Διογένης Χριστοφόρου Λτδ ν. Victoria Mikaela Giosa (2012) 1 ΑΑΔ 1196

(2012) 1 ΑΑΔ 1196

[*1196]5 Ιουνίου, 2012

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]

ΔΙΟΓΕΝΗΣ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΛΤΔ,

Εφεσείοντες,

v.

GIOSA VICTORIA MIKAELA,

Εφεσίβλητης.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 161/2009)

 

Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων ― Στον ορισμό του ενοικιαστή στο Άρθρο 2 του Ν.23/83 θα πρέπει να θεωρηθεί ότι περιλαμβάνονται και οι πολίτες των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως και οι Κύπριοι πολίτες ― Απόφανση Εφετείου περί ύπαρξης ανεπίτρεπτης διάκρισης στο Άρθρο 2 του περί Ενοικιοστασίου Νόμου 23/83, μεταξύ Κυπρίων πολιτών για τους οποίους ισχύει ο περί Ενοικιοστασίου Νόμος και πολιτών των άλλων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τους οποίους δεν ισχύει ο Νόμος ― Παρατήρηση Εφετείου για την ανάγκη άμεσης τροποποίησης της σχετικής νομοθεσίας.

Οι εφεσείοντες αξίωσαν με αίτηση τους στο Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων, την έκδοση απόφασης εναντίον της εφεσίβλητης αξιώνοντας μεταξύ άλλων οφειλόμενα ενοίκια και κοινόχρηστα που είχαν προκύψει από την ενοικίαση διαμερίσματος το οποίο κατά το στάδιο εκδίκασης της έφεσης, η εφεσίβλητη είχε εγκαταλείψει την κατοχή του.

Κατά την υπογραφή του ενοικιαστηρίου εγγράφου η εφεσίβλητη, η οποία ουδέποτε εμφανίστηκε ενώπιον είτε του πρωτόδικου είτε του Εφετείου, ανέφερε σε μέλος του διοικητικού συμβουλίου της εφεσείουσας εταιρείας, ότι είχε ρουμανική υπηκοότητα. Η Ρουμανία, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ήταν κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η υπόθεση προχώρησε σε απόδειξη κατόπιν προώθησης μονομερούς αίτησης λόγω έλλειψης εμφάνισης της εφεσίβλητης και το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού έθεσε το ζήτημα αυτεπαγγέλτως, εξέδωσε την εφεσιβληθείσα απόφαση με την οποία ανέστειλε την αίτηση των εφεσειόντων καθότι αποφάνθηκε ότι δεν είχε δικαιοδοσία να την εκ[*1197]δικάσει, επειδή η εφεσίβλητη δεν ήταν Κύπρια πολίτις και ως εκ τούτου ο περί Ενοικιοστασίου Νόμος και οι διαδικασίες που προβλέπονται από αυτόν, δεν είχαν εφαρμογή στην παρούσα περίπτωση.

Με την έφεση υποστηρίχθηκε ότι η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου περί έλλειψης δικαιοδοσίας, ήταν λανθασμένη ως επίσης και ότι ήταν εσφαλμένο το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι δεν προσκομίστηκε επαρκής μαρτυρία από τους εφεσείοντες σε σχέση με την υπηκοότητα της εφεσίβλητης.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το πρωτόδικο δικαστήριο είχε ενώπιον του επαρκή μαρτυρία για τη Ρουμανική υπηκοότητα της εφεσίβλητης η οποία ούτε αντικρούστηκε, ούτε αμφισβητήθηκε.

2.  Ο Ν.23/83 θα πρέπει να θεωρηθεί ότι ισχύει και για τους πολίτες των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως ισχύει και για τους Κύπριους πολίτες. Το συμπέρασμα προέκυπτε ενόψει του παλιού Άρθρου 12 της ΣΕΚ (Συνθήκης Ευρωπαϊκής Κοινότητας), που αντικαταστάθηκε σήμερα με το Άρθρο 18 της ΣΛΕΕ (Συνθήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης), σύμφωνα με το οποίο απαγορεύεται η διάκριση (μεταξύ πολιτών κράτους μέλους ή κρατών μελών και των πολιτών των υπολοίπων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης) στη βάση της εθνικότητας ή υπηκοότητας.  

3.  Η ΣΕΚ και η ΣΛΕΕ συνομολογήθηκαν συμφώνως προς τις διατάξεις του Συντάγματος και δημοσιεύτηκαν δεόντως και δεν υπάρχει οτιδήποτε που να δείχνει ότι δεν εφαρμόζονται αντιστοίχως και υπό των αντισυμβαλλομένων, επομένως έχουν αυξημένη  ισχύ έναντι οιουδήποτε ημεδαπού νόμου, περιλαμβανομένου και του Ν.23/83.

4.  Στο Ν.23/83 και συγκεκριμένα στο Άρθρο 2 υπάρχει πράγματι ανεπίτρεπτη διάκριση μεταξύ Κυπρίων πολιτών για τους οποίους ισχύει ο περί Ενοικιοστασίου Νόμος και πολιτών των άλλων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τους οποίους δεν ισχύει ο Νόμος.

5.  Η αρχή της μη διάκρισης μεταξύ πολιτών κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία κατοχυρώνεται από τα Άρθρα 12 ΣΕΚ και 18 ΣΛΕΕ, θεωρείται ως βασική ευρωπαϊκή συνταγματική αρχή και αξία την οποίαν κανένα δικαστήριο κράτους  μέλους δεν  μπορεί να παραγνωρίσει. Η αρχή της μη διάκρισης, ένεκα [*1198]υπηκοότητας, συνάδει και με το Άρθρο 17 της ΣΕΚ, σύμφωνα με το οποίο καθιδρύεται η ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης, στην οποίαν υπάγονται όλοι οι πολίτες των κρατών μελών της Ένωσης.

6.  Πέραν των πιο πάνω, με την Πέμπτη Τροποποίηση του Συντάγματος (Νόμο αρ. 127(Ι)/2006), ενσωματώθηκε στο Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, η υπέρτερη ισχύς του κοινοτικού δικαίου σ’ όλους τους τομείς.

7.  Τα Δικαστήρια της Κύπρου έχουν συνεπώς υποχρέωση να προσαρμόζουν τους ημεδαπούς νόμους κατά τρόπο που να μην αφίστανται του Ευρωπαϊκού κεκτημένου.

8.  Το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων, Τμήμα Λευκωσίας, όφειλε να επιληφθεί της αίτησης των εφεσειόντων, ως έχον δικαιοδοσία.

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα.

Παρατήρηση Εφετείου: «Αναμένουμε ότι η Πολιτεία θα προβεί στις αναγκαίες ενέργειες για ανάλογη τροποποίηση του Ν. 23/83».

Αναφερόμενη Υπόθεση:

Δημοκρατία ν. Shalaera (2010) 3 Α.Α.Δ. 598.

Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων Λευκωσίας (Σάββα, Πρ.), (Αίτηση Αρ. Ε155/08), ημερομηνίας 6/4/2009.

Χρ. Μίτσιγκας, για τους Εφεσείοντες.

Καμιά εμφάνιση, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάτος.

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες την 1.8.2007, δυνάμει ενοικιαστηρίου εγγράφου, ενοικίασαν στην εφεσίβλητη συγκεκριμέ[*1199]νο διαμέρισμα στη Λευκωσία για τη χρονική περίοδο 1.8.2007-31.7.2008.

Κατά την υπογραφή του ενοικιαστηρίου εγγράφου η εφεσίβλητη, η οποία ουδέποτε εμφανίστηκε ενώπιον είτε του πρωτόδικου είτε του παρόντος δικαστηρίου, ανέφερε σε μέλος του διοικητικού συμβουλίου της εφεσείουσας εταιρείας, ότι είχε ρουμάνικη υπηκοότητα. Η Ρουμανία, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ήταν κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η πολυκατοικία στην οποία βρίσκεται το ενοικιασθέν διαμέρισμα είναι μέσα σε ελεγχόμενη περιοχή και ανεγέρθη κατά το έτος 1990 επομένως ισχύει, για την περίπτωση του διαμερίσματος, ο περί Ενοικιοστασίου Νόμος του 1983 (Ν. 23/83).

Μετά τη λήξη της προαναφερόμενης περιόδου ενοικιάσεως, δηλαδή μετά την 31.7.2008, η εφεσίβλητη συνέχισε να κατέχει το εν λόγω διαμέρισμα.

Αφού οι εφεσείοντες ζήτησαν την καταβολή μη πληρωθέντων ενοικίων και κοινοχρήστων για την περίοδο 1.5.2008 μέχρι 30.9.2009 και αφού η εφεσίβλητη δεν εξόφλησε τα οφειλόμενα ενοίκια και κοινόχρηστα μέσα στην ταχθείσα προθεσμία των 21 ημερών που προβλέπεται από τον Ν.23/83, οι εφεσείοντες υπέβαλαν αίτηση στο Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων, Τμήμα Λευκωσίας, με την οποία ζητούσαν την έξωση της εφεσίβλητης από το εν λόγω διαμέρισμα και την πληρωμή όλων των οφειλομένων ενοικίων και ενδιάμεσων κερδών μέχρι την παράδοση του υποστατικού.

Η αίτηση επιδόθηκε στην εφεσίβλητη στις 5.11.2008, η εφεσίβλητη δεν καταχώρησε ένσταση και οι εφεσείοντες, στις 4.12.2008, καταχώρησαν  μονομερή αίτηση ζητώντας απόφαση, λόγω μη καταχωρήσεως ενστάσεως. Και η μονομερής αίτηση επιδόθηκε στην εφεσίβλητη, με οδηγίες του δικαστηρίου, η εφεσίβλητη δεν καταχώρησε ένσταση και οι εφεσείοντες, προς απόδειξη της υπόθεσης τους, καταχώρησαν δύο ένορκες δηλώσεις του μέλους του διοικητικού συμβουλίου τους κ. Τάσου Χριστοφόρου.

Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού έθεσε το ζήτημα αυτεπαγγέλτως, εξέδωσε απόφαση στις 6.4.2009 με την οποία ανέστειλε την αίτηση των εφεσειόντων καθότι αποφάνθηκε ότι δεν είχε δικαιοδοσία να την εκδικάσει, επειδή η εφεσίβλητη δεν ήταν Κύ[*1200]πρια πολίτις και ως εκ τούτου ο περί Ενοικιοστασίου Νόμος και οι διαδικασίες που προβλέπονται από αυτόν, δεν είχαν εφαρμογή στην παρούσα περίπτωση.

Ενώπιον του Εφετείου ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων δήλωσε ότι το ενοικιασθέν διαμέρισμα εγκαταλείφθηκε από την εφεσίβλητη και επομένως δεν τίθεται ζήτημα διατάγματος έξωσης της απ’ αυτό, παραμένουν όμως οφειλόμενα ενοίκια και κοινόχρηστα τα οποία οι εφεσείοντες διεκδικούν.

Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται η πρωτόδικη απόφαση με δύο λόγους έφεσης:

1.  Καθότι η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου, ότι ο Ν.23/83 δεν εφαρμόζεται στην παρούσα υπόθεση, επειδή ο ενοικιαστής του επίδικου υποστατικού δεν είναι πολίτης της Κυπριακής Δημοκρατίας και ως εκ τούτου το πρωτόδικο δικαστήριο (το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων) στερείτο δικαιοδοσίας να εκδικάσει την υπόθεση, είναι λανθασμένη, και

2.  Καθότι το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι δεν προσκομίστηκε επαρκής μαρτυρία από τους εφεσείοντες σε σχέση με την υπηκοότητα της εφεσίβλητης, είναι λανθασμένο.

Θα πρέπει κατ’ αρχήν να παρατηρήσουμε ότι δεν είχαμε την ευκαιρία να ακούσουμε και τις δύο πλευρές επί των εγειρομένων θεμάτων καθότι η εφεσίβλητη ούτε εμφανίστηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε ενώπιον του δικαστηρίου. Είχαμε όμως την ευκαιρία να ακούσουμε την επιχειρηματολογία των εφεσειόντων την οποία και εξετάσαμε με προσοχή.

Αναφορικά με το δεύτερο λόγο έφεσης θεωρούμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο είχε ενώπιον του επαρκή μαρτυρία, συγκεκριμένα την ένορκη δήλωση του μέλους του διοικητικού συμβουλίου των εφεσειόντων κ. Τάσου Χριστοφόρου, σύμφωνα με την οποίαν η εφεσίβλητη, όπως η ίδια είχε πει στον κ. Χριστοφόρου, κατά την υπογραφή του ενοικιαστηρίου εγγράφου, είχε ρουμανική υπηκοότητα, δηλαδή ήταν πολίτης της Ρουμανίας.  Αυτή η δήλωση του κ. Χριστοφόρου ούτε αντικρούστηκε, ούτε αμφισβητήθηκε και επομένως, κατά την κρίση μας, το πρωτόδικο δικαστήριο θα έπρεπε να θεωρήσει ότι υπήρχε επαρκής μαρτυρία πως η εφεσίβλητη ήταν πολίτις της Ρουμανίας, κατά τον ουσιώδη χρόνο.

[*1201]Αναφορικά με τον πρώτο λόγο έφεσης, που είναι και ο σημαντικότερος, καθότι αφορά στην εφαρμογή του περί Ενοικιοστασίου Νόμου 23/83, μετά την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση την 1.5.2004, και κατ’ επέκταση τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων, συμφωνούμε με τους εφεσείοντες ότι ο Ν.23/83 θα πρέπει να θεωρηθεί ότι ισχύει και για τους πολίτες των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως ισχύει και για τους Κύπριους πολίτες. Καταλήξαμε σ’ αυτό το συμπέρασμα ενόψει του παλιού Άρθρου 12 της ΣΕΚ (Συνθήκης Ευρωπαϊκής Κοινότητας), που αντικαταστάθηκε σήμερα με το Άρθρο 18 της ΣΛΕΕ (Συνθήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης), σύμφωνα με το οποίο απαγορεύεται η διάκριση (μεταξύ πολιτών κράτους μέλους ή κρατών μελών και των πολιτών των υπολοίπων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης) στη βάση της εθνικότητας ή υπηκοότητας.

Όπως προνοείται στο Άρθρο 12 της ΣΕΚ και 18 της ΣΛΕΕ, στον τομέα εφαρμογής της Συνθήκης και χωρίς επηρεασμό οποιονδήποτε ειδικών προνοιών που περιέχονται σ’ αυτήν, οποιαδήποτε διάκριση στη βάση της εθνικότητας, απαγορεύεται.

Σύμφωνα με το Άρθρο 169.3 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, συνθήκες, συμβάσεις και συμφωνίες συνομολογούμενες σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου εκείνου έχουν, από της δημοσιεύσεως τους στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, αυξημένη ισχύ έναντι οιουδήποτε ημεδαπού νόμου, υπό τον όρο ότι οι συνθήκες, συμβάσεις και συμφωνίες αυτές εφαρμόζονται αντιστοίχως και υπό του αντισυμβαλλομένου.  Στην παρούσα υπόθεση η ΣΕΚ και η ΣΛΕΕ συνομολογήθησαν συμφώνως προς τις διατάξεις του Συντάγματος και δημοσιεύθηκαν δεόντως και δεν υπάρχει οτιδήποτε που να δείχνει ότι δεν εφαρμόζονται αντιστοίχως και υπό των αντισυμβαλλομένων, επομένως έχουν αυξημένη ισχύ έναντι οιουδήποτε ημεδαπού νόμου, περιλαμβανομένου και του Ν.23/83.

Στο Ν.23/83 και συγκεκριμένα στο Άρθρο 2 υπάρχει πράγματι ανεπίτρεπτη διάκριση μεταξύ Κυπρίων πολιτών για τους οποίους ισχύει ο περί Ενοικιοστασίου Νόμος και πολιτών των άλλων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τους οποίους δεν ισχύει ο Νόμος. Αυτό προκύπτει από το Άρθρο 2 του Ν.23/83 σύμφωνα με το εδάφιο (ε) του οποίου ο όρος ενοικιαστής δεν περιλαμβάνει μη πολίτη της Δημοκρατίας, (εξαιρουμένου του συζύγου ή της συζύγου πολίτη της Δημοκρατίας).

[*1202]Η αρχή της μη διάκρισης μεταξύ πολιτών κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία κατοχυρώνεται από τα Άρθρα 12 ΣΕΚ και 18 ΣΛΕΕ, θεωρείται ως βασική ευρωπαϊκή συνταγματική αρχή και αξία την οποίαν κανένα δικαστήριο κράτους μέλους δεν μπορεί να παραγνωρίσει. Η αρχή της μη διάκρισης, ένεκα υπηκοότητας, συνάδει και με το Άρθρο 17 της ΣΕΚ, σύμφωνα με το οποίο καθιδρύεται η ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης, στην οποίαν υπάγονται όλοι οι πολίτες των κρατών μελών της Ένωσης.

Πέραν των πιο πάνω, με την Πέμπτη Τροποποίηση του Συντάγματος (Νόμο αρ. 127(Ι)/2006), ενσωματώθηκε στο Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, η υπέρτερη ισχύς του κοινοτικού δικαίου σ’ όλους τους τομείς, το οποίο, εν πάση περιπτώσει, δέσμευε τη Δημοκρατία από την ημερομηνία ένταξης της στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Με το Άρθρο 1Α κατέστη σαφές ότι ουδεμία διάταξη του Συντάγματος θεωρείται ότι ακυρώνει νόμους που θεσπίζονται ή μέτρα που λαμβάνονται από τη Δημοκρατία τα οποία είναι αναγκαία λόγω των υποχρεώσεων της ως κράτους  μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όλοι δε οι Κανονισμοί, Οδηγίες και άλλες πράξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν νομική ισχύ στη Δημοκρατία.

Τα Δικαστήρια της Κύπρου έχουν συνεπώς υποχρέωση να προσαρμόζουν τους ημεδαπούς νόμους κατά τρόπο που να μην αφίστανται του Ευρωπαϊκού κεκτημένου, μέρος του οποίου είναι βέβαια και η ελευθερία διακίνησης και εγκατάστασης σε οποιοδήποτε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χωρίς περιορισμούς ή διακρίσεις.

Ένα παράδειγμα εφαρμογής του κοινοτικού κεκτημένου στην έννομη τάξη της Κύπρου που αφορά το δικαίωμα εγκατάστασης και που εφαρμόστηκε σε αλλοδαπή παντρεμένη με Κύπριο, παρέχει και η απόφαση της Ολομέλειας στη Δημοκρατία ν. Shalaera (2010) 3 Α.Α.Δ. 598. Πόσο μάλλον εδώ, που η εφεσίβλητη είναι Ευρωπαία πολίτης.

Ενόψει των προαναφερομένων συμφωνούμε με τους εφεσείοντες ότι στον ορισμό του ενοικιαστή στο Άρθρο 2 του Ν.23/83 θα πρέπει να θεωρηθεί ότι περιλαμβάνονται και οι πολίτες των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως και οι Κυπρίοι πολίτες. Κατά συνέπεια θεωρούμε την προσβαλλόμενη απόφαση ως εσφαλμένη και την ακυρώνουμε. Το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων, Τμήμα Λευκωσίας, οφείλει να επιληφθεί της αίτη[*1203]σης των εφεσειόντων, ως έχον δικαιοδοσία.

Αναμένουμε ότι η Πολιτεία θα προβεί στις αναγκαίες ενέργειες για ανάλογη τροποποίηση του Ν. 23/83.

Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση, για αναστολή εκδίκασης της αίτησης των εφεσειόντων, ακυρώνεται. Έξοδα υπέρ των εφεσειόντων, να υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και να υποβληθούν για έγκριση από το δικαστήριο.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο