Λοΐζου Ανδρέας και άλλος ν. Ανδρέα Πατσαλίδη (2012) 1 ΑΑΔ 1379

(2012) 1 ΑΑΔ 1379

[*1379]26 Ιουνίου, 2012

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]

1. ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΟΪΖΟΥ,

2. ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΤΣΑΓΓΑΡΗΣ,

Εφεσείoντες,

v.

ΑΝΔΡΕΑ ΠΑΤΣΑΛΙΔΗ,

Εφεσιβλήτου.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 87/2009)

 

Αστικά αδικήματα ― Ανακριβής δήλωση ― Άρθρο 36 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ.148 ― Επικύρωση πρωτόδικης κρίσης με την οποία εκρίθη ότι συνιστούσε ανακριβή δήλωση η απόκρυψη από τον εφεσίβλητο, της πληροφόρησης περί της ταυτότητας του πραγματικού ιδιοκτήτη του ομόλογου που ο εφεσίβλητος αγόρασε και ότι αποτελούσε  πληροφορία η οποία σίγουρα θα τον επηρέαζε.

Αστικά αδικήματα ― Ανακριβής δήλωση γεγονότων ― Μπορεί να είναι προφορική ή γραπτή ή ακόμα να συνάγεται από τη συμπεριφορά ― Δεν συνιστά υπεράσπιση ο ισχυρισμός ότι η δήλωση δεν ήταν ουσιώδης ή ότι δεν μπορούσε να επηρεάσει ένα λογικό άνθρωπο ― Το κριτήριο είναι κατά πόσο η δήλωση επηρέασε τον ενάγοντα ― Δήλωση μπορεί να είναι ουσιώδης μεταξύ των διαδίκων αν και, δεν θα ήταν για το μέσο άνθρωπο ― Εξάλλου, η μη αποκάλυψη μέρους της αλήθειας μπορεί να καθιστά τη δήλωση θετικά αναληθή ― Αποτελεί ακόμα αγώγιμο λόγο όταν λανθασμένη δήλωση παραμείνει χωρίς να διορθωθεί, αν στο τέλος ο ενάγων βασίστηκε επ’ αυτής εναντίον των συμφερόντων του.

Αστικά αδικήματα ― Ψευδής, ανακριβή δήλωση ― Δεν είναι αναγκαίο να υπάρχει πρόθεση πρόκλησης απώλειας στον ενάγοντα ― Η μόνη αναγκαία πρόθεση είναι όπως ο ενάγων εξαπατηθεί και ενεργήσει με συγκεκριμένο τρόπο ― Ακόμα, αν ο ενάγων πράγματι βασίστηκε στη συγκεκριμένη ψευδή δήλωση δεν αποτελεί υπεράσπιση ότι ήταν αμελής ή ακόμα και ανόητος πιστεύοντας τη δήλωση.

[*1380]Αστικά αδικήματα ― Αποζημιώσεις συνεπεία ψευδών παραστάσεων ― Τη ζημία μπορεί να την υποστεί όταν και όπου ο ενάγων ενεργεί ή αρχίζει να ενεργεί βασιζόμενος στη ψευδή δήλωση, αλλά μπορεί και να έχει προκύψει σε μεταγενέστερο χρόνο και σε διαφορετικό μέρος ― Σκοπός των αποζημιώσεων στο αστικό αδίκημα της ψευδούς δήλωσης είναι όπως ο ενάγων βρεθεί στη θέση που θα ήταν αν δεν γινόταν σ’ αυτόν η συγκεκριμένη δήλωση.

Πολιτική Δικονομία ― Αίτηση για λεπτομέρειες ― Όταν διάδικος παραλείπει να υποβάλει αίτηση για λεπτομέρειες θεωρείται ότι έχει παραιτηθεί από αυτές, έτσι που να μη μπορεί κατά τη δίκη να αποκλείσει την εισαγωγή μαρτυρίας προς υποστήριξη κάποιου γενικού ισχυρισμού.

Ο εφεσίβλητος αγόρασε κατόπιν σχετικής συμφωνίας ένα από τα ομόλογα που είχε εκδώσει η εναγόμενη εταιρεία 1. Το ομόλογο όπως του αναφέρθηκε ανήκε σε κάποια κυρία, η οποία τελικά αποκαλύφθηκε ότι ήταν η εναγόμενη 5 και το διέθετε στην τιμή των £300.000.

Ύστερα από συνάντηση με τους εφεσείοντες («εναγόμενοι 3 και 4») ο εφεσίβλητος αγόρασε το ομόλογο στην τιμή των £300.000 και παρέδωσε στον εναγόμενο 3 επιταγή στο όνομα της εναγόμενης 5 για το ποσό των £300.000. Την ίδια μέρα ο εναγόμενος 4 κατέθεσε την επιταγή σε προσωπικό του λογαριασμό ο οποίος ανοίχτηκε ειδικά για το σκοπό αυτό. Tην επομένη απέσυρε από αυτόν το ποσό των £100.000 σε μετρητά, ενώ για το υπόλοιπο ποσό εξέδωσε τρεις επιταγές στο όνομα της εναγομένης 1 με αποτέλεσμα το υπόλοιπο του λογαριασμού να μηδενιστεί.

Η ονομαστική αξία του ομολόγου, ήταν  £100.000.

Ο εφεσίβλητος προέβη σε διάφορες έρευνες και όταν ανακάλυψε πως η επιταγή του είχε κατατεθεί στο λογαριασμό του εναγόμενου 4 κατάγγειλε την υπόθεση στην αστυνομία. Σχετικές έρευνες έδειξαν ότι ο εναγόμενος 4 ήταν κατά 80% δικαιούχος του ομόλογου το οποίο αγόρασε ο εφεσίβλητος. Το ομόλογο ήταν εγγεγραμμένο στο όνομα της εναγόμενης 5, αλλά στο σχετικό μητρώο της εναγόμενης 1, η εναγόμενη 5 ήταν δυνάμει συμφωνίας μεταξύ της ίδιας και του εναγόμενου 4, εμπιστευματοδόχος του τελευταίου.

Ο εφεσίβλητος καταχώρησε αγωγή στην οποία εξασφάλισε απόφαση υπέρ του και εναντίον των εναγομένων 3 και 4 για το ποσό των £200.000 πλέον τόκο και έξοδα, δεδομένου ότι οι υπόλοιπες £100.000 [*1381]θα επιστρέφονταν σ’ αυτόν από την εναγόμενη 1.

Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι υπό τις περιστάσεις η παράλειψη αποκάλυψης της ταυτότητας του εναγόμενου 4, ο οποίος  ήταν ο δεύτερος τη τάξει στην εναγόμενη 1 εταιρεία, ισοδυναμούσε με ψευδή δήλωση αναφορικά με την ταυτότητα του δικαιούχου του ομολόγου.

Το πρωτόδικο δικαστήριο σημείωσε ότι εφόσον εναγόμενοι γνώριζαν πως η δήλωσή τους ήταν αναληθής, υπήρχε ευθύνη, ενώ ήταν άσχετο ότι δεν ενήργησαν δολίως, δηλαδή με κακό κίνητρο με σκοπό να αποκτήσουν όφελος ή να προκαλέσουν ζημιά στον ενάγοντα.

Έφεση άσκησαν οι εναγόμενοι 3 και 4 και υποστήριξαν μεταξύ άλλων ότι:

α) Οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι προέβηκαν σε ψευδή παράσταση ότι η εναγόμενη 5 ήταν η δικαιούχος του ομολόγου και ότι ενεργώς απέκρυψαν την ιδιότητά της ως εμπιστευματοδόχου του εναγόμενου 4 ήταν λανθασμένες.

β) Εσφαλμένα ήταν και τα συμπεράσματα του δικαστηρίου 1) ότι είχαν υποχρέωση να αποκαλύψουν στον εφεσίβλητο τον πραγματικό δικαιούχο του ομολόγου 2) ότι οι πιο πάνω παραστάσεις και η απόκρυψη του πραγματικού ιδιοκτήτη ήταν ουσιώδεις και 3) ότι έγιναν με πρόθεση ο εφεσίβλητος να βασιστεί σ’ αυτές για να αγοράσει το ομόλογο, με αποτέλεσμα να ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις του αστικού αδικήματος της απάτης εντός της εννοίας του Άρθρου 36 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ.148.

γ)  Το δικαστήριο παρέλειψε να αξιολογήσει τα δεδομένα που ήταν ενώπιόν του ότι τα ομόλογα της εναγομένης 1 είχαν κατά τον ουσιώδη χρόνο υψηλή διαπραγματευτική αξία, ότι δεν υπήρχε ανάγκη εξεύρεσης αγοραστών ομολόγων της εναγομένης 1 και ότι ο εναγόμενος 4 δεν έψαχνε για αγοραστή του ομολόγου του.

δ) Υπήρξε ελλιπής δικογράφηση.

ε)  Το δικαστήριο λανθασμένα εξέδωσε απόφαση και εναντίον του εναγόμενου 3, αφού ο ίδιος δεν είχε προσωπικό συμφέρον από τη συγκεκριμένη συναλλαγή και το δικαστήριο άδικα τον χρέωσε με ένοχη πρόθεση σε σχέση με την επίδικη ψευδή παράσταση.

[*1382]Αποφασίστηκε ότι:

  1.  Ο εφεσίβλητος ήταν πολύ προσεκτικός στις κινήσεις του και ιδιαίτερα προβληματισμένος από το γεγονός ότι η κάτοχος του ομολόγου αξίωνε τριπλάσιο ποσό από την αξία του. Όπως δέχτηκε και το πρωτόδικο δικαστήριο οι παραστάσεις που ώθησαν τον εφεσίβλητο στην απόφαση να αγοράσει το ομόλογο, ήταν η διαβεβαίωση ότι η ιδιοκτήτρια χρειαζόταν χρήματα και δεν μπορούσε να περιμένει την ένταξη της εναγόμενης 1 στο Χρηματιστήριο. Η συγκεκριμένη πληροφορία δεν ήταν βέβαια ακριβής, αφού ο πραγματικός ιδιοκτήτης του ομόλογου δεν ήταν η εναγόμενη 5, αλλά ο εναγόμενος 4.

  2.  Το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος απέδιδε σημασία στον πραγματικό ιδιοκτήτη των μετοχών ενισχύεται από την μαρτυρία ότι όταν του προσφέρθηκαν μετοχές εταιρείας υπό ένταξη στο Χρηματιστήριο, ονομαστικής αξίας £100.000, αντί της τιμής των £130.000, αποφάσισε να μην προχωρήσει στην αγορά τους όταν πληροφορήθηκε ότι οι διευθυντές και ο κύριος μέτοχος της εταιρείας πωλούσαν τις δικές τους.

  3.  Δεν είχε σημασία η ενδεχόμενη υψηλή διαπραγματευτική αξία των ομολόγων κατά τον ουσιώδη χρόνο ή το ότι ο εναγόμενος 4 δεν έψαχνε για αγοραστή.  Γεγονός παραμένει ότι απέκρυψαν από τον εφεσίβλητο τον πραγματικό ιδιοκτήτη του ομόλογου, πληροφορία η οποία σίγουρα θα τον επηρέαζε.

  4.  Οι εναγόμενοι ευθύνονταν ανεξαρτήτως του κατά πόσο πράγματι είχαν πρόθεση ο εφεσίβλητος να υποστεί ζημία ή όχι.

  5.  Αναμφίβολα η παράσταση ότι το προς πώληση ομόλογο ανήκε σε κάποια κυρία και όχι στον εφεσείοντα-εναγόμενο 4, καλυπτόταν  σαφώς από τις δικογραφημένες λεπτομέρειες δόλου και ψευδών παραστάσεων εκ μέρους των εναγομένων, στην έκθεση απαίτησης. 

  6.  Ως προς το δεύτερο σκέλος της ψευδούς παράστασης, ότι δηλαδή η εναγόμενη 5 χρειαζόταν τα χρήματα και γι’ αυτό επιθυμούσε να το πωλήσει, επίσης καλυπτόταν από τα δικόγραφα αν και ήταν κάπως γενική. Βέβαια, οι εφεσείοντες παρέλειψαν να ζητήσουν, όπως είχαν το δικαίωμα, περαιτέρω και καλύτερες λεπτομέρειες.

  7.  Όμως, ακόμα κι’ αν αποκλειόταν το δεύτερο σκέλος της ψευδούς παράστασης, το πρώτο σκέλος της, ότι δηλαδή το ομόλογο ανήκε σε κάποιο τρίτο πρόσωπο και όχι στον εναγόμενο 4 που ήταν στέλεχος της εταιρείας, θα ήταν αρκετό να επηρεάσει την κρίση του [*1383]εφεσίβλητου, αφού όπως ο ίδιος ανέφερε, απέφυγε να αγοράσει μετοχές άλλης εταιρείας όταν έμαθε ότι στελέχη της πωλούσαν  τις δικές τους.

  8.  Το όλο εγερθέν ζήτημα του αριθμού των επισκέψεων του εφεσίβλητου στα γραφεία της εταιρείας ήταν, εν πάση περιπτώσει, δευτερεύον. Σημασία είχε το γεγονός ότι η συγκεκριμένη ψευδής παράσταση έγινε πριν ο εφεσίβλητος καταλήξει στην απόφαση να αγοράσει το ομόλογο.

  9.  Είναι σαφές ότι ο εφεσίβλητος ο οποίος περιγράφεται ως ένας σώφρων και επιτυχημένος επιχειρηματίας, αν γνώριζε ότι πωλητής του ομόλογου ήταν ο δεύτερος τη τάξει στην εταιρεία εναγόμενη 1, δεν θα προέβαινε στην αγορά του και μάλιστα στο τριπλάσιο της ονομαστικής του αξίας.

10.  Όλα τα πιο πάνω έδειχναν ακριβώς ότι έστω κι’ αν ο ίδιος ο Εναγόμενος 3 δεν είχε αποκομίσει οικονομικό όφελος από τη συναλλαγή, επιδίωξε με παράνομο τρόπο την εξυπηρέτηση των συμφερόντων του εναγόμενου 4.

11.  Ως προς τον ισχυρισμό ότι κατά το χρόνο της αγοράς ο εφεσίβλητος δεν υπέστη οποιαδήποτε ζημιά, ναι μεν ο ενάγων θα πρέπει να αποδείξει ζημία, αλλά τη ζημία δεν χρειάζεται απαραιτήτως να την έχει υποστεί κατά τη στιγμή κατά την οποία ενήργησε βασιζόμενος στη δήλωση.

12.  Πράγματι ο χρόνος μεταξύ της επιφύλαξης της απόφασης και της έκδοσής της πρωτόδικης απόφασης ήταν υπέρμετρα μακρύς.  Όσο όμως κι’ αν τέτοιες πρακτικές δεν είναι αποδεκτές στην απονομή της δικαιοσύνης, εν τούτοις δεν φαινόταν ότι οι εφεσείοντες είχαν καθ’ οιονδήποτε τρόπο επηρεαστεί ή υποστεί ζημία από την καθυστέρηση. Η παράβαση του σχετικού διαδικαστικού κανονισμού για την έκδοση των αποφάσεων εντός εύλογου χρόνου, δεν καθιστούσε την απόφαση άκυρη για μόνο αυτό το λόγο.

13.  Δεν μπορούσε να μη σημειωθεί το πολύπλοκο των επίδικων θεμάτων και ο όγκος της μαρτυρίας.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Κουρσουμά ν. Κοσμά (1991) 1 Α.Α.Δ. 973,

[*1384]Κλεάνθη ν. Σιάνιου (2009) 1 Α.Α.Δ. 180,

Diamond v. Bank of London & Montreal Ltd [1979] 1 All E.R. 561,

Γενικός Εισαγγελέας κ.ά. ν. Thamira Food Manufacturers Ltd (2004) 1 A.A.Δ. 377.

Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Παναγή, Π.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 5508/01), ημερομηνίας 4/2/2009.

Κ. Κακουλλή (κα), για Χρύση Δημητριάδη και Σία, για τους Εφεσείοντες.

Σ. Φασουλιώτης, για Χρ. Πουργουρίδη, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει ο Δικαστής Νικολαΐδης.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσίβλητος ο οποίος περιγράφεται ως επιτυχημένος επιχειρηματίας, στις αρχές Φεβρουαρίου του 2000 εκδήλωσε ενδιαφέρον για απόκτηση μετοχών στην εναγόμενη εταιρεία 1 Medochemie Ltd. Ύστερα από επαφή με τους χρηματιστές του προέκυψε ότι όλα τα ομόλογα της εναγομένης 1, 200 τον αριθμό, προς £100.000 έκαστο, είχαν διατεθεί. Υπήρχε, όμως, προς πώληση ομόλογο που ανήκε σε κάποια κυρία, η οποία τελικά αποκαλύφθηκε ότι ήταν η εναγόμενη 5, η οποία το διέθετε στην τιμή των £300.000.

Ύστερα από συνάντηση με τους εφεσείοντες («εναγόμενοι 3 και 4») αποφάσισε να αγοράσει το ομόλογο στην τιμή των £300.000.  Έτσι, στις 18.2.2000 παρέδωσε στον εναγόμενο 3 επιταγή στο όνομα της εναγόμενης 5 για το ποσό των £300.000. Την ίδια μέρα ο εναγόμενος 4 κατέθεσε την επιταγή σε προσωπικό του λογαριασμό ο οποίος ανοίχτηκε ειδικά για το σκοπό αυτό, ενώ την επομένη απέσυρε από αυτόν το ποσό των £100.000 σε μετρητά, ενώ για το υπόλοιπο ποσό εξέδωσε τρεις επιταγές στο όνομα της εναγομένης 1 με αποτέλεσμα το υπόλοιπο του λογαριασμού να μηδενιστεί.

Όταν ο εφεσίβλητος αντιλήφθηκε ότι υπήρχε το ενδεχόμενο [*1385]απόσυρσης της αίτησης της εναγομένης 1 προς εισαγωγή των μετοχών της στο Χρηματιστήριο, άρχισε να προβληματίζεται και να προβαίνει σε έρευνες αφού, όπως πληροφορήθηκε, σε μια τέτοια περίπτωση θα του επιστρεφόταν εντόκως μόνο η ονομαστική αξία του ομολόγου, δηλαδή το ποσό των £100.000.

Ο εφεσίβλητος προέβη σε διάφορες έρευνες και όταν ανακάλυψε πως η επιταγή του είχε κατατεθεί στο λογαριασμό του εναγόμενου 4 κατάγγειλε την υπόθεση στην αστυνομία. Σχετικές έρευνες έδειξαν ότι ο εναγόμενος 4 ήταν κατά 80% δικαιούχος του ομόλογου το οποίο αγόρασε ο εφεσίβλητος. Το ομόλογο ήταν εγγεγραμμένο στο όνομα της εναγόμενης 5, αλλά στο σχετικό μητρώο της εναγόμενης 1, η εναγόμενη 5 ήταν δυνάμει συμφωνίας μεταξύ της ίδιας και του εναγόμενου 4, εμπιστευματοδόχος του τελευταίου.

Ο εφεσίβλητος τελικά καταχώρησε αγωγή στην οποία εξασφάλισε απόφαση υπέρ του και εναντίον των εναγομένων 3 και 4 για το ποσό των £200.000 πλέον τόκο ως και έξοδα, δεδομένου ότι οι υπόλοιπες £100.000 θα επιστρέφονταν σ’ αυτόν από την εναγόμενη 1.

Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι υπό τις περιστάσεις η παράλειψη αποκάλυψης της ταυτότητας του εναγόμενου 4, ο οποίος σημειωτέον ήταν ο δεύτερος τη τάξει στην εναγόμενη 1 εταιρεία, ισοδυναμούσε με ψευδή δήλωση αναφορικά με την ταυτότητα του δικαιούχου του ομολόγου. Το πρωτόδικο δικαστήριο σημείωσε ότι αν εναγόμενος γνώριζε πως η δήλωσή του είναι αναληθής, υπήρχε ευθύνη, ενώ ήταν άσχετο ότι δεν ενήργησε δολίως, δηλαδή με κακό κίνητρο με σκοπό να αποκτήσει όφελος ή να προκαλέσει ζημιά στον ενάγοντα.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσίβλητου υπέβαλε ότι από τους εναγόμενους 3 και 4 έγιναν οι κάτωθι δηλώσεις με σκοπό να πεισθεί ο εφεσίβλητος να αγοράσει το ομόλογο:

« (i) …… επρόκειτο για καλή επενδυτική ευκαιρία αν αναλογιστεί κανείς ότι μετοχές άλλων, όχι τόσο σημαντικών εταιρειών εισάγονται στο ΧΑΚ με τιμή ανοίγματος £5-£6, πόσο μάλλον οι μετοχές της Εναγόμενης 1 η αξία της οποίας ήταν πολύ καλά γνωστή. Λαμβανομένου αυτού υπόψην οι μετοχές της Εναγόμενης 1 θα εισάγονταν στο Χρηματιστήριο με τιμή ανοίγματος μέχρι και £10.

(ii)   Ότι άλλα ομόλογα όπως το επίδικο πωλήθηκαν στη Λευ[*1386]κωσία μέσω δικηγορικών γραφείων για £500.000 ακόμα και £800.000.

(iii)  Ότι ο πωλητής του ομολόγου ήταν απλώς κάποια κυρία η οποία για δικούς της λόγους είχε ανάγκη να πωλήσει το ομόλογο».

Ως προς τη δήλωση (ii) το δικαστήριο συμφώνησε με το δικηγόρο του εφεσίβλητου ότι από τη στιγμή που ο πιο πάνω ισχυρισμός δεν είχε αποδειχθεί, δεν μπορούσε να γίνει περαιτέρω λόγος για ψευδείς παραστάσεις ή απάτη ως προς τη συγκεκριμένη δήλωση.

Ως προς τη δήλωση (iii) το δικαστήριο δέχτηκε ότι ο εναγόμενος 3 είχε παραστήσει στον εφεσίβλητο πως η δικαιούχος του ομολόγου ήταν κάποια κυρία, η οποία διέθετε προς πώληση το ομόλογό της για το ποσό των £300.000 ενώ στην πραγματικότητα, δικαιούχος ήταν ουσιαστικά ο εναγόμενος 4. Όταν ο εφεσίβλητος του κοινοποίησε την απόφαση να αγοράσει το ομόλογο, ο εναγόμενος 3 του έδωσε οδηγίες να μεριμνήσει για την έκδοση τραπεζικής επιταγής στο όνομα της εναγομένης 5, ενώ ετοίμασε έγγραφο το οποίο υπέγραψαν ο εφεσίβλητος και η εναγόμενη 5 ως συμβαλλόμενα μέρη, με το οποίο η τελευταία αναγνώριζε ότι έλαβε το ποσό των £300.000 έναντι του ανταλλάγματος. Αναλάμβανε ακόμα όπως λάβει όλα τα αναγκαία διαβήματα για να μεταφερθεί το ομόλογό της επ’ ονόματι του εφεσίβλητου. Ο εναγόμενος 3 γνώριζε ότι η εναγόμενη 5 ήταν εγγεγραμμένη κάτοχος ως εμπιστευματοδόχος του εναγόμενου 4.

Με την παρούσα έφεση οι εναγόμενοι 3 και 4 προσέβαλαν την πρωτόδικη απόφαση. Υποστηρίζουν ότι οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι προέβηκαν σε ψευδή παράσταση ότι η εναγόμενη 5 ήταν η δικαιούχος του ομολόγου και ότι ενεργώς απέκρυψαν την ιδιότητά της ως εμπιστευματοδόχου του εναγόμενου 4 είναι λανθασμένες. Εσφαλμένο είναι επίσης, υποστηρίζουν και το συμπέρασμα του δικαστηρίου ότι είχαν υποχρέωση να αποκαλύψουν στον εφεσίβλητο τον πραγματικό δικαιούχο του ομολόγου.  Ισχυρίζονται ότι ο εφεσίβλητος έδειξε μεγάλη σπουδή και διακαή επιθυμία να αποκτήσει το ομόλογο και οι εναγόμενοι 3 και 4 δεν μπορούσαν να φανταστούν ότι αυτός θα είχε επιφυλάξεις αν γνώριζε ότι πραγματικός δικαιούχος του ομόλογου ήταν βασικά ο εναγόμενος 4. Επισημαίνουν ότι ουδέποτε ο εφεσίβλητος ενδιαφέρθηκε να ζητήσει οποιεσδήποτε πληροφορίες για την εγγεγραμμένη κάτοχο του ομολόγου.

[*1387]Είναι ακόμα η θέση τους ότι εσφαλμένες είναι και οι διαπιστώσεις του δικαστηρίου ότι οι πιο πάνω παραστάσεις και η απόκρυψη του πραγματικού ιδιοκτήτη ήταν ουσιώδεις και ότι έγιναν με πρόθεση ο εφεσίβλητος να βασιστεί σ’ αυτές για να αγοράσει το ομόλογο, με αποτέλεσμα να ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις του αστικού αδικήματος της απάτης εντός της εννοίας του Άρθρου 36 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148.  Περαιτέρω, σύμφωνα πάντα με τους εφεσείοντες, το δικαστήριο παρέλειψε να αξιολογήσει τα δεδομένα που ήταν ενώπιόν του ότι τα ομόλογα της εναγομένης 1 είχαν κατά τον ουσιώδη χρόνο υψηλή διαπραγματευτική αξία, ότι δεν υπήρχε ανάγκη εξεύρεσης αγοραστών ομολόγων της εναγομένης 1 και ότι ο εναγόμενος 4 δεν έψαχνε για αγοραστή του ομολόγου του.

Ο ισχυρισμός των εφεσειόντων στον πρώτο λόγο έφεσης ότι ο εφεσίβλητος ήταν προαποφασισμένος να αγοράσει το ομόλογο και ότι τίποτε από ό,τι του ανέφερε ο εναγόμενος 3 μπορούσε να επηρεάσει την απόφασή του, δεν φαίνεται να στηρίζεται από τη μαρτυρία. Αντίθετα, φαίνεται ότι ο εφεσίβλητος ήταν πολύ προσεκτικός στις κινήσεις του και ιδιαίτερα προβληματισμένος από το γεγονός ότι η κάτοχος του ομολόγου αξίωνε τριπλάσιο ποσό από την αξία του. Όπως δέχτηκε και το πρωτόδικο δικαστήριο οι παραστάσεις που ώθησαν τον εφεσίβλητο στην απόφαση να αγοράσει το ομόλογο, ήταν η διαβεβαίωση ότι η ιδιοκτήτρια χρειαζόταν χρήματα και δεν μπορούσε να περιμένει την ένταξη της εναγόμενης 1 στο Χρηματιστήριο. Η συγκεκριμένη πληροφορία δεν είναι βέβαια ακριβής, αφού ο πραγματικός ιδιοκτήτης του ομόλογου δεν ήταν η εναγόμενη 5, αλλά ο εναγόμενος 4.

Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα Winfield and Jolowicz on Tort, 12η έκδοση, σελ. 262, ανακριβής δήλωση γεγονότων μπορεί να είναι προφορική ή γραπτή ή ακόμα να συνάγεται από τη συμπεριφορά. Αν ο εναγόμενος επίτηδες ενεργεί με τρόπο που υπολογίζει να εξαπατήσει τον ενάγοντα, υφισταμένων βεβαίως και των άλλων προϋποθέσεων του αστικού αδικήματος, ο εναγόμενος είναι τόσο υπεύθυνος για απάτη, όπως θα ήταν αν προέβαινε σε ψευδή δήλωση ως προς τα γεγονότα.

Δεν συνιστά υπεράσπιση ο ισχυρισμός ότι η δήλωση δεν ήταν ουσιώδης ή ότι δεν μπορούσε να επηρεάσει ένα λογικό άνθρωπο.  Το κριτήριο είναι κατά πόσο η δήλωση επηρέασε τον ενάγοντα.  Δήλωση μπορεί να είναι ουσιώδης μεταξύ των διαδίκων άνκαι, δεν θα ήταν για το μέσο άνθρωπο (Salmond and Heuston on the Law of Torts, 19η έκδοση, σελ. 439). Εξάλλου, η μη αποκάλυψη μέρους της [*1388]αλήθειας μπορεί να καθιστά τη δήλωση θετικά αναληθή. Αποτελεί ακόμα αγώγιμο λόγο όταν λανθασμένη δήλωση παραμείνει χωρίς να διορθωθεί, αν στο τέλος ο ενάγων βασίστηκε επ’ αυτής εναντίον των συμφερόντων του.

Το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος απέδιδε σημασία στον πραγματικό ιδιοκτήτη των μετοχών ενισχύει και η μαρτυρία ότι όταν του προσφέρθηκαν μετοχές εταιρείας υπό ένταξη στο Χρηματιστήριο, ονομαστικής αξίας £100.000, αντί της τιμής των £130.000, αποφάσισε να μην προχωρήσει στην αγορά τους όταν πληροφορήθηκε ότι οι διευθυντές και ο κύριος μέτοχος της εταιρείας πωλούσαν τις δικές τους.

Με το δεύτερο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες υποστηρίζουν ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο εφάρμοσε αρχές οι οποίες δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην περίπτωση της στοιχειοθέτησης του αστικού αδικήματος σύμφωνα με το Άρθρο 36 του Κεφ. 148.  Ειδικότερα υποστηρίζουν ότι εσφαλμένα δεν κατηύθυνε τη σκέψη του στο κατά πόσο υπήρξε ανεντιμότητα στη συμπεριφορά των εφεσειόντων ή ότι κατέληξε εσφαλμένα στο συμπέρασμα ότι υπήρξε. Δεν έλαβε υπ’ όψιν το δικαστήριο, σύμφωνα πάντα με τους εφεσείοντες, ότι τα ομόλογα της εναγόμενης 1 είχαν κατά τον ουσιώδη χρόνο υψηλή διαπραγματευτική αξία, ότι δεν υπήρχε ανάγκη εξεύρεσης αγοραστών ομολόγων της εναγομένης 1, ότι ο εναγόμενος 4 δεν έψαχνε για αγοραστή για το ομόλογό του και τέλος ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο, οι εναγόμενοι 3 και 4 δεν γνώριζαν ούτε θεωρούσαν ότι υπήρχε σοβαρή πιθανότητα να μην εισαγόταν η εναγόμενη 1 στο Χρηματιστήριο.

Δεν έχει σημασία η ενδεχόμενη υψηλή διαπραγματευτική αξία των ομολόγων κατά τον ουσιώδη χρόνο ή το ότι ο εναγόμενος 4 δεν έψαχνε για αγοραστή. Γεγονός παραμένει  ότι απέκρυψαν από τον εφεσίβλητο τον πραγματικό ιδιοκτήτη του ομόλογου, πληροφορία η οποία σίγουρα θα τον επηρέαζε.

Εξ άλλου το δικαστήριο δεν αναφέρθηκε σε δόλο αλλά σε σκοπό απόκτησης οφέλους ή πρόκλησης ζημίας στον εφεσίβλητο. Μάλιστα δεν είναι απαραίτητο να υπάρχει πρόθεση πρόκλησης ζημίας στον ενάγοντα. Είναι αρκετό ότι ο ενάγων είχε πρόθεση να ενεργήσει βασιζόμενος στη δήλωση των εναγομένων και ότι πράγματι ενήργησε επ’ αυτής με τον τρόπο που αναμενόταν. Οι εναγόμενοι ευθύνονται ανεξαρτήτως του κατά πόσο πράγματι είχαν πρόθεση ο εφεσίβλητος να υποστεί ζημία ή όχι. Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε εμφαντικά στο συμπέρασμα ότι ο εναγόμενος 3 [*1389]με πρόθεση να βασιστεί ο εφεσίβλητος σ’ αυτή, προέβη στη συγκεκριμένη παράσταση με σκοπό να αγοραστεί το ομόλογο για το ποσό των £300.000 εξυπηρετώντας έτσι τον εναγόμενο 4.

Οι εφεσείοντες υποστηρίζουν ότι το δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε στο συμπέρασμα αναφορικά με την επίμαχη ψευδή παράσταση που έγινε από τον εναγόμενο 3 καθότι αυτή δεν ήταν δικογραφημένη. Η ψευδής παράσταση ήταν βεβαίως η δήλωση ότι υπήρχε ένα ομόλογο το οποίο ανήκε σε μία κυρία η οποία ήταν αναγκασμένη να το πωλήσει. Οι εφεσείοντες υποστηρίζουν ότι δεν είχαν δοθεί στην έκθεση απαίτησης λεπτομέρειες του ισχυρισμού ότι οι ίδιοι είχαν παραστήσει ή ότι η εναγόμενη 5 πωλούσε το ομόλογο επειδή είχε ανάγκη χρημάτων.

Αναμφίβολα η παράσταση ότι το προς πώληση ομόλογο ανήκε σε κάποια κυρία και όχι στον εφεσείοντα-εναγόμενο 4, καλύπτεται σαφώς από τις λεπτομέρειες (β), (γ) και (δ) των λεπτομερειών δόλου και ψευδών παραστάσεων εκ μέρους των εναγομένων στην έκθεση απαίτησης. Ως προς το δεύτερο σκέλος της ψευδούς παράστασης, ότι δηλαδή η εναγόμενη 5 χρειαζόταν τα χρήματα και γι’ αυτό επιθυμούσε να το πωλήσει, συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο ότι καλύπτεται από την παράγραφο (κ) των λεπτομερειών δόλου στην Έκθεση Απαίτησης, άνκαι πράγματι η αναφορά αυτή είναι κάπως γενική.

Βέβαια, σημειώνουμε επίσης ότι οι εφεσείοντες παρέλειψαν να ζητήσουν, όπως είχαν το δικαίωμα, περαιτέρω και καλύτερες λεπτομέρειες. Στην υπόθεση Κουρσουμά ν. Κοσμά (1991) 1 Α.Α.Δ. 973, αποφασίστηκε ότι όταν διάδικος παραλείπει να υποβάλει αίτηση για λεπτομέρειες θεωρείται ότι έχει παραιτηθεί από αυτές, έτσι που να μη μπορεί κατά τη δίκη να αποκλείσει την εισαγωγή μαρτυρίας προς υποστήριξη κάποιου γενικού ισχυρισμού.

Όμως, ακόμα κι’ αν αποκλειόταν το δεύτερο σκέλος της ψευδούς παράστασης, κρίνουμε ότι το πρώτο σκέλος της, ότι δηλαδή το ομόλογο ανήκε σε κάποιο τρίτο πρόσωπο και όχι στον εναγόμενο 4 που ήταν στέλεχος της εταιρείας, θα ήταν αρκετό να επηρεάσει την κρίση του εφεσίβλητου, αφού όπως ο ίδιος ανέφερε, απέφυγε να αγοράσει μετοχές άλλης εταιρείας όταν έμαθε ότι στελέχη της πωλούσαν τις δικές τους.

Οι εφεσείοντες παραπονούνται ακόμα ότι το πρωτόδικο δικαστήριο αξιολογώντας λανθασμένα τη μαρτυρία του εφεσίβλητου και των εφεσειόντων, αποδέχτηκε τον ισχυρισμό του εφεσίβλητου [*1390]ότι επισκέφθηκε τα γραφεία της εναγομένης 1 εταιρείας τρεις φορές, αντί δύο, και ότι πείσθηκε εκεί από όσα του ανέφερε ο εναγόμενος 3 για να αγοράσει το ομόλογο. Αν δεν ήταν έτσι όμως τα πράγματα, συνεχίζει ο συλλογισμός των εφεσειόντων, συνάγεται ότι ο εφεσίβλητος είχε ήδη προαποφασίσει την αγορά του ομόλογου και τίποτε από όσα είχαν λεχθεί από οποιονδήποτε των εφεσειόντων δεν είχαν επιδράσει στην απόφασή του.

Και αυτός ο λόγος έφεσης θα πρέπει να απορριφθεί. Όπως πολύ ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο επισημαίνει, το όνομα του εφεσίβλητου δεν παρουσιάζεται στην κατάσταση επισκεπτών της εταιρείας στην περίοδο 8.2.2000 μέχρι 17.2.2000, ενώ παρουσιάζεται στην κατάσταση της περιόδου 18.2.2000 έως 22.2.2000 και συγκεκριμένα στις 18 και 22.2.2000.  Στην απόφαση επισημαίνεται ότι η εναγόμενη 5, της οποίας επίσης το όνομα δεν εμφανίζεται στις πιο πάνω καταστάσεις επισκεπτών, υπέγραψε τα τεκμήρια 1 και 2 στα γραφεία της εταιρείας, σε ημερομηνίες που περιλαμβάνονται στις καταστάσεις επισκεπτών. Επισημαίνει ακόμα ότι το πρόσωπο που ήταν επιφορτισμένο για τον έλεγχο της εισόδου ατόμων στο κτίριο της εταιρείας και που θα μπορούσε να διαφωτίσει το δικαστήριο, δεν κλήθηκε ως μάρτυρας. Κατέληξε, ορθά πιστεύουμε, ότι δεν μπορεί να εξαχθεί ασφαλές συμπέρασμα ότι όλοι οι επισκέπτες, σε όλες ανεξαιρέτως τις περιπτώσεις υπέγραφαν τις καταστάσεις, διαπίστωση που αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο την πρώτη φορά που ο εφεσίβλητος επισκέφθηκε την εταιρεία να μην υπέγραψε.

Θεωρούμε αχρείαστη την περαιτέρω ανάλυση του θέματος. Καταλήγουμε ότι η ανάπτυξη στην οποία προβαίνει εκτεταμένα το πρωτόδικο δικαστήριο, είναι καθ’ όλα πειστική και πλήρης.

Από την άλλη θεωρούμε ότι το όλο ζήτημα του αριθμού των επισκέψεων του εφεσίβλητου στα γραφεία της εταιρείας είναι, εν πάση περιπτώσει, δευτερεύον, γιατί το δικαστήριο έχει δεχτεί ότι ο εφεσίβλητος πριν την υπογραφή της συμφωνίας είχε συνάντηση με τον εναγόμενο 3, κατά την οποία πληροφορήθηκε για πρώτη φορά την τιμή πώλησης των μετοχών αντί του ποσού των £300.000, ποσό το οποίο του προκάλεσε ανησυχία. Η μαρτυρία αυτή υποστηρίζεται όχι μόνο από τον εφεσίβλητο, αλλά και από τους Χαρίτου και Γεωργίου, τη μαρτυρία των οποίων το δικαστήριο αποδέχτηκε ως αληθή. Σημασία είχε το γεγονός ότι η συγκεκριμένη ψευδής παράσταση έγινε πριν ο εφεσίβλητος καταλήξει στην απόφαση να αγοράσει το ομόλογο.

Οι εφεσείοντες παραπονούνται περαιτέρω ότι το πρωτόδικο [*1391]δικαστήριο λανθασμένα αποδέχτηκε τον ισχυρισμό του εφεσίβλητου ότι όντως δεν θα αγόραζε το ομόλογο αν γνώριζε ότι ο εναγόμενος 4 ήταν ο πραγματικός δικαιούχος.

Είναι πάγια νομολογημένο ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει στο έργο αξιολόγησης της μαρτυρίας από το πρωτόδικο δικαστήριο εκτός αν τα συμπεράσματά του είναι παράλογα αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία (Κλεάνθη ν. Σιάνιου (2009) 1 Α.Α.Δ. 180).

Έχει γίνει αποδεχτή η κατάθεση του εφεσίβλητου, αλλά και του Μ.Ε. 4 Ανδρέα Ζαχαρίου, σύμφωνα με τις οποίες την ίδια περίπου περίοδο ο εφεσίβλητος απέρριψε πρόταση για αγορά πακέτου μετοχών υπό ένταξη εταιρείας, ονομαστικής αξίας £100.000 στην τιμή των £130.000, όταν πληροφορήθηκε ότι ανάμεσα στους πωλητές των μετοχών ήσαν τόσο οι διευθυντές όσο και ο κύριος μέτοχός της.

Είναι σαφές ότι ο εφεσίβλητος ο οποίος περιγράφεται ως ένας σώφρων και επιτυχημένος επιχειρηματίας, αν γνώριζε ότι πωλητής του ομόλογου ήταν ο δεύτερος τη τάξει στην εταιρεία εναγόμενη 1, δεν θα προέβαινε στην αγορά του και μάλιστα στο τριπλάσιο της ονομαστικής του αξίας.

Οι εφεσείοντες υποστηρίζουν ακόμα ότι το δικαστήριο γενικά προέβη σε εσφαλμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσίβλητου.  Εξειδικεύοντας το παράπονό τους εισηγούνται ότι το δικαστήριο εσφαλμένα δεν έλαβε υπ’ όψιν ότι ο εφεσίβλητος ισχυρίστηκε ότι ήταν πολύ προβληματισμένος για την πράξη και ότι έγιναν δήθεν πολλές προσπάθειες για να πεισθεί. Την ίδια ώρα προκύπτει ότι προέβη στην αγορά του ομόλογου μέσα σε δύο μέρες μόνο. Στον ίδιο λόγο έφεσης δίδονται και άλλα παραδείγματα γιατί το δικαστήριο λανθασμένα αξιολόγησε και δέχτηκε τη μαρτυρία του εφεσίβλητου.

Δεν έχουμε πεισθεί ότι το δικαστήριο προέβη σε εσφαλμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσίβλητου. Έχοντας πάντα υπ’ όψιν τη δυσκολία με την οποία το Εφετείο αναμειγνύεται και μεταβάλλει τα συμπεράσματα πρωτόδικου δικαστηρίου επί της αξιολόγησης μαρτυρίας, δεν μπορούμε να καταλήξουμε ότι το δικαστήριο λανθασμένα αποδέχτηκε τη μαρτυρία του εφεσίβλητου.  Εξ άλλου το μέγεθος του προβληματισμού κάποιου δεν είναι πάντα ανάλογο με το μήκος του χρόνου.

[*1392]Οι εφεσείοντες υποστηρίζουν ότι το δικαστήριο λανθασμένα εξέδωσε απόφαση και εναντίον του εναγόμενου 3, αφού ο ίδιος δεν είχε προσωπικό συμφέρον από τη συγκεκριμένη συναλλαγή και το δικαστήριο άδικα τον χρέωσε με ένοχη πρόθεση σε σχέση με την επίδικη ψευδή παράσταση.

Όπως τονίζεται και στο σύγγραμμα Salmond and Heuston, On The Law of Torts, 19η έκδοση, σελ. 438, δεν είναι αναγκαίο να υπάρχει πρόθεση πρόκλησης απώλειας στον ενάγοντα. Η μόνη αναγκαία πρόθεση είναι όπως ο ενάγων εξαπατηθεί και ενεργήσει με συγκεκριμένο τρόπο. Και αν το φυσικό και πιθανό αποτέλεσμα της ενέργειάς του αυτής είναι να υποστεί ο ενάγων οποιαδήποτε απώλεια, ο εναγόμενος ευθύνεται γι’ αυτή, ανεξαρτήτως του κατά πόσο είχε σκοπό την πρόκληση της απώλειας. Ακόμα, αν ο ενάγων πράγματι βασίστηκε στη συγκεκριμένη ψευδή δήλωση δεν αποτελεί υπεράσπιση ότι ήταν αμελής ή ακόμα και ανόητος πιστεύοντας τη δήλωση. ΄Η ακόμα κι’ αν είχε κάθε ευκαιρία να ανακαλύψει την αλήθεια. Υπεράσπιση δεν αποτελεί ούτε η θέση ότι η δήλωση δεν ήταν ουσιώδης ή ότι δεν θα επηρέαζε ένα εύλογο άτομο. Η ερώτηση η οποία πρέπει να τίθεται, είναι κατά πόσο η δήλωση ήταν πραγματική παρακίνηση προς τον ενάγοντα. Η δήλωση μπορεί να είναι ουσιώδης μεταξύ των συμβαλλομένων, άνκαι όχι προς ένα συνήθη άνθρωπο.

Στην παρούσα υπόθεση το δικαστήριο δέχτηκε ότι η συγκεκριμένη παράσταση έγινε με πρόθεση να βασιστεί ο εφεσίβλητος σ’ αυτή και να αγοράσει το ομόλογο αντί ποσού £300.000 με τον εναγόμενο 3 να εξυπηρετεί έτσι το συνάδελφό του, εναγόμενο 4. Ακόμα το δικαστήριο δέχτηκε και σωστά ότι ο εναγόμενος 3 παρέλειψε να αποκαλύψει την ταυτότητα του πραγματικού δικαιούχου του ομόλογου ακόμη κι’ όταν μεταγενέστερα ο εφεσίβλητος ζήτησε τη βοήθειά του για να εντοπίσει την εναγόμενη 5, με την πρόθεση να παρακαλέσει να του επιστρέψει μέρος των χρημάτων του μετά τη ματαίωση της προσπάθειας για ένταξη της εταιρείας στο Χρηματιστήριο.

Όλα τα πιο πάνω δείχνουν ακριβώς ότι έστω κι’ αν ο ίδιος δεν είχε αποκομίσει οικονομικό όφελος από τη συναλλαγή, επιδίωξε με παράνομο τρόπο την εξυπηρέτηση των συμφερόντων του εναγόμενου 4.

Οι εφεσείοντες παραπονούνται ότι κακώς το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι ο εφεσίβλητος υπέστη οποιαδήποτε ζημιά από την αγορά του ομόλογου αφού η τιμή διαπραγμάτευσης του κατά [*1393]τον ουσιώδη χρόνο ήταν πολλαπλάσια της  ονομαστικής του αξίας και συνεπώς ο εφεσίβλητος δεν υπέστη οποιαδήποτε ζημιά αγοράζοντας το σε τριπλάσια τιμή. Περαιτέρω προσβάλουν το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η ακύρωση της συμφωνίας δεν ήταν εφικτή για τον εφεσίβλητο επειδή το αρχικό ομόλογο το οποίο είχε αγοράσει έπαυσε να υφίσταται πλέον, αφού είχε αντικατασταθεί στη συνέχεια με άλλο. Έτσι η κατάληξη ότι η μοναδική θεραπεία που ήταν διαθέσιμη σ’ αυτόν ήταν η αγωγή για αποζημιώσεις  στη βάση του αστικού αδικήματος της απάτης, δεν είναι ορθή.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι εφεσείοντες στην τελική αγόρευση της δικηγόρου τους ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου εισηγήθηκαν ακριβώς το αντίθετο. Όπως επισημαίνει και το πρωτόδικο δικαστήριο, κατά την τελική της αγόρευση εισηγήθηκε πως ο εφεσίβλητος επέλεξε να εκτελέσει τη συμφωνία υποβάλλοντας στις 9.7.2001, αίτηση αποπληρωμής του ομολόγου. Επισήμανε επίσης ότι ουδέποτε σε εκείνο το στάδιο ανέφερε ότι θεωρεί τη συναλλαγή ακυρώσιμη συνεπεία ψευδών παραστάσεων και ούτε επιδίωξε την ακύρωση της συμφωνίας, ενώ η ακύρωση δεν είναι πλέον εφικτή, αφού το αντικείμενο της συμφωνίας δεν υφίσταται αναλλοίωτο.

Δεν αντέχει σε σοβαρή κριτική ο ισχυρισμός ότι το αρχικό ομόλογο αντικαταστάθηκε με αποτέλεσμα να πάψει να υφίσταται επειδή μετά τη σύναψη της επίδικης συμφωνίας, αντικαταστάθηκε από άλλο ομόλογο στο όνομα του εφεσίβλητου. Περαιτέρω θα πρέπει να σημειωθεί ότι δεν δόθηκε οποιαδήποτε μαρτυρία για την ύπαρξη αγορών ομολόγων για ποσά μεγαλύτερα από την αρχική τους αξία, εκτός της απλής αναφοράς σε φήμες που μιλούσαν για συναλλαγές που έγιναν σε τιμές ακόμα και πενταπλάσιες της ονομαστικής αξίας των ομολόγων, για τις οποίες όμως δεν έγινε οποιαδήποτε συγκεκριμένη αναφορά.

Ως προς το ότι κατά το χρόνο της αγοράς ο εφεσίβλητος δεν υπέστη οποιαδήποτε ζημιά, θα πρέπει να πούμε ότι στο σύγγραμμα Salmond and Heuston On The Law of Torts, ανωτέρω, σελ. 439, αναφέρεται ότι ο ενάγων θα πρέπει να αποδείξει μεν ζημία, αλλά τη ζημία δεν χρειάζεται απαραιτήτως να την έχει υποστεί κατά τη στιγμή κατά την οποία ενήργησε βασιζόμενος στη δήλωση.

Στην υπόθεση Diamond v. Bank of London & Montreal Ltd [1979] 1 All E.R. 561, το δικαστήριο έδειξε ότι τη ζημία μπορεί να την υποστεί όταν και όπου ο ενάγων ενεργεί ή αρχίζει να ενεργεί [*1394]βασιζόμενος στη ψευδή δήλωση, αλλά μπορεί και να έχει προκύψει σε μεταγενέστερο χρόνο και σε διαφορετικό μέρος.

Σκοπός των αποζημιώσεων στο αστικό αδίκημα της ψευδούς δήλωσης είναι όπως ο ενάγων βρεθεί στη θέση που θα ήταν αν δεν γινόταν σ’ αυτόν η συγκεκριμένη δήλωση. Ο βασικός υπολογισμός γίνεται συνήθως μεταξύ της τιμής που πληρώθηκε και της αγοραστικής αξίας της περιουσίας ή των αγαθών κατά το χρόνο της πώλησης.

Οι εφεσείοντες τέλος υποστηρίζουν ότι η διάγνωση της αστικής τους ευθύνης έγινε κατά παράβαση του δικαιώματός τους για δίκη εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος το οποίο κατοχυρώνει το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος και το Άρθρο 6.1 της Ευρωπαϊκής  Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Υποστηρίζουν ότι η δικαστική απόφαση με την οποία ολοκληρώθηκε η πρωτόδικη διαδικασία εκδόθηκε οκτώμιση περίπου χρόνια μετά την καταχώριση της αγωγής. Συγκεκριμένα η απόφαση επιφυλάχθηκε τον Αύγουστο του 2006 και εκδόθηκε το Φεβράρη του 2009.

Πράγματι ο χρόνος που έχει παρέλθει είναι απαράδεκτα μεγάλος, ενώ ο χρόνος μεταξύ της επιφύλαξης της απόφασης και της έκδοσής της υπέρμετρα μακρύς. Όσο όμως κι’ αν τέτοιες πρακτικές δεν είναι αποδεκτές στην απονομή της δικαιοσύνης, εν τούτοις δεν φαίνεται ότι οι εφεσείοντες έχουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο επηρεαστεί ή υποστεί ζημία από την καθυστέρηση. Είναι αλήθεια ότι οι εφεσείοντες δεν ευθύνονται για την καθυστέρηση, αλλά ακόμα και η παράβαση του σχετικού διαδικαστικού κανονισμού για την έκδοση των αποφάσεων εντός εύλογου χρόνου, δεν καθιστά την απόφαση άκυρη για μόνο αυτό το λόγο.

Χωρίς πρόθεση να δικαιολογήσουμε τον πρωτόδικο δικαστή για την καθυστέρηση, δεν μπορούμε να μη σημειώσουμε το πολύπλοκο των επίδικων θεμάτων και τον όγκο της μαρτυρίας (Γενικός Εισαγγελέας κ.ά. ν. Thamira Food Manufacturers Ltd (2004) 1 A.A.Δ. 377).

Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το δικαστήριο, πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο