Θεοδώρου Χρήστος ν. Hellenic Bank Limited (2012) 1 ΑΑΔ 2059

(2012) 1 ΑΑΔ 2059

[*2059]20 Σεπτεμβρίου, 2012

[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΧΡΗΣΤΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΥ,

Εφεσείων-Εναγόμενος 2,

v.

HELLENIC BANK LIMITED,

Eφεσιβλήτων-Εναγόντων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 99/2009)

 

Απόδειξη ― Αγωγή για υπόλοιπο λογαριασμού τραπεζικού δανείου και άλλων τραπεζικών διευκολύνσεων ― Κατά πόσο η ενάγουσα τράπεζα είχε αποδείξει σε ικανοποιητικό βαθμό το οφειλόμενο υπόλοιπο λογαριασμού για το οποίο ευθυνόταν ο εφεσείων ως εγγυητής ― Απόρριψη εισηγήσεων περί πρόωρου και μη νόμιμου τερματισμού ― Η τεκμηρίωση περί του πως αποδείχθηκε ότι το χρέος κατέστη απαιτητό ― Εκρίθη ορθή και η αποδοχή αναθεωρημένων καταστάσεων λογαριασμού  ως το έγγραφο απόδειξης του χρέους.

Απόδειξη ― Τεκμήρια ― Παράδοση επιστολής μέσω Ταχυδρομείου ― Επιστολή η οποία έχει αποδειχθεί ότι έχει ταχυδρομηθεί και δεν έχει επιστραφεί από το Ταχυδρομείο, αποτελεί εκ πρώτης όψεως απόδειξη παράδοσής της στο πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται ― Κατά πόσον αποδείχθηκε η αποστολή επιστολών της Τράπεζας στην ορθή διεύθυνση των οφειλετών.

Συμβάσεις ― Σύμβαση παραχώρησης τραπεζικού δανείου ― Τόκος ― Τρόπος υπολογισμού του από την τράπεζα στη βάση όρου της σύμβασης ― Κατά πόσο συνιστούσε παράβαση του εν λόγου όρου που απέληγε σε υπερχρεώσεις ή ανατοκισμό.

Ο εφεσείων αμφισβήτησε την ορθότητα πρωτόδικης απόφασης με την οποία εξεδόθη απόφαση σε αγωγή που οι εφεσίβλητοι ήγειραν εναντίον του  και της πρωτοφειλέτιδας εταιρείας (εναγόμενης 1) με την οποία αξίωσαν χρεωστικό υπόλοιπο λογαριασμού δανείου και ή άλλων τραπεζικών διευκολύνσεων.

[*2060]Ο εφεσείων (εναγόμενος 2) με γραπτή συμφωνία εγγυήθηκε αλληλέγγυα και/ή ξεχωριστά με την εναγόμενη 1 την πληρωμή των  πιο πάνω υποχρεώσεων της εταιρείας μέχρι ποσού Λ.Κ. 11,000 πλέον τόκους και άλλα τραπεζικά δικαιώματα.

Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού σημείωσε στην απόφαση του ότι εναντίον της εναγόμενης 1 ήδη είχε εκδοθεί εκ συμφώνου απόφαση, προχώρησε και εξέτασε την απαίτηση εναντίον του εφεσείοντα με βάση τη συμφωνία εγγύησης εκδίδοντας σχετική απόφαση υπέρ των εφεσιβλήτων.

Με την έφεση υποστηρίχθηκε μεταξύ άλλων ότι:

α) Εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο προέβηκε σε εύρημα ότι «το χρέος κατέστη απαιτητό και πληρωτέο εναντίον του εφεσείοντα».

β) Εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε τη θέση του εφεσείοντα ότι ο τερματισμός της συμφωνίας δανείου  ήταν πρόωρος και κατ’ επέκταση μη νόμιμος. Η δε επιστολή τερματισμού εστάλη στη λανθασμένη διεύθυνση.

γ)  Το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε την αναθεωρημένη κατάσταση λογαριασμού ως το έγγραφο απόδειξης του χρέους, με αποτέλεσμα, εσφαλμένα και αντινομικά, να εκδώσει απόφαση για €38,212.00 πλέον τόκους, παρόλο ότι η εγγύηση περιοριζόταν στις £11,000 πλέον τόκους.

δ) Εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο επιδίκασε τόκο προς 10,5%. 

Αποφασίστηκε ότι:

  1.  Από μελέτη των σχετικών επιστολών που κατατέθηκαν ως Τεκμήρια, προέκυπτε ότι ο εφεσείων  πληροφορείτο ότι οι εφεσίβλητοι από τις 26/3/2002 τερμάτισαν με επιστολή τους τη λειτουργία του λογαριασμού του πρωτοφειλέτη, το ύψος του χρεωστικού υπολοίπου και περαιτέρω καλείτο σε 7 ημέρες να εξοφλήσει το ποσό με βάση την ευθύνη του από τη συμφωνία εγγύησης.

  2.  Οι εφεσίβλητοι με σχετική επιστολή τους προς την πρωτοφειλέτιδα εταιρεία που απεστάλη σε συγκεκριμένη διεύθυνση στη Λεμεσό, την πληροφορούσαν ότι θα έπρεπε σε 7 μέρες να εξοφλήσουν το οφειλόμενο ποσό διαφορετικά θα λαμβάνονταν δικαστικά μέτρα εναντίον τους.

  3.  Από τη συμφωνία δανείου αλλά και τη συμφωνία εγγύησης προέκυπτε ότι ο εφεσείων συνδεόταν με την εν λόγω εταιρεία (εναγό[*2061]μενη 1 που υπερασπιζόταν από τον ίδιο συνήγορο και δέχθηκε απόφαση αφού υπέγραφε αυτός τη συμφωνία για λογαριασμό της και είχαν την ίδια διεύθυνση στην οποία εστάλησαν οι επιστολές. 

  4.  Το γεγονός ότι δύο επιστολές ημερ. 26/3/2002 προς την πρωτοφειλέτιδα και προς τον εφεσείοντα στάληκαν σε ταχυδρομική Θυρίδα και όχι στην προηγούμενη διεύθυνση δεν διαφοροποιούσε την κατάσταση εφόσον από τα ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου γεγονότα προέκυπτε ότι η θυρίδα αυτή ανήκε στην πρωτοφειλέτιδα στην οποία είχε θέση και ο εφεσείων, μάλιστα για κάποιο διάστημα ως διευθύνων σύμβουλος. Ο ισχυρισμός ότι δεν υπήρξε πληροφόρησή του περί του τερματισμού της συμφωνίας δανείου, δεν ευσταθούσε.

  5.  Ορθά επομένως το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία του ότι δεν είχε γνώση των σχετικών επιστολών αφού τον έκρινε αναξιόπιστο μάρτυρα, ενώ αντίθετα πίστεψε τη μάρτυρα των εφεσιβλήτων η οποία ανέφερε ότι ταχυδρόμησε τις εν λόγω επιστολές περιλαμβανομένων και των σχετικών επιστολών που απευθύνονταν στον εφεσείοντα.

  6.  Το γεγονός ότι με βάση τη συμφωνία ήταν αρκετό αν η αποστολή γινόταν με συνηθισμένο ταχυδρομείο και στην προκειμένη οι επιστολές ημερ. 18/9/2002 στάληκαν η καθεμιά ως « συστημένη», δεν διαφοροποιούσε την κατάσταση. Οι εφεσίβλητοι έκαναν κάτι πέραν της υποχρέωσης που είχαν με βάση τη συμφωνία εγγύησης. Ο δε ισχυρισμός περί λανθασμένης διεύθυνσης απορρίφθηκε, ενόψει της προηγούμενης κατάληξης.

  7.  Αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι ο τερματισμός ήταν πρόωρος, ούτε αυτός ευσταθούσε. Με βάση τους όρους 4 και 6 της συμφωνίας, όπως ορθά έκρινε και το πρωτόδικο δικαστήριο, η συμφωνία μπορούσε να τερματιστεί και ενωρίτερα και το δάνειο να είναι πληρωτέο και απαιτητό, σε περίπτωση «παράλειψης ή άρνησης του χρεώστη όπως καταβάλει ολόκληρη ή μέρος οποιασδήποτε από τις δόσεις μαζί με οποιουσδήποτε τόκους» κλπ του δανείου.

  8.  Σχετικά με την κατάθεση αναθεωρημένων λογαριασμών  η μάρτυρας των εφεσιβλήτων ανέφερε ρητά ότι τις καταχωρήσεις τις είχε ελέγξει, δηλαδή τα “original statements μαζί με τα αναδομημένα» δηλαδή αναθεωρημένα, όπως το εξήγησε. Ως προς την ορθότητα του ποσού, πέραν της αόριστης υποβολής προς τη μάρτυρα ότι υπήρχαν λανθασμένες καταχωρήσεις, δεν υπήρχε συγκεκριμένη θέση εκ μέρους του εφεσείοντα γιατί και πώς το ποσό δεν ήταν ορ[*2062]θό. Τα στοιχεία που τέθησαν ήταν αρκετά για να αποδείξουν το οφειλόμενο υπόλοιπο.

  9.  Επί του θέματος αυτού  σημαντική ήταν συμβατική πρόνοια η οποία ρύθμισε υπέρ των εφεσειόντων το ζήτημα.

10.  Αναφορικά με την επιδίκαση τόκου, προνοείτο ρητά το δικαίωμα των εφεσιβλήτων να προβαίνουν σε μεταβολή του βασικού επιτοκίου νοουμένου ότι δίνουν προς τούτο σχετική ειδοποίηση στον χρεώστη. Η εναγόμενη 1 αποδέχθηκε τον όρο αυτό μέσω της υπογραφής του εφεσείοντα ο οποίος επιπρόσθετα υπέγραψε και τη συμφωνία εγγύησης. Δόθηκαν δε οι σχετικές νόμιμες ειδοποιήσεις. Επομένως ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο επιδίκασε τόκο προς 10,5%.

11.  Ήταν φανερό από τις σχετικές συμβατικές πρόνοιες από τα πιο πάνω η ευθύνη του εφεσείοντα περιοριζόταν στις £11.000 αναφορικά με το κεφάλαιο, αλλά πέραν αυτού είχε ευθύνη και για τους τόκους και άλλα έξοδα και δαπάνες. Επομένως ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο επιδίκασε το ποσό των €38.212,00, το οποίο αποτελείτο από το αρχικό ποσό των £11.000 πλέον τόκους.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Lombard Natwest Ltd. v. Λαζαρίδη (1999) 1 Α.Α.Δ. 1465,

Eshelby v. Federal European Bank Limited [1931] 1 KB 423,

Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ ν. Σαλούμη κ.ά. (2006) 1 Α.Α.Δ. 1347,

Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ. ν. Coral Foods Ltd κ.ά. (2008) 1(Β) Α.Α.Δ. 956,

Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ ν. Λάμπρος Χαριλάου Λτδ κ.ά. (2009) 1 Α.Α.Δ. 479,

Κόμπου ν. Universal Bank Ltd (2009) 1 Α.Α.Δ. 194.

Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρ[*2063]χιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Κίτσιος, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 5412/04), ημερομηνίας 27/1/2009.

Αντ. Παπαντωνίου, για τον Eφεσείοντα-Eναγόμενο 2.

Μ. Αγιομαμίτης για Χρ. Δημητριάδης & Σία, για τους Eφεσίβλητους-Eνάγοντες.

Cur. adv. vult.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Μ. Φωτίου.

ΦΩΤΙΟΥ, Δ.: Οι εφεσίβλητοι (HELLENIC BANK LIMITED) ήγειραν την υπ’ αρ. 5412/2004 αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού εναντίον του εφεσείοντα και της εταιρείας ΜΙΤ Global Data Solutions Ltd (εναγόμενη 1) με την οποία αξίωσαν το ποσό των Λ.Κ. 14,595.13 πλέον τόκο προς 10,5% επί του ποσού των Λ.Κ. 14,217.77 ως χρεωστικό υπόλοιπο λογαριασμού δανείου και ή άλλων τραπεζικών διευκολύνσεων.

Πρωτόδικα ήταν η θέση των εφεσιβλήτων ότι δυνάμει γραπτής συμφωνίας δανείου ημερ. 26/9/2001 παραχώρησαν στην εναγόμενη 1 (πιο κάτω εταιρεία ΜΙΤ) το ποσό των Λ.Κ. 11,000 ως δάνειο το οποίο θα αποπληρωνόταν με μηνιαίες δόσεις από Λ.Κ. 965 η καθεμιά. Η πρώτη δόση θα ήταν πληρωτέα στις 31/7/2001 και η τελευταία στις 30/6/2002. Με βάση την ίδια συμφωνία κατά τον ουσιώδη χρόνο το επιτόκιο ανερχόταν σε 9,60% (7%) βασικό επιτόκιο και 2,60% περιθώριο). Ο τόκος θα υπολογιζόταν και θα ήταν πληρωτέος την 31η Δεκεμβρίου και 30 Ιουνίου εκάστου έτους και θα χρεωνόταν στο υπόλοιπο του λογαριασμού. Παράλειψη της εταιρείας ΜΙΤ να καταβάλει οποιαδήποτε δόση, ως ανωτέρω, καθιστούσε το μέχρι τότε υπόλοιπο πληρωτέο αμέσως και απαιτητό.

Ο εφεσείων (εναγόμενος 2) με γραπτή συμφωνία της ίδιας ημερομηνίας (26/9/2001) εγγυήθηκε αλληλέγγυα και/ή ξεχωριστά με την εταιρεία ΜΙΤ την πληρωμή της πιο πάνω υποχρέωσης της ΜΙΤ μέχρι ποσού Λ.Κ. 11,000 πλέον τόκους και άλλα τραπεζικά δικαιώματα.

Επειδή η εταιρεία ΜΙΤ (πρωτοφειλέτης) κατά παράβαση της συμφωνίας δανείου δεν προέβαινε σε πληρωμές, οι εφεσίβλητοι με επιστολές ημερ. 26/3/2002 και 18/9/2002 τερμάτισαν τη λειτουργία του λογαριασμού και πληροφόρησαν την εταιρεία ΜΙΤ και τον [*2064]εφεσείοντα ότι το χρεωστικό επιτόκιο αυξήθηκε από τις 26/3/2002 από 9,6% σε 12% και από 18/9/2002 καθορίστηκε σε 10,5%. Έτσι αξίωσαν τα ποσά που αναφέρθηκαν πιο πάνω.

Με την υπεράσπιση (που ήταν ενιαία με την εναγόμενη 1) ο εφεσείων προέβαλε διάφορους ισχυρισμούς, αρκετοί διαζευκτικοί και αντιφατικοί μεταξύ τους. Μεταξύ άλλων ισχυρίστηκε τα εξής:  Ότι ουδέποτε συμφώνησε στη σύναψη δανείου προς την ΜΙΤ και/ή έλαβε γνώση ως εγγυητής των όρων του δανείου. Ουδέποτε εγγυήθηκε ή εγγυήθηκε έγκυρα την εναγόμενη 1, και ουδέποτε ενημερώθηκε από τους εφεσίβλητους ότι ήταν εγγυητής ή ότι υπήρχε καθυστέρηση στην πληρωμή του χρέους από την εναγόμενη 1. Ισχυρίστηκε ακόμα ότι ουδέποτε έλαβε γνώση ότι οι  εφεσίβλητοι τερμάτισαν την συμφωνία δανείου και τον τρεχούμενο, με βάση τη συμφωνία αυτή, λογαριασμό.

Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού στην απόφαση του αναφέρει ότι εναντίον της εταιρείας ΜΙΤ (εναγόμενης 1) ήδη εκδόθηκε εκ συμφώνου απόφαση από τις 9/6/2006, προχώρησε και εξέτασε την απαίτηση εναντίον του εφεσείοντα με βάση τη συμφωνία εγγύησης.  Αφού άκουσε δυο μάρτυρες από τη πλευρά των εφεσιβλήτων από τη μιά και τον εφεσείοντα από την άλλη και αφού εξέτασε τα διάφορα έγγραφα που κατατέθηκαν ως τεκμήρια, αποδέχθηκε ως αληθή τη μαρτυρία των εφεσιβλήτων και εξέδωσε απόφαση εναντίον του εφεσείοντα για το ποσό των Λ.Κ. 38,212.00 πλέον τόκο 10,5% από 30/6/2008 μέχρι εξόφλησης και με δικαίωμα κεφαλαιοποίησης του τόκου κάθε 30/6/ και 31/12 εκάστου έτους, πλέον έξοδα.

Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων προσβάλλει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης βασιζόμενος σε 4 λόγους τους οποίους θα εξετάσουμε στη συνέχεια με τη σειρά που τους προώθησε ο ευπαίδευτος συνήγορος του.

Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο προέβηκε σε εύρημα ότι «το χρέος κατέστη απαιτητό και πληρωτέο εναντίον του εναγόμενου 2/εγγυητή και λανθασμένα αξιολόγησε την ενώπιον του μαρτυρία, ιδίως τα τεκμ. 9 Α και 10Α σχετικά με τη συμφωνία εγγύησης, τεκμ. 6, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί σε λανθασμένο συμπέρασμα ως προς την απόδειξη του απαιτητού χρέους.».

Είναι η θέση του ευπαιδεύτου δικηγόρου του εφεσείοντα ότι παρόλο που το δικαστήριο προβληματίστηκε και ενώ είχε μαρτυρία ότι το τεκμ. 10Α δηλαδή η επιστολή τερματισμού προς τον εφε[*2065]σείοντα/εγγυητή στάληκε σε άλλη διεύθυνση από αυτή που δήλωσε ο εφεσείων, διέλαθε της προσοχής του ότι με βάση τον όρο 9 της συμφωνίας (τεκμ. 6) η επιστολή ήταν αρκετό να σταλεί με απλό ταχυδρομείο ενώ εδώ ήταν συστημένη και σε άλλη διεύθυνση. Αντί στην οδό Αλκιβιάδη 11 Λεμεσός, στάληκε στην ταχυδρομική διεύθυνση της εναγόμενης 1 εταιρείας ΜΙΤ, θυρίδα 55213, 3030 Λεμεσός. Αν αποστέλλετο η επιστολή με απλό ταχυδρομείο, συνέχισε ο συνήγορος, τότε το βάρος απόδειξης ότι δεν παραλήφθηκε θα το είχε ο εφεσείων. Εφόσο όμως οι εφεσίβλητοι έστειλαν την επιστολή ως συστημένη, τότε αφού δεν παρουσίασαν απόδειξη παραλαβής της, «δεν πληρώθηκε» ο όρος 9 της συμφωνίας (τεκμ. 6) και έτσι το χρέος δεν έχει καταστεί πληρωτέο και απαιτητό. Από πλευράς των εφεσιβλήτων προβάλλεται η θέση ότι ο συνήγορος του εφεσείοντα έχει συγχίσει τα τεκμήρια στα οποία αναφέρεται. Τα τεκμ. 9Α και 10 Α «δεν αποτελούν επιστολές τερματισμού προς τον εφεσείοντα αλλά επιστολές με τις οποίες οι εφεσίβλητοι ενημέρωσαν τον εφεσείοντα για τον τερματισμό του επίδικου λογαριασμού και κατέστησαν ως ήταν η υποχρέωση τους έναντι του εφεσείοντα το χρέος απαιτητό».

Κατ’ αρχήν σημειώνουμε ότι η αναφορά σε τεκμήρια 9Α και 10Α είναι εσφαλμένη, αφού η ορθή αρίθμηση των τεκμηρίων είναι 9(α) και 10(α) αντίστοιχα.

Από μελέτη του τεκμ. 10(α) επιστολή ημερ. 18/9/2002 η οποία απευθύνεται στον κ. Χρίστο Θεοδώρου, Αλκιβιάδη 11, Απόστολος Ανδρέας 230 Λεμεσός, προκύπτει ότι αυτός πληροφορείτο (α) ότι οι εφεσίβλητοι από τις 26/3/2002 τερμάτισαν τη λειτουργία του λογαριασμού του πρωτοφειλέτη, δηλαδή της MIT Global Data Solutions Ltd, (β) ότι το χρεωστικό υπόλοιπο ήταν £12,125.33 πλέον τόκους και (γ) καλείτο σε 7 ημέρες να εξοφλήσει το ποσό με βάση την ευθύνη του που πηγάζει από τη συμφωνία εγγύησης ημερ. 26/9/2001.  Οι εφεσίβλητοι με επιστολή τους  ημερ. 18/9/2002 (τεκμ. 10) προς την εταιρεία ΜΙΤ Global Data Solutions Ltd, Αλκιβιάδη 11, Απόστολος Ανδρέας 230 Λεμεσός, πληροφόρησαν την  εν λόγω εταιρεία ότι λόγω «άρνησης και/ή παράλειψης και/ή αμέλειας τους» να εξοφλήσουν το υπόλοιπο του λογαριασμού, ο οποίος είχε τερματιστεί από τις 26/3/2002, θα έπρεπε σε 7 μέρες να εξοφλήσουν το οφειλόμενο ποσό από £12,125.33 πλέον τόκους διαφορετικά θα λαμβάνονταν δικαστικά μέτρα εναντίον τους.

Από τη συμφωνία δανείου (τεκμ. 5) αλλά και τη συμφωνία εγγύησης (τεκμ. 6) προκύπτει ότι ο εφεσείων συνδέεται με την εν λόγω εταιρεία (εναγόμενη 1 που, σημειώνουμε, υπερασπιζόταν από [*2066]τον ίδιο συνήγορο και δέχθηκε απόφαση αφού υπογράφει αυτός τη συμφωνία για λογαριασμό της και έχουν την ίδια διεύθυνση, Αλκιβιάδη 11). Το γεγονός ότι το τεκμ. 9, επιστολή ημερ. 26/3/2002 προς την εταιρεία ΜΙΤ και το τεκμ. 9(α) επιστολή ημερ. 26/3/2002 προς τον εφεσείοντα στάληκαν στο ΤΚ 55213 3030 Λεμεσός και όχι στην οδό Αλκιβιάδη 11, κρίνουμε ότι δεν διαφοροποιεί την κατασταση εφόσον από τα ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου γεγονότα προέκυπτε ότι η θυρίδα αυτή ανήκε στην εταιρεία ΜΙΤ, στην οποία είχε θέση και ο εφεσείων, μάλιστα για κάποιο διάστημα ως διευθύνων σύμβουλος. Έτσι  κρίνουμε ότι ο ισχυρισμός ότι δεν υπήρξε πληροφόρησή του περί του τερματισμού της συμφωνίας δανείου, δεν ευσταθεί. Ορθά επομένως το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία του ότι δεν είχε γνώση των επιστολών ημερ. 26/3/2002 (τεκμ.9 και 9(α)) και των επιστολών ημερ. 18/9/2002 (τεκμ. 10 και τεκμ. 10(α)) αφού τον έκρινε αναξιόπιστο μάρτυρα, ενώ αντίθετα πίστεψε την μάρτυρα Νατάσα Γαβριήλ (Μ.Ε.2) η οποία ανέφερε ότι ταχυδρόμησε τις εν λόγω επιστολές περιλαμβανομένων και των επιστολών τεκμ. 9(α) και τεκμ. 10(α), που απευθύνονταν στον εφεσείοντα. Διευκρινίζεται ότι οι επιστολές ημερ. 26/3/2002, τεκμ. 9 προς την ΜΙΤ και τεκμ. 9(α) προς τον εφεσείοντα, στάληκαν με συνηθισμένο ταχυδρομείο, ενώ οι επιστολές ημερ. 18/9/2002 τεκμ. 10 προς την ΜΙΤ και τεκμ. 10(α) προς τον εφεσείοντα ως «ΣΥΣΤΗΜΕΝΗ». Το γεγονός ότι με βάση τη συμφωνία ήταν αρκετό αν η αποστολή γινόταν με συνηθισμένο ταχυδρομείο και εδώ οι επιστολές ημερ. 18/9/2002 στάληκαν η καθεμιά ως «ΣΥ-ΣΤΗΜΕΝΗ», δε νομίζουμε ότι διαφοροποιεί την κατάσταση. Οι εφεσίβλητοι έκαναν κάτι πέραν της υποχρέωσης που είχαν με βάση τη συμφωνία εγγύησης. Ο σχετικός όρος του τεκμ. 6, είναι ο όρος 9 που έχει ως εξής:

«9. Γραπτή ζήτηση από την Τράπεζα με βάση την παρούσα θα θεωρείται ότι έγινε ορθά προς εμένα ή προς τους διαχειριστές της περιουσίας μου αν δοθεί με επιστολή που θα σταλεί με συνηθισμένο ταχυδρομείο στην διεύθυνση που αναφέρεται πιο κάτω και θα έχει πλήρη ισχύ παρά την τυχόν αλλαγή διευθύνσεως μου και κοινοποίηση της αλλαγής αυτής προς την Τράπεζα, και η ζήτηση αυτή θα θεωρείται ότι λήφθηκε από μένα ή τους διαχειριστές της περιουσίας μου 24 ώρες μετά την ταχυδρόμηση της, και θα ισχύει αν υπογραφεί από οποιοδήποτε υπάλληλο της Τράπεζας. Προς απόδειξη της ταχυδρόμησης θα είναι αρκετό να αποδειχτεί η ρίψη του φακέλου που περιέχει τη ζήτηση στο ταχυδρομείο, νοουμένου ότι ο φάκελος έφερε την ορθή διεύθυνση.»

[*2067]Επομένως ο ισχυρισμός του εφεσείοντα ότι ο τερματισμός της συμφωνίας δανείου (που σημειώνουμε ότι αφορά την εναγόμενη 1 εταιρεία που δέχθηκε απόφαση) δεν έγινε σύμφωνα με τον όρο 6 αυτής, δεν ευσταθεί, όπως δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός ότι υπήρξε παράβαση του όρου 9 της συμφωνίας εγγύησης. Οι αυθεντίες και αποφάσεις που επικαλείται ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα (βλ. μεταξύ άλλων, Lombard Natwest Ltd v. Λαζαρίδη (1999) 1 Α.Α.Δ. 1465, Eshelby v. Federal European Bank Limited [1931] 1 KB 423 και Chitty on Contracts 27η έκδοση, Τόμος 2, σελ. 1347) αναφορικά με τις συνέπειες μη ειδοποίησης ενός εγγυητή περί του τερματισμού της συμφωνίας, δεν έχουν εφαρμογή στην παρούσα.

Με το δεύτερο λόγο έφεσης προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε τη θέση του εφεσείοντα ότι ο τερματισμός της συμφωνίας δανείου που έγινε με την επιστολή ημερ. 26/3/2002 (τεκμ. 10) ήταν πρόωρος και κατ’ επέκταση μη νόμιμος, εφόσον η συμφωνημένη ημερομηνία λήξης της συμφωνίας ήταν η 30/6/2002. Επικαλείται και για το λόγο αυτό, τα όσα ισχυρίστηκε κατά την ανάπτυξη του πρώτου λόγου έφεσης περί του τρόπου αποστολής της επιστολής τερματισμού δηλαδή ότι εστάλη στη λανθασμένη διεύθυνση. Ενόψει λοιπόν της κατάληξης μας αναφορικά με τον πρώτο λόγο έφεσης ο ισχυρισμός περί λανθασμένης διεύθυνσης απορρίπτεται.

Αναφορικά τώρα με τον ισχυρισμό ότι ο τερματισμός ήταν πρόωρος, ούτε αυτός ευσταθεί. Είναι γεγονός ότι με βάση τους όρους της συμφωνίας και νοουμένου ότι αυτή λειτουργούσε κανονικά η τελευταία δόση ήταν πληρωτέα στις 30/6/2002. Όμως με βάση τους όρους 4, και 6 της συμφωνίας (τεκμ. 5), όπως ορθά έκρινε και το πρωτόδικο δικαστήριο, η συμφωνία μπορούσε να τερματιστεί και ενωρίτερα και το δάνειο να είναι πληρωτέο και απαιτητό, σε περίπτωση «παράλειψης ή άρνησης του χρεώστη όπως καταβάλει ολόκληρη ή μέρος οποιασδήποτε από τις δόσεις μαζί με οποιουσδήποτε τόκους» κλπ του δανείου.

Ο όρος 4 της συμφωνίας δανείου (τεκμ. 5) διέπει τα δικαιώματα των εφεσιβλήτων σε περίπτωση που ο χρεώστης (εδώ η εναγόμενη 1) παραλείπει να πληρώσει τις δόσεις ως έχει συμφωνηθεί. Ο όρος καταλήγει ως εξής:

«5. Νοείται ότι η Τράπεζα θα έχει το δικαίωμα να δίνει παρατάσεις και να δέχεται πληρωμές έναντι οποιασδήποτε δόσεως η οποία είναι πληρωτέα και/ή να τροποποιεί όλους ή οποιουσδήποτε από τους όρους που αναφέρονται στην αποπληρωμή του [*2068]δανείου.

Ανεξάρτητα από οποιοδήποτε άλλο όρο που περιέχεται στην παρούσα συμφωνία, η Τράπεζα θα έχει πάντοτε το δικαίωμα να απαιτήσει σε οποιαδήποτε στιγμή αποπληρωμή του δανείου ή οποιουδήποτε υπολοίπου του, οπότε το δάνειο ή οποιοδήποτε υπόλοιπο του καθίσταται αμέσως πληρωτέο και απαιτητό.»

Ο όρος 6 της ίδιας συμφωνίας διαλαμβάνει τα ακόλουθα:

«6. Μόλις το πιο πάνω δάνειο ή οποιοδήποτε μέρος του ζητηθεί από την Τράπεζα θα καθίσταται αμέσως απαιτητό και θα εξοφλείται, ο δε χρεώστης οφείλει να πληρώσει αμέσως κάθε ποσό οφειλόμενο προς την Τράπεζα, συμπεριλαμβανομένου του κεφαλαίου, τόκου, τόκου υπερημερίας, προμήθειας, δικαιωμάτων, δαπανών, επιβαρύνσεων, χρεώσεων και άλλων εξόδων, παράλειψη δε του χρεώστη να πράξει αυτό αμέσως, θα συνεπάγεται σημαντική αύξηση του Περιθωρίου από την ημέρα της ζήτησης του δανείου, η δε Τράπεζα θα έχει το δικαίωμα να απαιτήσει δικαστικώς ή άλλως πως την πληρωμή του χρέους πλέον των Δικαστικών ή/και άλλων εξόδων οποιασδήποτε φύσης μέχρι πλήρους και τελικής εξόφλησης.»

Όλα τα πιο πάνω δείχνουν ότι ο ισχυρισμός του εφεσείοντα ότι ο τερματισμός της συμφωνίας ήταν πρόωρος και κατ’ επέκταση «μη νόμιμος», δεν ευσταθεί.

Με τον τρίτο λόγο έφεσης ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάσισε ότι η συμφωνία δανείου «δεν έχει μετατραπεί με το τεκμ. 13 δηλαδή με μεταγενέστερη συμφωνία μεταξύ της εφεσίβλητης και της εναγόμενης 1 εταιρείας» γιατί (α) δεν αξιολόγησε ορθά το τεκμ. 13 με βάση το οποίο διαφοροποιήθηκε ο χρόνος αποπληρωμής του δανείου μέχρι 31/8/2002 και (β) ερμήνευσε εσφαλμένα τους όρους της συμφωνίας εγγύησης τεκμ 6. Η θέση της πλευράς των εφεσιβλήτων είναι ότι ο ισχυρισμός αυτός δεν πρέπει καν να εξεταστεί αφού δεν είχε δικογραφηθεί.

Εξετάσαμε τους αντίστοιχους ισχυρισμούς και συμφωνούμε με τη θέση των εφεσιβλήτων ότι πουθενά στην υπεράσπιση του εφεσείοντα δικογραφείται η θέση περί νέας συμφωνίας. Εν πάση περιπτώσει το τεκμ. 13 δεν αποτελεί νέα συμφωνία αλλά είναι απλώς μια κατάσταση λογαριασμού που αναφέρεται στο ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΔΑΝΕΙΟ ημερομηνίας ανοίγματος 28/9/2001 και ημερομηνία λή[*2069]ξης 31/8/2002 με τελευταία δόση των ΛΚ 965 στην 31/8/2002. Με τους όρους 1, 3 και 14(β) της συμφωνίας εγγύησης (Τεκμ. 6) ο εφεσείων αναγνώρισε και αποδέκτηκε μεταξύ άλλων το δικαίωμα των εφεσιβλήτων να παραχωρούν προς την εταιρεία ΜΙΤ (πρωτοφειλέτη) παρατάσεις χρόνου αποπληρωμής του χρέους. Επομένως απορρίπτεται και ο τρίτος λόγος έφεσης.

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι  το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε την αναθεωρημένη κατάσταση λογαριασμού (τεκμ. 2) ως το έγγραφο απόδειξης του χρέους, με αποτέλεσμα, εσφαλμένα και αντινομικά, να εκδώσει απόφαση για €38,212.00 πλέον τόκους, παρόλο ότι η εγγύηση περιοριζόταν στις £11,000 πλέον τόκους. Η Μαρία Κουμέρα (Μ.Ε.1) που παρουσίασε την κατάσταση λογαριασμού δεν είχε προσωπική γνώση του περιεχομένου του τεκμηρίου 2. Επικαλέστηκε, μεταξύ άλλων, τις υποθέσεις Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ ν. Σαλούμη κ.ά. (2006) 1 Α.Α.Δ. 1347 και Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ. ν. Coral Foods Ltd κ.ά. (2008) 1(Β) Α.Α.Δ. 956. Περαιτέρω ισχυρίστηκε ότι αδικαιολόγητα επιδίκασε τόκο προς 10,5%.

Η θέση των εφεσιβλήτων είναι ότι τα τεκμήρια 1 και 2 κατατέθησαν από την Μαρία Κουμέρα (Μ.Ε.1) χωρίς οιαδήποτε ένσταση ότι δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις του περί Αποδείξεως Νόμου.  Στην αντεξέταση της η μάρτυρας απλώς ανέφερε ότι δεν είχε σχέση με τη σύναψη της συμφωνίας δανείου και δεν γνώριζε αν έγινε οποιαδήποτε αναδιοργάνωση. Όμως ανέφερε ρητά ότι τις καταχωρήσεις τις έχει ελέγξει, δηλαδή τα “original statements μαζί με τα αναδομημένα» δηλαδή αναθεωρημένα, όπως το εξήγησε.

Εξετάσαμε και επί του προκειμένου τις αντίστοιχες θέσεις.  Αναφορικά με την ορθότητα του ποσού, πέραν της αόριστης υποβολής προς την Μ.Ε.1 ότι υπήρχαν λανθασμένες καταχωρήσεις, δεν υπάρχει συγκεκριμένη θέση εκ μέρους του εφεσείοντα γιατί και πώς το ποσό δεν ήταν ορθό. Στη συγκεκριμένη περίπτωση από το τεκμ. 2 φαίνεται ότι υπάρχει βασικά η χρέωση του ποσού του δανείου και οι τόκοι, τα οποία σε συνδυασμό με τη μαρτυρία της Μ.Ε.1 ήταν αρκετά για να αποδείξουν το οφειλόμενο υπόλοιπο, ιδιαίτερα εδώ που δεν είχε γίνει οποιαδήποτε πληρωμή έναντι του χρέους. Σχετική είναι η υπόθεση Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ. ν. Λάμπρος Χαριλάου Λτδ κ.ά. (2009) 1 Α.Α.Δ. 479, που επικαλέστηκε η πλευρά των εφεσιβλήτων, όπου στη σελ. 493 λέχθηκαν τα ακόλουθα:

«Η πιο πάνω εισήγηση είναι ορθή. Η εφεσείουσα τράπεζα απέ[*2070]δειξε τη νομότυπη υπογραφή της συμφωνίας (Τ.1), την σύναψη της συμφωνίας εγγύησης (Τ.8) και το υπόλοιπο του λογαριασμού με την κατάθεση των Τεκμηρίων 9 και 11. Οι καταστάσεις του λογαριασμού (Τ.9 και 11), μαζί με την πιστοποίηση του αρμόδιου Λειτουργού της εφεσείουσας τράπεζας, ότι αυτά αποτελούσαν απόσπασμα του ηλεκτρονικού αρχείου της τράπεζας, συνιστούσαν εκ πρώτης όψεως απόδειξη των σχετικών καταχωρίσεων (Άρθρο 22 του Κεφ. 9 όπως έχει τροποποιηθεί). Από τη στιγμή που τα πιο πάνω έγγραφα έγιναν εκ συμφώνου αποδεκτά το περιεχόμενο τους συνιστούσε ικανοποιητική μαρτυρία που μπορούσε να οδηγήσει σε απόδειξη των ισχυρισμών της εφεσείουσας τράπεζας. Έτσι το βάρος απόδειξης μετατέθηκε στους ώμους των εφεσιβλήτων για να αποδείξουν την μη ύπαρξη των καταχωρίσεων και/ή την καταχώριση λανθασμένων καταχωρίσεων προς υποστήριξη των ισχυρισμών τους. Οι εφεσίβλητοι απέτυχαν να αντικρούσουν την πιο πάνω μαρτυρία. Στην ουσία υπήρξε αντιστροφή του βάρους απόδειξης από το Δικαστήριο.»

Επί του θέματος αυτού κρίνουμε σημαντική και την πρόνοια του όρου 15 της συμφωνίας εγγύησης (Τεκμ. 6) που έχει ως εξής:

«15. Συμφωνώ όπως, σε περίπτωση δικαστικών ή άλλων μέτρων εναντίον μου, θεωρείται τελεσίδικη μαρτυρία, όσον αφορά το ποσό των υποχρεώσεων του πρωτοφειλέτη προς την Τράπεζα, πιστοποιητικό της Τράπεζας κατάλληλα υπογραμμένο από δύο εξουσιοδοτημένους υπαλλήλους της Τράπεζας. Περαιτέρω συμφωνώ όπως δεσμεύομαι πλήρως από οποιαδήποτε παραδοχή και/ή αναγνώριση χρέους και/ή υποχρέωσης που αναλήφθηκε από τον πρωτοφειλέτη προς την Τράπεζα.»

Η μαρτυρία της Μ.Ε.2, όπως δόθηκε με τη Δήλωση Β, σε συνδυασμό με τα Τεκμ. 1 και 2, ήταν αρκετή για απόδειξη του ύψους του οφειλόμενου ποσού, όπως ορθά έκρινε το πρωτόδικο δικαστήριο.

Στα πλαίσια του τέταρτου λόγου έφεσης προβάλλεται και ο ισχυρισμός ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο επιδίκασε τόκο προς 10,5%. Για τους λόγους που εξηγούμε στη συνέχεια, κρίνουμε ότι ούτε αυτός ο ισχυρισμός ευσταθεί. Στη συμφωνία του δανείου (τεκμ. 5) με τους όρους 2Α και 2Γ προνοείται ρητά το δικαίωμα των εφεσιβλήτων να προβαίνουν σε μεταβολή του βασικού επιτοκίου νοουμένου ότι δίνουν προς τούτο σχετική ειδοποίηση στον χρεώστη. Η εναγόμενη 1 ΜΙΤ αποδέχθηκε τον όρο αυτό μέσω της υπογραφής του εφεσείοντα ο οποίος επιπρόσθετα υπέγραψε [*2071]και τη συμφωνία εγγύησης. Σχετική ειδοποίηση για αύξηση του επιτοκίου δόθηκε τόσο στην εναγόμενη 1 όσο και στον εφεσείοντα.  Κατά τον ουσιώδη χρόνο ίσχυε ο περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμος του 1999 (Ν. 160(Ι)/99), στον οποίο, σε αντίθεση με την προηγούμενη περί τόκου νομοθεσία, δεν υπάρχει απαγόρευση ως προς το μέγιστο ποσοστό επιτοκίου. [Βλ. Κόμπου ν. Universal Bank Ltd (2009) 1 Α.Α.Δ. 194 και Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ ν. Λάμπρου Χαριλάου Λτδ (πιο πάνω)].  Επομένως ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο επιδίκασε τόκο προς 10,5%. Αναφορικά με τον ισχυρισμό του εφεσείοντα ότι εφόσον η ευθύνη του ήταν μέχρι £11,000 το δικαστήριο δεν είχε εξουσία να επιδικάσει €38.212,00 και πάλιν κρίνουμε ότι δεν ευσταθεί. Ο σχετικός όρος της συμφωνίας εγγύησης (τεκμ. 6) έχει ως ακολούθως:

«12. Εννοείται πάντοτε, και υπό τους όρους της παραγράφου 4, ότι το ποσό κεφαλαίου για το οποίο θα ευθύνομαι με βάση την παρούσα δεν θα υπερβαίνει το ποσό των £11.000. Επιπλέον θα ευθύνομαι για τόκους, προμήθειες, επιβαρύνσεις και/ή άλλα τραπεζικά δικαιώματα επί του ποσού αυτού μέχρι πλήρους και τελειωτικής εξόφλησης καθώς και για δικηγορικά και δικαστικά έξοδα και/ή άλλα έξοδα και δαπάνες κατά τους όρους και πρόνοιες των επί μέρους συμφωνιών για παραχώρηση πιστωτικών και/ή άλλων διευκολύνσεων που υπέγραψε και/ή θα υπογράψει στο μέλλον ο πρωτοφειλέτης με την Τράπεζα.

Η Τράπεζα θα έχει το δικαίωμα οποτεδήποτε αποφασίσει, να τροποποιεί το προαναφερόμενο ποσοστό επιτοκίου κατά τους όρους και πρόνοιες των πιο πάνω αναφερομένων επί μέρους συμφωνιών για παραχώρηση πιστωτικών και/ή άλλων διευκολύνσεων που υπεγραψε και/ή θα υπογράψει στο μέλλον ο πρωτοφειλέτης.»

Είναι φανερό από τα πιο πάνω ότι η ευθύνη του εφεσείοντα περιοριζόταν στις £11.000 αναφορικά με το κεφάλαιο, αλλά πέραν αυτού είχε ευθύνη και για τους τόκους και άλλα έξοδα και δαπάνες.  Επομένως ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο επιδίκασε το ποσό των €38.212,00, το οποίο σύμφωνα με το τεκμ. 2, αποτελείτο από το αρχικό ποσό των £11.000 πλέον τόκους.

Ενόψει όλων των πιο πάνω η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα (πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει) εναντίον του εφεσείοντα και υπέρ των εφεσιβλήτων.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο