Προκοπίου Μυριάνθη Παναγιώτη ν. Jacquelin Lesley Ryan και άλλου (2012) 1 ΑΑΔ 1982

(2012) 1 ΑΑΔ 1982

[*1982]5 Σεπτεμβρίου, 2012

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, NΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]

ΜΥΡΙΑΝΘΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΠΡΟΚΟΠΙΟΥ,

Εφεσείουσα-Αιτήτρια,

v.

1.     JACQUELIN LESLEY RYAN,

2.     HAWARD CHARLES RYAN,

Εφεσιβλήτων-Ενδιαφερομένων Μερών.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 341/2008)

 

Ακίνητη Ιδιοκτησία ― Συνοριακή διαφορά ― Απόρριψη έφεσης εναντίον πρωτόδικης απορριπτικής απόφασης σε αίτηση έφεσης εναντίον απόφασης του Διευθυντή του Κτηματολογίου επί συνοριακής διαφοράς ― Πρωτοδίκως δεν προωθήθηκε από την Αιτήτρια η άσκηση των δικονομικών δυνατοτήτων που της παρέχονταν από τη ρύθμιση της δικαστικής διαδικασίας σε αιτήσεις/εφέσεις η οποία διεξάγεται με βάση τους Διαδικαστικούς Κανονισμούς του 1956 και ειδικότερα με βάση τον Καν. 10(3) των περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Διαδικαστικών Κανονισμών του 1956) ― Δεν προωθήθηκε ούτε η δυνατότητα αντεξέτασης που της παρεχόταν από τη Διάταξη 39 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών.

Έφεση ― Διάταξη 35 ― Η ειδοποίηση έφεσης αποτελεί το πλαίσιο της έφεσης το οποίο καθορίζει την προσβαλλόμενη απόφαση και τους λόγους πάνω στους οποίους στηρίζεται η έφεση ― Το πλαίσιο αυτό είναι περιοριστικό και δεν επιτρέπεται παρέκκλιση από αυτό.

Η εφεσείουσα αμφισβήτησε με την έφεση, πρωτόδικη απόφαση Επαρχιακού Δικαστηρίου με την οποία απορρίφθηκε αίτηση έφεσης που είχε προωθήσει εναντίον απόφασης του Διευθυντή του Κτηματολογίου επί αιτήσεως συνοριακής διαφοράς που αφορούσε τεμάχιο ιδιοκτησίας της εφεσείουσας.

Το πρωτόδικο δικαστήριο καθοδηγούμενο από τις πρόνοιες του τροποποιητικού διαδικαστικού Κανονισμού 10(3) των περί Ακινήτου [*1983]Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Διαδικαστικών Κανονισμών του 1956, προχώρησε στην εξέταση της  αίτησης έφεσης στη βάση των υπαρχουσών ενόρκων δηλώσεων.

Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εφεσείουσα απέτυχε να αποσείσει το βάρος απόδειξης που είχε, αναφορικά με την εισήγηση ότι η απόφαση του Διευθυντή του Κτηματολογίου ήταν λανθασμένη. Ο γενικός ισχυρισμός που υπήρχε στην ένορκη δήλωση της εφεσείουσας, ότι η απόφαση έπασχε και ήταν λανθασμένη, ενόψει υπαρχούσης άλλης χωρομετρικής εργασίας, παρέμεινε ατεκμηρίωτος όπως επισημάνθηκε πρωτοδίκως.

Περαιτέρω ούτε και η θέση της εφεσείουσας ότι η απόφαση του Διευθυντή του Κτηματολογίου δεν ήταν αιτιολογημένη, κρίθηκε βάσιμη.

Με την έφεση υποστηρίχθηκαν οι εξής λόγοι έφεσης:

Πρώτος λόγος.

Το Δικαστήριο θα έπρεπε να προχωρήσει αυτεπαγγέλτως και να καλέσει την εφεσείουσα και το δικηγόρο της να προσκομίσουν μαρτυρία στη βάση της οποίας θα μπορούσε να καταδειχθεί η λανθασμένη χωρομετρική εργασία που έγινε από το κτηματολόγιο. Η αναφορά από την εφεσείουσα σε λανθασμένη χωρομετρική εργασία παρέπεμπε, κατά την εισήγηση της, στην ύπαρξη εργασίας από ιδιώτη χωρομέτρη.

Αποφασίστηκε ότι:

Ο έλεγχος της νομιμότητας της απόφασης του διευθυντή του κτηματολογίου και κατ’ επέκταση η εξέταση της ορθότητας της, δεν μπορεί να επεκταθεί και να καλύψει αυτό το οποίο ουσιαστικώς εισηγήθηκε η εφεσείουσα. Το Δικαστήριο, στο πλαίσιο της άσκησης της εξουσίας του, πρέπει να έχει πάντοτε κατά νου ότι το βάρος απόδειξης της ύπαρξης λάθους στην απόφαση του Διευθυντή, βρίσκεται στον αιτητή. Αν γίνει αποδεκτή η εισήγηση ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να εμπλακεί στη δίκη με το να ζητήσει από την αιτήτρια να προσκομίσει μαρτυρία, τότε ανατρέπεται ο ρόλος, που το δικαιϊκό μας σύστημα έδωσε στο δικαστή.

Δεύτερος λόγος έφεσης.

Το Δικαστήριο εσφαλμένα και αντινομικά δεν άσκησε στα πλαίσια της αναζήτησης της αλήθειας τη δυνατότητα που προσφέρεται σ’ αυτό, με βάση το Άρθρο 48 του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν.14/60 να κα[*1984]λέσει από μόνο του μάρτυρες και συγκεκριμένα τον ιδιώτη χωρομέτρη ο οποίος ετοίμασε σχετική έκθεση.

Αποφασίστηκε ότι:

Το Άρθρο 48 του Ν.14/60 επί του οποίου στηρίχτηκε η εισήγηση δεν μπορούσε να βοηθήσει στην υπόθεση. Υπάρχει μεν η δυνατότητα στο Δικαστήριο να καλέσει οποιοδήποτε πρόσωπο που βρίσκεται στη Δημοκρατία για να δώσει μαρτυρία, πλην όμως η δικαστική διαδικασία σε αιτήσεις/εφέσεις διεξάγεται με βάση τους Διαδικαστικούς Κανονισμούς του 1956 και ιδιαιτέρως με βάση τον Καν.10(3).  Προσδιορίζεται στον εν λόγω Κανονισμό, ότι το Δικαστήριο μπορεί να επιτρέπει, για καλό λόγο, την καταχώρηση συμπληρωματικών ενόρκων δηλώσεων ή και ακόμη να ασκήσει τη διακριτική ευχέρεια που προσφέρει η Δ.39 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών και να επιτρέψει την αντεξέταση ενός ενόρκως δηλούντα.

Τίποτε από όλα αυτά δεν είχε ζητήσει η εφεσείουσα κατά το στάδιο της πρωτόδικης διαδικασίας.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Parma Brokerage Ltd v. Antoniou (2002) 1(Β) Α.Α.Δ. 888,

Mαϊρόζα Eστέϊτς Λτδ v. Εταιρείας Δικαιωμάτων Εκτελέσεως Μουσικών Συνθέσεων Λτδ (1997)1(Α) Α.Α.Δ. 1,

Παχατουριάν ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (2002) 1 (Α) Α.Α.Δ. 322,

Χριστοδούλου ν. Μεταξάκη (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 1002,

Georghiou ν. Hdjigeorghiou Ηjiphesa (1970) 1 C.L.R. 58,

Kafieros a.o. v. Theocharous a.o. (1978) 1 C.LR 619,

Λιασίδης ν. Εισαγγελέας (1989) 1 Α.Α.Δ. 185.

Έφεση.

Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Μουγής, Ε.Δ.), (Γεν. Αίτηση Αρ.  360/05), ημερομηνίας 21/4/2008.

[*1985]Η Εφεσείουσα παρουσιάζεται προσωπικά.

Μ. Θεριστή για Α. Κ. Αδαμίδη & Σία, για την Εφεσίβλητη 1.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Κ. Παμπαλλή, Δ..

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η εφεσείουσα είναι ιδιοκτήτρια του ακινήτου με αριθμό εγγραφής 4430 Φ/Σχ.53/36 τεμ.84 στην κοινότητα Σούνι-Ζανατζιά και οι εφεσίβλητοι 1 και 2, ήταν, τον ουσιώδη χρόνο ιδιοκτήτες του συνορεύοντος ακινήτου με αριθμό εγγραφής 2618 Φ/Σχ.53/36 τεμ.66, στην ιδία κοινότητα.

Υπαρχούσης συνοριακής διαφοράς, έγινε στις 13 Οκτωβρίου 2004, επιτόπια έρευνα από υπάλληλο του Επαρχιακού Κτηματολογίου Λεμεσού και εκδόθηκε απόφαση από το Διευθυντή του Κτηματολογίου στις 15 Ιουλίου 2005. Η εφεσείουσα δεν ικανοποιήθηκε από την εν λόγω απόφαση και προχώρησε στην καταχώριση της αίτησης/έφεσης υπ’ αριθμ.360/05 ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, τόσο εναντίον των δύο εφεσιβλήτων, όσο και εναντίον του Διευθυντή του Κτηματολογίου και Χωρομετρίας.  Στις 31 Μαρτίου 2006 η αίτηση είχε αποσυρθεί εναντίον του Διευθυντή και ακολούθως στις 8 Φεβρουαρίου 2007 η αίτηση απεσύρθη εναντίον και του εφεσιβλήτου 2, ο οποίος στο μεταξύ είχε αποβιώσει και έτσι παρέμεινε μόνο η εφεσίβλητη 1. Κατά το στάδιο της ακρόασης της έφεσης δηλώθηκε ότι η ακίνητη ιδιοκτησία αυτή τη στιγμή βρίσκεται στην απόλυτη ιδιοκτησίας της εφεσίβλητης 1.

Το πρωτόδικο δικαστήριο καθοδηγούμενο από τις πρόνοιες του τροποποιητικού διαδικαστικού Κανονισμού 10(3), των περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Διαδικαστικών Κανονισμών του 1956, προχώρησε στην εξέταση της παρούσας αίτησης έφεσης στη βάση των υπαρχουσών ενόρκων δηλώσεων. Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειώσουμε, για σκοπούς πληρέστερης εικόνας των γεγονότων που συνθέτουν την παρούσα έφεση, ότι στις 15 Μαρτίου 2007 η εφεσίβλητη 1 ζήτησε με αίτηση της την παροχή περισσότερων και καλύτερων λεπτομερειών, αναφορικά με το σύνολο σχεδόν των παραγράφων των λόγων της αίτησης/έφεσης. Στις 4 Ιουνίου 2007, εκδόθηκε εκ συμφώνου διάταγμα για την παροχή των εν λόγω λεπτομερειών, πλην, όμως, όπως είναι αποδεκτό και σημειώνεται από το πρωτόδικο δικαστήριο, η εφεσείουσα «ουδέποτε συμμορφώθηκε με τις προσταγές του δικα[*1986]στικού διατάγματος.»

Το πρωτόδικο δικαστήριο καθοδηγούμενο από τη νομολογία επί του θέματος εκδίκασης αιτήσεων/εφέσεων, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εφεσείουσα απέτυχε να αποσείσει το βάρος απόδειξης που είχε, αναφορικά με την εισήγηση ότι η απόφαση του Διευθυντή του Κτηματολογίου ήταν λανθασμένη. Ο γενικός ισχυρισμός που υπήρχε στην ένορκη δήλωση της εφεσείουσας, ημερ. 11 Αυγούστου 2005, ότι η απόφαση πάσχει και είναι λανθασμένη, ενόψει υπαρχούσης άλλης χωρομετρικής εργασίας, παρέμεινε, όπως επισημαίνει το Δικαστήριο, ατεκμηρίωτος. Η ανεπάρκεια αυτή της μαρτυρίας συνδυαζόμενη, όπως επισημαίνεται πρωτοδίκως, με το γεγονός ότι η αιτήτρια-εφεσείουσα δεν διαθέτει εξειδικευμένα προσόντα και γνώσεις για να υποστηρίξει τη θέση ότι η απόφαση ήταν λανθασμένη, οδήγησε το δικαστήριο στην απόρριψη της αιτήσεως.

Ούτε και η θέση της εφεσείουσας ότι η απόφαση του Διευθυντή του Κτηματολογίου δεν ήταν αιτιολογημένη, κρίθηκε βάσιμη. Η αιτιολογική έκθεση των γεγονότων ταυτίζεται, όπως πρωτοδίκως αποφασίστηκε, με την ορθότητα της διεξαχθείσας εργασίας, χωρίς να υπάρχει επί τούτου αντίθετη μαρτυρία. Με το τελευταίο σκέλος της απόφασης, το δικαστήριο, επιλαμβάνεται της εισήγησης της αιτήτριας-εφεσείουσας ότι η απόφαση του Διευθυντή του Κτηματολογίου λήφθηκε καθ’ υπέρβαση εξουσίας. Το Δικαστήριο αποφάσισε ότι η εξουσία επίλυσης συνοριακής διαφοράς επί οποιασδήποτε εγγεγραμμένης περιουσίας, παρέχεται στον Διευθυντή, δυνάμει του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ.224 και συγκεκριμένα του Άρθρου 58.

Παρόλο που καταχωρήθηκε έφεση από δικηγόρο με δύο λόγους έφεσης, η εφεσείουσα παρουσιάστηκε μόνη της, ισχυριζόμενη ότι υπήρξε διαφωνία με το συνήγορο της ως προς το χειρισμό της υπόθεσης. Είχε επισημανθεί στην εφεσείουσα η δυσκολία που παρουσίαζε η υπόθεση, ιδιαιτέρως ενόψει της απουσίας παρουσίασης πρωτοδίκως της αναγκαίας μαρτυρίας. Δόθηκαν δύο αναβολές για να αξιολογήσει η εφεσείουσα την κατάσταση και να ζητήσει τη βοήθεια δικηγόρου. Τελικώς, η εφεσείουσα εμφανίστηκε μόνη της και κατέθεσε ένα πολυσέλιδο έγγραφο στο οποίο περιλαμβάνοντο και διάφορα άλλα έγγραφα.

Θα πρέπει από την αρχή να σημειώσουμε ότι τούτο δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη γιατί η βάση συζήτησης μιας έφεσης, όπως έχει νομολογιακά αποφασιστεί, και αναφερόμαστε στην υπόθεση Par[*1987]ma Brokerage Ltd v. Antoniou (2002) 1(Β) Α.Α.Δ. 888, είναι οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου και των λόγων για τους οποίους αμφισβητείται η ορθότητα τους. Επίσης τονίστηκε στην υπόθεση Mαϊρόζα Eστέϊτς Λτδ v. Εταιρείας Δικαιωμάτων  Εκτελέσεως Μουσικών Συνθέσεων Λτδ (1997)1(Α) Α.Α.Δ. 1, ότι η ειδοποίηση έφεσης αποτελεί το πλαίσιο της έφεσης το οποίο καθορίζει την προσβαλλόμενη απόφαση και τους λόγους πάνω στους οποίους στηρίζεται η έφεση. Το πλαίσιο αυτό είναι περιοριστικό και δεν επιτρέπεται παρέκκλιση από αυτό. Οτιδήποτε δεν προβάλλεται ως λόγος έφεσης δεν εξετάζεται. (Παχατουριάν ν. Τραπέζης Κύπρου Λτδ (2002) 1(Α) Α.Α.Δ. 322). Είναι δε απαραίτητο να προσδιορίζονται, με την αιτιολογία, τα συστατικά στοιχεία του λόγου έφεσης, τα οποία να καθιστούν την εκκαλούμενη απόφαση τρωτή. (Βλ. Χριστοδούλου ν. Μεταξάκη (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 1002).

Καθίσταται συναφώς έκδηλο ότι η έφεση θα πρέπει να εξεταστεί με βάση τους δύο λόγους που περιλαμβάνονται στο εφετήριο και δεν θα ληφθούν υπόψη γεγονότα και παρατηρήσεις επί της μαρτυρίας, τα οποία συμπεριέλαβε η εφεσίβλητη στο κείμενο που κατέθεσε στο Δικαστήριο υπό μορφή αγόρευσης, ημερ. 9 Δεκεμβρίου 2009 και δεν περιλαμβάνονται.

Με τον πρώτο λόγο έφεσης, αμφισβητείται η ορθότητα της απόφασης του δικαστηρίου αναφορικά με τη μαρτυρία που έχει δοθεί και συγκεκριμένα με το γεγονός ότι η εφεσείουσα είχε αναφέρει με την ένορκη δήλωση της ότι εξασφάλισε και σχετική μαρτυρία ιδιώτη χωρομέτρη, εμπειρογνώμονα. Στην αιτιολογία του λόγου έφεσης, ο συνήγορος της εφεσείουσας εισηγήθηκε ουσιαστικώς ότι θα έπρεπε το Δικαστήριο να προχωρήσει αυτεπαγγέλτως και να καλέσει την εφεσείουσα και το δικηγόρο της να προσκομίσουν μαρτυρία στη βάση της οποίας θα μπορούσε να καταδειχθεί η λανθασμένη χωρομετρική εργασία που έγινε από το κτηματολόγιο. Η αναφορά από την εφεσείουσα σε λανθασμένη χωρομετρική εργασία παρέπεμπε, κατά την εισήγηση της εφεσείουσας, στην ύπαρξη εργασίας από ιδιώτη χωρομέτρη-εμπειρογνώμονα.

Στο πλαίσιο εκδίκασης αίτησης/έφεσης με βάση το Άρθρο 80 του Κεφ. 224 η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου επεκτείνεται στην εξέταση κάθε θέματος που άπτεται της απόφασης και των δικαιωμάτων των διαδίκων. Όπως έχει νομολογιακά καθιερωθεί, η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου δεν περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας της απόφασης, αλλά επεκτείνεται και στην ορθότητα της και γενικότερα στη ρύθμιση των δικαιωμάτων των διαδίκων με βάση τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Σχετικές επί [*1988]του θέματος είναι οι υποθέσεις Georghiou ν. Hdjigeorghiou Ηjiphesa (1970) 1 C.L.R. 58, Kafieros a.o. v. Theocharous a.o. (1978) 1 C.L.R. 619 και Λιασίδης ν. Γ.Εισαγγελέας (1989) 1 Α.Α.Δ. 185.

Ο έλεγχος της νομιμότητας της απόφασης του διευθυντή του κτηματολογίου και κατ’ επέκταση η εξέταση της ορθότητας της, δεν μπορεί να επεκταθεί και να καλύψει αυτό το οποίο ουσιαστικώς εισηγήθηκε η εφεσείουσα. Το Δικαστήριο, στο πλαίσιο της άσκησης της εξουσίας του, πρέπει να έχει πάντοτε κατά νου ότι το βάρος απόδειξης της ύπαρξης λάθους στην απόφαση του Διευθυντή, βρίσκεται στην αιτήτρια. Αν γίνει αποδεκτή η εισήγηση ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να εμπλακεί στη δίκη με το να ζητήσει από την αιτήτρια να προσκομίσει μαρτυρία, τότε ανατρέπεται ο ρόλος, που το δικαιϊκό μας σύστημα έδωσε στο δικαστή, ως διαιτητή, που δεν εμπλέκεται στη διαδικασία, εκτός εάν είναι απολύτως απαραίτητο και για περιορισμένους λόγους. Στην προκείμενη περίπτωση η εφεσείουσα, πρόβαλε ένα ισχυρισμό για λανθασμένη απόφαση του διευθυντή του κτηματολογίου. Η κτηματολογική εργασία είναι εξειδικευμένη. Αμφισβήτηση της, μπορούσε να γίνει, μεταξύ άλλων, με την παρουσίαση αναλόγου βαρύτητας πραγματογνωμοσύνης. Η εφεσείουσα δεν προχώρησε προς αυτή την κατεύθυνση. Θα ήταν άτοπο, και θα προσθέταμε λανθασμένο, να προχωρήσει το Δικαστήριο και να ζητήσει από την εφεσείουσα να προσκομίσει μαρτυρία για να καλύψει αυτό το κενό.

Υπάρχει μια άλλη σοβαρή διάσταση στο θέμα αυτό. Η εφεσείουσα με την παραγρ.6 της ενόρκου δηλώσεως της ημερ. 11 Αυγούστου 2005 που συνοδεύει την αίτηση/έφεση έκαμε αναφορά σε εργασία ιδιώτη χωρομέτρη που διενήργησε έρευνα με σκοπό την κατάδειξη του λανθασμένου συμπεράσματος του Διευθυντή. Στην αίτηση/έφεση  προσδιορίζεται με αριθμό λόγων η ανεπάρκεια και ο λανθασμένος τρόπος διενέργειας της συγκεκριμένης κτηματολογικής εργασίας. Για δώδεκα από τους δεκατέσσερις λόγους του δικογράφου της εφεσείουσας, ζητήθηκαν καλύτερες λεπτομέρειες.  Συμφωνήθηκε όπως δοθούν και εκδόθηκε, ως αποτέλεσμα τούτου, σχετικό διάταγμα πλην, όμως, η εφεσείουσα δεν συμμορφώθηκε.  Συναφώς, δεν μπορεί σ’ αυτό το στάδιο να παραπονείται για την κατάληξη του Δικαστηρίου, επί του προκειμένου.

Με το δεύτερο λόγο έφεσης ο οποίος πρέπει να σημειώσουμε ότι είναι συναφής με τον πρώτο, η εφεσείουσα εισηγείται ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα και αντινομικά δεν άσκησε στα πλαίσια της αναζήτησης της αλήθειας τη δυνατότητα που προσφέρεται σ’ αυ[*1989]τό, με βάση το Άρθρο 48 του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν.14/60 να καλέσει από μόνο του μάρτυρες και συγκεκριμένα τον ιδιώτη χωρομέτρη Bάλη Βασιλείου ο οποίος ετοίμασε σχετική έκθεση ημερ. 5 Φεβρουαρίου 2006.

Το Άρθρο 48 του Ν.14/60 επί του οποίου στηρίχτηκε η εισήγηση δεν μπορεί να βοηθήσει στην υπόθεση. Υπάρχει μεν η δυνατότητα στο Δικαστήριο να καλέσει οποιοδήποτε πρόσωπο που βρίσκεται στη Δημοκρατία για να δώσει μαρτυρία, πλην όμως η δικαστική διαδικασία σε αιτήσεις/εφέσεις διεξάγεται με βάση τους Διαδικαστικούς Κανονισμούς του 1956 και ιδιαιτέρως με βάση τον Καν.10(3) που αναφερθήκαμε πιο πάνω, όπου η ακρόαση της υπόθεσης διεξάγεται στη βάση των ενόρκων δηλώσεων. Προσδιορίζεται στον εν λόγω Κανονισμό, ότι το Δικαστήριο μπορεί να επιτρέπει, για καλό λόγο, την καταχώρηση συμπληρωματικών ενόρκων δηλώσεων ή και ακόμη να ασκήσει τη διακριτική ευχέρεια που προσφέρει η Δ.39 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών και να επιτρέψει την αντεξέταση ενός ενόρκως δηλούντα.

Τίποτε από όλα αυτά δεν έχει ζητήσει η εφεσείουσα κατά το στάδιο της πρωτόδικης διαδικασίας. Με τρόπο γενικό και αόριστο εισηγείται ότι στερήθηκε του δικαιώματος να προσάξει μαρτυρία ή να καταθέσει η ιδία κατά το στάδιο της ακρόασης, πλην, όμως, τέτοιο θέμα δεν έχει συμπεριληφθεί στο εφετήριο ούτε λόγος έφεσης επί του προκειμένου υπάρχει, ενώ ταυτοχρόνως γίνεται αποδεκτό, από τον τότε συνήγορο της εφεσείουσας, ότι ο δικηγόρος που χειρίστηκε την υπόθεση πρωτοδίκως παρέλειψε να προωθήσει την υπόθεση στο πιο πάνω δικονομικό πλαίσιο.

Με γνώμονα τα πιο πάνω θεωρούμε ότι η έφεση είναι εντελώς αβάσιμη και απορρίπτεται με έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης 1 και εναντίον της εφεσείουσας.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο