Κυριακίδης Κωνσταντίνος και άλλοι ν. Μερόπης Δικηγορόπουλου και άλλων (2012) 1 ΑΑΔ 1164

(2012) 1 ΑΑΔ 1164

[*1164]31 Μαΐου, 2012

[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

1. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ,

2. ΜΑΡΙΟΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ,

3. ΧΑΡΗΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ,

Εφεσείοντες-Ενάγοντες 1, 3 και 4,

v.

1.            ΜΕΡΟΠΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΠΟΥΛΟΥ,

ΚΑΙ

2.            ΑΝΔΡΟΥΛΑΣ ΧΑΤΖΗΜΙΧΑΗΛ,

   ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΩΝ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ

   ΤΗΣ ΑΠΟΒΙΩΣΑΣΗΣ ΕΛΕΝΗΣ Ι. ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ,

3.            ΕΥΑΓΓΕΛΙΑΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ,

Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 300/2008)

 

Κληρονομικό Δίκαιο ― Ο περί Διαθηκών και Διαδοχής Νόμος, Κεφ. 195 ― Άρθρο 51 του Κεφ. 195 ― Iδιoκτησία πoυ καταλoγίζεται κατά τov υπoλoγισμό μερίδας τέκvoυ ή άλλoυ κατιόvτα τoυ απoβιώσαvτoς ― Το λεκτικό του Νόμου δεν προσδιορίζει το χρόνο υπολογισμού της αξίας της περιουσίας που ο κληρονομούμενος είχε παραχωρήσει κατά τη διάρκεια της ζωής του ― Ποια η πρόθεση του Νομοθέτη με αναφορά στους ερμηνευτικούς κανόνες.

Κληρονομικό Δίκαιο ― Ο περί Διαθηκών και Διαδοχής Νόμος, Κεφ. 195 ― Το ισχύον Κυπριακό κληρονομικό δίκαιο διαπνέεται από ροπή προσδιορισμού των καθοριστικών ουσιωδών χρόνων, με αναφορά στην ημερομηνία θανάτου του κληρονομούμενου.

Ερμηνεία νόμων ― Ένας Νόμος πρέπει να ερμηνεύεται στο σύνολό του, δεν μπορεί να ερμηνεύεται με τρόπο που οδηγεί σε άδικα, παράδοξα, παράλογα ή άτοπα αποτελέσματα και ο σκοπός για τον οποίο έχει θεσπιστεί ο Νόμος αποτελεί σημαντικό παράγοντα για σκοπούς της ορθής ερμηνείας του.

[*1165]Οι εφεσείοντες αμφισβήτησαν πρωτόδικη απόφαση με την οποία αποφασίστηκε αγωγή που ήγειραν αναφορικά με τη διανομή της περιουσίας – κινητής και ακίνητης – που η αποβιώσασα μητέρα των εφεσειόντων/εναγόντων 1, 3 άφησε κατά το χρόνο του θανάτου της, με την οποία αξίωναν ενεργοποίηση των προνοιών του Άρθρου 51 του περί Διαθηκών και Διαδοχής Νόμου, Κεφ. 195, ώστε κατά τον υπολογισμό του κληρονομικού μεριδίου τους, όπως και αυτού της αδελφής τους, συνυπολογιζόταν και η αξία της ακίνητης περιουσίας που ο κάθε ένας από αυτούς έλαβε από τη μητέρα τους, ενόσω η τελευταία βρισκόταν εν ζωή.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο σε μια εκτενή ανάλυση στην πρωτόδικη απόφαση αναζήτησε ελλείψει νομοθετικής πρόνοιας, ποιος θα έπρεπε να ήταν ο χρόνος υπολογισμού της αξίας της περιουσίας που έλαβαν κατά το χρόνο που ζούσε η αποβιώσασα.

Έκρινε, ότι το σύνολο των δωρεών που έγιναν από την αποβιώσασα στα πέντε παιδιά της ενόσω αυτή ζούσε, απέβλεπαν στην αποκατάσταση ή την ουσιαστική στήριξη τους στη ζωή και συνεπώς ενέπιπταν στην έννοια του όρου «παροχή εν ζωή» (by way of advancement), του εδαφίου (α) του Άρθρου 51 του περί Διαθηκών και Διαδοχής Νόμου, Κεφ. 195.

Έκρινε δε, ότι μόνο η εφεσίβλητη 3 υπείχε υποχρέωση για συνεισφορά, το ύψος της οποίας μάλιστα καθόρισε σε Λ.Κ. 15.000 με τόκο 4% ετησίως από το 1970 μέχρι την ολοκλήρωση της διανομής. Με βάση την πρωτόδικη απόφαση, το εν λόγω ποσό θα αφαιρείτο  από το κληρονομικό της μερίδιο προς όφελος των εναγόντων.

Με την έφεση οι εφεσείοντες υποστήριξαν μεταξύ άλλων κυρίως τα εξής:

α) Το πρωτόδικο δικαστήριο, έκρινε το θέμα της συνεισφοράς κατά παραγνώριση του δικαιοδοτικού του πλαισίου και εν πλάνει περί το εφαρμοστέο δίκαιο.

β) Το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα εισήγαγε και εφάρμοσε άγνωστες αρχές δικαίου στον καθορισμό του μεριδίου των τέκνων της αποβιωσάσης στην περιουσία που άφησε κατά τον θάνατό της.

Την ορθότητα  της πρωτόδικης  κατάληξης αμφισβήτησε με πέντε λόγους αντέφεσης και η εφεσίβλητη 3. Ισχυρίστηκε ότι η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου κυρίως ότι οι προς αυτήν παροχές συνιστούσαν παροχές εν ζωή και συνεπώς αποτελούσαν αντικείμενο συ[*1166]νεισφοράς, ήταν εσφαλμένη καθότι αντιστρατευόταν τη δική του αξιολόγηση επί των αντικρουόμενων μαρτυριών.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Οι επίμαχες πρόνοιες του άρθρου 51 του Κεφ. 195 τίθενται σε λειτουργία μόνο εκεί όπου η περιουσία, κινητή ή ακίνητη, την οποία το τέκνο ή ο κατιών του κληρονομούμενου απέκτησε από τον κληρονομούμενο καθ’ οιονδήποτε χρόνο, την απέκτησε είτε ως παροχή εν ζωή, είτε δυνάμει γαμικής σύμβασης είτε ως προίκα, είτε ως δωρεά αιτία θανάτου και, ο συνυπολογισμός της εν λόγω περιουσίας δεν έχει αποκλειστεί με ειδική διάταξη στη διαθήκη του κληρονομούμενου.

2.  Στην παρούσα περίπτωση δεν υπήρχε διαθήκη, και συνεπώς θέμα αποκλεισμού του συνυπολογισμού δεν εγειρόταν.

3.  Η συγκεκριμένη κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου δεν ήταν απόρροια αυθαίρετου συλλογισμού. Αντίθετα, το πρωτόδικο δικαστήριο οδηγήθηκε στην εν λόγω κατάληξη του στη βάση των παραδεκτών γεγονότων και της αποδεκτής, ως αποτέλεσμα της αξιολόγησης, μαρτυρίας στην οποία το πρωτόδικο δικαστήριο προέβη, και στην οποία κυρίαρχη θέση κατείχε η μαρτυρία της εφεσίβλητης.

4.  Η ίδια η εφεσίβλητη 3 στην επί του προκειμένου μαρτυρία της, περιορίστηκε σε γενικούς και αόριστους ισχυρισμούς αναφορικά με τα κίνητρα που ώθησαν τη μητέρα της να προβεί στις προς αυτήν συγκεκριμένες παροχές.

5.  Με δεδομένη στην παρούσα περίπτωση την απουσία ρητής διάταξης που να αποκλείει τη συνεισφορά, το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά μεν, υπό τις περιστάσεις, έκρινε ότι τυγχάνουν εφαρμογής οι πρόνοιες του άρθρου 51 του Κεφ. 195, εσφαλμένα όμως ερμήνευσε και ακολούθως εφάρμοσε τις αρχές που διέπουν τη συνεισφορά.

6.  Το ισχύον κυπριακό κληρονομικό δίκαιο διαπνέεται από ροπή προσδιορισμού των καθοριστικών ουσιωδών χρόνων, με αναφορά στην ημερομηνία θανάτου του κληρονομούμενου. Το κληρονομικό μερίδιο ενός εκάστου κληρονόμου γεννάται με το θάνατο του κληρονομούμενου και αποκρυσταλλώνεται με αναφορά στην αξία της περιουσίας αντικείμενο της κληρονομιάς, της εν λόγω αξίας αποτιμούμενης σε χρήμα κατά το χρόνο του θανάτου του κληρο[*1167]νομούμενου.

7.  Είναι σαφές ότι για να καταστεί δυνατή η διανομή της περιουσίας, η αξία της πρέπει να αποτιμηθεί σε χρήμα. Είναι επίσης σαφές ότι αυτή η αποτίμηση θα λάβει χώρα μετά το θάνατο του κληρονομούμενου. Το «μη διαθέσιμο μέρος» της κληρονομιάς και το «τυχόν αδιάθετο μέρος της κληρονομιάς» θα αποτιμηθούν με βάση την αξία που είχε κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομούμενου.

8.  Αποτίμηση της αξίας της παροχής με βάση την ημερομηνία της παροχής και όχι με βάση την ημερομηνία του θανάτου, σημαίνει ότι για τον υπολογισμό του κληρονομικού μεριδίου θα χρησιμοποιηθούν δύο ημερομηνίες, η ημερομηνία της παροχής και η ημερομηνία του θανάτου.

9.  Σύμφωνα με τη μαρτυρία, οι αξίες της ακίνητης ιδιοκτησίας έχουν αυξηθεί σημαντικά μεταξύ της ημερομηνίας της παροχής και της ημερομηνίας του θανάτου. Αποτίμηση της κληρονομιάς με τη χρησιμοποίηση δύο ημερομηνιών θα είχε ως άμεση συνέπεια την ανισότητα στο ποσό της κληρονομιάς του κάθε ενός από τους κληρονόμους.

10.  Θα απέληγε σε πλήρη εξουδετέρωση της πρόθεσης του Νομοθέτη, η οποία, στόχευε στη διασφάλιση της αρχής της ισότητας του κληρονομικού δικαιώματος. Για τη διασφάλιση της εν λόγω ισότητας, έπρεπε να εφαρμοστεί ο αυτός χρόνος αποτίμησης της αξίας. Ο χρόνος αποτίμησης της αξίας της παροχής θα πρέπει να είναι η ημερομηνία του θανάτου του κληρονομούμενου.

11.  Αντίθετη προσέγγιση όχι μόνο θα καταστρατηγούσε και θα απέτρεπε τη σαφή πρόθεση του Νομοθέτη περί κατοχύρωσης της αρχής της ισότητας του κληρονομικού μεριδίου, αλλά ταυτόχρονα θα οδηγούσε σε άδικα αποτελέσματα τα οποία απαγορεύονται από τους ερμηνευτικούς κανόνες.

12.  Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η έφεση είχε επιτυχή κατάληξη. Στο βαθμό και την έκταση που οι λόγοι αντέφεσης 3 και 4 συνέπιπταν με τους λόγους έφεσης, επίσης επιτράπησαν, ενώ οι λόγοι αντέφεσης 1 και 2 απορρίφθησαν.

13.  Διατάχθηκε επανεκδίκαση η οποία θα περιοριζόταν αυστηρά στον υπολογισμό του ύψους της συνεισφοράς ενός εκάστου των παιδιών της αποβιωσάσης και συνακόλουθα του ύψους του κληρονο[*1168]μικού μεριδίου που ένας έκαστος από αυτούς δικαιούται επί της αδιάθετης περιουσίας της αποβιωσάσης

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα από

την περιουσία.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Cyprus Cements Company Limited v. Republic (1974) 3 C.L.R. 514,

Ξενοδοχειακές Επιχειρήσεις Πλάζα Λτδ κ.ά. ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Γερμασόγειας (1998) 3 Α.Α.Δ. 348,

Georghiades v. Republic (1969) 3 C.L.R. 396,

P. Katsaras a.o. v. Republic (1973) 3 C.L.R. 145,

Southfields Industries Ltd ν. Δήμου Λευκωσίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 59,

Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευαγόρου (2003) 2 Α.Α.Δ. 82,

Ράφτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 345,

Νικολάου ν. Ελληνικής Τράπεζας Λίμιτεδ (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2088,

F.A. Hair Design Center Ltd v. Βασιλειάδη (2006) 1 Α.Α.Δ. 578.

Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Χριστοδούλου, Π.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 12013/04), ημερομηνίας 25/6/2008.

Μ. Κυριακίδης, για τους Εφεσείοντες.

Α. Χατζημιχαήλ (κα), για τις Εφεσίβλητες 1 και 2.

Χρ. Κατσούρης, για την Εφεσίβλητη 3.

Cur. adv. vult.

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Πασχαλίδης.

ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Η διανομή της περιουσίας – κινητής και ακίνητης – που η αποβιώσασα μητέρα των εφεσειόντων/εναγόντων 1, 3 και 4, του πρώην ενάγοντα 2, ο οποίος να σημειωθεί δεν εφεσιβάλλει την πρωτόδικη απόφαση και της εφεσίβλητης 3 (εναγόμενης 3) άφησε κατά το χρόνο του θανάτου της, βρίσκεται στο επίκεντρο της διαφοράς των παιδιών της, η οποία αποτέλεσε και το αντικείμενο της αγωγής στα πλαίσια της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη με την παρούσα έφεση απόφαση.

Με την αγωγή τους οι ενάγοντες απέβλεπαν σε ενεργοποίηση των προνοιών του Άρθρου 51 του περί Διαθηκών και Διαδοχής Νόμου, Κεφ. 195*, ώστε κατά τον υπολογισμό του κληρονομικού μεριδίου τους, όπως και αυτού της αδελφής τους, συνυπολογισθεί και η αξία της ακίνητης περιουσίας που ο κάθε ένας από αυτούς έλαβε από τη μητέρα τους, ενόσω η τελευταία βρισκόταν εν ζωή.

Ένα μεγάλο μέρος των γεγονότων, το συντριπτικό θα λέγαμε μέρος, αποτέλεσε αντικείμενο παραδεκτών γεγονότων. Σύμφωνα με τα εν λόγω γεγονότα, κατά τον χρόνο του θανάτου της – 13/3/2000 – η μητέρα των διαδίκων, η οποία να σημειωθεί απεβίωσε χωρίς να αφήσει διαθήκη, ήταν ιδιοκτήτρια τόσο κινητής όσο και ακίνητης περιουσίας την οποία κληρονομούν, ως οι μόνοι κληρονόμοι της, τα πέντε παιδιά της, διάδικοι στην αγωγή. Με εξαίρεση ένα ακίνητο που εκποιήθηκε από τους διαχειριστές της περιουσίας της αποβιωσάσης μετά το θάνατο της τελευταίας, αντί του ποσού των ΛΚ 233.000, η συνολική αξία της υπόλοιπης ακίνητης περιουσίας κατά τον χρόνο του θανάτου της αποβιωσάσης ανερχόταν σε ΛΚ 243.000. Η κινητή περιουσία της αποβιωσάσης κατά το χρόνο του θανάτου της συνίστατο σε μετρητά, όπως και σε μετοχές σε διάφορες εταιρείες.

[*1170]Σύμφωνα πάντα με τα παραδεκτά γεγονότα, ενώ η μητέρα των διαδίκων ζούσε, μεταβίβασε στο κάθε ένα από τα παιδιά της συγκεκριμένη ακίνητη περιουσία. Ειδικότερα, στις 20/12/1984 μεταβίβασε στον εφεσείοντα 1 (ενάγοντα 1) ακίνητη περιουσία αξίας τότε Λ.Κ. 46.000, ενώ στις 12/7/1980 μεταβίβασε στον ενάγοντα 2 ακίνητη περιουσία αξίας τότε ΛΚ 26.500. Την ίδια μέρα μεταβίβασε στους εφεσείοντες 2 και 3 (ενάγοντες 3 και 4) ακίνητη περιουσία αξίας τότε Λ.Κ. 24.000.

Στην εφεσίβλητη 3 η αποβιώσασα μεταβίβασε στις 31/12/1967 ακίνητη περιουσία αξίας τότε ΛΚ 15.000, ενώ τρία χρόνια αργότερα, και συγκεκριμένα στις 19/2/1970, η αποβιώσασα μεταβίβασε στην εφεσίβλητη 3 και άλλη ακίνητη περιουσία αξίας τότε Λ.Κ. 25.000, ανεβάζοντας έτσι τη συνολική τότε αξία της ακίνητης περιουσίας που μεταβιβάστηκε στην εφεσίβλητη 3 σε Λ.Κ. 40.000. Σ’ αυτό το στάδιο θα πρέπει να λεχθεί ότι όλες οι εν ζωή δωρεές έγιναν ενώ τα παιδιά της αποβιωσάσης ήταν σε νεαρή ηλικία. Ειδικότερα η εφεσίβλητη 3 κατά το χρόνο της πρώτης δωρεάς ήταν 17 ετών.

Ως αποτέλεσμα των παραδεκτών γεγονότων, τα επίδικα θέματα, με κοινή δήλωση των ευπαίδευτων συνηγόρων των εμπλεκόμενων πλευρών, περιορίστηκαν σημαντικά και ειδικότερα περιορίστηκαν στα πιο κάτω:

(α) Την αξία κατά το χρόνο του θανάτου της αποβιώσασας μητέρας των διαδίκων της ακίνητης περιουσίας που ένας έκαστος από αυτούς πήρε ενόσω η μητέρα τους ζούσε.

(β) Κατά πόσο η οποιαδήποτε περιουσία δόθηκε στην εφεσίβλητη 3 από τη μητέρα της ενόσω η τελευταία ζούσε, η αξία της οποίας υπερέβαινε, σύμφωνα με τα παραδεκτά γεγονότα, εκείνης που πήραν οι ενάγοντες, δόθηκε στην εφεσίβλητη 3 ως αποτέλεσμα φροντίδας που αυτή παρείχε στη μητέρα της.

(γ) Κατά πόσο σε περίπτωση που κριθεί ότι τυγχάνουν εφαρμογής οι πρόνοιες του Άρθρου 51 του Κεφ. 195, ο ουσιώδης χρόνος για την εκτίμηση της αξίας της περιουσίας που κάθε ένας από τους διαδίκους πήρε από τη μητέρα του ενόσω αυτή ζούσε, είναι ο χρόνος της δωρεάς ή ο χρόνος του θανάτου της μητέρας τους.

Η θέση την οποία η εφεσίβλητη 3 πρόβαλε πρωτόδικα και προώθησε κατά την ακροαματική διαδικασία, ήταν ότι δεν υποχρεού[*1171]ται σε συνεισφορά γιατί η ακίνητη περιουσία που πήρε από τη μητέρα της, της δόθηκε ως αντάλλαγμα της φροντίδας που αυτή παρείχε ή που συμφώνησε να παράσχει στη μητέρα της.

Την πιο πάνω θέση απέρριψαν οι ενάγοντες για λογαριασμό των οποίων κατέθεσε κατά την πρωτόδικη διαδικασία, ο εφεσείων 2. Ο τελευταίος συμφώνησε όμως ότι δεν ήταν στις προθέσεις της μητέρας τους να ευνοήσει κάποιο από τα παιδιά της σε βάρος των άλλων και εξέφρασε την άποψη ότι ο λόγος που ευνόησε περισσότερο την εφεσίβλητη 3 ήταν γιατί ανέμενε φροντίδα από την τελευταία, κάτι όμως που ποτέ δεν έγινε.

Τέλος, θα πρέπει να λεχθεί ότι κατά την πρωτόδικη διαδικασία οι δύο διαχειρίστριες της περιουσίας της αποβιωσάσης – εφεσίβλητες 1 και 2 – τήρησαν αυστηρή ουδετερότητα, στο πλαίσιο της οποίας απέφυγαν να αντεξετάσουν είτε τους μάρτυρες των εναγόντων είτε την εφεσίβλητη 3.  Την ίδια αυστηρή ουδετερότητα τήρησαν και κατά την ακρόαση της έφεσης περιοριζόμενες να εκφράσουν την ετοιμότητά τους να συμμορφωθούν με τις οποιεσδήποτε οδηγίες του Δικαστηρίου ήθελαν δοθεί.

Το πρωτόδικο δικαστήριο, θεωρώντας ότι οι λόγοι που ώθησαν τη μητέρα των διαδίκων να ευνοήσει την εφεσίβλητη 3 περισσότερο από ότι τα άλλα παιδιά της, ανάγονται σε αντιλήψεις που είχαν σχέση με το φύλο της εφεσίβλητης 3 και δεν συνδέθηκαν με οποιαδήποτε ανταλλάγματα, απέρριψε τη θέση της τελευταίας ότι δεν υποχρεούται σε συνεισφορά.

Ακολούθως, και αφού θεωρώντας ότι το σύνολο των δωρεών που έγιναν από την αποβιώσασα στα πέντε παιδιά της ενόσω αυτή ζούσε, απέβλεπαν στην αποκατάσταση ή την ουσιαστική στήριξη τους στη ζωή και συνεπώς εμπίπτουν στην έννοια του όρου «παροχή εν ζωή» (by way of advancement), του εδαφίου (α) του Άρθρου 51 του περί Διαθηκών και Διαδοχής Νόμου, Κεφ. 195, έκρινε ότι μόνο η εφεσίβλητη 3 υπέχει υποχρέωση για συνεισφορά, το ύψος της οποίας μάλιστα καθόρισε σε Λ.Κ. 15.000 με τόκο 4% ετησίως από το 1970 μέχρι την ολοκλήρωση της διανομής. Αναφορικά με τα έξοδα, το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε όπως η κάθε πλευρά επωμισθεί τα δικά της έξοδα.

Παραθέτουμε το σκεπτικό με βάση το οποίο το πρωτόδικο δικαστήριο οδηγήθηκε στην αμφισβητούμενη τόσο από τους εφεσείοντες όσο και από την εφεσίβλητη 3 με αντέφεση, κατάληξή του:

[*1172]“Το Άρθρο 51, σε αντίθεση με τον Ελληνικό Αστικό Κώδικα (Άρθρο 1899) και τον Αγγλικό Νόμο Περί Διαχειρίσεως Περιουσιών του 1925 (Άρθρο 47(1)(iii)), δεν προνοεί για το χρόνο που λαμβάνεται υπόψη για προσδιορισμό της αξίας της παροχής, ούτε υπάρχει κυπριακή αυθεντία επί του θέματος. Ό,τι τέθηκε υπόψη του Δικαστηρίου είναι μια πρωτόδικη απόφαση στην υπόθεση Enver (ανωτέρω), με την οποία κρίθηκε ότι η αξία της παροχής προσδιορίζεται με βάση το χρόνο που δόθηκε. Τα ιστορικά στοιχεία που περιέχονται στην εν λόγω απόφαση είναι ενδιαφέροντα αλλά, σ’ ότι αφορά το υπό εξέταση θέμα, είναι αρκετό να ανιχνευθεί η πρόθεση του νομοθέτη, να εκτιμηθούν οι λύσεις που δόθηκαν επί του θέματος τόσο από τον Έλληνα όσο και από τον Άγγλο Νομοθέτη και, τέλος, να αποδοθεί, όσο είναι δυνατό, δικαιοσύνη στη βάση των περιστατικών της υπόθεσης.

Η πρόθεση του Νομοθέτη είναι προφανής. Με το θεσμό της συνεισφοράς ο Νομοθέτης αποβλέπει στην κατοχύρωση της αρχής της ισότητας του κληρονομικού δικαιώματος των κατιόντων, ξεκινώντας «… από – τη δικαιολογημένη – σκέψη, ότι ο ανιών έχει την ίδια αγάπη και στοργή για όλους τους κατιόντες του, γι΄αυτό και καθιερώνει σαν αρχή την ισότητα του κληρονομικού δικαιώματος των κατιόντων (βλ. σύγγραμμα «Κληρονομικό Δίκαιο», του καθηγητή Σπυριδάκη, έκδοση 1980, σελ. 192).  Η ίδια πρόθεση αναγνωρίζεται και από το Αγγλοσαξωνικό Δίκαιο (βλ. το σύγγραμμα Williams on Executors and Administrators, 14η έκδοση, σελ. 894, υπό τον τίτλο «Hotchpot).

Η λύση που έδωσε επί του θέματος το Ηπειρωτικό Δίκαιο είναι απλή και ξεκάθαρη. Για σκοπούς συνεισφοράς, η αξία της παροχής προσδιορίζεται (σε χρήμα) με βάση το χρόνο που έγινε (αρ. 1899 Α.Κ.).  Όσον αφορά την Αγγλία, το Άρθρο 47(1)(iii) του περί Διαχειρίσεως Περιουσιών Νόμου του 1925 (βλ. Halsbury’s Statutes of England, 3η έκδοση, V.13, σελ. 77), προνοεί ότι η αξία της παροχής υπολογίζεται κατά το χρόνο του θανάτου του αποβιώσαντος. Μάλιστα στην Αγγλία αναγνωρίζεται γενικός κανόνας ότι η εν λόγω παροχή φέρει και τόκο προς 4% ετησίως μέχρι τη διενέργεια της διανομής (βλ. το ίδιο σύγγραμμα σελ. 79, καθώς επίσης και το πιο πάνω σύγγραμμα του Williams, σελ. 884 (παρ. 1386) και 895 (παρ. 1402).

Οι νομοθετικές λύσεις που δόθηκαν τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Αγγλία δεν είναι δεσμευτικές για τα Κυπριακά Δικαστήρια, γιατί ο Κύπριος Νομοθέτης δεν μερίμνησε να ρυθμίσει νο[*1173]μοθετικά το πρόβλημα. Το άφησε να αποφασίζεται από τα Δικαστήρια στη βάση των περιστατικών της υπόθεσης και, επομένως, οι αναφερθείσες λύσεις μόνο υποβοηθητικές θα μπορούσαν να ήταν.

Το πρώτιστο που θα πρέπει να ληφθεί υπόψη είναι η πρόθεση του Νομοθέτη, δηλαδή η εφαρμογή στην πράξη της αρχής της ισότητας του κληρονομικού δικαιώματος. Χωρίς να παραγνωρίζονται τα υπέρ και τα κατά των δύο αναφερθέντων λύσεων, έχω την άποψη ότι η λύση που υιοθέτησε το Ηπειρωτικό Δίκαιο, με διορθωτικές όμως παρεμβάσεις όπου αυτό απαιτείται από τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης, είναι πιο κοντά στην αρχή της ισότητας του κληρονομικού δικαιώματος. Η λύση αυτή, πέραν της βεβαιότητας που εισάγει σ’ ότι αφορά τον υπολογισμό των κληρονομικών μεριδίων, αποτρέπει και αδικίες που καμιά αρχή δικαίου δεν θα δικαιολογούσε. Προς τούτο είναι αρκετό να δώσω δύο παραδείγματα. Το πρώτο, το 1970 ένας πατέρας δωρίζει στη θυγατέρα του ένα γεωργικό κλήρο – ας πούμε στο Παραλίμνι – αξίας £10.000 και κατά τον ίδιο χρόνο δωρίζει στο γιό του ένα χέρσο χωράφι στον Πρωταρά αξίας £1.000. Με τις αλλαγές που ακολουθούν λόγω της τουριστικής ανάπτυξης, το παραθαλάσσιο κτήμα του γιού αξίζει το 2000 – χρόνο που αποβιώνει ο πατέρας - £100.000 ενώ ο γεωργικός κλήρος της θυγατέρας £50.000. Υιοθέτηση της λύσης που υιοθετήθηκε στην Αγγλία θα είχε σαν αποτέλεσμα να κληθεί ο γιος σε συνεισφορά, παρόλο που κατά το χρόνο που έγιναν οι παροχές ευνοήθηκε η θυγατέρα. Κάτι τέτοιο, κατά την άποψή μου, δεν θα το δικαιολογούσε καμιά αρχή δικαίου. Το δεύτερο παράδειγμα – κι αυτό δανεισμένο από την πραγματικότητα – τι θα συμβεί αν το τέκνο που έτυχε το 1970 δωρεάς ενός ακινήτου αξίας, τότε, £10.000 το πώλησε; Θα κληθεί σε συνεισφορά το 2000 με βάση την αξία που θα είχε τότε το κτήμα αν δεν το πωλούσε; Όπως είναι αντιληπτό θα μπορούσαν να δοθούν και άλλα πολλά παραδείγματα αλλά περιορίζομαι μόνο σ’ αυτά τα δύο. Καταλήγω, επομένως, ότι ως χρόνος προσδιορισμού της αξίας της παροχής θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ο χρόνος που δόθηκε η παροχή. Σημειώθηκε, όμως, ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να προβαίνει σε διορθωτικές παρεμβάσεις όπου αυτό δικαιολογείται από τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης.

Το ιδιαίτερο περιστατικό που εντοπίζεται στην παρούσα υπόθεση είναι ότι οι παροχές προς τους ενάγοντες αφορούσαν οικόπεδα ίδιας, περίπου, αξίας και το γεγονός ότι ο ενάγοντας 1 παρουσιάζεται να πήρε οικόπεδα μεγαλύτερης αξίας οφείλεται [*1174]στο ότι οι παροχές δόθηκαν σε διαφορετικούς χρόνους. Επομένως, για τους σκοπούς της παρούσας θα ήταν ορθό και δίκαιο να θεωρηθεί ότι όλοι ο ενάγοντες έλαβαν ακίνητα αξίας, περίπου  £25.000 έκαστος. Όπως δε είναι παραδεκτό, η αξία των παροχών προς την εναγόμενη 3, κατά το χρόνο που δόθηκαν, ήταν της τάξης των £40.000. Τα δύο αυτά ποσά προδιαγράφουν, τελικά, και το αποτέλεσμα: Υποχρέωση σε συνεισφορά έχει μόνο η εναγόμενη 3, με τη συνεισφορά της να περιορίζεται στη διαφορά των δύο ποσών, δηλαδή στις £15.000. Κρίνω, όμως, ότι υπό τα περιστατικά της υπόθεσης, η αρχή της ισότητας του κληρονομικού δικαιώματος επιβάλλει όπως το εν λόγω ποσό φέρει τόκο προς 4% ετησίως από το 1970 μέχρις ότου γίνει η διανομή. Κι’ αυτό για να αρθούν, όσο είναι δυνατό, οι οποιεσδήποτε ανισότητες λόγω του χρόνου κατά τον οποίο έγιναν οι παροχές.

Για όλα τα πιο πάνω η αγωγή επιτυγχάνει μερικώς και εκδίδεται διάταγμα όπως κατά τον υπολογισμό του κληρονομικού μεριδίου της εναγόμενης 3 συνυπολογισθεί ποσό £15.000 που έλαβε, όπως πιο πάνω, με τόκο 4% ετησίως από το 1970 μέχρις ότου γίνει η διανομή.

Το εν λόγω ποσό να αφαιρεθεί από το κληρονομικό της μερίδιο προς όφελος των εναγόντων.

Σ’ ότι αφορά τα έξοδα, θέμα που ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, έχοντας υπόψη τη φύση της υπόθεσης και το ότι η αγωγή πετυγχάνει μερικώς, κρίνω ότι θα’ ταν ορθό και δίκαιο να μην επιδικασθούν έξοδα προς όφελος οποιασδήποτε πλευράς. Κάθε πλευρά να επωμισθεί τα δικά της έξοδα.”

Οι εφεσείοντες αμφισβητούν την ορθότητα του πιο πάνω σκεπτικού και συνακόλουθα την ορθότητα της κατάληξης στην οποία το πρωτόδικο δικαστήριο οδηγήθηκε στη βάση του εν λόγω σκεπτικού με πέντε λόγους έφεσης, τους οποίους και παραθέτουμε:

“(1) Το πρωτόδικο δικαστήριο, έκρινε το θέμα της συνεισφοράς κατά παραγνώριση του δικαιοδοτικού του πλαισίου και εν πλάνει περί το εφαρμοστέο δίκαιο.

  (2) Το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα εισήγαγε και εφάρμοσε άγνωστες αρχές δικαίου στον καθορισμό του μεριδίου των τέκνων της αποβιωσάσης στην περιουσία που άφησε κατά τον θάνατό της.

[*1175]  (3)            Το πρωτόδικο δικαστήριο παρερμήνευσε την έννοια της «συνεισφοράς» που προβλέπεται στο Άρθρο 51 του κεφ. 195 και υπό το κράτος πλάνης περί τον Νόμο εξέδωσε το εφεσιβαλλόμενο διάταγμα «όπως κατά τον υπολογισμό του κληρονομικού μεριδίου της εναγόμενης 3 (εφεσίβλητης 3) συνυπολογισθεί ποσό £15.000 που έλαβε όπως πιο πάνω, με τόκο 4% ετησίως από το 1970 μέχρις ότου γίνει η διανομή» και «το εν λόγω ποσό να αφαιρεθεί από το κληρονομικό της μερίδιο προς όφελος των εναγόντων (εφεσειόντων)».

  (4) Η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η εναγόμενη 3 (εφεσίβλητη 3) είχε μερίδιο επί της περιουσίας την οποία άφησε η αποβιώσασα κατά τον θάνατό της και ότι από αυτό θα πρέπει να αφαιρεθεί προς όφελος των εναγόντων (εφεσειόντων) το ποσό των £15.000 με τόκο 4% ετησίως από το 1970 μέχρις ότου γίνει η διανομή, είναι εσφαλμένη.

  (5) Η απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι «υποχρέωση σε συνεισφορά έχει μόνο η Εναγόμενη 3 με τη συνεισφορά της να περιορίζεται στη διαφορά των £40.000 αξία των παροχών προς την Εναγόμενη 3 και των £25.000 αξία των παροχών προς ένα έκαστο των Εναγόντων σε τιμές χρόνου παροχής μετά τόκου 4% ετησίως από το 1970 μέχρις ότου γίνει η διανομή και το εν λόγω ποσό των £15.000 να αφαιρεθεί από το κληρονομικό της μερίδιο προς όφελος των Εναγόντων», στηρίζεται σε αυθαίρετους υπολογισμούς και πλασματική αιτιολογία.”

Κοινό παρονομαστή των πέντε λόγων έφεσης συνιστά η θέση ότι, ενώ ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι στην ενώπιον του υπόθεση τύγχαναν εφαρμογής οι πρόνοιες του Άρθρου 51 του Κεφ. 195, εσφαλμένα ερμήνευσε και στη συνέχεια εφάρμοσε τις εν λόγω πρόνοιες στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης. Συγκεκριμένα, το πρωτόδικο δικαστήριο «έκρινε», σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συνήγορο των εφεσειόντων, «το θέμα του συνυπολογισμού της αξίας των παροχών της αποβιωσάσης στα τέκνα της εν ζωή, κατά τον προσδιορισμό του μεριδίου της επί της περιουσίας που άφησε κατά το θάνατο της, παρερμηνεύοντας τις πρόνοιες του Άρθρου 51 του Κεφ. 195, παραγνωρίζοντας τις εφαρμοστέες Αρχές της Επιείκειας και εισάγοντας ανύπαρκτες Αρχές Δικαίου, καταλήγοντας σε απόφαση στα μέτρα των δικών του αντιλήψεων περί δικαίου, αλλά έξω από το δίκαιο που οριοθετεί ο Νόμος και οι εφαρμοστέες Αρχές Δικαίου». Παραθέτουμε τους άξονες γύρω από τους οποίους περιστρέφεται η [*1176]συγκεκριμένη θέση των εφεσειόντων, όπως αυτοί καταγράφονται στο περίγραμμα του ευπαίδευτου συνηγόρου τους και υιοθετήθηκαν κατά την ακρόαση της έφεσης.

“(α) Υποχρέωση σε συνεισφορά σύμφωνα με το αρ. 51 του Κεφ. 195, έχουν όλοι οι κληρονόμοι και όχι μόνο η Εφεσίβλητη 3 – Εναγόμενη 3.

  (β) Η έννοια της συνεισφοράς κατ’ αρ. 51 του Κεφ. 195, συνίσταται στην προσθήκη της αξίας της περιουσίας που πήρε ο κάθε κληρονόμος εν ζωή της κληρονομούμενης στην περιουσία που άφησε κατά το θάνατο της, την διαίρεση του αθροίσματος δια του αριθμού των τέκνων και εν συνεχεία την αφαίρεση από το ποσό που αντιστοιχεί στο κάθε τέκνο, της αξίας της περιουσίας που πήρε εν ζωή της κληρονομούμενης. Το υπόλοιπο συνίσταται στο ποσό που δικαιούνται επί της περιουσίας που άφησε η κληρονομούμενη κατά το θάνατο της και αποτελεί το κληρονομικό του μερίδιο.

  (γ)             Αντί αυτού του υπολογισμού το Πρωτόδικο Δικαστήριο, εσφαλμένα θεώρησε ότι το κληρονομικό μερίδιο της Εφεσίβλητης 3 – Εναγόμενης 3 επί της περιουσίας της αποβιωσάσης συνίστατο στο 1/5 της αξίας της περιουσίας που άφησε κατά το θάνατο της και επίσης, εσφαλμένα θεωρεί συνεισφορά την αφαίρεση από αυτό του ποσού των £15.000 και τόκων.

  (δ) Αντί το Πρωτόδικο Δικαστήριο για σκοπούς συνεισφοράς να υπολογίσει την αξία της περιουσίας που έλαβε η Εφεσίβλητη 3 – Εναγόμενη 3 από την κληρονομούμενη εν ζωή της όπως ρητά προβλέπει το αρ. 51 του Κεφ. 195, κατάληξε, με δικούς του υπολογισμούς και χωρίς νομοθετικό έρεισμα στο ποσό των £15.000 με τόκο 4% από το 1970 μέχρι τη διανομή.

  (ε)             Κρίνει δίκαιο και ορθό να θεωρηθεί ότι όλοι οι Ενάγοντες έλαβαν ακίνητα ίσης αξίας περίπου £25.000 έκαστος, υπολογίζοντας την αξία των ακινήτων που πήρε ο Ενάγων 1, σε χρόνο διαφορετικό της παροχής (σελ. 14 της απόφασης) χωρίς νομοθετικό έρεισμα και εκτός των Αρχών της Επιείκειας που διέπουν το θέμα. Η εκτίμηση των ακινήτων των παροχών των ακινήτων που άφησε κατά το θάνατο της η αποβιώσασα θα έπρεπε να γίνει σε αξία κατά το χρόνο του θανάτου.

[*1177] (στ)           Η διαφορά των δύο ποσών, δηλαδή μεταξύ του ποσού των £40.000 και £25.000 (σελ. 14 της απόφασης) δεν αντιπροσωπεύει αξία περιουσίας που παραχωρήθηκε στην Εφεσίβλητη 3 – Εναγόμενη 3 και συνεπώς δεν μπορεί να αποτελεί αξία υποκείμενη σε συνεισφορά.

  (ζ)             Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, θεμελιώνει την υποχρέωση της Εφεσίβλητης 3 – Εναγόμενης 3 σε συνεισφορά, στη διαφορά μεταξύ των ποσών £40.000 και £25.000 δηλαδή £15.000 χωρίς λογικά να μπορεί να τεκμηριωθεί η θεμελίωση, αφού η έννοια της συνεισφοράς κατ’ αρ. 51 του Κεφ. 195 δεν συνίσταται στην αξία των παροχών εν ζωή. Η διαφορά αυτή καθόλου δεν προδιαγράφει κατά νόμο υποχρέωση της σε συνεισφορά.

  (η) Δεν υπάρχει νομοθετικό ή λογικό έρεισμα στην απόφαση όπως το ποσό της συνεισφοράς ενός τέκνου, διανεμηθεί μεταξύ των υπολοίπων.”

Την ορθότητα του πιο πάνω σκεπτικού και συνακόλουθα την ορθότητα της κατάληξης στην οποία το πρωτόδικο δικαστήριο οδηγήθηκε, αμφισβητεί με πέντε λόγους αντέφεσης και η εφεσίβλητη 3. Τους παραθέτουμε:

“1)  Το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε σε ευρήματα τα οποία δεν στηρίζονται καθόλου και/ή επαρκώς στην προσαχθείσα μαρτυρία και εσφαλμένα απεδέχθη και/ή έλαβε υπόψη μαρτυρία που δεν αναφέρεται στα δικόγραφα και/ή εσφαλμένα απεδέχθη και/ή αξιολόγησε μαρτυρία που δεν ήταν κατά νόμο αποδεκτή και/ή παραδεκτή.

  2) Το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα έδωσε και/ή επιδίκασε θεραπείες και/ή αξιώσεις που δεν αξιώνοντο και/ή δεν εθεμελιούντο στα δικόγραφα και/ή προέβη σε αυθαίρετους υπολογισμούς και καθορισμούς ποσών που δεν εβασίζοντο σε δικόγραφα και/ή μαρτυρία και/ή επαρκή μαρτυρία.

  3) Το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα ερμήνευσε το νόημα και το πνεύμα του Άρθρου 51 του Κεφ. 195 και εσφαλμένα ερμήνευσε και αξιολόγησε τη σχετική με το άρθρο αυτό προσαχθείσα μαρτυρία.

  4) Το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα και/ή αυθαίρετα επεδίκασε θεραπεία προς όφελος του εναγόμενου 1 (εφεσίβλη[*1178]του 1) που σύμφωνα με την προσαχθείσα μαρτυρία έλαβε παροχή μεγαλύτερης αξίας από αυτήν της εναγόμενης 3.

  5) Το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα άσκησε τη διακριτική του εξουσία όσον αφορά το θέμα της επιδίκασης εξόδων.”

Ένας από τους βασικούς άξονες γύρω από τους οποίους περιστρέφεται η επιχειρηματολογία του ευπαίδευτου συνηγόρου της εφεσίβλητης 3, συνιστά η θέση ότι, ενώ το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά έκρινε την εφεσίβλητη 3 αξιόπιστη και δέχθηκε τη μαρτυρία της, στη συνέχεια «εσφαλμένα και πλήρως αδικαιολόγητα δεν αποδέχεται τον ισχυρισμό της ότι η μεγαλύτερη παροχή προς αυτήν εγένετο υπό συνθήκες που δεν δημιουργούσαν υποχρέωση συνεισφοράς».

Ένας άλλος εξίσου βασικός άξονας γύρω από τον οποίο περιστρέφεται η επιχειρηματολογία του ευπαίδευτου συνήγορου της εφεσίβλητης 3, συνιστά η θέση ότι, από τη στιγμή που οι αξίες των ακινήτων, αντικείμενο των παροχών, δεν δικογραφούντο από τους εφεσείοντες και οι τελευταίοι δεν αξίωναν συγκεκριμένα ποσά προς συνυπολογισμό, το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα αποδέχθηκε μαρτυρία – τη μαρτυρία του εμπειρογνώμονα των εφεσειόντων – αναφορικά με τις εν λόγω αξίες και πολύ περισσότερο, εσφαλμένα ενεπλάκη σε διαδικασία υπολογισμού ποσών συνεισφοράς και μάλιστα αφού αυθαίρετα και ενάντια στην υπάρχουσα κοινά αποδεκτή μαρτυρία προέβη σε αναπροσαρμογή της αξίας των ακινήτων, αντικείμενο των παροχών και ιδιαίτερα της αξίας των ακινήτων που δόθηκαν στον εφεσείοντα 1 (ενάγοντα 1), επιδίκασε στους ενάγοντες ποσό συνεισφοράς, σε βάρος της εφεσίβλητης 3.

Τέλος, είναι η θέση της εφεσίβλητης 3 ότι, λαμβανομένων υπόψη όλων των σχετικών με το θέμα παραγόντων και ιδιαίτερα των ειδικών συνθηκών και περιστατικών της υπόθεσης, η σχετική με το θέμα των εξόδων διακριτική εξουσία του δικαστηρίου θα έπρεπε να είχε ασκηθεί υπέρ της καταβολής των εξόδων αμφότερων των πλευρών, από την περιουσία της αποβιωσάσης.

Έχουμε ήδη παραθέσει πιο πάνω τις επίμαχες πρόνοιες του Άρθρου 51 του Κεφ. 195. Εκείνο που προκύπτει από τις εν λόγω πρόνοιες, είναι ότι ο προβλεπόμενος από αυτές μηχανισμός συνεισφοράς τίθεται σε λειτουργία μόνο εκεί όπου η περιουσία, κινητή ή ακίνητη, την οποία το τέκνο ή ο κατιών του κληρονομούμενου απέκτησε από τον κληρονομούμενο καθ’ οιονδήποτε χρόνο, την απέκτησε είτε ως παροχή εν ζωή, είτε δυνάμει γαμικής σύμβασης είτε ως προίκα, είτε ως δωρεά αιτία θανάτου και, ο συνυπο[*1179]λογισμός της εν λόγω περιουσίας δεν έχει αποκλειστεί με ειδική διάταξη στη διαθήκη του κληρονομούμενου.

Στην παρούσα περίπτωση δεν υπάρχει διαθήκη, και συνεπώς θέμα αποκλεισμού του συνυπολογισμού δεν εγείρεται, ενώ η θέση της εφεσίβλητης 3 ότι η περιουσία που απέκτησε από τη μητέρα της ενόσω η τελευταία ζούσε, δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο συνεισφοράς, έχει απορριφθεί από το δικαστήριο. Η εφεσίβλητη 3 βέβαια, ισχυρίζεται ότι η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι οι προς αυτήν παροχές συνιστούσαν παροχές εν ζωή και συνεπώς αποτελούσαν αντικείμενο συνεισφοράς, είναι εσφαλμένη καθότι αντιστρατεύεται τη δική του αξιολόγηση επί των αντικρουόμενων μαρτυριών. (Λόγος αντέφεσης 3). Διεξήλθαμε προσεκτικά τη μαρτυρία και ιδιαίτερα τη μαρτυρία της εφεσίβλητης 3. Είναι η διαπίστωση μας ότι η συγκεκριμένη κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου δεν είναι απόρροια αυθαίρετου συλλογισμού. Αντίθετα, το πρωτόδικο δικαστήριο οδηγήθηκε στην εν λόγω κατάληξη του στη βάση των παραδεκτών γεγονότων και της αποδεκτής, ως αποτέλεσμα της αξιολόγησης, μαρτυρίας στην οποία το πρωτόδικο δικαστήριο προέβη, και στην οποία κυρίαρχη θέση κατέχει η μαρτυρία της εφεσίβλητης 3. Είναι πιστεύουμε αρκετό να επισημάνουμε το γεγονός ότι και η ίδια η εφεσίβλητη 3 στην επί του προκειμένου μαρτυρία της, περιορίστηκε σε γενικούς και αόριστους ισχυρισμούς αναφορικά με τα κίνητρα που ώθησαν τη μητέρα της να προβεί στις προς αυτήν συγκεκριμένες παροχές, όπως π.χ. «σου τα δίνω για να είσαι κοντά μου» και «είσαι κόρη μου, τις κόρες ευνοούμεν τες». Στην αντεξέταση μάλιστα, δέχθηκε ότι η περιουσία που της δόθηκε δεν της δόθηκε έναντι οποιουδήποτε ανταλλάγματος ή στη βάση οποιασδήποτε συμφωνίας με τη μητέρα της. Επομένως, ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στη βάση του ενώπιον του αποδεκτού υλικού, ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι προϋποθέσεις για ενεργοποίηση των προνοιών του Άρθρου 51 του Κεφ. 195.

Το πρώτο ερώτημα που εγείρεται αφορά το κατά πόσο η διάχυτη στους λόγους έφεσης και στη συντριπτική πλειοψηφία των λόγων αντέφεσης, θέση ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα ερμήνευσε και ακολούθως εφάρμοσε τις αρχές της συνεισφοράς στη συγκεκριμένη περίπτωση, είναι ορθή. Επειδή το συγκεκριμένο ζήτημα είναι άρρηκτα συνυφασμένο με το δεύτερο ερώτημα που εγείρεται, αυτό του κατά πόσο ο ουσιώδης χρόνος για σκοπούς εκτίμησης της αξίας της περιουσίας που δόθηκε στους εφεσείοντες και στην εφεσίβλητη 3 από τη μητέρα τους, ενόσω η τελευταία ζούσε, είναι ο χρόνος του θανάτου της μητέρας, ως είναι η θέση των [*1180]εφεσειόντων, ή όπως πρωτόδικα αποφασίστηκε, ο χρόνος της δωρεάς, ως είναι και η θέση της εφεσίβλητης 3, τα δύο ζητήματα θα εξεταστούν μαζί.

Με αφετηρία το δεδομένο ότι ο ανιών είχε την ίδια αγάπη και στοργή για όλους τους κατιόντες του, ο νομοθέτης, με τη θέσπιση των επίμαχων προνοιών, στοχεύει, όπως πολύ ορθά και το πρωτόδικο δικαστήριο, στην παρούσα περίπτωση, επισημαίνει, στην κατοχύρωση της αρχής της ισότητας του κληρονομικού δικαιώματος. Η προκύπτουσα όμως ως αποτέλεσμα της εφαρμογής της συνεισφοράς ανακατανομή της περιουσίας, δεν στοχεύει στην εκ των υστέρων επίτευξη ισότητας μεταξύ των κατιόντων. Στόχος δηλαδή της ανακατανομής που η εφαρμογή της συνεισφοράς συνεπάγεται, δεν είναι να θέσει τον κατιόντα που κατά τη διάρκεια της ζωής του κληρονομούμενου έλαβε περιουσία χαμηλότερης αξίας από αυτή που άλλος κατιόντας έλαβε από τον κληρονομούμενο, σε ίση μοίρα με τον άλλο που πήρε περισσότερα, αλλά να εμποδίσει τους κατιόντες που έλαβαν περιουσία μεγαλύτερης αξίας από του να λάβουν ίσο μερίδιο με το λιγότερο ευεργετηθέντα κατιόντα. Με άλλα λόγια, η συνεισφορά αποβλέπει στην ανακατανομή των κληρονομικών μεριδίων, με τρόπο που να μην προκαλείται αδικία σε εκείνους από τους κατιόντες που έλαβαν παροχές μικρότερης αξίας. Επομένως, αν οι παροχές στις οποίες ένας από τους κατιόντες έτυχε κατά τη διάρκεια της ζωής του κληρονομούμενου, υπερβαίνουν το κληρονομικό μερίδιο στο οποίο αυτός δικαιούται από τη νόμιμη και αδιάθετη μοίρα της κληρονομιάς, τότε αυτός δεν υπέχει υποχρέωση να επιστρέψει οποιοδήποτε επιπλέον ποσό ήθελε κριθεί ότι του έχει καταβληθεί. Απλά, αποκλείεται από το κληρονομικό μερίδιο στο οποίο, υπό κανονικές συνθήκες, θα δικαιούτο. Χρήσιμη αναφορά σε σχέση με τους στόχους του θεσμού της συνεισφοράς μπορεί να γίνει στο σύγγραμμα Hanbury’s Modern Equity, 9η έκδοση, σελ. 464.

Έχοντας κατά νου την εκατέρωθεν εμπεριστατωμένη, οφείλουμε να ομολογήσουμε, επιχειρηματολογία των δύο συνηγόρων, διεξήλθαμε προσεκτικά τις πρόνοιες του Άρθρου 51 του Κεφ. 195. Με δεδομένη στην παρούσα περίπτωση την απουσία ρητής διάταξης που να αποκλείει τη συνεισφορά, το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά μεν, υπό τις περιστάσεις, έκρινε ότι τυγχάνουν εφαρμογής οι πρόνοιες του Άρθρου 51 του Κεφ. 195, εσφαλμένα όμως ερμήνευσε και ακολούθως εφάρμοσε τις αρχές που διέπουν τη συνεισφορά.

Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι η αξία των εν ζωή παροχών στα παιδιά της αποβιωσάσης θα πρέπει να υπολογιστεί κατά το χρόνο που η παροχή έγινε, δηλαδή κατά το χρόνο της δωρεάς και όχι κατά το χρόνο του θανάτου της αποβιωσάσης. Έχουμε παραθέσει το σχετικό απόσπασμα από το σκεπτικό του πρωτόδικου δικαστηρίου, γι’ αυτό θεωρούμε περιττό να το επαναλάβουμε.

Το ισχύον κυπριακό κληρονομικό δίκαιο διαπνέεται από ροπή προσδιορισμού των καθοριστικών ουσιωδών χρόνων, με αναφορά στην ημερομηνία θανάτου του κληρονομούμενου*. Το κληρονομικό μερίδιο ενός εκάστου κληρονόμου γεννάται με το θάνατο του κληρονομούμενου και αποκρυσταλλώνεται με αναφορά στην αξία της περιουσίας αντικείμενο της κληρονομιάς, της εν λόγω αξίας αποτιμούμενης σε χρήμα κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομούμενου.

Η απάντηση στα δύο ερωτήματα που έχουμε θέσει πιο πάνω, εξαρτάται αποκλειστικά από την ερμηνεία του Άρθρου 51 του Κεφ. 195. Αποτελεί ερμηνευτικό αξίωμα ότι, όπου το λεκτικό του Νόμου είναι σαφές, ο Νόμος πρέπει να εφαρμόζεται ως έχει (Cyprus Cements Company Limited v. Republic (1974) 3 C.L.R. 514).

Στην παρούσα περίπτωση το λεκτικό του Νόμου δεν προσδιορίζει το χρόνο υπολογισμού της αξίας της περιουσίας που ο κληρονομούμενος είχε παραχωρήσει κατά τη διάρκεια της ζωής του. Ως εκ τούτου, θα επιχειρήσουμε να ανιχνεύσουμε την πρόθεση του Νομοθέτη με αναφορά στους ερμηνευτικούς κανόνες. Παρενθετικά σημειώνουμε ότι η ερμηνεία με αναφορά στο σκοπό του νομοθετήματος, έχει πλέον νομολογιακά εδραιωθεί (Ξενοδοχειακές Επιχειρήσεις Πλάζα Λτδ. κ.ά. ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Γερμασόγειας (1998) 3 Α.Α.Δ. 348). Στην προσπάθεια μας να διαπιστώσουμε την πρόθεση του Νομοθέτη θα λάβουμε υπόψη τους πιο κάτω ερμηνευτικούς κανόνες:

(α) Ένας Νόμος πρέπει να ερμηνεύεται στο σύνολό του [*1182](Georghiades v. Republic (1969) 3 C.L.R. 396, P. Katsaras and others v. Republic (1973) 3 C.L.R. 145),

(β) Ένας Νόμος δεν μπορεί να ερμηνεύεται με τρόπο που οδηγεί σε άδικα, παράδοξα, παράλογα ή άτοπα αποτελέσματα (Katsaras (πιο πάνω), Southfields Industries Ltd. ν. Δήμου Λευκωσίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 59 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευαγόρου (2003) 2 Α.Α.Δ. 82) και

(γ) Ο σκοπός για τον οποίο έχει θεσπιστεί ο Νόμος αποτελεί σημαντικό παράγοντα για σκοπούς της ορθής ερμηνείας του (Ράφτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 345).

Αναφορικά με τον κανόνα (α) (πιο πάνω) θα λάβουμε υπόψη τα όσα έχουμε ήδη επισημάνει σε σχέση με την ροπή από την οποία διαπνέεται το Κυπριακό Κληρονομικό Δίκαιο.

Έχουμε εξετάσει προσεκτικά το κείμενο του Άρθρου 51 του Κεφ. 195. Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, μέσα από τη θέσπιση του ο Νομοθέτης στόχευε στη διασφάλιση της αρχής της ισότητας του κληρονομικού δικαιώματος. Επομένως, το ζητούμενο είναι ο τρόπος με τον οποίο θα διασφαλισθεί αυτή η πρόθεση του Νομοθέτη. Με άλλα λόγια, ποια είναι η ερμηνεία του Άρθρου 51 η οποία θα δώσει αποτελεσματική εφαρμογή στη συγκεκριμένη πρόθεση του Νομοθέτη.

Το Άρθρο 51 απαιτεί από κάθε δικαιούχο για διαδοχή στο βάσει του Νόμου μη διαθέσιμο μέρος της κληρονομιάς και στο τυχόν αδιάθετο μέρος της κληρονομιάς, να λογαριάσει κατά τον υπολογισμό του μεριδίου του «οποιαδήποτε κινητή ιδιοκτησία και ακίνητη ιδιοκτησία που λήφθηκε από αυτόν από τον αποβιώσαντα σε οποιοδήποτε χρόνο».

Είναι σαφές ότι για να καταστεί δυνατή η διανομή της περιουσίας, η αξία της πρέπει να αποτιμηθεί σε χρήμα. Είναι επίσης σαφές ότι αυτή η αποτίμηση θα λάβει χώρα μετά το θάνατο του κληρονομούμενου. Τέλος, είναι αυτονόητο ότι το «μη διαθέσιμο μέρος» της κληρονομιάς και το «τυχόν αδιάθετο μέρος της κληρονομιάς» θα αποτιμηθούν με βάση την αξία που είχε κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομούμενου. Αποτίμηση της αξίας της παροχής με βάση την ημερομηνία της παροχής και όχι με βάση την ημερομηνία του θανάτου, σημαίνει ότι για τον υπολογισμό του κληρονομικού μεριδίου θα χρησιμοποιηθούν δύο ημερομηνίες – η ημερομηνία της παροχής και η ημερομηνία του θανάτου.

[*1183]Σύμφωνα με τη μαρτυρία, οι αξίες της ακίνητης ιδιοκτησίας έχουν αυξηθεί σημαντικά μεταξύ της ημερομηνίας της παροχής και της ημερομηνίας του θανάτου. Είναι επομένως βέβαιο ότι αποτίμηση της κληρονομιάς με τη χρησιμοποίηση δύο ημερομηνιών θα είχε ως άμεση συνέπεια την ανισότητα στο ποσό της κληρονομιάς του κάθε ενός από τους κληρονόμους. Θα απέληγε σε πλήρη εξουδετέρωση της πρόθεσης του Νομοθέτη, η οποία, υπενθυμίζουμε, στόχευε στη διασφάλιση της αρχής της ισότητας του κληρονομικού δικαιώματος. Για τη διασφάλιση της εν λόγω ισότητας, πρέπει να εφαρμοστεί ο αυτός χρόνος αποτίμησης της αξίας. Κρίνουμε επομένως  ότι ο χρόνος αποτίμησης της αξίας της παροχής θα πρέπει να είναι η ημερομηνία του θανάτου του κληρονομούμενου. Αντίθετη προσέγγιση όχι μόνο θα καταστρατηγούσε και θα απέτρεπε τη σαφή πρόθεση του Νομοθέτη περί κατοχύρωσης της αρχής της ισότητας του κληρονομικού μεριδίου με την έννοια που έχουμε εξηγήσει πιο πάνω, αλλά ταυτόχρονα θα οδηγούσε σε άδικα αποτελέσματα τα οποία απαγορεύονται από τους ερμηνευτικούς κανόνες.

Επομένως, για να διαγνωστεί το ύψος του μεριδίου ενός εκάστου των παιδιών της αποβιωσάσης στην περιουσία που η τελευταία άφησε κατά το χρόνο του θανάτου της, θα πρέπει στην αξία της εν λόγω περιουσίας να προστεθεί η αξία μιας εκάστης των παροχών κατά το χρόνο του θανάτου της μητέρας, που κάθε ένα από τα παιδιά της έλαβε ενόσω αυτή ζούσε. Ακολούθως, το άθροισμα που θα προκύψει να διαιρεθεί δια του αριθμού των παιδιών της, στη συγκεκριμένη περίπτωση δια του αριθμού 5 και από τον αριθμό που θα προκύψει να αφαιρεθεί η κατά το χρόνο του θανάτου της μητέρας, αξία της προς ένα έκαστο από αυτά εν ζωή παροχής, χωρίς την οποιαδήποτε «διορθωτική παρέμβαση», από πλευράς του δικαστηρίου. Περιθώριο για τέτοιες παρεμβάσεις δεν παρέχεται από τις πρόνοιες του Άρθρου 51.

Στη συνέχεια θα ασχοληθούμε με τη θέση της εφεσίβλητης 3 ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα αποδέχθηκε και αξιολόγησε μαρτυρία αναφορικά με τις αξίες της περιουσίας, αντικείμενο των παροχών, καθότι τέτοιες αξίες δεν δικογραφούντο.

Έχει κατ’ επανάληψη λεχθεί ότι τα επίδικα θέματα καθορίζονται στα πλαίσια της σχετικής δικογραφίας και οι έγγραφες προτάσεις θα πρέπει να καθιστούν δυνατή την επιδίκαση του οποιουδήποτε ποσού επιδικάστηκε πάνω στη βάση που αυτή έγινε. (Βλ. Αλέκος Νικολάου ν. Ελληνικής Τράπεζας Λίμιτεδ (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2088 και F.A. Hair Design Center Ltd v. Παύλου Βασιλειάδη (2006) 1 Α.Α.Δ. 578). Στη συγκεκριμένη περίπτωση με το [*1184]δικόγραφο τους οι εφεσείοντες «ισχυρίζονται ότι για σκοπούς καθορισμού της περιουσίας της αποβιωσάσης ή/και του μεριδίου εκάστου κληρονόμου επ’ αυτής θα πρέπει να συνυπολογισθεί η αξία της περιουσίας που δόθηκε στον κάθε ένα εν ζωή της». Ισχυρίζονται επίσης ότι «ο συνυπολογισμός θα πρέπει να γίνει με βάση την αξία των μεταβιβασθέντων ακινήτων κατά το χρόνο του θανάτου της αποβιωσάσης ή της διανομής». Περαιτέρω, με τη δήλωση παραδεκτών γεγονότων, η μεν αξία κατά το χρόνο της δωρεάς της περιουσίας που δόθηκε στο κάθε ένα από τα παιδιά της αποβιωσάσης συμφωνήθηκε και καθορίστηκε σε συγκεκριμένα ποσά, η δε αξία της κατά το χρόνο του θανάτου, με κοινή δήλωση των εμπλεκόμενων πλευρών, προσδιορίστηκε ως ένα από τα επίδικα θέματα. Υπό τις εν λόγω περιστάσεις, η συγκεκριμένη θέση της εφεσίβλητης 3 δεν μπορεί να ευσταθήσει.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η έφεση επιτυγχάνει. Στο βαθμό και την έκταση που οι λόγοι αντέφεσης 3 και 4 συμπίπτουν με τους λόγους έφεσης, επίσης επιτυγχάνουν, ενώ οι λόγοι αντέφεσης 1 και 2 απορρίπτονται.

Ενόψει της πιο πάνω κατάληξης μας και με δεδομένο το γεγονός ότι ενώπιον μας δεν έχει τεθεί το σύνολο των στοιχείων επί των οποίων θα μπορούσε να εκδοθεί απόφαση στα πλαίσια της παρούσας έφεσης – η αξία της περιουσίας που η αποβιώσασα άφησε κατά το χρόνο του θανάτου της παραμένει άγνωστη – καταλήξαμε στην απόφαση να παραμερίσουμε την πρωτόδικη απόφαση, με οδηγίες όπως ο φάκελος αποσταλεί στο Επαρχιακό Δικαστήριο για επανεκδίκαση από άλλο Δικαστή. Με δεδομένο ότι τα νομικά σημεία που εγείρονται έχουν επιλυθεί με την πιο πάνω κατάληξή μας, η επανεκδίκαση θα περιοριστεί αυστηρά στον υπολογισμό του ύψους της συνεισφοράς ενός εκάστου των παιδιών της αποβιωσάσης και συνακόλουθα του ύψους του κληρονομικού μεριδίου που ένας έκαστος από αυτούς δικαιούται επί της αδιάθετης περιουσίας της αποβιωσάσης.

Τα έξοδα πρωτόδικα, όπως και τα έξοδα της έφεσης και της αντέφεσης, να καταβληθούν από την περιουσία της αποβιωσάσης.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα από την περιουσία.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο