Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Κοντέας ν. Ανδρέα Αναστάση Μιχαήλ και άλλων (2012) 1 ΑΑΔ 1604

(2012) 1 ΑΑΔ 1604

[*1604]17 Ιουλίου, 2012

[KΡΑΜΒΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗ ΠΙΣΤΩΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΚΟΝΤΕΑΣ,

Εφεσείοντες-Ενάγοντες-Αιτητές,

v.

1.        ΑΝΔΡΕΑ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΜΙΧΑΗΛ,

2.        ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΜΙΧΑΗΛ,

3.        ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΑΝΔΡΙΤΗ,

4.        ΧΡΙΣΤΑΚΗ ΜΙΧΑΗΛ,

5.        ΒΑΣΟΥΛΑΣ ΜΑΝΔΡΙΤΗ-ΜΙΧΑΗΛ,

Εφεσιβλήτων-Εναγομένων-Καθ’ ων η αίτηση.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 459/2011)

 

Πολιτική Δικονομία ― Αίτηση για ανανέωση δικαστικής απόφασης ― Δ.40, Θ. 8 ― Παραμερισμός πρωτόδικης απόφασης με την οποία απορρίφθηκε αίτηση για ανανέωση δικαστικής απόφασης η οποία καταχωρήθηκε δια κλήσεως.

Πολιτική Δικονομία ― Αίτηση για ανανέωση δικαστικής απόφασης ― Δ.40, Θ. 8 ― Αρχές που εφαρμόζονται ― Νομολογιακή επισκόπηση ― Θα πρέπει η ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση να περιέχει την ημερομηνία, το αρχικό ποσό της απόφασης και το οφειλόμενο ακόμα ποσό, να αναφέρει ότι ο αιτητής δικαιούται σε εκτέλεση της απόφασης και να αιτιολογεί την καθυστέρηση.

Πολιτική Δικονομία ― Αίτηση για ανανέωση δικαστικής απόφασης ― Δ.40, Θ. 8 ― Ο κανόνας είναι ότι η διακριτική ευχέρεια πρέπει να είναι ενάντια της έγκρισης της αίτησης μετά την παρέλευση των 6 ετών (τώρα 10) εκτός αν υπάρχουν τέτοια γεγονότα που η δικαιοσύνη εξυπηρετείται καλύτερα με την έγκριση της αίτησης ― Με δεδομένο ότι μετά τα 6 χρόνια δεν επιτρέπεται εκτέλεση χωρίς την άδεια του δικαστηρίου, ο αιτητής υποχρεούται να ικανοποιήσει το δικαστήριο ότι συντρέχουν τέτοιες περιστάσεις οι οποίες θέτουν την υπόθεση σε ασύνηθες πλαίσιο ούτως ώστε να είναι δίκαιο όπως δοθεί η άδεια.

Οι εφεσείοντες στράφηκαν εναντίον πρωτόδικης απόφασης με την [*1605]οποία απορρίφθηκε αίτηση τους για ανανέωση δικαστικής απόφασης.   Η αίτηση καταχωρήθηκε δια κλήσεως και το πρωτόδικο Δικαστήριο ενέκρινε την αίτηση εναντίον των εναγομένων οι οποίοι δεν ενέστησαν και απέρριψε την αίτηση εναντίον του εναγομένου 2 και εφεσίβλητου ο οποίος προέβαλε ένσταση.

Η αίτηση ακούστηκε ως προς τον τελευταίο και το πρωτόδικο Δικαστήριο απορρίπτοντας την αίτηση εναντίον του έκρινε ότι η αίτηση  συγκαταλεγόταν στις περιπτώσεις που οι αιτητές δεν προέβηκαν στη λήψη οποιωνδήποτε μέτρων εκτέλεσης για έξι χρόνια εναντίον των Καθ’ ων η αίτηση και ότι δεν παρατέθηκαν οποιαδήποτε γεγονότα ή στοιχεία, από τα οποία θα μπορούσε το Δικαστήριο να ικανοποιηθεί, έντεκα χρόνια μετά την έκδοση της δικαστικής απόφασης, κατά πόσο οι Αιτητές έπραξαν τα δέοντα και αμέσως προς την κατεύθυνση της ικανοποίησης του εξ αποφάσεως χρέους.

Με την έφεση υποστηρίχθηκε ότι:

α) Το σκεπτικό του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν αντιφατικό διότι εσφαλμένα έκρινε ότι για μεν τον εφεσίβλητο (εναγόμενο 2) δεν ικανοποιούνταν οι προϋποθέσεις για άσκηση της διακριτικής ευχέρειας υπέρ των εφεσειόντων ενώ για τους υπόλοιπους, προφανώς επειδή δεν έφεραν ένσταση στην αίτηση, αυτές ικανοποιούνταν με αποτέλεσμα να εγκρίνει την ανανέωση.

β) Λανθασμένα ασκήθηκε η διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου εναντίον του αιτήματος για ανανέωση, σχετικά με τον εφεσίβλητο. 

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η έφεση εκρίθη υπό το δεδομένο ότι πρωτόδικα ακούστηκαν και οι δυο διάδικοι δεδομένου ότι η αίτηση έγινε δια κλήσεως.

2.  Όπως προκύπτει από το λεκτικό της Δ.40 Κ. 8, ο διάδικος που υποβάλλει την αίτηση θα πρέπει να ικανοποιήσει το δικαστήριο ότι δικαιούται εκτέλεσης και το όλο πνεύμα της νομολογίας είναι ότι έχει ο αιτητής το βάρος απόδειξης. Επομένως η εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου των εφεσειόντων ότι το βάρος δεν πρέπει να είναι στον αιτητή για ανανέωση της απόφασης δεν ήταν ορθό.

3.  Παρόλο ότι το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε στις ορθές νομικές αρχές που διέπουν το θέμα ανανέωσης μιας απόφασης, η κατάληξη του ότι οι εφεσείοντες είχαν 8 χρόνια αδράνειας που δεν είχε αιτιολογηθεί, δεν ήταν ορθή.

[*1606]4.    Τα μέτρα εκτέλεσης που έλαβαν κατά διαστήματα οι εφεσείοντες, φαίνονταν με λεπτομέρεια στις σχετικές ένορκες δηλώσεις που συνόδευαν την αίτηση και τα παρέθεσε το πρωτόδικο δικαστήριο στην προσβαλλόμενη απόφαση.

5.  Αναφορικά με τον ισχυρισμό του εφεσίβλητου ότι οι εφεσείοντες δεν απέδειξαν το ύψος του αιτούμενου ποσού, αυτό δεν ήταν εμπόδιο για έγκριση της αίτησης. Το θέμα μπορεί να εγερθεί από τον εφεσίβλητο κατά  την εκτέλεση της απόφασης.

6.  Υπήρχε αντιφατικότητα στην πρωτόδικη απόφαση με την έννοια ότι για τους υπόλοιπους εναγόμενους το δικαστήριο ικανοποιήθηκε ότι πληρούνταν οι σχετικές προϋποθέσεις και ανανέωσε την απόφαση ενώ αρνήθηκε την ανανέωση σε σχέση με τον εφεσίβλητο παρόλο ότι συνέτρεχαν οι ίδιες προϋποθέσεις.

7.  Εκδόθηκε διάταγμα ανανέωσης απόφασης.

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Panaou v. Christofi (1963) 2 C.L.R. 19,

W.T.Lamb & Sons v. Rider [1948] 2 All E.R. 402,

Good Challenger Nevugante SA v. Metalexportimport SA [2003] Q.B. 471,

Duer v. Frazer [2001] 1 All E.R. 249,

Patel v. Singh [2002] EWCA 1668.

Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Γεωργίου-Αντωνίου, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 5919/99), ημερομηνίας 16/5/2011.

Α. Ποιητής με Κ. Χατζηνικολή (κα), για τους Eφεσείοντες-Eνάγοντες.

Στ. Μαυρομμάτης, για τον Eφεσίβλητο-Eναγόμενο 2.

Cur. adv. vult.

[*1607]ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Μ. Φωτίου.

ΦΩΤΙΟΥ, Δ.: Στις 28/2/2000 στην αγωγή Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας αρ. 5912/1999 εκδόθηκε απόφαση εναντίον όλων των εναγομένων για το ποσό των Λ.Κ.24,595 πλέον τόκο 8% από 7/4/1999 πλέον έξοδα.

Αφού έγιναν κάποιες προσπάθειες εκ μέρους των εφεσειόντων για είσπραξη του ποσού από τους εναγομένους, αυτό δεν έγινε κατορθωτό με αποτέλεσμα το Μάϊο του 2011 να οφείλεται, σύμφωνα με τον ισχυρισμό των εφεσειόντων, το ποσό των €129,115.49.

Στις 16/5/2011 οι εφεσείοντες καταχώρησαν με βάση τη Δ.40, Θ. 8, αίτηση με κλήση με την οποία ζήτησαν την ανανέωση της δικαστικής απόφασης που είχε εκδοθεί στις 28/2/2000.

Όλοι οι εναγόμενοι συγκατατέθηκαν στην ανανέωση της εναντίον τους απόφασης εκτός από τον εναγόμενο 2 (εφεσίβλητο) ο οποίος έφερε ένσταση με αποτέλεσμα η αίτηση να ακουστεί. Η ευπαίδευτη πρωτόδικη Δικαστής, αφού αναφέρθηκε στις νομικές αρχές που διέπουν το θέμα ανανέωσης μιας δικαστικής απόφασης και που ορθά ανάφερε ότι επαφίεται στην διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου, κατάληξε ότι στην έκταση που η αίτηση αφορά τον εφεσίβλητο (εναγόμενο 2) αυτή θα πρέπει να απορριφθεί και στην έκταση που αφορά τους υπόλοιπους εναγόμενους/καθ’ ων η αίτηση 1, 3, 4 και 5 αυτή να εγκριθεί.

Με την παρούσα έφεση οι εφεσείοντες προσβάλλουν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης τονίζοντας μεταξύ άλλων και το αντιφατικό του σκεπτικού του πρωτόδικου δικαστηρίου, ότι για μεν τον εφεσίβλητο (εναγόμενο 2) δεν ικανοποιούνταν οι προϋποθέσεις για άσκηση της διακριτικής της ευχέρειας υπέρ των εφεσειόντων ενώ για τους υπόλοιπους, προφανώς γιατί δεν έφεραν ένσταση στην αίτηση, αυτές ικανοποιούνταν με αποτέλεσμα να εγκρίνει την ανανέωση.

Παρόλο ότι η έφεση βασίζεται σε 13 λόγους, προσέχουμε ότι η ουσία τους είναι ότι λανθασμένα άσκησε το πρωτόδικο δικαστήριο τη διακριτική του ευχέρεια εναντίον  του αιτήματος για ανανέωση, πάντοτε όσον αφορά τον εφεσίβλητο.  Έτσι θα τους εξετάσουμε μαζί.

Προτιμούμε στο στάδιο αυτό να παραθέσουμε αυτούσιο το σκε[*1608]πτικό του πρωτόδικου δικαστηρίου, που οδήγησε στην απόρριψη της αίτησης για ανανέωση της απόφασης:

«Με βάση τις πιο πάνω καταγραφείσες νομολογιακές αρχές, οι Αιτητές έχουν και το σχετικό βάρος απόδειξης, να θέσουν ενώπιον του Δικαστηρίου τα περιστατικά της υπόθεσης που τη θέτουν εκτός του γενικού κανόνα, σύμφωνα με τον οποίο δεν επιτρέπεται η άδεια εκτέλεσης μετά τα δέκα χρόνια. Η Ένορκη Δήλωση καθώς και η συμπληρωματική Ένορκη Δήλωση του κ. Ευριπίδη Πέτρου καταγράφει ότι λήφθηκαν μέτρα προς εκτέλεση της απόφασης, δηλαδή στις 23/06/2000 και 12/12/2004 είχαν εκδοθεί διατάγματα αποπληρωμής του χρέους εναντίον των Εναγομένων 1, 2 και 3, ότι στις 24/04/2003 κατατέθηκε στο Κτηματολόγιο Λάρνακας αίτηση για εκποίηση του ενυπόθηκου κτήματος και ότι στις 18/11/2003 κατατέθηκε στο Κτηματολόγιο Λάρνακας αίτηση για εκποίηση του ενυπόθηκου κτήματος και ότι στις 18/11/2005 καταχωρίστηκαν ΜΕΜΟ σε περιουσία του Καθ’ ου η Αίτηση 4. Στάλθηκε και μια επιστολή στις 18/04/2005 σε σχέση με την εκποίηση του ενυπόθηκου κτήματος και έκτοτε καμιία άλλη ενέργεια δεν είχε γίνει. Από το 2005 δεν έγινε καμία ενέργεια προς το Κτηματολόγιο για την συγκεκριμένη εκποίηση.

Θεωρώ ότι η παρούσα υπόθεση συγκαταλέγεται στις περιπτώσεις που οι αιτητές δεν προέβηκαν στη λήψη οποιωνδήποτε μέτρων εκτέλεσης για έξι χρόνια εναντίον των Καθ’ ων η αίτηση 1-5. Τόσο στην αρχική Ένορκη Δήλωση του κ. Πέτρου, καθώς και στη συμπληρωματική Ένορκη Δήλωσή του, δεν παρατίθενται οποιαδήποτε γεγονότα ή στοιχεία, από τα οποία θα μπορούσε το Δικαστήριο να ικανοποιηθεί, έντεκα (11) χρόνια μετά την έκδοση της δικαστικής απόφασης, κατά πόσον οι Αιτητές έπραξαν τα δέοντα και αμέσως προς την κατεύθυνση της ικανοποίησης του εξ αποφάσεως χρέους. Επιπρόσθετα, γίνεται μια γενική αναφορά στο οφειλόμενο ποσό, χωρίς να επεξηγηθεί πώς προέκυψε το ποσό των €128.115,49. Ακόμη και στη συμπληρωματική Ένορκη Δήλωση δεν γίνεται οποιαδήποτε αναφορά για το πώς προέκυψε το συγκεκριμένο ποσό αλλά ούτε και έχει επισυναφθεί οποιαδήποτε κατάσταση λογαριασμού που να υποστηρίζει τη θέση των Αιτητών.

Η εξήγηση που παρατίθεται, θεωρώ ότι καθιστά, δίχως άλλο, έκθετη σε απόρριψη την Αίτηση, γιατί δεν έχουν τεθεί υπόψη του Δικαστηρίου τα ελάχιστα προαπαιτούμενα που να επιτρέπουν την εξέτασή της και την άσκηση της διακριτικής ευχέρει[*1609]ας του Δικαστηρίου. Οκτώ (8) χρόνια αδράνειας δεν μπορούν να δικαιολογηθούν με τη δικαιολογία ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση είχαν ζητήσει από τους Αιτητές να τους δοθεί χρόνος να τακτοποιήσουν την απόφαση, θέση που απορρίπτει ο Εναγόμενος-Καθ’ ου η αίτηση 2. Δεν πρέπει να λησμονείται ότι οι Αιτητές είναι «τραπεζικός» οργανισμός.

Καταλήγω λοιπόν, ότι ένεκα του ότι δεν έχουν τεθεί ενώπιον μου τα δεδομένα επί των οποίων θα ήταν δυνατή η άσκηση δικαστικά της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, δεν είναι σε θέση το Δικαστήριο να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ της χορήγησης της αιτούμενης άδειας στην έκταση που αφορά τον Καθ’ ου η Αίτηση 2.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η Αίτηση ημερομηνίας 16/05/2011, στην έκταση που αφορά τον Καθ’ ου η Αίτηση 2, απορρίπτεται.

Εκδίδεται διάταγμα ανανέωσης και εκτέλεσης της απόφασης, στην έκταση που αυτή αφορά τους Καθ’ ων η Αίτηση 1, 3, 4 και 5.»

Κατά την ακρόαση της έφεσης, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων υιοθέτησαν ουσιαστικά τα περιγράμματα αγόρευσης τους. Ο συνήγορος των εφεσειόντων προχώρησε να εισηγηθεί (13ος λόγος έφεσης) ότι η αγγλική νομολογία που διαλαμβάνει ότι το βάρος απόδειξης είναι στον αιτητή δεν μπορεί και δεν πρέπει να ακολουθηθεί στην Κύπρο γιατί η οικονομία της Κύπρου και τα μεγέθη της οικονομίας είναι τελείως διαφορετικά. Αν το βάρος απόδειξης είναι στον αιτητή θα προκληθούν τεράστια οικονομικά προβλήματα και αναταραχή. Μόνο αν ο εναγόμενος αποδείξει ότι με την ανανέωση θα υποστεί ζημιά που οφείλεται στην συμπεριφορά των εναγομένων θα πρέπει να μη χορηγείται το διάταγμα ανανέωσης. Διαφορετικά οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί θα περιορισουν τα δάνεια και θα επιβάλλουν δυσβάστακτους όρους στους χρεώστες. Αντίθετα ο συνήγορος του εφεσίβλητου βασιζόμενος και σε σχετική αναφορά στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση, όπου οι ίδιοι οι εφεσείοντες «παραδέχονται», όπως είπε, ότι υπήρξε εκ μέρους τους, «μια περίοδος αδράνειας», εισηγήθηκε την απόρριψη της έφεσης. Τόνισε επίσης και το γεγονός ότι δεν υπήρξε επαρκής μαρτυρία για να δικαιολογήσει το οφειλόμενο ακόμα ποσό παρά το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος με την ένσταση και ένορκη δήλωσή του αμφισβήτησε το ύψος του υπόλοιπου.

Εξετάσαμε τις αντίστοιχες θέσεις και για τους λόγους που εξη[*1610]γούμε στη συνέχεια, καταλήγουμε ότι η έφεση ευσταθεί.

Το θέμα ανανέωσης μιας δικαστικής απόφασης διέπεται από τη Δ.40 Κ.8 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών που κατά το χρόνο καταχώρησης της αίτησης που αφορά η παρούσα έφεση διαλάμβανε ως εξής:

«8. Where six years have elapsed since the judgment or date of the order, or where any change has taken place by death or otherwise in the parties entitled or liable to execution, the party alleging himself to be entitled to execution may apply to the Court or a Judge for leave to issue execution accordingly. Any such Court or Judge may, if satisfied that the party so applying is entitled to issue execution, make an order to that effect, or may order that any issue or question necessary to determine the rights of the parties shall be tried in any of the ways in which any question in an action may be tried. And in either case the Court or Judge may impose such terms as to costs or otherwise as shall be just.”

Και σε ελληνική μετάφραση:

«8. Όταν παρέλθουν έξη έτη από την απόφαση ή την ημερομηνία του διατάγματος, ή όταν έχει γίνει οποιαδήποτε αλλαγή στους διαδίκους οι οποίοι δικαιούνται ή υπόκεινται σε εκτέλεση, ο διάδικος ο οποίος ισχυρίζεται ότι δικαιούται σε εκτέλεση μπορεί να υποβάλει αίτηση στο Δικαστήριο ή το Δικαστή για άδεια να εκτελέσει ανάλογα. Και το Δικαστήριο ή ο Δικαστής εάν ικανοποιηθεί ότι ο διάδικος, ο οποίος υποβάλλει την αίτηση αυτή, δικαιούται να εκτελέσει, μπορεί να εκδώσει διάταγμα προς αυτό το σκοπό, ή μπορεί να διατάξει όπως οποιοδήποτε επίδικο θέμα ή ζήτημα αναγκαίο για να αποφασιστούν τα δικαιώματα των διαδίκων εκδικαστεί με οποιοδήποτε από τους τρόπους με τους οποίους μπορεί να εκδικαστεί οποιοδήποτε ζήτημα σε αγωγή. Και σε κάθε μια από τις περιπτώσει2 το Δικαστήριο ή ο Δικαστής μπορεί να επιβάλει τέτοιους όρους ως προς τα έξοδα ή διαφορετικά, οι οποίοι θα είναι δίκαιοι.»

Με την τροποποίηση που έγινε στις 9/9/2011 (Επίσημη Εφημερίδα, Παράρτημα Δεύτερο, Μέρος Ι) τα 6 χρόνια έχουν γίνει τώρα 10.

Παρόλο που σύμφωνα με τη Δ.48 Κ.2 και Κ.8 (1)(2)(κκ) η αίτηση θα μπορούσε να είναι μονομερής, υποστηριζόμενη από ένορκη δήλωση, στην παρούσα περίπτωση, η αίτηση έγινε διά κλήσεως και επομένως ο εφεσίβλητος είχε εμφανιστεί και καταχωρήσει ένστα[*1611]ση. Έτσι η παρούσα έφεση θα κριθεί με δεδομένο ότι πρωτόδικα ακούστηκαν και οι δυο διάδικοι.

Η ίδια η Δ.40 Κ. 8 δεν απαριθμεί τα κριτήρια που το δικαστήριο θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη προτού ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια για να διατάξει την ανανέωση μιας απόφασης. Όμως όπως προκύπτει από το λεκτικό της εν λόγω διάταξης, ο διάδικος που υποβάλλει την αίτηση θα πρέπει να ικανοποιήσει το δικαστήριο ότι δικαιούται εκτέλεσης και το όλο πνεύμα της νομολογίας είναι ότι έχει ο αιτητής το βάρος απόδειξης. Επομένως η εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου των εφεσειόντων ότι το βάρος δεν πρέπει να είναι στον αιτητή για ανανέωση της απόφασης (εδώ τους εφεσείοντες) δεν μας βρίσκει σύμφωνους.

Στην υπόθεση Panaou v. Christofi (1963) 2 C.L.R. 19, 23 γενικά με το θέμα εκτέλεσης μιας απόφασης λέχθηκαν τα ακόλουθα:

«The execution of a judgment is a matter under the Court’s supervision and control, and cannot be allowed to be used for purposes of unnecessary oppression as the circumstances of the present case would seem to suggest, or, indeed, for any purpose, other than the proper satisfaction of the Court’s judgment, under the Court’s control.”

Τα κριτήρια που το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη αναφέρονται σε αγγλικά συγγράμματα όπου ερμηνεύθηκε παρόμοια πρόνοια των αγγλικών θεσμών. (βλ. The Annual Practice 1958 σελ. 1019-1020). Θα πρέπει η ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση να περιέχει τα εξής στοιχεία: (α) Την ημερομηνία, το αρχικό ποσό της απόφασης και το οφειλόμενο ακόμα ποσό, (β) ότι ο αιτητής δικαιούται σε εκτέλεση της απόφασης και (γ) να αιτιολογεί την καθυστέρηση.

Από αριθμό αγγλικών αποφάσεων (βλ. μεταξύ άλλων W.T.Lamb & Sons v. Rider [1948] 2 All E.R. 402, Good Challenger Nevugante SA v. Metalexportimport SA [2003] Q.B. 471, Duer v. Frazer (2001) 1 All E.R. 249 και Patel v. Singh [2002] EWCA 1668) φαίνεται ότι ο κανόνας είναι ότι η διακριτική ευχέρεια πρέπει να είναι ενάντια της έγκρισης της αίτησης μετά την παρέλευση των 6 ετών (τώρα 10) εκτός αν υπάρχουν τέτοια γεγονότα που η δικαιοσύνη εξυπηρετείται καλύτερα με την έγκριση της αίτησης.

Στην υπόθεση Pater v. Singh (πιο πάνω) λέχθηκε ότι προτού [*1612]δοθεί άδεια για εκτέλεση μετά τα 6 χρόνια ο εξ αποφάσεως πιστωτής θα πρέπει να δώσει στο δικαστήριο ικανοποιητική εξήγηση για την καθυστέρηση ενώ αντίθετα ο εξ αποφάσεως χρεώστης δεν έχει υποχρέωση να δείξει δυσμενή επηρεασμό εξαιτίας της καθυστέρησης. Με δεδομένο ότι μετά τα 6 χρόνια δεν επιτρέπεται εκτέλεση χωρίς την άδεια του δικαστηρίου, ο αιτητής υποχρεούται να ικανοποιήσει το δικαστήριο ότι συντρέχουν τέτοιες περιστάσεις οι οποίες θέτουν την υπόθεση σε ασύνηθες πλαίσιο (take the case out of the ordinary) ούτως ώστε να είναι δίκαιο όπως δοθεί η άδεια για ανανέωση της απόφασης.

Εξετάσαμε τις αντίστοιχες θέσεις. Παρόλο ότι το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε στις ορθές νομικές αρχές που διέπουν το θέμα ανανέωσης μιας απόφασης, η κατάληξη του ότι οι εφεσείοντες είχαν 8 χρόνια αδράνειας που δεν έχει αιτιολογηθεί, κρίνουμε ότι δεν είναι ορθή. Επισημαίνουμε ότι, σε άλλο μέρος της απόφασης του, το δικαστήριο μιλά για 6 χρόνια. Τα μέτρα εκτέλεσης που έλαβαν κατά διαστήματα οι εφεσείοντες, φαίνονται με λεπτομέρεια στις σχετικές ένορκες δηλώσεις που συνόδευαν την αίτηση και τα παρέθεσε το πρωτόδικο δικαστήριο στην προσβαλλόμενη απόφαση. Πέραν των μέτρων που έλαβαν οι εφεσείοντες εναντίον των υπόλοιπων εναγομένων, έλαβαν μέτρα και ειδικά εναντίον του εφεσίβλητου. Το 2004 εκδόθηκε εναντίον του διάταγμα μηνιαίων δόσεων Λ.Κ. 20 και στις 12/5/2005 εκδόθηκε ένταλμα είσπραξης του ποσού των Λ.Κ. 200 πλέον Λ.Κ. 42 ως χρηματική ποινή. Παρέχεται επίσης εξήγηση για «κάποια περίοδο αδράνειας» όπως την χαρακτήρισαν οι εφεσείοντες, ότι δηλαδή είχαν ζητήσει οι ίδιοι οι εναγόμενοι χρόνο να τακτοποιήσουν το εξ αποφάσεως χρέος, αίτημα που έγινε δεκτό από τους εφεσείοντες αλλά και σε μέτρα που έλαβαν για εκποίηση ενυπόθηκων κτημάτων, διαδικασία που ήταν χρονοβόρα.

Αναφορικά με τον ισχυρισμό του εφεσίβλητου ότι οι εφεσείοντες δεν απέδειξαν το ύψος του αιτούμενου ποσού (δηλαδή των €129.116,49 ενώ σύμφωνα με τον ίδιο αυτό είναι μόνο €80,000 περίπου), κρίνουμε ότι αυτό δεν ήταν εμπόδιο για έγκριση της αίτησης. Το θέμα μπορεί να εγερθεί από τον εφεσίβλητο κατά  την εκτέλεση της απόφασης.

Εκτός των πιο πάνω θεωρούμε ότι υπάρχει αντιφατικότητα στην πρωτόδικη απόφαση με την έννοια ότι για τους υπόλοιπους εναγόμενους το δικαστήριο ικανοποιήθηκε ότι πληρούνταν οι σχετικές προϋποθέσεις και ανανέωσε την απόφαση ενώ αρνήθηκε την ανανέωση σε σχέση με τον εφεσίβλητο παρόλο ότι συνέτρεχαν οι [*1613]ίδιες προϋποθέσεις.

Ενόψει όλων των πιο πάνω η έφεση επιτρέπεται με έξοδα (πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει) υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον του εφεσίβλητου-εναγόμενου 2, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

Η πρωτόδικη απόφαση στην έκταση που αφορά τον εφεσίβλητο-εναγόμενο 2 παραμερίζεται. Εκδίδεται διάταγμα ανανέωσης της απόφασης και για τον εφεσίβλητο-εναγόμενο 2 με τους ίδιους όρους όπως και για τους υπόλοιπους εναγόμενους.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο