Τράπεζα Κύπρου Λτδ ν. Κρίνου Ζ. Μακρίδη και άλλων (2012) 1 ΑΑΔ 1218

(2012) 1 ΑΑΔ 1218

[*1218]7 Ιουνίου, 2012

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]

(Πολιτική Έφεση Αρ. 122/2009)

ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΛΤΔ,

Εφεσείοντες,

v.

1. ΚΡΙΝΟΥ Ζ. ΜΑΚΡΙΔΗ,

2. ΜΙΧΑΗΛ ΜΑΚΡΙΔΗ,

3. ΧΡΙΣΤΟΥ ΜΑΚΡΙΔΗ,

Εφεσιβλήτων.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 124/2009)

ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΛΤΔ,

Εφεσείοντες,

v.

1. ΚΡΙΝΟΥ Ζ. ΜΑΚΡΙΔΗ,

2. ΜΙΧΑΗΛ ΜΑΚΡΙΔΗ,

3. ΧΡΙΣΤΟΥ ΜΑΚΡΙΔΗ,

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 122/2009, 124/2009)

 

Πολιτική Δικονομία ― Παραμερισμός από πρωτόδικο Δικαστήριο τελεσίδικης απόφασης που δεν είχε εφεσιβληθεί ― Κατά πόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε εξουσία να διατάξει τον παραμερισμό τελεσιδίκων αποφάσεων με τις οποίες δόθηκε άδεια εκτέλεσης αποφάσεων ή έκρινε, ως Εφετείο, την προηγούμενη απόφαση του ομοβάθμιου του δικαστηρίου.

[*1219]Πολιτική Δικονομία ― Δ.40 θ.8 ― Άδεια εκτέλεσης απόφασης ― Εφαρμοστέες αρχές ― Ποιες οι προϋποθέσεις παροχής τέτοιας άδειας και ποια ζητήματα εξετάζονται για την παραχώρηση τέτοιας άδειας.

Οι εφεσείοντες αμφισβήτησαν την εξουσία του πρωτόδικου δικαστηρίου, δυνάμει της Δ.48(8) (4) των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, να διατάξει τον παραμερισμό τελεσιδίκων αποφάσεων (που δεν είχαν εφεσιβληθεί) οι οποίες εκδόθηκαν δυνάμει της Δ.40 θ.8 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και με τις οποίες δόθηκε άδεια εκτέλεσης αποφάσεων που είχαν εκδοθεί πριν από περισσότερα από 6 χρόνια.

Υποστήριξαν με τους σχετικούς λόγους έφεσης μεταξύ άλλων τα εξής:

α) Το πρωτόδικο δικαστήριο ενήργησε ως Εφετείο, εξετάζοντας την ορθότητα προηγούμενων αποφάσεων ομοβάθμιων δικαστηρίων. 

β) Το πρωτόδικο δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια εσφαλμένα, διατάσσοντας τον παραμερισμό αποφάσεων εκτελέσεως προηγούμενων αποφάσεων του δικαστηρίου, που είχαν εκδοθεί 10 χρόνια, 4 χρόνια και 2 χρόνια προηγουμένως, αντίστοιχα.  Η καθυστέρηση των εφεσιβλήτων θα έπρεπε να είχε ληφθεί σοβαρά υπόψη, εις βάρος τους.

γ)  Εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο χαρακτήρισε τις αποφάσεις εκτέλεσης μετά από την πάροδο 6 ετών, ως ενδιάμεσες αποφάσεις και τούτο επειδή κατά τους εφεσείοντες, ήταν τελεσίδικες αποφάσεις.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το σημαντικό ερώτημα που τίθετο με την έφεση ήταν το κατά πόσον το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά ή λανθασμένα άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια δυνάμει της Δ.48 (8) (4).

2.  Παρόλο ότι το πρωτόδικο δικαστήριο ανέφερε ότι είναι πράγματι απαράδεκτο να ενεργήσει ως Εφετείο σε απόφαση ομοβάθμιου δικαστηρίου και παρόλο που είπε ότι εκείνο που θα εξέταζε ήταν μόνο το κατά πόσον υπήρχε ενώπιον του επαρκής μαρτυρία ή περιστάσεις που, αντικειμενικώς, δικαιολογούσαν τον παραμερισμό των διαταγμάτων εκτέλεσης, βάσει της Δ.48 (8) (4), εντούτοις εκείνο που, στην πραγματικότητα, έκαμε ήταν το να εξετάσει αν ορθώς και ευλόγως είχαν δοθεί τα διατάγματα εκτέλεσης.

 

[*1220]3.    Δεν ήταν ορθή η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι θα έπρεπε να είχαν ικανοποιήσει το δικαστήριο ότι  ήταν πρακτικώς αδύνατο να εντοπίσουν τους εναγόμενους για σκοπούς επίδοσης, δεδομένου ότι, σύμφωνα με την Δ.48 (8) των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, αίτηση, σύμφωνα με τη Δ.40 θ.8 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, για άδεια πραγματοποίησης εκτέλεσης μετά την πάροδο 6 ετών από την απόφαση ή το διάταγμα, μπορεί να γίνει μονομερώς.

4.  Το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε, και στο ότι θεώρησε ότι οι τότε αιτητές (εφεσείοντες) θα έπρεπε να είχαν αναφερθεί σε «ειδικές περιστάσεις» οι οποίες τους έδιναν δικαίωμα εκτέλεσης, μετά την παρέλευση 6 ετών.

5.  Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε, ως Εφετείο, την προηγούμενη απόφαση του ομοβάθμιου του δικαστηρίου και μάλιστα έθεσε και δυσανάλογα ψηλά κριτήρια που δεν δικαιολογούνταν.

6.  Το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε και το ζήτημα του κατά πόσον το εξ αποφάσεως χρέος είχε εξοφληθεί, όπως ισχυρίζονταν οι εφεσίβλητοι που δεν ήταν  ζήτημα που αφορούσε άμεσα στην παραχώρηση άδειας εκτέλεσης της απόφασης.

7.  Πράγματι το πρωτόδικο δικαστήριο, στις προσβαλλόμενες αποφάσεις, ενήργησε ως Εφετείο ομοβάθμιου του δικαστηρίου και έκρινε την ορθότητα των προηγουμένων αποφάσεων του ομοβάθμιου δικαστηρίου και μάλιστα με λανθασμένα κριτήρια.

8.  Επιπρόσθετα λανθασμένα δεν θεώρησε ότι υπήρχε οποιαδήποτε καθυστέρηση εκ μέρους των εφεσιβλήτων.

Οι εφέσεις επιτράπηκαν με έξοδα.

Αναφερόμενη Υπόθεση:

Μιχαήλ (2012) 1 Α.Α.Δ. 135.

Εφέσεις.

Εφέσεις από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Σάντης, Α.Ε.Δ.), (Αγωγές Αρ. 6137/93 και 6532/93), ημερομηνίας 10/4/2009.

Μ. Ναθαναήλ (κα.) με Ξ. Κόκκινου (κα.) για Π. Πολυβίου, για [*1221]τους Εφεσείοντες.

Αλ. Μαρκίδης με Ν. Μακρίδη, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάτος.

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Με τις εφέσεις αυτές προσβάλλεται η ορθότητα των πρωτόδικων αποφάσεων με τις οποίες εγκρίθηκαν αιτήσεις ακύρωσης και παραμερισμού διαταγμάτων που είχαν εξασφαλίσει οι εφεσείοντες-ενάγοντες, στο παρελθόν, για άδεια εκτέλεσης των αποφάσεων: (α) στην Αγωγή 6137/93 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (που είχε διαταχθεί στις 6.12.99, στις 11.11.05 και 3.12.07) και (β) στην Αγωγή 6532/93 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (που είχε διαταχθεί στις 6.12.99, στις 17.11.05 και 22.11.07). Οι δύο προσβαλλόμενες αποφάσεις είναι ημερ. 10.4.09.

Με τους δύο πρώτους λόγους έφεσης αμφισβητείται η εξουσία του πρωτόδικου δικαστηρίου, δυνάμει της Δ.48(8) (4) των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, να διατάξει τον παραμερισμό τελεσιδίκων αποφάσεων (που δεν είχαν εφεσιβληθεί) οι οποίες δόθηκαν δυνάμει της Δ.40 θ.8 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και με τις οποίες δόθηκε άδεια εκτέλεσης αποφάσεων που είχαν εκδοθεί πριν περισσότερα από 6 χρόνια.

Με τον τρίτο λόγο έφεσης προσβάλλεται η πρωτόδικη απόφαση επειδή, κατ’ ισχυρισμό, το πρωτόδικο δικαστήριο ενήργησε ως Εφετείο, εξετάζοντας την ορθότητα προηγούμενων αποφάσεων ομοβάθμιων δικαστηρίων. Κατά τους εφεσείοντες το πρωτόδικο δικαστήριο δεν είχε τέτοια εξουσία, να εξετάσει δηλαδή, κατά πόσον ορθά ή λανθασμένα είχαν, στο παρελθόν, διαταχθεί οι εκτελέσεις αποφάσεων που είχαν εκδοθεί περισσότερα από 6 χρόνια προηγουμένως.

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης προβάλλεται η θέση ότι το πρωτόδικο δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια εσφαλμένα, διατάσσοντας τον παραμερισμό αποφάσεων εκτελέσεως προηγούμενων αποφάσεων του δικαστηρίου, που είχαν εκδοθεί 10 χρόνια, 4 χρόνια και 2 χρόνια προηγουμένως, αντίστοιχα. Η καθυστέρηση των εφεσιβλήτων θα έπρεπε να είχε ληφθεί σοβαρά υπόψιν, εις βάρος τους, από το πρωτόδικο δικαστήριο, πράγμα όμως που δεν [*1222]έγινε.

Με τον πέμπτο λόγο έφεσης προβάλλεται η θέση ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο χαρακτήρισε τις αποφάσεις εκτέλεσης μετά από την πάροδο 6 ετών, ως ενδιάμεσες αποφάσεις. Κατά του εφεσείοντες ήταν τελεσίδικες αποφάσεις.

Οι εφεσίβλητοι υπέβαλαν ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις είναι απόλυτα ορθές, ότι αυτοί (οι εφεσίβλητοι) δεν είχαν λάβει γνώση των αποφάσεων για άδεια εκτέλεσης μετά την πάροδο 6 ετών, διότι δεν τους είχαν επιδοθεί οι σχετικές αιτήσεις και επίσης, ότι οι εφεσείοντες δεν έθεσαν ενώπιον του δικαστηρίου όλα τα στοιχεία, όπως όφειλαν, όταν υπέβαλαν τις σχετικές αιτήσεις για άδεια εκτέλεσης των αποφάσεων μετά την παρέλευση 6 ετών.

Δεν θα εξετάσουμε το ζήτημα της εξουσίας του πρωτόδικου δικαστηρίου, δυνάμει της Δ.48 (8) (4), να παραμερίσει προηγούμενες αποφάσεις του δικαστηρίου που είχαν εκδοθεί μονομερώς δυνάμει της Δ.40 θ.8. Θα εκλάβουμε ως δεδομένο ότι τέτοια εξουσία υπήρχε. Το σημαντικό όμως ερώτημα που τίθεται με την παρούσα έφεση είναι το κατά πόσον το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά ή λανθασμένα άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια δυνάμει της Δ.48 (8) (4). Παρατηρούμε συναφώς τα εξής:

(α) Παρόλο ότι το πρωτόδικο δικαστήριο ανέφερε ότι είναι πράγματι απαράδεκτο να ενεργήσει ως Εφετείο σε απόφαση ομοβάθμιου δικαστηρίου και παρόλο που είπε ότι εκείνο που θα εξέταζε ήταν μόνο το κατά πόσον υπήρχε ενώπιον του επαρκής μαρτυρία ή περιστάσεις που, αντικειμενικώς, δικαιολογούσαν τον παραμερισμό των διαταγμάτων εκτέλεσης, βάσει της Δ.48 (8) (4), εντούτοις εκείνο που, στην  πραγματικότητα, έκαμε ήταν το να εξετάσει αν ορθώς και ευλόγως είχαν δοθεί τα διατάγματα εκτέλεσης.  Αυτό είναι εμφανές από το ότι εξέτασε εάν καλά ή κακά δόθηκε το προηγούμενο διάταγμα εκτέλεσης, μονομερώς. Κατά το πρωτόδικο δικαστήριο οι τότε αιτητές (εφεσείοντες) θα έπρεπε να είχαν ικανοποιήσει το δικαστήριο ότι ήταν πρακτικώς αδύνατο να εντοπίσουν τους εναγόμενους για σκοπούς επίδοσης. Αυτή η θέση δεν μας φαίνεται ορθή δεδομένου ότι, σύμφωνα με την Δ.48 (8) των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, αίτηση, σύμφωνα με τη Δ.40 θ.8 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, για άδεια πραγματοποίησης εκτέλεσης μετά την πάροδο 6 ετών από την απόφαση ή το διάταγμα, μπορεί να γίνει μονομερώς. Η αναφορά (στη Δ.40  θ.8) σε επίδοση ειδοποίησης, στην άλ[*1223]λη πλευρά, εκτός αν αυτό είναι ακατόρθωτο, αφορά στη διαζευκτική περίπτωση (της Δ.40 θ.8), που καλύπτει την αλλαγή στους διαδίκους οι οποίοι δικαιούνται ή υπόκεινται σε εκτέλεση, και όχι στην περίπτωση εκτέλεσης απόφασης μετά από 6 χρόνια, όπως είναι η παρούσα υπόθεση. Όπως παρατηρήθηκε πρόσφατα στην Αίτηση της Ελένης Μιχαήλ (2012) 1 Α.Α.Δ. 135, η Δ.48 (8) (1) (λθ) (ή (kk)) προβλέπει ότι  αίτηση, για άδεια εκτέλεσης απόφασης, μπορεί να υποβληθεί μονομερώς και μάλιστα χωρίς να συνοδεύεται από ένορκη δήλωση.

Εκτός από το ζήτημα της μη επίδοσης των αιτήσεων για εκτέλεση της απόφασης μετά την παρέλευση 6 ετών, που το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε, λανθασμένα, ότι ήταν παρατυπία του ομοβάθμιου του δικαστηρίου (να μη διατάξει επίδοση), το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε, κατά την κρίση μας, και θεωρώντας ότι οι τότε αιτητές (εφεσείοντες) θα έπρεπε να είχαν αναφερθεί σε «ειδικές περιστάσεις» οι οποίες τους έδιναν δικαίωμα εκτέλεσης, μετά την παρέλευση 6 ετών. Κάτι τέτοιο όμως δεν επιβάλλει, ούτε δικαιολογεί η Δ.40 θ.8 στην οποίαν αναγράφεται απλά ότι ο αιτών διάδικος θα πρέπει να ικανοποιήσει το δικαστήριο ότι δικαιούται να εκτελέσει την υπέρ του απόφαση. Μας φαίνεται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε, ως Εφετείο, την προηγούμενη απόφαση του ομοβάθμιου του δικαστηρίου και μάλιστα έθεσε και δυσανάλογα ψηλά κριτήρια που δεν δικαιολογούνταν.

(β) Το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε και το ζήτημα του κατά πόσον το εξ αποφάσεως χρέος είχε εξοφληθεί, όπως ισχυρίζονταν οι εφεσίβλητοι. Αυτό όμως δεν είναι, κατά την κρίση μας, ζήτημα που αφορά άμεσα στην παραχώρηση άδειας εκτέλεσης της απόφασης. Εφόσον παραχωρηθεί άδεια εκτέλεσης μιας παλιάς απόφασης το ζήτημα του οφειλομένου υπολοίπου είναι, κατά την αντίληψη μας, θέμα ορθού υπολογισμού.

Για τους προαναφερόμενους λόγους και με όλον τον προσήκοντα σεβασμό, θεωρούμε ότι πράγματι το πρωτόδικο δικαστήριο, στις προσβαλλόμενες αποφάσεις, ενήργησε ως Εφετείο ομοβάθμιου του δικαστηρίου και έκρινε την ορθότητα των προηγουμένων αποφάσεων του ομοβάθμιου δικαστηρίου και μάλιστα με λανθασμένα κριτήρια. Επιπρόσθετα δεν θεώρησε ότι υπήρχε οποιαδήποτε καθυστέρηση εκ μέρους των εφεσιβλήτων ενώ στην πραγματικότητα από την έκδοση των αρχικών αποφάσεων υπέρ των εφεσειόντων και εις βάρος των εφεσιβλήτων, το 1993, μέχρι την έκδοση των προσβαλλομένων αποφάσεων (παραμερισμού της άδειας [*1224]εκτέλεσης) είχαν παρέλθει 16 ολόκληρα χρόνια, τα οποία οι εφεσίβλητοι θα έπρεπε να είχαν αιτιολογήσει δεόντως.

Για τους προαναφερόμενους λόγους οι εφέσεις επιτυγχάνουν και οι προσβαλλόμενες αποφάσεις ακυρώνονται. Έξοδα υπέρ των εφεσειόντων, να υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και να υποβληθούν για έγκριση από το δικαστήριο.

Οι εφέσεις επιτρέπονται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο