Makushin Viktor (2012) 1 ΑΑΔ 849

(2012) 1 ΑΑΔ 849

[*849]11 Μαΐου, 2012

[ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 11 ΤΟΥΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 5 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 9 ΚΑΙ 11 ΤΟΥ Ν.97/70 ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 22 ΤΟΥ Ν.95/70,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΠΟΥ ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ ΣΤΙΣ 30/03/2012,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ VIKTOR MAKUSHIN, ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI.

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 43/2012)

 

Προνομιακά Εντάλματα ― Certiorari ― Αίτηση για ακύρωση εντάλματος με το οποίο εκδόθηκε από Επαρχιακό Δικαστήριο και με το οποίο διατάχθηκε η σύλληψη και έκδοση του αιτητή στις αρχές της Ρωσικής Ομοσπονδίας, κατ’ακολουθία της επιτυχούς έκβασης έφεσης με την οποία παραμερίστηκε η πρωτόδικη απόφαση που απέρριψε την έκδοση του εκζητούμενου προσώπου.

Προνομιακά Εντάλματα ― Certiorari ― Tο Ανώτατο Δικαστήριο επιτηρεί και ελέγχει τα κατώτερα Δικαστήρια, ακυρώνοντας οποιαδήποτε απόφαση, διαταγή ή διαδικασία ενώπιόν τους, ποινικής ή αστικής φύσεως, η οποία γίνεται καθ’ υπέρβαση της δικαιοδοσίας τους ― Δεν έχει ως αντικείμενο την αναθεώρηση της ορθότητας των αποφάσεων κατώτερων δικαστηρίων.

Φυγόδικοι ― Ο περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμος του 1970 (97/1970) ― [*850]Ποιος ο ρόλος και οι εξουσίες του επιλαμβανόμενου της έκδοσης Δικαστηρίου.

Ο Αιτητής, που ήταν εκζητούμενο πρόσωπο από τη Ρωσική Ομοσπονδία, αφού εξασφάλισε σχετική άδεια από το Ανώτατο Δικαστήριο, καταχώρησε την  αίτηση δια κλήσεως, με την οποία και επιδίωξε  την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari για την ακύρωση εκδοθέντος  εντάλματος σύλληψης εναντίον του και το οποίο, δεν είχε  εκτελεστεί κατά το χρόνο εκείνο.

Το ένταλμα είχε εκδοθεί αφού προηγουμένως  επιτράπηκε έφεση που άσκησε ο Γενικός Εισαγγελέας εναντίον πρωτόδικης απόφασης με την οποία Επαρχιακό Δικαστήριο είχε απορρίψει αίτηση για έκδοση του αιτητή στη Ρωσική Ομοσπονδία.

Το Εφετείο, διαφωνώντας με την πρωτόδικη απόφαση, έκρινε ότι οι πράξεις και η συμπεριφορά του εφεσίβλητου, όπως περιγραφόταν στα έγγραφα που είχαν αποστείλει οι Ρωσικές αρχές για σκοπούς έκδοσης, αποκάλυπταν εκ πρώτης όψεως τη διάπραξη ποινικών αδικημάτων στη Ρωσία, τα οποία τιμωρούνται και από το Κυπριακό Δίκαιο.

Συνεπεία της πιο πάνω απόφασης το Επαρχιακό Δικαστήριο που επιλήφθηκε σχετικής αίτησης, ενέκρινε την έκδοση του αιτούμενου εντάλματος και διέταξε τη σύλληψη και έκδοση του εκζητουμένου προσώπου - αιτητή στην παρούσα, στις αρχές της Ρωσικής Ομοσπονδίας.

Για την ακύρωση του εντάλματος σύλληψης ο αιτητής υποστήριξε μεταξύ άλλων τα εξής:

α) Τόσο η σύλληψη όσο και η έκδοση του αιτητή, διετάχθη με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 9(5) του περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμου του 1970 (97/1970) και, κατά συνέπεια, το ένταλμα ήταν εν μέρει μεταμφιεσμένο διάταγμα προφυλάκισης.

β) Τα Κυπριακά Δικαστήρια με βάση το Νόμο, τόσο δηλαδή τα Επαρχιακά Δικαστήρια, όσο και το Εφετείο, δεν έχουν καμιά εξουσία να διατάσσουν την έκδοση εκζητουμένου προσώπου, εξουσία η οποία ανήκει αποκλειστικά στον Υπουργό Δικαιοσύνης.

γ)  Το μόνο Δικαστήριο που μπορεί να διατάξει την κράτηση του εκζητουμένου είναι το επιλαμβανόμενο της αίτησης έκδοσης Επαρχιακό Δικαστήριο, το οποίο μπορεί να εκδώσει ένταλμα προφυ[*851]λάκισής του προς το σκοπό έκδοσης δυνάμει του άρθρου 9(5) του Νόμου κάτι που όμως δεν έπραξε το Δικαστήριο που επιλήφθηκε της εκδόσεως του αιτητή.

δ) Το Εφετείο το οποίο επιλήφθηκε της έφεσης και παραμέρισε την πρωτόδικη απόφαση, κατέστη το Δικαστήριο το οποίο επιλήφθηκε της έκδοσης και θα μπορούσε ενδεχόμενα, ως τέτοιο, να είχε εκδώσει και ένταλμα προφυλάκισης του αιτητή, τουλάχιστον ταυτόχρονα με την έκδοση της απόφασής του.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το εξεταζόμενο εδώ θέμα δεν ήταν αόριστα το ποιος, πότε και με ποια διαδικασία θα μπορούσε να διατάξει την κράτηση του αιτητή για σκοπούς έκδοσής του, παρά μόνο η εξέταση θα έπρεπε να περιοριστεί στο ζήτημα κατά πόσο ο συγκεκριμένος τρόπος που επιλέγηκε από πλευράς της Δημοκρατίας και η έκδοση του επίδικου εντάλματος σύλληψης από Επαρχιακό Δικαστήριο ήταν παράνομα και θα έπρεπε να ακυρωθούν.

2.  Η έκδοση του προσβαλλόμενου εντάλματος, θα έπρεπε να ενταχθεί και να ειδωθεί μέσα στο ίδιο το πλαίσιο του συνόλου των γεγονότων που είχαν προηγηθεί. Εφόσον το Εφετείο έκρινε, τελεσίδικα πλέον, ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις και θα έπρεπε να εκδοθεί ο αιτητής, η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου ανετράπη και θα έπρεπε σε εκείνο το στάδιο να εξασφαλιζόταν η παρουσία του αιτητή για να τεθεί υπό κράτηση δυνάμει του περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμου μέχρι την έκδοσή του.

3.  Δεν υπήρχε οποιαδήποτε μεμπτότητα του εντάλματος με το οποίο σκοπείτο η σύλληψη και κράτηση του αιτητή δυνάμει των προνοιών του Νόμου, έτσι ώστε να εφαρμοζόταν η απόφαση του Εφετείου και να περατωθεί η διαδικασία έκδοσης από το σημείο στο οποίο ευρίσκετο ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου προτού εμφιλοχωρήσει η εσφαλμένη και ανατραπείσα πρωτόδικη απόφαση.

4.  Δεν ήταν ορθή η εισήγηση του συνηγόρου του αιτητή ότι η πλέον ενδεδειγμένη ίσως πορεία και διαδικασία υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, θα ήταν όπως ο αιτητής τεθεί ξανά ενώπιον επιλαμβανόμενου διαδικασίας έκδοσης Επαρχιακού Δικαστού και αρχίσει εκ νέου και εξ υπαρχής διαδικασία έκδοσής του.

5.  Πέραν του ότι μια τέτοια διαδικασία επανάληψης πουθενά δεν προβλέπεται, θα ήταν ασφαλώς και άσκοπη αλλά και ανεπίτρεπτη, [*852]εφόσον υπήρχε ήδη συμπεπληρωμένη διαδικασία έκδοσης με τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου, η οποία θα πρέπει να γίνει σεβαστή και να εφαρμοσθεί.

Η αίτηση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Γενικός Εισαγγελέας (Αρ.3) (1993) 1 Α.Α.Δ. 442,

Ξάνθος Λυσιώτης & Υιός Λτδ (Αρ.3) (1996) 1 ΑΑΔ 1066,

Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41,

R. ν. Chief Constable of Merseyside [1986] 1 All E.R. 257,

Nikolay (2011) 1 Α.Α.Δ. 2179.

Αίτηση.

Ε. Πουργουρίδης, για τον Αιτητή.

Ε. Λοϊζίδου, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.

Cur. adv. vult.

ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Κατόπιν αιτήματος των αρχών της Ρωσικής Ομοσπονδίας για την έκδοση του αιτητή στη χώρα αυτή, υποβλήθηκε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού η Αίτηση Έκδοσης αρ. 4/2010. Κατά τη διάρκεια της εκδίκασης της αίτησης εκείνης, ο αιτητής παρέμενε ελεύθερος υπό περιοριστικούς όρους, μεταξύ των οποίων ήταν και η υπογραφή εγγύησης για ποσό €200.000 με ένα αξιόχρεο εγγυητή. Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού τελικά απέρριψε την αίτηση στις 7.9.2011. Μετά το πέρας της διαδικασίας, η εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα εκδήλωσε στο Δικαστήριο την πρόθεσή της όπως καταχωρήσει έφεση και ζήτησε παράλληλα όπως παραμείνουν σε ισχύ οι περιοριστικοί όροι μέχρι την αποπεράτωση της έφεσης. Το Δικαστήριο Λεμεσού διέταξε όπως η εγγύηση την οποία είχε καταθέσει ο εκζητούμενος επιστραφεί σ’ αυτόν, εκτός εάν καταχωρηθεί έφεση, εντός της νενομισμένης προθεσμίας. Διαφωνώντας με αυτή την ενέργεια του Δικαστηρίου Λεμεσού, ο εκζητούμενος υπέβαλε αίτηση στο Ανώτατο Δικαστήριο και εξασφάλισε άδεια για καταχώρηση αίτησης [*853]για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari. Καταχωρήθηκε τότε η Πολιτική Αίτηση 113/2011 στην οποία, με την εκδοθείσα απόφασή του ημερομηνίας 20.10.2011, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι εφόσον, με τις πρόνοιες του περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμου αρ. 97/1970, δεν παρέχεται η δυνατότητα στο Επαρχιακό Δικαστήριο όπως διατάξει τη συνέχιση της κράτησης προσώπου του οποίου εζητείτο η έκδοση μέχρι τη λήξη της προθεσμίας για καταχώρηση έφεσης, κατ’ αναλογία δεν υπάρχει εξουσία ούτε για διατήρηση σε ισχύ των όρων που είχε επιβάλει το Επαρχιακό Δικαστήριο κατά την ενώπιόν του διαδικασία, για σκοπούς διασφάλισης της παρουσίας του αιτητή κατά την πρωτόδικη διαδικασία. Εξέδωσε συνακόλουθα το Ανώτατο Δικαστήριο διάταγμα Certiorari, με το οποίο ακύρωσε την απόφαση για συνέχιση της ισχύος της εγγύησης που είχε καταθέσει ο εκζητούμενος, ο οποίος παρέμεινε έτσι ελεύθερος, χωρίς περιοριστικό όρο. Εναντίον αυτής της απόφασης για έκδοση του εντάλματος Certiorari καταχωρήθηκε έφεση, η οποία και εκκρεμεί.

Περαιτέρω, εναντίον της απορριπτικής για το αίτημα των Ρωσικών αρχών για έκδοση του εκζητουμένου απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, καταχωρήθηκε η Πολιτική Έφεση αρ. 370/2011, η οποία και έχει εκδικασθεί. Με απόφασή του ημερομηνίας 29.3.2012, το Εφετείο, διαφωνώντας με την πρωτόδικη απόφαση, έκρινε ότι οι πράξεις και συμπεριφορά του εφεσίβλητου, όπως περιγραφόταν στα έγγραφα που είχαν αποστείλει οι Ρωσικές αρχές για σκοπούς έκδοσης, αποκάλυπταν εκ πρώτης όψεως τη διάπραξη ποινικών αδικημάτων στη Ρωσία, τα οποία τιμωρούνται και από το Κυπριακό Δίκαιο. Κατέληξε δε η απόφαση του Εφετείου ως ακολούθως:

“Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Διατάσσεται η έκδοση του εφεσίβλητου στη Ρωσική Ομοσπονδία για να δικαστεί από τα δικαστήρια της χώρας του σχετικά με τα ποινικά αδικήματα για τα οποία ζητήθηκε η έκδοση του…”

Ο εφεσίβλητος δεν ήταν παρών στη διαδικασία ενώπιον του Εφετείου. Προσπάθεια των Κυπριακών αρχών όπως τον εντοπίσουν μέσω του δικηγόρου του, προς διεκπεραίωση της διαδικασίας έκδοσης του στη χώρα του, απέτυχε.

Κατόπιν τούτου, με οδηγίες του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, την επόμενη ημέρα, ήτοι στις 30.3.2012 το απόγευμα, η Αστυνομία Λεμεσού απευθύνθηκε σε Επαρχιακό Δικαστή του Δι[*854]καστηρίου Λεμεσού, ζητώντας την έκδοση Εντάλματος Σύλληψης εναντίον του εκζητουμένου, δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 8(1)(α) και 8(2) του περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμου αρ. 97/1970.

Σε ένορκη δήλωση αστυφύλακα η οποία υποστήριζε την αίτηση, αφού παρετίθεντο συνοπτικά τα γεγονότα της απόρριψης του αιτήματος για έκδοση από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού και του παραμερισμού της απόφασης εκείνης από το Εφετείο, και αφού προστίθετο ότι ο δικηγόρος του εκζητουμένου δήλωσε ότι χωρίς ένταλμα σύλληψης δεν επρόκειτο να τον παραδώσει, αναφέρονταν περαιτέρω και τα ακόλουθα:

“Εν όψει των πιο πάνω και επειδή το εν λόγω πρόσωπο δύναται κατά τον Νόμο να συλληφθεί για σκοπούς έκδοσης του στη Ρωσία και επειδή αυτός βρίσκεται στην Επαρχία Λεμεσού, αιτούμαι από το Σεβαστό Δικαστήριο την έκδοση εντάλματος σύλληψης του φυγόδικου σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Ευρωπαϊκής Σύμβασης Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμου του 1970, Ν95/70 και του Περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμου 97/70, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 97/90 και ειδικότερα των διατάξεων του Άρθρου 9(5) του περί Φυγοδίκων Νόμου και του Άρθρου 11 του Συντάγματος.”

Ο επιλαμβανόμενος του αιτήματος Δικαστής ενέκρινε την έκδοση του εντάλματος και διέταξε τη σύλληψη και έκδοση του εκζητουμένου στις αρχές της Ρωσικής Ομοσπονδίας.

Κατόπιν αυτής της εξέλιξης, ο εκζητούμενος απευθύνθηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο και, αφού εξασφάλισε σχετική άδεια από το παρόν Δικαστήριο, καταχώρησε την παρούσα αίτηση δια κλήσεως, με την οποία και επιζητεί την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari για την ακύρωση του εκδοθέντος κατά την 30.3.2012 εντάλματος σύλληψης το οποίο, όπως έχει αναφερθεί, δεν έχει καταστεί δυνατό να εκτελεστεί ακόμα.

Σύμφωνα με το κύριο επιχείρημα του αιτητή, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού δεν είχε δικαιοδοσία να εκδώσει το επίδικο ένταλμα σύλληψης. Διέταξε δε τόσο τη σύλληψη όσο και την έκδοση του αιτητή, στηριζόμενο στις πρόνοιες του Άρθρου 9(5) του Νόμου 97/1970 και, κατά συνέπεια, το ένταλμα είναι εν μέρει μεταμφιεσμένο διάταγμα προφυλάκισης. Τα δε Κυπριακά Δικαστήρια με βάση το Νόμο, τόσο δηλαδή τα Επαρχιακά Δικαστήρια, όσο και το Εφετείο, δεν έχουν καμιά εξουσία να διατάσσουν την έκδοση εκζητουμένου προσώπου, εξουσία η οποία ανήκει αποκλειστικά [*855]στον Υπουργό Δικαιοσύνης. Το μόνο Δικαστήριο που μπορεί να διατάξει την κράτηση του εκζητουμένου είναι το επιλαμβανόμενο της αίτησης έκδοσης Επαρχιακό Δικαστήριο, το οποίο μπορεί να εκδώσει ένταλμα προφυλάκισής του προς το σκοπό έκδοσης δυνάμει του Άρθρου 9(5) του Νόμου. Κάτι τέτοιο όμως δεν έπραξε το Δικαστήριο που επιλήφθηκε της εκδόσεως του αιτητή. Επιχειρηματολογώντας περαιτέρω κατά την ακρόαση της παρούσας αίτησης, ο συνήγορος του αιτητή ανέφερε ότι το Εφετείο το οποίο επιλήφθηκε της έφεσης και παραμέρισε την πρωτόδικη απόφαση, κατέστη το Δικαστήριο το οποίο επιλήφθηκε της έκδοσης και θα μπορούσε ενδεχόμενα, ως τέτοιο, να είχε εκδώσει και ένταλμα προφυλάκισης του αιτητή, τουλάχιστον ταυτόχρονα με την έκδοση της απόφασής του.

Από τη δική της πλευρά, η Δημοκρατία, ενιστάμενη στην έκδοση του αιτουμένου εντάλματος, ισχυρίστηκε και επιχειρηματολόγησε προς την κατεύθυνση της νομιμότητας του προσβαλλόμενου εντάλματος σύλληψης, ως του μόνου προσφερόμενου υπό τις περιστάσεις μέσου με το οποίο μπορεί να δοθεί ισχύς στην απόφαση του Εφετείου για έκδοση του αιτητή. Κατά τα άλλα, η πλευρά της Δημοκρατίας, σύμφωνα με την εκπρόσωπο του Γενικού Εισαγγελέα έκανε ό,τι μπορούσε για να διασφαλίσει την παρουσία του αιτητή για σκοπούς έκδοσής του, αφού καταχώρησε την Έφεση και ζήτησε και εξασφάλισε από το επιλαμβανόμενο της έκδοσης Επαρχιακό Δικαστήριο περιοριστικούς όρους μέχρι την έφεση. Ο αιτητής δεν ήταν παρών ενώπιον του Εφετείου και είναι πολύ αμφίβολο κατά πόσο το Εφετείο θα διάτασσε την προφυλάκιση του αιτητή για σκοπούς έκδοσής του, εάν κάτι τέτοιο εζητείτο.

Όπως ορθά εντοπίζεται και στο σύγγραμμα “Προνομιακά Εντάλματα” του Προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου Π. Αρτέμη, στη σελίδα 112, μέσω του διατάγματος Certiorari, το Ανώτατο Δικαστήριο επιτηρεί και ελέγχει τα κατώτερα Δικαστήρια, ακυρώνοντας οποιαδήποτε απόφαση, διαταγή ή διαδικασία ενώπιόν τους, ποινικής ή αστικής φύσεως, η οποία γίνεται καθ’ υπέρβαση της δικαιοδοσίας τους.

Στην υπόθεση Καλλιόπη Μπάντσιου (1994) 1 Α.Α.Δ. 634, το Ανώτατο Δικαστήριο παρατήρησε ότι η διαδικασία για την έκδοση εντάλματος Certiorari δεν έχει ως αντικείμενο την αναθεώρηση της ορθότητας των αποφάσεων κατώτερων δικαστηρίων η οποία ελέγχεται στο πλαίσιο της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Εφόσον στοιχειοθετούνται οι προϋποθέσεις για την ανάληψη και άσκηση δικαιοδοσίας από το Επαρχιακό Δικα[*856]στήριο, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην αναθεώρηση της άσκησης των δικαιοδοσιών του εκτός αν αποκαλύπτεται νομικό σφάλμα καταφανές στο πρακτικό του Δικαστηρίου.

Η σχετική επί του θέματος νομολογία αποκαλύπτει ότι η δυνατότητα έκδοσης διατάγματος Certiorari δεν μπορεί να χρησιμοποιείται ως υποκατάστατο της κατ΄ έφεση δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ούτε και ως όργανο εποπτείας της διαδικασίας ή της πρακτικής η οποία ακολουθείται από τα Επαρχιακά Δικαστήρια. (Γενικός Εισαγγελέας (Αρ.3) (1993) 1 Α.Α.Δ. 442). Ασφαλώς δε, σε καμιά περίπτωση δε νοείται η αξιοποίηση της δυνατότητας έκδοσης ενός τέτοιου προνομιακού εντάλματος ως έμμεση ή υπό μεταμφίεση άσκηση έφεσης ή επανακρόασης ενός ζητήματος που ηγέρθη και αποφασίστηκε από Επαρχιακό Δικαστήριο. (Ξάνθος Λυσιώτης & Υιός Λτδ (Αρ.3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 1066). Όπως δε είχε τονισθεί και στην υπόθεση Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41 και έκτοτε επαναλήφθηκε σε αριθμό άλλων αποφάσεων, η παροχή θεραπείας μέσω προνομιακού εντάλματος ή ακόμα η παροχή άδειας για καταχώρηση αίτησης με την οποία αυτό επιζητείται, επαφίεται πάντα στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Έστω και αν ακόμα καταδειχθεί ικανοποιητικά η ύπαρξη εκ πρώτης όψεως συζητήσιμης υπόθεσης, εάν παρέχεται άλλο ένδικο μέσο και ιδιαίτερα δικαίωμα έφεσης, τότε το Ανώτατο Δικαστήριο σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις και υπό εξαιρετικές περιστάσεις θα παρέμβει. (R. ν. Chief Constable of Merseyside [1986] 1 All E.R. 257).

Εκείνο το οποίο θα πρέπει κατ’ αρχάς να διευκρινιστεί εδώ, είναι το ποιος ακριβώς είναι ο ρόλος ενός Δικαστηρίου που επιλαμβάνεται διαδικασίας έκδοσης. Μετά την έκδοση εντάλματος σύλληψης και την προσαγωγή του εκζητουμένου ενώπιον Επαρχιακού Δικαστηρίου το οποίο επιλαμβάνεται της εκδόσεως [Άρθρο 9(1) του περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμου, Νόμοι του 1970 και 1990 (ο Νόμος)], o ρόλος του επιλαμβανόμενου της έκδοσης Δικαστηρίου παρατίθεται με σαφήνεια στις πρόνοιες του Άρθρου 9(5) του Νόμου. Συνοπτικά ο ρόλος αυτός μπορεί να αποδοθεί ως εξής:

Το Δικαστήριο θα πρέπει να ικανοποιηθεί, δυνάμει των προσαχθέντων ενώπιόν του στοιχείων, ότι το αδίκημα για το οποίο εκζητείται ο εκζητούμενος, είναι αδίκημα για το οποίο μπορεί να χωρήσει η έκδοση. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο θα πρέπει να ικανοποιηθεί στην περίπτωση κατά την οποία ο εκζητούμενος διώκεται για τη διάπραξη του αδικήματος, ότι τα προσαχθέντα αποδεικτικά [*857]στοιχεία είναι επαρκή, ώστε να δικαιολογούσαν την παραπομπή του σε δίκη για το αδίκημα, εφόσον τούτο διαπράττετο εντός της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου και τότε το Δικαστήριο διατάσσει την προφυλάκιση του προσώπου τούτου μέχρις ότου χωρήσει η έκδοσή του. Η εξουσία επομένως του Δικαστηρίου εξικνείται σε διαταγή για προφυλάκιση μέχρι την έκδοση και όχι σε διαταγή για έκδοση. Η εξουσία για την έκδοση διατάγματος έκδοσης, μετά τη δικαστική διαδικασία, ανατίθεται από το Άρθρο 11(1) του Νόμου στον Υπουργό Δικαιοσύνης. Όπως εκεί προνοείται, στην περίπτωση κατά την οποία ήθελε διαταχθεί από το Δικαστήριο η κράτηση προσώπου προς το σκοπό απόδοσής του στο Κράτος το οποίο ζήτησε την έκδοσή του, ο Υπουργός δύναται να διατάξει την απόδοσή του εις το εν λόγω Κράτος, εκτός εάν αποφασίσει όπως μη προβεί στη συγκεκριμένη περίπτωση στην έκδοση του διατάγματος εκδόσεως.

Επομένως, ο ρόλος του Επαρχιακού Δικαστηρίου είναι όπως περιγράφεται πιο πάνω. Ασφαλώς δε, σε περίπτωση καταχώρησης έφεσης εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου, τις ίδιες εξουσίες έχει το Εφετείο το οποίο αποφαίνεται επί της ορθότητας ή μη της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

Στην υπό εξέταση περίπτωση το Εφετείο έκρινε ότι εσφαλμένα είχε αποφανθεί το Επαρχιακό Δικαστήριο ότι δεν ικανοποιούντο οι προαναφερθείσες προϋποθέσεις για έκδοση του αιτητή και παραμέρισε την απόφασή του. Αυτό σημαίνει ότι δικαστικά συντελέστηκε το διαδικαστικό στάδιο που προβλέπεται από το προαναφερθέν Άρθρο 9(5) και το επόμενο βήμα θα ήταν πλέον όπως ο αιτητής τεθεί υπό κράτηση και ο Υπουργός να αποφασίσει όπως εκδώσει διάταγμα έκδοσής του ή όχι.

Είναι γεγονός ότι στην απόφασή του, ημερομηνίας 27.3.2012, το Εφετείο στην προαναφερθείσα Πολιτική Έφεση 370/2011, πρόσθεσε στο τέλος ότι “διατάσσεται η έκδοση του εφεσίβλητου στη Ρωσική Ομοσπονδία…”. Η αναφορά αυτή, κατά την άποψή μου, δεν μπορεί να έχει οποιαδήποτε επίπτωση ή να επηρεάσει καθ’ οιονδήποτε τρόπο την εγκυρότητα της τελεσίδικης διάγνωσης του Ανωτάτου Δικαστηρίου της χώρας, σύμφωνα με την οποία συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις για έκδοση του αιτητή. Σε μια παρόμοια περίπτωση από τη νομολογία, στην οποία παρέπεμψε η συνήγορος της Δημοκρατίας, όπου το Επαρχιακό Δικαστήριο, πέραν της κατάληξής του ότι συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις για την έκδοση εκζητουμένου προσώπου, πρόσθεσε εκ του περισσού ότι διατάσσεται η έκδοσή του, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι [*858]η εκ του περισσού εκείνη διαταγή, ουδόλως επηρεάζει το κύρος της απόφασης. (Grishanenko Igor Nikolay (2011) 1 Α.Α.Δ. 2179).

Βρισκόμενος δε στο σημείο τούτο, θα πρόσθετα ότι την ίδια μειωμένη σημασία θα απέδιδα και στην αναφορά στο επίδικο ένταλμα σύλληψης όπου, πέραν της διαταγής για σύλληψη του αιτητή, διατάσσεται παράλληλα και η έκδοσή του.

Παραμένει βεβαίως προς εξέταση το κυρίως θέμα του ελέγχου της νομιμότητας του εντάλματος, το οποίο και θα προχωρήσω να εξετάσω στη συνέχεια.

Όπως διαπιστώνεται από τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα τα οποία έχω συνοψίσει στην αρχή της παρούσας απόφασης, μετά την ευνοϊκή για τον αιτητή κατάληξη της πρωτόδικης διαδικασίας ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, ο αιτητής παρέμεινε ελεύθερος και κάποιοι όροι που είχαν επιβληθεί για διασφάλιση της παρουσίας του στην έφεση, αργότερα ακυρώθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο. Όμως, μετά την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης και την υποκατάστασή της από την τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου σύμφωνα με την οποία συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις για την έκδοση του αιτητή, από τη στιγμή εκείνη τέθηκε θέμα συνέχισης της διαδικασίας για την έκδοσή του με διάταγμα από τον Υπουργό. Κατέστη όμως επίσης απ’εκείνη τη στιγμή απαραίτητο όπως ο αιτητής τεθεί υπό κράτηση, εκκρεμούσας της απόφασης του Υπουργού. Και οι δύο πλευρές εξέφρασαν σοβαρές αμφιβολίες ως προς το κατά πόσο το Εφετείο θα μπορούσε, αν υποκινείτο, να είχε διατάξει την κράτηση του αιτητή, είτε ταυτόχρονα με την έκδοση της απόφασης του, ή ακόμα και αργότερα, εάν υποβαλλόταν προς τούτο σχετική αίτηση. Πιστεύω ότι θα ήταν τελείως αντιπαραγωγική και ακαδημαϊκού ενδιαφέροντος η εξέταση του θέματος κατά πόσο το Εφετείο έχει τέτοια εξουσία και αν ναι κατά πόσο θα την ασκούσε εάν του εζητείτο. Το εξεταζόμενο εδώ θέμα δεν είναι αόριστα το ποιος, πότε και με ποια διαδικασία θα μπορούσε να διατάξει την κράτηση του αιτητή για σκοπούς έκδοσής του, παρά μόνο η εξέταση θα πρέπει να περιοριστεί στο ζήτημα κατά πόσο ο συγκεκριμένος τρόπος που επιλέγηκε από πλευράς της Δημοκρατίας και η έκδοση του επίδικου εντάλματος σύλληψης από Επαρχιακό Δικαστήριο είναι παράνομα και θα πρέπει να ακυρωθούν.

Όπως διαπιστώνεται λοιπόν, μετά την απόφαση του Εφετείου, η Αστυνομία επικοινώνησε με το συνήγορο του αιτητή και εξέφρασε την πρόθεσή της να τον συλλάβει. Ο συνήγορος εξέφρασε τις [*859]απόψεις του προς την Αστυνομία γραπτώς και διαφωνώντας με την πρόθεσή της, ανέφερε ότι η σκοπούμενη ενέργεια σύλληψης του πελάτη του στην απουσία δικαστικού εντάλματος κράτησης ήταν έκδηλα παράνομη και αντισυνταγματική. Τότε η Αστυνομία, μετά από σχετικές οδηγίες του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, απευθύνθηκε σε Επαρχιακό Δικαστή του Δικαστηρίου Λεμεσού και εξασφάλισε την έκδοση του προσβαλλόμενου διατάγματος.

Με τον όρκο αστυφύλακα, τον οποίο η Αστυνομία παρουσίασε ενώπιον του Δικαστού, ετίθετο εις γνώση του ότι εναντίον του αιτητή εκκρεμούσε ένταλμα σύλληψης που εκδόθηκε από τις Ρωσικές αρχές σε σχέση με αδικήματα απάτης, λεπτομέρειες των οποίων αναφέρονταν, ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού στις 7.9.2011 απέρριψε αίτημα για έκδοση του αιτητή, και ότι ασκήθηκε έφεση. Ακολούθως, αναφερόταν ότι στις 29.3.2012 το Εφετείο παραμέρισε την πρωτόδικη απόφαση και διέταξε την έκδοση του αιτητή, οπότε την 30.3.2012 Υπαστυνόμος ενημέρωσε το δικηγόρο του αιτητή ότι ο οποίος όμως δήλωσε ότι χωρίς ένταλμα σύλληψης δεν επρόκειτο να τον παραδώσει. Προστίθεντο δε στον όρκο και τα εξής:

“Ως εκ του δεδομένου της σοβαρότητας της υπόθεσης και της δήλωσης του κου Πουργουρίδη ότι δεν μας τον παραδίδει χωρίς ένταλμα, ζητείται η έκδοση του εντάλματος σύλληψης του υπό αναφορά φυγοδίκου.”

Στο σημείο τούτο, δεν μπορώ παρά να παρατηρήσω ότι οι αναφορές στο πρόσωπο και στις ενέργειες του συνηγόρου του αιτητή στον όρκο ήσαν ατυχέστατες. Κατ΄ αρχάς διερωτάται κάποιος από πού εκπηγάζει εν πάση περιπτώσει οποιαδήποτε υποχρέωση του δικηγόρου ενός προσώπου να τον “παραδίδει” στις αρχές, ωσάν να τον έχει υπό τη φύλαξή του. Εν πάση δε περιπτώσει, ο δικηγόρος του αιτητή δεν είχε υποδείξει όπως εκδοθεί “ένταλμα σύλληψης” παρά μόνο εξέφρασε τη θέση ότι ο αιτητής δεν μπορούσε να συλληφθεί “στην απουσία έγκυρου δικαστικού διατάγματος κράτησης (όπως ρητά ορίζει το Α. 9 του Ν.97/70…”.

Στο κυρίως σώμα του Εντάλματος αναφέρονται τα εξής:

“Επειδή υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία ότι ο VICTOR NIKOLAEVICH MAKUSHIN, ημερομηνίας γέννησης 07/05/1965, κάτοχος Ρωσικού διαβατηρίου με αριθμό 4509375330, 702083224, 512825985 και 435408084 από τη Ρω[*860]σία, καταζητείται από τις Αρχές της Ρωσίας σε σχέση με αδίκημα Απάτης σε μεγάλο βαθμό, δηλαδή την πρόκληση ζημιάς σε περιουσία με απάτη και κατάχρηση εμπιστοσύνη σε συνωμοσία με άλλα πρόσωπα, αδικήματα που διαπράχθηκαν μεταξύ 16/01/2008 και Μαϊου 2009 στη Μόσχα και επειδή τα αδικήματα για τα οποία καταζητείται είναι αδικήματα που δύναται κατά τον Νόμο να χωρήσει έκδοση του σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Ευρωπαϊκής Σύμβασης Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμου του 1970, Ν95/70 & του Νόμου Περί Εκδόσεως Φυγοδίκων 97/70, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 97/70 και ειδικότερα τις διατάξεις των Άρθρων 9(5) του περί Φυγοδίκων Νόμου και του Άρθρου 11 του Συντάγματος.

Και επειδή στις 29/03/2012 το Ανώτατο Δικαστήριο παραμέρισε την πρωτόδικη απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστή και διέταξε την έκδοση του εφεσίβλητου στην Ρωσική Ομοσπονδία για να δικαστεί από τα Δικαστήρια της χώρας του σχετικά με τα προαναφερόμενα ποινικά αδικήματα για τα οποία ζητήθηκε η έκδοσή του.

Και επειδή κατά την γνώμη μου υπάρχουν επαρκή στοιχεία που δικαιολογούν την έκδοση εντάλματος σύλληψης του πιο πάνω προσώπου που ευρίσκεται εντός της δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού. Δια ταύτα διατάσσεται η σύλληψη και έκδοση του πιο πάνω VICTOR NIKOLAEVICH MAKUSHIN στις Αρχές της Ρωσικής Ομοσπονδίας.”

Όπως υποστηρίζει ο συνήγορος του αιτητή, το επίδικο ένταλμα συνιστά στην ουσία ένα συγκεκαλυμμένο διάταγμα προφυλάκισης του αιτητή, όπως αυτό προνοείται στον περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμο. Συμφωνώ με αυτή τη θέση, παρατηρώντας όμως ότι δεν μου φαίνεται να είναι συγκεκαλυμμένο το διάταγμα, αφού κατ’ αρχάς δεν είναι ένταλμα σύλληψης δυνάμει του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου και αφ’ ετέρου αφού ρητά αναφέρεται στο ίδιο το ένταλμα ότι εκδόθηκε δυνάμει του περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμου και ειδικότερα δυνάμει των διατάξεων των Άρθρων 9(5) του Νόμου 97/1970, με τις πρόνοιες του οποίου διατάσσεται η προφυλάκιση προσώπου μέχρις ότου χωρήσει η έκδοσή του.

Κατά την άποψή μου, η έκδοση του προσβαλλόμενου εντάλματος, θα πρέπει να ενταχθεί και να ειδωθεί μέσα στο ίδιο το πλαίσιο του συνόλου των γεγονότων που είχαν προηγηθεί. Το Επαρχιακό Δικαστήριο που επιλήφθηκε αρχικά της έκδοσης θα μπορούσε και θα έπρεπε να διατάξει την κράτηση του αιτητή μέχρι την [*861]έκδοσή του, εάν διαγίγνωσκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για έκδοση του. Δεν έπραξε κάτι τέτοιο επειδή, εσφαλμένα όπως υποδείχθηκε από το Εφετείο, έκρινε πως δε συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις. Εφόσον όμως το Εφετείο έκρινε, τελεσίδικα πλέον, ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις και θα έπρεπε να εκδοθεί ο αιτητής, η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου ανετράπη και θα έπρεπε τώρα να εξασφαλιστεί η παρουσία του αιτητή για να τεθεί υπό κράτηση δυνάμει του περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμου μέχρι την έκδοσή του.

Αδυνατώ να δω επομένως την οποιαδήποτε μεμπτότητα του εντάλματος με το οποίο σκοπείτο η σύλληψη και κράτηση του αιτητή δυνάμει των προνοιών του Νόμου, έτσι ώστε να εφαρμοσθεί η απόφαση του Εφετείου και να περατωθεί η διαδικασία έκδοσης από το σημείο στο οποίο ευρίσκετο ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου προτού εμφιλοχωρήσει η εσφαλμένη και ανατραπείσα πρωτόδικη απόφαση. Προς τούτο, δεν μπορώ να συμφωνήσω με την εισήγηση του συνηγόρου του αιτητή ότι η πλέον ενδεδειγμένη ίσως πορεία και διαδικασία υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, θα ήταν όπως ο αιτητής τεθεί ξανά ενώπιον επιλαμβανόμενου διαδικασίας έκδοσης Επαρχιακού Δικαστού και αρχίσει εκ νέου και εξ υπαρχής διαδικασία έκδοσής του. Πέραν του ότι μια τέτοια διαδικασία επανάληψης πουθενά δεν προβλέπεται, θα ήταν ασφαλώς και άσκοπη αλλά και ανεπίτρεπτη, εφόσον υπάρχει ήδη συμπεπληρωμένη διαδικασία έκδοσης με τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου, η οποία θα πρέπει να γίνει σεβαστή και να εφαρμοσθεί.

Για τους πιο πάνω λόγους, η αίτηση απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον του αιτητή, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο