(2012) 1 ΑΑΔ 1846
[*1846]26 Ιουλίου, 2012
[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΜΙΡΑΝΤΑ ΑΓΓΕΛΙΔΟΥ,
Εφεσείουσα-Αιτήτρια,
v.
ΣΟΦΟΚΛΗ ΜΟΥΣΟΥΛΟΥ,
Εφεσιβλήτου-Καθ’ ου η αίτηση.
(Έφεση Αρ. 18/2011)
Πολιτική Δικονομία ― Δ.19 θ.4 ― Αίτηση για διαγραφή σκανδαλωδών, άσχετων και αχρείαστων ισχυρισμών ― Επιτράπηκε κατ’ έφεση στην ολότητα της, επί τω ότι οι επίδικες διατυπώσεις δεν περιοριζόταν σε γεγονότα και δη ουσιώδη, αλλά επεκτείνονταν σε μαρτυρία και δη σε χαρακτηρισμούς ― Η Δ.19 Θ.4 των Διαδικαστικών Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας επιτακτικά καθορίζει ότι πρέπει να συμπεριλαμβάνονται στα δικόγραφα γεγονότα, κατ’αντίθεση προς τη μαρτυρία, και κατά δεύτερο λόγο τα γεγονότα στα οποία γίνεται αναφορά από ένα διάδικο πρέπει να είναι ουσιώδη σχετιζόμενα με το επίδικο ζήτημα που τίθεται προς εκδίκαση.
Με την έφεση επιδιώχθηκε η ανατροπή πρωτόδικης ενδιάμεσης απόφασης με την οποία ζητήθηκε δυνάμει της Διάταξης 19. Θ.4 η διαγραφή ισχυρισμών από υπεράσπιση που είχε καταχωρήσει ο εφεσίβλητος στο πλαίσιο αίτησης διατροφής ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου.
Η έφεση προωθήθηκε ως προς το μέρος το οποίο απορρίφθηκε από το Οικογενειακό Δικαστήριο δεδομένου ότι, μόνο μέρος της αίτησης έγινε αποδεκτό και διατάχθηκε η διαγραφή του.
Ήταν η θέση της εφεσείουσας ότι οι σχετικοί ισχυρισμοί, περιείχαν σκανδαλώδη, άσχετα και αχρείαστα γεγονότα σε βαθμό που προκαλούσαν αμηχανία στην εφεσείουσα και δυσμενείς εντυπώσεις στο Δικαστήριο.
Στην αίτηση διαγραφής ο εφεσίβλητος πρόβαλε ένσταση, ισχυρι[*1847]ζόμενος ότι δεν υπήρχε οτιδήποτε το περιττό ή αχρείαστο στις επίδικες παραγράφους της Υπεράσπισης. Παραδέχθηκε ότι συμπεριέλαβε στις αμφισβητούμενες παραγράφους γεγονότα σε έκταση γιατί, όπως ανέφερε έπρεπε να απαντήσει στις συγκεκριμένες παραγράφους της Απαίτησης της εφεσείουσας.
Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι οι αμφισβητούμενες παράγραφοι της Υπεράσπισης παρουσίαζαν απόκλιση από τους κανόνες σύνταξης δικογράφων, όπως μακρηγορία και πλατειασμό, ήταν μη ουσιώδεις ή και άσχετοι με τα επίδικα θέματα και εμπεριείχαν μαρτυρία. Κατέληξε ωστόσο στη διαγραφή μόνο μέρους των αιτούμενων προς διαγραφή παραγράφων, απορρίπτοντας την αίτηση αναφορικά με τις υπόλοιπες.
Με την έφεση επαναλήφθηκε η επιχειρηματολογία που προβλήθηκε πρωτοδίκως και το ίδιο έπραξε και η πλευρά του εφεσίβλητου.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Οι εκφράσεις που χρησιμοποιούσε ο εφεσίβλητος σε συγκεκριμένες παραγράφους όπως «έντονες ερωτικές ιστορίες», «πολλούς επώνυμους άνδρες», «τον έντονο ερωτικό δεσμό» ήταν διατυπώσεις που δεν συνήδαν με τη σύνταξη δικογράφου.
2. Ήταν άσχετη και αχρείαστη η αναφορά στην αμφισβήτηση της πατρότητας των παιδιών της αιτήτριας, από τον πρώτο της γάμο, και ειδικότερα η αναφορά σε προβλήματα που είχε με τα πρώην πεθερικά της.
3. Η υπόθεση αφορούσε μια αίτηση για καθορισμό συνεισφοράς διατροφής ανηλίκου τέκνου των διαδίκων και μόνο. Δεν αποτελούσε ουσιώδες γεγονός η αναφορά στο δικόγραφο ότι τελικά η εφεσείουσα «κατάφερε» να παντρευτεί τον εφεσίβλητο.
4. Η παράγραφος στο δικόγραφο του εφεσίβλητου που περιελάμβανε αυτολεξεί στιχομυθία που είχαν οι διάδικοι μεταξύ τους, μέσω μηνυμάτων από κινητά τηλέφωνα, ήταν έκδηλα ανεπίτρεπτο να περιλαμβάνεται σε δικόγραφο.
5. Ο εφεσίβλητος αναφερόταν με λεπτομέρεια σε ερωτική σχέση την οποία κατ’ ισχυρισμόν είχε η εφεσείουσα, δίδοντας λεπτομέρειες. Σ’ άλλο σημείο, αναφερόταν σε ισχυριζόμενη παράνομη ενέργεια στην οποία είχε προβεί η εφεσείουσα δίδοντας και πάλι λεπτομέρειες οι οποίες ήταν αχρείαστες να περιλαμβάνονται σε δικόγραφο.
[*1848]6. Αναφορές όπως «διότι ο πρώην ερωμένος της αποφάσισε να την αφήσει και να νυμφευθεί μια άλλη κοπέλα» και σε ισχυριζόμενη σεξουαλική πρόκληση που η τελευταία απηύθυνε προς τον εφεσίβλητο, σαφώς δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ότι ήταν στοιχεία που έπρεπε να συμπεριληφθούν σ’ ένα δικόγραφο.
7. Αυτού του είδους οι διατυπώσεις σαφώς δεν περιοριζόταν σε γεγονότα και δη ουσιώδη αλλά επεκτεινόταν σε μαρτυρία και δη σε χαρακτηρισμούς οι οποίοι δεν οδηγούσαν αναπόφευκτα σε θέματα που θα αποφασίζονταν από το Δικαστήριο.
8. Ήταν ορθή η θέση της αιτήτριας ότι και οι παράγραφοι αυτές ήταν επιλήψιμες και θα έπρεπε να διαγραφούν.
9. Θα έπρεπε να δοθεί η δυνατότητα στον εφεσίβλητο να απαντήσει στις παραγράφους της Απαίτησης που θα παρέμεναν ουσιαστικώς αναπάντητες, ως αποτέλεσμα της απόφασης. Δόθηκαν οδηγίες για καταχώρηση δικογράφου αναφορικά με τις παραγράφους που παρέμεναν αναπάντητες περιοριζόμενο στα ουσιώδη γεγονότα.
Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Μαυρομιχάλη κ.ά. ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 530,
Γεωργίου Καψού (1997) 1(Α) Α.Α.Δ. 164,
Παγκύπριος Εταιρεία Αρτοποιών Λτδ ν. Σαββίδη (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 685.
Έφεση.
Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της ενδιάμεσης απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Κούσιου, Δ.), (Αίτηση Διατροφής Αρ. 372/09), ημερομηνίας 19/5/2011.
Μ. Γεωργίου και Χαραλαμπίδου (κα.), για την Εφεσείουσα.
Δ. Παυλίδης, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρί[*1849]ου θα δοθεί από το Δικαστή Κ. Παμπαλλή.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Στα πλαίσια αιτήσεως που υποβλήθηκε από την εφεσείουσα για τον καθορισμό της συνεισφοράς του εφεσίβλητου στη διατροφή του ανήλικου Αλέξανδρου Αχιλλέα, προέκυψε η αναγκαιότητα υποβολής αίτησης για διαγραφή συγκεκριμένων παραγράφων της υπεράσπισης που είχε καταχωρηθεί από τον εφεσίβλητο.
Προσδιορίστηκαν με συγκεκριμένη αναφορά οι παράγραφοι 3, 4, 6, 7(α) και (β), 8, 10, 11, 13, 14 και 22 της Υπεράσπισης, ότι περιείχαν σκανδαλώδη, άσχετα και αχρείαστα γεγονότα σε βαθμό που προκαλούσαν αμηχανία στην εφεσείουσα και δυσμενείς εντυπώσεις στο Δικαστήριο.
Στην αίτηση εκείνη ο εφεσίβλητος πρόβαλε ένσταση, ισχυριζόμενος ουσιαστικώς, ότι δεν υπάρχει οτιδήποτε το περιττό ή αχρείαστο στις προαναφερόμενες παραγράφους της Υπεράσπισης. Παραδέχεται ο εφεσίβλητος ότι συμπεριέλαβε στις αμφισβητούμενες παραγράφους γεγονότα σε έκταση γιατί, όπως αναφέρεται, έπρεπε να απαντήσει στις συγκεκριμένες παραγράφους της Απαίτησης της εφεσείουσας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κάνει ευρεία αναφορά στη νομολογία επί του θέματος και ιδιαιτέρως στις πρόνοιες της Δ.19 θ.4 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών για να διατυπώσει την άποψη ότι, μέσα σ’ ένα δικόγραφο, θα πρέπει να περιλαμβάνονται μόνο γεγονότα και επίσης ότι, τα γεγονότα που θα πρέπει να δικογραφηθούν, πρέπει να είναι ουσιώδη.
Το πρωτόδικο δικαστήριο αποδέχεται ότι οι αμφισβητούμενες παράγραφοι της Υπεράσπισης παρουσιάζουν απόκλιση από τους κανόνες σύνταξης δικογράφων, «όπως μακρηγορία και πλατειασμό, περιέχουν μη ουσιώδεις ή και άσχετους με τα επίδικα θέματα ισχυρισμούς καθώς και μαρτυρία». Τελικώς όμως το δικαστήριο παρόλη την πιο πάνω διαπίστωση του, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ενστάσιμες ήταν οι παράγραφοι 7(α) και (β), η παράγραφος 11(μέρος) και η παράγραφος 22(μέρος) της Υπεράσπισης και διέταξε τη διαγραφή των πιο πάνω παραγράφων, απορρίπτοντας την αίτηση αναφορικά με τις υπόλοιπες παραγράφους.
Με την παρούσα έφεση και την ομολογουμένως μακροσκελή αναφορά σε νομολογία που έγινε από την εφεσείουσα, ουσιαστικώς επαναλαμβάνονται τα ίδια επιχειρήματα τα οποία προβλήθη[*1850]καν και πρωτοδίκως. Με τους 6 λόγους έφεσης αμφισβητείται η ορθότητα της δικαστικής κρίσης, αναφορικά με τις ισάριθμες παραγράφους της Υπεράσπισης, για τις οποίες η αίτηση έχει απορριφθεί.
Η πλευρά του εφεσίβλητου επίσης με μια μακροσκελή αναφορά στα γεγονότα, ουσιαστικώς επαναλαμβάνει ό,τι είχε λεχθεί και πρωτοδίκως. H αναγκαιότητα συμπερίληψης των γεγονότων, όπως αυτά καταγράφονται, είχε αναφυεί ως αποτέλεσμα της επιθυμίας του εφεσίβλητου να απαντήσει σε όλα τα θέματα που έχουν εγερθεί με την Απαίτηση.
Αναλύοντας και μελετώντας τα δικόγραφα, όπως αυτά έχουν καταχωρηθεί ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου, η παράγραφος 3 της Υπεράσπισης απαντά στους ισχυρισμούς που προβλήθηκαν με την παράγραφο 7 της Απαίτησης. (1ος λόγος έφεσης). Η παράγραφος 4 της Υπεράσπισης απαντά στην παράγραφο 8 της Απαίτησης – (2ος λόγος έφεσης). Η παράγραφος 6 της Υπεράσπισης απαντά στην παράγραφο 10 της Απαίτησης – (3ος λόγος έφεσης). Η παράγραφος 8 της Υπεράσπισης απαντά στην παράγραφο 12 της Απαίτησης – (4ος λόγος έφεσης). Η παράγραφος 10 της Υπεράσπισης απαντά στην παράγραφο 14 της Απαίτησης – (5ος λόγος έφεσης) και η παράγραφος 13 της Υπεράσπισης απαντά στην παράγραφο 17 της Απαίτησης – (6ος λόγος έφεσης).
Καθίσταται συναφώς απαραίτητο να ανατρέξουμε στο περιεχόμενο των αντιστοίχων παραγράφων για να εξετάσουμε την ορθότητα του προβληθέντος παραπόνου από πλευράς εφεσείουσας.
Θεωρούμε ότι θα πρέπει να επαναλάβουμε στο σημείο αυτό την αναγκαιότητα συμμόρφωσης με τους Διαδικαστικούς Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας, γιατί όπως αναφέρεται στον Κανονισμό 11 των περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Διαδικαστικών Κανονισμών του 1990, εφαρμόζονται σε θέματα για τα οποία δεν γίνεται ειδική πρόνοια στον Κανονισμό, οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας, όπως αυτός της σύνταξης δικογράφων.
Τα δικόγραφα αποτελούν το πλαίσιο μέσα στο οποίο αρχίζει και τελειώνει η προσφερόμενη δυνατότητα παρουσίασης της υπόθεσης ενός εκάστου διαδίκου. Η Δ.19 θ.4 των Διαδικαστικών Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας επιτακτικά καθορίζει ότι πρέπει να συμπεριλαμβάνονται στα δικόγραφα γεγονότα, κατ’ [*1851]αντίθεση προς τη μαρτυρία, και κατά δεύτερο λόγο τα γεγονότα στα οποία γίνεται αναφορά από ένα διάδικο πρέπει να είναι ουσιώδη σχετιζόμενα με το επίδικο ζήτημα που τίθεται προς εκδίκαση. (βλ. Μαυρομιχάλη κ.ά. ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 530, Γεωργίου Καψού (1997) 1(Α) Α.Α.Δ. 164 και Παγκύπριος Εταιρεία Αρτοποιών Λτδ ν. Σαββίδη (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 685.
Στην παράγραφο 7 της Απαίτησης η εφεσείουσα καταλογίζει στον εφεσίβλητο «δεσποτική, καταπιεστική και γενικά ανάρμοστη συμπεριφορά έναντι της αιτήτριας». Μέσα σ’αυτό το πλαίσιο, εμφανίζεται η απάντηση που έδωσε ο εφεσίβλητος με μια μακροσκελή παράγραφο, συγκεκριμένα την παράγραφο 3, όπου διαβάζοντας την, εύκολα δημιουργείται η εντύπωση ότι ουσιαστικώς πρόκειται περί αναπαραγωγής, σε έκταση, μαρτυρίας που πρόκειται να προσαχθεί στη δίκη, περιλαμβανομένων και σχολίων επ’ αυτής, όπως η έκφραση «έντονες ερωτικές ιστορίες», «πολλούς επώνυμους άνδρες», «τον έντονο ερωτικό δεσμό». Δεν θεωρούμε ότι η διατύπωση αυτή συνάδει με τη σύνταξη δικογράφου.
Είναι ή δεν είναι άσχετη και αχρείαστη η αναφορά στην αμφισβήτηση της πατρότητας των παιδιών της αιτήτριας, από τον πρώτο της γάμο, και ειδικότερα η αναφορά σε προβλήματα που είχε με τα πρώην πεθερικά της; Δεν πρέπει να παραγνωρίζεται το γεγονός ότι η υπόθεση αυτή αφορά μια αίτηση για καθορισμό συνεισφοράς διατροφής ανηλίκου τέκνου των διαδίκων και μόνο. Δεν πιστεύουμε ότι αποτελεί ουσιώδες γεγονός η αναφορά στο δικόγραφο ότι τελικά η εφεσείουσα «κατάφερε» να παντρευτεί τον εφεσίβλητο.
Με την παράγραφο 8 της Απαίτησης, η εφεσείουσα ασχολείται με προβλήματα στο γάμο των διαδίκων και ότι ο εφεσίβλητος δεν σεβόταν την αιτήτρια, αδιαφορούσε γι’ αυτή και προέβαινε σε ψευδείς δηλώσεις στην Αστυνομία δημιουργώντας καυγάδες και ένταση.
Στους ισχυρισμούς αυτούς ο εφεσίβλητος, αφού απορρίπτει το περιεχόμενο της εν λόγω παραγράφου, χαρακτηρίζοντας το ως «ψευδέστατο», προχωρεί και αναφέρεται με μεγάλη λεπτομέρεια σε γεγονότα που έλαβαν χώρα στην περίοδο του γάμου των διαδίκων. Η παράγραφος αυτή, όμως, περιλαμβάνει, αυτολεξεί επί μέρους στιχομυθία που είχαν οι διάδικοι μεταξύ τους, μέσω μηνυμάτων από κινητά τηλέφωνα.
[*1852]Αυτό το στοιχείο μαρτυρίας είναι έκδηλα ανεπίτρεπτο να περιλαμβάνεται σε δικόγραφο.
Με την παράγραφο 10 της Απαίτησης, η εφεσείουσα αναφέρεται σε γεγονότα που έλαβαν χώρα την περίοδο που η ιδία ζούσε στο συζυγικό οίκο των διαδίκων και γίνεται επίσης αναφορά στις δύο θυγατέρες του εφεσίβλητου, από προηγούμενο γάμο. Ο εφεσίβλητος απαντά με την παράγραφο 6 της Υπεράσπισης του, στην οποία και πάλιν αναφέρεται σε λεπτομέρειες στιχομυθίας μεταξύ των διαδίκων. Προχωρεί περαιτέρω ο εφεσίβλητος και αναφέρεται με λεπτομέρεια σε ερωτική σχέση την οποία κατ’ ισχυρισμόν είχε η εφεσείουσα, δίδοντας λεπτομέρειες, όπως διαμέρισμα, όροφο, πόσες ώρες περνούσε εκεί, ή αν η επίσκεψη ήταν μέχρι αργά το βράδυ. Σ’ άλλο σημείο, αναφέρεται σε παράνομη ενέργεια στην οποία είχε προβεί η εφεσείουσα δίδοντας και πάλι λεπτομέρειες οι οποίες είναι αχρείαστες να περιλαμβάνονται σε δικόγραφο.
Με την παράγραφο 12 της Απαίτησης, η εφεσείουσα αναφέρεται σε προσπάθειες που έγιναν από τους διάδικους, με σκοπό την επανασύνδεση, περιλαμβανομένων ταξιδιών στο εξωτερικό και κάλυψη αναγκών εξόδων του σπιτιού και των διδάκτρων του ανήλικου παιδιού τους από τον εφεσίβλητο.
Απαντά ο εφεσίβλητος με την παράγραφο 8 της Υπεράσπισης, όπου, σε συγκεκριμένο μέρος, αναφέρεται σε προσδιορισμένη επίσκεψη της εφεσείουσας κατά τις πρωινές ώρες και περιλαμβάνει μαρτυρία για το λόγο της επίσκεψης, δίδοντας αχρείαστες λεπτομέρειες, ως προς το περιεχόμενο τους, που σαφώς δεν πρέπει να συμπεριλαμβάνονται σε δικόγραφο, όπως, «διότι ο πρώην ερωμένος της αποφάσισε να την αφήσει και να νυμφευθεί μια άλλη κοπέλα». Στη συνέχεια, γίνεται ευρύτατη αναφορά στις επισκέψεις, που κατ΄ισχυρισμόν, έκανε η αιτήτρια στο σπίτι του εφεσείοντα και σε σεξουαλική πρόκληση που η τελευταία απηύθυνε προς τον εφεσίβλητο. Η αναφορά σε «αιτήματα» και «ζητούμενα» με έκδηλο υπονοούμενο, σαφώς δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι είναι στοιχεία που πρέπει να συμπεριληφθούν σ’ ένα δικόγραφο.
Με την παράγραφο 14 της Απαίτησης η εφεσείουσα ανέφερε ότι «οι διάδικοι χώρισαν οριστικά οπότε και η συμπεριφορά του καθ’ ου η αίτηση άλλαξε δραματικά.»
Σ’ αυτή την αναφορά ο εφεσίβλητος απαντά με αναφορά σε ισχυρισμούς οι οποίοι δεν συνάδουν με το σωστό τρόπο διατύπωσης υπεράσπισης. Η αναφορά σε επιθυμίες ύπαρξης «φιλενάδας» [*1853]και στη συνέχεια η αναφορά στον «πολύ περίεργο ισχυρισμό» είναι ορισμένα χαρακτηριστικά δείγματα του τρόπου διατύπωσης του δικογράφου του εφεσίβλητου.
Με την παράγραφο 17 της Απαίτησης η εφεσείουσα επικαλείται την ανάγκη εργοδότησης «κοπέλας» για να προσέχει το ανήλικο παιδί του ζεύγους, που πηγάζει από το μεγάλο χρόνο που αφιερώνει η εφεσείουσα στην εργασία της.
Με την παράγραφο 14 της Υπεράσπισης ο εφεσίβλητος αμφισβητεί την ορθότητα του προβληθέντος ισχυρισμού, εισηγείται, όμως, ότι η εφεσείουσα έχει περισσότερο εισόδημα το οποίο δεν δηλώνει για αποφυγή πληρωμής φορολογίας και ότι «ασχολείται με υποθέσεις που αφορούν αγοραπωλησίες από τουρκοκύπριους οι οποίοι επιζητούν να πωλήσουν παράνομα κυπριακή γη σε αλλοδαπούς».
Είναι ορθό ότι αυτού του είδους η διατύπωση σαφώς δεν περιορίζεται σε γεγονότα και δη ουσιώδη αλλά επεκτείνεται σε μαρτυρία και δη σε χαρακτηρισμούς οι οποίοι οδηγούν αναπόφευκτα σε θέματα που θα αποφασιστούν από το Δικαστήριο.
Με γνώμονα τα πιο πάνω δεν έχουμε κανένα ενδοιασμό να συμφωνήσουμε με την εισήγηση της εφεσείουσας ότι οι πιο πάνω αναφορές από τον εφεσίβλητο οι οποίες περιλαμβάνονται στις παραγρ. της Υπεράσπισης 3, 4, 6 (μέρος), 8 (μέρος), 10 και 13 είναι επιλήψιμες και θα πρέπει να διαγραφούν.
Αναγνωρίζουμε βέβαια το γεγονός ότι τα ενστάσιμα σημεία των παραγράφων αυτών, όπως τα έχουμε πιο πάνω αναλύσει, είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με ουσιώδη γεγονότα τα οποία έχει δικαίωμα να προβάλει ο εφεσίβλητος. Με τη διαπίστωση των επιλήψιμων παραγράφων και την αναπόφευκτη διαγραφή τους, θα παραμείνει ουσιαστικώς ο εφεσίβλητος χωρίς απάντηση σε ουσιώδη γεγονότα της απαίτησης. Θεωρούμε ότι θα πρέπει να δοθεί η δυνατότητα στον εφεσίβλητο να απαντήσει στις παραγράφους της Απαίτησης που θα παραμένουν ουσιαστικώς αναπάντητες, ως αποτέλεσμα της απόφασης μας. Για το σκοπό αυτό θα δώσουμε τις κατάλληλες οδηγίες.
Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Οι παράγραφοι 3, 4, 6 (Μέρος), ήτοι: που αρχίζει με τις λέξεις «Κατ’ εκείνην την περίοδο ………. Δικαστηρίων», 8 (Μέρος), ήτοι: που αρχίζει «μετά από περίπου ……… ακρόαση» 10 και 13 δια[*1854]γράφονται. Ο εφεσίβλητος θα πρέπει να καταχωρίσει το δικόγραφο της Υπεράσπισης του, αναφορικά με τις εν λόγω παραγράφους περιοριζόμενο στα ουσιώδη γεγονότα επί των οποίων επιθυμεί να στηρίξει την υπεράσπιση του. Η Υπεράσπιση να κατατεθεί εντός 30 ημερών από σήμερα.
Τα έξοδα της έφεσης επιδικάζονται υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον του εφεσίβλητου.
Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο