Σοφοκλέους Ανδρέας Μιχαλάκη και άλλη ν. Παύλου Ηλία Παύλου (2012) 1 ΑΑΔ 2047

(2012) 1 ΑΑΔ 2047

[*2047]20 Σεπτεμβρίου, 2012

[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

1.  ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΙΧΑΛΑΚΗ ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ,

2.  ΑΣΟΥΣΕΝΑ Α. ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ,

Εφεσείοντες-Εναγόμενοι 1 και 2,

v.

ΠΑΥΛΟΥ ΗΛΙΑ ΠΑΥΛΟΥ,

Εφεσιβλήτου-Ενάγοντα.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 159/2009)

 

Ακίνητη Ιδιοκτησία ― Περιουσιακό κώλυμα ― Κατά πόσον προέκυπτε εν προκειμένω, περιουσιακό κώλυμα το οποίο δεν επέτρεπε στον εφεσίβλητο να επιμείνει στην ανάκτηση επίδικου μέρους γης στο οποίο είχε γίνει παράνομη επέμβαση από τους εφεσίβλητους, συνεπεία λάθους της εργοληπτικής εταιρείας από την οποία αγόρασαν την οικία τους ― Κατά πόσο θα ήταν ή όχι άδικο να αναιρεθεί η βάση, η εκ των υστέρων αποδειχθείσα λανθασμένη επί της οποίας είχαν ενεργήσει οι ενδιαφερόμενοι ― Εκρίθη εσφαλμένη η θέση του πρωτόδικου Δικαστήριου ότι δεν είχε εξουσία να επιδικάσει αποζημιώσεις αντί διατάγματος επαναφοράς, αν τα γεγονότα δικαιολογούσαν τέτοια απόφαση ― Η περίπτωση ωστόσο, δεν ήταν κατάλληλη  για να επιδικάζονταν αποζημιώσεις αντί διατάγματος άρσης της παράνομης επέμβασης ― Νομολογιακή επισκόπηση.

Δίκαιο της επιείκειας ― Εκφράζεται ποικιλόμορφα για να διατηρεί ισορροπία μεταξύ των εμπλεκομένων.

Αποφάσεις και διατάγματα ― Διατάγματα διατακτικής μορφής ― Πρέπει να εκδίδονται σε αραιές περιπτώσεις και τότε μόνο όταν ο ενάγων δείχνει ότι υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να του προκληθεί σοβαρή ζημιά στο μέλλον αν δε δοθεί το διάταγμα και όταν η ζημιά που θα προκύψει λόγω άρνησης έκδοσης του διατάγματος δεν θα μπορεί να θεραπευθεί με την επιδίκαση αποζημιώσεων ― Θα υπάρξει άρνηση έκδοσης του διατάγματος όπου η συμμόρφωση από τον εναγόμενο θα είναι παράνομη ― Σε αντίθεση με τα απαγορευτικά διατάγματα, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το κόστος του εναγομένου για συμμόρ[*2048]φωση ― Τέτοια κριτήρια όμως δεν έχουν θέση εκεί όπου φαίνεται ότι ο εναγόμενος ενήργησε σκόπιμα.

Οι εφεσείοντες αμφισβήτησαν πρωτόδικη απόφαση η οποία εκδόθηκε  σε αγωγή που προώθησε ο εφεσίβλητος ζητώντας από τους εφεσείοντες διάταγμα άρσης παράνομης επέμβασης των εφεσειόντων από τεμάχιο γης που  του ανήκε, διάταγμα επαναφοράς στην αρχική του φυσική κατάσταση και διαζευκτικά ειδικές αποζημιώσεις και γενικές αποζημιώσεις για παράνομη επέμβαση.

Πρωτόδικα ήταν ο ισχυρισμός του εφεσίβλητου ότι κατά ή περί τον Ιούνιο 2000 οι εφεσείοντες ανήγειραν διαχωριστικό τοίχο ο οποίος  επενέβαινε στο δικό του οικόπεδο το οποίο γειτνίαζε με εκείνο των εφεσειόντων. Προς τούτο εκδόθηκε σχετική απόφαση του Διευθυντή του Κτηματολογίου σε αίτηση συνοριακής διαφοράς που προώθησε ο εφεσίβλητος η οποία και δικαίωσε τον τελευταίο.

Η υπεράσπιση των εφεσειόντων ήταν ότι οι ίδιοι έγιναν ιδιοκτήτες του οικοπέδου, της σε αυτό ευρισκόμενης διώροφης κατοικίας και του περιτοιχίσματος, δυνάμει συμφωνίας αγοράς τους με εργοληπτική εταιρεία και ότι ενήργησαν καλόπιστα και δεν είχαν γνώση της ασήμαντης, όπως φάνηκε εκ των υστέρων επέμβασης.

Υποστήριξαν δε ότι τυχόν διάταγμα κατεδάφισης του περιτοιχίσματος θα τους προκαλούσε δυσανάλογες ζημιές σε σύγκριση με τη ζημιά του εφεσίβλητου ο οποίος και μπορούσε να αποζημιωθεί χρηματικά, κάτι που ήταν πρόθυμοι να πράξουν. Έτσι με ανταπαίτηση ζήτησαν δήλωση και/ή διάταγμα ότι ο εφεσίβλητος μπορούσε να αποζημιωθεί με την επιδίκαση χρηματικής αποζημίωσης.

Το πρωτόδικο δικαστήριο, με δεδομένο ότι η παράνομη επέμβαση ήταν παραδεκτή και ενόψει δήλωσης του δικηγόρου του εφεσίβλητου ότι δεν επέμενε στη θεραπεία των αποζημιώσεων, προχώρησε και εξέδωσε διάταγμα με το οποίο ουσιαστικά διέτασσε τους εφεσείοντες όπως κατεδαφίσουν το περιτοίχισμα στην έκταση που επενέβαινε στο ακίνητο του εφεσίβλητου.

Κατέληξε ότι δεν είχε εξουσία να επιδικάσει αποζημιώσεις αντί να εκδώσει διάταγμα και βασίστηκε στην πρόνοια του Άρθρου 4 του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου Κεφ. 224 και σε νομολογία.

Με την έφεση υποστηρίχθηκαν τα εξής:

[*2049](α)  Εσφαλμένα έκρινε το πρωτόδικο δικαστήριο ότι δεν παρέχεται εξουσία για επιδίκαση αποζημιώσεων αντί έκδοσης διατάγματος σε υποθέσεις παράνομης επέμβασης.

(β)  Τα εκδοθέντα διατάγματα, ήταν καταπιεστικά, αφού η ζημιά των εφεσειόντων ήταν πολλαπλάσια αυτής του εφεσίβλητου.

(γ)  Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη ότι οι εφεσείοντες δεν είχαν καμιά ανάμιξη στην ανέγερση του περιτοιχίσματος.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Από τη στιγμή που οι εφεσείοντες δέχονταν την παράνομη επέμβαση, τότε ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο εξέδωσε τα σχετικά διατάγματα χωρίς να εξετάσει αν ήταν δίκαιο ή όχι να εκδοθούν.

2.  Η παρούσα δεν ήταν περίπτωση όπου οι εφεσείοντες ζήτησαν να αποκτήσουν δικαιώματα επί της ιδιοκτησίας του εφεσίβλητου, αλλά περίπτωση όπου, λόγω κάποιου καλόπιστου λάθους, διαφάνηκε εκ των υστέρων ότι υπήρξε παράνομη επέμβαση, μόνιμης μορφής, στο ακίνητο του εφεσίβλητου και το θέμα που τίθετο ήταν  αν θα διατασσόταν η άρση της επέμβασης με την έκδοση διατάγματος ή κατά πόσο το δικαστήριο έχει διακριτική εξουσία να επιδικάσει αποζημιώσεις αντί διατάγματος.

3.  Η άποψη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι δεν είχε εξουσία να επιδικάσει αποζημιώσεις αντί διατάγματος αν τα γεγονότα δικαιολογούσαν τέτοια απόφαση, ήταν νομικά εσφαλμένη. Η έκδοση διατάγματος ήταν θέμα άσκησης διακριτικής ευχέρειας και όχι η μόνη θεραπεία του εφεσίβλητου.

4.  Θα έπρεπε να εξεταστεί αν ήταν  κατάλληλη περίπτωση για επιδίκαση αποζημιώσεων, αντί του διατάγματος που είχε εκδοθεί.

5.  Παρά το γεγονός ότι οι εφεσείοντες για σκοπούς άρσης της παράνομης επέμβασης θα υπόκειντο σε μεγαλύτερο οικονομικό κόστος από την αξία του μέρους ακινήτου που αφορούσε η παράνομη επέμβαση, εντούτοις  το ποσό των €13.210 το οποίο θα επιβαρύνονταν οι  εφεσείοντες δεν ήταν τόσο μεγάλο που θα έπρεπε να αποστερηθεί ο εφεσίβλητος το μέρος της ακίνητης ιδιοκτησίας του που καλύπτει η παράνομη επέμβαση.

6.  Αυτό που καλείτο να κατεδαφιστεί  και αν χρειαζόταν να ανεγερθεί ξανά, ήταν απλώς ο διαχωριστικός τοίχος και όχι η ίδια η κα[*2050]τοικία ή μέρος αυτής.

7.  Η έκδοση διατάγματος δεν ήταν  υπό τις περιστάσεις καταπιεστική για τους εφεσείοντες. Δεν ήταν κατάλληλη περίπτωση για να επιδικάζονταν  αποζημιώσεις αντί διατάγματος άρσης της παράνομης επέμβασης το οποίο ορθά εκδόθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Στυλιανού κ.ά. ν. Παπακλεοβούλου (1982) 1 C.L.R. 542,

Παπακόκκινου ν. Δήμου Πάφου (1998) 1 (Δ) Α.Α.Δ. 2398,

Λοϊζου ν. Αντωνίου (2007) 1 Α.Α.Δ. 1035,

Redland Bricks Ltd v. Μorris [1970] A.C. 652,

Shelfer v. City of London Electrical Lighting Co [1895] 1 Ch 287,

Wrotham Park Estate Company v. Parkside Homer Ltd a.o. [1974] 2 All E.R. 321.

Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Καπετάνιου, Ε.Δ.), (Αίτηση Αρ. 4406/05), ημερομηνίας 24/3/2009.

Τ. Παντελή, για τους Eφεσείοντες.

Φ. Αποστολίδης, για τον Eφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Φωτίου.

ΦΩΤΙΟΥ, Δ.: Ο εφεσίβλητος κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν ο εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης του οικοπέδου με αρ. εγγραφής 30970 στην τοποθεσία Κοκκινόγια, Αγίας Φυλάξεως Λεμεσός, Φ/Σχ. 54/41, τεμάχιο 2444 έκτασης 554 τ.μ. οι δε εφεσείοντες ιδιοκτήτες [*2051]του εφαπτόμενου οικοπέδου με αρ. εγγραφής 26646 τεμ. 525 στην ίδια τοποθεσία.

Πρωτόδικα ήταν ο ισχυρισμός του εφεσίβλητου ότι κατά ή περί τον Ιούνιο 2000 οι εφεσείοντες ανήγειραν διαχωριστικό τοίχο ο οποίος επενέβαινε στο δικό του οικόπεδο. Αποτάθηκε προς τούτο στο Κτηματολόγιο με την αίτηση ΑΧ1315/2000 για επίλυση συνοριακής διαφοράς και το Κτηματολόγιο, αφού προηγήθηκε επιτόπια έρευνα στις 17/9/2002, στις 6/10/2004 αποφάσισε ότι το διαφιλονικούμενο μέρος αποτελεί ιδιοκτησία του εφεσίβλητου. Οι εφεσείοντες καταχώρησαν αίτηση/έφεση κατά της πιο απόφασης του Κτηματολογίου ζητώντας την ακύρωση της αλλά στις 11/2/2005 απέσυραν αυτή. Έτσι στις 29/8/2005 ο εφεσίβλητος καταχώρησε την αγωγή αρ. 4406/2005 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού και αξίωνε εναντίον των εφεσειόντων (α) διάταγμα που να απαγορεύει την επέμβαση τους, (β) διάταγμα που να διατάσσει την επαναφορά του κτήματος στην αρχική του φυσική κατάσταση και (γ) διαζευκτικά ειδικές αποζημιώσεις £8.150 και γενικές αποζημιώσεις για παράνομη επέμβαση.

Η υπεράσπιση των εφεσειόντων ήταν ότι οι ίδιοι έγιναν ιδιοκτήτες του οικοπέδου, της σε αυτό ευρισκόμενης διώροφης κατοικίας και του περιτοιχίσματος, τον Ιανουάριο του 1999 δυνάμει συμφωνίας αγοράς τους με την εργοληπτική εταιρεία CHR ATHANASIOU CONSTRUCTION LIMITED και ότι ενήργησαν καλόπιστα και δεν είχαν γνώση της ασήμαντης, όπως φάνηκε εκ των υστέρων επέμβασης. Τυχόν διάταγμα κατεδάφισης του περιτοιχίσματος θα τους προκαλέσει δυσανάλογες ζημιές σε σύγκριση με τη ζημιά του εφεσίβλητου ο οποίος και μπορεί να αποζημιωθεί χρηματικά, κάτι που είναι πρόθυμοι να πράξουν. Έτσι με ανταπαίτηση ζήτησαν δήλωση και/ή διάταγμα ότι ο εφεσίβλητος μπορεί να αποζημιωθεί με την επιδίκαση χρηματικής αποζημίωσης.

Πρωτόδικα έγιναν παραδεχτά τα ακόλουθα, μεταξύ άλλων, γεγονότα:

Ότι το επίδικο περιτοίχισμα, που κατασκευάστηκε με μπετόν από τους προηγούμενους ιδιοκτήτες, δηλαδή την προαναφερθείσα εργοληπτική εταιρεία, έχει ύψος 2 μέτρα και επεμβαίνει στο ακίνητο του εφεσίβλητου. Η επέμβαση καταλαμβάνει εμβαδόν 9 τ.μ., όπως φαίνεται σε σχετικό σχεδιάγραμμα, (τεκμ. 12) και η αξία της γης που καλύπτει η παράνομη επέμβαση είναι €222 (ΛΚ 130) ανά τ.μ. δηλαδή σύνολο €2.000 (ΛΚ 1.170). Το κόστος κατεδάφισης για σκοπούς άρσης της επέμβασης και [*2052]ανακατασκευή του περιτοιχίσματος από τους εφεσείοντες είναι €8.850 (Λ.Κ. 5.175). Η επαναδημιουργία του μέρους του κήπου των εφεσειόντων που θα επηρεαστεί από την κατεδάφιση και ανακατασκευή του περιτοιχίσματος είναι €4.360 (Λ.Κ. 2550). Οι εφεσείοντες μέχρι τις 17/9/2002 που έγινε η επιτόπια επίσκεψη από το Κτηματολόγιο είχαν παντελή άγνοια της ύπαρξης της επέμβασης. Ο εφεσίβλητος έλαβε γνώση για την παράνομη επέμβαση κατά το έτος 2000 λίγο πριν την καταχώρηση της προαναφερθείσας αίτησης ΑΧ1315/2000. Οι εφεσείοντες μετά την κοινοποίηση σ’ αυτούς της απόφασης του Κτηματολογίου ημερ. 6/10/2004 προσπάθησαν επανειλημμένως να διευθετήσουν τη διαφορά με το να αποζημιωθεί χρηματικά ο εφεσίβλητος, αλλά ο τελευταίος αρνήθηκε.

Το πρωτόδικο δικαστήριο, με δεδομένο ότι η παράνομη επέμβαση ήταν παραδεκτή και ενόψει δήλωσης του ευπαιδεύτου δικηγόρου του εφεσίβλητου ότι δεν επιμένει στη θεραπεία των αποζημιώσεων, προχώρησε και εξέδωσε διάταγμα με το οποίο ουσιαστικά διατάσσει τους εφεσείοντες όπως κατεδαφίσουν το περιτοίχισμα στην έκταση που τούτο επεμβαίνει στο ακίνητο του εφεσίβλητου, με το εξής σκεπτικό:

«Στην Κύπρο δεν υπάρχει οποιαδήποτε σχετική νομοθεσία η οποία να δίνει δικαιοδοσία στο Δικαστήριο να προχωρήσει με τις επίδικες αποζημιώσεις αντί διατάγματος σε περιπτώσεις όπου η βάση αγωγής είναι η παράνομη επέμβαση και αυτή αποδεικνύεται. Πέραν τούτου από ότι γνωρίζω στην Κύπρο δεν υπάρχει πρόσφατη νομολογία η οποία να στηρίζει την εισήγηση του κ. Παντελή για το δικαίωμα του Δικαστηρίου να ασκεί τη διακριτική του ευχέρεια στο στάδιο εξέτασης της ουσίας αγωγής για παράνομη επέμβαση σε σχέση με την έκδοση διαταγμάτων άρσης αυτής. Τέτοια διακριτική ευχέρεια δέχομαι ότι παρέχεται στο Δικαστήριο κατά το στάδιο εξέτασης της έκδοσης προσωρινών διαταγμάτων........................»

Με την παρούσα έφεση, που βασίζεται σε 3 λόγους, οι εφεσείοντες ουσιαστικά ισχυρίζονται ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι εσφαλμένη για τους εξής βασικά λόγους:

(α)   Εσφαλμένα έκρινε το πρωτόδικο δικαστήριο ότι δεν παρέχεται εξουσία για επιδίκαση αποζημιώσεων αντί έκδοσης διατάγματος σε υποθέσεις παράνομης επέμβασης.

(β)   Τα εκδοθέντα διατάγματα, αν συγκριθεί η ζημιά των εφεσει[*2053]όντων με αυτή του εφεσίβλητου είναι καταπιεστικά, αφού η ζημιά των εφεσειόντων είναι πολλαπλάσια αυτής του εφεσίβλητου.

(γ)   Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη ότι οι εφεσείοντες δεν είχαν καμιά ανάμιξη στην ανέγερση του περιτοιχίσματος.

Από πλευράς του εφεσιβλήτου ο ευπαίδευτος συνήγορος του υποστήριξε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Από τη στιγμή που οι εφεσείοντες δέχονται την παράνομη επέμβαση, τότε ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο εξέδωσε τα σχετικά διατάγματα χωρίς να εξετάσει αν ήταν δίκαιο ή όχι να εκδοθούν.

Κατά την ακρόαση της έφεσης ήταν η θέση του κ. Παντελή ότι αν αποφασίσουμε ότι υπάρχει διακριτική ευχέρεια για επιδίκαση αποζημιώσεων αντί διατάγματος, τότε με τα γεγονότα όπως είναι παραδεκτά, μπορεί το Δικαστήριο τούτο να επιδικάσει αποζημιώσεις αντί του διατάγματος. Αντίθετα, η θέση του κ. Αποστολίδη ήταν ότι σε περίπτωση που το Εφετείο κρίνει ότι είχε το πρωτόδικο δικαστήριο διακριτική ευχέρεια να εξετάσει αν θα επιδικάσει αποζημιώσεις αντί να εκδώσει διάταγμα, αυτό δεν μπορεί να γίνει σ’ αυτό το στάδιο γιατί δεν υπάρχουν όλα τα σχετικά γεγονότα.  Για παράδειγμα αν παραμείνει το περιτοίχισμα, τότε επηρεάζεται ο συντελεστής δόμησης του οικοπέδου του εφεσίβλητου, θέματα που δεν συζητήθηκαν πρωτόδικα.

Ενόψει των πιο πάνω, το πρώτο θέμα που θα πρέπει να εξετάσουμε είναι το κατά πόσο σε περίπτωση που διαπιστώνεται παράνομη επέμβαση της φύσης που αφορά η παρούσα περίπτωση, δηλαδή που είναι μόνιμη, η μόνη εξουσία του δικαστηρίου είναι να διατάξει την άρση της ανεξάρτητα κόστους ή κατά πόσο έχει διακριτική ευχέρεια, αφού λάβει υπόψη τη φύση και έκταση της επέμβασης, αντί διατάγματος άρσης αυτής να επιδικάσει αποζημιώσεις.

Αιτιολογώντας την κατάληξη του ότι δεν έχει εξουσία να επιδικάσει αποζημιώσεις αντί να εκδώσει διάταγμα, το πρωτόδικο δικαστήριο βασίστηκε στην πρόνοια του Άρθρου 4 του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου Κεφ. 224 και τις υποθέσεις Στυλιανού κ.ά. ν. Παπακλεοβούλου (1982) 1 C.L.R. 542 και Παπακόκκινου ν. Δήμου Πάφου (1998) 1 (Δ) Α.Α.Δ. 2398 με ιδιαίτερη αναφορά στο πιο κάτω απόσπασμα από τη σελ. 2412:

[*2054]«Το βασικό ερώτημα που εγείρεται είναι κατά πόσο η απόφαση Crabb ν. Arun, όπως υιοθετήθηκε στην Κύπρο με την απόφαση Στυλιανού και Άλλος ν. Παπακλεοβούλου και Άλλοι μπορεί να θέσει σε εφαρμογή τον κανόνα του Περιουσιακού κωλύματος, δίνοντας προς τούτο το δικαίωμα στις εφεσείουσες να νομιμοποιήσουν την απαίτηση τους. Η απάντηση μας στο ερώτημα είναι αρνητική. Οι διατάξεις του Άρθρου 4 του Κεφ. 224 είναι περιοριστικές όσον αφορά τις περιπτώσεις δημιουργίας προνομίων πάνω σε ακίνητη περιουσία και απαγορευτικές όσον αφορά την υιοθέτηση κανόνων του Κοινοδικαίου και της Επιείκειας (Equity). Αναγνώριση δημιουργίας δικαιωμάτων πάνω σε ακίνητη περιουσία με την εφαρμογή του Περιουσιακού κωλύματος θα ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τις πρόνοιες του Άρθρου 4 που δεν επιτρέπει την εφαρμογή των κανόνων του Κοινοδικαίου και της Επιείκειας στη δημιουργία δικαιωμάτων πάνω σε ακίνητη ιδιοκτησία στην Κύπρο. Τα δικαιώματα που μπορεί να αποκτηθούν δεν μπορεί να είναι άλλα εκτός από εκείνα που καθορίζονται ρητά με το Άρθρο 4 του Κεφ. 224.  (Ίδε Odysseos v. Pieris Estates & Others (1982) 1 C.L.R. 557).»

Το Άρθρο 4 του Κεφ. 224, στην έκταση που μας αφορά, διαλαμβάνει τα εξής:

«4(1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις που περιλαμβάνονται στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (1) του Άρθρου 29 του περί Δικαστηρίων Νόμου ή οποιουδήποτε άλλου νόμου που τροποποιεί ή αντικαθιστά αυτόν, και τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου αυτού, του νόμου που αφορά εμπιστεύματα (trusts), του νόμου που αφορά τα βακούφια (vakfs) και των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου εκάστοτε σε ισχύ νόμου, κανένα δικαίωμα ιδιοκτησίας (estate), συμφέρον, δικαίωμα, προνόμιο, ελευθερία, δουλεία ή οποιοδήποτε άλλο πλεονέκτημα εντός, επί ή υπεράνω οποιασδήποτε ακίνητης ιδιοκτησίας δεν υφίσταται ή δημιουργείται, αποκτάται ή μεταβιβάζεται παρά μόνο δυνάμει των διατάξεων του Νόμου αυτού.»

Μελετήσαμε τις αντίστοιχες θέσεις. Είμαστε της άποψης ότι τα πιο πάνω δεν τυγχάνουν εφαρμογής για το λόγο ότι η παρούσα δεν ήταν περίπτωση όπου οι εφεσείοντες ζήτησαν να αποκτήσουν δικαιώματα επί της ιδιοκτησίας του εφεσίβλητου, αλλά περίπτωση όπου, λόγω κάποιου καλόπιστου λάθους, διαφάνηκε εκ των υστέρων ότι υπήρξε παράνομη επέμβαση, μόνιμης μορφής, στο ακίνητο του εφεσίβλητου και το θέμα που τίθεται είναι αν θα διαταχθεί [*2055]η άρση της επέμβασης με την έκδοση διατάγματος ή κατά πόσο το δικαστήριο έχει διακριτική εξουσία να επιδικάσει αποζημιώσεις αντί διατάγματος. Σχετική είναι η υπόθεση Λοΐζου ν. Αντωνίου (2007) 1 Α.Α.Δ. 1035, στην οποία τέθηκε το πλαίσιο μέσα στο οποίο ζητήματα όμοια με αυτά που εγείρονται στην παρούσα υπόθεση τυγχάνουν αντιμετώπισης. Στην εν λόγω υπόθεση το πρωτόδικο δικαστήριο αντί έκδοσης διατάγματος άρσης της παράνομης επέμβασης, επιδίκασε στην ενάγουσα/εφεσείουσα αποζημιώσεις οι οποίες αντιπροσώπευαν την αξία του επιδίκου μέρους της γης που επηρεαζόταν από την παράνομη επέμβαση. Η εφεσείουσα/ενάγουσα εφεσίβαλε την απόφαση και το Εφετείο, απορρίπτοντας την έφεση, ανάφερε στη σελ. 1040 τα ακόλουθα:

«Προέκυπτε εν προκειμένω περιουσιακό κώλυμα το οποίο δεν επέτρεπε στην εφεσείουσα να επιμείνει στην ανάκτηση του επίδικου μέρους γης. Το κριτήριο δεν είναι το κατά πόσο η εφεσείουσα γνώριζε ή όχι ποιά ήταν κτηματολογικώς η πραγματική κατάσταση σε σχέση με τα δικαιώματα της. Αυτό εξετάστηκε στην υπόθεση Taylor Fashions Ltd v. Liverpool Victoria Trustees Co [1981] 1 All E.R. 897, όπου αναφέρθηκε ότι εκείνο που ενδιαφέρει είναι μόνο το κατά πόσο θα ήταν, κάτω από τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης, άδικο να επωφεληθεί ο ιδιοκτήτης από ό,τι κατά τον ουσιώδη χρόνο, αποτελούσε και για τον ίδιο και για την άλλη πλευρά κοινή κατάσταση πραγμάτων ασχέτως του αν προέκυπτε από λάθος. Δηλαδή, εκείνο που αποβαίνει κρίσιμο είναι το κατά πόσο θα ήταν ή όχι άδικο να αναιρεθεί η βάση – η εκ των υστέρων αποδειχθείσα λανθασμένη – επί της οποίας είχαν ενεργήσει οι ενδιαφερόμενοι.

Η αποστέρηση του επίδικου μέρους γης της εφεσείουσας πρέπει ωστόσο να συνοδεύεται από κάποια οικονομική ρύθμιση προς αντιστάθμιση της απώλειας. Στην αγγλική υπόθεση Crabb v. Arun District Council [1975] 3 All E.R. 965 τονίστηκε ότι το δίκαιο της επιείκειας εκφράζεται ποικιλόμορφα για να διατηρεί ισορροπία μεταξύ των εμπλεκομένων. Στην προκείμενη περίπτωση το Επαρχιακό Δικαστήριο αντίκρυσε και αυτή την πτυχή του θέματος καθορίζοντας, με βάση τη μαρτυρία που προσήχθη εκ μέρους της εφεσείουσας, την αξία του επίδικου μέρους γης. Και, βέβαια, το Δικαστήριο δεν επεκτάθηκε σε οτιδήποτε άλλο αφού η εφεσείουσα δεν έθεσε άλλη οικονομική πτυχή.»

Με βάση τα πιο πάνω καταλήγουμε ότι η άποψη του πρωτόδι[*2056]κου δικαστηρίου ότι δεν είχε εξουσία να επιδικάσει αποζημιώσεις αντί διατάγματος αν τα γεγονότα δικαιολογούσαν τέτοια απόφαση, είναι νομικά εσφαλμένη. Η έκδοση διατάγματος ήταν θέμα άσκησης διακριτικής ευχέρειας και όχι η μόνη θεραπεία του εφεσίβλητου.

Ενόψει της πιο πάνω κατάληξης, μας απασχόλησε το κατά πόσο έχουμε όλα τα σχετικά γεγονότα ούτως ώστε να εξετάσουμε αν θα έπρεπε να επιδικάσουμε αποζημιώσεις αντί διατάγματος. Ήδη αναφέραμε ότι ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων δήλωσε ότι υπάρχουν όλα τα σχετικά γεγονότα εφόσον έχουν δηλωθεί ως παραδεκτά, ενώ ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσίβλητου ανέφερε ότι δεν υπάρχουν, αφού τίθεται και θέμα επηρεασμού του συντελεστή δόμησης. Παρατηρούμε όμως ότι τέτοιος ισχυρισμός ούτε στην έκθεση απαίτησης υπήρχε, αλλ’ ούτε και στην έκθεση εκτίμησης του μάρτυρα του εφεσίβλητου κ. Γλ. Αγαθαγγέλου είχε υποστηριχθεί τέτοιος επηρεασμός. Ο μάρτυρας περιορίστηκε να αναφέρει ότι «η τρέχουσα αξία του μέρους του υπό εκτίμηση ακινήτου (λωρίδα γης) σύμφωνα με την εκτίμηση που έγινε πιο πάνω υπολογίστηκε στο ποσό των £1.170». Το ποσό αυτό (£1.170 ή €2.000) δηλώθηκε και ως παραδεκτό γεγονός κατά τη δίκη ότι αποτελεί τη συνολική αξία της γης που αφορά η επέμβαση ενώ ταυτόχρονα δηλώθηκαν ως παραδεκτά γεγονότα ότι οι εφεσείοντες για σκοπούς άρσης της επέμβασης (κατεδάφιση και ανέγερση νέου περιτοιχίσματος και δημιουργία κήπου) θα επωμίζονταν το συνολικό ποσό των €13.210. (βλ. παραγραφ. 7 και 8 των παραδεκτών γεγονότων όπως αυτά έχουν δηλωθεί). Καταλήγουμε λοιπόν ότι έχουμε όλα τα σχετικά γεγονότα και είναι θέμα να εξετάσουμε αν είναι κατάλληλη περίπτωση για επιδίκαση αποζημιώσεων, αντί του διατάγματος που έχει εκδοθεί.

Η έκδοση ενός διατάγματος είναι στη διακριτική εξουσία του δικαστηρίου, η οποία πρέπει να ασκείται δικαστικά με βάση ορισμένα κριτήρια και όχι αυθαίρετα. Ειδικά για διατάγματα διατακτικής μορφής (mandatorty injunctions) στο αγγλικό σύγγραμμα CLERK & LINDSELL ON TORTS 16η έκδοση σελ. 328 παραγ. 7-06 διατυπώνονται, σε δική μας μετάφραση και περίληψη, οι πιο κάτω αρχές:

(ι) Ένα διάταγμα διατακτικής μορφής πρέπει να εκδίδεται σε αραιές περιπτώσεις και τότε μόνο όταν ο ενάγων δείχνει ότι υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να του προκληθεί σοβαρή ζημιά στο μέλλον αν δε δοθεί το διάταγμα.

[*2057](ιι) Όταν η ζημιά που θα προκύψει λόγω άρνησης έκδοσης του διατάγματος δεν θα μπορεί να θεραπευθεί με την επιδίκαση αποζημιώσεων.

(ιιι) Θα υπάρξει άρνηση έκδοσης του διατάγματος όπου η συμμόρφωση από το εναγόμενο θα είναι παράνομη. Επομένως σε αντίθεση με τα απαγορευτικά διατάγματα, στην περίπτωση διαταγμάτων διατακτικής μορφής θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το κόστος του εναγομένου για συμμόρφωση. Για παράδειγμα στην υπόθεση Redland Bricks Ltd. v. Μorris [1970] A.C. 652, διάταγμα επαναφοράς τοίχου που θα κόστιζε £30.000 περίπου, ακυρώθηκε από το αγγλικό Εφετείο για το λόγο ότι το ποσό αυτό ήταν δυσανάλογα μεγαλύτερο από την αξία της γης που επηρεάστηκε από την παράνομη επέμβαση. Τέτοια κριτήρια όμως δεν έχουν θέση εκεί όπου φαίνεται ότι ο εναγόμενος ενήργησε σκόπιμα. Σε τέτοια περίπτωση μπορεί να εκδοθεί το διάταγμα έστω κι’ αν η δαπάνη που θα υποστεί ο εναγόμενος είναι μεγάλη.

Στη σελ. 333 του ιδίου συγγράμματος με αναφορά στην υπόθεση Shelfer v. City of London Electrical Lighting Co διατυπώνονται τα εξής κριτήρια ως ένας εύκολος κανόνας για εξέταση του θέματος: (1) Εάν η ζημιά του ενάγοντα είναι μικρή (2) είναι τέτοια που μπορεί να υπολογιστεί χρηματικά και να αποζημιωθεί επαρκώς ο ενάγων, (3) η περίπτωση είναι τέτοια που θα ήταν καταπιεστικό για τον εναγόμενο αν εκδοθεί το διάταγμα, τότε το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει αποζημιώσεις αντί του διατάγματος, λαμβανομένης πάντοτε υπόψη και της συμπεριφοράς των διαδίκων, ιδιαίτερα του εναγόμενου.

Στην υπόθεση Wrotham Park Estate Company v. Parkside Homer Ltd & others [1974] 2 All E.R. 321, 336 λέχθηκε ότι ακόμη και εκεί όπου ο εναγόμενος επίσπευσε το έργο που αποτελεί επέμβαση παρά τη διαμαρτυρία του ενάγοντα, δεν υπάρχει γενικός κανόνας ότι πρέπει να εκδοθεί το διάταγμα. Το θέμα παραμένει στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου και απλώς το γεγονός αυτό, σε κατάλληλη υπόθεση κι’ αφού συνεκτιμηθεί με τα υπόλοιπα γεγονότα, μπορεί να ληφθεί υπόψη εναντίον του εναγόμενου ούτως ώστε να εκδοθεί το διάταγμα.

Με βάση τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, που αποτελούν κοινό έδαφος, προκύπτουν τα ακόλουθα:

(α) Η έκταση και αξία της παράνομης επέμβασης είναι μικρή [*2058](9 τ.μ. αξίας €2.000).

(β) Το συνολικό κόστος των εφεσειόντων για σκοπούς συμμόρφωσης με το εκδοθέν διάταγμα είναι €13.210, όπως εξηγήθηκε πιο πάνω, δηλαδή συγκριτικά μεγαλύτερο.

(γ) Οι εφεσείοντες αγόρασαν το ακίνητο καλόπιστα και χωρίς γνώση της παράνομης επέμβασης.

(δ) Κατά το χρόνο ανέγερσης του περιτοιχίσματος από τον προηγούμενο ιδιοκτήτη (εργοληπτική εταιρεία) δεν υπήρξε καμιά διαμαρτυρία από πλευράς του εφεσίβλητου προφανώς διότι και ο ίδιος δεν γνώριζε ότι η ανέγερση επηρέαζε το δικό του ακίνητο.

Εξετάσαμε όλα τα πιο πάνω. Παρά το γεγονός ότι οι εφεσείοντες για σκοπούς άρσης της παράνομης επέμβασης θα υποστούν μεγαλύτερο οικονομικό κόστος από την αξία του ακινήτου που αφορά η παράνομη επέμβαση, εντούτοις δεν βρίσκουμε ότι το ποσό των €13.210 που θα υποστούν οι εφεσείοντες είναι τόσο μεγάλο που θα πρέπει να αποστερηθεί ο εφεσίβλητος το μέρος της ακίνητης ιδιοκτησίας του που καλύπτει η παράνομη επέμβαση. Αυτό που καλείται να κατεδαφίσει και αν χρειαστεί να ανεγερθεί ξανά, είναι απλά ο διαχωριστικός τοίχος και όχι η ίδια η κατοικία ή μέρος αυτής. Δεν θεωρούμε ότι η έκδοση διατάγματος είναι υπό τις περιστάσεις καταπιεστική για τους εφεσείοντες. Επομένως καταλήγουμε ότι δεν είναι κατάλληλη περίπτωση για να επιδικασθούν αποζημιώσεις αντί διατάγματος άρσης της παράνομης επέμβασης το οποίο ορθά εκδόθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο.

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται με έξοδα (πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει) εναντίον των εφεσειόντων και υπέρ του εφεσίβλητου.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο