Φάρμα Ρένος Χ"Ιωάννου Δημόσια Εταιρεία Λτδ ν. Πανίκκου Χίννη (2012) 1 ΑΑΔ 1331

(2012) 1 ΑΑΔ 1331

[*1331]20 Ιουνίου, 2012

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, NAΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]

ΦΑΡΜΑ ΡΕΝΟΣ Χ"ΙΩΑΝΝΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ,

Εφεσείοντες-Εναγόμενοι,

v.

ΠΑΝΙΚΟΥ ΧΙΝΝΗ

Εφεσιβλήτου-Ενάγοντα.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 14/2009)

 

Εργοδότης και Εργοδοτούμενος ― Εξαναγκασμός σε παραίτηση ― Τεκμαρτή απόλυση ― Επικύρωση πρωτόδικης απόφασης ότι η επανειλημμένη παράλειψη καταβολής μισθού συνιστούσε εξαναγκασμό σε παραίτηση.

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Η κύρια ευθύνη διαπίστωσης των γεγονότων μιας υπόθεσης, που ουσιαστικώς εδράζεται στην αξιολόγηση της ορθότητας της μαρτυρίας που προσάγεται, είναι και παραμένει στο πρωτόδικο δικαστήριο.

Οι εφεσείοντες αμφισβήτησαν πρωτόδικη απόφαση με την οποία εκδόθηκε απόφαση εναντίον τους σε αγωγή που ήγειρε ο εφεσίβλητος διεκδικώντας αποζημιώσεις για εξαναγκασμό σε παραίτηση και τεκμαρτή απόλυση.

Όπως εκρίθη πρωτοδίκως η κύρια αντισυμβατική ενέργεια  εκ μέρους των εφεσειόντων, ήταν η παράλειψη καταβολής του συμφωνηθέντος μισθού και άλλων ωφελημάτων, που οδήγησαν τον εφεσίβλητο στην παραίτηση εννέα μήνες μετά την εργοδότηση.

Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού προέβη σε εύρημα περί επανειλημμένης καθυστέρησης στην πληρωμή του μισθού και των άλλων ωφελημάτων του εφεσίβλητου, κατά παράβαση ουσιώδους όρου της μεταξύ τους σύμβασης, κατέληξε ότι τούτο έδιδε το δικαίωμα στον εφεσίβλητο να τερματίσει τη σύμβαση και ότι η παραίτηση αυτή ισοδυναμούσε με τεκμαρτή απόλυση. Επιδίκασε δε αποζημιώσεις οι οποίες αντιστοιχούσαν στο ύψος των μισθών του εναπομείναντος [*1332]χρόνου της εργοδότησης.

Με το μοναδικό λόγο τον οποίο υποστήριξαν κατ’ έφεση οι εφεσείοντες, προέβαλαν ότι ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι ο εφεσίβλητος ήταν αξιόπιστος εν μέρει, στη συνέχεια έγινε αποδεκτή η μαρτυρία του, γεγονός που θα έπρεπε να οδηγήσει το δικαστήριο σε ολική απόρριψη αυτής της μαρτυρίας.

Αποφασίστηκε ότι:

           

1.  Δεν υπήρχε εκ προοιμίου οτιδήποτε το μεμπτό για το οποίο θα έπρεπε το εφετείο να επέμβει, στην αξιολόγηση της μαρτυρίας.

2.  Στην προκείμενη περίπτωση το πρωτόδικο δικαστήριο είχε αποδεχθεί τη μαρτυρία του εφεσίβλητου σε σχέση με την εργοδότηση του και τη συμφωνία που ακολούθησε.

3.  Η αιτίαση που πρόβαλαν οι εφεσείοντες για ανατροπή του συμπεράσματος του πρωτόδικου δικαστηρίου, ως προς τη μερική αποδοχή της μαρτυρίας του εφεσίβλητου, ήταν ατεκμηρίωτη. Ο τρόπος αντίκρισης του θέματος από τον πρωτόδικο δικαστή ήταν εντός των ορθών παραμέτρων αξιολόγησης μαρτυρίας.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Τσίκκας ν. Χριστοφή (2010) 1(Γ) Α.Α.Δ 1802,

Μεσσάρη ν. Κατσιαμίδη κ.ά. (2010) 1(Γ) Α.Α.Δ 1851.

Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Σάντης, Α.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 9592/05), ημερομηνίας 28/11/2008.

Δ. Χριστοδούλου, για Παπαχαραλάμπους & Aγγελίδη, για τους Εφεσείοντες.

Κ. Μέσσιος, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

[*1333]ΝΙΚΟΛΑΤOΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Κ. Παμπαλλή, Δ..

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Δυνάμει γραπτής συμφωνίας ημερ. 26 Φεβρουαρίου 2005, οι εφεσείοντες εργοδότησαν τον εφεσίβλητο στη θέση του Γενικού Διευθυντή.

Ως αποτέλεσμα αδικαιολόγητων και αντισυμβατικών ενεργειών εκ μέρους των εφεσειόντων, και δη, τη μη καταβολή του συμφωνηθέντος μισθού και άλλων ωφελημάτων, ο εφεσίβλητος παραιτήθηκε στις 26 Νοεμβρίου 2005. Διεκδίκησε δικαστικώς την καταβολή του ποσού των €101.098,64 υπό μορφή γενικών και ειδικών αποζημιώσεων, ως επίσης και ζημιά που υπέστη λόγω εξαναγκασμού του σε παραίτηση.

Το πρωτόδικο δικαστήριο αρχικώς, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εφεσείοντες καθυστερούσαν επανειλημμένως την πληρωμή του μισθού και των άλλων ωφελημάτων του εφεσίβλητου, κατά παράβαση ουσιώδους όρου της μεταξύ τους σύμβασης, δίδοντας το δικαίωμα στον εφεσίβλητο να τερματίσει τη σύμβαση. Κατέληξε δε το δικαστήριο ότι η παραίτηση αυτή ισοδυναμούσε με τεκμαρτή απόλυση. Ως αποτέλεσμα τούτου και λαμβανομένου υπόψη ότι είχε δηλωθεί ως παραδεκτό γεγονός, εγκριθέν από το δικαστήριο, το ύψος των καθαρών απολαβών του εφεσίβλητου για την εναπομείνασα περίοδο εργοδότησης, του επιδικάστηκε το ποσό των €63.082,42.

Η έφεση που καταχωρίστηκε από τους εφεσείοντες αρχικώς περιλάμβανε τρεις λόγους έφεσης. Στη συνέχεια όμως, και κατά τη διάρκεια της συζήτησης της υπόθεσης, η επιχειρηματολογία που αναπτύχθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο για τους εφεσείοντες, περιορίστηκε ουσιαστικώς στο δεύτερο λόγο έφεσης. Αναπτύσσεται με το λόγο αυτό ότι  ενώ το δικαστήριο θεώρησε ότι ο εφεσίβλητος ήταν αξιόπιστος εν μέρει, στη συνέχεια έγινε αποδεκτή η μαρτυρία του, γεγονός που κατά την εισήγηση των εφεσειόντων, έπρεπε να οδηγήσει το δικαστήριο σε ολική απόρριψη αυτής της μαρτυρίας.

Υπάρχει πλούσια νομολογία επί του θέματος της αξιολόγησης της μαρτυρίας που προσάγεται ενώπιον πρωτόδικου δικαστηρίου.  Είναι απαραίτητο να επισημάνουμε ότι, η κύρια ευθύνη διαπίστωσης των γεγονότων μιας υπόθεσης, που ουσιαστικώς εδράζεται στην αξιολόγηση της ορθότητας της μαρτυρίας που προσάγεται, είναι και παραμένει στο πρωτόδικο δικαστήριο. Παράλληλα, είναι [*1334]αρκούντως νομολογημένη αρχή ότι το δικαστήριο έχει τη διακριτική ευχέρεια να αποδεχθεί ένα μέρος της μαρτυρίας που προσάγεται και να απορρίψει έτερο. Αυτό μπορεί να συμβεί ακόμη και όταν το δικαστήριο αξιολογεί τον ίδιο μάρτυρα. Δεν θεωρούμε ότι υπάρχει εκ προοιμίου οτιδήποτε το μεμπτό για το οποίο θα πρέπει το εφετείο να επέμβει, εκτός εάν, καταδειχθούν ειδικοί λόγοι επί του προκειμένου. (βλ. Τσίκκας ν. Χριστοφή (2010) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1802 και Μεσσάρη ν. Κατσιαμίδη κ.ά. (2010) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1851).

Στην προκείμενη περίπτωση το πρωτόδικο δικαστήριο έχει αποδεχθεί τη μαρτυρία του εφεσίβλητου σε σχέση με την εργοδότηση του και τη συμφωνία που ακολούθησε. Γίνεται στη συνέχεια, ιδιαίτερη αναφορά στις συνθήκες, κάτω από τις οποίες, ο εφεσίβλητος διεκδίκησε το ποσό που είχε πληρώσει για την αγορά αυτοκινήτου το οποίο χρησιμοποιήθηκε μεν από τον ίδιο για την εργασία του, πλην όμως υπήρχε αντιδικία κατά πόσο η αξία του αυτοκινήτου θα αποπληρωνόταν από τους εφεσείοντες. Το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρει το εξής επί του προκειμένου:

«Ο ενάγων ήταν κάπως υπερβολικός στη μαρτυρία του πέρα από ανακριβής και αόριστος, στο ζήτημα των συνθηκών αγοράς του αυτοκινήτου και της συνεννόησης που είχε επί του θέματος με τους εναγομένους δίνοντας συγκεχυμένες απαντήσεις ως προς το κατά πόσο υπήρξε τέτοια συνεννόηση. Ήταν επίσης γενικόλογος σε ό,τι αφορά στο πλαίσιο που θα περίβαλλε την αγορά και το ιδιοκτησιακό καθεστώς του αυτοκινήτου όπως και για την απόφαση του να προχωρήσει στη συγκεκριμένη αγορά. Το αγόρασε με δικά του χρήματα στις 29.6.05, έναντι ποσού ΛΚ10.500 (ευρώ 18.060,01) κατόπιν χρηματοδότησης από την τράπεζα Societe Generale Cyprus Ltd (βλ.τεκμήρια 7 και 8). Το μέρος της μαρτυρίας του ενάγοντα που αφορά στο υπό συζήτηση απορρίπτεται ως μη πειστικό και ασαφές, χωρίς αυτό να επηρεάζει εν προκειμένω το αξιόπιστο της υπόλοιπης του μαρτυρίας.»

Στη συνέχεια, το πρωτόδικο δικαστήριο προβαίνει σε συγκεκριμένη αναφορά που έγινε από το συνήγορο του εφεσίβλητου, κατά την αντεξέταση μάρτυρα των εφεσειόντων, σε σχέση με την αγορά του αυτοκινήτου και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι αυτός ο ισχυρισμός δεν είχε καν δικογραφηθεί.

Με γνώμονα τα πιο πάνω, θεωρούμε ότι η αιτίαση που πρόβαλαν οι εφεσείοντες για ανατροπή του συμπεράσματος του πρωτόδικου δικαστηρίου, ως προς την μερική αποδοχή της μαρτυρίας [*1335]του εφεσίβλητου, είναι ατεκμηρίωτη. Είμαστε της γνώμης ότι ο τρόπος αντίκρισης του θέματος από τον πρωτόδικο δικαστή ήταν εντός των ορθών παραμέτρων αξιολόγησης μαρτυρίας.

Συνακόλουθα η έφεση κρίνεται ως απορριπτέα και απορρίπτεται με έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου.

Η έφεση απορρίπτεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο