μέρος διαμονή στη Δημοκρατία. Η καταχώριση στις 2.06.04, της εναρκτήριας αίτησης ήταν εμπρόθεσμη».

Εναντίον της πιο πάνω κατάληξης καταχωρήθηκε η παρούσα έφεση και ο εφεσείων επικεντρώθηκε, με τον πρώτο λόγο έφεσης, στο, κατ’ ισχυρισμό, λανθασμένο συμπέρασμα ότι η διαμονή των διαδίκων στο εξωτερικό αποτελούσε νομικό λόγο που απέτρεπε την καταχώριση και προώθηση της παρούσας υπόθεσης. Όπως υποστήριξε ο κ. Παπαχρυσοστόμου, η τότε ισχύουσα διετής παραγραφή, για προβολή αξιώσεως συνεισφοράς με βάση τα Άρθρα 14 και 15 του Νόμου 232/91, δεν έθετε οποιαδήποτε προϋπόθεση. Σε κανένα σημείο δεν μπορεί, πρόσθεσε, να χαρακτηριστεί η μόνιμη παραμονή της εφεσίβλητης ή και του εφεσείοντα στις ΗΠΑ ως νομικός λόγος, που θα μπορούσε να παρατείνει το χρόνο παραγραφής. Αποτελεί ουσιαστικό λόγο, πραγματικό, χωρίς να υπάρχει ενώπιον του δικαστηρίου οποιονδήποτε στοιχείο που να καταδεικνύει ότι η εφεσίβλητη εμποδιζόταν με οποιονδήποτε τρόπο από του να προχωρήσει και να καταχωρήσει ενώπιον του Οικογενειακού δικαστηρίου αίτηση, εντός της περιόδου των δύο ετών, από τη λύση του γάμου των διαδίκων.

Με το δεύτερο λόγο έφεσης, ο ευπαίδευτος συνήγορος χαρακτήρισε ως λανθασμένο το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι δεν έχει παραγραφεί η αξίωση της εφεσίβλητης, παρελθόντων των δύο ετών, από τη λύση του γάμου. Είναι προφανής ο λόγος για τον οποίο τέθηκε αυτός ο περιορισμός, είπε ο κ. Παπαχρυσοστόμου, έτσι ώστε να υπάρχει μια τελεσιδικία στις σχέσεις των διαδίκων και ταυτοχρόνως μια βεβαιότητα ως προς τις ενδεχόμενες διεκδικήσεις του ενός πρώην συζύγου έναντι του άλλου.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσίβλητης υπεραμύνθηκε της [*841]ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης, παραθέτοντας τις παραγράφους 2(α) και 2(β) της Απάντησης, που κατατέθηκε στο πρωτόδικο δικαστήριο, σύμφωνα με τις οποίες μέχρι το 2004 ήταν αδύνατο για την εφεσίβλητη να προχωρήσει σε οποιοδήποτε δικαστικό μέτρο εναντίον του εφεσείοντα διότι, αυτός επέστρεψε μόνιμα στην Κύπρο τον Ιανουάριου του 2003 και η ίδια προσωρινώς στις 12 Μαΐου 2004. Πρόβαλε ο κ.Ποιητής ότι η θέση της αιτήτριας καλύπτεται από τις πρόνοιες του Άρθρου 30.1 του Συντάγματος σύμφωνα με το οποίο, οι όποιοι περιορισμοί τίθενται, δεν πρέπει να περιορίζουν ή να μειώνουν τη δυνατότητα πρόσβασης στο δικαστήριο. Ένας περιορισμός πρέπει να είναι συμβατός και να υπάρχει εύλογη αναλογικότητα μεταξύ των μέσων που υιοθετούνται και του στόχου που επιδιώκεται να επιτευχθεί, κατέληξε επί του προκειμένου.

Με την αντέφεση της η εφεσίβλητη αμφισβητεί το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς την αναδρομικότητα, εφόσον πρόκειται για δικονομικό θέμα.

Η προθεσμία που τίθεται με το Άρθρο 15 του Νόμου 232/91 άρχισε, συνέχισε ο συνήγορος, να τρέχει πριν η αιτήτρια επιστρέψει στην Κύπρο. Στο μεταξύ, υπήρξε τροποποίηση του Νόμου και το ερώτημα είναι αν αυτή η τροποποίηση έχει αναδρομική ισχύ. Ο συνήγορος υποστήριξε ότι για να αρχίσει να τρέχει ο χρόνος της παραγραφής πρέπει να υπάρχει δικαίωμα. Στην προκείμενη περίπτωση, ο χρόνος της παραγραφής δεν μπορούσε να ξεκινήσει ταυτοχρόνως με τη γένεση του δικαιώματος αλλά με την έναρξη της δυνατότητας υποβολής αξίωσης, στηριζόμενης σε συγκεκριμένο λόγο αγωγής. Η αιτήτρια, πρόσθεσε, δεν είχε δυνατότητα πρόσβασης στο Οικογενειακό δικαστήριο παρά μόνο μετά τη συμπλήρωση της τρίμηνης προθεσμίας, από της καθόδου του εφεσείοντα  στην Κύπρο. Το δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία πριν από τον Ιανουάριο του 2003. Καταχώρισε την αίτηση αφού, η εφεσίβλητη δεν ήταν μόνιμη κάτοικος Κύπρου, λίγες ημέρες μετά την προσωρινή άφιξη της στην Κύπρο. Με αυτό το δεδομένο, είτε υπολογιστεί ο χρόνος άφιξης του εφεσίβλητου, που έγινε το Γενάρη του 2003, ή της εφεσείουσας, που έγινε το Μάη του 2004, η προθεσμία των δύο ετών δεν είχε συμπληρωθεί. Επομένως, κατέληξε, ορθώς το δικαστήριο θεώρησε ότι η αξίωση της αιτήτριας δεν είναι παραγεγραμμένη. Καταλήγοντας, επί του προκειμένου, ο συνήγορος έκαμε αναφορά στο Άρθρο 15 του Νόμου, το οποίο προνοεί, κατά την εισήγηση του, παραγραφή της αξίωσης αλλά όχι του δικαιώματος το οποίο έχει η εφεσίβλητη. Η αξίωση, όπως είπε, είναι ο ενεργός τρόπος άσκησης του δικαιώματος. Με αυτό το δεδομένο, ο χρόνος της [*842]περιόδου παραγραφής θα μπορούσε, αφού το δικαίωμα εξακολουθεί να υπάρχει, με κατάλληλη διαδικασία, να επεκταθεί. Ο συγκεκριμένος τροποποιητικός νόμος, δεν ήταν τίποτε άλλο παρά δικονομικός νόμος ο οποίος και λόγω της φύσης του έχει και αναδρομική ισχύ. Η δε παραγραφή, κατέληξε, δεν αποτελεί απόσβεση, αλλά εμπόδιο (κώλυμα) στην άσκηση του δικαιώματος.

Με αυτή τη δοσμένη επιχειρηματολογία θα πρέπει να εξετάσουμε τις παραμέτρους της τοποθέτησης του πρωτόδικου δικαστηρίου.

Ουδεμία αμφιβολία υπάρχει, και επί τούτου συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι το ισχύον δίκαιο προσδιορίζεται κατά το χρόνο προώθησης του δικονομικού διαβήματος. Στην προκείμενη περίπτωση, στις 2 Ιουνίου 2004, που κατατέθηκε από την εφεσίβλητη η εναρκτήρια αίτηση, ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου, βρισκόταν σε ισχύ η πριν την τροποποίηση με το Νόμο 169(Ι)/2006, διατύπωση του Άρθρου 15 του Ν.232/91 που προνοούσε:

«15.            Η προβλεπόμενη από το Άρθρο 14 αξίωση

       (α) Παραγράφεται δυο χρόνια από τη λύση η ακύρωση του γάμου».

Συναφώς, υπάρχει μια αφετηρία διετούς παραγραφής, εδραζόμενη σ’ ένα πραγματικό γεγονός, αυτό της ημερομηνίας λύσης του γάμου.

Το κρίσιμο ερώτημα της αναδρομικότητας του Άρθρου 15 του Ν.232/91, θα πρέπει να ιδωθεί με το σκεπτικό ότι επηρεάζει ουσιαστικό δικαίωμα του εφεσείοντα να προβάλει παραγραφή της αξίωσης εναντίον του. Με αυτή την προϋπόθεση, αν, ο σκοπός του νομοθέτη ήταν να περιορίσει αυτό το δικαίωμα, θα έπρεπε να φαίνεται ότι υπήρχε αυτή η πρόθεση ή να εξάγεται με σαφήνεια. Θεωρούμε ότι ούτε το ίδιο το γράμμα αλλά ούτε ο σκοπός του συγκεκριμένου άρθρου ήταν να δώσει αυτή τη διάσταση και αφαίρεση υφιστάμενου δικαιώματος προβολής παραγραφής, και η εν λόγω τροποποίηση, άφησε το δικαίωμα του εφεσείοντα εν προκειμένω, άθικτο.

Με αυτό το δεδομένο η καταχώρηση της εναρκτήριας αίτησης, (2 Ιουνίου 2004) σε συνδυασμό με τη λύση του γάμου των διαδίκων (12 Δεκεμβρίου 2001), ήταν εκπρόθεσμη, αφού κατεχωρήθη πέραν των δυο ετών από τη λύση του γάμου.

[*843]Tώρα θα εξετάσουμε την άλλη διάσταση της υπόθεσης.

Η προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η έναρξη της περιόδου παραγραφής της αξίωσης της εφεσίβλητης, όπως την αναλύσαμε πιο πάνω, άρχισε από της απόκτησης δικαιοδοσίας του Οικογενειακού δικαστηρίου, βρίσκουμε ότι δεν μπορεί να ευσταθήσει. Με κανένα τρόπο δεν είναι εφικτό να συνδεθούν τα δυο, σε βαθμό μάλιστα, αλληλοεξάρτησης. Το θέμα της παραγραφής είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το λεκτικό της συγκεκριμένης διάταξης του νόμου. Το κώλυμα είναι χρονικό. Η ύπαρξη ή όχι αρμοδιότητας του δικαστηρίου να επιληφθεί της εναρκτήριας αίτησης δεν θα μπορούσε να υπαχθεί σε όρους ή προϋποθέσεις άλλες από αυτές που διατυπώνονται στη σχετική διάταξη, ήτοι της διαμονής ενός διάδικου στην Κύπρο.

Να παρατηρήσουμε ότι, εν πάση περιπτώσει, η εφεσείουσα θα μπορούσε, στο χρονικό διάστημα μεταξύ 9 Απριλίου 2003 και 12 Δεκεμβρίου 2003, να προωθήσει την αίτηση της χωρίς οποιοδήποτε νομικό κώλυμα. Εφόσον το θέμα αυτό συμπλέκεται με το θέμα της συνταγματικότητας, δεν θα επεκταθούμε.

Η έφεση γίνεται αποδεχτή και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Η αξίωση κρίνεται παραγεγραμμένη, με βάση το Άρθ.15 του Ν.232/91, όπως ίσχυε την ημερομηνία καταχώρησης της αίτησης. Εφόσον, όμως, μόνο αυτό το θέμα εξετάστηκε, η υπόθεση θα παραπεμφθεί στο Οικογενειακό Δικαστήριο, έτσι ώστε, να τύχει περαιτέρω χειρισμού του θέματος της συνταγματικότητας του εν λόγω άρθρου.

Τα έξοδα της έφεσης και τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας, τα οποία δημιουργήθηκαν ως αποτέλεσμα της αίτησης για εκδίκαση του νομικού σημείου της παρούσας έφεσης, επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον της εφεσίβλητης.

Η αντέφεση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα.

Η αντέφεση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο