Mustfa Hussam ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2012) 1 ΑΑΔ 1623

(2012) 1 ΑΑΔ 1623

[*1623]17 Ιουλίου, 2012

[ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ HUSSAM MUSTFA,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

1.           ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

2.           ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

3.           ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ.

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 95/2012)

 

Απαγορευμένοι Μετανάστες ― Κράτηση για σκοπούς απέλασης ― Οδηγία 2008/115/ΕΚ ― Το μόνο συμπέρασμα το οποίο εξάγεται από τη συνδυασμένη ισχύ των νομοθετικών διατάξεων του Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως (Τροποποιητικού) Νόμου του 2011 ― Νόμος αρ. 153(Ι)/2011, δεν είναι άλλο παρά ότι σε καμιά περίπτωση οι αρμόδιες Αρχές δικαιούνται όπως κρατούν υπήκοο τρίτης χώρας κατά το δοκούν για διάστημα το οποίο απλά είναι μικρότερο των 6 μηνών ― Για να είναι νόμιμη η κράτηση για οποιαδήποτε περίοδο που είναι μικρότερη των 6 μηνών, είτε αυτή είναι για μια εβδομάδα, είτε για ένα μήνα, ή για πεντέμισι μήνες, θα πρέπει κατά τη διάρκειά της να συντρέχουν οι προαναφερθείσες προϋποθέσεις και να λαμβάνονται τα προνοούμενα στο Νόμο διαβήματα επανεξέτασης του δικαιολογημένου ή μη της κράτησης.

Απαγορευμένοι Μετανάστες ― Κράτηση για σκοπούς απέλασης ― Οδηγία 2008/115/ΕΚ ― Ο περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως (Τροποποιητικός) Νόμος του 2011 – Νόμος αρ. 153(Ι)/2011 ― Είναι εφικτός ο δικαστικός έλεγχος της νομιμότητας της κράτησης του αιτητή πριν από τη συμπλήρωση χρόνου 6 μηνών κράτησής του και ότι το ένδικο μέσο διεκδίκησης έκδοσης εντάλματος habeas corpus είναι το ενδεικνυόμενο μέτρο.

Προνομιακά εντάλματα ― Habeas corpus ― Tο ένταλμα habeas corpus είναι ένα προνομιακό ένταλμα που έχει το χαρακτήρα μιας ασυνήθιστης θεραπείας, το οποίο εκδίδεται δικαιωματικά και με βάση το Άρθρο 155.4 του Συντάγματος, αφ’ ης στιγμής αποδειχθεί η παρανομία στην κράτηση ενός προσώπου.

[*1624]Ο Αιτητής επιδίωκε την έκδοση προνομιακού εντάλματος Habeas Corpus με το οποίο να διατασσόταν η απελευθέρωσή του από την κράτηση για σκοπούς απέλασης, την οποία θεωρούσε παράνομη.

Ο αιτητής υποστήριξε ότι η κράτησή του ήταν παράνομη από απόψεως διάρκειάς της, αφού διαρκούσε πέραν των τεσσάρων μηνών, ενώ καμιά ενέργεια δε λαμβανόταν για την απέλασή του. Θεωρούσε  παράνομη την κράτησή του και ειδικότερα τη διάρκειά της, επειδή αυτή δεν είχε τη μικρότερη δυνατή διάρκεια, αφού είχαν παρέλθει τέσσερις μήνες, χωρίς να ενημερωθεί για οποιαδήποτε ενέργεια η οποία λαμβανόταν για την απέλασή του στη Συρία.

Σύμφωνα με τον αιτητή, η κράτησή του είχε καταστεί και συνέχιζε να ήταν παράνομη λόγω της μακράς χρονικής διάρκειάς της, η οποία ήταν αχρείαστη και αδικαιολόγητη για σκοπούς απέλασης.

Ο αιτητής είχε συλληφθεί για παράνομη διαμονή στη Δημοκρατία αφού προηγουμένως οι αρμόδιες υπηρεσίες είχαν αποφανθεί ότι ο γάμος του με Ευρωπαία υπήκοο ήταν εικονικός.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το μόνο συμπέρασμα το οποίο εξάγεται από τη συνδυασμένη ισχύ των προνοιών των σχετικών νομοθετικών διατάξεων, δεν είναι άλλο παρά ότι σε καμιά περίπτωση οι αρμόδιες Αρχές δικαιούνται όπως κρατούν υπήκοο τρίτης χώρας κατά το δοκούν για διάστημα το οποίο απλά είναι μικρότερο των 6 μηνών.

2.  Για να είναι νόμιμη η κράτηση για οποιαδήποτε περίοδο που είναι μικρότερη των 6 μηνών, είτε αυτή είναι για μια εβδομάδα, είτε για ένα μήνα, ή για πεντέμισι μήνες, θα πρέπει κατά τη διάρκειά της να συντρέχουν οι προαναφερθείσες προϋποθέσεις και να λαμβάνονται τα προνοούμενα στο Νόμο διαβήματα επανεξέτασης του δικαιολογημένου ή μη της κράτησης. Επομένως, αν δεν συντρέχουν οι προαναφερθείσες προϋποθέσεις και/ή δε λαμβάνονται τα προνοούμενα διαβήματα, η κράτηση μπορεί κάλλιστα να καταστεί παράνομη, έστω και αν η διάρκειά της δεν υπερβαίνει, όπως εδώ, τους 4½ μήνες ή οποιαδήποτε μικρότερη περίοδο.

3.  Με αναφορά και πάλι στις πρόνοιες του προαναφερθέντος Νόμου, παρατηρούμε ότι πράγματι, στο εδάφιο (3)(α) του Άρθρου 18ΠΣΤ, προνοείται ότι το διάταγμα κράτησης υπόκειται σε προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Αυτό όμως αναφορικά με την προσβολή της νομιμότητας “διατάγματος κράτησης”.

[*1625]4.    Συνάγεται από τις σχετικές νομοθετικές πρόνοιες ότι είναι εφικτός ο δικαστικός έλεγχος της νομιμότητας της κράτησης του αιτητή πριν από τη συμπλήρωση χρόνου 6 μηνών κράτησής του και ότι το ένδικο μέσο διεκδίκησης έκδοσης εντάλματος habeas corpus είναι το ενδεικνυόμενο μέτρο. Θα έπρεπε έτσι να εξετασθεί η αίτηση του αιτητή ως προς την ουσία της.

5.  Με βάση τα σχετικά δεδομένα, η διοίκηση συμμορφώθηκε προς τις υποχρεώσεις της κάτω από τις προαναφερθείσες νομοθετικές διατάξεις. Όπως διαπιστώθηκε, κατά τη διάρκεια της τετράμηνης και πλέον κράτησης του αιτητή, έλαβαν χώρα αρκετές ενέργειες και διαβήματα ως επίσης και διερεύνηση αιτημάτων και παραστάσεων.

6.  Υπό το φως των πιο πάνω αδιαμφισβήτητων στοιχείων η διοίκηση παρουσιαζόταν να μεταχειρίστηκε τον αιτητή με δίκαιο τρόπο και είχε συμμορφωθεί προς τις υποχρεώσεις της για επανεξέταση της περίπτωσης του κατά τη διάρκεια της κράτησής του. Η συνέχιση της κράτησής του δεν παρουσιαζόταν να κατέστη σε οποιοδήποτε στάδιο παράνομη για τους λόγους που είχε προβάλει.

Η αίτηση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Annander v. Annander (1982) 1 C.L.R. 479,

Dogan v. Αστυνομίας (1995) 1 A.A.Δ. 301,

Vassiliou a.ο. v. Police Disciplinary Committee (1979) 1 C.L.R. 46,

Popa v. Δημοκρατίας, Αίτηση αρ. 7/2000, ημερ. 14.1.2000,

Hadjiyiorki v. Republic (1977) 3 C.L.R. 144,

Ali ν. Δημοκρατίας (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1791,

Saleemi, Αίτηση αρ. 153/2004, ημερ. 7.10.2004,

Haghilo (2011) 1 Α.Α.Δ. 2219.

Αίτηση.

Νικ. Χαραλαμπίδου, για τον Αιτητή.

[*1626]Κ. Σταυρινός, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Όπως διαπιστώνεται από αδιαμφισβήτητα γεγονότα τα οποία τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, ο αλλοδαπός αιτητής κατάγεται από τη Συρία και αφίχθηκε στην Κύπρο κατά το 2004. Έκτοτε, εξασφάλισε την έκδοση και ανανέωση άδειας παραμονής και εργασίας στη Δημοκρατία για συναπτά έτη, ενώ στις 19.5.2008 τέλεσε πολιτικό γάμο με Ευρωπαία πολίτιδα εκ Ρουμανίας, η οποία διαμένει στην Κύπρο. Μετά την εξέλιξη αυτή, ο αιτητής αποτάθηκε στην αρμόδια Αρχή και εξασφάλισε Εγγραφή Διαμονής Μέλους Οικογενείας Κράτους Μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία εκδόθηκε με ισχύ μέχρι την 20.9.2009. Ακολούθησε διενέργεια ελέγχου της γνησιότητας του γάμου που είχε συνάψει ο αιτητής και τα στοιχεία τα οποία προέκυψαν τέθηκαν ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής για Εικονικούς Γάμους, η οποία, αφού τα εξέτασε, έκρινε ότι ο γάμος του αιτητή με την προαναφερθείσα Ευρωπαία πολίτιδα ήταν εικονικός. Ενημερώθηκε τότε ο αιτητής στις 30.12.2008 ότι θα έπρεπε να αναχωρήσει από τη Δημοκρατία, αφού αίτημά του για ανανέωση της προσωρινής άδειας παραμονής και εργασίας του είχε απορριφθεί για τον πιο πάνω λόγο.

Ο αιτητής υπέβαλε τότε ιεραρχική προσφυγή προς τον αρμόδιο Υπουργό Εσωτερικών, η οποία όμως απορρίφθηκε. Οι δικηγόροι του αιτητή ζήτησαν αναθεώρηση της απόφασης του Υπουργού, αίτημα όμως το οποίο επίσης απορρίφθηκε. Εναντίον του αιτητή εκδόθηκαν στη συνέχεια διατάγματα κράτησης και απέλασης, ημερομηνίας 22.2.2012. Ο αιτητής συνελήφθη και τέθηκε υπό κράτηση, ενώ η ισχύς του διατάγματος απέλασης αναστάληκε κατά την ίδια την ημερομηνία έκδοσής του και μέχρι νεώτερων οδηγιών. Νέο αίτημα των τότε δικηγόρων του αιτητή προς τον Υπουργό Εσωτερικών για επανεξέταση της περίπτωσής του, απορρίφθηκε, χωρίς επανεξέταση.

Ο αιτητής συνεχίζει έκτοτε να τελεί υπό κράτηση και το διάταγμα απέλασής του να τελεί υπό αναστολή.

Με την παρούσα αίτησή του στο Ανώτατο Δικαστήριο, την οποία καταχώρησε στις 26.6.2012, ο αιτητής επιζητεί την έκδοση προνομιακού εντάλματος Habeas Corpus με το οποίο να διατάσσεται η απελευθέρωσή του από την κράτηση, την οποία θεωρεί παράνομη.

[*1627]Πιο συγκεκριμένα, ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η κράτησή του είναι παράνομη από απόψεως της διάρκειάς της, αφού διαρκεί πέραν των τεσσάρων μηνών, ενώ καμιά ενέργεια δε λαμβάνεται για την απέλασή του. Θεωρεί δηλαδή παράνομη την κράτησή του και ειδικότερα τη διάρκειά της, επειδή αυτή δεν έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια, αφού έχουν παρέλθει τέσσερις μήνες, χωρίς να ενημερωθεί για οποιαδήποτε ενέργεια η οποία λαμβάνεται για την απέλασή του στη Συρία.

Ενιστάμενοι στην έκδοση του αιτούμενου προνομιακού εντάλματος, οι καθ’ ων η αίτηση υποστηρίζουν ότι ουσιαστικά με την παρούσα αίτηση επιχειρείται ο έλεγχος της νομιμότητας των εκδοθέντων διαταγμάτων κράτησης και απέλασης, ο οποίος όμως έλεγχος δεν επιτρέπεται όπως διεξαχθεί, παρά μόνο στο πλαίσιο προσβολής της νομιμότητας εκτελεστής διοικητικής πράξης με προσφυγή, δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, και όχι με αίτηση για έκδοση προνομιακού εντάλματος. Ότι ακόμα η συνεχιζόμενη κράτηση του αιτητή είναι νόμιμη, ενόσω δεν έχει υπερβεί περίοδο 6 μηνών σύμφωνα με τον περιορισμό τον οποίο θέτει η Οδηγία 2008/115/ΕΚ.

Ως προς τη νομική πτυχή των εγειρομένων θεμάτων και ιδιαίτερα ως προς τη θέση των καθ’ ων η αίτηση αναφορικά με τη χρησιμοποίηση από τον αιτητή του ένδικου μέσου της έκδοσης εντάλματος Habeas Corpus, αντί της καταχώρησης προσφυγής, παρατηρώ τα ακόλουθα:

Είναι καλά νομολογημένη η αρχή σύμφωνα με την οποία κάθε απόφαση/διάταγμα που εκδίδεται από το αρμόδιο όργανο για την κράτηση και απέλαση ενός αλλοδαπού, συνιστά διοικητική πράξη και ως τέτοια υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο αποκλειστικά και μόνο μέσω της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Από την άλλη, το ένταλμα habeas corpus είναι ένα προνομιακό ένταλμα που έχει το χαρακτήρα μιας ασυνήθιστης θεραπείας, το οποίο εκδίδεται δικαιωματικά και με βάση το Άρθρο 155.4 του Συντάγματος, αφ΄ ης στιγμής αποδειχθεί η παρανομία στην κράτηση ενός προσώπου. (Βλ. Annander v. Annander (1982) 1 C.L.R. 479, Dogan v. Αστυνομίας (1995) 1 Α.Α.Δ. 301, Vassiliou and another v. Police Disciplinary Committee (1979) 1 C.L.R. 46).

Επομένως, όπως τονίστηκε μεταξύ άλλων και στην υπόθεση Valentina Popa v. Δημοκρατίας, Αίτηση αρ. 7/2000, ημερ. 14.1.2000, εφόσον η νομιμότητα των διαταγμάτων κράτησης και [*1628]απέλασης, εμπίπτει εντός της δικαιοδοσίας που αποδίδεται από το Σύνταγμα με το Άρθρο 146.1, άλλο Δικαστήριο δεν κατέχει εξουσία να προβεί σε δικαστικό έλεγχο της νομιμότητας ή εγκυρότητας τέτοιων διαταγμάτων, παρά μόνο έχει τέτοια δικαιοδοσία Δικαστήριο αναθεωρητικής δικαιοδοσίας.

Για να μπορεί όμως να ενεργοποιηθεί η αναθεωρητική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος και παράλληλα να αποκλείεται η άσκηση δικαιοδοσίας ελέγχου μέσω προνομιακού εντάλματος με βάση το Άρθρο 155.4, έχει επίσης καθιερωθεί από τη νομολογία η αναγκαιότητα για γνωστοποίηση της ύπαρξης των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης προς τον κρατούμενο, πριν από την καταχώρηση του ένδικου μέσου του. Όπως είχε λεχθεί και στην υπόθεση Hadjiyiorki v. Republic (1977) 3 C.L.R. 144, εφόσον η έκδοση διαταγμάτων κράτησης και απέλασης συνιστούν διοικητικές πράξεις, αυτές για να είναι έγκυρες και να μπορούν να προσβληθούν, θα πρέπει να εξωτερικευθούν ή να τελειοποιηθούν μέσα από την κοινοποίησή τους προς τον αιτητή. Όπως επιβεβαιώθηκε και στην υπόθεση Rana Wahed Ali ν. Δημοκρατίας (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1791, σε περίπτωση κατά την οποία αποδεικνύεται ότι ο αιτητής σε αίτηση για έκδοση εντάλματος habeas corpus είχε λάβει γνώση της ύπαρξης των εναντίον του διαταγμάτων, τότε το Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να επιληφθεί και εκδώσει τέτοιο ένταλμα. Στην απουσία όμως γνωστοποίησης των διαταγμάτων στον αιτητή, τότε δεν υπάρχει έρεισμα για την κράτησή του και μπορεί να εκδοθεί ένταλμα στη βάση του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος. (Βλ. επίσης Kashir Saleemi, Αίτηση αρ. 153/2004, ημερ. 7.10.2004).

Επανερχόμενος στα ιδιαίτερα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, παρατηρώ ότι εδώ ο αιτητής, αν και πράγματι με διάφορες αναφορές στην ένορκη δήλωσή του και σε διάφορα σημεία της αγόρευσης της συνηγόρου του παρουσιάζεται να αμφισβητεί τις διαπιστώσεις της διοίκησης περί εικονικότητας του γάμου του και, συνακόλουθα, παρουσιάζεται να διαφωνεί με την έκδοση των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης εναντίον του, εν τούτοις, δεν προσβάλλει τη νομιμότητα της έκδοσής τους ή ακόμα τη νομιμότητα της κράτησής του ως άμεσου αποτελέσματος της έκδοσης και εκτέλεσης των διαταγμάτων κράτησης και απέλασής του. Αν αυτό ήταν το εγχείρημά του, τότε ασφαλώς θα ήταν εξ ορισμού απαράδεκτο το ένδικο μέσο της έκδοσης εντάλματος Habeas Corpus για προώθηση ενός τέτοιου σκοπού. Εκείνο το οποίο ουσιαστικά προβάλλει ο αιτητής ως κύρια θέση του, είναι ότι, ανεξάρτητα από το παράνομο ή μη της έκδοσης των διαταγμάτων κράτησης και απέ[*1629]λασής του και ανεξάρτητα από το εάν ο ίδιος είχε τεθεί υπό κράτηση νόμιμα ή όχι, στο χρονικό στάδιο κατά το οποίο απευθύνθηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο, η κράτησή του είχε καταστεί και συνεχίζει να είναι παράνομη λόγω της μακράς χρονικής διάρκειάς της, η οποία είναι αχρείαστη και αδικαιολόγητη για σκοπούς απέλασης.

Στις 25.11.2011 δημοσιεύτηκε και τέθηκε σε ισχύ ο περί  Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως (Τροποποιητικός) Νόμος του 2011 – Νόμος αρ. 153(Ι)/2011, η θέσπιση του οποίου, όπως ρητά αναφέρεται στο προοίμιο του Νόμου, έγινε για σκοπούς εναρμόνισης με την Οδηγία 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16.12.2008 σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών.

Είναι η θέση των καθ’ ων η αίτηση ότι, με βάση τις πρόνοιες της Οδηγίας και συνακόλουθα του προαναφερθέντος εναρμονιστικού Νόμου, ο αιτητής και κάθε πρόσωπο εναντίον του οποίου εκδίδεται και εκτελείται διάταγμα κράτησης και απέλασης, μπορεί νόμιμα να κρατείται για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τους 6 μήνες. Και ότι μόνο μετά την εκπνοή των 6 μηνών θα μπορούσε να τεθεί θέμα παρανομίας στην κράτηση προσώπου που κρατείται για σκοπούς απέλασης. Αυτή η θέση είναι έκδηλα εσφαλμένη. Όπως προβλέπεται στο Άρθρο 18ΠΣΤ του Νόμου, η κράτηση προσώπου υπό τέτοιες συνθήκες,

“… έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια και διατηρείται μόνο καθόσον χρόνο η διαδικασία απομάκρυνσης εξελίσσεται και εκτελείται με τη δέουσα επιμέλεια.”

Σύμφωνα δε με το εδάφιο (4) του ίδιου άρθρου του Νόμου,

“Ο Υπουργός Εσωτερικών επανεξετάζει κάθε διάταγμα κράτησης το οποίο εκδίδει δυνάμει του παρόντος άρθρου –

(α)   αυτεπάγγελτα ανά δίμηνο και

(β)   σε οποιοδήποτε εύλογο χρονικό διάστημα, κατ΄ αίτηση του επηρεαζομένου υπηκόου τρίτης χώρας.”

Ακολούθως δε, στο εδάφιο (7) του Άρθρου 18ΠΣΤ του Νόμου, ρητά προνοούνται τα ακόλουθα:

[*1630]“(7) Με την επιφύλαξη της παραγράφου (γ) του εδαφίου (3) και της παραγράφου (γ) του εδαφίου (5), η κράτηση εξακολουθεί καθ΄όλη τη χρονική περίοδο κατά την οποία πληρούνται οι όροι του εδαφίου (1) και είναι αναγκαία για να διασφαλισθεί η επιτυχής απομάκρυνση και δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες…”

Το μόνο συμπέρασμα το οποίο εξάγεται από τη συνδυασμένη ισχύ των προνοιών των πιο πάνω νομοθετικών διατάξεων, δεν είναι άλλο παρά ότι σε καμιά περίπτωση οι αρμόδιες Αρχές δικαιούνται όπως κρατούν υπήκοο τρίτης χώρας κατά το δοκούν για διάστημα το οποίο απλά είναι μικρότερο των 6 μηνών. Για να είναι νόμιμη η κράτηση για οποιαδήποτε περίοδο που είναι μικρότερη των 6 μηνών, είτε αυτή είναι για μια εβδομάδα, είτε για ένα μήνα, ή για πεντέμισι μήνες, θα πρέπει κατά τη διάρκειά της να συντρέχουν οι προαναφερθείσες προϋποθέσεις και να λαμβάνονται τα προνοούμενα στο Νόμο διαβήματα επανεξέτασης του δικαιολογημένου ή μη της κράτησης. Επομένως, αν δεν συντρέχουν οι προαναφερθείσες προϋποθέσεις και/ή δε λαμβάνονται τα προνοούμενα διαβήματα, η κράτηση μπορεί κάλλιστα να καταστεί παράνομη, έστω και αν η διάρκειά της δεν υπερβαίνει, όπως εδώ, τους 4½ μήνες ή οποιαδήποτε μικρότερη περίοδο.

Αναφορικά δε με τον τρόπο και το ένδικο μέσο του δικαστικού ελέγχου της νομιμότητας μιας συνεχιζόμενης κράτησης ενός προσώπου κάτω από αυτές τις συνθήκες και πάλι θα διαφωνήσω με τη θέση των καθ’ ων η αίτηση ως προς το απρόσφορο του ένδικου μέσου της διεκδίκησης έκδοσης προνομιακού εντάλματος habeas corpus.

Με αναφορά και πάλι στις πρόνοιες του προαναφερθέντος Νόμου, παρατηρούμε ότι πράγματι, στο εδάφιο (3)(α) του Άρθρου 18ΠΣΤ, προνοείται ότι το διάταγμα κράτησης υπόκειται σε προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Αυτό όμως αναφορικά με την προσβολή της νομιμότητας “διατάγματος κράτησης”. Ως προς τη διάρκεια κράτησης, ρητά είναι που προνοείται στο εδάφιο (5)(α) του ίδιου άρθρου ότι:

“Η διάρκεια κράτησης βάσει του παρόντος άρθρου υπόκειται σε αίτηση για την έκδοση εντάλματος habeas corpus δυνάμει του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος, σύμφωνα με τις διατάξεις του εν λόγω άρθρου.”

(Βλ. επίσης την απόφαση στην Πολιτική Αίτηση Mustafa Haghilo (2011) 1 Α.Α.Δ. 2219).

[*1631]Συνάγεται επομένως εκ των ανωτέρω, ότι είναι εφικτός ο δικαστικός έλεγχος της νομιμότητας της κράτησης του αιτητή πριν από τη συμπλήρωση χρόνου 6 μηνών κράτησής του και ότι το ένδικο μέσο διεκδίκησης έκδοσης εντάλματος habeas corpus είναι το ενδεικνυόμενο μέτρο.

Θα πρέπει έτσι να εξετασθεί η αίτηση του αιτητή ως προς την ουσία της. Αναφορικά δηλαδή με το θέμα κατά πόσο η κράτησή του ήταν παράνομη όταν απευθύνθηκε στο Δικαστήριο και κατά πόσο συνεχίζει ο ίδιος να κρατείται παράνομα.

Έχω αναφερθεί προηγουμένως στις σχετικές νομοθετικές πρόνοιες οι οποίες θέτουν τις υποχρεώσεις της διοίκησης κατά τη διάρκεια και για το σκοπό για τον οποίο συνεχίζεται η κράτηση υπηκόου τρίτης χώρας προς το σκοπό της απέλασής του.

Με την ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της Ένστασής τους, οι καθ’ ων η αίτηση με ομνύουσα τη Λειτουργό στο Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης κα Παρασκευή Βοσκαρίδου, έθεσαν υπόψη του Δικαστηρίου τα ακόλουθα στοιχεία, τα οποία και δεν αμφισβητήθηκαν:

“14. Εναντίον του αλλοδαπού εκδόθηκαν διατάγματα κράτησης και απέλασης στις 22.02.12. (Τεκμήριο 17). Την ίδια μέρα η εκτέλεση των διαταγμάτων απέλασης αναστάληκαν μέχρι νεότερων οδηγιών.

15. Η επίδοση τους γνωστοποιήθηκε στον αλλοδαπό με επιστολή ημερ. επίσης 22.02.2012. (Τεκμήριο 18).

16. Στις 23.02.2012 με επιστολή του το Δικηγορικό Γραφείο ζήτησε την αποφυλάκιση του αλλοδαπού και υπέβαλε νέα Προσφυγή προς τον Υπουργό. (Τεκμήριο 19).

17. Στις 12.04.2012 με επιστολή του προς το Δικηγορικό Γραφείο Μιχάλη Α. Μιχαηλίδη, ο Υπουργός Εσωτερικών, ενημέρωσε ότι η απόφαση που αφορά στην Ιεραρχική Προσφυγή ημερομηνίας 23.02.2012 παραμένει η ίδια και ως εκ τούτου δεν μπορεί να τύχει επανεξέτασης. (Τεκμήριο 20).

18. Το Υπουργείο Εσωτερικών με επιστολή του ημερομηνίας 22.05.2012 προς τη Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης ζήτησε όπως πραγματοποιηθούν εκ νέου εξετάσεις για τη γνησιότητα του γάμου λόγω του ότι το [*1632]ζεύγος στις 05.03.2012 υπέβαλαν εκ νέου Προσφυγή με το δικηγορικό γραφείο Α και Μ Σαββίδου. (Τεκμήριο 21).

19. Η νέα έρευνα βρίσκεται σε εξέλιξη. (Τεκμήριο 22). Η εκτέλεση του διατάγματος απέλασης εξακολουθεί να τελεί υπό αναστολή.”

Με τα πιο πάνω ως δεδομένα, έχω την άποψη ότι η διοίκηση συμμορφώθηκε προς τις υποχρεώσεις της κάτω από τις προαναφερθείσες νομοθετικές διατάξεις.

Όπως διαπιστώνεται, κατά τη διάρκεια της τετράμηνης και πλέον κράτησης του αιτητή, ο Υπουργός εξέτασε ξανά το θέμα της κράτησης του αιτητή, κατόπιν αιτήματος των δικηγόρων του, και σε εύλογο χρονικό διάστημα, αφού διερεύνησε και διαπίστωσε ότι οι υποβληθείσες παραστάσεις δε διαφοροποιούσαν την κατάσταση πραγμάτων και ότι τα ουσιώδη στοιχεία παρέμεναν τα ίδια, δεν άλλαξε την απόφασή του.

Επειδή δε αργότερα, και συγκεκριμένα στις 5.3.2012, ο αιτητής προέβηκε σε νέες παραστάσεις μέσω άλλων δικηγόρων, εκφράζοντας και πάλι τη διαφωνία του με τη διαπίστωση της εικονικότητας του γάμου του, πολύ ορθά, το Υπουργείο Εσωτερικών με επιστολή του ημερομηνίας 22.5.2012, αφού έλαβε προφανώς σοβαρά υπόψη τις νέες παραστάσεις που προβλήθηκαν εκ μέρους του αιτητή, ζήτησε από το αρμόδιο Τμήμα όπως πραγματοποιηθούν εκ νέου εξετάσεις για τη γνησιότητα του γάμου του αιτητή. Αυτή δε η νέα έρευνα βρίσκεται σε εξέλιξη, ενώ η ισχύς του διατάγματος αναστολής τελεί υπό αναστολή.

Υπό το φως των πιο πάνω αδιαμφισβήτητων στοιχείων κρίνω ότι η διοίκηση παρουσιάζεται να μεταχειρίστηκε τον αιτητή με δίκαιο τρόπο και έχει συμμορφωθεί προς τις υποχρεώσεις της για επανεξέταση της περίπτωσης του αιτητή κατά τη διάρκεια της κράτησής του. Η συνέχιση της κράτησής του μέχρι σήμερα δεν παρουσιάζεται να κατέστη σε οποιοδήποτε στάδιο παράνομη για τους λόγους που έχει εδώ προβάλει.

Επομένως, η αίτηση δεν μπορεί να επιτύχει.

Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του αιτητή.

Η αίτηση απορρίπτεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο