Λεωνίδου Πανίκος Α. και άλλη ν. Δρ. Θρασύβουλου Σπυριδάκη (2012) 1 ΑΑΔ 1694

(2012) 1 ΑΑΔ 1694

[*1694]19 Ιουλίου, 2012

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]

1.  ΠΑΝΙΚΟΣ Α. ΛΕΩΝΙΔΟΥ,

2.  ΔΩΡΑ ΒΟΛΟΥ

   ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΕΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ

   ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΟΥΛΛΑΣ ΒΟΛΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΣΑΣ,

Εφεσείοντες,

v.

ΔΡ. ΘΡΑΣΥΒΟΥΛΟΥ ΣΠΥΡΙΔΑΚΗ,

Εφεσιβλήτου.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 64/2009)

 

Απόδειξη ― Αγώγιμο δικαίωμα ― Παραμερισμός πρωτόδικης κρίσης με την οποία χορηγήθηκε θεραπεία σε αγωγή, στη βάση κατάληξης ότι το αγώγιμο δικαίωμα συναρτάτο με τα γεγονότα που το συνέθεταν και όχι με τον χαρακτηρισμό που του αποδόθηκε ― Η αξίωση βασιζόταν σε γραμμάτιο συνήθους τύπου, που αποτελεί ιδιότυπη νομική ρύθμιση και δεν ήταν δυνατή η απόδοση θεραπείας επί εναλλακτικών βάσεων.

Πολιτική Δικονομία ― Δικόγραφα ― Αξίωση επί συμφωνίας πρέπει να αναφέρει ρητά τους βασικούς όρους αυτής, το χρόνο και τόπο της σύναψης της συμφωνίας κλπ, όπως προδιαγράφει η Δ.19 θ.θ. 18, 19 και 22.

Πολιτική Δικονομία ― Δικόγραφα ― Ενώ η διαζευκτική, ακόμη και αντιφατική, διατύπωση ισχυρισμών είναι επιτρεπτή σε δικόγραφο, εν τούτοις τα υποστηρικτικά γεγονότα δεν πρέπει να αναμειγνύονται, αλλά να διατυπώνονται χωριστά ώστε να φανερώνεται ποια γεγονότα εδραιώνουν  την κάθε αξίωση.

Συμβάσεις ― Γραμμάτιο συνήθους τύπου ― Το Δικαστήριο δεν μπορεί να υπεισέλθει πίσω από τη δεδηλωμένη αντιπαροχή του γραμματίου. 

Ο εφεσείων αμφισβήτησε πρωτόδικη απόφαση με την οποία επιδικάστηκε εναντίον του ποσό το οποίο, ο εφεσίβλητος ιατρός διεκδίκησε με αγωγή για την καταβολή αμοιβής παρεχόμενων ιατρικών υπηρεσιών, που παρείχε σε αποβιώσαν πρόσωπο.

[*1695]Διαχειριστές της περιουσίας του προσώπου αυτού διορίστηκαν οι εφεσίβλητοι οι οποίοι αμφισβήτησαν την αξιούμενη οφειλή.

Με την υπεράσπιση τους έθεσαν διάφορα ζητήματα, προβαίνοντας κυρίως σε ολική άρνηση της οφειλής προς τον ίδιο τον εφεσίβλητο, αλλά και σε ισχυρισμούς ότι η αποβιώσασα δεν είχε συνείδηση κατά την υπογραφή του επίδικου γραμματίου, των λόγων και πράξεων της λόγω υπερβολικής χρήσεως φαρμάκων.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε και τους δύο μάρτυρες για την πλευρά του ενάγοντα- εφεσίβλητου αξιόπιστους, αποφαινόμενο ακολούθως ότι το επίδικο έγγραφο δεν ενέπιπτε στην έννοια του γραμματίου συνήθους τύπου λόγω των αυστηρών κριτηρίων που έθεσε ο νομοθέτης για τη συνομολόγηση του, εφόσον δεν μπορούσε ο εφεσίβλητος, ο οποίος ήταν και ο δικαιούχος του γραμματίου, να ήταν ταυτόχρονα και μάρτυρας προς επιβεβαίωση της υπογραφής της οφειλής.

Περαιτέρω, έκρινε ότι η αξίωση του εφεσίβλητου στη βάση της αναφερομένης στην έκθεση απαιτήσεως «γραπτής αναγνώρισης χρέους», δεν αποτελούσε αυτοτελή αιτία αγωγής.

Το Δικαστήριο εξέδωσε ωστόσο απόφαση υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον της περιουσίας της αποβιώσασας, στη βάση επιτευχθείσας συμφωνίας μεταξύ του εφεσίβλητου και της αποβιώσασας για το ποσό των £3.000.

Θεώρησε ότι το αγώγιμο δικαίωμα συναρτάτο με τα γεγονότα που το συνέθεταν και όχι με τον χαρακτηρισμό που του αποδιδόταν, έτσι ώστε να ήταν δυνατή η χορήγηση θεραπείας, η οποία να δικαιολογείτο από τα γεγονότα.

Με την έφεση υποστηρίχθηκαν τα εξής:

α) Ήταν λανθασμένη η κρίση του Δικαστηρίου ότι το επίδικο ποσό οφειλόταν από την αποβιώσασα στη βάση συμφωνηθείσας αμοιβής. Αντίθετα, η αιτία αγωγής στο κλητήριο ένταλμα ήταν για γραμμάτιο συνήθους τύπου, συναλλαγματική, αξιόγραφο, αναγνώριση χρέους και δάνειο κατά διαζευκτικό τρόπο.

β) Υπό το φως του γεγονότος ότι η παρουσιαζόμενη οφειλέτιδα επί του λεγομένου γραμματίου απεβίωσε, το Δικαστήριο θα έπρεπε να προβεί σε εξονυχιστικό έλεγχο της μαρτυρίας, πράγμα που δεν έπραξε.

[*1696]Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Η τελική θέση του Δικαστηρίου ότι το Τεκμήριο 1 δεν αποτελούσε γραμμάτιο συνήθους τύπου ήταν ορθή. Το ίδιο ίσχυε και για τη θέση του ότι δεν συνιστούσε αυτοτελή αιτία αγωγής, η θεωρούμενη από τον εφεσίβλητο γραπτή αναγνώριση χρέους.

2.  Όμως το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε ως προς την καταληκτική θέση του ότι μπορούσε να αποδώσει θεραπεία για το ισόποσο του φερόμενου ως γραμματίου συνήθους τύπου στη βάση ύπαρξης συμφωνίας.

3.  Η θέση ότι τέτοια συμφωνία εξαγόταν από τις παραγράφους 1, 2 και 3, της έκθεσης απαίτησης, δεν ήταν ορθή. Η παράγραφος 3, της Έκθεσης Απαίτησης σαφώς συναρτούσε την οφειλή των Λ.Κ.3.000 με αναγνώριση οφειλής ή γραπτής αναγνώρισης χρέους, αξίωση που το Δικαστήριο, απέρριψε.

4.  Οι σχετικοί  παράγραφοι δεν περιείχαν τα αναγκαία για αξίωση δυνάμει συμφωνίας. Διαπιστωνόταν δε και έτερο λάθος από το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόδοση υπαλλακτικής θεραπείας στη βάση των διαπιστωθέντων από αυτό γεγονότων.

5.  Υπό το φως του γεγονότος ότι η αξίωση στην ουσία βασιζόταν σε γραμμάτιο συνήθους τύπου, που αποτελεί μια ιδιότυπη νομική ρύθμιση, δεν ήταν δυνατή η απόδοση θεραπείας επί εναλλακτικών βάσεων.

6.  Από την αντεξέταση μάρτυρα προέκυπτε ότι δεν εξαγόταν σαφής προσωπική αξίωση του ίδιου του εφεσίβλητου.

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Ιγνατίου v. Λεμονάρη (2004) 1 Α.Α.Δ. 1562,

Kennedy Hotels v. Indirdjian (1992) 1 Α.Α.Δ. 400,

Alexandros Evangelou Camera House Ltd v. Minerva Finance Investments Ltd (2004) 1 Α.Α.Δ. 1734,

Κυπριανού ν. Βασιλείου (2004) 1 Α.Α.Δ. 1320,

[*1697]Milliotis Emphietzis [1974] 5 JSC 645,

Loizidou v. Georgiou [1973] 9 JSC 1219,

Παπαστράτης ν. Οικονόμου (1971) 1 Α.Α.Δ. 11,

Raif v. Dervish (1971) 1 Α.Α.Δ. 158,

Παύλου ν. Ελληνικής Τράπεζας Λτδ (1990) 1 Α.Α.Δ. 483,

Χαραλάμπους κ.ά. ν. Χρηματοδοτήσεων Πάνθηρα Λίμιτεδ (2000) 1 Α.Α.Δ. 733,

Latifundia Properties Ltd v. Ψακή κ.ά. (2003) 1 Α.Α.Δ. 670,

D & G Products Ltd v. Αναστασίου (2002) 1 Α.Α.Δ. 1400.

Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Παπαδοπούλου, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 7714/03), ημερομηνίας 19/1/2009.

Μ. Β. Ιωάννου, για τους Εφεσείοντες.

Μ. Καραολιά (κα) για Μ. Ηλιάδη, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ.

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Επί απλής αγωγής αφορώσας σε αμοιβή παρεχόμενων ιατρικών υπηρεσιών, το ζήτημα περιεπλάκη υπό το φως του τρόπου δικογράφησης του ειδικώς οπισθογραφημένου κλητηρίου εντάλματος, αλλά και του χειρισμού και απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

Η Σωτηρούλα Βόλου νοσηλεύθηκε στο Ιπποκράτειο Ιδιωτικό νοσοκομείο στη Λευκωσία, ο δε εφεσίβλητος ιατρός προσέφερε σ’ αυτήν διάφορες ιατρικές υπηρεσίες. Σύμφωνα με την παρ. 2 του κλητηρίου, οι προσφερθείσες υπηρεσίες ήταν συνολικής αξίας £3.000, ενώ με βάση την παρ. 3, η εν λόγω ασθενής «σε αναγνώριση της οφειλής της ….. υπέγραψε προς όφελος του ενάγοντα γρα[*1698]πτή αναγνώριση χρέους». Στην αμέσως επόμενη παρ. 4, καταγράφεται ο ισχυρισμός ότι στις 13.12.2002, η ασθενής, «… έναντι καλού ανταλλάγματος που αναφέρεται εις την παράγραφο 2 ανωτέρω υπέγραψε προς όφελος του ενάγοντα γραμμάτιο και/ή γραμμάτιο συνήθους τύπου και/ή συναλλαγματική ή/και αξιόγραφο και/ή αναγνώριση χρέους και/ή δάνειο διά το ποσόν των £3.000.».  Το ποσό ήταν πληρωτέο μέχρι 25.1.2003, βαρυνόμενο με τόκο προς 8% ετησίως από 13.12.2003, μέχρι εξόφλησης.

Η Σωτηρούλα Βόλου απεβίωσε στις 19.10.2007, των εφεσειόντων διορισθέντων ως διαχειριστών της περιουσίας της, οι οποίοι και συνέχισαν την υπεράσπιση της αποβιωσάσης στην αγωγή υπ’ αρ. 7714/03 που ηγέρθηκε εναντίον της από τον εφεσίβλητο στις 17.7.2003. Συμφώνως της αγωγής, η οποία τροποποιήθηκε μεταγενέστερα και συγκεκριμένα στις 14.3.2008 ώστε να ληφθούν υπόψη τα δεδομένα του θανάτου της Σωτηρούλας Βόλου, ο εφεσίβλητος διεκδικούσε το ποσό των €5.125.80, αντίστοιχο των £3.000, τόκο προς 8% από 13.12.2002, μέχρις εξοφλήσεως και έξοδα.

Η υπεράσπιση έθεσε διάφορα ζητήματα. Πέραν της ολικής αρνήσεως ως προς οποιαδήποτε άλλη συγκεκριμένη οφειλή προς τον ίδιο τον εφεσίβλητο, εφόσον το Ιπποκράτειο Ιδιωτικό Νοσοκομείο χρέωσε ένα ποσό ύψους €152.590,07 (£89.307), για την παροχή ιατρικών υπηρεσιών, φαρμάκων, ακτινογραφιών και διαμονής, το οποίο και εξοφλήθη, ο εφεσίβλητος δεν δύνατο να διεκδικήσει ξέχωρα αμοιβή η οποία συμπεριελήφθη στα χρεωθέντα υπό του Ιπποκράτειου ποσά. Εν πάση περιπτώσει, η αποβιώσασα δεν είχε συνείδηση κατά την υπογραφή του επίδικου γραμματίου, των λόγων και πράξεων της λόγω υπερβολικής χρήσεως φαρμάκων.

Πρωτοδίκως δόθηκε μαρτυρία μόνο από τον ίδιο τον εφεσίβλητο ως ενάγοντα και τον Νίκο Δημοσθένους, Μ.Ε.2, τότε διευθυντή του Ιπποκράτειου Ιδιωτικού νοσοκομείου. Από πλευράς της εφεσείουσας, η οποία  μετά την καταχώρηση της αγωγής απεβίωσε, ως αναφέρθηκε, δεν  δόθηκε οποιαδήποτε μαρτυρία. Ο ίδιος ο εφεσίβλητος ανέφερε ότι εξέταζε την αποβιώσασα για 2½ χρόνια επί καθημερινής βάσεως ενόψει των πολλαπλών προβλημάτων υγείας που είχε και ότι θα μπορούσε με βάση τις συστάσεις του Παγκύπριου Ιατρικού Συλλόγου να ζητούσε ως αμοιβή £40.000, αλλά αντ’ αυτού ζήτησε μόνο £5.000, εκ των οποίων η αποβιώσασα ανέφερε στον ίδιο ότι, επειδή της έσωσε τη ζωή πολλές φορές, θα του υπέγραφε ένα γραμμάτιο £3.000, ως πρώτη δόση. Αρνήθηκε υπο[*1699]βολές ότι η υπογραφή του έγινε από την αποβιώσασα κάτω από την επήρεια της πολλαπλής φαρμακευτικής αγωγής.

Ανεφύη κατά τη μαρτυρία τόσο του ιδίου του εφεσίβλητου, όσο και του Νίκου Δημοσθένους, ότι το εν λόγω γραμμάτιο είχε ετοιμασθεί από δικηγόρους από τη Λεμεσό και υπογράφηκε στο Ιπποκράτειο στην παρουσία του εφεσίβλητου, του Δημοσθένους και δύο δικηγόρων. Το γραμμάτιο, Τεκμήριο 1 κατά την πρωτόδικη διαδικασία, το οποίο κατετέθη υπό μορφή φωτοαντιγράφου διότι το πρωτότυπο χάθηκε κατά την μετακόμιση του ιατρείου του εφεσίβλητου στο Ιπποκράτειο, υπέγραψε ως είς εκ των δύο μαρτύρων, ο ίδιος ο εφεσίβλητος. Η άλλη υπογραφή ανήκε στο Νίκο Δημοσθένους. Ο τελευταίος στη δική του μαρτυρία επιβεβαίωσε αυτό το γεγονός. Στην αντεξέταση του ο Δημοσθένους ανέφερε ότι ο ίδιος είχε κάμει αυτή τη συμφωνία με τους δικηγόρους με την έγκριση του εφεσίβλητου στα τέλη Νοεμβρίου με Δεκέμβριο 2002, πριν από την υπογραφή του γραμματίου. Υπεβλήθη και στους δύο μάρτυρες από την υπεράσπιση ότι οι προσφερθείσες υπηρεσίες είχαν στην ουσία ενσωματωθεί σε τιμολόγια που εξέδωσε το Ιπποκράτειο για πολύ μεγάλα ποσά.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε και τους δύο μάρτυρες αξιόπιστους στη βάση του ότι εντυπωσίασαν με τη σαφήνεια και ειλικρίνεια των θέσεων τους. Στη συνέχεια, όμως, εξέτασε την έννοια του γραμματίου συνήθους τύπου στη βάση του Άρθρου 78 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, και αφού αναφέρθηκε στη σχετική νομολογία, έκρινε ότι το έγγραφο του Τεκμηρίου 1 δεν ενέπιπτε στην έννοια του γραμματίου συνήθους τύπου λόγω των αυστηρών κριτηρίων που έθεσε ο νομοθέτης για τη συνομολόγηση του, εφόσον δεν μπορούσε ο εφεσίβλητος, ο οποίος ήτο και ο δικαιούχος του γραμματίου, να ήταν ταυτόχρονα και μάρτυρας προς επιβεβαίωση της υπογραφής της οφειλής. Περαιτέρω, έκρινε ότι η αξίωση του εφεσίβλητου στη βάση της αναφερομένης στην έκθεση απαιτήσεως «γραπτής αναγνώρισης χρέους», δεν αποτελούσε αυτοτελή αιτία αγωγής με βάση τα νομολογηθέντα στην υπόθεση Χρυστάλλα Ιγνατίου ν. Νικόλα Λεμονάρη (2004) 1 Α.Α.Δ. 1562.

Παρά τις πιο πάνω διαπιστώσεις του, το Δικαστήριο προχώρησε να εκδώσει απόφαση υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον της περιουσίας της αποβιώσασας, στη βάση επιτευχθείσας συμφωνίας μεταξύ του εφεσίβλητου και της αποβιώσασας για το ποσό των £3.000. Τέτοια συμφωνία αναφερόταν κατά το Δικαστή[*1700]ριο στις παραγράφους 1, 2 και 3, της έκθεσης απαίτησης. Με γνώμονα τη νομολογία στις υποθέσεις Kennedy Hotels v. Indirdjian (1992) 1 Α.Α.Δ. 400, Alexandros Evangelou Camera House Ltd v. Minerva Finance Investments Ltd (2004) 1 Α.Α.Δ. 1734 και Αμβρόσιος Κυπριανού ν. Ευριδίκη Βασιλείου (2004) 1 Α.Α.Δ. 1320, θεώρησε ότι το αγώγιμο δικαίωμα συναρτάται με τα γεγονότα που το συνθέτουν και όχι με τον χαρακτηρισμό που του αποδίδεται, έτσι ώστε να είναι δυνατή η χορήγηση θεραπείας, η οποία δικαιολογείται από τα γεγονότα.

Η έφεση προσβάλλει την πρωτόδικη κατάληξη. Εισηγείται εν πρώτοις ο κ. Ιωάννου ότι ήταν λανθασμένη η κρίση του Δικαστηρίου ότι το ποσό των £3.000 οφειλόταν από την αποβιώσασα στη βάση συμφωνηθείσας αμοιβής. Αντίθετα, η αιτία αγωγής στο κλητήριο ένταλμα ήταν για γραμμάτιο συνήθους τύπου, συναλλαγματική, αξιόγραφο, αναγνώριση χρέους και δάνειο και όλα αυτά διαζευκτικά. Εξ ου και του απαγορεύθηκε κατ’ επανάληψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο να αντεξετάσει τον εφεσίβλητο επί θεμάτων που αφορούσαν την παροχή των ιατρικών υπηρεσιών του στην αποβιώσασα, εφόσον, κατά το Δικαστήριο, τέτοια αντεξέταση θα παρέκτρεπε τη δίκη σε ζητήματα που δεν ήταν επίδικα. Περαιτέρω, υπό το φως του γεγονότος ότι η παρουσιαζόμενη οφειλέτις επί του λεγομένου γραμματίου απεβίωσε, το Δικαστήριο θα έπρεπε να προβεί σε εξονυχιστικό έλεγχο της μαρτυρίας, πράγμα που δεν έπραξε, διότι διαφορετικά θα έπρεπε να είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η μαρτυρία του Νίκου Δημοσθένους ουδόλως ενίσχυε ή επιβεβαίωνε τη μαρτυρία του εφεσίβλητου, ως κρίθηκε, εφόσον δεν γνώριζε λεπτομέρειες των ιατρικών υπηρεσιών που προσφέρθηκαν από τον τελευταίο. Αξίωση κατά της περιουσίας αποβιώσαντος πρέπει να προσεγγίζεται από το Δικαστήριο κατ’ αρχάς με υποψία και η σχετική μαρτυρία να αξιολογείται διεξοδικά εφόσον ελλείπει από το Δικαστήριο η δυνατότητα παρουσίασης της μαρτυρίας του ιδίου του κατ’ ισχυρισμόν οφειλέτη, εφόσον απεβίωσε. Αυτά, στη βάση δύο πρωτόδικων αποφάσεων στις Milliotis Emphietzis [1974] 5 JSC 645 και Loizidou v. Georgiou [1973] 9 JSC 1219, αμφότερες του Πική, πρ. Π.Ε.Δ., όπως ήταν τότε. 

Ο εφεσίβλητος διά της δικηγόρου του θεωρεί την απόφαση καθ’ όλα ορθή, ότι η παράγραφος 2 της έκθεσης απαίτησης αναφέρεται ρητά σε προσφερθείσες ιατρικές υπηρεσίες επί καθημερινής επίβλεψης, ενώ η παράγραφος 3 ενσωματώνει τη συμφωνία της αποβιώσασας στο ύψος υπηρεσιών που προσέφερε ο εφεσίβλητος στο ποσό των £3.000. Περαιτέρω, η αιτία αγωγής δεν ήταν μόνο η συ[*1701]ναλλαγματική, το γραμμάτιο συνήθους τύπου και η αναγνώριση χρέους και επομένως η θέση του Δικαστηρίου για ύπαρξη εναλλακτικής βάσης αγωγής ήταν ορθή. Πρόσθετα, το πρωτόδικο Δικαστήριο επέτρεψε την υποβολή ερωτήσεων αναφορικά με τις προσφερθείσες ιατρικές υπηρεσίες, ενώ προέβηκε και σε ανάλυση της μαρτυρίας για να καταλήξει στα συμπεράσματα του.

Η πλούσια νομολογία επί του γραμματίου συνήθους τύπου που καλύπτεται από το Άρθρο 78 του Κεφ. 149, σαφώς επιβεβαιώνει την ιδιάζουσα νομική οντότητα του γραμματίου συνήθους τύπου στο Κυπριακό νομικό στερέωμα, η έννοια του οποίου χρήζει αυστηρής ερμηνείας ενόψει του ότι το Άρθρο 80 του Κεφ. 149, προνοεί ότι το περιεχόμενο ενός τέτοιου γραμματίου αποτελεί αμάχητη απόδειξη των γεγονότων που εκεί αναφέρονται. Οι μόνες υπερασπίσεις που επιτρέπονται είναι ότι το γραμμάτιο λήφθηκε κατόπιν δόλου ή ότι η υπογραφή του χρεώστη ή άλλου μέρους, δεν είναι στην πραγματικότητα η δική του. Σχετική είναι η κλασσική υπόθεση Παπαστράτης ν. Οικονόμου (1971) 1 Α.Α.Δ. 11, αναφορικά με την αυστηρή ερμηνεία του Άρθρου 78. Σύμφωνα δε με την υπόθεση Raif v. Dervish (1971) 1 Α.Α.Δ. 158, το Δικαστήριο δεν μπορεί να υπεισέλθει πίσω από τη δεδηλωμένη αντιπαροχή του γραμματίου. Σχετικές είναι επίσης οι υποθέσεις Παύλου ν. Ελληνικής Τράπεζας Λτδ (1990) 1 Α.Α.Δ. 483 και Αναξαγόρας Χαραλάμπους κ.ά. ν. Χρηματοδοτήσεων Πάνθηρα Λίμιτεδ (2000) 1 Α.Α.Δ. 733.

Είναι γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, ορισμένες φορές και με την ένσταση της δικηγόρου του εφεσιβλήτου, δεν επέτρεψε αριθμό ερωτήσεων του δικηγόρου της αποβιωσάσης σε σχέση με τις συνθήκες υπογραφής του γραμματίου και την εν γένει παροχή των ιατρικών υπηρεσιών από τον εφεσίβλητο. Από τα πρακτικά απορρέει ταυτόχρονα ότι επετράπησαν άλλες ερωτήσεις γι’ αυτά τα θέματα, αλλά η βασική τοποθέτηση του Δικαστηρίου ήταν ότι το αγώγιμο δικαίωμα αφορούσε σε γραμμάτιο συνήθους τύπου και οποιαδήποτε άλλη ερώτηση δεν αφορούσε επίδικο θέμα. Αυτά  τα δεδομένα απαντώνται στις σελ. 5, 9-10, 12  κ.λ.π., των πρακτικών.  Η συνήγορος του εφεσίβλητου κατά την αντεξέταση του Νίκου Δημοσθένους, Μ.Ε.2, ενέστη σε ερωτήσεις σε σχέση με τις χρεώσεις που γίνονταν από το Ιπποκράτειο με την εισήγηση ότι η υπό εκδίκαση υπόθεση αφορούσε γραμμάτιο.

Η τελική θέση του Δικαστηρίου ότι το Τεκμήριο 1 δεν αποτελούσε γραμμάτιο συνήθους τύπου ήταν ορθή και δεν υπάρχει επ΄ αυτού αντέφεση. Το ίδιο ισχύει και για τη θέση του ότι δεν συνιστά [*1702]αυτοτελή αιτία αγωγής, η θεωρούμενη από τον εφεσίβλητο γραπτή αναγνώριση χρέους. Κρίνεται, όμως, υπό το φως του συνόλου των περιστατικών, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε ως προς την καταληκτική θέση του ότι μπορούσε να αποδώσει θεραπεία για το ισόποσο του φερόμενου ως γραμματίου συνήθους τύπου στη βάση ύπαρξης συμφωνίας. Η θέση του ότι τέτοια συμφωνία εξαγόταν από τις παραγράφους 1, 2 και 3, της έκθεσης απαίτησης, δεν είναι ορθή. Προσεκτική ανάγνωση των τριών αυτών παραγράφων ουδόλως αποκαλύπτει αξίωση δυνάμει συμφωνίας, προφορικής ή γραπτής, και αναμφίβολα δεν θα μπορούσε να εξαχθεί συμπέρασμα ύπαρξης συμφωνίας με την απλή θέση ότι ο εφεσίβλητος «…. πρόσφερε στη Σωτηρούλα Βόλου τις ιατρικές του υπηρεσίες και/ή καθημερινή ιατρική επίβλεψη και/ή συμβουλή και άλλες σχετικές ιατρικές υπηρεσίες συνολικής αξίας Λ.Κ.3.000.». Αυτά ως προς την παράγραφο 2 της έκθεσης απαίτησης. Η παράγραφος 3, σαφώς συναρτά την οφειλή των Λ.Κ.3.000 με αναγνώριση οφειλής ή γραπτής αναγνώρισης χρέους, αξίωση που το Δικαστήριο, ως ανεφέρθη, απέρριψε.

Με όλη την εκτίμηση και προς το σχετικό επιχείρημα της συνηγόρου του εφεσίβλητου, οι πιο πάνω παράγραφοι δεν περιέχουν τα αναγκαία για αξίωση δυνάμει συμφωνίας. Όπως έχει κατ’ επανάληψη διατυπωθεί από τη νομολογία, χρειάζεται σαφής προσδιορισμός στη δικογραφία των εκατέρωθεν προβαλλόμενων ισχυρισμών, με αποτέλεσμα να είναι ανεπίτρεπτη η επίλυση ζητημάτων που δεν αποτελούν μέρος της δικογραφίας, (δέστε Latifundia Properties Ltd v. Ψακή κ.ά. (2003) 1 Α.Α.Δ. 670 και τις εκεί αναφερόμενες υποθέσεις). Όπως άλλωστε ορθά υπέδειξε ο κ. Ιωάννου κατά τη συζήτηση της έφεσης αξίωση επί συμφωνίας πρέπει να αναφέρει ρητά και τους βασικούς όρους αυτής, το χρόνο και τόπο της σύναψης της συμφωνίας κλπ, όπως προδιαγράφει η Δ.19 θ.θ. 18, 19 και 22. Σχετικά είναι και τα αναφερόμενα στο Annual Practice 1970, σελ. 246-247, παρ. 18/7/8-18/7/9, στα σχόλια του O.18 r.7 των παλαιών Αγγλικών Θεσμών και Odgers’ Principles of Pleading and Practice, 21η έκδ. σελ. 161-163.

Διαπιστώνεται δε και έτερο λάθος από το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόδοση υπαλλακτικής θεραπείας στη βάση των διαπιστωθέντων από αυτό γεγονότων. Η θέση  του ότι το ποσό των ΛΚ3.000 συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων και ότι αυτή η συμφωνία συναγόταν από τις παραγράφους 1, 2 και 3 της έκθεσης απαίτησης, αντιστρατευόταν την αναζήτηση από το ίδιο το Δικαστήριο άλλης νομικής βάσης χρησιμοποιώντας τη νομολογία της  Kennedy Hotels v. Indirdjianανωτέρω –. Εάν τέτοια συμφω[*1703]νία στήριζε, ουσιαστικά και δικογραφικά, ορθά την αξίωση στη βάση της έκθεσης απαίτησης, τότε δεν υπήρχε ανάγκη για καταφυγή σε υπαλλακτικές λύσεις.

Κρίνεται, λοιπόν, ότι υπό το φως του γεγονότος ότι η αξίωση στην ουσία βασιζόταν σε γραμμάτιο συνήθους τύπου, που αποτελεί μια ιδιότυπη νομική ρύθμιση, δεν ήταν δυνατή η απόδοση θεραπείας επί εναλλακτικών βάσεων. Έχει αναφερθεί προηγουμένως ότι ο εφεσίβλητος στην αξίωση του διατύπωσε σωρεία διαζευκτικών προτάσεων ως προς τη βάση της αγωγής του. Δεν μπορούσε όμως να τις προωθήσει όλες στην πρωτόδικη διαδικασία και έπρεπε να επιλέξει, όπως ουσιαστικά έπραξε, με το να παραμείνει στη βάση της αξίωσης δυνάμει γραμματίου συνήθους τύπου. Εξ  ου και στο Annual Practice 1970, σελ. 248-249, παρ. 18/7/8, αναφέρεται ότι ενώ η διαζευκτική, ακόμη και αντιφατική, διατύπωση ισχυρισμών είναι επιτρεπτή σε δικόγραφο, εν τούτοις τα υποστηρικτικά γεγονότα δεν πρέπει να αναμειγνύονται, αλλά να διατυπώνονται χωριστά ώστε να φανερώνεται ποια γεγονότα εδραιώνουν  την κάθε αξίωση. Εάν η βάση της αξίωσης του εφεσίβλητου επεκτεινόταν πέραν του γραμματίου συνήθους τύπου δυνάμει του Άρθρου 78 του Κεφ. 149, όπως για παράδειγμα, σε κατ’ ισχυρισμόν συμφωνία παροχής ιατρικών υπηρεσιών, τότε ήταν λανθασμένη η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην επιτρέψει σειρά ερωτήσεων που αφορούσαν στις εν γένει συνθήκες της οφειλής της αποβιώσασας προς τον εφεσίβλητο.

Πρέπει εν πάση περιπτώσει να καταγραφεί και το εξής: από την αντεξέταση ιδιαιτέρως του Ν. Δημοσθένους, προέκυπτε ότι δεν εξαγόταν σαφής προσωπική αξίωση του ίδιου του εφεσίβλητου. Σ’ αρκετές περιπτώσεις (δέστε πρακτικά σελ. 17, 18, 19 και 23), ο Δημοσθένους παρουσιάζεται να ήταν το άτομο που συνομίλησε με τους δικηγόρους, ο ίδιος ήταν που έκαμε τη συμφωνία, ως φαίνεται και εκ μέρους του Ιπποκράτειου, διότι υπήρχε εκκρεμούσα οφειλή και λογαριασμός προς αυτό. Περαιτέρω, δεν ήταν σίγουρος αν στις χρεώσεις του Ιπποκράτειου συμπεριλαμβανόταν και η αμοιβή του εφεσίβλητου, ενώ δεν είχε υπόψη του καθόλου τα ποσά ή τις επακριβείς υπηρεσίες που είχε προσφέρει ο εφεσίβλητος στην αποβιώσασα, ούτε είχε κάποιο λογαριασμό υπόψη ή τιμοκατάλογο του Ιπποκράτειου. Με αυτή τη μαρτυρία, σαφώς η κατάθεση του Ν. Δημοσθένους δεν επιβεβαίωνε τον εφεσίβλητο. Έπεται, ότι δεν μπορούσαν εν πάση περιπτώσει να θεμελιωθούν συγκεκριμένα γεγονότα και να γίνουν σαφή ευρήματα ώστε  να ήταν δυνατή η απόδοση θεραπείας που δεν εξειδικευόταν στην έκθεση απαίτησης, αλλά βασιζόταν σε δικογραφηθέντα και αποδειχθέντα [*1704]γεγονότα. (D & G Products Ltd v. Πάμπου άλλως Χαράλαμπου Αναστασίου (2002) 1 Α.Α.Δ. 1400).

Η έφεση συνεπώς επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται μαζί με τα επιδικασθέντα έξοδα. Τα έξοδα τόσο πρωτοδίκως, όσο και κατ’ έφεση, επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον του εφεσίβλητου, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο