Glory Worldwide Holdings Ltd ν. Αθλητικού Συλλόγου Ομόνοια Λευκωσίας, μέσω του Προέδρου αυτού Ελπιδοφόρου Σεραφείμ και/ή μέλους Διοικητικού Συμβουλίου δεόντως εξουσιοδοτημένου (2012) 1 ΑΑΔ 1633

(2012) 1 ΑΑΔ 1633

[*1633]18 Ιουλίου, 2012

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]

GLORY WORLDWIDE HOLDINGS LTD,

Εφεσείουσα-Ενάγουσα,

v.

ΑΘΛΗΤΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΟΜΟΝΟΙΑ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΑΥΤΟΥ ΕΛΠΙΔΟΦΟΡΟΥ ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΑΙ/Ή

ΜΕΛΟΥΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΔΕΟΝΤΩΣ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΜΕΝΟΥ,

Εφεσιβλήτων-Εναγομένων Αρ. 1.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 57/2009)

 

Συμβάσεις ― Επικύρωση πρωτόδικης απόφασης με οποία εκρίθη ότι δεν συνιστούσε συμφωνία η υπόσχεση των  εφεσίβλητων όπως αποκόπτουν από το μισθό ποδοσφαιριστή που βρισκόταν στην υπηρεσία τους, μηνιαίο ποσό προς εξόφληση χρέους του τελευταίου.

Συμβάσεις ― Η ερμηνεία ενός εγγράφου είναι θέμα νομικό και γίνεται από το δικαστήριο, το οποίο περιορίζεται στους όρους της συμφωνίας, μέσα από την οποία αναζητεί την πρόθεση των μερών ― Το ερμηνευτικό έργο του δεν επεκτείνεται σε εξωγενείς παράγοντες και υποθέσεις ― Κριτήριο είναι η έννοια την οποία μεταδίδει το κείμενο της συμφωνίας στο μέσο λογικό άνθρωπο.

Απόδειξη ― Μαρτυρία ― Το δικαστήριο δεν είναι δυνατό να στηρίζεται σε υποθέσεις στη βάση εκ των υστέρων ισχυρισμών των συνηγόρων, οι αγορεύσεις των οποίων δεν αποτελούν μαρτυρία και ούτε την συμπληρώνουν.

Η εφεσείουσα αμφισβήτησε πρωτόδικη απόφαση με την οποία απορρίφθηκε αξίωση της εναντίον των εφεσιβλήτων - εναγομένων 1 για το ποσό των Λ.Κ.6.400,00, ως αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας.

Οι εφεσίβλητοι εναγόμενοι 1, είχαν αναλάβει και υποσχεθεί με γραπτό κείμενο την αποκοπή ποσού από το μισθό του εναγόμενου 2 [*1634]ο οποίος εργαζόταν ως ποδοσφαιριστής στην υπηρεσία των εφεσιβλήτων για την εξόφληση χρέους του που είχε δημιουργήσει προς τους εφεσείοντες.

Οι εφεσείοντες ήγειραν αγωγή στρεφόμενοι και εναντίον των εφεσιβλήτων όταν οι τελευταίοι σταμάτησαν να τους καταβάλλουν ποσά που θα απέκοπταν από το μισθό του ποδοσφαιριστή όταν αυτός έπαυσε να είναι στην υπηρεσία τους.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, έκρινε μεταξύ άλλων ότι από το περιεχόμενο του σχετικού τεκμηρίου στο οποίο οι εφεσίβλητοι κατέγραψαν την υπόσχεση τους, ήταν ξεκάθαρο ότι οι εφεσίβλητοι δεν ανέλαβαν καμία δέσμευση είτε ως εγγυητές είτε ως οφειλέτες ούτε υπήρχε οποιαδήποτε πρόθεση τους για κάλυψη του ποσού της επίδικης επιταγής από τους ίδιους.

Ενόψει αυτού, κατέληξε ότι δεν ετίθετο θέμα ανάληψης υποχρέωσης αποπληρωμής του εν λόγω ποσού σε περίπτωση που δεν αποκόπτετο το συγκεκριμένο ποσό από το μισθό του Εναγομένου 2.

Με την έφεση οι εφεσείοντες υποστήριξαν με ένα λόγο έφεσης ότι:

α) Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε τη σχετική συμφωνία.

β) Η επίδικη συμφωνία είχε όλα τα χαρακτηριστικά της έγκυρης σύμβασης και καταρτίστηκε με καλή αντιπαροχή, η οποία δεν απαιτείτο να ήταν προς όφελος του οφειλέτη ή σε οποιοδήποτε τρίτο ή σε οποιοδήποτε από τα συμβαλλόμενα μέρη, εφόσον υπήρχε, προϋπάρχουσα οφειλή και υπόσχεση σταδιακής πληρωμής της.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Από το σχετικό έγγραφο που υπέγραψαν οι εφεσίβλητοι δεν μπορούσε να εξαχθεί με ασφάλεια ότι συνιστούσε σύμβαση μεταξύ της εφεσείουσας και των εφεσιβλήτων.

2.  Ήταν προφανές ότι οι εφεσίβλητοι δεν ανέλαβαν οποιαδήποτε δέσμευση για κάλυψη του ποσού σε περίπτωση μη πληρωμής του.

3.  Αυτό συναγόταν, μεταξύ άλλων, και από την αναφορά ότι η αποκοπή του ποσού των Λ.Κ.300,00 μηνιαίως από το μισθό του ενα[*1635]γομένου 2 θα γινόταν για όσο χρόνο αυτός θα βρισκόταν στην υπηρεσία τους, στοιχείο το οποίο προσέδιδε στην όποια υποχρέωση των εφεσιβλήτων μια αβέβαιη χρονική διάρκεια, που δε συνήδε με ανάληψη υποχρέωσης καταβολής από τους ιδίους του χρέους.

4.  Ενδεχομένως το σχετικό Τεκμήριο 2 να συνιστούσε συμφωνία, αν υπήρχε μαρτυρία περί αντιπαροχής για την υποχρέωση που αναλάμβαναν οι εφεσίβλητοι.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Λάμπρου ν. Παράσχου κ.ά. (1993) 1 Α.Α.Δ. 397,

Οικονόμου κ.ά. ν. Ττοφινή κ.ά. (1993) 1 Α.Α.Δ. 436.

Έφεση.

Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Κυριακίδου, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 91/05), ημερομηνίας 30/12/2009.

Ν. Γεωργιάδης για Δημήτρη Χατζηνέστορος, για την Εφεσείουσα.

Γ. Ρούσου (κα) για Αριστοφάνη Γεωργίου, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Ε. Παπαδοπούλου.

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Αξίωση της εφεσείουσας εναντίον των εφεσιβλήτων - εναγομένων 1 για το ποσό των Λ.Κ.6.400,00, ως αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας, απορρίφθηκε, με αποτέλεσμα την καταχώριση της παρούσας έφεσης.

Σύμφωνα με την Έκθεση Απαίτησης, ο Τάσος Γιαλλούρης - εναγόμενος 2, ποδοσφαιριστής κατά τον ουσιώδη χρόνο στους εφεσίβλητους, υπέγραψε και παρέδωσε στην εφεσείουσα, στις 2/2/2001, επιταγή για το ποσό Λ.Κ.17.100,00, η οποία, όμως, επε[*1636]στράφη χωρίς να πληρωθεί. Ο εναγόμενος 2, έναντι του πιο πάνω ποσού, κατέβαλε το ποσό των Λ.Κ.5.000,00, οι δε εφεσίβλητοι, με τη συναίνεσή του, δεσμεύτηκαν, με γραπτή συμφωνία ημερομηνίας 28/3/2002, να αποκόπτουν από το μισθό του ποσό Λ.Κ.300,00 και να το πληρώνουν στην εφεσείουσα, για εξόφληση του ποσού που αυτός όφειλε. Οι εφεσίβλητοι, μετά την υπογραφή της εν λόγω συμφωνίας, σε διάφορες ημερομηνίες, κατέβαλαν το ποσό των Λ.Κ.1.200,00. Συγκεκριμένα, κατέβαλαν τις δόσεις από 1/4/2002 - 1/8/2002. Συνέχιζαν, όμως, να οφείλουν το υπόλοιπο.

Οι εφεσίβλητοι, με την Υπεράσπισή τους, αρνούνταν ότι γνώριζαν την ύπαρξη της επιταγής και ισχυρίζονταν ότι συμφώνησαν να αποκόπτουν μηνιαίως το ποσό των Λ.Κ.300,00 από το μισθό του εναγομένου 2 και να το δίδουν στην εφεσείουσα, ήταν δε ξεκάθαρο ότι αυτοί δε θα πλήρωναν από δικά τους χρήματα. Ο λόγος που δεν πληρώθηκαν όλες οι δόσεις ήταν επειδή ο εναγόμενος 2 δεν αποδεχόταν την αποκοπή του πιο πάνω ποσού. Ο εναγόμενος 2 παρέμεινε ελεύθερος, μεταπήδησε σε άλλη ομάδα και δεν πληρώθηκε οποιοδήποτε ποσό για τη μεταγραφή του.

Η εφεσείουσα, με την Απάντησή της, απέρριπτε τον ισχυρισμό των εφεσιβλήτων ότι η αποκοπή του ποσού των Λ.Κ.300,00 από το μισθό του εναγομένου 2 τελούσε υπό την έγκρισή του και ισχυριζόταν ότι υπήρχε αυτοτελής υποχρέωση των εφεσιβλήτων για αποκοπή του, η οποία απέρρεε από τη συμφωνία.

Ο εναγόμενος 2 στην πρωτόδικη διαδικασία δεν εμφανίστηκε και εκδόθηκε εναντίον του απόφαση.

Για απόδειξη της υπόθεσης της εφεσείουσας δεν παρουσιάστηκε μαρτυρία, κατατέθηκαν όμως, από κοινού, έγγραφα και έγιναν παραδεκτά τα πιο κάτω γεγονότα, όπως αυτά καταγράφονται στην απόφαση:-

«1. Η Ενάγουσα είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης και είναι εγγεγραμμένη νομότυπα στον Έφορο Εταιρειών σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κεφ. 113.

  2. Ο Εναγόμενος 1 είναι σωματείο νομότυπα εγγεγραμμένο και ενάγεται μέσω του προέδρου του και διατηρεί ανάμεσα σε άλλα, ποδοσφαιρική ομάδα που λαμβάνει μέρος στο Παγκύπριο Ποδοσφαιρικό Πρωτάθλημα της Κ.Ο.Π.

  3. Ο Εναγόμενος 2 καθ’ όλους τους ουσιώδεις χρόνους για [*1637]την παρούσα αγωγή μέχρι τις 13.6.2004 ήταν ποδοσφαιριστής του Εναγομένου 1 βάσει έγγραφης συμφωνίας.

  4. Ο Εναγόμενος 2 έπαυσε να είναι ποδοσφαιριστής του Εναγομένου 1 την 13.6.2004, ημερομηνία κατά την οποία έληξε η συμφωνία εργοδότησής του ως ποδοσφαιριστή του με τον Εναγόμενο 1 και παρέμεινε ελεύθερος.

  5. Ο Εναγόμενος 1 δεν έλαβε και δεν πλήρωσε σε αυτόν οποιοδήποτε ποσό για τη μεταγραφή του Εναγομένου 2, γιατί αυτός παρέμεινε ελεύθερος από τις 13.6.2004 και εγγράφηκε/μεταπήδησε σε άλλο ποδοσφαιρικό σωματείο.

  6. Ο Εναγόμενος 2 εξέδωσε και παρέδωσε την επιταγή με αριθμό 21009794 της Τράπεζας Κύπρου στην Ενάγουσα.

  7. Η επιταγή με αριθμό 21009794 της Τράπεζας Κύπρου φέρει την υπογραφή του Εναγομένου 2.

  8. Η επιταγή με αριθμό 21009794 της Τράπεζας Κύπρου φέρει ημερομηνία 2.2.2001.

  9. Η επιταγή με αριθμό 21009794 της Τράπεζας Κύπρου παραδόθηκε στην Ενάγουσα την 2.2.2001.

10. Η επιταγή με αριθμό 21009794 της Τράπεζας Κύπρου ήταν για το ποσό των Λ.Κ.17.100.

11. Η επιταγή με αριθμό 21009794 της Τράπεζας Κύπρου επιστράφηκε απλήρωτη.

12. Ο Εναγόμενος 2 πλήρωσε κατά ή περί την 28.3.2002 το ποσό των Λ.Κ.5.000 έναντι της πιο πάνω επιταγής στην Ενάγουσα.

13. Ο Εναγόμενος 1 απέκοπτε από την 1.4.2002 από το μισθό του Εναγομένου 2 και μέχρι την 11.10.2002 κατέβαλε στην Ενάγουσα το συνολικό ποσό των Λ.Κ.1,700 από τις αποκοπές. Δεν καταβλήθηκε οποιοδήποτε άλλο ποσό.

14. Το οφειλόμενο ποσό δόσεων μέχρι την 13.6.2004 ήταν Λ.Κ.6,400 (€10,935) και η Ενάγουσα περιόρισε την απαίτηση της στο εν λόγω ποσό πλέον τόκους και έξοδα.»

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στηριζόμενο στο Τεκμήριο 2*, το οποίο έκρινε ως το σημαντικό για την υπόθεση, προέβη στις πιο κάτω διαπιστώσεις:-

«Από το περιεχόμενο του τεκμηρίου 2 είναι ξεκάθαρο ότι ο Εναγόμενος 1 δεν ανέλαβε καμία δέσμευση είτε ως εγγυητής είτε ως οφειλέτης ή υπάρχει οποιαδήποτε πρόθεση του για κάλυψη του ποσού της επίδικης επιταγής από τον ίδιο. Ενόψει αυτού δεν τίθεται θέμα ανάληψης υποχρέωσης αποπληρωμής του εν λόγω ποσού σε περίπτωση που δεν αποκόπτετο το συγκεκριμένο ποσό από το μισθό του Εναγομένου 2. Η εν λόγω δέσμευση δεν μπορεί με οποιοδήποτε τρόπο να ερμηνευτεί συμβατική υποχρέωση για κάλυψη του ποσού σε περίπτωση μη αποκοπής του ποσού των ΛΚ300.- μηνιαίως γιατί είναι ξεκάθαρο ότι αυτό το ποσό θα πληρώνετο από το μισθό που ανήκε στον Εναγόμενο 2 και όχι ποσό που θα διέθετε ο Εναγόμενος 1.  Ο Εναγόμενος 1 με βάση το τεκμήριο 2 ανέλαβε να εξυπηρετήσει την Ενάγουσα για την αποπληρωμή του οφειλόμενου ποσού από τον Εναγόμενο 2 αλλά με κανένα τρόπο δεν δικαιολογείται εύρημα ότι στην εν λόγω δέσμευση υπήρχε οποιαδήποτε αντιπαροχή από πλευράς Ενάγουσας προς τον Εναγόμενο 1.  Ως εκ τούτου η θέση της Ενάγουσας ότι δημιουργήθηκε έγκυρη σύμβαση δεν ευσταθεί και συνεπώς δεν υπήρχε παράβαση σύμβασης εκ μέρους του Εναγομένου 1.»

Η εφεσείουσα, με ένα λόγο έφεσης, υποστηρίζει ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε το Τεκμήριο 2. Είναι η θέση της ότι αυτό έχει όλα τα χαρακτηριστικά της έγκυρης σύμβασης και καταρτίστηκε με καλή αντιπαροχή, η οποία δεν απαιτείται να είναι προς όφελος του οφειλέτη ή σε οποιοδήποτε τρί[*1639]το ή σε οποιοδήποτε από τα συμβαλλόμενα μέρη. Υπήρχε, υπέβαλε, με την επιστροφή της επιταγής, προϋπάρχουσα οφειλή και υπόσχεση σταδιακής πληρωμής της. Η ανάληψη τέτοιας υποχρέωσης αποτελεί καλή αντιπαροχή, αφού συνοδεύτηκε με εγκατάλειψη από την ίδια του δικαιώματός της για άμεση πληρωμή του ποσού της επιταγής. Από το Τεκμήριο 2, προκύπτει σαφώς ότι αυτή εγκατέλειψε το δικαίωμά της για άμεση εξόφληση της επιταγής, επειδή οι εφεσίβλητοι ανέλαβαν την υποχρέωση για σταδιακή πληρωμή του οφειλόμενου ποσού με δόσεις. Η μη τήρηση από τους εφεσίβλητους της υπόσχεσής τους να αποκόπτουν μηνιαίως το συμφωνηθέν ποσό από τα εισοδήματα του εναγομένου 2 της προκάλεσε απώλεια ίση με το ποσό των Λ.Κ.6.400,00.

Σύμφωνα με τις καθιερωμένες αρχές, η ερμηνεία ενός εγγράφου είναι θέμα νομικό και γίνεται από το δικαστήριο, το οποίο περιορίζεται στους όρους της συμφωνίας, μέσα από την οποία αναζητεί την πρόθεση των μερών. Το ερμηνευτικό έργο του δεν επεκτείνεται σε εξωγενείς παράγοντες και υποθέσεις. Κριτήριο είναι η έννοια την οποία μεταδίδει το κείμενο της συμφωνίας στο μέσο λογικό άνθρωπο - (βλ. Λάμπρου ν. Παράσχου κ.ά. (1993) 1 Α.Α.Δ. 397 και Οικονόμου κ.ά. ν. Ττοφινή κ.ά. (1993) 1 Α.Α.Δ. 436).

Στην παρούσα υπόθεση, τα τυχόν δικαιώματα και υποχρεώσεις των μερών διαπιστώνονται κυρίως από το κείμενο του Τεκμηρίου 2 και τα παραδεκτά γεγονότα. Από αυτά δεν μπορεί να εξαχθεί με ασφάλεια το συμπέρασμα ότι το Τεκμήριο 2 συνιστά σύμβαση μεταξύ της εφεσείουσας και των εφεσιβλήτων. Είναι προφανές ότι οι εφεσίβλητοι δεν ανέλαβαν οποιαδήποτε δέσμευση για κάλυψη του ποσού σε περίπτωση μη πληρωμής του. Αυτό συνάγεται, μεταξύ άλλων, και από την αναφορά ότι η αποκοπή του ποσού των Λ.Κ.300,00 μηνιαίως από το μισθό του εναγομένου 2 θα γινόταν για όσο χρόνο αυτός θα βρισκόταν στην υπηρεσία τους, στοιχείο το οποίο προσδίδει στην όποια υποχρέωση των εφεσιβλήτων μια αβέβαιη χρονική διάρκεια, που δε συνάδει με ανάληψη υποχρέωσης καταβολής από τους ιδίους του χρέους.

Ενδεχομένως το Τεκμήριο 2 να συνιστούσε συμφωνία, αν υπήρχε μαρτυρία περί αντιπαροχής για την υποχρέωση που αναλάμβαναν οι εφεσίβλητοι. Η αντιπαροχή δε συνάγεται από το κείμενο, αλλά ούτε και έχει δοθεί οποιαδήποτε μαρτυρία περί αυτής. Τα όσα ο συνήγορος της εφεσείουσας προώθησε ενώπιόν μας, ότι, δηλαδή, αυτή δόθηκε σε αντάλλαγμα της παραίτησής της για άμεση καταβολή του ποσού από τον εναγόμενο 2, δε βοηθούν. [*1640]Το δικαστήριο δεν είναι δυνατό να στηρίζεται σε υποθέσεις στη βάση εκ των υστέρων ισχυρισμών των συνηγόρων, οι αγορεύσεις των οποίων δεν αποτελούν μαρτυρία και ούτε την συμπληρώνουν.

Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο