Λαζάρου Θεόδωρος ν. Νέμεσις Εργοληπτική Δημόσια Εταιρεία Λτδ και άλλου (2012) 1 ΑΑΔ 1101

(2012) 1 ΑΑΔ 1101

[*1101]31 Μαΐου 2012

[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΛΑΖΑΡΟΥ,

Εφεσείων,

v.

1. ΝΕΜΕΣΙΣ ΕΡΓΟΛΗΠΤΙΚΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ,

2. ΧΡΙΣΤΑΚΗ ΚΟΥΝΤΟΥΡΗ,

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 76/2008)

 

Δικαστική απόφαση ― Αίτηση διόρθωσης δικαστικής απόφασης ως προς το μέρος που αφορούσε την επιδίκαση τόκου επιτράπηκε στη βάση της σύμφυτης εξουσίας του Δικαστηρίου ― Απόφανση εφετείου ότι υπάρχει πάντοτε η σύμφυτη εξουσία του Δικαστηρίου να τροποποιεί τις αποφάσεις ή τα διατάγματα του, ώστε να μεταφερθεί ορθά το μήνυμα τους ή να τα αποσαφηνίσει.

Πολιτική Δικονομία ― Αίτηση διόρθωσης δικαστικής απόφασης ― Εφαρμοστέες αρχές ―Η Δ.25 θ.6, εμπεριέχει τον κανόνα της απλής παράλειψης ή λάθους («slip rule») ― Η εφαρμογή του «slip rule» σημαίνει τη δυνατότητα διόρθωσης παραλείψεων ή λαθών άνευ ουσιαστικής σημασίας αναγόμενα στην εκ παραδρομής τυπογραφική παράλειψη διατύπωσης γεγονότος κατά τη σύνταξη της απόφασης ή του διατάγματος, που φανερά δεν μεταφέρουν ορθά είτε το λεκτικό το οποίο αποτέλεσε το σκεπτικό του Δικαστηρίου, είτε τη σημασία του.

Δικαστική απόφαση ― Διόρθωση δικαστικής απόφασης ― Το λάθος ή η παράλειψη πρέπει να αφορά σε λάθος στην έκφραση της πρόδηλης πρόθεσης του Δικαστηρίου ― Για να έχει εφαρμογή το «slip rule», πρέπει να διαπιστωθεί ότι ορισμένα μέλη της απόφασης είναι ορθά και ορισμένα λάθος που χρήζουν διόρθωσης ― Το τελεσίδικο των δικαστικών αποφάσεων, περιλαμβανομένων και αυτών στο επίπεδο του Εφετείου, δεν αφήνει περιθώρια για διόρθωση αποφάσεων με τη συμπερίληψη διαταγών που αφορούν ουσιαστικές ρυθμίσεις και οι οποίες δεν μπορούν να ταξινομηθούν ως λάθη.

[*1102]Δικαστική απόφαση ― Ο περί Δικαστηρίωv Νόμoς ― Ο τροποποιητικός Νόμος αρ. 81(Ι)/08 αναφορικά με το ύψος του επιδικασθέντος τόκου επί των εκδοθέντων αποφάσεων, δεν έχει αναδρομική ισχύ και η πρόνοια που έγινε αφορά μόνο εκκρεμούσες αγωγές και όχι εκκρεμούσες εφέσεις επί αποφάσεων πρωτοδίκων Δικαστηρίων.

Αντικείμενο της υπό κρίση αίτησης αποτέλεσε αίτημα για διόρθωση απόφασης του εφετείου με την οποία επετράπη κατά το μεγαλύτερο και ουσιαστικότερο μέρος της, η εναντίον της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου καταχωρηθείσα έφεση.

Με την πρωτόδικη απόφαση είχαν επιδικασθεί στον τότε εφεσείοντα και αιτητή στην παρούσα, διάφορα ποσά αποζημιώσεων συνεπεία δυστυχήματος που επεσυνέβη κατά τη διάρκεια της εργοδοσίας του με τους εφεσίβλητους, σημερινούς καθ’ ων η αίτηση, την 1.9.2000.

Στην πορεία της εκτέλεσης της απόφασης μετά και την κρίση του Εφετείου, ανεφύη διαφωνία μεταξύ των μερών ως προς το ύψος του νομίμου τόκου που θα έπρεπε να φέρει η απόφαση προς εκτέλεση για ορισμένα ποσά ενόψει της τροποποίησης του άρθρου 33 του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 14/60, με τον τροποποιητικό Νόμο αρ. 81(Ι)/08, που μείωσε το ύψος του επιτοκίου από 8%, σε 5.5%, με ισχύ από 14.10.2008, ημερομηνία δημοσίευσης του τροποποιητικού Νόμου.

Οι εφεσίβλητοι ερμήνευσαν την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως επιβάλλουσα υποχρέωση σε αυτούς να καταβάλουν επί των ποσών που επιδικάσθηκαν νόμιμο τόκο 8% μέχρι τις 14.10.2008 και μετέπειτα 5.5% από 15.10.2008, μέχρι εξοφλήσεως.

Υπό το φως της διαφοράς που προέκυψε, ο εφεσείων υπέβαλε στις 4.10.2011 την υπό κρίση αίτηση με την οποία ζητήθηκε τροποποίηση της απόφασης του Εφετείου διά της συμπεριλήψεως σ’ αυτήν υπολογισμού του νομίμου τόκου στη βάση του 8% επί όλων των επιδικασθέντων ποσών μέχρι εξόφλησης και/ή την απόδοση τόκου 8% επί του ποσού των €73.811,64 από 21.2.2008 μέχρι εξόφλησης και 4% επί των ποσών των €8.220,30 και €9.847,20 από 11.3.2002 μέχρι εξόφλησης.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η αίτηση θα έπρεπε να επιτύχει όχι όμως στη βάση της Δ.25 θ.6, αλλά στη βάση της σύμφυτης δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου.

2.  Υπάρχει πάντοτε η σύμφυτη εξουσία του Δικαστηρίου να τροποποιεί τις αποφάσεις ή τα διατάγματα του ώστε να μεταφερθεί ορ[*1103]θά το μήνυμα τους ή να τα αποσαφηνίσει.

3.  Ήταν σαφές ότι με την έκδοση της απόφασης του Εφετείου, η πρωτόδικη απόφαση αντικαταστάθηκε σε ένα μεγάλο βαθμό και βεβαίως η διαφοροποίηση που είχε γίνει στην πρωτόδικη απόφαση ανέτρεχε πίσω στο χρόνο έκδοσης της. Αντικαθιστούσε δηλαδή την πρωτόδικη απόφαση ως εάν αυτή είχε εκδοθεί εξ υπαρχής κατά τον τρόπο που τη διαφοροποίησε η κρίση του Εφετείου.

4.  Ο τροποποιητικός Νόμος αρ. 81(Ι)/08, δεν εφαρμόζεται στα υπό κρίση δεδομένα εφόσον αυτός δεν έχει αναδρομική ισχύ και η πρόνοια που έγινε αφορά μόνο εκκρεμούσες αγωγές και όχι εκκρεμούσες εφέσεις επί αποφάσεων πρωτοδίκων Δικαστηρίων.

5.  Το λεκτικό είναι σαφές ως προς το ότι είναι από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της τροποποίησης μέχρι την τελική αποπληρωμή του χρέους με αναφορά σε εκκρεμούσες αγωγές που θα ισχύει ο διαφοροποιημένος τόκος προς 5.5% ετησίως. Η αγωγή που εκδικάστηκε με την ως άνω τίτλο έφεση αποπερατώθηκε  με την έκδοση της απόφασης στις 21.2.2008 και επομένως δεν ήταν εκκρεμούσα εν τη εννοία του τροποποιητικού Νόμου.

6.  Διαφορετική ερμηνεία θα απέληγε σε σαφή αδικία για τον εφεσείοντα-αιτητή εφόσον θα διαφοροποιούσε τον τόκο προς δυσμένεια του ακόμη και επί των βασικών ποσών αποζημίωσης, εάν δεν καταγραφόταν σαφώς στην απόφαση του Εφετείου ότι θα υπάρχει τόκος 8% από την 1.9.2000, όταν έγινε το δυστύχημα, μέχρι εξόφλησης.

7.  Στην ουσία, εδώ το Εφετείο δεν διόρθωσε, ούτε τροποποίησε  την απόφαση του. Απλώς προέβη σε αναλυτική καταγραφή του αυτονόητου αποτελέσματος της απόφασης του.

Η αίτηση επιτράπηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Katarina Shipping v. Ship “Poly” (1978) 1 C.L.R. 486,

Ορφανίδης ν. Μιχαηλίδη (1968) 1 C.L.R. 295,

Ντάγκλας ν. Ντάγκλας (2008) 1 Α.Α.Δ. 744,

[*1104]Oxley a.o. v. Link [1914] 2 K.B. 734,

Παύλου ν. Αδελφοί Λανίτη Δημόσια Λτδ (2011) 1 Α.Α.Δ. 532.

Αίτηση.

Στ. Ερωτοκρίτου (κα), για τον Αιτητή.

Λ. Αστραίου (κα), για τους Καθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ.

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Το Εφετείο εξέδωσε στις 14.7.2011 απόφαση με την οποία επετράπη κατά το μεγαλύτερο και ουσιαστικότερο  μέρος της, η εναντίον της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου καταχωρηθείσα έφεση. Με την πρωτόδικη απόφαση είχαν επιδικασθεί στον τότε εφεσείοντα και σημερινό αιτητή, διάφορα ποσά αποζημιώσεων συνεπεία δυστυχήματος που επεσυνέβη κατά τη διάρκεια της εργοδοσίας του με τους εφεσίβλητους, σημερινούς καθ’ ων η αίτηση, την 1.9.2000.

Ο εφεσείων είχε παραπονεθεί για τον εναντίον του επιμερισμό ευθύνης κατά 25% για το δυστύχημα, καθώς και για διάφορα ποσά που δεν δόθηκαν πρωτοδίκως, που αφορούσαν την εργοδότηση οικιακής βοηθού και το δικαίωμα του να λάβει από τους εργοδότες του ποσά εκ του Ταμείου Προνοίας.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο με απόφαση του που εκδόθηκε στις 21.2.2008 καθόρισε το ύψος των γενικών αποζημιώσεων στις €250.000, επί πλήρους ευθύνης το οποίο όμως μείωσε στις €187.500, ενόψει της απόδοσης στον εφεσείοντα συντρέχουσας ευθύνης 25%. Απέδωσε επίσης €105.000, λαμβανομένης υπόψη και της ευθύνης του εφεσείοντος, ως αποζημιώσεις για απώλειες μισθών από την ημέρα του δυστυχήματος μέχρι και την απόφαση και περαιτέρω ποσό €120.000, για μελλοντικές απώλειες απολαβών, αφαιρούμενου του ποσοστού του 25% της ευθύνης του από το ολικό καθορισθέν ποσό των €160.000 και αφαιρουμένων των υποχρεώσεων του στο Φόρο Εισοδήματος. Απέδωσε επίσης €16.263, για την αντικατάσταση ή βελτίωση του τεχνητού μέλους που χρειάσθηκε ο εφεσείων – ο αιτητής – μετά τον ακρωτηριασμό του αριστερού ποδιού από το ύψος του άνω τριτομορίου του μηριαίου [*1105]οστού, €3.135 για μελλοντικές επισκέψεις στην Αθήνα για αντικατάσταση του προσθετικού μέλους, €10.504 για αγορά αναπηρικού οχήματος και €198 για ιατρικά έξοδα. Απέδωσε επίσης 8% ετήσιο τόκο από την 1.9.2000, ημερομηνία του δυστυχήματος μέχρι την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης στις 21.2.2008 επί του ποσού των €187.500, ως γενικών  αποζημιώσεων και 4% ετησίως από 11.3.2002 μέχρι την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης επί του ποσού των €116.916, ως ειδικές αποζημιώσεις. Η απόφαση έφερε επίσης νόμιμο τόκο από την ημερομηνία έκδοσης της, μέχρι εξόφλησης.

Το Εφετείο έκρινε ότι ήταν λανθασμένη η απόφαση για επιμερισμό οποιασδήποτε ευθύνης εναντίον του εφεσείοντος, αντικαθιστώντας την πρωτόδικη απόφαση με απόφαση για το ολικό ποσό των €250.000, ως γενικές αποζημιώσεις με 8% ετησίως από 1.9.2000 μέχρι εξόφλησης, €140.000 για απώλειες μισθών από την ημέρα του δυστυχήματος μέχρι την ημέρα έκδοσης της απόφασης και €160.000 για απώλεια μελλοντικών απολαβών. Το Εφετείο δικαίωσε επίσης τον εφεσείοντα και ως προς τις άλλες αξιώσεις του, επιδικάζοντας ένα πρόσθετο ποσό €73.811,64 για την εργοδότηση οικιακής βοηθού από 1.11.2000, ως μέρος των γενικών αποζημιώσεων, όσο και δύο επί μέρους ποσά που αντιστοιχούσαν με δικαιώματα του εφεσείοντος από το Ταμείο Προνοίας των εφεσιβλήτων ως εξής: (i) €8.220,30 για τα έτη 2001-2008 και (ii) €9.847,20 για μελλοντική απώλεια.  Τα ποσά αυτά αντιστοιχούσαν με το 5.5% εισφορά των εφεσιβλήτων 1. Η εφετειακή κρίση κατέληξε ως εξής:

«Όλα τα υπόλοιπα επιδικασθέντα πρωτοδίκως ποσά μαζί με τους επιδικασθέντες τόκους, που δεν αμφισβητήθηκαν κατ΄ έφεση, καθώς και οι τόκοι επί των ποσών που διαφοροποιούνται διά της εφέσεως, παραμένουν ως έχουν.»

Στην πορεία της εκτέλεσης της απόφασης μετά και την κρίση του Εφετείου, ανεφύη διαφωνία μεταξύ των μερών ως προς το ύψος του νομίμου τόκου που θα έπρεπε να φέρει η απόφαση προς εκτέλεση για ορισμένα ποσά ενόψει της τροποποίησης του Άρθρου 33 του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 14/60, με τον τροποποιητικό Νόμο αρ. 81(Ι)/08, που μείωσε το ύψος του επιτοκίου από 8%, σε 5.5%, με ισχύ από 14.10.2008, ημερομηνία δημοσίευσης του τροποποιητικού Νόμου.  Οι εφεσίβλητοι ερμηνεύουν την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως επιβάλλουσα υποχρέωση σε αυτούς να καταβάλουν επί των ποσών που επιδικάσθηκαν νόμιμο τόκο 8% μέχρι τις 14.10.2008 και μετέπειτα 5.5% από 15.10.2008, μέχρι εξοφλήσεως.

[*1106]Υπό το φως της διαφοράς που προέκυψε, ο εφεσείων υπέβαλε στις 4.10.2011 την υπό κρίση αίτηση με την οποία «ζητείται τροποποίηση της απόφασης του Εφετείου» διά της συμπεριλήψεως σ’ αυτήν υπολογισμού του νομίμου τόκου στη βάση του 8% επί όλων των επιδικασθέντων ποσών μέχρι εξόφλησης και/ή την απόδοση τόκου 8% επί του ποσού των €73.811,64 από 21.2.2008 μέχρι εξόφλησης και 4% επί των ποσών των €8.220,30 και €9.847,20 από 11.3.2002 μέχρι εξόφλησης. Η αίτηση βασίζεται στη Δ.48 θθ 1-4, στη Δ.25 θθ 5 και 6, στο Άρθρο 33 του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 14/60 και στις συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου. Σύμφωνα με την υποστηρικτική ένορκη δήλωση, η πρωτόδικη απόφαση εκδόθηκε στις 21.2.2008, πριν την τροποποίηση του Νόμου, ενώ η πρόνοια στον τροποποιητικό Νόμο σχετικά με εκκρεμούσες αγωγές δεν τυγχάνει εφαρμογής, εφόσον  η πρωτόδικη απόφαση δεν ήταν τότε εκκρεμής υπόθεση.

Τα ίδια υποστηρίχθηκαν από την κα Ερωτοκρίτου και κατά την προφορική αγόρευση της. Βασίστηκε κατά κύριο λόγο στη δυνατότητα του Δικαστηρίου ή του Εφετείου να διορθώνει πριν την σύνταξη απόφασης ή διατάγματος, το διατακτικό μέρος τους, είτε αυτεπάγγελτα, είτε μετά από σχετική αίτηση διαδίκου, δυνάμει της Δ.25 θ.6 που αντιστοιχεί με το παλαιό O.28 r.11 των τότε Αγγλικών Θεσμών. Υπάρχει, κατά τη συνήγορο, και συμφυής εξουσία διαφοροποίησης απόφασης ώστε να καταστεί το νόημα αυτής σαφές, εναρμονίζοντας την με την απόφαση που το Δικαστήριο είχε κατά νουν να απαγγείλει. Ο νόμιμος τόκος που κατά την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης αυτομάτως επιβάλλεται δυνάμει του Άρθρου 33(2) του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 14/60, ήταν τότε 8% και επομένως η απόφαση χρήζει αποσαφήνισης επί των ποσών που διαφοροποιήθηκαν κατ’ έφεση ώστε η απόδοση τόκου να συνάδει με τον Νόμο.

Αντίθετα, τόσο με την ένσταση της, όσο και με την αγόρευση της, η κα Αστραίου θεωρεί ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις διόρθωσης της απόφασης του Εφετείου, η οποία ως τελεσίδικη δεν είναι δυνατόν να  τύχει επανανοίγματος διότι δεν υφίσταται ζήτημα λάθους ή αβλεψίας. Η εφετειακή απόφαση είναι σαφής στο ότι όλα τα ποσά που διαφοροποιήθηκαν και/ή εδόθησαν, θα φέρουν νόμιμο τόκο ως είχε αποφασίσει και το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Επομένως, η αυτόματη εφαρμογή της πρόνοιας του Άρθρου 33 του Νόμου αρ. 14/60, δεν μπορεί να έχει άλλη επίπτωση από του να επιβληθεί ο τόκος που εκεί προβλέπεται, ο οποίος μετά την τροποποίηση του, είναι μειωμένος στο 5.5%.

[*1107]Δόθηκε επαρκής χρόνος στους διαδίκους μετά την καταχώρηση της αίτησης και ένστασης αντίστοιχα, να επιλύσουν τη διαφορά τους εξωδίκως και συμβιβαστικά, χωρίς όμως επιτυχή κατάληξη.

Έχοντας εν τέλει εξετάσει με τη δέουσα προσοχή το εγερθέν ζήτημα, κρίνεται ότι η αίτηση πρέπει να επιτύχει όχι όμως στη βάση της Δ.25 θ.6, αλλά στη βάση της σύμφυτης δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου. Αυτό, διότι, όπως έχει ερμηνευθεί η Δ.25 θ.6, η διόρθωση σε απόφαση ή διάταγμα Δικαστηρίου αφορά είτε λανθασμένη αναγραφή ή τυπογραφικό λάθος («clerical mistakes»), είτε σε λάθη που προέρχονται από τυχαία παράλειψη. Η Δ.25 θ.6, εμπεριέχει τον κανόνα της απλής παράλειψης ή λάθους («slip rule») και έχει διεξοδικά αναλυθεί, μεταξύ άλλων, και στην υπόθεση Katarina Shipping v. Ship “Poly” (1978) 1 C.L.R. 486, καθώς και στην υπόθεση Ορφανίδης ν. Μιχαηλίδη (1968) 1 C.L.R. 295. Η εφαρμογή του «slip rule» σημαίνει τη δυνατότητα διόρθωσης παραλείψεων ή λαθών άνευ ουσιαστικής σημασίας αναγόμενα στην εκ παραδρομής τυπογραφική παράλειψη διατύπωσης γεγονότος κατά τη σύνταξη της απόφασης ή του διατάγματος, που φανερά δεν μεταφέρουν  ορθά είτε το λεκτικό το οποίο αποτέλεσε το σκεπτικό του Δικαστηρίου, είτε τη σημασία του. Το τελεσίδικο των δικαστικών αποφάσεων, περιλαμβανομένων και αυτών στο επίπεδο του Εφετείου, δεν αφήνει περιθώρια για διόρθωση αποφάσεων με τη συμπερίληψη διαταγών που αφορούν ουσιαστικές ρυθμίσεις και οι οποίες δεν μπορούν να ταξινομηθούν ως λάθη, (Ντάγκλας ν. Ντάγκλας (2008) 1 Α.Α.Δ. 744).

Το αντίστοιχο O.28 r.11 των τότε ισχυόντων Αγγλικών Θεσμών, έχει ερμηνευθεί κατά αυτό τον τρόπο και όπως εξηγείται στο Annual Practice 1958 σελ. 633-644, το λάθος ή η παράλειψη πρέπει να αφορά σε λάθος στην έκφραση της πρόδηλης πρόθεσης του Δικαστηρίου. Εάν η απόφαση ή διάταγμα συνταχθεί στη βάση της απόφασης, όπως αυτή έχει εκφραστεί και διατυπωθεί, δεν μπορεί να γίνει διόρθωση εφόσον δεν θεωρείται ότι υπήρχε απλή γραμματική ή λανθασμένη αναγραφή, λάθος ή παράλειψη στη διατύπωση της απόφασης ή του διατάγματος. Στην Oxley & others v. Link [1914] 2 K.B. 734, λέχθηκε ότι για να έχει εφαρμογή το «slip rule», πρέπει να διαπιστωθεί ότι ορισμένα μέλη της απόφασης είναι ορθά και ορισμένα λάθος που χρήζουν διόρθωσης. Εάν η απόφαση είναι ορθή, τότε είναι δυνατή η διόρθωση με την προσθήκη κάποιου δεδομένου εάν το λάθος οφείλεται σε παράλειψη το οποίο χρειάζεται τροποποίηση ή διόρθωση κάποιου είδους. Από αυτή την  άποψη  το λεκτικό της καταληκτικής απόφασης του Εφετείου είναι σαφέστατο και δεν αφήνει περιθώρια εφαρμογής της Δ.25 θ. 6.

[*1108]Υπάρχει όμως πάντοτε η σύμφυτη εξουσία του Δικαστηρίου να τροποποιεί τις αποφάσεις ή τα διατάγματα του ώστε να μεταφερθεί ορθά το μήνυμα τους ή να τα αποσαφηνίσει. Όπως αναφέρεται επί λέξει στη σελ. 633 του Annual Practice 1958, όπου στα πλαίσια του σχολιασμού του O. 28 r. 11, εξηγείται και η σύμφυτη εξουσία του Δικαστηρίου:

«Apart from the Rule, the Court has an inherent power to vary its own orders so as to carry out its own meaning and to make its meaning plain (Lawrie v. Lees, 7 App. Cas. Pp. 34, 35; Milson v. Carter [1893] A.C. 640; Kay v. Lovell, [1941] Ch. 420); City Housing Trust, [1942] Ch. 262. “Where an error of that kind has been committed it is always within the competency of the Court, if nothing has intervened which would render it inexpedient or inequitable to do so, to correct the record in order to bring it into harmony with the order which the Judge obviously meant to pronounce.»

Είναι σαφές ότι με την έκδοση της απόφασης του Εφετείου, η πρωτόδικη απόφαση αντικαταστάθηκε σε ένα μεγάλο βαθμό και βεβαίως η διαφοροποίηση που έχει γίνει στην πρωτόδικη απόφαση ανατρέχει πίσω στο χρόνο έκδοσης της. Αντικαθιστά δηλαδή την πρωτόδικη απόφαση ως εάν αυτή είχε εκδοθεί εξ υπαρχής κατά τον τρόπο που τη διαφοροποίησε η κρίση του Εφετείου. Επομένως, στα ποσά τα οποία προστέθηκαν προς όφελος του εφεσείοντος και τώρα αιτητή, τα οποία αφορούν την επιδίκαση των ποσών που σχετίζονται με το έξοδο της πρόσληψης οικιακής βοηθού, καθώς και εκείνα που αφορούν το Ταμείο Προνοίας, πρέπει να προστεθεί ο τόκος 8% επί του πρώτου ποσού των €73.811,64 από 21.2.2008 μέχρι εξόφλησης και επί των άλλων δύο ποσών των €8.220,30 και €9.847,20 ανάλογος τόκος ως θα αναφερθεί καταληκτικά.

Ο τροποποιητικός Νόμος αρ. 81(Ι)/08, δεν εφαρμόζεται στα υπό κρίση δεδομένα εφόσον αυτός δεν έχει αναδρομική ισχύ και η πρόνοια που έγινε αφορά μόνο εκκρεμούσες αγωγές και όχι εκκρεμούσες εφέσεις επί αποφάσεων πρωτοδίκων Δικαστηρίων. Το λεκτικό είναι σαφές ως προς το ότι είναι από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της τροποποίησης μέχρι την τελική αποπληρωμή του χρέους με αναφορά σε εκκρεμούσες αγωγές που θα ισχύει ο διαφοροποιημένος τόκος προς 5.5% ετησίως. Η αγωγή που εκδικάστηκε με την ως άνω τίτλο έφεση αποπερατώθηκε με την έκδοση της απόφασης στις 21.2.2008 και επομένως δεν ήταν εκκρεμούσα εν τη εννοία του τροποποιητικού Νόμου.

[*1109]Διαφορετική ερμηνεία θα απέληγε σε σαφή αδικία για τον εφεσείοντα-αιτητή εφόσον θα διαφοροποιούσε τον τόκο προς δυσμένεια του ακόμη και επί των βασικών ποσών αποζημίωσης, εάν δεν καταγραφόταν σαφώς στην απόφαση του Εφετείου ότι θα υπάρχει τόκος 8% από την 1.9.2000, όταν έγινε το δυστύχημα, μέχρι εξόφλησης. Όπως ορθά δε υπέδειξε η συνήγορος του αιτητή, ο τόκος επί των ποσών των αποφάσεων αυτόματα τοποθετείται επί του συνταγμένου κειμένου της απόφασης από το Πρωτοκολλητείο, εκτός εάν άλλως αποφασίσει το Δικαστήριο. Αυτή ήταν και η πρόθεση του Εφετείου, εφόσον στην κατάληξη του κατέγραψε ότι όλα τα ποσά που δεν είχαν αμφισβητηθεί κατ’ έφεση, περιλαμβανομένων των επιδικασθέντων τόκων και οι τόκοι επί των ποσών που διαφοροποιήθηκαν κατ’ έφεση, παρέμειναν ως είχαν καθορισθεί πρωτοδίκως. Αυτό συνάδει και με το λεκτικό του Άρθρου 33(2) του Νόμου το οποίο προνοεί ότι ο τόκος τίθεται επί εκάστης αποφάσεως «….. εκτός εάν άλλη πρόβλεψη εγένετο εν τη αποφάσει δυνάμει του εδαφίου (1) …..». Όπως επιβεβαιώθηκε και στην Σάββας Παύλου ν. Αδελφοί Λανίτη Δημόσια Λτδ (2011) 1 Α.Α.Δ. 532, η συμπερίληψη τόκου σε συνταχθείσα απόφαση είναι φυσιολογική απόρροια της εφαρμογής των προνοιών του Άρθρου 33(2). Ζητήθηκε σύνταξη της απόφασης του Εφετείου, αλλά το Πρωτοκολλητείο ανέπλασε απλώς το διατακτικό μέρος της απόφασης, χωρίς να προχωρήσει να επιβάλει τους απορρέοντες τόκους κατά το Άρθρο 33 του Νόμου αρ. 14/60. Όμως, η πρόβλεψη που έγινε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν βεβαίως για 8% ετησίως επί όλων των ποσών που επιδίκασε, εφόσον τότε στις 21.2.2008, αυτός ήταν ο ισχύον τόκος. Και είναι το πρωτόδικο Δικαστήριο που επιδίκασε τον τόκο και όχι το Εφετείο. Άλλωστε, δεν εφεσιβλήθηκε  οποιοδήποτε ζήτημα σε σχέση με τον τόκο.

Όπως επιβεβαιώνεται και από τα σχόλια στο Annual Practice 1958 σελ. 1661, επί του O.58 r.3, σε σχέση με τη διαδικασία επί εφέσεων που είναι «by way of rehearing»,:

«In the exercise of its power to consider changes in the law since the trial, the Court of Appeal will apply legislation, since enacted, which is sufficiently retrospective, extends to pending proceedings, or gives new remedies ...... But it cannot determine the substantive rights of the parties by applying subsequent legislation which is not retrospective.»

Στην ουσία, εδώ το Εφετείο δεν διορθώνει, ούτε τροποποιεί  την απόφαση του. Απλώς προβαίνει σε αναλυτική καταγραφή του αυτονόητου αποτελέσματος της απόφασης του.

[*1110]Υπό το φως των ανωτέρω, η αίτηση επιτυγχάνει ως η παράγραφος Α αυτής. Τα επιδικασθέντα από το Εφετείο ποσά θα φέρουν τόκο προς 8%, ως εξής:

  (i)  το ποσό των €250.000 από 1.9.2000 μέχρι εξόφλησης

 (ii)  το ποσό των €140.000 από 21.2.2008 μέχρι εξόφλησης. Νοείται ότι το ποσό αυτό, των €140.000, ως ειδικές αποζημιώσεις, θα φέρει τόκο προς 4%, από την 1.9.2000 μέχρι τις 21.2.2008.

(iii)  το ποσό των €160.000 από 21.2.2008 μέχρι εξόφλησης

(iv)  το ποσό των €73.811,64 από 1.11.2006, ημερομηνία που καθορίσθηκε από το Εφετείο ως έναρξη του δικαιώματος αυτού, μέχρι εξόφλησης.

 (v)  Το ποσό των €8.220,30 θα φέρει τόκο 8% από 21.2.2008 μέχρι εξόφλησης. Νοείται ότι το ποσό αυτό θα φέρει τόκο 4% από 11.3.202 μέχρι την ημέρα έκδοσης της απόφασης στις 21.2.2008.

(vi)  Το ποσό των €9.984,20 θα φέρει τόκο 8% από 21.2.2008 μέχρι εξόφλησης.

Τα υπόλοιπα ποσά που δεν αμφισβητήθηκαν κατ’ έφεση, ομού με τους επιδικασθέντες τόκους, θα φέρουν τόκο 8% από 21.2.2008, μέχρι εξόφλησης.

Τα έξοδα της αιτήσεως επιδικάζονται υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ’ ων, ως θα υπολογιστούν από το Πρωτοκολλητείο και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

Η αίτηση επιτρέπεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο