Oterom Ltd και άλλοι ν. Κυριάκου Ζ. Χριστοδουλίδη και άλλων (2012) 1 ΑΑΔ 2072

(2012) 1 ΑΑΔ 2072

[*2072]20 Σεπτεμβρίου, 2012

[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

(Πολιτική Έφεση Αρ. 330/2008)

(Σχ. με 63/2009)

1.            OTEROM LTD.,

2.            ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ

   ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.,

Εφεσείοντες-Εναγόμενοι,

v.

ΚΥΡΙΑΚΟΥ Ζ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗ,

Εφεσιβλήτου-Ενάγοντα.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 63/2009)

(Σχ. με 330/2008)

ΚΥΡΙΑΚΟΣ Ζ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗΣ,

Εφεσείων-Ενάγων,

v.

1.            OTEROM LTD.,

2.            ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ

   ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.,

Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.

(Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 330/2008, 63/2009)

 

Συμβάσεις ― Σύμβαση εργοδότησης ― Επικύρωση πρωτόδικης κρίσης με την οποία αποφασίστηκε ότι μεταξύ των εφεσειόντων 1 και του εφεσίβλητου είχε συναφθεί σχέση εργοδότησης, ο τερματισμός της οποίας δημιούργησε δικαιώματα αποζημιώσεων ― Οι λόγοι έφεσης  επικεντρώθηκαν στη μαρτυρία των καθηγητών εμπειρογνωμόνων οι οποίες κατέθεσαν τις θέσεις τους αναφορικά με τις νομικές συνέπει[*2073]ες της επίδικης σύμβασης με βάση το Ελληνικό δίκαιο το οποίο οι συμβαλλόμενοι επέλεξαν να διέπει τη σύμβαση.

Έξοδα ― Έξοδα σύνταξης νομικής γνωμοδότησης μάρτυρα ― Επιτυχής έκβαση έφεσης η οποία στράφηκε εναντίον της αφαίρεσης από τον κατάλογο υπολογισθέντων εξόδων, ποσού €20.000 το οποίο αποδεδειγμένα καταβλήθηκε από τους εφεσείοντες σε εμπειρογνώμονα καθηγητή πανεπιστημίου για την ετοιμασία νομικής γνωμοδότησης η οποία κατατέθηκε ως Τεκμήριο στη δίκη από τον καθηγητή που κλήθηκε ως μάρτυρας, εμπειρογνώμονας για το Ελληνικό δίκαιο ― Δεν υπήρχε οτιδήποτε στο φάκελο που να μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως υπόβαθρο για σκοπούς ελέγχου της επί του προκειμένου άσκησης της διακριτικής εξουσίας του δικαστηρίου εναντίον της έγκρισης του κονδυλίου των €20.000.

Οι εφέσεις 330/2008 και 63/2009 ακούστηκαν μαζί λόγω συνάφειας και εκδόθηκαν χωριστές αποφάσεις.

Πολιτική Έφεση 330/2008

Στις 6/4/1999 υπεγράφη μεταξύ εφεσίβλητου και εφεσειόντων 1 «συμφωνία εργοδότησης» διάρκειας τριών χρόνων, την πιστή εκτέλεση από πλευράς εφεσειόντων 1, των όρων της οποίας, εγγυήθηκαν οι εφεσείοντες 2.

Δυνάμει των όρων της πιο πάνω συμφωνίας, ο εφεσίβλητος διορίστηκε διευθύνων σύμβουλος της αρμενικής εταιρείας The Armenia Telephone Company Joint Venture (ή Armentel), η οποία είχε την έδρα της στο Γερεβάν. Στο μετοχικό κεφάλαιο της Armentel μετείχαν κατά 90% οι εφεσείοντες 2.

Αρχές Μαΐου 1999, ο εφεσίβλητος, αφού εγκαταστάθηκε στο Γερεβάν, άρχισε να προσφέρει τις υπηρεσίες του στην Armentel ως διευθύνων σύμβουλος. Παράλληλα συνήφθη συμφωνία μεταξύ εφεσειόντων 1 και Armentel. Δυνάμει των όρων της εν λόγω συμφωνίας οι εφεσείοντες 1 ανέλαβαν την υποχρέωση να παρέχουν στην αρμενική εταιρεία υπηρεσίες διευθύνοντος συμβούλου.

Σύμφωνα με σχετικό όρο  και των δύο πιο πάνω συμφωνιών, οι δύο συμφωνίες θα διέποντο από το Ελληνικό Δίκαιο.

Οκτώ περίπου μήνες αργότερα τερματίστηκαν οι υπηρεσίες του εφεσιβλήτου. Ο τελευταίος, αφού επέδωσε στους εφεσείοντες εξώδικη δήλωση διαμαρτυρίας με βάση το Ελληνικό Δίκαιο, στη συνέχεια κα[*2074]ταχώρησε εναντίον τους την αγωγή, στα πλαίσια της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση.

Με την αγωγή του ο εφεσίβλητος αξίωνε από τους εφεσείοντες αλληλέγγυα και κεχωρισμένα – από μεν τους εφεσείοντες 1 ως πρωτοφειλέτες, από δε τους εφεσείοντες 2 ως εγγυητές – το συνολικό ποσό των $1.750.000 ως αποζημιώσεις για παράβαση της συμφωνίας εργοδότησης ημερομηνίας 6/4/1999. Οι αποζημιώσεις περιελάμβαναν αξιώσεις για καθυστερημένους και οφειλόμενους μισθούς, φιλοδωρήματα και/ή αποζημιώσεις για παράβαση  συμφωνίας. Επιπρόσθετο ποσό αξιωνόταν από τον εφεσίβλητο ως αποζημιώσεις δια ηθική βλάβη.

Η επιχειρηματολογία των εφεσειόντων ήταν, ότι αντισυμβαλλόμενος του εφεσιβλήτου δεν ήταν οι εφεσείοντες 1, αλλά η αρμενική εταιρεία Armentel, καθώς ο εφεσίβλητος είχε αναλάβει υποχρέωση παροχής υπηρεσιών διευθύνοντος συμβούλου προς την εν λόγω εταιρεία στο πλαίσιο σχέσης εντολής ή σχέσης ανεξαρτήτων υπηρεσιών.

Υποστήριξαν περαιτέρω ότι οι  εφεσείοντες 1 διαπραγματεύθηκαν με τον εφεσίβλητο τη συμφωνία εργοδότησης 6/4/1999 ως αντιπρόσωποι και για λογαριασμό της Armentel και υπό την εν λόγω ιδιότητα την υπέγραψαν. Με τη συμφωνία εργοδότησης, ισχυρίστηκαν, ο εφεσίβλητος συμβλήθηκε με την Armentel προπαρασκευαστικά ενόψει της προοπτικής σύναψης της βασικής σύμβασης παροχής υπηρεσιών του διευθύνοντος συμβούλου, δηλαδή του εφεσιβλήτου και της Armentel, σύμφωνα με το Αρμενικό Δίκαιο, τη σύναψη της οποίας συμφωνίας ο εφεσίβλητος δεν προώθησε.

Η εγγύηση των εφεσειόντων 1 και συνακόλουθα η μετεγγύηση των εφεσειόντων 2 τελούσε, σύμφωνα με τους εφεσείοντες, υπό τον όρο σύναψης οριστικής συμφωνίας μεταξύ Armentel και εφεσιβλήτου, συμφωνίας όμως που ουδέποτε συνήφθη.

Αναφορικά με τα γεγονότα, το πρωτόδικο δικαστήριο, έκαμε δεκτή την εκδοχή του εφεσιβλήτου, ενώ απέρριψε εκείνη του μάρτυρα των εφεσειόντων.

Αναφορικά με την ερμηνεία του ισχύοντος δικαίου, δηλαδή του Ελληνικού Δικαίου, έκαμε δεκτή τη μαρτυρία του καθηγητή μάρτυρα του εφεσιβλήτου ενώ απέρριψε εκείνη του καθηγητή μάρτυρα των εφεσειόντων. Ως αποτέλεσμα, δικαίωσε τον εφεσίβλητο, στον οποίο και επιδίκασε, με τη μορφή αποζημιώσεων λόγω παράβασης συμφωνίας, το συνολικό ποσό των $1.762,928, πλέον τόκους.

[*2075]Με την έφεση υποστηρίχθηκε μεταξύ άλλων ότι:

  (α) Με την υπογραφή της σχετικής συμφωνίας ελλείψει οποιασδήποτε παροχής εργασίας του Ενάγοντος προς τον εφεσείοντα 1 και/ ή 2, δεν ήταν δυνατόν κατά το Ελληνικό δίκαιο να καταρτίσθηκε οποιαδήποτε σύμβαση εργασίας του Ενάγοντος με τους Εφεσείοντες 1 και/ή 2.

  (β) Με την υπογραφή της σχετικής συμφωνίας συστάθηκε σχέση παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών “CEO” εκ μέρους του Ενάγοντα προς την εταιρεία Armentel και ως εκ τούτου η σχέση που υπήρχε μεταξύ του Ενάγοντα και της Armentel ήταν σχέση «έμμισθης εντολής».

  (γ) Η Armentel δια των Εφεσειόντων 1 συμβλήθηκε με τον Ενάγοντα «προπαρασκευαστικά» σύμφωνα με τα Άρθρα 361, 287 και 288 του Ελληνικού Αστικού Κώδικα, ενόψει της σύναψης της κυρίας σύμβασης παροχής υπηρεσιών CEO, σύμφωνα με το καταστατικό της Armentel και το Αρμενικό δίκαιο δυνάμει των οποίων έπρεπε να συναφθεί γραπτή συμφωνία μεταξύ Ενάγοντα και Armentel.

  (δ) Η συμφωνία μεταξύ Ενάγοντα και Armentel δεν υπογράφηκε ποτέ καθ’ ότι ο Ενάγων ως CEO της εταιρείας δεν προώθησε και δεν έδωσε οδηγίες για την κατάρτιση και υπογραφή της.

  (ε) Η εγγυητική ιδιότητα της Oterom τελούσε υπό την αίρεση ότι θα ολοκληρωνόταν κατά το νόμο η οριστική σύναψη της σχέσης CEO του Ενάγοντα με την Armentel και υπό την προϋπόθεση ότι ο Ενάγων θα εκπλήρωνε τις υποχρεώσεις έναντι της Armentel.

(στ) Ο Ενάγων όφειλε να ενάγει πρώτα την Armentel ως πρωτοφειλέτη, τους δε εφεσείοντες 1 στο πλαίσιο της εγγυητικής ευθύνης που είχε αναλάβει έναντι αυτού με τη σχετική συμφωνία, μόνο στην περίπτωση που η Armentel αδυνατούσε κατά τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης να ικανοποιήσει πλήρως την απαίτησή του. Και αυτό γιατί η σύμβαση «εγγύησης» έχει κατ’ ανάγκη έναν χαρακτήρα παρεπόμενο και κατά κανόνα επικουρικό της κύριας οφειλής.

  (ζ) Ο Ενάγων παρέβη βασικούς συμβατικούς όρους και κυρίως τον όρο περί σωστής συμπεριφοράς του έναντι των αρμενικών αρχών.

[*2076]  (η)            Η σχέση Ενάγοντα – Armentel λύθηκε έγκυρα και με βάση τις προβλεπόμενες διαδικασίες στο καταστατικό της Armentel και κατά τα ισχύοντα στο Ελληνικό Δίκαιο.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Μεταξύ των δύο καθηγητών δεν προέκυψε, όπως ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο διαπίστωσε, διαφωνία ως προς τη διατύπωση των νομικών αρχών που σύμφωνα με το Ελληνικό Δίκαιο τύγχαναν εφαρμογής. Η διαφωνία των δύο καθηγητών εστιάστηκε στην αξιολόγηση των νομικών συνεπειών της κάθε πτυχής της υπόθεσης.

2.  Το κατά πόσο σε μια συγκεκριμένη σύμβαση δημιουργήθηκε αντιπροσώπευση σύμφωνα με το Ελληνικό δίκαιο, συνιστά θέμα συναρτώμενο με την ερμηνεία της δήλωσης βούλησης.

3.  Τέσσερεις λόγοι έφεσης είχαν ως υπόβαθρο τη μαρτυρία των καθηγητών μαρτύρων υπεράσπισης στην πρωτόδικη διαδικασία. Η εν λόγω μαρτυρία όμως για τους λόγους που αναπτύσσονται στην πρωτόδικη απόφαση, απορρίφθηκε και η απουσία στοιχείων που αντικειμενικά κρινόμενα θα μπορούσαν να πλήξουν καίρια την αξιοπιστία είτε του εφεσιβλήτου, είτε του μάρτυρα του, και να δημιουργήσουν ρήγμα στην υπόθεση φανερώνοντας διάθεση από πλευράς τους απόκρυψης της αλήθειας, ήταν στην παρούσα περίπτωση περισσότερο από εμφανής.

4.  Όπως στην περίπτωση των λόγων έφεσης 1, 2, 3 και 4, έτσι και στην περίπτωση των λόγων έφεσης 5, 6, 7 και 8, οι εισηγήσεις/θέσεις των εφεσειόντων, ως υπόβαθρο, ουσιαστικά είχαν τη μαρτυρία του καθηγητή Ι. Λυξουριώτη, την οποία όμως το πρωτόδικο δικαστήριο, για τους λόγους που αναφέρονταν στην πρωτόδικη απόφαση, είχε απορρίψει.

5.  Αντίθετα, η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο τερματισμός από την Armentel των υπηρεσιών του εφεσιβλήτου από τη θέση του διευθύνοντος συμβούλου της εν λόγω εταιρείας, όπως και η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι κανένας από τους εμπλεκόμενους – είτε ο εφεσίβλητος είτε οι εφεσείοντες - «δεν είχε προχωρήσει σε επιστολή τερματισμού της ισχύος της συμφωνίας 6.4.1999» εύρισκαν έρεισμα στην αποδεκτή από το δικαστήριο μαρτυρία.

Πολιτική Έφεση 63/2009

Με την πολιτική έφεση 63/2009 ο εφεσίβλητος αμφισβήτησε την [*2077]αφαίρεση από τον κατάλογο εξόδων που υποβλήθηκε για έγκριση στο Δικαστήριο, ύστερα από την επιδίκαση εξόδων υπέρ του, του ποσού των €20.000 που καταβλήθηκαν σύμφωνα με τον εφεσείοντα, σε καθηγητή του Αστικού Δικαίου του Πανεπιστημίου Αθηνών για τον καταρτισμό έγγραφης γνωμοδότησης αναφορικά με τις αρχές του Ελληνικού Δικαίου, που ήταν το δίκαιο που τύγχανε εφαρμογής στην παρούσα περίπτωση. Ο εν λόγω καθηγητής κλήθηκε  και κατέθεσε ως μάρτυρας αναφορικά με τη γνωμοδότηση που κατατέθηκε ως Τεκμήριο. Ο κατάλογος εξόδων όπως διαμορφώθηκε από τον Πρωτοκολλητή εγκρίθηκε από το Δικαστήριο.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Αντίθετα με το ποσό των €20.000 που δεν εγκρίθηκε,  ποσό των €12.000 για την έλευση και διαμονή του καθηγητή για να καταθέσει ως μάρτυρας, εγκρίθηκε.

2.  Πέραν από μια χειρόγραφη σημείωση που φερόταν να παρέπεμπε στο κονδύλι των €12.000, δεν υπήρχε οτιδήποτε που να μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως υπόβαθρο για σκοπούς ελέγχου της επί του προκειμένου άσκησης της διακριτικής εξουσίας του δικαστηρίου εναντίον της έγκρισης του κονδυλίου των €20.000.

3.  Η απουσία τέτοιων στοιχείων άφηνε ατεκμηρίωτη και μετέωρη την απόφαση μη έγκρισης του συγκεκριμένου κονδυλίου, το οποίο, αποδεδειγμένα καταβλήθηκε στον καθηγητή.

Η έφεση 330/2008 απορρίφθηκε με έξοδα.

Η έφεση 63/2009 επιτράπηκε με έξοδα. Ο κατάλογος εξόδων τροποποιήθηκε  ανάλογα.

Εφέσεις.

Εφέσεις από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Παμπαλλής, Π.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 2192/00), ημερομηνίας 6/2/2009.

Μ. Τζουντ (κα) και Τζ. Παπαμιχαήλ (κα) για Α. Νεοκλέους, για τους Εφεσείοντες στην Πολιτική Έφεση Αρ. 330/2008 και για τους Εφεσίβλητους στην Πολιτική Έφεση Αρ. 63/2009.

[*2078]Κυρ. Μιχαηλίδης, για τον Εφεσίβλητο στην Πολιτική Έφεση Αρ. 330/2008 και για τον Εφεσείοντα στην Πολιτική Έφεση Αρ. 63/2009.

Cur. adv. vult.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Πασχαλίδης.

ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Τις πιο πάνω δύο εφέσεις, οι οποίες λόγω                    της συνάφειας και της αλληλοεξάρτησης τους ακούστηκαν μαζί, θα τις εξετάσουμε χωριστά.

Πολιτική Έφεση 330/2008.

Κατά πάντα ουσιώδη χρόνο και μέχρι τον Απρίλιο 1999, ο εφεσίβλητος στην έφεση 330/2008 και εφεσείων στην έφεση 63/2009, ενάγοντας στην αγωγή στα πλαίσια της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη πρωτόδικη απόφαση, υπηρετούσε στην Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (ΑΤΗΚ) στη θέση του Βοηθού Γενικού Διευθυντή. Στη συνέχεια θα αναφερόμαστε στον πρώην ενάγοντα ως «εφεσίβλητο».

Οι εφεσείοντες 1 στην έφεση 330/2008 και εφεσίβλητοι 1 στην έφεση 63/2009, εναγόμενοι 1 στην πρωτόδικη διαδικασία, στους οποίους στη συνέχεια θα αναφερόμαστε ως «εφεσείοντες 1», είναι κυπριακή υπεράκτια εταιρεία, θυγατρική του Οργανισμού Τηλεπικοινωνιών Ελλάδος Α.Ε. ελληνικής εταιρείας, εναγόμενων 2 στην πρωτόδικη διαδικασία, εφεσειόντων 2 στην έφεση 330/2008 και εφεσίβλητων 2 στην έφεση 63/2009 και πλήρως ελεγχόμενη από τους τελευταίους. Στη συνέχεια θα αναφερόμαστε στους πρώην εναγόμενους 2 ως «εφεσείοντες 2».

Στις 6/4/1999 υπεγράφη μεταξύ εφεσίβλητου και εφεσειόντων 1 «συμφωνία εργοδότησης» διάρκειας τριών χρόνων, την πιστή εκτέλεση από πλευράς εφεσειόντων 1, των όρων της οποίας, εγγυήθηκαν οι εφεσείοντες 2.

Δυνάμει των όρων της πιο πάνω συμφωνίας, ο εφεσίβλητος διορίστηκε διευθύνων σύμβουλος της αρμενικής εταιρείας The Armenia Telephone Company Joint Venture (ή Armentel), η οποία είχε την έδρα της στο Γερεβάν, πρωτεύουσα της Αρμενίας. Στο μετοχικό κεφάλαιο της Armentel μετείχαν κατά 90% οι εφεσείοντες 2. Το υπόλοιπο 10% κατείχετο από την Αρμενική Κυβέρνηση.

[*2079]Αρχές Μαΐου 1999, ο εφεσίβλητος, αφού εγκαταστάθηκε στο Γερεβάν, άρχισε να προσφέρει τις υπηρεσίες του στην Armentel ως διευθύνων σύμβουλος. Παράλληλα και συγκεκριμένα στις 6/5/1999 συνήφθη συμφωνία μεταξύ εφεσειόντων 1 και Armentel. Δυνάμει των όρων της εν λόγω συμφωνίας οι εφεσείοντες 1 ανέλαβαν την υποχρέωση να παρέχουν στην αρμενική εταιρεία υπηρεσίες διευθύνοντος συμβούλου.

Σύμφωνα με τον όρο 7 και των δύο πιο πάνω συμφωνιών, οι δύο συμφωνίες θα διέποντο από το Ελληνικό Δίκαιο.

Οκτώ περίπου μήνες αργότερα και συγκεκριμένα στις 28/1/2000, τερματίστηκαν οι υπηρεσίες του εφεσιβλήτου. Αντιδρώντας ο τελευταίος, αφού επέδωσε στις 2/2/2000 στους εφεσείοντες εξώδικη δήλωση διαμαρτυρίας με βάση το Ελληνικό Δίκαιο, στη συνέχεια και συγκεκριμένα στις 3/4/2000 καταχώρησε εναντίον τους την αγωγή, στα πλαίσια της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση.

Αυτό είναι, σε πολύ αδρές βέβαια γραμμές, το ιστορικό των σχέσεων των εμπλεκόμενων πλευρών, όπως οι σχέσεις αυτές διαγράφονται από τα κοινώς αποδεκτά, στη βάση της εκατέρωθεν δικογραφίας, γεγονότα.

Με την αγωγή του ο εφεσίβλητος αξίωνε από τους εφεσείοντες αλληλέγγυα και κεχωρισμένα – από μεν τους εφεσείοντες 1 ως πρωτοφειλέτες, από δε τους εφεσείοντες 2 ως εγγυητές – το συνολικό ποσό των $1.750.000 ως αποζημιώσεις για παράβαση της συμφωνίας εργοδότησης ημερομηνίας 6/4/1999.

Από το ποσό των $1.750.000, ποσό $184.500 αξιώνετο με τη μορφή καθυστερημένων μισθών, ενώ ποσό $850.000 αξιώνετο με τη μορφή οφειλόμενων μισθών και/ή φιλοδωρημάτων και/ή αποζημιώσεων για παράβαση της συμφωνίας 6/4/1999. Ποσό $370.000 αξιώνετο από τον εφεσίβλητο ως αποζημιώσεις «δια ηθικήν βλάβην» που, σύμφωνα με την Έκθεση Απαίτησης, αυτός υπέστη λόγω της από πλευράς των εφεσειόντων παράβασης της εν λόγω συμφωνίας και/ή λόγω «της διαγωγής τους», ενώ ποσό $350.000 αξιώνετο με τη μορφή γενικών αποζημιώσεων «δια την περιουσιακήν ζημιάν» την οποία ο εφεσίβλητος, σύμφωνα πάντα με το δικόγραφο του, υπέστη «συνεπεία προσβολής της προσωπικότητας του και της επαγγελματικής τιμής και υπόληψης του» από τους εφεσείοντες.

[*2080]Για σκοπούς απόδειξης των γεγονότων, κατά την πρωτόδικη διαδικασία, για μεν τον εφεσίβλητο, κατέθεσε ο ίδιος, για δε τους εφεσείοντες ο εκ των Διευθυντών των εφεσειόντων 2 κατά τον ουσιώδη χρόνο, Γ. Αργυρόπουλος. Κατέθεσαν επίσης οι καθηγητές Πανεπιστημίου Α. Γεωργιάδης για τον εφεσίβλητο και Ι. Λυξουριώτης για τους εφεσείοντες. Η μαρτυρία και των δύο καθηγητών αφορούσε αποκλειστικά στην ερμηνεία του Ελληνικού Δικαίου, το οποίο ήταν και το ισχύον στην παρούσα περίπτωση, δίκαιο.

Ήταν η εκδοχή του εφεσιβλήτου ότι, με τη συμφωνία εργοδότησης ημερομηνίας 6/4/1999, επί των προνοιών της οποίας εδράζει το σύνολο των αξιώσεων του, δημιουργήθηκε σχέση εργασίας μεταξύ του και των εφεσειόντων 1, οι οποίοι αφού τον προσέλαβαν δυνάμει της εν λόγω συμφωνίας, στη συνέχεια τον έθεσαν στη διάθεση της Armentel στα πλαίσια της συμφωνίας παροχής υπηρεσιών ημερομηνίας 6/5/1999, που οι εφεσείοντες 1 συνήψαν με την Armentel και στην οποία δεν ήταν μέρος ο εφεσίβλητος. Την εκπλήρωση από πλευράς εφεσειόντων 1 των συμβατικών υποχρεώσεων τους οι οποίες απέρρεαν από τη συμφωνία 6/4/1999, εγγυήθηκαν οι εφεσείοντες 2. Ο τερματισμός από την Armentel των υπηρεσιών του εφεσιβλήτου, ποσώς δεν επηρέασε, σύμφωνα με τις θέσεις του εφεσιβλήτου τη συμφωνία εργοδότησης, ημερομηνίας 6/4/1999, η οποία ουδέποτε καταγγέλθηκε ή τερματίστηκε, αλλά συνέχισε να παραμένει σε ισχύ και μετά τον τερματισμό των υπηρεσιών του από την Armentel. Ουδέποτε αυτός συμβλήθηκε με την Armentel, ούτε και ποτέ του ζητήθηκε κάτι τέτοιο.

Εκ διαμέτρου αντίθετη ήταν η εκδοχή των εφεσειόντων, πυρήνα της οποίας τόσο κατά την πρωτόδικη διαδικασία όσο και κατά την ενώπιον μας διαδικασία, αποτέλεσε η θέση γύρω από την οποία περιστρέφεται η ουσία της επιχειρηματολογίας των ευπαίδευτων συνηγόρων τους, ότι αντισυμβαλλόμενος του εφεσιβλήτου δεν ήταν οι εφεσείοντες 1, αλλά η αρμενική εταιρεία Armentel, καθώς ο εφεσίβλητος είχε αναλάβει υποχρέωση παροχής υπηρεσιών διευθύνοντος συμβούλου προς την εν λόγω εταιρεία «στο πλαίσιο σχέσης εντολής ή σχέσης ανεξαρτήτων υπηρεσιών». Οι εφεσείοντες 1 διαπραγματεύθηκαν με τον εφεσίβλητο τη συμφωνία εργοδότησης 6/4/1999 ως αντιπρόσωποι και για λογαριασμό της Armentel και υπό την εν λόγω ιδιότητα την υπέγραψαν. Με τη συμφωνία εργοδότησης ο εφεσίβλητος συμβλήθηκε με την Armentel προπαρασκευαστικά ενόψει της προοπτικής σύναψης της βασικής σύμβασης παροχής υπηρεσιών του διευθύνοντος συμβούλου, δηλαδή του εφεσιβλήτου και της Armentel, σύμφωνα με το Αρμενικό Δίκαιο, τη σύναψη της οποίας συμφωνίας ο εφεσίβλητος δεν προ[*2081]ώθησε. Οι εφεσείοντες 1 υπείχαν, σύμφωνα με τη θέση των εφεσειόντων, θέση πρωτοεγγυητή για την καλή εκτέλεση της σύμβασης υπηρεσιών του διευθύνοντος συμβούλου και την εκπλήρωση των υποχρεώσεων της Armentel προς το διευθύνοντα σύμβουλο. Τις υποχρεώσεις των εφεσειόντων 1 προς τον εφεσίβλητο ως εγγυητών μετεγγυάται ο ΟΤΕ, δηλαδή οι εφεσείοντες 2. Η εγγύηση των εφεσειόντων 1 και συνακόλουθα η μετεγγύηση των εφεσειόντων 2 τελούσε, σύμφωνα με τους ευπαίδευτους συνηγόρους των εφεσειόντων, υπό τον όρο σύναψης οριστικής συμφωνίας μεταξύ Armentel και εφεσιβλήτου, συμφωνίας όμως που ουδέποτε συνήφθη.

Αναφορικά με τα γεγονότα, το πρωτόδικο δικαστήριο, έκαμε δεκτή την εκδοχή του εφεσιβλήτου, ενώ απέρριψε αυτή του μάρτυρα των εφεσειόντων Γ. Αργυρόπουλου. Αναφορικά με την ερμηνεία του ισχύοντος δικαίου, δηλαδή του Ελληνικού Δικαίου, έκαμε δεκτή τη μαρτυρία του μάρτυρα του εφεσιβλήτου καθηγητή Γεωργιάδη, ενώ απέρριψε αυτή του μάρτυρα των εφεσειόντων καθηγητή Ι. Λυξουριώτη. Ως αποτέλεσμα, δικαίωσε τον εφεσίβλητο, στον οποίο και επιδίκασε, με τη μορφή αποζημιώσεων λόγω παράβασης συμφωνίας, το συνολικό ποσό των $1.762,928, πλέον τόκους 11.5% ετησίως επί του ποσού των $1.005.000,00 από 1/10/2007, πλέον έξοδα.

Την ορθότητα της κατάληξης του πρωτόδικου δικαστηρίου, οι εφεσείοντες αμφισβητούν με οκτώ λόγους έφεσης στα πλαίσια των οποίων προβάλλουν αριθμό θέσεων και υποβάλλουν αριθμό εισηγήσεων. Μεταφέρουμε τις εν λόγω θέσεις και εισηγήσεις, όπως αυτές απαριθμούνται, επιγραμματικά μεν, αρκετά διαφωτιστικά δε στη γραπτή αγόρευση των συνηγόρων τους:

“(α) η μόνη ορθή, λογική και ρεαλιστική νομική προσέγγιση που θα πρέπει να ακολουθηθεί και εφαρμοστεί στην προκειμένη περίπτωση είναι αυτή του Καθηγητή Ιωάννη Ληξουριώτη ο οποίος διατυπώνει την άποψη του στη Γνωμοδότηση του ΤΕΚΜΗΡΙΟ 17.1.

(β) Με την υπογραφή του ΤΕΚΜΗΡΙΟΥ 1.4, ελλείψει οποιασδήποτε παροχής εργασίας του Ενάγοντος προς την Oterom ή/και τον ΟΤΕ, δεν είναι δυνατόν κατά το Ελληνικό δίκαιο να καταρτίσθηκε οποιαδήποτε σύμβαση εργασίας του Ενάγοντος με την Oterom ή/και τον ΟΤΕ, αφού θεμελιώδες στοιχείο για την ύπαρξη σύμβασης εργασίας είναι σύμφωνα με το Άρθρο 648 ΑΚ η πραγματική παροχή εργασίας από τον εργαζόμενο προς τον Εργοδότη.

[*2082](γ) Με την υπογραφή του ΤΕΚΜΗΡΙΟΥ 1.4 συστάθηκε σχέση παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών “CEO” εκ μέρους του Ενάγοντα προς την εταιρεία Armentel και ως εκ τούτου η σχέση που υπήρχε μεταξύ του Ενάγοντα και της Armentel ήταν σχέση «έμμισθης εντολής».

(δ) Ο Ενάγοντας διορίσθηκε Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρείας Armentel από τα αρμόδια όργανα, νομότυπα και σύμφωνα με το καταστατικό της εταιρείας στην οποία θα παρείχε πράγματι υπηρεσίες, δηλαδή της Armentel, στις 06/05/1999.

(ε) Με την υιοθέτηση του ΤΕΚΜΗΡΙΟΥ 1.9 από τη Γενική Συνέλευση της Armentel στις 06/05/1999, συστάθηκε σχέση παροχής υπηρεσιών CEO του Ενάγοντα προς την Armentel με βάση το περιεχόμενο και σύμφωνα με τους όρους του ΤΕΚΜΗΡΙΟΥ 1.9 και ως εκ τούτου το ΤΕΚΜΗΡΙΟ 1.9 αφορά τον Ενάγοντα.

(στ) Οι όροι του ΤΕΚΜΗΡΙΟΥ 1.4 τροποποιήθηκαν με τους μεταγενέστερους όρους του ΤΕΚΜΗΡΙΟΥ 1.9 και ως εκ τούτου το ΤΕΚΜΗΡΙΟ 1.9 είναι η συμφωνία που είναι σε ισχύ και οι πρόνοιες αυτής συμπεριλαμβανομένων των προνοιών που αφορούν την αμοιβή του Ενάγοντα υπερισχύουν.

(ζ) Η Oterom όταν σύναπτε το ΤΕΚΜΗΡΙΟ 1.4 ενεργούσε δυνάμει του Άρθρου 211 του Αστικού Κώδικα ως άμεσος αντιπρόσωπος ή εντολοδόχος της Armentel προκειμένου να εξευρεθεί και να τεθεί στη διάθεση της Armentel ένας νέος CEO.

(η) Με το ΤΕΚΜΗΡΙΟ 1.4 η Armentel δια της Oterom συμβλήθηκε με τον Ενάγοντα «προπαρασκευαστικά» σύμφωνα με τα Άρθρα 361, 287 και 288 του Αστικού Κώδικα, ενόψει της σύναψης της κυρίας σύμβασης παροχής υπηρεσιών CEO, σύμφωνα με το καταστατικό της Armentel και το Αρμενικό δίκαιο δυνάμει των οποίων έπρεπε να συναφθεί γραπτή συμφωνία μεταξύ Ενάγοντα και Armentel.

(θ) Η συμφωνία μεταξύ Ενάγοντα και Armentel δεν υπογράφηκε ποτέ καθ’ ότι ο Ενάγοντας ως CEO της εταιρείας δεν προώθησε και δεν έδωσε οδηγίες για την κατάρτιση και υπογραφή της.

(ι) H Oterom αποδέχτηκε έναντι του Ενάγοντα θέση (πρωτ)εγγυητή για την καλή εκτέλεση της σύμβασης παροχής υπηρεσιών CEO και την εκπλήρωση των υποχρεώσεων της [*2083]Armentel προς τον CEO. Η εγγυητική ιδιότητα της Oterom τελούσε υπό την αίρεση ότι θα ολοκληρωνόταν κατά το νόμο η οριστική σύναψη της σχέσης CEO του Ενάγοντα με την Armentel και υπό την προϋπόθεση ότι ο Ενάγοντας θα εκπλήρωνε τις υποχρεώσεις έναντι της Armentel.

(κ) Ο ΟΤΕ εγγυάται («μετεγγυάται») ότι ο (πρωτ)εγγυητής δηλαδή η Oterom έναντι του Ενάγοντα, θα εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που θα προκύψουν από την σύμβαση εγγύησης.

(λ) Ο Ενάγων όφειλε να ενάγει πρώτα την Armentel ως πρωτοφειλέτη τη δε Oterom στο πλαίσιο της εγγυητικής ευθύνης που είχε αναλάβει έναντι αυτού με το ΤΕΚΜΗΡΙΟ 1.4, μόνο στην περίπτωση που η Armentel αδυνατούσε κατά τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης να ικανοποιήσει πλήρως την απαίτησή του. Και αυτό γιατί η σύμβαση «εγγύησης» έχει κατ’ ανάγκη έναν χαρακτήρα παρεπόμενο και κατά κανόνα επικουρικό της κύριας οφειλής. Ομοίως, σε ό,τι αφορά τον ΟΤΕ, στη βάση της μετεγγυητικής ευθύνης που είχε αναλάβει δυνάμει του ΤΕΚΜΗΡΙΟΥ 1.4, οποιαδήποτε ευθύνη της γεννάται μόνον εφόσον ο Ενάγων δεν ικανοποιείτο τόσο από την Armentel ως πρωτοφειλέτη όσο και από την Oterom ως πρωτεγγυήτρια. Η Oterom και ο ΟΤΕ στις πιο πάνω αξιώσεις του Ενάγοντος διαθέτουν και προβάλουν την                    «ένσταση διζήσεως» σύμφωνα με την οποία δικαιούνται να αρνηθούν την καταβολή της όποιας οφειλής, μέχρις ότου ο Ενάγοντας στραφεί πρώτα κατά της Armentel ως πρωτοφειλέτρια, επιχειρήσει για την οφειλή αυτή αναγκαστική εκτέλεση εναντίον της και η εκτέλεση αυτή αποβεί άκαρπη.

(μ) Το ΤΕΚΜΗΡΙΟ 1.9 το οποίο ως νεότερη συμφωνία υπερισχύει δεν διαλαμβάνει υποχρέωση καταβολής “bonus” εφόσον δεν συμπλήρωσε ένα πλήρες έτος από την πρόσληψή του στην Armentel.

(ν) Ο Ενάγοντας παρέβη βασικούς συμβατικούς όρους και κυρίως τον όρο περί σωστής συμπεριφοράς του έναντι των αρμενικών αρχών που περιέχονται στα ΤΕΚΜΗΡΙΑ 1.4 και 1.9.

(ξ) Η σχέση Ενάγοντα – Armentel λύθηκε έγκυρα και με βάση τις προβλεπόμενες διαδικασίες στο καταστατικό της Armentel και κατά τα ισχύοντα στο Ελληνικό Δίκαιο, σύμφωνα με τα οποία η σχέση έμμισθης εντολής του διευθύνο[*2084]ντος συμβούλου λύεται ελεύθερα και χωρίς περιορισμούς από το νομικό πρόσωπο οποτεδήποτε και αζημίως με απόφαση των αρμοδίων οργάνων αυτού.

(ο) Όλως επικουρικώς ακόμα και εάν θεωρηθεί ότι πρόκειται για σχέση εργασίας και όχι για σχέση έμμισθης εντολής CEO οι συμπεριφορές του Ενάγοντα και κυρίως η συγκρουσιακή κατάσταση που είχε δημιουργήσει με τις αρμενικές αρχές, συνιστούν σπουδαίο λόγο κατά το Άρθρο 672 Αστικού Κώδικα, σύμφωνα με το οποίο η σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου μπορεί να καταγγελθεί οποτεδήποτε από οποιοδήποτε από τα δύο μέρη της εργασιακής σχέσης εφόσον υπάρχει σπουδαίος λόγος.

(π) Εφόσον ο Ενάγοντας εισέπραξε κατά δική του παραδοχή το ποσό των ΛΚ32.000 από την εργασία του, το ποσό αυτό θα πρέπει να αφαιρεθεί από οποιαδήποτε εισοδήματα βρεθεί ότι ο Ενάγων δικαιούται.”

Στο στόχαστρο των τεσσάρων πρώτων λόγων έφεσης βρίσκεται η ορθότητα της κατάληξης του πρωτόδικου δικαστηρίου, ότι η συμφωνία εργοδότησης ημερομηνίας 6/4/1999, επί της οποίας ο εφεσίβλητος εδράζει τις αξιώσεις του:

“.... πρόκειται περί μιας προσωποπαγούς χαρακτήρα συμφωνίας με ξεκάθαρους όρους εργοδότησης. Με τη συμφωνία αυτή η Oterom επιθυμεί να χρησιμοποιήσει τις γνώσεις και την εμπειρία του ενάγοντα για τη θέση του διευθύνοντος συμβούλου της Armentel. Ο ενάγων συμφωνεί, υπό τον όρο τήρησης των προϋποθέσεων που τίθενται στη συγκεκριμένη συμφωνία, να ασκήσει το ρόλο του διευθύνοντος συμβούλου στην Αρμενία.

Τη συμφωνία την υπέγραψε για λογαριασμό της Oterom ο κ. Καραπλής. Στη συμφωνία είχε συμπεριληφθεί όρος εγγύησης, σύμφωνα με τον οποίο ο ΟΤΕ ανέλαβε εγγυητικό ρόλο έναντι του ενάγοντα, για λογαριασμό της Oterom. Τη συμφωνία εγγύησης υπέγραψε για τον ΟΤΕ επίσης ο κ. Καραπλής.”

Στο επίκεντρο της σχετικής με τους τέσσερις πρώτους λόγους έφεσης πτυχής της επιχειρηματολογίας των ευπαίδευτων συνηγόρων των εφεσειόντων, βρίσκεται και ο προβληματισμός του πρωτόδικου δικαστηρίου, τον οποίο «εν ειδή» παρατηρήσεων σχετικών με τη γραμμή υπεράσπισης, όπως η γραμμή αυτή καθορίζεται [*2085]από το περιεχόμενο του δικογράφου, ο ευπαίδευτος Πρόεδρος εκφράζει στα πλαίσια αξιολόγησης της μαρτυρίας. Το σχετικό απόσπασμα έχει ως πιο κάτω:

“Προτού συμπληρώσω το στάδιο της αξιολόγησης, θεωρώ σκόπιμο να προβώ σε κάποιες παρατηρήσεις που έχουν σχέση με τη γραμμή υπεράσπισης όπως εξάγεται από τα δικόγραφα, γιατί, όπως σημείωσα, οι άμεσα εμπλεκόμενοι την εποχή που διαδραματίζοντο τα γεγονότα δεν εμφανίστηκαν στο Δικαστήριο.

Οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι η συμφωνία εργοδότησης έχει εγκαταλειφθεί με την υπογραφή της συμφωνίας παροχής υπηρεσιών. Πως συμβαίνει αυτό όταν ουσιαστικά το Δεκέμβρη του 1999 και Γενάρη του 2000, προσπαθούσαν να πείσουν τον ενάγοντα ν’ αποδεχθεί διαφοροποίηση των όρων.

Γιατί σε κανένα στάδιο είτε το Σεπτέμβρη (11.9.1999), είτε το Δεκέμβρη (11.12.1999), που ζητούσε ο ενάγων επιμόνως την καταβολή των μισθών του, δεν του απάντησαν με ανάλογο περιεχόμενο.

Οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι η συμφωνία εργοδότησης ήταν προπαρασκευαστική. Σε κανένα στάδιο δεν ζητήθηκε, όπως φάνηκε από τη μαρτυρία, από τον ενάγοντα να συγκατατεθεί στη σύναψη νέας συμφωνίας, όταν ξεκάθαρα οι όροι της συμφωνίας εργοδότησης του προνοούσαν για τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε να προχωρήσει η τροποποίηση της σύμβασης εργοδότησης.

Και αν ακόμα γίνει δεκτό για σκοπούς συζήτησης ότι ο ενάγων είχε δεσμευθεί να υπογράψει με την Armentel, δεν θα ήταν πιο ασφαλές να συμπεριληφθεί ως συμβαλλόμενος στη συμφωνία παροχής υπηρεσιών; Το γεγονός ότι δεν συμπεριλήφθηκε καταδεικνύει ότι οι εναγόμενοι θεωρούσαν τις δύο συμφωνίες ανεξάρτητες και από τη στιγμή που εξασφάλισαν την εργοδότηση του ενάγοντα, προχώρησαν στην παραχώρηση του στην Armentel.

Το μόνο που προσδίδει κάποια συνάφεια είναι η διάρκεια των δύο συμβολαίων και η πληρωμή κάποιων εξόδων από την Armentel. Αυτό βέβαια, αφού δεν υπάρχει μαρτυρία επί του αντιθέτου, καταδεικνύει την πρόθεση της Oterom να μετακυλίσει μέρος των υποχρεώσεων της στην Armentel. Τα πε[*2086]ρί αντικατάστασης ή εγκατάλειψης αποτελούν σαφώς δεύτερη σκέψη και δεν τις αποδέχομαι.

Ένα ερώτημα που δημιουργήθηκε στο μυαλό μου και έμεινε αναπάντητο, ενισχύοντας βεβαίως την εκδοχή του ενάγοντα, είναι αν ο ενάγων υπέγραφε συμφωνία εργοδότησης με την Armentel θα δημιουργείτο οποιοδήποτε πρόβλημα; Ούτε οι ισχυρισμοί Τονογιάν δεν θα είχαν τεκμηρίωση και θα προχωρούσε η σχέση των διαδίκων κανονικά; Είναι έκδηλο ότι η πολυδιάστατη γραμμή υπεράσπισης δεν συνάδει με το στοιχείο της βεβαιότητας που απαιτείται στο στάδιο της αξιολόγησης για να κριθεί μια εκδοχή ως βάσιμη.

Οι εναγόμενοι ισχυρίστηκαν ότι η Oterom ήταν εγγυητής για την πιστή τήρηση των όρων της συμφωνίας με τον ενάγοντα. Το ερώτημα ήταν γιατί να εγγυηθεί ο ΟΤΕ. Αρκούσε η εγγύηση της Oterom. Ούτε αυτό δεν έχει απαντηθεί και δεικνύει εκ των υστέρων σκέψη με στόχο την αποδέσμευση από υφιστάμενες υποχρεώσεις. Αν ίσχυε η αντιπροσωπευτική ιδιότητα της Oterom, για ποιο σκοπό δημιουργήθηκε η ανάγκη υπογραφής νέας σύμβασης μεταξύ του ενάγοντα και της Armentel;”

Παραθέτουμε τους τέσσερις πρώτους λόγους έφεσης, οι οποίοι, ας σημειωθεί, σε ένα μεγάλο βαθμό συμπίπτουν και αλληλοκαλύπτονται:

ΠΡΩΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ.

Ο Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού έσφαλλε δεχόμενος ότι με την από 6.4.1999 συμφωνία ΤΕΚΜΗΡΙΟ 1.4 είχε ιδρυθεί σύμβαση εργοδότησης μεταξύ Oterom και αυτού γιατί δεν ήταν η Oterom ο κύριος αντισυμβαλλόμενος του Ενάγοντος αλλά η Armentel καθώς ο Ενάγων είχε αναλάβει υποχρέωση παροχής υπηρεσιών CEO προς την Armentel στο πλαίσιο σχέσης εντολής ή σχέσης ανεξαρτήτων υπηρεσιών.

ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ.

Ο Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού εσφαλμένα συνήγαγε ότι στη συμφωνία της 6.4.1999 η Oterom συμβλήθηκε ως πρωτοφειλέτης έναντι του Ενάγοντα και απέρριψε τον ισχυρισμό μας ότι η Oterom λειτούργησε ως άμεσος αντιπρόσωπος της Armentel και ότι η συμφωνία αυτή είχε έναν «προ[*2087]παρασκευαστικό» χαρακτήρα ενόψει της σύναψης της κύριας σύμβασης παροχής υπηρεσιών CEO εκ μέρους του Ενάγοντα προς την Armentel, ενώ από την ορθή ερμηνεία των εγγράφων συμφωνιών σε συνδυασμό με τις συντρέχουσες περιστάσεις της 6.4.1999, της 6.5.1999, της Agreement between Armentel and CEO, των Πρακτικών των συνελεύσεων των μετόχων της Armentel της 6.5.1999 και των Πρακτικών Συνεδριάσεων του Δ.Σ. της ίδιας εταιρείας της 6.5.1999 σε συνδυασμό με τις λοιπές συντρέχουσες περιστάσεις προκύπτει ότι η Oterom δεν συμβλήθηκε στην συμφωνία της 6.4.1999 για τον εαυτό της αλλά για λογαριασμό της Armentel.

ΤΡΙΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ.

Ο Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού εσφαλμένα απέρριψε την προβληθείσα από εμάς εκ του Άρθρου 855 Α.Κ. ένσταση διζήσεως, μη δεχόμενος ότι η σχέση της Oterom μετά του Ενάγοντα ήταν σχέση εγγυητική για την καλή εκτέλεση της σχέσης εργοδότησης που ιδρύθηκε μεταξύ αυτού και Armentel, ενώ από το σύνολο των περιστατικών προκύπτει ακριβώς ότι η μόνη σχέση που ιδρύθηκε μεταξύ Ενάγοντα και Oterom ήταν η σχέση εγγύησης καθώς και ότι ο ΟΤΕ λειτούργησε μετεγγυητικά ή συνεγγυητικά.

ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ.

Ο Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού εσφαλμένα αποφάνθηκε ότι η σχέση παροχής υπηρεσιών Διευθύνοντος Συμβούλου του Ενάγοντα είχε χαρακτήρα εξαρτημένης εργασίας και με τον τρόπο αυτό παρερμήνευσε το ελληνικό εργατικό δίκαιο, σύμφωνα με το οποίο η μοναδική συμβατική σχέση που μπορεί να ιδρυθεί μεταξύ της Α.Ε. και του Διευθύνοντος Συμβούλου έχει τη φύση της «σχέσης έμμισθης εντολής» ή «σχέσης ανεξαρτήτων υπηρεσιών» και νομίμως ανεκλήθη η εντολή αυτή από τα αρμόδια όργανα της Armentel.

(Η υπογράμμιση είναι του κειμένου).

Κοινό παρονομαστή των πιο πάνω τεσσάρων λόγων έφεσης συνιστά η θέση ότι, ενώ ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο επεσήμανε ότι η συμφωνία 6/4/1999 επί της οποίας ο εφεσίβλητος εδράζει την απαίτηση του, διέπεται, σύμφωνα με τον όρο 7 της συμφωνίας, από το Ελληνικό Δίκαιο, στην ουσία αγνόησε το συγκεκριμένο όρο και ερμήνευσε την εν λόγω συμφωνία κατά παράβαση των ερμη[*2088]νευτικών κανόνων που ο Ελληνικός Αστικός Κώδικας προβλέπει.

Κατ’ αρχάς θα πρέπει να επισημάνουμε ότι μεταξύ Γεωργιάδη και Λυξουριώτη δεν προέκυψε, όπως ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο διαπίστωσε, διαφωνία ως προς τη διατύπωση των νομικών αρχών που σύμφωνα με το Ελληνικό Δίκαιο τύγχαναν εφαρμογής. Η διαφωνία των δύο καθηγητών εστιάζεται στην αξιολόγηση των νομικών συνεπειών της κάθε πτυχής της υπόθεσης.

Σύμφωνα με τις εν λόγω νομικές αρχές, όπως αυτές συνοψίζονται στην πρωτόδικη απόφαση – αναφορικά με την ορθότητα της περίληψης των εν λόγω αρχών από το πρωτόδικο δικαστήριο δεν προέκυψε διαφωνία – η ελευθερία των συμβάσεων κατοχυρώνεται από το Άρθρο 5 του Ελληνικού Συντάγματος. Ο τρόπος ερμηνείας των συμβάσεων προδιαγράφεται από τις πρόνοιες των Άρθρων 173 και 200 του Αστικού Κώδικα. Εκείνο που προκύπτει από τις εν λόγω πρόνοιες είναι ότι το ζητούμενο είναι η διακρίβωση της αληθινής βούλησης των μερών χωρίς προσήλωση στη λεκτική διατύπωση, όπως η βούληση αυτή εξωτερικεύεται με τη δήλωση των μερών. Προς επίτευξη του στόχου αυτού, την ανεύρεση δηλαδή της αληθινής βούλησης των συμβαλλομένων, πέραν και πρόσθετα της λεκτικής διατύπωσης, λαμβάνονται υπόψη οι περιβάλλουσες τη δήλωση συνθήκες, όπως οι συνθήκες κάτω από τις οποίες η δήλωση έγινε, οι διαπραγματεύσεις και οι προσδοκίες των συμβαλλομένων, όπως και τα συναλλακτικά ήθη και συγκεκριμένα οι τρόποι ενέργειας που συνηθίζονται στις συναλλαγές, λαμβανομένου υπόψη πάντα ως κριτηρίου συμπεριφοράς του παράγοντα «καλή πίστη» που απαιτείται.

Ο θεσμός της αντιπροσώπευσης αναγνωρίζεται από το Ελληνικό Δίκαιο, της άμεσης αντιπροσώπευσης ρητά από τις πρόνοιες του εδαφίου (α) της παρ. 1 του Άρθρου 211 του Αστικού Κώδικα, της έμμεσης με τη συνδυασμένη εφαρμογή των προνοιών του εν λόγω άρθρου με αυτές του Άρθρου 212 του ιδίου Κώδικα. Το κατά πόσο σε μια συγκεκριμένη σύμβαση δημιουργήθηκε μαντιπροσώπευση, συνιστά θέμα συναρτώμενο με την ερμηνεία της δήλωσης βούλησης. Οι προϋποθέσεις που πρέπει, σύμφωνα με το Ελληνικό Δίκαιο, να ικανοποιηθούν για να δικαιολογείται διαπίστωση ύπαρξης άμεσης αντιπροσώπευσης, είναι σύμφωνα με την αποδεκτή από το πρωτόδικο μαρτυρία (α) δήλωση βούλησης του αντιπροσώπου, (β) η δήλωση να ανήκει στο ειδικό πραγματικό πλαίσιο μιας δικαιοπραξίας επιδεκτικής αντιπροσώπευσης, (β) η δήλωση να γίνεται στο όνομα του αντιπροσωπευομένου, (δ) ο αντιπρόσωπος να έχει εξουσία προς αντιπροσώπευση και να είναι ικανός για [*2089]δικαιοπραξία και (ε) τα προαπαιτούμενα της δικαιοπραξίας να πληρούνται στο πρόσωπο του αντιπροσώπου.

Διεξήλθαμε προσεκτικά τους λόγους έφεσης μαζί με την αιτιολογία τους, έχοντας συνέχεια κατά νου τις επί του προκειμένου πτυχές της επιχειρηματολογίας των εφεσειόντων. Παρατηρούμε τα πιο κάτω.

Και οι τέσσερις πιο πάνω λόγοι έφεσης έχουν ως υπόβαθρο τη μαρτυρία των Γ. Αργυρόπουλου και Ι. Λυξουριώτη, μαρτύρων υπεράσπισης στην πρωτόδικη διαδικασία. Η εν λόγω μαρτυρία όμως για τους λόγους που με περισσή θα λέγαμε λεπτομέρεια αναπτύσσονται στην πρωτόδικη απόφαση, απορρίφθηκε και η απουσία στοιχείων που αντικειμενικά κρινόμενα θα μπορούσαν να πλήξουν καίρια την αξιοπιστία είτε του εφεσιβλήτου, είτε του μάρτυρα του, και να δημιουργήσουν ρήγμα στην υπόθεση φανερώνοντας διάθεση από πλευράς τους απόκρυψης της αλήθειας, είναι στην παρούσα περίπτωση περισσότερο από εμφανής.

Ενόψει των πιο πάνω παρατηρήσεων μας, δεν δυσκολευόμαστε, αν λάβουμε υπόψη το περιεχόμενο του δικογράφου των εφεσειόντων, της απουσίας από το εδώλιο του μάρτυρα των άμεσα για λογαριασμό τους, εμπλεκομένων στα γεγονότα που διαδραματίστηκαν κατά τον ουσιώδη χρόνο προσώπων και την αποδεκτή μαρτυρία, να καταλήξουμε πρώτον, ότι ο προβληματισμός του πρωτόδικου δικαστηρίου και εν γένει τα σχετικά με τη γραμμή της υπεράσπισης σχόλια, που ο ευπαίδευτος Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού διατυπώνει στα πλαίσια αξιολόγησης της μαρτυρίας, εύλογα εγείρονται, και δεύτερο, ότι η επίμαχη κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου δεν στερείται του ορθού πραγματικού υπόβαθρου.

Ως αποτέλεσμα όλων των πιο πάνω, κανένας από τους πρώτους τέσσερις λόγους έφεσης δεν μπορεί να πετύχει και συνεπώς απορρίπτονται.

Στρεφόμαστε τώρα στους υπόλοιπους τέσσερις λόγους έφεσης, τους οποίους και παραθέτουμε μαζί με την αιτιολογία τους:

ΠΕΜΠΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ.

Ο Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού εσφαλμένα αποφάνθηκε πως δεν αμφισβητήθηκε από τους Εναγόμενους η προβολή εκ μέρους του Ενάγοντα των χρηματικών διεκδική[*2090]σεών του, καταλήγοντας έτσι στην απόφαση ότι ο Ενάγων δικαιούται να λάβει α) το πρόσθετο ποσό των Δολαρίων Αμερικής $20.500 μηνιαίως και β) το φιλοδώρημα, ενώ δεόντως υποστηρίχθηκε ότι τα μόνα ποσά που εδικαιούτο ο Ενάγων ήταν αυτά που προέκυπταν από την σύμβαση παροχής υπηρεσιών της 6.5.1999, και ενώ η υποχρέωση για την καταβολή των προαναφερθέντων πρόσθετων ποσών είχε αφεθεί σε εκκρεμότητα μέχρι της εκ μέρους του Ενάγοντα υπογραφής κατά τον Αρμενικό νόμο του κατάλληλου συμβατικού εγγράφου, όπως επέβαλλε ο όρος 1.6 των από 6.4.1999 και 6.5.1999 συμφωνιών.

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ ΠΕΜΠΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΕΦΕΣΗΣ.

(α)   Ο Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού εσφαλμένως θεωρεί ότι το πρόσθετο ποσό των Δολαρίων Αμερικής $20.500 μηνιαίως και το φιλοδώρημα οφειλόταν στον Ενάγοντα δυνάμει της από 6.4.1999 συμφωνίας και παραβλέπει ότι η καταβολή των παραπάνω ωφελημάτων διεπόταν από τη συμβατική σχέση παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών Διευθύνοντος Συμβούλου που διαμορφώθηκε μετά την έγκριση από την Γ.Σ. και το Δ.Σ. της Armentel την από 6.5.1999 «Service Contract» και ότι η πληρωμή του συνόλου των ωφελημάτων που είχαν συμφωνηθεί με την από 6.4.1999 σύμβαση θα ολοκληρωνόταν με την υπογραφή του συμβατικού κειμένου που ήταν αναγκαίο κατά τον αρμενικό νόμο, στην ολοκλήρωση του οποίου δεν έστερξε ο Ενάγων, παρά την συμβατική του δέσμευση (όρος 1.6) και σε αντίθεση με τις επανειλημμένες εκκλήσεις προς αυτόν των αρμοδίων οργάνων της Armentel.

(β)   Ο Πρόεδρος δεν έλαβε υπόψη, ως όφειλε, τον επικουρικό ισχυρισμό των Εναγομένων ότι σε κάθε περίπτωση το ετήσιο φιλοδώρημα σύμφωνα με τον όρο 2.1.b της από 6.4.1999 συμφωνίας θα καταβαλλόταν στον Ενάγοντα μόνο μετά την πάροδο ενός (1) έτους από την έναρξη της παροχής των υπηρεσιών του, πράγμα όμως που εν προκειμένω δεν συνέβη.

ΕΚΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ.

Ο Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, εσφαλμένα δέχθηκε ότι επειδή δεν προέκυψε ότι κατά την περίοδο από 31.1.2000 έως 30.4.2002 γνωστοποιήθηκε με οποιονδήποτε τρόπο η πρόθεση της Oterom και του ΟΤΕ να τερματίσουν την ισχύ της συμφωνίας εργοδότησης, η συμβατική σχέση του Ενά[*2091]γοντα δεν έληξε νομίμως, ενώ, εκτός του ότι δεν υφίστατο εν προκειμένω σχέση εξαρτημένης εργασίας, κύριος αντισυμβαλλόμενος του Ενάγοντα δεν ήταν οι Εναγόμενοι αλλά η εταιρεία Armentel.

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ ΕΚΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΕΦΕΣΗΣ.

Ο Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού αποφάνθηκε ως ανωτέρω, παρά το γεγονός ότι η νόμιμη λύση της σχέσης εντολής ή της σχέσης ανεξαρτήτων υπηρεσιών του Ενάγοντα με την Armentel πραγματοποιήθηκε κατά τρόπο νόμιμο με την ανάκληση της έμμισθης εντολής, ή την καταγγελία της σχέσης ανεξαρτήτων υπηρεσιών από τα αρμόδια όργανα της εταιρείας αυτής, χωρίς να απαιτείται καμία άλλη διατύπωση ή διαδικασία και χωρίς την καταβολή οποιασδήποτε αποζημίωσης.

ΕΒΔΟΜΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ.

Ο Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού εσφαλμένα δέχθηκε ότι η Γενική Συνέλευση των μετόχων της Armentel προχώρησε στην απομάκρυνση του Ενάγοντα από τη θέση του Διευθύνοντος Συμβούλου χωρίς την ύπαρξη σπουδαίου λόγου ούτε αναγνώρισε τη συνδρομή κάποιου από τους αναφερόμενους στον όρο 3 των από 6.4.1999 και 6.5.1999 συμφωνιών λόγους λύσης της συμβατικής του σχέσης, ενώ θα έπρεπε να υιοθετήσει τον επικουρικό ισχυρισμό των Εναγομένων ότι η συμβατική του σχέση νομίμως λύθηκε και λόγω της υπ’ αυτού παράβασης της σύμβασης “Service Contract” και/ή λόγω παράβασης ουσιωδών όρων αυτών και/ή οιασδήποτε εξ αυτών και/ή ένεκεν σπουδαίου λόγου δυνάμει του Άρθρου 672 του ελληνικού Αστικού Κώδικα και/ή λόγω μη επιτεύξεως των στόχων που ανέλαβε να εκπληρώσει με τη δέσμευση και/ή λόγω πλημμελούς παροχής των υπηρεσιών του και/ή πλημμελούς εκπλήρωσης των καθηκόντων του και/ή λόγω ζημιογόνου συμπεριφοράς του και/ή εκ δικαιώματος και/ή άλλως πώς, ως η ενώπιον του σχετική μαρτυρία.

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ ΕΒΔΟΜΟΥ ΛΟΓΟΥ ΕΦΕΣΗΣ.

(α)   Ο Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού εσφαλμένως εκτίμησε ότι δεν συνέτρεξε σπουδαίος λόγος που δικαιολογούσε τη λύση της συμβατικής σχέσης του Ενάγοντα, ενώ η ίδια η απόφαση, σε επανειλημμένες αναφορές της, αναγνωρίζει τα προβλήματα συνεργασίας του Ενάγοντα με [*2092]τον Αρμένιο Υπουργό και μέλος του Δ.Σ. της Armentel και περαιτέρω από το αποδεικτικό υλικό που προσκομίστηκε ευκόλως συνάγεται ότι ο Ενάγων απέτυχε να βρει ένα modus vivendi με τις αρχές της Αρμενίας και τα μέλη του Δ.Σ., αναγκαία προϋπόθεση για την ομαλή εξέλιξη της συμβατικής του σχέσης.

(β)   Ο κ. Πρόεδρος εσφαλμένως εκτίμησε ότι ο Ενάγων εκτέλεσε τις συμβατικές του υποχρεώσεις, ενώ από όλη τη διαδικασία προέκυψε ότι, εκτός των άλλων, αυτός παρέβη τον όρο 1.6 των από 6.4.1999 και 6.5.1999 συμφωνιών, σύμφωνα με τον οποίο όφειλε να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του και να εναρμονίσει τη συμπεριφορά του σύμφωνα με τους ισχύοντες στην Αρμενία νόμους, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται και η υποχρέωσή του να συμβάλλει στην κατά τους αρμενικούς νόμους τελείωση της συμβατικής του σχέσης ως CEO της Armentel.

ΟΓΔΟΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ.

Ο Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού εσφαλμένα δεν αφαίρεσε από το ποσό της απόφασης τα εισοδήματα που είχε από την εργασία του ο Ενάγοντας κατά την περίοδο ισχύος της Σύμβασης (Τεκμήριο 1.4).

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ ΟΓΔΟΟΥ ΛΟΓΟΥ ΕΦΕΣΗΣ.

Ο ίδιος ο Ενάγων στη μαρτυρία του αποδέχθηκε ότι κατά την περίοδο ισχύος της Σύμβασης έλαβε από την εργασία του συνολικά ποσό Λ.Κ. 32,000 και το οποίο θα έπρεπε να αφαιρέσει από το ποσό της απόφασης, πράγμα το οποίο δεν έγινε.”

(Η υπογράμμιση είναι του κειμένου).

Όπως στην περίπτωση των λόγων έφεσης 1, 2, 3 και 4, έτσι και στην περίπτωση των λόγων έφεσης 5, 6, 7 και 8, οι εισηγήσεις/θέσεις των εφεσειόντων, ως υπόβαθρο, ουσιαστικά έχουν τη μαρτυρία του καθηγητή Ι. Λυξουριώτη, την οποία όμως το πρωτόδικο δικαστήριο, για τους λόγους που αναφέρονται στην πρωτόδικη απόφαση, έχει απορρίψει και όπως έχουμε ήδη επισημάνει, δεν έχει τεθεί οτιδήποτε ενώπιον μας που να δικαιολογεί παρέμβαση μας στον τομέα αυτό. Αντίθετα, η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο τερματισμός από την Armentel των υπηρεσιών του εφεσιβλήτου από τη θέση του διευθύνοντος συμβούλου της εν λόγω [*2093]εταιρείας, όπως και η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι κανένας από τους εμπλεκόμενους – είτε ο εφεσίβλητος είτε οι εφεσείοντες - «δεν είχε προχωρήσει σε επιστολή τερματισμού της ισχύος της συμφωνίας 6.4.1999» βρίσκουν έρεισμα στην αποδεκτή από το δικαστήριο μαρτυρία.

Τέλος, αναφορικά με τη θέση που προβάλλεται στα πλαίσια του όγδοου λόγου έφεσης, παρατηρούμε τα πιο κάτω. Διεξήλθαμε το σχετικό απόσπασμα από τη σελίδα 8 της πρωτόδικης απόφασης, στο οποίο οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των εφεσειόντων μας παρέπεμψαν για σκοπούς εντοπισμού αναφοράς από το πρωτόδικο δικαστήριο στο ποσό των Λ.Κ.32.000. Δεν έχουμε εντοπίσει μια τέτοια αναφορά. Οι μόνες αναφορές που γίνονται στο συγκεκριμένο απόσπασμα της πρωτόδικης απόφασης αναφορικά με ποσά που καταβλήθηκαν στον εφεσίβλητο κατά τη διάρκεια της εννεάμηνης παραμονής του στην Αρμενία, είναι η αναφορά στο ποσό των $2.000 που καταβαλλόταν στον εφεσίβλητο μηνιαίως, όχι δυνάμει της συμφωνίας εργοδότησης του από τους εφεσείοντες ημερομηνίας 6/4/1999, αλλά δυνάμει της συμφωνίας ημερομηνίας 6/5/1999 η οποία συνήφθη μεταξύ εφεσειόντων 1 και Armentel, ποσό το οποίο ούτως ή άλλως δεν αξιωνόταν από τον εφεσίβλητο και η αναφορά σε ποσό $30.000 που αντιπροσώπευε τα έξοδα μετακόμισης του εφεσιβλήτου στην Αρμενία, ποσό το οποίο κατεβλήθη              στον εφεσίβλητο και δεν αξιωνόταν από τον τελευταίο. Η αξίωση ύψους Λ.Κ.70.000, ποσό στο οποίο επίσης γίνεται αναφορά στην ίδια παράγραφο της πρωτόδικης απόφασης, απορρίφθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο. Αδυνατούμε να αντιληφθούμε πώς προκύπτει το ποσό των Λ.Κ.32.000, στο οποίο σύμφωνα με τον όγδοο λόγο έφεσης η πρωτόδικη απόφαση αναφέρεται και το οποίο ο εφεσίβλητος απεδέχθη ότι του κατεβλήθη, έτσι ώστε να προκύπτει θέμα αφαίρεσης του από το συνολικό ποσό των αποζημιώσεων που επιδικάστηκαν.

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, οι λόγοι έφεσης 5, 6, 7 και 8 δεν μπορούν να πετύχουν και απορρίπτονται.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η έφεση 330/2008 απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ του εφεσιβλήτου και εναντίον των εφεσειόντων όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

Πολιτική Έφεση 63/2009.

Το πρωτόδικο δικαστήριο επιδίκασε στον εφεσίβλητο στην έφεση 330/2008 και εφεσείοντα στην έφεση 63/2009, τα έξοδα της αγω[*2094]γής. Από τον κατάλογο εξόδων που υποβλήθηκε για έγκριση, ο Πρωτοκολλητής αφαίρεσε το ποσό των €20.000 που καταβλήθηκαν σύμφωνα με τον εφεσείοντα στον καθηγητή του Αστικού Δικαίου του Πανεπιστημίου Αθηνών Α. Γεωργιάδη για τον καταρτισμό έγγραφης γνωμοδότησης αναφορικά με τις αρχές του Ελληνικού Δικαίου, που ήταν το δίκαιο που τύγχανε εφαρμογής στην παρούσα περίπτωση. Ο εν λόγω καθηγητής κλήθηκε τελικά από τον εφεσίβλητο και κατέθεσε ως μάρτυρας. Στα πλαίσια της μαρτυρίας του κατέθεσε ως τεκμήριο την εν λόγω γραπτή γνωμοδότηση του. Ο κατάλογος εξόδων όπως διαμορφώθηκε από τον Πρωτοκολλητή εγκρίθηκε από το Δικαστήριο. 

Με τον πρώτο και μοναδικό λόγο έφεσης όπως αυτός διαμορφώθηκε μετά από δήλωση του δικηγόρου του εφεσείοντα στο στάδιο ακρόασης της έφεσης, πλήττεται η «απόφαση και/ή έγκριση του δικαστηρίου ημερομηνίας 6/2/2009 ..... με την οποία το δικαστήριο ενέκρινε την αποκοπή από τον υποβληθέντα κατάλογο εξόδων του εφεσείοντος του ποσού των €20.000 τα οποία αυτός κατέβαλε προς τον καθηγητή του Αστικού Δικαίου του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Απόστολο Γεωργιάδη ....».

Το παράπονο του εφεσείοντα, όπως αυτό προκύπτει από την αιτιολογία του λόγου έφεσης και την επιχειρηματολογία του ευπαίδευτου συνηγόρου του, είναι ότι εσφαλμένα αφαιρέθηκε από τον κατάλογο εξόδων το ποσό των €20.000 που κατέβαλε στον καθηγητή Α. Γεωργιάδη για το συγκεκριμένο σκοπό που έχουμε αναφέρει πιο πάνω.

Στην αντίπερα όχθη οι εφεσίβλητοι στην παρούσα έφεση ισχυρίζονται ότι δεν συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος παρέμβασης στον τρόπο με τον οποίο το πρωτόδικο δικαστήριο άσκησε την επί του προκειμένου διακριτική του εξουσία, ειδικότερα αν ληφθεί υπόψη και το γεγονός ότι δεν καταδείχθηκε η καταβολή του εν λόγω ποσού στο συγκεκριμένο καθηγητή.

Από το ενώπιον μας υλικό, το οποίο διεξήλθαμε, προκύπτει ότι όντως το εν λόγω ποσό καταβλήθηκε στο συγκεκριμένο καθηγητή ως αμοιβή για τις συγκεκριμένες υπηρεσίες τις οποίες αυτός προσέφερε στον εφεσείοντα. Στο σχετικό κατάλογο εξόδων που υποβλήθηκε προς έγκριση, περιλαμβάνεται το εν λόγω ποσό. Στον ίδιο κατάλογο περιλαμβάνεται επίσης ποσό €12.000 ως ποσό που καταβλήθηκε από τον εφεσείοντα για κάλυψη των εξόδων της εδώ έλευσης και διαμονής για δύο βράδια του καθηγητή Γεωργιάδη για να μαρτυρήσει στην υπόθεση για τον εφεσίβλητο. Αντίθετα με το [*2095]ποσό των €20.000 που δεν εγκρίθηκε, το ποσό των €12.000 εγκρίθηκε.

Πέραν από μια χειρόγραφη σημείωση που φέρεται να παραπέμπει στο κονδύλι των €12.000, δεν υπάρχει οτιδήποτε που να μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως υπόβαθρο για σκοπούς ελέγχου της επί του προκειμένου άσκησης της διακριτικής εξουσίας του δικαστηρίου εναντίον της έγκρισης του κονδυλίου των €20.000. Η απουσία τέτοιων στοιχείων αφήνει ατεκμηρίωτη και μετέωρη την απόφαση μη έγκρισης του συγκεκριμένου κονδυλίου, το οποίο, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, αποδεδειγμένα καταβλήθηκε στον καθηγητή Γεωργιάδη.

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, η έφεση 63/2009 επιτυγχάνει. Ο κατάλογος εξόδων τροποποιείται ανάλογα, έτσι ώστε στο εγκριθέν ποσό εξόδων της αγωγής του εφεσείοντα, να περιληφθεί και το ποσό των €20.000. Τα έξοδα της έφεσης, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα.

Η έφεση 63/2009 επιτρέπεται με έξοδα. Ο κατάλογος εξόδων τροποποιείται ανάλογα.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο