Σάντης Κώστας ν. Interfund Investments Ltd (2012) 1 ΑΑΔ 1670

(2012) 1 ΑΑΔ 1670

[*1670]19 Ιουλίου, 2012

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]

ΚΩΣΤΑΣ ΣΑΝΤΗΣ,

Εφεσείων,

v.

INTERFUND INVESTMENTS LTD,

Εφεσίβλητης.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 252/2007)

 

Χρηματιστήριο ― Κατά πόσον το Άρθρο 3 του νόμου 42(Ι)/2000, με βάση το οποίο δημιουργείται δικαίωμα επιστροφής χρημάτων εάν οι σχετικοί τίτλοι δεν εισαχθούν στο Χρηματιστήριο εντός 3 μηνών από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για εισαγωγή τους, κάλυπτε περιπτώσεις όπου η αίτηση για εισαγωγή των τίτλων στο Χρηματιστήριο έγινε πριν τεθεί σε εφαρμογή ο νόμος 42(Ι)/2000.

Αναδρομικότητα Νόμων ― Η γενική αρχή είναι ότι ένας νόμος, εκτός εάν είναι δηλωτικός ή εάν αφορά μόνο σε θέματα διαδικαστικά ή αποδείξεως, δεν έχει αναδρομική ισχύ ― Αυτό τεκμαίρεται, γενικά, σε κάθε περίπτωση και εκεί όπου ο νομοθέτης επιθυμεί να δώσει αναδρομική ισχύ σε μια νομοθετική πρόνοια που δεν περιλαμβάνεται στις προαναφερόμενες εξαιρέσεις, θα πρέπει να το πει ρητά.

Ο εφεσείων αμφισβήτησε με την έφεση πρωτόδικη απόφαση με την οποία απορρίφθηκε αγωγή που είχε εγείρει εναντίον της εναγόμενης εφεσίβλητης εταιρείας αξιώνοντας  ποσό που της είχε καταβάλει με την προοπτική εισαγωγής των τίτλων της εφεσίβλητης στο Χ.Α.Κ., με σκοπό την απόκτηση αριθμού μετοχών και δικαιωμάτων αγοράς μετοχών της εφεσίβλητης.

Η εφεσίβλητη κατέθεσε αίτηση για εισαγωγή των μετοχών της στο Χ.Α.Κ. στις 28.3.2000. Ο εφεσείων με επιστολή του ημερ. 11.9.2000 ζήτησε από την εφεσίβλητη την επιστροφή των προαναφερομένων χρημάτων.

Το αίτημα της εφεσίβλητης για εισαγωγή των τίτλων της στο [*1671]Χ.Α.Κ. εγκρίθηκε τελικά στις 19.10.2000 και οι τίτλοι της εφεσίβλητης εισήχθησαν στο Χ.Α.Κ. στις 25.10.2000. Ο εφεσείων στις 13.12.2000 επέστρεψε στην εφεσίβλητη τους τίτλους ιδιοκτησίας των μετοχών και δικαιωμάτων που είχε αγοράσει.

Η εφεσίβλητη ουδέποτε επέστρεψε το προαναφερόμενο ποσό στον εφεσείοντα προβάλλοντας ως υπεράσπιση το Άρθρο 3(3) του Ν. 42(Ι)/2000.

Το πρωτόδικο δικαστήριο, έκρινε ότι το λεκτικό του Άρθρου 3 και ιδιαίτερα της παραγράφου (1) καθιστούσε σαφές ότι το συγκεκριμένο άρθρο εφαρμόζεται στις περιπτώσεις όπου δεν είχε γίνει αίτηση για εισαγωγή των τίτλων πριν από τη δημοσίευση του Νόμου.

Με την έφεση προβλήθηκαν τα εξής:

α) Ήταν εσφαλμένη η πρωτόδικη απόφαση ότι το Άρθρο 3(3) του προαναφερόμενου νόμου δεν δημιουργούσε αγώγιμο δικαίωμα στον εφεσείοντα και ότι δεν ίσχυε στην παρούσα περίπτωση.

β) Στο Άρθρο 3(3), δεν γίνεται ρητή πρόνοια για το θέμα αυτό και αν ο νομοθέτης είχε τέτοια πρόθεση θα περιελάμβανε σε αυτό σχετική πρόνοια, ότι το άρθρο δεν ισχύει στις περιπτώσεις όπου η αίτηση υποβλήθηκε πριν από τη θέσπιση του νόμου.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η θέση του πρωτόδικου δικαστηρίου, ήταν η ορθή. Ο σκοπός του νομοθέτη ήταν να δημιουργήσει δικαίωμα επιστροφής χρημάτων που πληρώθηκαν υπό τις προαναφερόμενες προϋποθέσεις (πριν από τη θέσπιση του Νόμου), εάν τελικά οι σχετικοί τίτλοι δεν εισαχθούν στο χρηματιστήριο εντός 3 μηνών από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για εισαγωγή τους στο χρηματιστήριο ή από την ημερομηνία απόρριψης της αίτησης.

2.  Στην προκείμενη περίπτωση ο νόμος δεν αφορά σε ζητήματα διαδικαστικά ή αποδείξεως και δεν είναι δηλωτικός και ως εκ τούτου ισχύει το γενικό τεκμήριο της μη αναδρομικότητος, το οποίο δεν ανατράπηκε εφόσον ο νομοθέτης δεν προέβη σε οποιαδήποτε ρητή ή και εξυπακουόμενη πρόνοια περί αναδρομικότητας.

3.  Η αναφορά του Νομοθέτη σε χρήματα που πληρώθηκαν πριν από τη θέσπιση του Νόμου δεν ανατρέπει το τεκμήριο της μη αναδρομικότητας ως προς την υποβολή της αίτησης για εισαγωγή των τίτ[*1672]λων στο Χ.Α.Κ..

4.  Ορθά ερμηνεύθηκε το Άρθρο 3(3) του νόμου ως μη παρέχον δικαίωμα επιστροφής των χρημάτων στον επενδυτή-εφεσείοντα στην παρούσα υπόθεση όπου η αίτηση για εγγραφή στο Χ.Α.Κ. υποβλήθηκε, από την εφεσίβλητη, πριν από τη θέσπιση του σχετικού νόμου.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Καρακάννα, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 8662/03), ημερομηνίας 12/9/2007.

Σ. Οικονόμου, για τον Εφεσείοντα.

Γ. Κολοκασίδης, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάτος.

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Ο εφεσείων, ο οποίος ήταν ο ενάγων ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, αξίωσε από την εναγόμενη-εφεσίβλητη εταιρεία το ποσό των Λ.Κ.6.000.- πλέον τόκο από 25.2.2000 μέχρις εξοφλήσεως. Τα γεγονότα της υπόθεσης ήταν όλα παραδεκτά και το μόνο θέμα που παρέμεινε για να αποφασιστεί από το πρωτόδικο δικαστήριο ήταν εκείνο της ερμηνείας και της συνταγματικότητας του Άρθρου 3(3) του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου (τροποποιητικού) (αρ. 4) Νόμου του 2000 (Ν. 42(Ι)/2000).

Μεταξύ των παραδεκτών γεγονότων ήταν ότι η εφεσίβλητη ιδρύθηκε την 6.11.97 ως ιδιωτική εταιρεία περιορισμένης ευθύνης και κατά πάντα ουσιώδη χρόνο ήταν δημόσια επενδυτική εταιρεία.    Ο εφεσείων, με την προοπτική εισαγωγής των τίτλων της εφεσίβλητης στο Χ.Α.Κ., κατέβαλε στις 18.2.2000, στην εφεσίβλητη, το ποσό των Λ.Κ.6.000.- με σκοπό την απόκτηση αριθμού μετοχών και δικαιωμάτων αγοράς μετοχών της εφεσίβλητης. Η εφεσίβλητη κατέθεσε αίτηση για εισαγωγή των μετοχών της στο Χ.Α.Κ. στις 28.3.2000. Ο εφεσείων με επιστολή του ημερ. 11.9.2000 ζήτησε από την εφεσίβλητη την επιστροφή των προαναφερομένων χρημάτων.  Η εφεσίβλητη με επιστολή της αρνήθηκε να επιστρέψει το προαναφερόμενο ποσό στον εφεσείοντα. Στις 27.9.2000 το Χ.Α.Κ. πληροφόρησε την εφεσίβλητη ότι εγκρίθηκε η αίτηση της για εισαγωγή των μετοχών της στο χρηματιστήριο, υπό όρους. Το ενημερωτικό δελτίο της εφεσίβλητης διατέθηκε στο κοινό μετά τις 29.9.2000.

Το αίτημα της εφεσίβλητης για εισαγωγή των τίτλων της στο Χ.Α.Κ. εγκρίθηκε τελικά στις 19.10.2000 και οι τίτλοι της εφεσίβλητης εισήχθησαν στο Χ.Α.Κ. στις 25.10.2000. Ο εφεσείων στις 13.12.2000 επέστρεψε στην εφεσίβλητη τους τίτλους ιδιοκτησίας των μετοχών και δικαιωμάτων που είχε αγοράσει.

Η εφεσίβλητη ουδέποτε επέστρεψε το προαναφερόμενο ποσό στον εφεσείοντα. Η υπεράσπιση της ήταν ότι το Άρθρο 3(3) του Ν. 42(Ι)/2000, επί του οποίου βασιζόταν η αγωγή του εφεσείοντα, ήταν αντισυνταγματικό και συγκεκριμένα ότι παραβίαζε τα Άρθρα 12, 23, 25 και 28 του Συντάγματος. Η εφεσίβλητη επίσης ισχυριζόταν ότι η αγωγή ήταν πρόωρη, αβάσιμη και δεν αποκάλυπτε αιτία αγωγής.

Το πρωτόδικο δικαστήριο παρέθεσε αυτούσιο το Άρθρο 3 (1)–(4) του προαναφερόμενου νόμου και έθεσε στον εαυτό του το ερώτημα κατά πόσον το Άρθρο 3(3) ισχύει στην περίπτωση που η αίτηση για εισαγωγή των τίτλων στο χρηματιστήριο έγινε πριν τη θέσπιση του νόμου, όπως στην παρούσα περίπτωση*. Η αίτηση για [*1674]εισαγωγή των τίτλων της εφεσίβλητης στο Χ.Α.Κ. έγινε την 28.3.2000 ενώ ο νόμος θεσπίστηκε λίγες μέρες αργότερα, δηλαδή την 7.4.2000. Η ευπαίδευτη πρωτόδικος δικαστής παρατήρησε ότι στο Άρθρο 3(3) δεν γίνεται ρητή πρόνοια για το ζήτημα των αιτήσεων που υποβλήθηκαν πριν τη θέσπιση του νόμου, δηλαδή δεν γίνεται οποιοσδήποτε διαχωρισμός των περιπτώσεων όπου η αίτηση για εισαγωγή των τίτλων υποβλήθηκε πριν τη θέσπιση του νόμου και εκείνων που η αίτηση υποβλήθηκε μετά τη θέσπιση του νόμου. Το πρωτόδικο δικαστήριο, όμως, έκρινε ότι το λεκτικό του Άρθρου 3 και ιδιαίτερα της παραγράφου (1) καθιστούσε σαφές ότι το συγκεκριμένο άρθρο «εφαρμόζεται στις περιπτώσεις όπου δεν είχε γίνει αίτηση για εισαγωγή των τίτλων πριν τη δημοσίευση του Νόμου, αλλιώς δεν θα υπήρχε ρητή πρόνοια που θα εξανάγκαζε την εταιρεία να υποβάλει αίτηση στο Χ.Α.Κ. για εισαγωγή των τίτλων της».

Ενόψει των όσων ανέφερε, το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το Άρθρο 3 του Ν.42(Ι)/2000 δεν περιλαμβάνει τις περιπτώσεις, όπως η παρούσα, όπου η αίτηση για εισαγωγή των τίτλων στο χρηματιστήριο έγινε έγκαιρα. Το δικαστήριο αναφέρθηκε σε σχετική νομολογία καθώς και στο σύγγραμμα Α.Ν. Λοίζου, «Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας».

Η κατάληξη του πρτόδικου δικαστηρίου ήταν ότι οι εταιρείες που υπέβαλαν έγκαιρα τις αιτήσεις τους για εισαγωγή των τίτλων τους στο χρηματιστήριο, απαλλάσσονταν από την υποχρέωση να επιστρέψουν τα χρήματα στους επενδυτές και επομένως και η εφεσίβλητη, στην παρούσα υπόθεση, δεν είχε υποχρέωση να επιστρέψει τα χρήματα στον εφεσείοντα. Όσον αφορά το ζήτημα της αντισυνταγματικότητας του Άρθρου 3 του προαναφερόμενου νόμου το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν είχε καταδειχθεί τέτοια αντισυνταγματικότητα. Εν κατακλείδει το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την αξίωση του εφεσείοντα με έξοδα εις βάρος του.

Ενώπιον μας δεν τέθηκε θέμα αντισυνταγματικότητας, με αντέφεση.

Με την παρούσα έφεση, η οποία περιλαμβάνει ένα μόνο λόγο έφεσης, προσβάλλεται ως εσφαλμένη η πρωτόδικη απόφαση ότι το Άρθρο 3(3) του προαναφερόμενου νόμου δεν δημιουργεί αγώγιμο δικαίωμα στον εφεσείοντα. Κατά τον εφεσείοντα η πρωτόδικη απόφαση είναι εσφαλμένη καθότι εσφαλμένα κρίθηκε ότι το συγκεκριμένο άρθρο δεν ισχύει στην παρούσα περίπτωση, επειδή ο [*1675]νόμος τέθηκε σε ισχύ μετά την αίτηση της εφεσίβλητης για την εισαγωγή των τίτλων της στο Χ.Α.Κ.. Στο Άρθρο 3(3), όπως λέει ο εφεσείων, δεν γίνεται ρητή πρόνοια για το θέμα αυτό και αν ο νομοθέτης είχε τέτοια πρόθεση θα περιλάμβανε στο Άρθρο 3(3) σχετική πρόνοια, δηλαδή πρόνοια ότι το άρθρο δεν ισχύει στις περιπτώσεις όπου η αίτηση υποβλήθηκε πριν τη θέσπιση του νόμου.

Αντίθετη είναι η θέση της εφεσίβλητης εταιρείας, η οποία υποστήριξε ότι ορθά η πρωτόδικος δικαστής ερμήνευσε το σχετικό άρθρο. Ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσίβλητης εταιρείας επέσυρε την προσοχή του Εφετείου στο ότι τα Άρθρα 3(3) και 3(4) προνοούν ποινική ευθύνη αν δεν επιστραφούν τα χρήματα στον επενδυτή εντός 10 ημερών από την ημερομηνία που τα ζητήσει εγγράφως, υπό δύο προϋποθέσεις: (α) ότι τα χρήματα θα πρέπει να έχουν εισπραχθεί από την εταιρεία πριν τη θέσπιση του νόμου και (β) θα πρέπει να μην έχουν εισαχθεί οι σχετικοί τίτλοι εντός 3 μηνών από την υποβολή αίτησης  για ένταξη στο χρηματιστήριο. Από αυτά είναι σαφές, κατά τον ευπαίδευτο συνήγορο της εφεσίβλητης, ότι η είσπραξη των χρημάτων από την εταιρεία πρέπει να έχει γίνει πριν τη θέσπιση του νομοθετήματος.

Εξετάσαμε με προσοχή τα θέματα που εγείρονται υπό το φως των ικανών αγορεύσεων των ευπαιδεύτων συνηγόρων των διαδίκων και καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι η θέση της εφεσίβλητης εταιρείας, που είναι και η θέση του πρωτόδικου δικαστηρίου, είναι η ορθή. Συναφώς παρατηρούμε ότι στο Άρθρο 3(3) του προαναφερόμενου νόμου οι προϋποθέσεις για επιστροφή οποιουδήποτε ποσού εισπράχθηκε από εκδότη, εταιρεία, μέλος συμβουλίου εταιρείας ή πρόσωπο που έχει εισπράξει οποιοδήποτε ποσό ή αντάλλαγμα για αγορά τίτλων, για λογαριασμό υφιστάμενης ή υπό ίδρυση εταιρείας, πριν από την έναρξη της ισχύος του νόμου, με την προοπτική ή και με παραστάσεις εισαγωγής των εν λόγω τίτλων στο χρηματιστήριο, είναι ότι οι σχετικοί τίτλοι δεν εισήχθησαν, για οποιοδήποτε λόγο, στο χρηματιστήριο, «εντός 3 μηνών από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για εισαγωγή τους στο χρηματιστήριο, ή νωρίτερα σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης, και εφόσον το ζητήσει εγγράφως ο ενδιαφερόμενος αγοραστής».

Κατά την εκτίμηση μας ο σκοπός του νομοθέτη ήταν να δημιουργήσει δικαίωμα επιστροφής χρημάτων που  πληρώθηκαν υπό τις προαναφερόμενες προϋποθέσεις (πριν τη θέσπιση του Νόμου), εάν τελικά οι σχετικοί τίτλοι δεν εισαχθούν στο χρηματιστήριο εντός 3 μηνών από την  ημερομηνία υποβολής της αίτησης για εισαγωγή τους στο χρηματιστήριο ή από την ημερομηνία απόρριψης [*1676]της αίτησης.

Η γενική αρχή είναι ότι ένας νόμος, εκτός εάν είναι δηλωτικός ή εάν αφορά μόνο σε θέματα διαδικαστικά ή αποδείξεως, δεν έχει αναδρομική ισχύ. Αυτό τεκμαίρεται, γενικά, σε κάθε περίπτωση και εκεί όπου ο νομοθέτης επιθυμεί να δώσει αναδρομική ισχύ σε μια νομοθετική  πρόνοια που δεν περιλαμβάνεται στις προαναφερόμενες εξαιρέσεις, θα πρέπει να το πει ρητά (Δέστε: Halsbury’ s Laws of England, 4η έκδοση, τόμος 44, παραγ. 921 και 922). Υπάρχει δηλαδή γενικό τεκμήριο εναντίον της αναδρομικότητας των νόμων εκτός εάν ο νομοθέτης ανατρέψει το τεκμήριο αυτό με ρητή πρόνοια (Δέστε: Halsbury’ s, ανωτέρω, παραγ. 924).

Στην προκείμενη περίπτωση ο νόμος δεν αφορά σε ζητήματα διαδικαστικά ή αποδείξεως και δεν είναι δηλωτικός και ως εκ τούτου ισχύει το γενικό τεκμήριο της μη αναδρομικότητος, το οποίο δεν ανατράπηκε εφόσον ο νομοθέτης δεν προέβη σε οποιαδήποτε ρητή ή και εξυπακουόμενη πρόνοια περί αναδρομικότητος. Η αναφορά του Νομοθέτη σε χρήματα που πληρώθηκαν πριν τη θέσπιση του Νόμου δεν ανατρέπει το τεκμήριο της μη αναδρομικότητας ως προς την υποβολή της αίτησης για εισαγωγή των τίτλων στο Χ.Α.Κ..  Κατά συνέπεια συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο και με την εφεσίβλητη εταιρεία ότι ορθά ερμηνεύθηκε το Άρθρο 3(3) του προαναφερόμενου νόμου ως μη παρέχον δικαίωμα επιστροφής των χρημάτων στον επενδυτή-εφεσείοντα στην παρούσα υπόθεση όπου η αίτηση για εγγραφή στο Χ.Α.Κ. υποβλήθηκε, από την εφεσίβλητη, πριν τη θέσπιση του σχετικού νόμου.

Για τους προαναφερόμενους λόγους η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντα, τα οποία να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να υποβληθούν για έγκριση από το δικαστήριο.

Η έφεση απορρίπτεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο