Edrinotio Ltd και άλλοι (2012) 1 ΑΑΔ 1900

(2012) 1 ΑΑΔ 1900

[*1900]8 Αυγούστου, 2012

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]

ANAΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ TΩΝ:

  1. ΕDRINOTIO LTD,

  2. KEYGE INVESTMENTS LTD,

  3. STYMIE TRADING LTD,

  4. ROBYNN HOLDINGS LTD,

  5. RHAMES INVESTMENTS LTD,

  6. MAREMIO INVESTMENTS LTD,

  7. KEFOLEMA LTD,

  8. XSTRATA INVESTMENTS LTD,

  9. WAGONER HOLDINGS LTD,

10.           WOLSELEY HOLDINGS LTD,

11.           LARA BUSINESS LTD,

12.           AHANIC INVESTMENTS LTD,

13.           LITISA INVESTMENTS LTD,

14.           POVERO HOLDINGS LTD,

15.           PIOSTER INVESTMENTS LTD,

16.           PURPLIO LTD,

17.           RIGHT PATH LTD,

18.           AFRIETEC LTD,

19.           CALCULASIO HOLDINGS LTD,

20.           CHROIA HOLDING LTD,

21.           CHRONOPEMIC INVESTMENTS LTD,

22.           CONTROVERSIC INVESTMENTS LTD,

23.           CRAZIENO HOLDINGS LTD,

24.           ERTASIO HOLDINGS LTD,

25.           EUGENIN LTD,

26.           FRAGMENTO LTD,

27.           FRUCTANIC INVESTMENTS LTD,

28.           FYLARGIRO LTD,

29.           HISTERIO LTD,

30.           KAKTIKA HOLDINGS LTD,

31.           KALIDASA INVESTMENTS LTD,

32.           KOULTIS HOLDINGS LTD,

33.           KRITHARIC HOLDINGS LTD,

[*1901]34.          MAMICO LTD,

35.           MREYTON INVESTMENTS LTD,

36.           PADOMIC INVESTMENTS LTD,

37.           PAMPALAION LTD,

38.           PAPRYROS INVESTMENTS LTD,

39.           PERTAMIO HOLDINGS LTD,

40.           PINKEDIA LTD,

41.           POINSETTER INVESTMENTS LTD,

42.           POIONTEC LTD,

43.           SHREDIA INVESTMENTS LTD,

44.           SOSTREFO INVESTMENTS LTD,

45.           STALEY HOLDINGS LTD,

46.           TINIOTIC INVESTMENTS LTD,

47.           VESTIARIO HOLDINGS LTD,

48.           XALAZI INVESTMENTS LTD,

49.           BROVEMIC LTD,

50.           ELIANISA HOLDINGS LTD,

51.           LEAVINESIO HOLDINGS LTD,

52.           BITONIC LTD,

53.           DRIMACO LTD,

54.           EXBIGI LTD,

55.           VANISHA INVESTMENTS LTD,

56.           KMAG HOLDING LTD,

57.           JUSTGATE HOLDINGS LTD,

58.           REALNATION HOLDINGS LTD,

59.           XROMATIOJO LTD,

ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΦΥΣΕΩΣ CERTIORARI,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗΣ ΗΜΕΡ. 10.04.2012 ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗ ΑΥΤΟΥ Μ. ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ, Ε.Δ. ΣΕ ΑΙΤΗΣΗ ΧΩΡΙΣ ΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ (ΑΡ. ΑΙΤ. 44/2012) ΕΚ ΜΕΡΟΥΣ ΤΗΣ ΜΟΝΑΔΑΣ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗΣ ΑΔΙΚΗΜΑΤΩΝ ΣΥΓΚΑΛΥΨΗΣ.

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 60/2012)

 

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Απόρριψη αίτησης για την έκδοση προνομιακού εντάλματος προς ακύρωση διατάγματος αποκάλυψης που εκδόθηκε δυνάμει των Άρθρων 45 και 46 του Ν. 188(Ι)/2007 ― Ο [*1902]περί Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμος του 2007 (Ν. 188(Ι)/2007) ― Το προσωρινό διάταγμα αφορούσε σε τραπεζικά έγγραφα και όχι σε έγγραφα προσωπικής ή ιδιωτικής φύσης ― Απόρριψη ισχυριζόμενων παραβιάσεων συνταγματικών και άλλων δικαιωμάτων.

Σύνταγμα ― Θεμελιώδη δικαιώματα ― Άρθρο 15 του Συντάγματος ― Κατά πόσον μπορούσε  να τεθεί θέμα παραβίασης του Άρθρου 15 του Συντάγματος και του Άρθρου 8 της ΕΣΔΑ, αναφορικά με εκδοθέν  διάταγμα αποκάλυψης στη βάση του N. 188(Ι)/2007 το οποίο αφορούσε σε τραπεζικά έγγραφα και όχι σε έγγραφα προσωπικής ή ιδιωτικής φύσης ― Ακόμα και να ετίθετο θέμα παραβίασης του Άρθρου 15 του Συντάγματος και του Άρθρου 8 της ΕΣΔΑ, θα καλυπτόταν από τις εξαιρέσεις των εδαφίων (2) των Άρθρων 15 του Συντάγματος και 8 της Σύμβασης.

Αδικήματα Συγκάλυψης ― Διατάγματα αποκάλυψης ― Τα Επαρχιακά Δικαστήρια κατά την έκδοση διαταγμάτων, δυνάμει του Νόμου 188(Ι)/07, που δεν καλύπτονται από τις εξαιρέσεις του Άρθρου 17.2 του Συντάγματος, θα πρέπει να αποφεύγουν γενικούς όρους, ώστε να αποφεύγεται ο κίνδυνος αποκάλυψης και προστατευόμενης αλληλογραφίας ή «επικοινωνίας.

Αδικήματα Συγκάλυψης ― Η διαδικασία υποβολής αίτησης και η έκδοση διατάγματος αποκάλυψης πληροφοριών, δυνάμει του Νόμου 188(Ι)/07, εντάσσεται στα πλαίσια της διεξαγωγής ερευνών για το ενδεχόμενο διάπραξης αδικημάτων και όχι στα πλαίσια της συνήθους δικαστικής διαδικασίας για την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων ― Αποτελεί ιδιάζουσα διαδικασία.

Λέξεις και φράσεις ― «Πληροφορία» στο Άρθρο 44 του περί Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου του 2007 (Ν. 188(Ι)/2007) ― «Αλληλογραφία», «Επικοινωνία», στο Άρθρο 17.1 του Συντάγματος.

Σύνταγμα ― Θεμελιώδη δικαιώματα ― Άρθρο 15 του Συντάγματος ― Το δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής δεν περιορίζεται στην εσωτερική ζωή του ανθρώπου, αλλά εκτείνεται και στις σχέσεις του με τον έξω κόσμο ― Καλύπτει το σύνολο της δραστηριότητας του ανθρώπου στο χώρο που τον περιβάλλει, αδιαπέραστου χάριν της αυτονομίας του στο ατομικό επίπεδο.

Οι Αιτήτριες, 59 κυπριακές εταιρείες, οι οποίες υποστήριζαν ότι τα συμφέροντα τους επηρεάζονταν άμεσα από εκδοθέν προσωρινό  [*1903]διάταγμα αποκάλυψης, καταχώρησαν ύστερα από σχετική άδεια που εξασφάλισαν από το Δικαστήριο, αίτηση με την οποία ζητούσαν την έκδοση εντάλματος Certiorari για ακύρωση του σχετικού διατάγματος  αποκάλυψης και αναστολής κάθε περαιτέρω διαδικασίας.

Η Μονάδα Καταπολέμησης Αδικημάτων Συγκάλυψης (ΜΟΚΑΣ), ύστερα από αίτημα της Ρωσικής Ομοσπονδίας για νομική συνδρομή, υπέβαλε αίτηση στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας για έκδοση διατάγματος αποκάλυψης, ώστε τραπεζικοί οργανισμοί που ασκούσαν δραστηριότητα στην Κύπρο να αποκάλυπταν διάφορα στοιχεία που αφορούσαν σε τραπεζικούς λογαριασμούς των 59 Αιτητριών-Εταιρειών.

Η ΜΟΚΑΣ στήριξε το αίτημα της  σε ιστορικό που παρατέθηκε στην ένορκη δήλωση που συνόδευε στην αίτηση, στο οποίο αναφερόταν μεταξύ άλλων ότι σύμφωνα με το επίσημο αίτημα, το Τμήμα Ερευνών του Υπουργείου Εσωτερικών της Ρωσικής Ομοσπονδίας διερευνούσε ποινική υπόθεση εναντίον πρώην αξιωματούχων της Δημόσιας Ανώνυμης Εταιρείας «Τράπεζα της Μόσχας»  καθώς και εταιρειών που έχουν συσταθεί στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας, για αδικήματα απάτης, κατά παράβαση του Ποινικού Κώδικα της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Η δε ποινική υπόθεση βρισκόταν σε εξέλιξη.

Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού ικανοποιήθηκε ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις των Άρθρων 45 και 46 του Νόμου 188(Ι)/2007, εξέδωσε το αιτούμενο διάταγμα, με το οποίο διατάσσονταν οι Διευθυντές των πιο πάνω Τραπεζών όπως παραδώσουν συγκεκριμένα στοιχεία σε σχέση με τις Αιτήτριες.

Το ιστορικό από τη σκοπιά των Αιτητριών, διέφερε ουσιωδώς από αυτό που πρόβαλαν οι Καθ’ ων η αίτηση ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου.

Προβλήθηκε σχετική προδικαστική ένσταση από την Καθ’ ης η Αίτηση ότι οι Αιτήτριες δεν είχαν δικαίωμα (locus standi) να προσβάλουν το διάταγμα αποκάλυψης, καθότι δεν ήταν μέρος της διαδικασίας και ότι δεν υπάρχουν πρόνοιες στον περί Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμο του 2007 (Ν. 188(Ι)/2007), όπως τροποποιήθηκε, που να δίδουν τη δυνατότητα στο πρόσωπο στο οποίο αφορά η πληροφορία να εμπλακεί στη διαδικασία, με σκοπό να αμφισβητήσει το διάταγμα.

Αποφασίστηκε ότι:

[*1904]Αναφορικά με την προδικαστική ένσταση:

1.  Οι σχετικές νομοθετικές πρόνοιες που επικαλέστηκε η Καθ’ ης η Αίτηση δεν πρέπει να συγχέονται με το αναφαίρετο δικαίωμα πρόσβασης στο δικαστήριο. Αποβλέπουν, στο να μην επηρεάσουν τις έρευνες που διεξάγονται και στο να μην δώσουν την ευκαιρία στο επηρεαζόμενο πρόσωπο να εξαφανίσει στοιχεία.

2.  Όμως, αφού υπάρξει συμμόρφωση με το διάταγμα, δεν εμποδίζεται το επηρεαζόμενο πρόσωπο να προσφύγει στο δικαστήριο, σε περίπτωση που, παρά τις διατάξεις των Άρθρων 46(3)(δ) και 48, πληροφορηθεί για την ύπαρξη του διατάγματος αποκάλυψης. Η πρόνοια για μη επίδοση του διατάγματος στο επηρεαζόμενο πρόσωπο, αφορά σε άλλο πιο αρχικό στάδιο της διαδικασίας και δεν έχει σχέση με το δικαίωμα του επηρεαζόμενου προσώπου σε μεταγενέστερο στάδιο να αποταθεί στο δικαστήριο για να προσβάλει τη νομιμότητα του διατάγματος, αν η ύπαρξη του περιέλθει σε γνώση του.

Αναφορικά με τους λόγους ακύρωσης:

Α. Κατά πόσο το προσβαλλόμενο διάταγμα παραβιάζει τα Άρθρα 17 και 15 του Συντάγματος, το Άρθρο 8 της ΕΣΔΑ και το Άρθρο 29 του Νόμου 66(Ι)/1997.

1.  Στην προκειμένη περίπτωση, το διάταγμα αποκάλυψης εκδόθηκε δυνάμει των Άρθρων 45 και 46 του Ν. 188(Ι)/2007. Αναφορικά με το κατά πόσον τα έγγραφα που καλύπτονταν από το διάταγμα αποκάλυψης αποτελούσαν προστατευόμενη «αλληλογραφία» ή «επικοινωνία», σύμφωνα με το Άρθρο 17.1 του Συντάγματος, η «επικοινωνία», ως έννοια ευρύτερη, περιλαμβάνει και την αλληλογραφία.

2.  Από τη στιγμή που η αίτηση έγινε δυνάμει των Άρθρων 45 και 46 του Νόμου 188(Ι)/2007, θα έπρεπε να θεωρηθεί ότι τα έγγραφα των οποίων ζητείτο η αποκάλυψη, συνιστούσαν «πληροφορία» μέσα στην έννοια του Άρθρου 44 του Νόμου. Όλα τα έγγραφα που αναφέρονταν στο σχετικό διάταγμα, πλην της μιας κατηγορίας, αφορούσαν σε συνήθη τραπεζικά έγγραφα και όχι σε αλληλογραφία ή επικοινωνία μεταξύ τράπεζας και των πελατών της.

3.  Η μόνη πρόνοια του διατάγματος που, λόγω της γενικότητας της ενδέχετο να επέτρεπε την αποκάλυψη κάθε μορφής εγγράφου, συμπεριλαμβανομένης και προστατευόμενης «αλληλογραφίας» και «επικοινωνίας», ήταν η προτελευταία. Όμως αν το διάταγμα δια[*1905]βαζόταν στην ολότητά του, καθίστατο φανερό ότι η αναφορά ήταν σε σχέση με τις υπόλοιπες κατηγορίες τραπεζικών εγγράφων.

4.  Στην προκειμένη περίπτωση, που το διάταγμα αποκάλυψης αφορούσε σε τραπεζικά έγγραφα και όχι σε έγγραφα προσωπικής ή ιδιωτικής φύσης, δεν μπορούσε να τεθεί θέμα παραβίασης του Άρθρου 15 του Συντάγματος και του Άρθρου 8 της ΕΣΔΑ. Αλλά ακόμα και εάν ετίθετο ένα τέτοιο θέμα, θα καλύπτετο από τις εξαιρέσεις των εδαφίων (2) των Άρθρων 15 του Συντάγματος και 8 της Σύμβασης, που αφορούν, μεταξύ άλλων, στο συμφέρον της πολιτείας για διατήρηση της δημόσιας τάξεως ή προστασίας των δικαιωμάτων άλλων προσώπων που προστατεύονται από το Σύνταγμα.

Β. Κατά πόσο υπήρξε παραβίαση του τραπεζικού απορρήτου και ότι καμία από τις νομοθετικές εξαιρέσεις δεν κάλυπτε την αποκάλυψη που έγινε με το προσβαλλόμενο διάταγμα.

Η εισήγηση δεν ήταν ορθή. Το Άρθρο 29(2)(δ) του περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου (Ν. 66(Ι)/1997) εξαιρεί τις περιπτώσεις που η αποκάλυψη τραπεζικών πληροφοριών πελάτη – τράπεζας «παρέχονται στην αστυνομία δυνάμει των διατάξεων οποιουδήποτε νόμου ή σε δημόσιο λειτουργό που είναι κατάλληλα εξουσιοδοτημένος….».  Επίσης, καλύπτεται και από τις εξαιρέσεις που προβλέπονται από το εδάφιο (η) του ίδιου άρθρου, το οποίο επιτρέπει την αποκάλυψη όταν «η παροχή των πληροφοριών επιβάλλεται για λόγους δημόσιου συμφέροντος….», όπως είναι στην προκειμένη περίπτωση η διερεύνηση σοβαρών εγκλημάτων ή η συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις της Δημοκρατίας για παροχή συνδρομής σε ξένη χώρα, δυνάμει Διεθνούς Σύμβασης.

Γ. Κατά πόσον υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 30 του Συντάγματος και/ή του Άρθρου 9(2) του Κεφ. 6.

Σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου 188(Ι)/2007, η διαδικασία υποβολής αίτησης και η έκδοση διατάγματος αποκάλυψης πληροφοριών, εντάσσεται στα πλαίσια της διεξαγωγής ερευνών για το ενδεχόμενο διάπραξης αδικημάτων και όχι στα πλαίσια της συνήθους δικαστικής διαδικασίας για την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων που περιορίζεται στις αστικές διαφορές μεταξύ δύο διαδίκων. Εκείνο που πράττει ο Νόμος, είναι ότι αντί να καθορίσει ξεχωριστή διαδικασία, υιοθετεί για το συγκεκριμένο σκοπό, τις διατάξεις του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου και Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Το ότι εξαιρεί από αυτή τις πρόνοιες του Άρθρου 9(2) του Κεφ. 6, δεν σημαίνει ότι παραβιάζονται τα δικαιώματα των επηρεαζόμενων προσώπων για [*1906]πρόσβαση στο δικαστήριο. Πρόκειται για ιδιάζουσα διαδικασία.

Δ. Κατά πόσον το Επαρχιακό Δικαστήριο υπερέβη το δικαιοδοτικό πλαίσιο των Άρθρων 45 και 46 του Νόμου 188(Ι)/2007.

1.  Στην προκειμένη περίπτωση, οι πληροφορίες δεν ενέπιπταν στον ορισμό των προνομιούχων πληροφοριών. Το Άρθρο 29(2)(δ) του περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου 66(Ι)/1997, εξαιρεί από το τραπεζικό απόρρητο τις συγκεκριμένες πληροφορίες που καλύπτονται από το διάταγμα. Από τη στιγμή που οι πληροφορίες δεν καλύπτονται από απόρρητο, τότε μπορούν να γίνουν αποδεκτές ενώπιον του δικαστηρίου, εφόσον ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9.

2.  Υπήρξε πλήρης συμμόρφωση με τις πρόνοιες των Άρθρων 45 και 46 του Νόμου 188(Ι)/2007 καθότι:- (α) Σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση που υποβλήθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο, υπήρχε σε εξέλιξη ποινική έρευνα για δόλο, (β) το δικαστήριο πείστηκε από το διαθέσιμο μαρτυρικό υλικό, ότι υπήρχε εύλογη υποψία ότι οι Αιτήτριες εμπλέκονταν ή ωφελήθηκαν από την ενδεχόμενη διάπραξη των αδικημάτων οικονομικής φύσεως που προσδιορίζονταν, (γ) οι πληροφορίες που επιζητούνταν ήταν ουσιαστικής σημασίας στην έρευνα, (δ) δεν ενέπιπταν στις κατηγορίες της προνομιούχας πληροφορίας και (ε) η αποκάλυψη ήταν προς το δημόσιο συμφέρον.

3.  Δεν ήταν ορθή η θέση ότι στην ένορκη δήλωση δεν εξειδικευόταν ποιο ακριβώς αδίκημα διερευνάτο.

Ε. Κατά πόσον υπήρξε δόλια απόκρυψη ή η αποκάλυψη ουσιωδών γεγονότων στο Επαρχιακό Δικαστήριο.

Ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθούσε. Έχοντας υπόψη τη φύση του αρχικού αιτήματος, την έκταση των όσων αποκαλύφθηκαν, καθώς και το σκοπό του διατάγματος που επιζητείτο, που δεν ήταν άλλος από την παροχή νομικής συνδρομής για υποβοήθηση των ποινικών ερευνών των ρωσικών αρχών, για αδικήματα υπεξαίρεσης χρημάτων και συγκάλυψης εσόδων, τα δύο στοιχεία που δεν αναφέρθησαν δε ήταν ουσιώδη ως προς την έκδοση του προσβαλλόμενου διατάγματος δυνάμει του Νόμου 188(Ι)/2007 και ότι η μη αποκάλυψη τους, οφειλόταν σε εσκεμμένη ενέργεια με στόχο να παραπλανηθεί το Επαρχιακό Δικαστήριο.

[*1907]Στ. Κατά πόσον τηρήθηκαν οι πρόνοιες του Νόμου 23(Ι)/2001 και κατά πόσο εφαρμοζόταν ο κυρωτικός Νόμος 2(ΙΙΙ)/2000.

1.  Το αίτημα νομικής συνδρομής των ρωσικών αρχών δεν στηριζόταν σε σχετική διμερή Συμφωνία και γι’ αυτό οι πρόνοιες της δεν εμπλέκονταν στο υπό εξέταση θέμα. Η αίτηση που υποβλήθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο καθόριζε το νομικό πλαίσιο και οι Καθ’ ων η αίτηση δεν είχαν ξεφύγει από αυτό και  καλύπτονται από το ίδιο αυτό νομικό πλαίσιο.

2.  Ως προς την εισήγηση ότι οι αρχές της Δημοκρατίας δεν βεβαιώθηκαν, σύμφωνα με το Άρθρο 9(2) του Ν. 23(Ι)/2001 ότι έχει διαπραχθεί αδίκημα, εκείνο που απαιτείται είναι όπως η αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας ικανοποιηθεί με βάση τα στοιχεία που παραθέτει η άλλη χώρα.

Ζ. Οι υπόλοιποι λόγοι.

1.  Τα τραπεζικά έγγραφα που ζητούνταν να αποκαλυφθούν, προσδιορίζονταν με αρκετή σαφήνεια, τόσο στην παράγραφο (ν) της ίδιας της αίτησης, όσο και στην παράγραφο 13(ν) της ένορκης δήλωσης που τη συνοδεύει.

2.  Δεν ήταν ορθή η θέση ότι υπάρχει απόλυτη υποχρέωση των Αρχών της Δημοκρατίας σε τέτοιου είδους υποθέσεις, απαραιτήτως να επισυνάπτουν όλη την αλληλογραφία με τη ξένη χώρα και όλα τα έγγραφα που επισυνάπτονται στο αίτημά της. Εκείνο που τις περισσότερες φορές προέχει, είναι η επεξήγηση της σημασίας των εγγράφων.

3.  Στην προκειμένη περίπτωση, είχαν τηρηθεί οι πρόνοιες των Άρθρων 45 και 46 του Νόμου 188(Ι)/2007. Το διάταγμα αποκάλυψης εκδόθηκε νόμιμα και δεν χωρεί η έκδοση του αιτούμενου προνομιακού εντάλματος.

Η αίτηση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Κακουλλή (Αρ. 1) (2007) 1(Β) Α.Α.Δ. 682,

Σιάμισιη ν. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 308

Police v. Georgiades (1983) 2 C.L.R. 33,

[*1908]Αστυνομία ν. Γιάλλουρου (1992) 2 Α.Α.Δ. 147,

Δημοκρατία ν. Αεροπόρου κ.ά. (1998) 2 Α.Α.Δ. 87,

Δημοκρατία ν. Συριανού κ.ά. (1999) 2 Α.Α.Δ. 537,

Ματσιά κ.ά. (2011) 1 Α.Α.Δ. 152,

Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 2) (2000) 3 Α.Α.Δ. 238,

Niemietz v. Germany, απόφαση ημερ. 16.12.1992, Series A, No. 251-B, σελ. 33-34,

Barclays Bank plc v. Taylor [1989] 3 All E.R. 563,

Jawer Cyprus Ltd κ.ά. (2011) 1 Α.Α.Δ. 2067.

Αίτηση.

Χρ. Κληρίδης και Ξ. Ξενοφώντος, για τις Αιτήτριες.

E. Ρωσσίδου-Παπακυριακού (κα) με Μ. Κυρμίζη (κα), για τους Καθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Η Μονάδα Καταπολέμησης Αδικημάτων Συγκάλυψης (ΜΟΚΑΣ), μετά από αίτημα της Ρωσικής Ομοσπονδίας για νομική συνδρομή, υπέβαλε αίτηση στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας για έκδοση διατάγματος αποκάλυψης, ώστε οι Τράπεζες Kύπρου, Marfin Popular Bank, Eurobank EFG και Alpha Bank, να αποκαλύψουν διάφορα στοιχεία που αφορούν σε τραπεζικούς λογαριασμούς των 59 Αιτητριών-Εταιρειών. Η ΜΟΚΑΣ στήριξε το αίτημα της στο εξής ιστορικό, το οποίο καταγράφεται στις παραγράφους 3-6 της ένορκης δήλωσης που επισυνάπτεται στην αίτησή της για εξασφάλιση του διατάγματος αποκάλυψης:-

«3. Σύμφωνα με το επίσημο αίτημα, το Τμήμα Ερευνών του Υπουργείου Εσωτερικών της Ρωσικής Ομοσπονδίας διερευνά ποινική υπόθεση εναντίον πρώην αξιωματούχων της Δημόσιας Ανώνυμης Εταιρείας «Τράπεζα της Μόσχας» (στο εξής η ΔΑΕ «Τράπεζα της Μόσχας»), των Borodin Andrey Fridrikhovich (Η/Γ: 24/05/1967), Akulinin Dmitry καθώς και εταιρειών που [*1909]έχουν συσταθεί στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας, για αδικήματα απάτης, κατά παράβαση του Ποινικού Κώδικα της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Η παρούσα ποινική υπόθεση βρίσκεται σε εξέλιξη από τις 22/2/2012.

4. Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, κατά την χρονική περίοδο 2008-2011, ο Borodin Andrey Fridrikhovich ως πρόεδρος της ΔΑΕ «Τράπεζα της Μόσχας» και ο Akulinin Dmitry ως πρώτος αντιπρόεδρος της εν λόγω τράπεζας, συνέστησαν εγκληματική ομάδα με άγνωστα πρόσωπα και υπεξαίρεσαν πολύ μεγάλο χρηματικό ποσό, που ανήκε στην ΔΑΕ «Τράπεζα της Μόσχας» με απάτη και κατάχρηση εμπιστοσύνης.

5. Οι ίδιες πηγές αναφέρουν ότι οι Borodin Andrey Fridrikhovich και Akulinin Dmitry, έχουν παραβιάσει το καταστατικό της ΔΑΕ «Τράπεζα τη Μόσχας» και την οδηγία που εγκρίθηκε με διάταγμα της πιο πάνω τράπεζας την 21η Απριλίου του 2000, «Περί της διαδικασίας χορήγησης δανείων νομικών προσώπων από την Τράπεζα της Μόσχας». Τα πιο πάνω πρόσωπα, καθώς και άγνωστοι συνεργοί τους, με ιδιοτελή κίνητρα, εκμεταλλευόμενοι την υπηρεσιακή τους θέση, με το πρόσχημα της συμμόρφωσης με τους όρους που προβλέπονται από τις συμφωνίες και τα δάνεια, έκαναν κατάχρηση της εμπιστοσύνης των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου, των μετόχων και άλλων προσώπων και οργάνωσαν τη μεταφορά κεφαλαίων ύψους τουλάχιστον 7,8 δισεκατομμυρίων ρουβλιών (περίπου €201,582,970) από τους αντίστοιχους λογαριασμούς της ΔΑΕ «Τράπεζα της Μόσχας», προς διάφορους λογαριασμούς εταιρειών που βρίσκονται υπό τον έλεγχο τους και είναι εγγεγραμμένες στην Κύπρο και δεν πραγματοποιούν οποιαδήποτε οικονομική και επιχειρηματική δραστηριότητα. Πρόκειται για τις εταιρείες ……………… (αναφέρονται τα ονόματα διάφορων εταιρειών)

6. Στο αίτημα αναφέρεται ότι με σκοπό την απόκρυψη των εγκληματικών τους προθέσεων και δημιουργώντας την εντύπωση της συμμόρφωσης με τις ήδη συναφθείσες συμφωνίες για δάνεια, μεταξύ της ΔΑΕ «Τράπεζα της Μόσχας» και αλλοδαπών νομικών προσώπων, οι Borodin Andrey Fridrikhovich και Akulinin Dmitry, καθώς αι οι άγνωστοι συνεργάτες τους, οργάνωσαν τη μεταφορά ποσού περίπου 1,1 δισεκατομμυρίου ρουβλιών (περίπου €28,429,104), για την αποπληρωμή του χρέους, ενώ υπεξαίρεσαν το υπόλοιπο χρηματικό ποσό, ύψους τουλάχιστον 6,7 δισεκατομμυρίων ρουβλιών (περίπου €173,155,903), [*1910]για ίδιον όφελος. Σύμφωνα με τις έρευνες των Ρωσικών Αρχών, η οικονομική ζημιά η οποία προκλήθηκε στη ΔΑΕ «Τράπεζα της Μόσχας», ανέρχεται τουλάχιστον σε 6,7 δισεκατομμύρια ρούβλια (περίπου €173,155,903). Στις 2/3/2012, η ΔΑΕ «Τράπεζα της Μόσχας» αναγνωρίστηκε ως πολιτικός ενάγων.»

Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού ικανοποιήθηκε ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις των Άρθρων 45 και 46 του Νόμου 188(Ι)/2007, εξέδωσε στις 10.4.2012 το αιτούμενο διάταγμα, με το οποίο διατάσσονταν οι Διευθυντές των τεσσάρων πιο πάνω Τραπεζών όπως, σε σχέση με τις Αιτήτριες, παραδώσουν τα πιο κάτω στοιχεία:-

«- Έγγραφα ανοίγματος και τήρησης των τραπεζικών λογαριασμών συμπεριλαμβανομένων και εγγράφων που να αποδεικνύουν τους πραγματικούς δικαιούχους, τους διευθυντές, ποιοι ενεργούν ή ενεργούσαν ως εξουσιοδοτημένοι υπογράφοντες των λογαριασμών, ποιοι άνοιξαν στην τράπεζα τους λογαριασμούς των εταιρειών καθώς και πιστοποιητικά ίδρυσης τους.

 -   Καταστάσεις κίνησης όλων των τραπεζικών λογαριασμών τους οποίους οι πιο πάνω εταιρείες τηρούν / τηρούσαν.

 -   Δικαιολογητικά για όλες τις χρεώσεις και πιστώσεις που παρουσιάζονται στους εν λόγω λογαριασμούς.

 -   Οποιαδήποτε άλλα συναφή έγγραφα τα οποία έχουν σχέση με τους εν λόγω λογαριασμούς.

 -   Τα έγγραφα πρέπει να καλύπτουν την περίοδο από την ημερομηνία ανοίγματος των λογαριασμών μέχρι σήμερα.»

Οι Αιτήτριες είναι 59 κυπριακές εταιρείες, οι οποίες ισχυρίζονται ότι επηρεάζονται άμεσα από το εκδοθέν διάταγμα. Μετά από άδεια που εξασφάλισαν από το Δικαστήριο, καταχώρησαν την παρούσα αίτηση, με την οποία ζητούν την έκδοση εντάλματος Certiorari για:- (α) να ακυρωθεί το πιο πάνω διάταγμα αποκάλυψης και (β) να ανασταλεί κάθε περαιτέρω διαδικασία για την αποστολή εγγράφων ή άλλων στοιχείων στις ρωσικές αρχές, καθότι επηρεάζονται άμεσα τα συμφέροντά τους.

Το ιστορικό από τη σκοπιά των Αιτητριών, διαφέρει ουσιωδώς από αυτό που πρόβαλαν οι Καθ’ ων η αίτηση ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Όπως αναφέρεται στην παράγραφο 2 της Έκθεσης που συνοδεύει την παρούσα αίτηση:-

«Οι Αιτήτριες συστάθηκαν και λειτουργούσαν με οδηγίες της [*1911]Τράπεζας της Μόσχας την περίοδο 2007 - 2011. Κατά ή περί τον Απρίλη του 2011 για «καθαρά» πολιτικούς λόγους το «Κρεμλίνο» Ρωσίας μετακίνησε τον τότε Δήμαρχο της Μόσχας κον. Λουσκόφ και σαν αποτέλεσμα τους πρώην Πρόεδρο (A. Borodin) και Αντιπρόεδρο (D. Akulinin) Τραπέζης της Μόσχας ενόψει του ότι τον έλεγχο της Τράπεζας είχε ο Δήμαρχος Μόσχας. H VTB αγόρασε μετοχές της Τραπέζης της Μόσχας και με «ευλογίες» «Κρεμλίνου» ανέλαβε τον έλεγχο και διοίκηση της Τράπεζας.  Οι πρώην Πρόεδρος και Αντιπρόεδρος είναι αιτητές Πολιτικού Ασύλου στο Ηνωμένο Βασίλειο.  Με πάγια Νομολογία των Αγγλικών Δικαστηρίων λόγω της κατάστασης που επικρατεί στην Ρωσία δεν εκδίδονται αιτητές πολιτικού ασύλου στη χώρα αυτή. Στην προσπάθεια της η Ρωσική Κυβέρνηση να εξασφαλίσει μαρτυρία για δήθεν διάπραξη αδικημάτων από τα δύο πιο πάνω στελέχη σε συνεργασία με την Τράπεζα Μόσχας καταχώρησε 7 Αιτήσεις για Εκκαθάριση των κατωτέρω Αιτητριών:

…………(αναφέρονται τα ονόματα των Αιτητριών αρ. 8, 22, 23, 26, 32, 38 και 50)………….

Οι Αιτήσεις εκκρεμούν. Βασίζονται στα επίδικα Δάνεια.  Επίσης για τα υπόλοιπα απέστειλε «Statutory Notices» για να προχωρήσει σε εκκαθάριση ενώπιον των υπολοίπων Αιτητριών Εταιρειών.

Παράλληλα προώθησε την πιο κάτω αγωγή για αποκάλυψη:

OJSC Bank of Moscow v. 1. Marfin Popular Bank Public Co Ltd κ.ά. Αρ. Αγ. 1832/2012. Σε εκείνη εκκρεμεί εκδίκαση Αίτησης Παραμερισμού Διατάγματος Αποκάλυψης κατά της Τράπεζας (Λαϊκής) για δύο εκ των Αιτητριών ήτοι Litisa Investments (Αιτήτρια Αρ. 13) και Sostrefo Investments Ltd (Αιτήτρια Αρ. 44).

Ενώ προωθούσαν τις πιο πάνω διαδικασίες προφανώς η Ρωσική Κυβέρνηση απετάθην στην κυπριακή μετά από «παράπονο» της Τράπεζας της Μόσχας για την εξασφάλιση Μαρτυρίας με τον ψευδή «ισχυρισμό» περί ξεπλύματος. Καμία μαρτυρία δεν παρουσιάστηκε ή υπάρχει επί του θέματος. Μετά το «πραξικόπημα» Απριλίου 2011 με την απομάκρυνση του Δημάρχου της Μόσχας και του Προέδρου και Αντιπροέδρου της Τράπεζας Μόσχας οι Αιτήτριες Εταιρείες ζήτησαν από την Τράπεζα της Μόσχας να μεταβιβάσουν όλα τα περιουσιακά στοιχεία που αγοράστηκαν με τα επίδικα Δάνεια [*1912]στην Τράπεζα της Μόσχας. Η τελευταία καθυστερεί να δώσει απάντηση με «στόχο» να «εξασφαλίσει» «μαρτυρία» κατά των πρώην διευθυντών της. Στο πλαίσιο αυτό ψευδώς και κακοβούλως ενεπλάκησαν οι Αιτήτριες Εταιρείες και εξεδόθη το Επίδικο Διάταγμα Αποκάλυψης ημερ. κατά ή περί 10/04/2012 που επηρεάζει τις Αιτήτριες τις οποίες και δυσφημίζει ως δήθεν εμπλεκόμενες ψευδώς και κακοβούλως σε «ξέπλυμα». Καμία εύλογη υποψία, μπορούσε να υπάρχει αλλά κατασκευάστηκε μέσα από αοριστολογίες και γενικόλογες υποθέσεις.»

Οι Αιτήτριες για να εξασφαλίσουν τις θεραπείες που ζητούν, ισχυρίζονται ότι υπήρξε υπέρβαση δικαιοδοτικού πλαισίου του δικαστηρίου και νομικό σφάλμα εμφανές στο πρακτικό. Πιο συγκεκριμένα προβάλλουν ότι το προσβαλλόμενο διάταγμα θα πρέπει να ακυρωθεί καθότι:-

(1) Παραβίασε το Άρθρο 17 του Συντάγματος και/ή 15 και/ή το Άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) και/ή το Άρθρο 29 του περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου του 1997.

(2) Παραβίασε το Άρθρο 30 του Συντάγματος και/ή το Άρθρο 9(2) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6,

(3) Παραβίασε το Άρθρο 15 του Συντάγματος και/ή το Άρθρο 29 του περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου και βασίστηκε σε παρανόμως ληφθείσα μαρτυρία κατά παράβαση του εν λόγω άρθρου.

(4) Εκδόθηκε από το δικαστήριο καθ’ υπέρβαση του δικαιοδοτικού πλαισίου που παρέχεται από τα Άρθρα 45 και/ή 46 του Νόμου 188(Ι)/2007 και /ή υπέπεσε σε νομικό σφάλμα εμφανές στο πρακτικό.

(5) Υπήρξε δόλος εκ μέρους των Καθ’ ων η αίτηση στην αρχική διαδικασία και/ή ψευδορκία του ενόρκως δηλούντα, παραπλάνηση του Δικαστηρίου και παράλειψη αποκάλυψης όλων των ουσιωδών γεγονότων στο Δικαστήριο.

(6) Υπέρβαση του δικαιοδοτικού πλαισίου των Άρθρων 9 και 15 του περί Διεθνούς Συνεργασίας σε Ποινικά Θέματα Νόμου του 2001 (Ν. 23(Ι)/2001) και των Άρθρων 15, 3, 4 και 5 του περί Ευρωπαϊκής Σύμβασης για Αμοιβαία Αρωγή σε Ποινικά Θέ[*1913]ματα Νόμου του 2000 (Ν. 2(ΙΙΙ)/2000).

(7) Το αίτημα της ΜΟΚΑΣ για διάταγμα αποκάλυψης πληροφοριών, υπερέβη τα όρια του αιτήματος συνδρομής της ρωσικής ομοσπονδίας για εξασφάλιση μαρτυρίας.

(8) Μη παρουσίαση προς το Επαρχιακό Δικαστήριο όλης της γραπτής μαρτυρίας η οποία βρισκόταν στην κατοχή της ΜΟΚΑΣ.

(9) Υπέρβαση του δικαιοδοτικού πλαισίου του Άρθρου 72 του Νόμου 188(Ι)/2007 και/ή της Δ.39 θ. 20 και 21 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.

Τέλος, ο δικηγόρος των Αιτητριών εισηγείται ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για έκδοση του εντάλματος Certiorari, αφού δεν υπάρχει άλλο διαθέσιμο ένδικο μέτρο και εν πάση περιπτώσει συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις.

Από την άλλη, οι Καθ’ ων η αίτηση εγείρουν προδικαστική ένσταση ότι οι Αιτήτριες δεν έχουν δικαίωμα (locus standi) να προσβάλουν το εν λόγω διάταγμα αποκάλυψης.

Ως προς την ουσία, υποστηρίζουν ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας ορθά και νόμιμα εξέδωσε το προσβαλλόμενο διάταγμα αποκάλυψης κατ’ εφαρμογή των Άρθρων 45 και 46 του Νόμου 188(Ι)/2007 και αντικρούουν ένα προς ένα τους νομικούς ισχυρισμούς των Αιτητριών.

Η προδικαστική ένσταση.

Θα αρχίσω από την προδικαστική ένσταση των Καθ’ ων η αίτηση, ότι οι Αιτήτριες δεν έχουν δικαίωμα (locus standi) να προσβάλουν το διάταγμα αποκάλυψης, καθότι δεν είναι μέρος της διαδικασίας και ούτε υπάρχουν πρόνοιες στον περί Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμο του 2007 (Ν. 188(Ι)/2007), όπως τροποποιήθηκε, που να δίδουν τη δυνατότητα στο πρόσωπο στο οποίο αφορά η πληροφορία να εμπλακεί στη διαδικασία, με σκοπό να αμφισβητήσει το διάταγμα. Η διαδικασία δυνάμει του Νόμου 188(Ι)/2007 για εξασφάλιση διατάγματος αποκάλυψης, αποτελεί ανακριτικό εργαλείο και χρησιμοποιείται στο στάδιο της διερεύνησης και της συλλογής μαρτυρίας από τις ανακριτικές αρχές. Δυνάμει του Νόμου, δικαίωμα να προσβάλει το διάταγμα αποκάλυψης, έχει μόνο το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται το διάταγ[*1914]μα, που εδώ είναι οι τέσσερις τράπεζες. Κατά συνέπεια, η αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί χωρίς να εξεταστεί η ουσία της.

Από την άλλη, οι Αιτήτριες θεωρούν όχι μόνο αυθαίρετη την ερμηνεία που δίνουν οι Καθ’ ων η αίτηση στις διατάξεις του Νόμου 188(Ι)/2007, τον οποίο, εν πάση περιπτώσει, θεωρούν αντισυνταγματικό, καθότι παραβιάζει συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματά τους. Ο δικηγόρος των Αιτητριών με αναφορά στη Re Κακουλλή (Αρ. 1) (2007) 1(Β) Α.Α.Δ. 682 εισηγήθηκε ότι το δικαίωμα επηρεαζόμενου προσώπου, όπως είναι οι Αιτήτριες, να προσφύγει στο Δικαστήριο για τη διεκδίκηση προνομιακού εντάλματος, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Σε περίπτωση που γίνει δεχτή η εισήγηση της δικηγόρου της ΜΟΚΑΣ, θα καταστρατηγούντο τα Άρθρα 6(1) και 13 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), καθώς και το Άρθρο 30 του Συντάγματος, τα οποία διαφυλάσσουν το δικαίωμα ελεύθερης πρόσβασης σε δικαστήριο και αποτελεσματικής θεραπείας. Η προσφυγή στη δικαιοσύνη και ο δικαστικός έλεγχος, όχι μόνο δεν πρέπει να θεωρηθούν ότι αποτελούν επέμβαση στο ανακριτικό έργο, αλλά αντίθετα, θα πρέπει να θεωρηθούν ότι αποτελούν εχέγγυο για την ορθή άσκηση του ανακριτικού έργου και για την αποφυγή καταχρήσεως και αυθαιρεσιών.

Έχω εξετάσει προσεκτικά την προδικαστική ένσταση των Καθ’ ων η αίτηση και έχω καταλήξει ότι αυτή δεν ευσταθεί. Η δικηγόρος της Δημοκρατίας στήριξε την επιχειρηματολογία της σε τρεις άξονες, ήτοι:- (α) στις πρόνοιες του Νόμου που προβλέπουν για την επίδοση του διατάγματος «μόνον στο πρόσωπο το οποίο έχει στην κατοχή του την πληροφορία που αναφέρεται στην αίτηση» (Άρθρο 46(3)(δ)), (β) στο ότι συνιστά ποινικό αδίκημα η αποκάλυψη οποιασδήποτε πληροφορίας ακόμη και στο επηρεαζόμενο πρόσωπο (Άρθρο 48) και (γ) στην πρόνοια για μη εφαρμογή των προνοιών του Άρθρου 9 του Κεφ. 6 που αφορά στην έκδοση διαταγμάτων χωρίς ειδοποίηση (Άρθρο 72). Οι πιο πάνω πρόνοιες δεν πρέπει να συγχέονται με το αναφαίρετο δικαίωμα πρόσβασης στο δικαστήριο. Όλες οι πιο πάνω διατάξεις του Νόμου 188(Ι)/2007 αποβλέπουν, κατά την άποψή μου, στο να μην επηρεάσουν τις έρευνες που διεξάγονται και στο να μην δώσουν την ευκαιρία στο επηρεαζόμενο πρόσωπο να εξαφανίσει στοιχεία. Όμως, αφού υπάρξει συμμόρφωση με το διάταγμα, δεν εμποδίζεται το επηρεαζόμενο πρόσωπο να προσφύγει στο δικαστήριο, σε περίπτωση που, παρά τις διατάξεις των Άρθρων 46(3)(δ) και 48, πληροφορηθεί για την ύπαρξη του διατάγματος αποκάλυψης. Η πρόνοια για μη επίδοση του διατάγματος στο επηρεαζόμενο πρόσωπο, αφορά σε άλλο πιο [*1915]αρχικό στάδιο της διαδικασίας και δεν έχει σχέση με το δικαίωμα του επηρεαζόμενου προσώπου σε μεταγενέστερο στάδιο να αποταθεί στο δικαστήριο για να προσβάλει τη νομιμότητα του διατάγματος, αν η ύπαρξη του περιέλθει σε γνώση του.

Στην υπόθεση Re Κακουλλή (Αρ. 1), ανωτέρω, η Ολομέλεια εμμέσως πλην σαφώς αναγνώρισε το δικαίωμα ενός προσώπου να προσφύγει στο δικαστήριο για να αμφισβητήσει τη νομιμότητα ενός διατάγματος αποκάλυψης. Όπως και εδώ, έτσι και στην υπόθεση Re Κακουλλή (Αρ. 1), ανωτέρω, η συνήγορος για τη Δημοκρατία αμφισβήτησε το δικαίωμα του επηρεαζόμενου προσώπου να προσβάλει τη συνταγματικότητα του διατάγματος αποκάλυψης. Το Εφετείο έκρινε ότι είχε τέτοιο δικαίωμα και ανατρέποντας την πρωτόδικη απόφαση, παραχώρησε άδεια για καταχώρηση αίτησης για Certiorari και παρέπεμψε την υπόθεση στο δικαστή που αρχικά της είχε επιληφθεί. Το Ανώτατο Δικαστήριο, σε μονομελή πλέον σύνθεση, αφού εξέτασε την αίτηση για Certiorari που είχε καταχωρηθεί, ακύρωσε το διάταγμα αποκάλυψης προσωπικής αλληλογραφίας και επικοινωνίας, θεωρώντας ότι παραβίαζε το Άρθρο 17 του Συντάγματος, όπως αυτό ίσχυε πριν την τροποποίηση του συγκεκριμένου Άρθρου με την Έκτη Τροποποίηση του Συντάγματος, στις 4.6.2010 (Ν. 51(Ι)/2010).

Με την αποτυχία της προδικαστικής ένστασης, θα προχωρήσω στην εξέταση της ουσίας της αίτησης.

Κατά πόσον το προσβαλλόμενο διάταγμα παραβιάζει τα Άρθρα 17 και 15 του Συντάγματος, το Άρθρο 8 της ΕΣΔΑ και το Άρθρο 29 του Νόμου 66(Ι)/1997

Το Άρθρο 17 του Συντάγματος, όπως τροποποιήθηκε στις 4.6.2010 με την Έκτη Τροποποίηση του Συντάγματος, κατοχυρώνει το απόρρητο της αλληλογραφίας και επικοινωνίας, ενώ το Άρθρο 15 του Συντάγματος και το Άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, το δικαίωμα ιδιωτικής ζωής.

Το Άρθρο 17, όπως διαμορφώθηκε, προβλέπει ότι:-

«1. Έκαστος έχει το δικαίωμα σεβασμού και διασφαλίσεως του απορρήτου της αλληλογραφίας ως και πάσης άλλης επικοινωνίας αυτού, εφ’ όσον η τοιαύτη επικοινωνία διεξάγεται διά μέσων μη απαγορευμένων υπό του νόμου.

2. Δε χωρεί επέμβαση κατά την άσκηση του δικαιώματος τού[*1916]του, εκτός αν η επέμβαση αυτή επιτρέπεται σύμφωνα με το νόμο, στις ακόλουθες περιπτώσεις:

Α. Προσώπων που τελούν υπό φυλάκιση ή προφυλάκιση.

Β. Κατόπιν δικαστικού διατάγματος που εκδόθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου, μετά από αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, και η επέμβαση αποτελεί μέτρο το οποίο σε μια δημοκρατική κοινωνία είναι αναγκαίο μόνο προς το συμφέρον της ασφάλειας της Δημοκρατίας ή την αποτροπή, διερεύνηση ή δίωξη των ακόλουθων σοβαρών ποινικών αδικημάτων:

(α) Φόνος εκ προμελέτης ή ανθρωποκτονία,

(β) εμπορία ενηλίκων ή ανηλίκων προσώπων και αδικήματα που σχετίζονται με την παιδική πορνογραφία,

(γ) εμπορία, προμήθεια, καλλιέργεια ή παραγωγή ναρκωτικών φαρμάκων, ψυχοτρόπων ουσιών ή επικίνδυνων φαρμάκων,

(δ) αδικήματα που σχετίζονται με το νόμισμα ή το χαρτονόμισμα της Δημοκρατίας και

(ε) αδικήματα διαφθοράς για τα οποία προβλέπεται, σε περίπτωση καταδίκης, ποινή φυλάκισης πέντε ετών και άνω.

Γ. Κατόπιν διατάγματος που εκδόθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου, για τη διερεύνηση ή δίωξη σοβαρού ποινικού αδικήματος για το οποίο προβλέπεται, σε περίπτωση καταδίκης, ποινή φυλάκισης πέντε ετών και άνω και η επέμβαση αφορά πρόσβαση στα σχετικά με ηλεκτρονική επικοινωνία δεδομένα κίνησης και θέσης και στα συναφή δεδομένα που είναι αναγκαία για την αναγνώριση του συνδρομητή ή και του χρήστη.».

Στην προκειμένη περίπτωση, το διάταγμα αποκάλυψης εκδόθηκε δυνάμει των Άρθρων 45 και 46 του Ν. 188(Ι)/2007, τα οποία προβλέπουν ότι:-

«45.(1) Άνευ επηρεασμού των διατάξεων άλλων Νόμων, σε σχέση με τη λήψη πληροφοριών ή εγγράφων κατά τη διάρκεια της διεξαγωγής ανακρίσεων για το ενδεχόμενο διάπραξης αδικημάτων, για σκοπούς έρευνας σχετικά με τη διάπραξη καθορισμένων αδικημάτων ή σχετικά με έρευνα για διακρίβωση εσόδων ή μέσων, το δικαστήριο δύναται κατόπιν μονομερούς αίτησης του ανακριτή της υπόθεσης να εκδώσει διάταγμα αποκάλυψης σύμφωνα με τις πρόνοιες του παρόντος Μέρους.

(2) Για σκοπούς του παρόντος άρθρου έρευνα περιλαμβάνει [*1917]και έρευνα που διεξάγεται στο εξωτερικό και ανακριτής της υπόθεσης σε σχέση με έρευνα που διεξάγεται στο εξωτερικό περιλαμβάνει οποιοδήποτε ανακριτή δυνάμει του σχετικού νόμου της Δημοκρατίας ο οποίος συνεργάζεται με τον ανακριτή της υπόθεσης.

(3) Πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται διάταγμα αποκάλυψης δυνάμει του Άρθρου 46 έχει υποχρέωση να γνωστοποιεί πάραυτα στον ανακριτή και οποιαδήποτε μεταγενέστερη αλλαγή στις πληροφορίες που έχουν ήδη παρασχεθεί δυνάμει του άρθρου αυτού.

46.(1) Το δικαστήριο ενώπιον του οποίου υποβάλλεται αίτηση για έκδοση διατάγματος αποκάλυψης δύναται, αν πεισθεί ότι συντρέχουν οι αναφερόμενες στο εδάφιο (2) προϋποθέσεις, να εκδώσει διάταγμα το οποίο καλείται διάταγμα αποκάλυψης, απευθυνόμενο προς το πρόσωπο το οποίο, κατά την άποψή του, έχει στην κατοχή του την πληροφορία που αναφέρεται στην αίτηση με το οποίο καλεί το εν λόγω πρόσωπο όπως αποκαλύψει ή παραδώσει την πληροφορία στον ανακριτή ή σε άλλο κατονομαζόμενο στο διάταγμα πρόσωπο μέσα σε επτά ημέρες ή μέσα σε άλλη μεγαλύτερη ή μικρότερη προθεσμία την οποία ήθελε ορίσει το δικαστήριο στο διάταγμα αν ήθελε κρίνει αυτό υπό τις περιστάσεις σκόπιμο.

(2)   Οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (1) είναι οι ακόλουθες –

(α) Η ύπαρξη εύλογης υποψίας ότι συγκεκριμένο πρόσωπο διέπραξε ή έχει ωφεληθεί από τη διάπραξη καθορισμένου αδικήματος·

(β) η ύπαρξη εύλογης υποψίας ότι η εν λόγω πληροφορία είτε μόνη της είτε σε συνδυασμό με άλλα στοιχεία ενδέχεται να είναι ουσιαστικής σημασίας στις έρευνες για τις οποίες έχει υποβληθεί η αίτηση για αποκάλυψη·

(γ) το ότι η πληροφορία δεν εμπίπτει στην κατηγορία των προνομιούχων πληροφοριών·

(δ) η ύπαρξη εύλογης αιτίας ότι είναι προς το δημόσιο συμφέρον να παρασχεθεί ή να αποκαλυφθεί η πληροφορία, λαμβανομένου υπόψη –

(i) του οφέλους το οποίο ενδέχεται να προκύψει για την έρευνα από την αποκάλυψη ή παροχή της εν λόγω πληροφορίας και

(ii) των συνθηκών κατοχής της εν λόγω πληροφορίας από τον κάτοχό της.

[*1918](3)  Το διάταγμα αποκάλυψης-

(α) Εκδίδεται και σε σχέση με πληροφορία που βρίσκεται στην κατοχή κρατικού λειτουργού·

(β) εφαρμόζεται ανεξάρτητα από οποιαδήποτε νομική ή άλλη διάταξη δυνάμει της οποίας δημιουργείται υποχρέωση για τήρηση μυστικότητας ή επιβάλλονται οποιοιδήποτε περιορισμοί στην αποκάλυψη πληροφορίας·

(γ) δεν παρέχει δικαίωμα αποκάλυψης ή παράδοσης πληροφοριών οι οποίες είναι προνομιούχες·

(δ) επιδίδεται μόνον στο πρόσωπο το οποίο έχει στην κατοχή του την πληροφορία που αναφέρεται στην αίτηση.»

Ο ευπαίδευτος δικηγόρος των Αιτητριών, στη γραπτή του αγόρευση ανάφερε ότι το Άρθρο 17.2 του Συντάγματος απαγορεύει την πρόσβαση στο εσωτερικό περιεχόμενο επικοινωνίας, εκτός και αν εκδοθεί δικαστικό διάταγμα σύμφωνα με το νόμο, μετά από αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και η επέμβαση καλύπτεται από μια από τις εξαιρέσεις του Άρθρου 17.2.Β του Συντάγματος. Οι Αιτήτριες παραπονούνται ότι με το σχετικό διάταγμα διατάσσεται η αποκάλυψη «πληροφοριών», όπως ο όρος ορίζεται στο Άρθρο 44 του Ν. 188(Ι)/2007, δηλαδή «κάθε μορφής προφορικής ή έγγραφης επικοινωνίας». Επειδή, πρόσθεσε, εξ ορισμού αφορά σε «επικοινωνία», στην ουσία συνιστά πρόσβαση στο περιεχόμενο επικοινωνίας, μεταξύ Αιτητριών και των τραπεζιτών τους. Με δεδομένη τη θέση του ότι αποτελεί «επικοινωνία» (στην οποία θα επανέλθω), ο κ. Κληρίδης εισηγήθηκε ότι στην προκειμένη περίπτωση υπήρξε:- (1) παραβίαση του απορρήτου της επικοινωνίας, καθότι η αποκάλυψη δεν εμπίπτει σε μια από τις αναγνωρισμένες εξαιρέσεις του Άρθρου 17.2 του Συντάγματος, (2) η αίτηση στο Επαρχιακό Δικαστήριο δεν υποβλήθηκε από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, αλλά από τη ΜΟΚΑΣ η οποία σύμφωνα με το Άρθρο 54 του Νόμου 188(Ι)/2007, είναι ξεχωριστό νομικό πρόσωπο, (3) το διάταγμα δεν περιόρισε την αποκάλυψη σε τραπεζικά έγγραφα και ούτε εξαίρεσε έγγραφα που αποτελούν «αλληλογραφία» ή «επικοινωνία» μεταξύ Αιτητριών και Τραπεζών και (4) παραβιάζει το Άρθρο 15 του Συντάγματος που προστατεύει το δικαίωμα ιδιωτικής ζωής, καθώς και το Άρθρο 29 του περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου, που προστατεύει το τραπεζικό απόρρητο.

Από την άλλη, οι Καθ’ ων η αίτηση υποστηρίζουν ότι όλα τα έγγραφα που περιλαμβάνονται στο διάταγμα, αφορούν σε συνήθη τραπεζικά έγγραφα και δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι αποτελούν προστατευόμενη «αλληλογραφία» ή «επικοινωνία» δυνάμει του [*1919]Άρθρου 17.1 του Συντάγματος. Πέραν τούτου, τα συγκεκριμένα έγγραφα αποτελούν αποδεχτή μαρτυρία, σύμφωνα με το Άρθρο 22 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, χωρίς ποτέ να κριθούν νομολογιακά ότι παραβιάζουν τις πρόνοιες του Άρθρου 17. Οι Καθ’ ων η αίτηση, ανέφερε η κα Παπακυριακού, δεν ζήτησαν την αποκάλυψη προστατευτικής ιδιωτικής επικοινωνίας, όπως ο όρος ερμηνεύθηκε στην υπόθεση Σιάμισιη ν. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 308, αλλά μόνο την αποκάλυψη τραπεζικών εγγράφων. Ως προς το υπό αμφισβήτηση δικαίωμα της ΜΟΚΑΣ να υποβάλει αίτηση στο Δικαστήριο για εξασφάλιση του συγκεκριμένου διατάγματος αποκάλυψης, αυτό, όπως εξήγησε η συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση, εδράζεται στο Άρθρο 55(1)(β) του Νόμου 188(Ι)/2007, το οποίο παρέχει εξουσία για διενέργεια ερευνών όπου υπάρχουν υποψίες ότι έχει διαπραχθεί αδίκημα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και αδίκημα χρηματοδότησης τρομοκρατίας. Πέραν τούτου, σύμφωνα με το Άρθρο 54(3), όλα τα μέλη της ΜΟΚΑΣ θεωρούνται ανακριτές, δυνάμει του Άρθρου 4 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155, με όλες τις εξουσίες που έχουν δυνάμει του Νόμου, για τη διερεύνηση διάπραξης αδικημάτων και τη συλλογή μαρτυρίας.

Θα αρχίσω, από το κρίσιμο θέμα κατά πόσον τα έγγραφα που καλύπτονται από το διάταγμα αποκάλυψης αποτελούν προστατευόμενη «αλληλογραφία» ή «επικοινωνία», σύμφωνα με το Άρθρο 17.1 του Συντάγματος. Η «επικοινωνία», ως έννοια ευρύτερη, περιλαμβάνει και την αλληλογραφία. Στην υπόθεση Σιάμισιη ν. Αστυνομίας, ανωτέρω, αναφέρθηκε, με αναφορά στη Police v. Georgiades (1983) 2 C.L.R. 33, ότι:-

«Ως προς το δικαίωμα του απορρήτου της επικοινωνίας που κατοχυρώνεται από το Άρθρο 17 έγινε σαφές ότι επικοινωνία περιλαμβάνει τόσο την προφορική όσο και τη γραπτή επικοινωνία και περικλείει οποιαδήποτε άποψη που ο Α επιθυμεί να φέρει εις γνώση του Β στο πλαίσιο ανταλλαγής απόψεων, αισθημάτων ή ιδεών. Το δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής που κατοχυρώνεται από το Άρθρο 15 του Συντάγματος σκοπό έχει τη διασφάλιση της ελευθερίας του ατόμου κατά την ιδιωτική ανταλλαγή απόψεων.»

Κλασσικές μορφές προστατευόμενης επικοινωνίας που κατά καιρούς απασχόλησαν τα δικαστήρια, είναι τα τηλεφωνήματα, η μαγνητοσκόπηση συνομιλίας τηλεφώνου χωρίς τη συγκατάθεση του συνομιλητή και χωρίς την εξουσιοδότηση νόμου, η υποκλοπή ή η παρακολούθηση αλληλογραφίας ή άλλης ιδιωτικής επικοινω[*1920]νίας κ.α. (βλ. Police v. Georgiades (ανωτέρω), Αστυνομία ν. Γιάλλουρου (1992) 2 Α.Α.Δ. 147, Δημοκρατία ν. Αεροπόρου κ.ά. (1998) 2 Α.Α.Δ. 87, Δημοκρατία ν. Συριανού κ.ά. (1999) 2 Α.Α.Δ. 537 και Re Χρίστου Ματσιά κ.ά. (Πλήρης Ολομέλεια) (2011) 1 Α.Α.Δ. 152).

Από τη στιγμή που η αίτηση έγινε δυνάμει των Άρθρων 45 και 46 του Νόμου 188(Ι)/2007, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι τα έγγραφα των οποίων ζητείτο η αποκάλυψη, συνιστούσαν «πληροφορία» μέσα στην έννοια του Άρθρου 44 του Νόμου. Σύμφωνα με το συγκεκριμένο άρθρο:-

«“πληροφορία” σημαίνει κάθε μορφής προφορική ή έγγραφη επικοινωνία και περιλαμβάνει πληροφορίες καταχωρισμένες σε ηλεκτρονικό υπολογιστή.»

Στην προκειμένη περίπτωση, είναι γεγονός ότι η προτελευταία παράγραφος του διατάγματος είναι γενική και δεν εξαιρεί την αποκάλυψη εγγράφων που ενδεχομένως να εμπίπτουν στους όρους «αλληλογραφία» ή «επικοινωνία», με την έννοια που της αποδόθηκε στη Σιάμισιη, ανωτέρω, δηλαδή την αμοιβαία επαφή μεταξύ ατόμων ή τη μεταβίβαση και ανταλλαγή μηνυμάτων στο πλαίσιο ανταλλαγής απόψεων, αισθημάτων ή ιδεών. Παρά ταύτα, οι υπόλοιπες κατηγορίες εγγράφων των οποίων διατάχθηκε η αποκάλυψη, κατά την άποψή μου δεν εμπίπτουν, όπως εισηγήθηκε ο κ. Κληρίδης, στην κατηγορία της προστατευόμενης «αλληλογραφίας» ή «επικοινωνίας» μεταξύ δύο προσώπων. Το ότι τα έγγραφα αφορούν σε πελάτες της τράπεζας, δεν είναι αρκετό να τα μετατρέψουν σε προστατευόμενη «αλληλογραφία» ή «επικοινωνία» δυνάμει του Άρθρου 17 του Συντάγματος. Όλα τα έγγραφα που αναφέρονται στο σχετικό διάταγμα, πλην της μιας κατηγορίας, αφορούν σε συνήθη τραπεζικά έγγραφα και όχι σε αλληλογραφία ή επικοινωνία μεταξύ τράπεζας και των πελατών της.

Η μόνη πρόνοια του διατάγματος που, λόγω της γενικότητας της ενδέχεται να επιτρέπει την αποκάλυψη κάθε μορφής εγγράφου, συμπεριλαμβανομένης και προστατευόμενης «αλληλογραφίας» και «επικοινωνίας», είναι η προτελευταία. Όμως αν το διάταγμα διαβαστεί στην ολότητά του, καθίσταται φανερό ότι η αναφορά είναι σε σχέση με τις υπόλοιπες κατηγορίες τραπεζικών εγγράφων.  Δράττομαι όμως της ευκαιρίας, για να σημειώσω ότι τα Επαρχιακά Δικαστήρια κατά την έκδοση διαταγμάτων, δυνάμει του Νόμου 188(Ι)/07, που δεν καλύπτονται από τις εξαιρέσεις του Άρθρου 17.2 του Συντάγματος, θα πρέπει να αποφεύγουν γενικούς όρους, [*1921]ώστε να αποφεύγεται ο κίνδυνος αποκάλυψης και προστατευόμενης «αλληλογραφίας» ή «επικοινωνίας». Στην προκειμένη περίπτωση, αν το διάταγμα διαβαστεί στην ολότητα του, καθίσταται φανερό ότι η συγκεκριμένη παράγραφος δεν αποσκοπούσε στο να αποκαλυφθεί προστατευόμενη επικοινωνία, αλλά στο να ενισχύσει τις υπόλοιπες κατηγορίες τραπεζικών εγγράφων.

Με δεδομένη την κρίση μου ότι το διάταγμα αποκάλυψης, αν διαβαστεί ως ένα ενιαίο κείμενο, δεν αφορά στην αποκάλυψη προστατευόμενης από τα Άρθρα 17 και 15 του Συντάγματος επικοινωνίας, δεν χρειάζεται να ασχοληθώ με τα επί μέρους επιχειρήματα. Το μόνο που, έστω και εκ του περισσού θα ήθελα να σχολιάσω, περισσότερο από αβρότητα στην εισήγηση του κ. Κληρίδη, είναι ότι σε περίπτωση που θα εφαρμοζόταν το Άρθρο 17.2.Β του Συντάγματος, η αίτηση θα ήταν παράτυπη, αφού δεν υποβλήθηκε από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, όπως προβλέπεται στο Άρθρο 17.2.Β του Συντάγματος, αλλά από τη ΜΟΚΑΣ που, όπως διατείνονται οι Αιτήτριες, είναι ξεχωριστή νομική οντότητα. Δεν θα μπορούσα να συμφωνήσω με μια τέτοια εισήγηση. Το Άρθρο 54 του Νόμου 188(Ι)/2007, προβλέπει ότι.-

«54.(1) Εγκαθιδρύεται Μονάδα Καταπολέμησης Αδικημάτων Συγκάλυψης η οποία θα απαρτίζεται από εκπροσώπους του Γενικού Εισαγγελέα, του Αρχηγού της Αστυνομίας και του Διευθυντή Τμήματος Τελωνείων τους οποίους ο Γενικός Εισαγγελέας, ο Αρχηγός της Αστυνομίας και ο Διευθυντής Τελωνείων, αντίστοιχα, ήθελαν υποδείξει.

(2) Τα μέλη της Μονάδας διορίζονται με απόσπαση ονομαστικά και η διάρκεια του διορισμού τους είναι τουλάχιστο τριετής.

(3) Τα μέλη της Μονάδας θεωρούνται ως ανακριτές δυνάμει του Άρθρου 4 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου.

(4) Της Μονάδας προΐσταται εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.

(5) Άνευ επηρεασμού των υπολοίπων διατάξεων του παρόντος άρθρου, δύνανται να δημιουργούνται οργανικές θέσεις για τις ανάγκες της Μονάδας, κάτω από τη Νομική Υπηρεσία της Δημοκρατίας.»

Από τη στιγμή που σύμφωνα με το Άρθρο 54(5) του Νόμου 188(Ι)/2007, η ΜΟΚΑΣ ανήκει στην ανεξάρτητη Νομική Υπηρεσία [*1922]της Δημοκρατίας, της οποίας προΐσταται ο ίδιος ο Γενικός Εισαγγελέας (βλ. Άρθρο 112.2 του Συντάγματος), δεν βλέπω πώς μπορεί να αποσυνδεθεί από το θεσμό του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας. Σύμφωνα με το Άρθρο 113.2 του Συντάγματος, ο Γενικός Εισαγγελέας δύναται να ασκεί τις εξουσίες του «είτε αυτοπροσώπως είτε δι’ υπαλλήλων υπαγομένων εις αυτόν ενεργούντων υπό και συμφώνως προς τας οδηγίας αυτού.» Πέραν τούτου, από τη στιγμή που στη ΜΟΚΑΣ λαμβάνουν μέρος, μεταξύ άλλων, και λειτουργοί που ανήκουν στο Γραφείο του, ένας εκ των οποίων μάλιστα προΐσταται της ΜΟΚΑΣ, δεν βλέπω πώς μπορεί να θεωρηθεί ότι η υποβολή της αίτησης θα ήταν άσχετη με το Γενικό Εισαγγελέα.

Έρχομαι τώρα στο Άρθρο 15 του Συντάγματος και στο αντίστοιχο Άρθρο 8 του ΕΣΔΑ, τα οποία προστατεύουν το δικαίωμα της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής. Εδώ μας αφορά η ιδιωτική ζωή, η οποία περιλαμβάνει και την επαγγελματική ζωή ενός ατόμου. Όπως αναφέρθηκε στην Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 2) (2000) 3 Α.Α.Δ. 238 «το δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής δεν περιορίζεται στην εσωτερική ζωή του ανθρώπου, αλλά εκτείνεται και στις σχέσεις του με τον έξω κόσμο …. Το δικαίωμα καλύπτει το σύνολο της δραστηριότητας του ανθρώπου στο χώρο που τον περιβάλλει, αδιαπέραστου χάριν της αυτονομίας του στο ατομικό επίπεδο.». Αν και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στη Niemietz v. Germany, απόφαση ημερ. 16.12.1992, Series A, No. 251-B, σελ. 33-34, έδειξε δισταγμό στο να εξαιρέσει από τις πρόνοιες του Άρθρου 8 της Σύμβασης τις επαγγελματικές ή επιχειρηματικές δραστηριότητες ενός ατόμου, εντούτοις δεν έχω πειστεί ότι στην προκειμένη περίπτωση, που το διάταγμα αποκάλυψης αφορά σε τραπεζικά έγγραφα και όχι σε έγγραφα προσωπικής ή ιδιωτικής φύσης, μπορεί να τεθεί θέμα παραβίασης του Άρθρου 15 του Συντάγματος και του Άρθρου 8 της Σύμβασης. Αλλά ακόμα και εάν ετίθετο ένα τέτοιο θέμα, θα καλύπτετο από τις εξαιρέσεις των εδαφίων (2) των Άρθρων 15 του Συντάγματος και 8 της Σύμβασης, που αφορούν, μεταξύ άλλων, στο συμφέρον της πολιτείας για διατήρηση της δημόσιας τάξεως ή προστασίας των δικαιωμάτων άλλων προσώπων που προστατεύονται από το Σύνταγμα.

Ο δικηγόρος των Αιτητών έκαμε επίσης αναφορά στο Άρθρο 29 του περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου (Ν. 66(Ι)/1997), για να εισηγηθεί ότι υπήρξε παραβίαση του τραπεζικού απορρήτου και ότι καμία από τις νομοθετικές εξαιρέσεις δεν καλύπτει την αποκάλυψη που έγινε με το προσβαλλόμενο διάταγμα.  Με κάθε σεβασμό, δε συμφωνώ με την εισήγηση. Το Άρθρο 29(2)(δ) εξαιρεί τις περι[*1923]πτώσεις που η αποκάλυψη τραπεζικών πληροφοριών πελάτη – τράπεζας «παρέχονται στην αστυνομία δυνάμει των διατάξεων οποιουδήποτε νόμου ή σε δημόσιο λειτουργό που είναι κατάλληλα εξουσιοδοτημένος….». Επίσης, καλύπτεται και από τις εξαιρέσεις που προβλέπονται από το εδάφιο (η) του ίδιου άρθρου, το οποίο επιτρέπει την αποκάλυψη όταν «η παροχή των πληροφοριών επιβάλλεται για λόγους δημόσιου συμφέροντος….», όπως είναι στην προκειμένη περίπτωση η διερεύνηση σοβαρών εγκλημάτων ή η συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις της Δημοκρατίας για παροχή συνδρομής σε ξένη χώρα, δυνάμει Διεθνούς Σύμβασης.

Κατά πόσον υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 30 του Συντάγματος και/ή του Άρθρου 9(2) του Κεφ. 6.

Το Άρθρο 72 του Νόμου 188(Ι)/2007 περιέχει την εξής πρόνοια:-

«72. Κατά την έκδοση οποιωνδήποτε διαταγμάτων, δυνάμει του παρόντος Νόμου, στις περιπτώσεις όπου δεν υπάρχει ρητή πρόνοια στον παρόντα Νόμο, εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν οι σχετικές διατάξεις του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου και των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, εξαιρουμένων των διατάξεων του Άρθρου 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, που αφορά την έκδοση διαταγμάτων χωρίς ειδοποίηση:

Νοείται ότι δικαστήριο που επιλαμβάνεται αιτήσεων για την έκδοση οποιουδήποτε διατάγματος, που προβλέπεται στον παρόντα Νόμο, εφαρμόζει το μέτρο απόδειξης που εφαρμόζεται σε πολιτική διαδικασία.»

Οι Αιτήτριες προβάλλουν ότι η πρόνοια του Άρθρου 72, με την οποία δεν επιβάλλεται υποχρέωση για επίδοση του διατάγματος στο επηρεαζόμενο πρόσωπο και ούτε υποχρέωση για να καταστεί το διάταγμα επιστρεπτέο, είναι αντισυνταγματική καθότι συγκρούεται με τις πρόνοιες του Άρθρου 30.1 του Συντάγματος, το οποίο διασφαλίζει την ελεύθερη πρόσβαση στο δικαστήριο.

Σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου 188(Ι)/2007, η διαδικασία υποβολής αίτησης και η έκδοση διατάγματος αποκάλυψης πληροφοριών, εντάσσεται στα πλαίσια της διεξαγωγής ερευνών για το ενδεχόμενο διάπραξης αδικημάτων και όχι στα πλαίσια της συνήθους δικαστικής διαδικασίας για την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων που περιορίζεται στις αστικές διαφορές μεταξύ δύο διαδίκων. Εκείνο που πράττει ο Νόμος, είναι ότι αντί να καθορίσει ξε[*1924]χωριστή διαδικασία, υιοθετεί για το συγκεκριμένο σκοπό, τις διατάξεις του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου και Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.  Το ότι εξαιρεί από αυτή τις πρόνοιες του Άρθρου 9(2) του Κεφ. 6, δεν σημαίνει ότι παραβιάζονται τα δικαιώματα των επηρεαζόμενων προσώπων για πρόσβαση στο δικαστήριο.  Πρόκειται για ιδιάζουσα διαδικασία. Στο στάδιο εκείνο η ΜΟΚΑΣ, κατά τη διερεύνηση σοβαρών αδικημάτων που καθορίζονται από τα Άρθρα 3 και 4 του Νόμου 188(Ι)/2007, όπως και η αστυνομία σε άλλες ποινικές υποθέσεις, διεξάγει έρευνες για συλλογή πληροφοριών. Μόλις οι έρευνες ολοκληρωθούν και εφόσον προκύψει εύλογη μαρτυρία, τότε η περαιτέρω διαδικασία προχωρεί με βάση την ποινική δικονομία, οπότε το επηρεαζόμενο πρόσωπο, αν τελικά κατηγορηθεί, έχει κάθε δικαίωμα να εμμείνει στα νομικά και συνταγματικά του δικαιώματα, για δίκαιη δίκη (βλ. Barclays Bank plc v. Taylor [1989] 3 All E.R. 563).

Κατά πόσον το Επαρχιακό Δικαστήριο υπερέβη το δικαιοδοτικό πλαίσιο των Άρθρων 45 και 46 του Νόμου 188(Ι)/2007.

Δύο είναι τα επιχειρήματα του δικηγόρου των Αιτητριών.  Πρώτον, ότι οι «πληροφορίες» οι οποίες διατάχθηκε να δοθούν ενέπιπταν στην κατηγορία των προνομιούχων πληροφοριών και δεύτερον, ότι δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 46(1) και (2) του Νόμου για την έκδοση του προσβαλλόμενου διατάγματος.

Ως προς το πρώτο, η εισήγηση είναι ότι οι πληροφορίες των οποίων διατάχθηκε η αποκάλυψη, καλύπτονταν από το τραπεζικό απόρρητο και ως εκ τούτου ήταν προνομιούχες σύμφωνα με τον ορισμό του Άρθρου 44(β) του Νόμου 188(Ι)/2007.  Το συγκεκριμένο άρθρο προβλέπει ότι:-

«44 ……………………………………………………………….

«προνομιούχα πληροφορία» σημαίνει-

(α) Επικοινωνία μεταξύ δικηγόρου και πελάτη ….

(β) οποιαδήποτε άλλη πληροφορία η οποία δε γίνεται αποδεκτή ενώπιον δικαστηρίου για λόγους προστασίας του δημόσιου συμφέροντος σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία.»

Στην προκειμένη περίπτωση, οι πληροφορίες δεν εμπίπτουν στον ορισμό των προνομιούχων πληροφοριών. Όπως ανάφερα και κατά την εξέταση του περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου 66(Ι)/1997, το Άρθρο 29(2)(δ) εξαιρεί από το τραπεζικό απόρρητο τις συγκεκριμένες πληροφορίες που καλύπτονται από το διάταγμα. Από τη στιγμή που οι πληροφορίες δεν καλύπτονται από [*1925]απόρρητο, τότε μπορούν να γίνουν αποδεχτές ενώπιον του δικαστηρίου, εφόσον ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9.

Το επόμενο ερώτημα που εγείρεται από τη δεύτερη εισήγηση του κ. Κληρίδη, είναι κατά πόσον τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις του Νόμου 188(Ι)/2007. Έχω εξετάσει τις πρόνοιες των Άρθρων 45 και 46 και κατά την άποψή μου υπήρξε πλήρης συμμόρφωση με αυτές καθότι:- (α) Σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση που υποβλήθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο, υπήρχε σε εξέλιξη ποινική έρευνα για δόλο, (β) το δικαστήριο πείστηκε από το διαθέσιμο μαρτυρικό υλικό, ότι υπήρχε εύλογη υποψία ότι οι Αιτήτριες εμπλέκονταν ή ωφελήθηκαν από την ενδεχόμενη διάπραξη των αδικημάτων οικονομικής φύσεως που προσδιορίζονταν, (γ) οι πληροφορίες που επιζητούνταν ήταν ουσιαστικής σημασίας στην έρευνα, (δ) δεν ενέπιπταν στις κατηγορίες της προνομιούχας πληροφορίας και (ε) η αποκάλυψη ήταν προς το δημόσιο συμφέρον.

Διαφωνώ ότι στην ένορκη δήλωση δεν εξειδικεύεται ποιο ακριβώς αδίκημα διερευνάτο. Σύμφωνα με την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση, στη βάση της οποίας εξασφαλίστηκε το προσβαλλόμενο διάταγμα, τα αδικήματα που διερευνώνται ήταν «υπεξαίρεση» πολύ μεγάλου χρηματικού ποσού, ύψους €201.582.970, που ανήκε στη Δημόσια Ανώνυμη Εταιρεία «Τράπεζα της Μόσχας» με απάτη και κατάχρηση εμπιστοσύνης (βλ. παράγραφο 4 της ένορκης δήλωσης της Αντιγόνης Χατζηξενοφώντος, Ανακρίτριας, Μέλους της ΜΟΚΑΣ). Επίσης, στην παράγραφο 14 της ένορκης δήλωσης του ιδίου προσώπου, αναφέρεται ότι η αποκάλυψη των πληροφοριών «θα βοηθήσει στη διερεύνηση και συνεπώς στην πάταξη οικονομικής φύσης αδικημάτων….».

Κατά πόσον υπήρξε δόλια απόκρυψη ή η αποκάλυψη ουσιωδών γεγονότων στο Επαρχιακό Δικαστήριο.

Οι Αιτήτριες παραπονούνται ότι αποκρύφτηκαν από το Επαρχιακό Δικαστήριο δύο σημαντικά και ουσιώδη στοιχεία:- (α) ότι η παραπονούμενη Τράπεζα Μόσχας είχε ξεκινήσει σωρεία αστικών διαδικασιών με τις οποίες διατύπωνε απαιτήσεις βασιζόμενες σε αστικά χρέη και οφειλές εναντίον των Αιτητριών. Κατά τις Αιτήτριες, δεν είναι δυνατό για τα ίδια αστικά δάνεια να προωθείται παράλληλα από τη ΜΟΚΑΣ ο ψευδής ισχυρισμός περί εσόδων από παρανομίες ή παράνομα δάνεια και (β) ότι η ΜΟΚΑΣ έλαβε επιστολή ημερ. 28.3.2012 από το δικηγόρο των Αιτητριών Δρ. Χρ. [*1926]Κληρίδη στην οποία αναφερόταν ότι το θέμα ήταν πολιτικό, αλλά δεν την αποκάλυψε στο δικαστήριο.

Δεν ευσταθεί ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης. Έχοντας υπόψη τη φύση του αρχικού αιτήματος, την έκταση των όσων αποκαλύφθηκαν, καθώς και το σκοπό του διατάγματος που επιζητείτο, που δεν ήταν άλλος από την παροχή νομικής συνδρομής για υποβοήθηση των ποινικών ερευνών των ρωσικών αρχών, για αδικήματα υπεξαίρεσης χρημάτων και συγκάλυψης εσόδων, δεν θεωρώ ότι τα δύο αυτά στοιχεία ήταν ουσιώδη ως προς την έκδοση του προσβαλλόμενου διατάγματος δυνάμει του Νόμου 188(Ι)/2007 και ότι η μη αποκάλυψη τους, οφειλόταν σε εσκεμμένη ενέργεια με στόχο να παραπλανήσει το Επαρχιακό Δικαστήριο.

Κατά πόσον τηρήθηκαν οι πρόνοιες του Νόμου 23(Ι)/2001 και κατά πόσον εφαρμοζόταν ο κυρωτικός Νόμος 2(ΙΙΙ)/2000.

Η αίτηση που υποβλήθηκε από τη ΜΟΚΑΣ στο Επαρχιακό Δικαστήριο, βασιζόταν σε δύο νομοθετήματα και σε μια Διεθνή Σύμβαση, ήτοι στον περί Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμο του 2007 (Ν. 188(Ι)/2007), στον περί Διεθνούς Συνεργασίας σε Ποινικά Θέματα Νόμο του 2001 (Ν. 23(Ι)/2001) και στον περί Ευρωπαϊκής Σύμβασης για Αμοιβαία Αρωγή σε Ποινικά Θέματα Κυρωτικός Νόμο του 2000 (Ν. 2(ΙΙΙ)/2000).

Ο δικηγόρος των Αιτητριών ανέφερε ότι το Άρθρο 15 του Νόμου 23(Ι)/2001 προβλέπει ότι οι διατάξεις του Νόμου εφαρμόζονται σε αιτήματα μεταξύ:- (α) χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, (β) καθορισμένων χωρών της Κοινοπολιτείας, (γ) όλων των χωρών με τις οποίες η Δημοκρατία έχει συνάψει διμερή Σύμβαση ή δεσμεύεται από πολυμελή Διεθνή Σύμβαση για συνεργασία σε θέματα ποινικής δικαιοσύνης και (δ) χωρών που αποδέχονται συνεργασία βάσει προτύπων όρων αμοιβαίας συνεργασίας και οι οποίες καθορίζονταν από τον Υπουργό με γνωστοποίηση.

Ο δικηγόρος των Αιτητριών ανέφερε επίσης ότι μεταξύ Ρωσίας και Κύπρου έχει υπογραφεί διμερής Σύμβαση το 1999.  Όμως το Άρθρο 3.2 προβλέπει ότι:- «Η συμφωνία αυτή δεν θα περιλαμβάνει έκδοση και αμοιβαία δικαστική συνδρομή σε ποινικά θέματα».  Ο κ. Κληρίδης εισηγήθηκε ότι ενόψει της πιο πάνω πρόνοιας, δεν υπήρχε κατά τον ουσιώδη χρόνο το αναγκαίο νομοθετικό πλαίσιο για την παροχή των πληροφοριών που καλύπτονταν από το προσβαλλόμενο διάταγμα. Ως προς την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για [*1927]Αμοιβαία Αρωγή σε Ποινικά Θέματα (Ν. 2(ΙΙΙ)/2000), εισηγήθηκε ότι ούτε αυτή εφαρμόζεται εφόσον σύμφωνα με το Άρθρο 15 της Σύμβασης, το αίτημα για αρωγή υποβάλλεται από το Υπουργείο Δικαιοσύνης του αιτούντος Μέλους, ενώ εδώ, όπως αναφέρεται στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση, διαβιβάστηκε από το Υπουργείο Εξωτερικών της Ρωσικής Ομοσπονδίας.

Δεν ευσταθεί ούτε αυτός ο λόγος ακυρότητας.  Όπως ορθά υποδεικνύει η συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση, το αίτημα νομικής συνδρομής των ρωσικών αρχών δεν στηριζόταν στη διμερή Συμφωνία και γι’ αυτό οι πρόνοιες της δεν εμπλέκονται στο υπό εξέταση θέμα. Η αίτηση που υποβλήθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο καθορίζει το νομικό πλαίσιο και δεν έχω πειστεί ότι οι Καθ’ ων η αίτηση έχουν ξεφύγει ή δεν καλύπτονται από αυτό. Το Άρθρο 9 του Νόμου 23(Ι)/2001 προβλέπει για τη λήψη αιτήματος για συνδρομή από:- «(α) Δικαστήριο ή άλλη εισαγγελική αρχή ξένης χώρας ή (β) οποιαδήποτε άλλη αρχή ξένης χώρας που την ικανοποιεί ότι έχει αρμοδιότητα να υποβάλει έγγραφα αιτήματα για εξασφάλιση μαρτυρίας….». Στην προκειμένη περίπτωση, το αίτημα υποβλήθηκε στο Υπουργείο Εξωτερικών της Δημοκρατίας, το οποίο, ως η Κεντρική Αρχή για παραλαβή αιτημάτων νομικής συνδρομής για διαβίβαση στην αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας, θα πρέπει να πείσθηκε ότι προέρχεται από αρμόδια Αρχή της Ρωσικής Ομοσπονδίας, σύμφωνα με το Άρθρο 9(1)(β).

Ως προς την εισήγηση ότι οι αρχές της Δημοκρατίας δεν βεβαιώθηκαν, σύμφωνα με το Άρθρο 9(2) του Ν. 23(Ι)/2001 ότι έχει διαπραχθεί αδίκημα, θα πρέπει να λεχθεί ότι εκείνο που απαιτείται είναι όπως η αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας ικανοποιηθεί με βάση τα στοιχεία που παραθέτει η άλλη χώρα. Στην προκειμένη περίπτωση, δεν συμφωνώ ότι με τα στοιχεία που λήφθηκαν από τις ρωσικές αρχές, δεν μπορεί εύλογα να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι αν οι ισχυρισμοί που διερευνούνταν αποδεικνύετο ότι ευσταθούσαν, ότι δεν θα στοιχειοθετούνταν αδικήματα οικονομικής φύσεως και συγκεκριμένα του δόλου, της υπεξαίρεσης μεγάλων χρηματικών ποσών υπό μορφή δανείων, της συνομωσίας κ.α. Η υπόθεση Re Jawer Cyprus Ltd κ.ά. (2011) 1 Α.Α.Δ. 2067, στην οποία έκαμε αναφορά ο κ. Κληρίδης, δεν τυγχάνει εφαρμογής, αφού εκεί η συνδρομή των ιταλικών αρχών, αφορούσε την έκδοση ενταλμάτων σύλληψης και όχι τη λήψη έγγραφης μαρτυρίας δυνάμει του Νόμου 188(Ι)/2007, στα πλαίσια ποινικής έρευνας.

Οι υπόλοιποι λόγοι.

Δεν χρειάζεται να επεκταθώ με λεπτομέρεια στους υπόλοιπους [*1928]λόγους, αφού εν πολλοίς καλύπτονται από τα όσα έχω ήδη αποφασίσει. Περιορίζομαι όμως να αναφέρω σε σχέση με το λόγο ακύρωσης 7, ότι τα τραπεζικά έγγραφα που ζητούνταν να αποκαλυφθούν, προσδιορίζονται με αρκετή σαφήνεια, τόσο στην παράγραφο (ν) της ίδιας της αίτησης, όσο και στην παράγραφο 13(ν) της ένορκης δήλωσης που τη συνοδεύει. Η αναφορά στην παράγραφο 9 της ένορκης δήλωσης, στην οποία παρέπεμψε ο δικηγόρος των Αιτητριών, αφορά στο ιστορικό της υπόθεσης και δεν αποσκοπεί στην παράθεση των εγγράφων.

Δεν συμφωνώ ότι υπάρχει απόλυτη υποχρέωση των Αρχών της Δημοκρατίας σε τέτοιου είδους υποθέσεις, απαραιτήτως να επισυνάπτουν όλη την αλληλογραφία με τη ξένη χώρα και όλα τα έγγραφα που επισυνάπτονται στο αίτημά της.  Το τι θα πρέπει να τίθεται ενώπιον του Δικαστηρίου στα πλαίσια της υποχρέωσης για πλήρη αποκάλυψη, εξαρτάται πρωτίστως από το νομικό πλαίσιο από το οποίο διέπεται το αίτημα και κατά δεύτερο λόγο, από τη φύση της υπόθεσης. Δεν υφίσταται λόγος να περιπλέκονται τα πράγματα με την παράθεση σωρείας εγγράφων, τα οποία τις περισσότερες φορές τείνουν να συσκοτίζουν τα επίδικα θέματα παρά να τα διαφωτίζουν. Εκείνο που τις περισσότερες φορές προέχει, είναι η επεξήγηση της σημασίας των εγγράφων. Στην προκειμένη περίπτωση, έχουν τηρηθεί οι πρόνοιες των Άρθρων 45 και 46 του Νόμου 188(Ι)/2007 και κατά την κρίση μου, το διάταγμα αποκάλυψης εκδόθηκε νόμιμα και δεν χωρεί η έκδοση του αιτούμενου προνομιακού εντάλματος.

Ενόψει της αποτυχίας όλων των λόγων ακύρωσης, η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των Καθ’ ων η αίτηση, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

Η αίτηση απορρίπτεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο