Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.ά. (2012) 1 ΑΑΔ 878

(2012) 1 ΑΑΔ 878

[*878]14 Μαΐου, 2012

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., XATZHXAMΠΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 3 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΛΤΔ ΚΑΙ ΤΟΥ ΤΑΜΕΙΟΥ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΛΤΔ, ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΝΤΑΛΜΑΤΑ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ CERTIORARI ΚΑΙ MANDAMUS,

KAI

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΠΟΥ ΕΞΕΔΟΘΗ ΣΤΙΣ 19.12.2008

ΣΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 480/07,

ΜΕΤΑΞΥ:

ΑΝΔΡΟΝΙΚΗΣ ΠΑΝΤΕΛΙΔΟΥ,

Αιτήτριας,

ΚΑΙ

1. ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΛΤΔ,

2.           ΤΑΜΕΙΟΥ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ

    ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΛΤΔ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 2/2009)

 

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Επικύρωση πρωτόδικης απορριπτικής απόφασης σε αίτηση για παραχώρηση άδειας για καταχώρηση αίτησης προς έκδοση εντάλματος certiorari εναντίον απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών σχετικά με την ύπαρξη δικαι[*879]οδοσίας του ― Κατά πόσον μπορούσε να εξεταστεί στο δικαιοδοτικό πλαίσιο των προνομιακών ενταλμάτων αίτημα όπως εμποδιστεί κατώτερο δικαστήριο να αναλάβει μια δικαιοδοσία που κατ’ ισχυρισμόν δεν του ανήκει.

Η υπόθεση ετέθη ενώπιον αρμόδιου πενταμελούς Εφετείου ύστερα από σχετική ακυρωτική απόφαση που προήλθε από την πλήρη Ολομέλεια με την οποία παραμερίστηκε  πρωτόδικη απόφαση σε αίτηση certiorari αλλά και απόφαση του πενταμελούς εφετείου. Ο παραμερισμός ήταν το αποτέλεσμα άσκησης της σχετικής σύμφυτης εξουσίας του Δικαστηρίου προς τέτοια θεραπεία αφού είχε επισημανθεί ότι είχε παραβιασθεί το δικαίωμα διαδίκου να ακουστεί η θέση του προτού κριθεί το ζήτημα που εκκρεμούσε ενώπιον του Δικαστηρίου.

Όπως αναφέρθηκε στην απόφαση της Ολομέλειας ο λόγος για τον οποίο το Δικαστήριο στην Π.Ε. 2/2009 παραμέρισε την πρωτόδικη απόφαση, δίδοντας άδεια για την καταχώρηση αίτησης για έκδοση certiorari, ήταν η κατάληξή του πως το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών δεν είχε δικαιοδοσία να δικάσει την ενώπιόν του Αίτηση. Έτσι, αφού η απόφαση αυτή κρίθηκε άκυρη, ο λόγος για τον οποίο διατάχθηκε η παραχώρηση άδειας δεν υφίστατο πλέον.

Η απόφαση στην Π.Ε. 2/2009 και, συνακόλουθα η μεταγενέστερη απόφαση του Ναθαναήλ, Δ., στην Αίτηση Αρ. 63/09 η οποία στηρίχθηκε στην πολιτική έφεση 2/2009, ακυρώθηκαν. Δόθηκαν οδηγίες όπως η Π.Ε. 2/2009 ακουστεί εξ αρχής και η υπόθεση ακούστηκε αναφορικά με τα  προβληθέντα ζητήματα σχετικά με την πρωτόδικη απόφαση με την οποία υπήρξε άρνηση παραχώρησης άδειας για καταχώρηση certiorari.

Με τους τέσσερις λόγους έφεσης, υποστηρίχθηκε μεταξύ άλλων ότι:

α) Ήταν εσφαλμένη η κρίση του πρωτόδικου Δικαστή ο οποίος θεώρησε ως δεδομένη την ύπαρξη εναλλακτικού ένδικου μέσου στο τέλος της υπόθεσης και περαιτέρω ότι όπου υπάρχει άλλο ένδικο μέσο δεν χορηγείται άδεια, παρά το γεγονός ότι το εγειρόμενο θέμα αφορούσε στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου.

β) Ήταν εσφαλμένο, το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστή ότι ακόμη και όταν εγείρεται θέμα δικαιοδοσίας, δεν παραχωρείται άδεια για καταχώρηση αίτησης για Certiorari όπου υπάρχει το εναλλακτικό ένδικο μέσο της έφεσης στην τελική απόφαση του Δικαστηρίου, εκτός και αν υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις.

[*880]γ)      Εάν δεν επενέβαινε το Ανώτατο Δικαστήριο, τότε, πέραν της καθυστέρησης και των προκληθέντων εξόδων, ενδεχομένως να διεξαγόταν μια επίπονη και μακρά διαδικασία ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου, χωρίς αυτό να έχει δικαιοδοσία.

δ) Θα έπρεπε να υϊοθετηθεί η ευρύτερη προσέγγιση, αφού σκοπός της διαδικασίας Certiorari «στο χώρο της δικαιοδοσίας είναι ακριβώς να εμποδίσει το κατώτερο δικαστήριο να αναλάβει μια δικαιοδοσία που δεν του ανήκει.

Αποφασίστηκε ότι:

Α. Υπό Ερωτοκρίτου Δ, συμφωνούντος και των Αρτέμη Π, Παπαδοπούλου Δ. και Πασχαλίδη Δ:

1.  Η πρωτόδικη απόφαση δεν έπασχε  καθ’ οιονδήποτε λόγο. Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι αποκρυσταλλωμένη και η αναφορά σε παλαιότερες και σε νεότερες προσεγγίσεις ήταν αχρείαστη.

2.  Δεν υπήρχε αντίστοιχος λόγος έφεσης αναφορικά με το κάλεσμα του δικηγόρου των εφεσειόντων όπως το Εφετείο αποστεί από τη νομολογία. Οι τέσσερις λόγοι έφεσης εστιάζονταν στο ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα δεν εφάρμοσε τις ορθές νομικές αρχές, προφανώς όπως αυτές προκύπτουν από τη νομολογία.  Όμως, ενόψει της ύπαρξης άλλου ένδικου μέσου στο τέλος της διαδικασίας, ο πρωτόδικος Δικαστής εφάρμοσε πιστά την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπως ανασκοπείται στην απόφαση.

3.  Όμως, ακόμη και αν εγειρόταν ένα τέτοιο ζήτημα ως λόγος έφεσης, αυτός και πάλι δεν θα ευσταθούσε, αφού δεν προέκυπτε ότι συνέτρεχαν οποιοιδήποτε λόγοι για να αποστεί το Εφετείο από τη μέχρι σήμερα νομολογία.

4.  Το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών δεν έκρινε τελεσίδικα ότι είχε δικαιοδοσία. Εκείνο που ανέφερε στην απόφαση του, ήταν ότι η επίκληση από μέρους της Αιτήτριας δόλου ή αμέλειας δεν στερούσε το Εργατικό Δικαστήριο από την καθορισμένη δικαιοδοσία του να επιληφθεί της παρούσας υπόθεσης καθότι η διαφορά εγειρόταν συνεπεία της εφαρμογής του περί Ταμείων Προνοίας Νόμου και η επίκληση δόλου ή αμέλειας αποτελούσε επίδικο θέμα, του οποίου το Δ.Ε.Δ. έχει εξουσία να αποφανθεί.

[*881]5.      Τα γεγονότα που προβάλλονταν μέσα από τις δικογραφημένες θέσεις δεν μπορούσαν να  οδηγήσουν στην εξαγωγή ευλόγων συμπερασμάτων, όπως το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών απεφάνθη, προσθέτοντας ότι θα ήταν άδικο και ανεπιεικές να επιλαμβανόταν το Εργατικό Δικαστήριο ενός τόσο σοβαρού ζητήματος που άπτετο της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου χωρίς την απόδειξη και εξειδίκευση των γεγονότων της υπόθεσης.

Β. Υπό Χατζηχαμπή Δ:

1.  Η έφεση 2/2009 ετέθη ενώπιον του Εφετείου με τα πράγματα να έχουν ως να μην υπήρξε η προηγούμενη απόφαση του Εφετείου και με επίδικο θέμα την άρνηση παραχώρησης άδειας.

2.  Η προκειμένη περίπτωση διέφερε πολύ από τη απόφαση Re Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965, και τη νομολογία που απασχόλησε εκεί. Εκεί το δικαίωμα έφεσης ήταν άμεσα προσφερόμενο και δεν έγινε χρήση του χωρίς επαρκή εξήγηση προς τούτο.  Εδώ ήταν δεδομένο ότι κατά το σχετικό χρόνο δεν παρείχετο δικαίωμα έφεσης. Η Εφεσείουσα αποτάθηκε για προνομιακά διατάγματα ως τη μόνη ουσιαστικά προσφερόμενη αποτελεσματική θεραπεία. Το δικαίωμα έφεσης που θα είχε στο τέλος της υπόθεσης ουδόλως θα εξυπηρετούσε το σκοπό του δικαιοδοτικού θέματος αφού η όλη υπόθεση θα είχε ακουσθεί και έτσι, αν βεβαίως η Εφεσείουσα είχε δίκαιο, η δικαιοδοσία την άσκηση της οποίας επιδιώκει ακριβώς να αποτρέψει θα είχε ασκηθεί και το νομικό μας σύστημα θα είχε επιτρέψει τούτο.

3.  Στην αντίληψη της φύσης και του σκοπού του Certiorari και του Prohibition αυτό θα καταργούσε το διαχρονικό σκοπό τους που είναι η αποτροπή της άσκησης ανύπαρκτης δικαιοδοσίας. Η μη ύπαρξη αποτελεσματικού ένδικου μέσου σε συνδυασμό με τη φύση του θέματος ως δικαιοδοτικού συνιστούσαν εξαιρετικές περιστάσεις που επέβαλλαν την παροχή άδειας, εφ’όσον και εκ πρώτης όψεως η Εφεσίβλητη φαίνεται να είχε συζητήσιμη υπόθεση, θέμα που εξ’ άλλου δεν αμφισβητήθηκε ποτέ.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.ά. (2011) 1 Α.Α.Δ. 1506,

Κωνσταντινίδης (2003) 1 Α.Α.Δ. 1298,

[*882]Perella (1995) 1 Α.Α.Δ. 692,

Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 1535,

Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965,

Γεωργίου, Αίτηση Αρ. 3/2001, ημερ. 14.2.2001,

Larissa (Αρ. 1) (1997) 1 Α.Α.Δ. 534,

Σάββα (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1941,

R. v. Electricity Commissioners [1924] 1 K.B.D. 171,

Μεστάνας (2000) 1 Α.Α.Δ. 1469,

R. v. Wandswοrth Justices [1942] 1 All E.R. 56,

Reg. v. Brighton JJ Ex. P. Robinson (Dic) [1973] 1 WLR 69.

Αίτηση.

Π. Πολυβίου με Μ. Αντωνίου (κα), για τους Εφεσείοντες.

Χ. Σταυράκης, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου δεν είναι ομόφωνη. Την απόφαση της πλειοψηφίας, με την οποία συμφωνώ εγώ και οι Ε. Παπαδοπούλου και Α. Πασχαλίδης, Δ.Δ., θα δώσει ο Δικαστής Γ. Ερωτοκρίτου.

Ο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής, θα δώσει δική του διϊστάμενη απόφαση.

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Το ιστορικό της υπόθεσης, συνοψίζεται από την Πλήρη Ολομέλεια στην υπόθεση Αναφορικά με την αίτηση της Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ και του Ταμείου Προνοίας Προσωπικού Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ (2011) 1 Α.Α.Δ. 1506, από την οποία και παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα:-

[*883]«Η Αίτηση 100/08 για παραχώρηση άδειας για καταχώρηση Αίτησης για έκδοση εντάλματος Certiorari, που αφορούσε προδικαστικό σημείο που αποφασίστηκε από το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών στην ενώπιον του Αίτηση με αριθμό 480/07, απορρίφθηκε από τον αδελφό Δικαστή Ναθαναήλ πρωτοδίκως. Η Αίτηση αυτή, που ήταν ex parte, εφεσιβλήθηκε χωρίς να υπάρξει οποιαδήποτε ειδοποίηση προς την άλλη πλευρά, κάτι που είναι σύμφωνο με τη νομολογία (δέστε Φιλίππου (1993) 1 Α.Α.Δ. 857, Γενικός Εισαγγελέας (1999) 1 Α.Α.Δ. 1005 και Κακουλλή (2007) 1 Α.Α.Δ. 682).

Το πενταμελές Εφετείο ανέτρεψε την πρωτόδικη απόφαση που αφορούσε την άρνηση παραχώρησης άδειας για καταχώρηση αίτησης για έκδοση certiorari, αλλά περαιτέρω προχώρησε και εξεδίκασε την ουσία της αίτησης, κρίνοντας ότι το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών δεν είχε δικαιοδοσία να επιληφθεί της υπόθεσης. Ακολούθως, επέστρεψε την υπόθεση στον πρωτόδικο Δικαστή για να την εκδικάσει, δίδοντας την απαιτούμενη άδεια.

Παραθέτουμε σχετικά αποσπάσματα από την απόφαση αυτή:

«Παρατηρούμε συνεπώς ότι η εργατική σχέση έχει τερματιστεί και η σχέση των διαδίκων έχει καταστεί συμβατική. Από τη στιγμή που η σχέση των διαδίκων εδράζεται σε γραπτή συμφωνία, αναφύεται η ανάγκη παραμερισμού μιας συμβατικής σχέσης, θέμα που βρίσκεται έξω από το πλαίσιο της εργατικής διαφοράς.

…………………………………………………………………

Η αποκλειστική δικαιοδοσία του καθιδρυομένου με βάση το Άρθρο 12(1) του Νόμου Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, έχει ως προαπαιτούμενο την ύπαρξη εργατικής διαφοράς, κάτι που στην προκείμενη περίπτωση θεωρούμε ότι δεν υφίσταται.

Με γνώμονα τα πιο πάνω βρίσκουμε ότι η έφεση θα πρέπει να επιτύχει και η προσβαλλόμενη απόφαση παραμερίζεται. Παρέχεται άδεια για την καταχώρηση αίτησης για έκδοση certiorari, η οποία να υποβληθεί εντός δεκαπέντε ημερών για να τεθεί ενώπιον του αδελφού μας Δικαστή ο οποίος θα χειριστεί την υπόθεση.»

[*884]Η απόφαση αυτή λήφθηκε χωρίς να ακουστεί η άλλη πλευρά, αφού δεν βρισκόταν ενώπιον του Εφετείου.

Μετά απ’ αυτή την εξέλιξη, η υπόθεση επεστράφη στον πρωτόδικο Δικαστή Ναθαναήλ, για να αποφασίσει κατά πόσο θα εξέδιδε το αιτούμενο ένταλμα certiorari. O Ναθαναήλ, Δ. ορθά έκρινε ότι ο ίδιος δεσμευόταν από την απόφαση του πενταμελούς Εφετείου στην Έφεση 2/2009, όπου αποφασίστηκε ότι δεν υπήρχε εργατική διαφορά και, ως εκ τούτου, δικαιοδοσία και εξέδωσε διάταγμα certiorari, θέτοντας τέρμα σε κάθε διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών στην Αίτηση 480/07. Εναντίον της απόφασης αυτής καταχωρήθηκε η Έφεση 2/2010. Όταν αυτή τέθηκε ενώπιον του αρμόδιου πενταμελούς Εφετείου, τούτο επεσήμανε θέμα παραβίασης των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης, αφού στην έφεση 2/2009 αποφασίστηκε η ουσία της υπόθεσης στην απουσία της άλλης πλευράς.

Ως συνέπεια των πιο πάνω, το Εφετείο παρέπεμψε το θέμα στην Πλήρη Ολομέλεια για να εξεταστεί στη βάση της σύμφυτής της εξουσίας κατά πόσο η υπό κρίση απόφαση του Εφετείου ήταν άκυρη εξ υπαρχής, λόγω της απουσίας της μίας πλευράς από τη διαδικασία, και της συνακόλουθης παράβασης της αρχής της φυσικής δικαιοσύνης.»

Η Πλήρης Ολομέλεια έκρινε ότι:-

«Είναι σαφώς η άποψη μας πως στην περίπτωση αυτή έχει παραβιασθεί το δικαίωμα διαδίκου να ακουστεί η θέση του προτού κριθεί το ζήτημα που εκκρεμούσε ενώπιον του Δικαστηρίου και θα πρέπει η υπό κρίση απόφαση, για το λόγο αυτό, να κηρυχθεί άκυρη, όπως και η βασισμένη σ’ αυτή απόφαση του Ναθαναήλ, Δ., στην οποία εκδόθηκε το ένταλμα certiorari.

Μας απασχόλησε η διαδικασία που θα πρέπει να ακολουθηθεί μετά την κατάληξη μας αυτή και μετά από αρκετή σκέψη καταλήξαμε να ενεργήσουμε, και ενεργούμε, όπως αναφέρουμε πιο κάτω.

Είναι προφανές από τα αποσπάσματα της απόφασης που ήδη παραθέσαμε, ότι ο λόγος για τον οποίο το Δικαστήριο στην Π.Ε. 2/2009 παραμέρισε την πρωτόδικη απόφαση, δίδοντας άδεια για την καταχώρηση αίτησης για έκδοση certiorari, [*885]ήταν η κατάληξή του πως το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών δεν είχε δικαιοδοσία να δικάσει την ενώπιόν του Αίτηση. Έτσι, αφού η απόφαση αυτή κρίνεται άκυρη, ο λόγος για τον οποίο διατάχθηκε η παραχώρηση άδειας δεν υφίσταται πλέον. Συνεπώς, η Έφεση 2/2009 εναντίον της απόφασης του αδελφού Δικαστή Ναθαναήλ, με την οποία αρνήθηκε να παράσχει άδεια, παραμένει χωρίς κρίση και θα πρέπει να δοθούν τέτοιες οδηγίες ώστε να εκδικασθεί.

Η απόφαση στην Π.Ε. 2/2009 και, συνακόλουθα η απόφαση του Ναθαναήλ, Δ., στην Αίτηση Αρ. 63/09 ακυρώνονται. Δίδονται οδηγίες όπως η Π.Ε. 2/2009 ακουστεί εξ αρχής.

Η υπόθεση θα τεθεί ενώπιον αρμόδιου πενταμελούς Εφετείου από το Πρωτοκολλητείο για τον ορισμό ημερομηνίας ακρόασης.»

Ο ευπαίδευτος δικηγόρος για τους Εφεσείοντες, εξήγησε ότι το θέμα της δικαιοδοσίας που ηγέρθη αφορούσε στο ότι ο σχετικός Νόμος εμπεριέχει περίοδο «αποσβεστικής προθεσμίας» η οποία παρήλθε, με αποτέλεσμα το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών να στερείται δικαιοδοσίας να επιληφθεί της υπόθεσης της Εφεσίβλητης μετά που παρήλθε ο χρόνος παραγραφής.

Εκείνο που στην ουσία εφεσιβάλλεται με τους τέσσερις λόγους έφεσης, είναι ότι είναι εσφαλμένη η κρίση του αδελφού μας Δικαστή, ο οποίος θεώρησε ως δεδομένη την ύπαρξη εναλλακτικού ένδικου μέσου στο τέλος της υπόθεσης και περαιτέρω ότι όπου υπάρχει άλλο ένδικο μέσο δεν χορηγείται άδεια, παρά το γεγονός ότι το εγειρόμενο θέμα αφορά στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου.  Η επιχειρηματολογία του δικηγόρου των Εφεσειόντων εστιάζεται στο ότι από την απόφαση του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών δεν υπήρχε οποιοδήποτε αποτελεσματικό εναλλακτικό μέσο έφεσης, καθότι κατά τον ουσιώδη χρόνο η ενδιάμεση κρίση του Δικαστηρίου δεν ήταν η ίδια εφέσιμη, αλλά μόνο η τελική απόφαση του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών υπόκειτο σε έφεση. Όπως εισηγήθηκε ο κ. Πολυβίου, η δυνατότητα έφεσης στο τέλος της δικαστικής διαδικασίας και μετά που το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών «θα έχει υφαρπάσει δικαιοδοσία που δεν του ανήκει», ουδόλως μπορεί να θεωρηθεί αποτελεσματικό και/ή επαρκές εναλλακτικό μέτρο. Όπως εξήγησε, η έννοια του αποτελεσματικού και/ή επαρκούς εναλλακτικού μέτρου, αναφέρεται μόνο στην υπό κρίση απόφαση και όχι σε άλλη απόφαση η οποία ενδεχόμενα θα ληφθεί στο τέλος μιας μακράς διαδικασίας. Σε θέματα δικαιοδοσίας, πρόσθεσε, όταν συζητείται η δυνατότητα άσκησης έφεσης, δεν είναι δυνατό να αναμένεται η τελική απόφαση, εφόσον στο μεταξύ θα έχει [*886]συντελεστεί η παράνομη ανάληψη δικαιοδοσίας.

Ο δεύτερος άξονας της επιχειρηματολογίας του, αφορούσε στο εσφαλμένο, κατά την άποψή του, συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστή ότι ακόμη και όταν εγείρεται θέμα δικαιοδοσίας, δεν παραχωρείται άδεια για καταχώρηση αίτησης για Certiorari όπου υπάρχει το εναλλακτικό ένδικο μέσο της έφεσης στην τελική απόφαση του Δικαστηρίου, εκτός και αν υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις.

Βέβαια, ο αδελφός μας Δικαστής ακολούθησε την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπως αυτή διατυπώνεται με σαφήνεια στις υποθέσεις Re Αλέκος Κωνσταντινίδης (2003) 1 Α.Α.Δ. 1298, Re Gennaro Perella (1995) 1 Α.Α.Δ. 692, Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 1535 και Re Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965, στις οποίες έκαμε αναφορά. Ο κ. Πολυβίου εισηγήθηκε ότι η νομολογία μας δεν είναι απόλυτα ευθυγραμμισμένη επί των υπό κρίση θεμάτων. Υπάρχουν, είπε, δύο προσεγγίσεις. Η μία, η οποία είναι «ευρύτερη», εκφράζεται από την καθιερωμένη αγγλική πρακτική, η οποία υιοθετήθηκε από παλαιότερη κυπριακή νομολογία. Με αυτή επιτρέπεται η καταχώρηση αίτησης για Certiorari, όταν το θέμα είναι δικαιοδοτικό και δεν υπάρχει ανάγκη για περαιτέρω διερεύνηση των ουσιωδών γεγονότων. Σύμφωνα με αυτή την προσέγγιση, παρά την ύπαρξη άλλων διαθέσιμων εναλλακτικών μέσων έφεσης, δεν υπάρχει ανάγκη για διακρίβωση εξαιρετικών περιστάσεων εκεί, που το θέμα αφορά σε κατ’ ισχυρισμό υπέρβαση δικαιοδοσίας. Ο λόγος, κατά το δικηγόρο των Εφεσειόντων, είναι ότι εάν δεν επέμβει το Ανώτατο Δικαστήριο, τότε, πέραν της καθυστέρησης και των εξόδων που θα δημιουργηθούν, ενδεχομένως να διεξαχθεί μια επίπονη και μακρά διαδικασία ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου, χωρίς αυτό να έχει δικαιοδοσία, κάτι που είναι ανεπίτρεπτο από το δικαιϊκό μας σύστημα.

Η δεύτερη, η οποία είναι μια πιο «στενή» προσέγγιση, εκφράζεται από πιο πρόσφατη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και ιδιαίτερα από την Re Hellenger Trading Ltd, ανωτέρω. Εκεί κρίθηκε από τον Κωνσταντινίδη, Δ., ότι η ύπαρξη οποιασδήποτε εναλλακτικής θεραπείας, σημαίνει ότι θα πρέπει να υπάρχουν «εξαιρετικές περιστάσεις» για να είναι δυνατή η έκδοση Certiorari, ανεξάρτητα αν το εγειρόμενο θέμα αφορά στη δικαιοδοσία του κατώτερου δικαστηρίου.

Ο ευπαίδευτος δικηγόρος για τους Εφεσείοντες, μας κάλεσε να υιοθετήσουμε την ευρύτερη προσέγγιση, αφού σκοπός της διαδι[*887]κασίας Certiorari «στο χώρο της δικαιοδοσίας είναι ακριβώς να εμποδίσει το κατώτερο δικαστήριο να αναλάβει μια δικαιοδοσία που δεν του ανήκει. Εάν δεν μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο και η πιθανότητα έφεσης στο τέλος της διαδικασίας θεωρείται επαρκές εναλλακτικό μέσο, με αποτέλεσμα να ενεργοποιείται ο κανόνας των «εξαιρετικών περιστάσεων», τότε ουσιαστικά θα εξουδετερωθεί η χρησιμότητα και αναγκαιότητα του Certiorari, σε τέτοιες περιπτώσεις».

Από την άλλη, ο ευπαίδευτος συνήγορος για την Εφεσίβλητη, προβάλει ότι το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών δεν υφάρπασε δικαιοδοσία, αφού δεν κατέληξε ότι έχει δικαιοδοσία, αλλά ότι υπό ορισμένες προϋποθέσεις που αν αποδειχθούν ότι υφίστανται, θα έχει δικαιοδοσία. Ο κ. Σταυράκης υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση, αφού αυτή στηρίχθηκε αυστηρώς στην πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπως αυτή εκφράστηκε στην Re Hellenger Trading Ltd, ανωτέρω. Η δήθεν «ευρύτερη προσέγγιση», ανέφερε ο κ. Σταυράκης, δεν υποστηρίζεται από καμία νομική αυθεντία.

Έχουμε μελετήσει τα επιχειρήματα του δικηγόρου των Εφεσειόντων, αλλά δεν συμφωνούμε ότι η πρωτόδικη απόφαση πάσχει καθ’ οιονδήποτε λόγο. Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι αποκρυσταλλωμένη και η αναφορά σε παλαιότερες και σε νεότερες προσεγγίσεις είναι κατά την άποψή μας αχρείαστη (βλ. Σύγγραμμα «Προνομιακά Εντάλματα», Π. Αρτέμη, Έκδοση 2004, σελ. 55-68). Ο κ. Πολυβίου για να υποστηρίξει τη θέση του περί ύπαρξης «ευρύτερης» προσέγγισης, έκαμε αναφορά σε απόσπασμα από το Σύγγραμμα Halsbury’ s, Laws of England, 3η Έκδοση, Τόμος 11, σελ. 140, παρ. 265. Όμως το συγκεκριμένο απόσπασμα σε σχέση με το δικαιοδοτικής φύσης θέμα, υπήρξε αντικείμενο εξέτασης από τον Κωνσταντινίδη, Δ., στην υπόθεση Re Hellenger Trading Ltd, ανωτέρω, στην οποία κρίθηκε ότι:-

«Με προβλημάτισε ιδιαιτέρως, όμως, η εισήγηση πως θα έπρεπε να χορηγήσω άδεια παρά την ύπαρξη δυνατότητας άσκησης έφεσης, ενόψει της δικαιοδοτικής φύσης των σημείων που συζητήθηκαν. Κυρίως ενόψει του πιο κάτω αποσπάσματος από τους Halsbury’s Laws of England, 3η έκδοση Τόμος 11 σελ. 140 §265. (Βλ. επίσης την 4η έκδοση, Τόμος Ι(ι) § 117, σημ. 22 και Bazu’s Commentary on the Constitution of India 6η έκδοση Τόμος Ι σελ. 375.)

“Although the order is not of course it will though discretionary [*888]nevertheless be granted ex debito justitiae, to quash proceedings which the Court has power to quash, where it is shown that the court below has acted without jurisdiction or in excess of jurisdiction, if the application is made by an aggrieved party and not merely by one of the public and if the conduct of the party applying has not been such as to disentitle him to relief and this is the case even though certiorari is taken away by statute and although there is an alternative remedy.”

Αυτή η πολύ γενική διατύπωση μεταδίδει πράγματι πως σε περιπτώσεις έλλειψης ή υπέρβασης δικαιοδοσίας, όταν η αίτηση προέρχεται από επηρεαζόμενο, εκδίδεται certiorari παρά την ύπαρξη εναλλακτικής θεραπείας. Δεν έχω δει να διατυπώνεται τέτοια γενική αρχή στις βασικές υποθέσεις πάνω στο θέμα. Έχω υπόψη μου τις αναφερθείσες από την Ολομέλεια στην Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41 και στη συνέχεια στη Σταύρου Μεστάνα (2000) 1 Α.Α.Δ. 1469

Ο Κωνσταντινίδης, Δ., αφού ανέλυσε την αγγλική νομολογία, στην οποία στηρίχθηκε το πιο πάνω απόσπασμα, από το Halsbury’ s Laws of England, ανωτέρω, κατέληξε ότι δεν υποστηρίζει την απολυτότητα με την οποία διατυπώνεται η παρατήρηση στο πιο πάνω Σύγγραμμα. Τελικά, κατέληξε πως:-

«…. ενώ η ύπαρξη εναλλακτικής θεραπείας δεν αποκλείει τη διεκδίκηση certiorari, αυτό, στο πλαίσιο της νομολογίας, μπορεί να γίνει μόνο αν υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις που να το δικαιολογούν. Όπως αντιλαμβάνομαι το θέμα, αυτό ισχύει γενικά, ανεξάρτητα δηλαδή από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα. Και εφόσον παρέχεται η δυνατότητα άσκησης έφεσης, που επίσης θα εκδικαστεί από το Ανώτατο Δικαστήριο, και δι’ αυτής θα είναι δυνατή η παροχή πλήρους και εξ ίσου αποτελεσματικής θεραπείας, η αίτηση που απευθύνεται στο κατάλοιπο της εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δεν δικαιολογείται.»

Η πιο πάνω προσέγγιση υιοθετήθηκε από το Νικήτα, Δ., στη Σπύρος Γεωργίου, Αίτηση Αρ. 3/2001, ημερ. 14.2.2001 και σε πολλές άλλες υποθέσεις που ακολούθησαν. Ο κ. Πολυβίου έκαμε επίσης αναφορά στη Larissa (Αρ. 1) (1997) 1 Α.Α.Δ. 534, ως υποστηρίζουσα τις θέσεις του. Εκεί έγινε αναφορά από τον Καλλή, Δ., σε εξόφθαλμη υπέρβαση δικαιοδοσίας. Όπως υποδεικνύει ο Αρτέμης, Δ., όπως ήταν τότε, στην υπόθεση Re Ανδρέας Σάββα (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1941, ανεξάρτητα αν «με βάση παλαιότερη νομολογία, επι[*889]κράτησε η άποψη ότι, όπου μεταξύ άλλων υπήρχε εξόφθαλμη υπέρβαση δικαιοδοσίας, τότε θα μπορούσε να εκδοθεί διάταγμα Certiorari, έστω και αν υπήρχε άλλο ένδικο μέσο, χωρίς την απόδειξη εξαιρετικών περιστάσεων», ακολούθησαν οι υποθέσεις Μεστάνας, ανωτέρω και Hellenger Trading Ltd, ανωτέρω, στις οποίες αποφασίστηκε όπως πάντοτε πρέπει να αποδεικνύεται η ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων, ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα.

Αν και τα πιο πάνω αποφασίστηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο σε μονομελή σύνθεση, εντούτοις έτυχαν της έγκρισης της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 1535, στην οποία το κατώτερο δικαστήριο κατόπιν αίτησης της εταιρείας B.M.T.L., εξέδωσε διάταγμα Mareva εναντίον της Fastact και άλλων εταιρειών, με το οποίο απαγορευόταν στη Fastact και στις άλλες εταιρείες να αποσύρουν χρήματα από τραπεζικό λογαριασμό. Ενώ το διάταγμα ήταν επιστρεπτέο στις 15.3.2002 για να καταχωρηθεί ένσταση, στις 7.3.2002 η Fastact και οι άλλες εταιρείες, καταχώρησαν αίτηση για ένταλμα Certiorari για ακύρωση του διατάγματος. Η άδεια χορηγήθηκε και στη συνέχεια, κατόπιν ακροάσεως εκδόθηκε ένταλμα Certiorari, με το οποίο ακυρωνόταν το διάταγμα Mareva στη βάση της έλλειψης δικαιοδοσίας. Μετά από έφεση της B.M.T.L. το Ανώτατο Δικαστήριο υιοθετώντας την μέχρι τότε νομολογία, επέτρεψε την έφεση, αναφέροντας ότι.-

«Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος παρέχεται μόνο όταν καταδεικνύεται από τον αιτητή ότι υπάρχει, στην ουσία, συζητήσιμο ζήτημα και, περαιτέρω, στην περίπτωση όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ότι συντρέχουν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες να καθιστούν συζητήσιμο το ότι πρέπει να γίνει παρέκκλιση από τον κανόνα ότι, εφόσον προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ο αιτητής δεν θεωρείται ότι απέδειξε συζητήσιμο ζήτημα. (Βλ., μεταξύ άλλων, R. v. Secretary of State [1986] 1 All ER 717, Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41, Στ. Μεστάνας (2000) 1 Α.Α.Δ. 1469 και Χρ. Μιχαήλ και Στ. Μιχαηλίδη (2001) 1 Α.Α.Δ. 247). Στη Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965, διευκρινίστηκε, ορθά, ότι η αρχή αυτή “ισχύει γενικά, ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα”. Έστω, δηλαδή, και αν ο προβαλλόμενος λόγος είναι έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας. (Βλ., επίσης, Σ. Μαρκίδης κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 552). Αν δε, παρά τη μη ύπαρξη εξαιρετι[*890]κών περιστάσεων, χορηγηθεί άδεια για καταχώρηση αίτησης για certiorari, η μη ύπαρξη τέτοιων περιστάσεων συνιστά, a fortiori, λόγο απόρριψης της αίτησης.»

Ο κ. Πολυβίου μας κάλεσε να αποστούμε από την πιο πάνω πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Όμως δεν υπάρχει αντίστοιχος λόγος έφεσης.  Οι τέσσερις λόγοι έφεσης εστιάζονται στο ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα δεν εφάρμοσε τις ορθές νομικές αρχές, προφανώς όπως αυτές προκύπτουν από τη νομολογία. Όμως, ενόψει της ύπαρξης άλλου ένδικου μέσου στο τέλος της διαδικασίας, ο αδελφός μας Δικαστής εφάρμοσε πιστά την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπως την περιγράψαμε πιο πάνω. Όμως, ακόμη και αν εγειρόταν ένα τέτοιο ζήτημα ως λόγος έφεσης, αυτός και πάλιν δεν θα ευσταθούσε, αφού δεν έχουμε πειστεί ότι συντρέχουν οποιοιδήποτε λόγοι για να αποστούμε από τη μέχρι σήμερα νομολογία μας, όπως αυτή συνοψίζεται ιδιαίτερα στη Re Hellenger Trading Ltd, ανωτέρω και επιβεβαιώθηκε από το διευρυμένο Εφετείο στη Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd, ανωτέρω.

Πέραν τούτου, όπως πολύ ορθά υπέδειξε ο κ. Σταυράκης, το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών δεν έκρινε τελεσίδικα ότι είχε δικαιοδοσία. Εκείνο που ανέφερε στη σελίδα 10 της απόφασης του, είναι το εξής:-

«Η επίκληση επομένως από μέρους της Αιτήτριας δόλου ή αμέλειας δεν στερεί το Δικαστήριο τούτο από την καθορισμένη δικαιοδοσία του να επιληφθεί της παρούσας υπόθεσης καθότι η διαφορά εγείρεται συνεπεία της εφαρμογής του περί Ταμείων Προνοίας Νόμου και η επίκληση δόλου ή αμέλειας αποτελεί επίδικο θέμα, του οποίου το Δ.Ε.Δ. έχει εξουσία να αποφανθεί.

Ως εκ των ανωτέρω θεωρούμε ότι τα γεγονότα που προβάλλονται μέσα από τις δικογραφημένες θέσεις δεν μπορούν να μας οδηγήσουν στην εξαγωγή ευλόγων συμπερασμάτων. Θα ήταν άδικο και ανεπιεικές να επιληφθούμε ενός τόσο σοβαρού ζητήματος που άπτεται της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου χωρίς την απόδειξη και εξειδίκευση των γεγονότων της υπόθεσης.

Σ’ αυτό επομένως το στάδιο είναι αδύνατο να αποφασίσουμε επί των προβαλλομένων προδικαστικών ενστάσεων και ως εκ τούτου θα πρέπει να προχωρήσουμε στην ακροαματική διαδι[*891]κασία της υπόθεσης.»

(Η έμφαση είναι δική μας)

Για τους λόγους που εξηγήσαμε, η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ της Εφεσίβλητης, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Η Ανδρονίκη Παντελίδου αφυπηρέτησε από την Τράπεζα Κύπρου την 31.12.1999, λαμβάνοντας το ποσό των £170.000 και υπογράφοντας σχετικό έντυπο απαλλαγής.  Το 2007 κατεχώρησε Αίτηση ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών εναντίον της Τράπεζας και του Ταμείου Προνοίας του Προσωπικού της, ισχυριζόμενη ότι το ποσό που θα έπρεπε να είχε λάβει ήταν £298.518 και ότι η Τράπεζα δεν της είχε αποκαλύψει τα ορθά γεγονότα και δολίως της αποστέρησε το ποσό το οποίο εδικαιούτο. Η Τράπεζα και το Ταμείο ήγειραν προδικαστική ένσταση ότι το Δικαστήριο εστερείτο δικαιοδοσίας καθ’ όσον η αξίωση ηγέρθη πέραν των 12 μηνών από την γένεση του καθ΄ισχυρισμό δικαιώματος. Το Δικαστήριο απέρριψε την προδικαστική ένσταση, κρίνοντας ότι ο ισχυρισμός για δόλο ενδεχομένως να συνιστούσε λόγο αναστολής της προθεσμίας των 12 μηνών και ότι το θέμα συναρτάτο προς γεγονότα τα οποία θα αποφασίζοντο στην ακρόαση.

Αίτηση της Τράπεζας και του Ταμείου για παραχώρηση άδειας για καταχώρηση αίτησης certiorari και mandamus απερρίφθη εφ’ όσον εκρίθη ότι υπήρχε η εναλλακτική θεραπεία της έφεσης στο τέλος της υπόθεσης και δεν υπήρχαν εξαιρετικές περιστάσεις.  Το ζήτημα της δικαιοδοσίας από μόνο του, θεώρησε ο αδελφός μας Δικαστής, δεν επενεργεί προς τούτο καταλυτικά.

Έφεση κατά της απόφασης αυτής (Πολ. Εφ. 2/2009) ήταν επιτυχής εφ’ όσον εκρίθη ότι, με την οριστική διακοπή της εργασιακής σχέσης των μερών και την αντικατάσταση της με συμβατική, δεν υφίστατο «εργασιακή διαφορά» που να ενεργοποιούσε τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών. Με την παραχώρηση από το Εφετείο άδειας, εξεδόθη στη συνέχεια από τον αδελφό μας Δικαστή και το διάταγμα.

Η απόφαση για έκδοση του διατάγματος όμως εφεσιβλήθη (Πολ. Έφ. 2/2010) και, όταν η έφεση εκείνη ήχθη ενώπιον του Εφετείου, το ίδιο έθεσε θέμα παραβίασης των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης καθ’ όσον στην έφεση 2/2009 είχε σαν αποτέλεσμα κρι[*892]θεί η ουσία της υπόθεσης στην απουσία της κυρίας Παντελίδου και εναντίον της. Του θέματος επελήφθη η Πλήρης Ολομέλεια δυνάμει της σύμφυτης εξουσίας της, η οποία και ακύρωσε, για το λόγο αυτό, την απόφαση του Εφετείου στην έφεση 2/2009 με οδηγίες όπως η έφεση εκείνη ακουσθεί και πάλι από το Εφετείο.

Η έφεση 2/2009 είναι λοιπόν τώρα ενώπιον μας με τα πράγματα να έχουν ως να μην υπήρξε η προηγούμενη απόφαση του Εφετείου και με επίδικο θέμα την άρνηση παραχώρησης άδειας, εμφανιζομένης τώρα, ως συνάδει και με το σκεπτικό της Πλήρους Ολομέλειας, της κυρίας Παντελίδου.

Η επιχειρηματολογία του ευπαιδεύτου συνηγόρου για την Εφεσείουσα έχει δύο άξονες. Ο ένας αφορά το θέμα της εναλλακτικής θεραπείας στη βάση ότι, κατά το σχετικό χρόνο, δεν υπήρχε εναλλακτική θεραπεία καθ’ όσον η νομολογία δεν επέτρεπε την καταχώρηση έφεσης επί ενδιάμεσης απόφασης (ο νόμος έδωσε το δικαίωμα αργότερα), με αποτέλεσμα το δικαίωμα έφεσης επί του προδικαστικού θέματος στα πλαίσια τελικής απόφασης να μην συνιστούσε πλήρη και αποτελεσματική θεραπεία, δοθείσας μάλιστα της φύσης του θέματος που αφορά την όλη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου να επιληφθεί της υπόθεσης. Ο άλλος άξονας αφορά το θέμα της δικαιοδοσίας στη βάση ότι, σε περιπτώσεις όπου η επιδιωκόμενη άδεια αφορά τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου, η ίδια η φύση του θέματος δικαιολογεί την παραχώρηση της ώστε να παρεμποδισθεί η κακή ανάληψη δικαιοδοσίας, πράγμα που δεν μπορεί να γίνει στα πλαίσια έφεσης στο τέλος της υπόθεσης. Σε αυτό το βάθρο, η ίδια η παράνομη ανάληψη δικαιοδοσίας συνιστά και εξαιρετική περίσταση που επιτρέπει και ενεργοποιεί τη διαδικασία του προνομιακού διατάγματος. Πρόδηλο είναι ότι οι δύο άξονες των εισηγήσεων του κ. Πολυβίου συμπλέκονται και έτσι τους συζητεί.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος για την Εφεσίβλητη ουσιαστικά συμφωνεί με την προσέγγιση του αδελφού μας Δικαστή. Ο κ. Σταυράκης, παραπέμποντας στο ότι το θέμα της δικαιοδοσίας ετέθη και απεφασίσθη από το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, ώστε η Εφεσείουσα να δεσμεύεται από τη διαδικασία που η ίδια ακολούθησε, εισηγείται ότι δεν επιτρέπεται προσφυγή σε προνομιακό διάταγμα προς έλεγχο της ορθότητας της απόφασης του κατώτερου δικαστηρίου επί της ουσίας της. Εισηγείται ακόμα ότι η νομολογία δεν επιτρέπει προσφυγή σε προνομιακό διάταγμα όπου υπάρχει εναλλακτική θεραπεία, έστω και αν αυτή είναι υπό τη μορφή έφεσης στο τέλος της υπόθεσης, ελλείψει εξαιρετικών περιστάσεων [*893]που δεν αποκαλύπτονται στην υπόθεση αυτή, με κυρία αναφορά στην υπόθεση Επί της Αφορώσι την Αίτηση της Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965.

Οι εισηγήσεις του κ. Πολυβίου με βρίσκουν σύμφωνο. Κατ’ αρχάς, η όλη ιδέα των προνομιακών διαταγμάτων, ως εκδιδομένων από ανώτερο προς κατώτερο δικαστήριο προς έλεγχο του, είναι πρωτίστως με αναφορά στη δικαιοδοσία τους, συνιστά δε τον κύριο λόγο έκδοσης προνομιακού διατάγματος η έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας. Αυτή είναι και η ιστορική καταγωγή του certiorari όπως και του prohibition. Όπως το έθεσε ο Atkin, L.J. (ως ήτο τότε) στην υπόθεση R. V. Electricity Commissioners [1924] 1 K.B.D. 171 (σ. 204 - σ. 205):

«Both writs are of great antiquity, forming part of the process by which the King’ s Courts restrained courts of inferior jurisdiction from exceeding their powers. Prohibition restrains the tribunal from proceeding further in excess of jurisdiction; certiorari requires the record or the order of the court to be sent up to the King’ s Bench Division, to have its legality inquired into, and, if necessary, to have the order quashed. It is to be noted that both writs deal with questions of excessive jurisdiction,...»

Εξ ου και, όπου η έλλειψη δικαιοδοσίας είναι εμφανής στην όψη του πράγματος, prohibition εκδίδεται δικαιωματικά και ανεξαρτήτως της ύπαρξης εναλλακτικής θεραπείας. Τέτοια βεβαίως δεν είναι η προκειμένη περίπτωση, η οποία εξυπακούει νομική εξέταση του θέματος της δικαιοδοσίας και η οποία έχει συζητηθεί στη βάση ότι η παραχώρηση άδειας επιδιώκεται με αναφορά στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Και έτσι όμως, η διάσταση της δικαιοδοσίας ως του υποβάθρου της αίτησης δεν παύει να είναι το κυρίαρχο στοιχείο της. Στη διάσταση αυτή πρέπει να αποδίδεται η ανάλογη σημασία σε συνάρτηση τόσο με το θέμα της εναλλακτικής θεραπείας όσο και το θέμα των εξαιρετικών περιστάσεων.

Η υπόθεση Hellenger, ανωτέρω, και η νομολογία που την ακολούθησε, βρίσκεται στο επίκεντρο των εισηγήσεων του κ. Πολυβίου. Η υπόθεση, επιχειρηματολογεί, δεν μπορεί να εκληφθεί ότι θέτει απόλυτο κανόνα ως προς την ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων όπου υπάρχει οποιαδήποτε εναλλακτική θεραπεία. Το γεγονός και μόνο ότι πρόκειται για θέμα άσκησης δικαιοδοσίας, αλλά και σε συνδυασμό με το ότι η εναλλακτική θεραπεία, προσφερόμενη στο τέλος της υπόθεσης, δεν θα είναι επαρκής, συνιστούν, και αν έτσι τεθεί το πράγμα, εξαιρετικές περιστάσεις. Και τούτο ακριβώς [*894]για να προληφθεί η άσκηση δικαιοδοσίας εκεί που δεν υπάρχει και να μην οδηγηθεί η υπόθεση σε πλήρη ακρόαση, με όλη τη σπατάλη χρόνου και χρήματος που θα απαιτηθεί, για να εξετασθεί τότε και εκ των υστέρων το θέμα της δικαιοδοσίας.

Οι εισηγήσεις αυτές ουδόλως αντιστρατεύονται τη HellengerΕίναι πολύ σημαντικό να γίνει εξ αρχής αντιληπτό το πλαίσιο στο οποίο ο Κωνσταντινίδης, Δ., διατύπωσε την κατάληξή του ότι (σ. 1975):

«… ενώ η ύπαρξη εναλλακτικής θεραπείας δεν αποκλείει τη διεκδίκηση certiorari, αυτό, στο πλαίσιο της νομολογίας, μπορεί να γίνει μόνο αν υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις που να το δικαιολογούν. Όπως αντιλαμβάνομαι το θέμα, αυτό ισχύει γενικά, ανεξάρτητα δηλαδή από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα.»

Η όλη υπόθεση συζητήθηκε με αναφορά στο ότι παρείχετο η εναλλακτική θεραπεία της έφεσης, με το Δικαστήριο να καλεί το συνήγορο «να εξηγήσει το λόγο για τον οποίο θα έπρεπε να παρακαμφθεί το ένδικο μέσο της έφεσης», σε συνάρτηση και με τα λεχθέντα στην υπόθεση Αναφορικά με τον Σταύρο Μεστάνα (2000) 1 Α.Α.Δ. 1469, στην οποία, όπως παρατήρησε ο Κωνσταντινίδης, Δ., «τονίστηκε πως στο τέλος της ημέρας οι εξαιρετικές περιστάσεις συναρτώνται προς τις δυνατότητες που παρέχουν οι προσφερόμενες θεραπείες». Όπως ελέχθη στη Μεστάνα (σ. 1477-1478):

«Απαιτούνται εξαιρετικές περιστάσεις και κατ’ ανάγκη αυτές διακριβώνονται με τη σύγκριση των δυνατοτήτων που προσφέρει η μια ή η άλλη από τις διαθέσιμες θεραπείες. Όπως λέχθηκε στην R. v. Secretary of State (ανωτέρω) στη σελίδα 724, για να παρακαμφθεί η διαδικασία της έφεσης πρέπει ο αιτητής να δείξει ότι η υπόθεσή του διακρίνεται από το είδος των υποθέσεων για τις οποίες προβλέφθηκε έφεση. Στους δε Halsbury’s Laws of England 4η έκδοση Τόμος 1(ι) σελ. 94 § 61, προσδιορίζεται ως υπερκείμενο κριτήριο το κατά πόσο η εναλλακτική θεραπεία δεν είναι τόσο βολική, επωφελής και αποτελεσματική.

Οι υποθέσεις Hillingdon και Merseyside αφορούσαν σε διοικητικούς χειρισμούς και η έφεση που προβλεπόταν ήταν “ιεραρχική”, και στις δυο περιπτώσεις σε Υπουργό. Οι συγκριτικές αναφορές που έγιναν είναι συναρτημένες προς τις ιδιατερότητες του εκεί συστήματος (βλ. και R. v. Birmingham City Council Ex. p. Ferrero Ltd [1993] 1 All E.R. 530) και είναι νομίζουμε [*895]σαφές πως ο προβληματισμός ο δικός μας αναφορικά με το θέμα πρέπει να διέρχεται μέσα από τις δικές μας θεσμικές ρυθμίσεις. Παράδειγμα παρέχει η Αρχιεπίσκοπος Κύπρου (Αρ. 4) (1993) 1 Α.Α.Δ. 961. Το γεγονός ότι, στο πλαίσιο των θεσμών μας, δεν υπάρχει εναλλακτική θεραπεία ανάλογη προς την prohibition, που εγκύρως είχαν διεκδικήσει οι αιτητές, κρίθηκε ως εξαιρετική περίσταση που δικαιολογούσε ανάληψη δικαιοδοσίας σε σχέση με το αίτημα για certiorari, αφού τα δυο ήταν συναφή.

Δεν μας έχει υποδειχθεί και δεν μπορούμε να δούμε οποιαδήποτε διαφορά, σε σχέση με το θέμα, μεταξύ των δυνατοτήτων, από οποιαδήποτε άποψη, της έφεσης και της παρούσας διαδικασίας. Ο κ. Κληρίδης εισηγήθηκε στο περίγραμμα της αγόρευσής του πως “η έφεση δεν θα μπορούσε έγκαιρα να διορθώσει το λάθος” και, ενώπιόν μας, αναφέρθηκε στον παράγοντα του χρόνου. Δεν έχει τεκμηριωθεί με κανένα τρόπο πως η έφεση δεν προσφερόταν ως “έγκαιρη” επιλογή και ο παράγοντας του χρόνου εκδίκασης στο πλαίσιο της μιας ή της άλλης διαδικασίας δεν είναι από μόνος του σχετικός.

Θέλουμε να πούμε πως αν καθ’ υπόθεση η παρούσα διαδικασία ήταν πιό γρήγορη (ο Καλλής Δ. στην Γενικός Εισαγγελίας (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 925 έδωσε στοιχεία για το αντίθετο), αυτό θα ίσχυε για κάθε περίπτωση. Αν πρόκειται ο χρόνος εκδίκασης να έχει σημασία αυτός θα πρέπει να συσχετίζεται προς τις ιδιαίτερες ανάγκες της κάθε περίπτωσης, στο πλαίσιο των κριτηρίων που διέπουν το θέμα. Όπως έχει τονιστεί επανηλειμμένα, δεν είναι δυνατός ο προκαθορισμός του τί συνιστά εξαιρετική περίσταση. Αυτό κρίνεται με βάση τα περιστατικά της κάθε περίπτωσης.»

Ήταν λοιπόν δεδομένο τόσο στη Hellenger όσο και στη Μεστάνα ότι υπήρχε άμεσα διαθέσιμο το ένδικο μέσο της έφεσης στο οποίο δεν είχε προσφύγει ο Αιτητής προτιμώντας να αποταθεί για προνομιακό διάταγμα. Και οι παρατηρήσεις που έγιναν τόσο στη Hellenger όσο και στη Μεστάνα είναι ακριβώς ως προς αυτό το δεδομένο που έγιναν, με κατάληξη ότι δεν είχε αποδειχθεί ότι η δεδομένα υφιστάμενη εναλλακτική θεραπεία δεν θα ήταν επαρκώς αποτελεσματική. Εξ ου και η καταληκτική αναφορά στο απόσπασμα από τη Μεστάνα ότι «δεν είναι δυνατός ο προκαθορισμός του τι συνιστά εξαιρετική περίσταση. Αυτό κρίνεται με βάση τα περιστατικά της κάθε περίπτωσης.», είναι δηλαδή θέμα γεγονότων και όχι νόμου υπό τη μορφή γενικού κανόνα.

[*896]Ότι ο Κωνσταντινίδης, Δ., δεν σκοπούσε να διατυπώσει κανόνα πέρα του πλαισίου της υπόθεσης ενώπιόν του είναι σαφές και από την αναδρομή του στην Αγγλική νομολογία, σε συνάρτηση με την εμβέλεια του θέματος της δικαιοδοσίας προκειμένου περί δικαιοδοτικού θέματος, για να καταδείξει ότι, εξαιρουμένης της δικαιωματικής έκδοσης προνομιακού διατάγματος, ακόμα και θέματα δικαιοδοτικής υφής υπόκεινται στον κανόνα ότι, εφ’ όσον υπάρχει άλλη αποτελεσματική ένδικη θεραπεία, απαιτείται να καταδειχθούν εξαιρετικές περιστάσεις. Αυτό αναδεικνύεται ιδιαιτέρως από τη συζήτηση της R. v. Wandswοrth Justices [1942] 1 All E.R. 56, όπως και της Reg. v. Brighton JJ Ex. P. Robinson (Dic) [1973] 1 WLR 69.

Η προκειμένη περίπτωση διαφέρει πολύ από τη Hellenger και τη νομολογία που απασχόλησε εκεί. Εκεί το δικαίωμα έφεσης ήταν άμεσα προσφερόμενο και δεν έγινε χρήση του χωρίς επαρκή εξήγηση προς τούτο. Εδώ είναι δεδομένο ότι κατά το σχετικό χρόνο δεν παρείχετο δικαίωμα έφεσης. Η Εφεσείουσα αποτάθηκε για προνομιακά διατάγματα ως τη μόνη ουσιαστικά προσφερόμενη αποτελεσματική θεραπεία. Το δικαίωμα έφεσης που θα είχε στο τέλος της υπόθεσης ουδόλως θα εξυπηρετούσε το σκοπό του δικαιοδοτικού θέματος αφού η όλη υπόθεση θα είχε ακουσθεί και έτσι, αν βεβαίως η Εφεσείουσα είχε δίκαιο, η δικαιοδοσία την άσκηση της οποίας επιδιώκει ακριβώς να αποτρέψει θα είχε ασκηθεί και το νομικό μας σύστημα θα είχε επιτρέψει τούτο. Στη δική μου αντίληψη της φύσης και του σκοπού του Certiorari και του Prohibition αυτό θα καταργούσε το διαχρονικό σκοπό τους που είναι η αποτροπή της άσκησης ανύπαρκτης δικαιοδοσίας. Η μη ύπαρξη αποτελεσματικού ένδικου μέσου σε συνδυασμό με τη φύση του θέματος ως δικαιοδοτικού συνιστούσαν εξαιρετικές περιστάσεις που επέβαλλαν την παροχή άδειας, εφ’ όσον και εκ πρώτης όψεως η Εφεσίβλητη φαίνεται να έχει συζητήσιμη υπόθεση, θέμα που εξ άλλου δεν αμφισβητήθηκε ποτέ.

Θα επέτρεπα λοιπόν την έφεση.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο