Zhigachov Igor και άλλοι (2012) 1 ΑΑΔ 2458

(2012) 1 ΑΑΔ 2458

[*2458]8 Νοεμβρίου, 2012

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ 1964, ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ 1. IGOR ZHIGACHOV,

2. VLADIMIR ZAKHAROV, 3. ALEXΑNDER ZAKHAROV,

4. CRITCH INVESTMENTS LIMITED, 5. PROVIDENCIA HOLDING LIMITED, 6. FRONIADOR HOLDINGS LIMITED,

ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ

ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ CERTIORARI ΚΑΙ/Ή PROHIBITION,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΠΡΟΣΩΡΙΝΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΠΟΥ ΕΚΔΟΔΗΚΕ ΣΤΙΣ 29.6.2012 ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ ΥΠ’ ΑΡ. 2473/12,

ΜΟΝΟΜΕΡΗΣ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ 1. IGOR ZHIGACHOV,

2. VLADIMIR ZAKHAROV, 3. ALEXΑNDER ZAKHAROV,

4. CRITCH INVESTMENTS LIMITED, 5. PROVIDENCIA HOLDING LIMITED, 6. FRONIADOR HOLDINGS LIMITED – ΑΙΤΗΤΩΝ.

(Πολιτική Αίτηση Aρ. 115/2012)

 

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Αίτηση για παρέμβαση μη διάδικου, σε αίτηση για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων Certiorari και/ή Prohibition, η οποία και επιτράπηκε ― Πότε υπάρχει επαρκές συμφέρον ― Νομολογιακή επισκόπηση ― Το επαρκές συμφέρον στο επίδικο θέμα της βασικής αίτησης, που οφείλει να δείξει ο αιτητής μη διάδικος που αιτείται παρέμβαση, προσομοιάζει, με το «έννομο συμφέρον» στο Διοικητικό δίκαιο, το οποίο, ουσιαστικά, αποκλείει την actio popularis.

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Μεταξύ των παραγόντων που το δικαστήριο θα λάβει υπόψη του, κατά την άσκηση της ευρείας διακριτικής του ευχέρειας, είναι το κατά πόσον ο αιτητής δεν είναι πρόσωπο επηρεαζόμενο αρνητικά από το διάταγμα, αλλά είναι απλά μέ[*2459]λος του γενικού κοινού ― Αν είναι απλά μέλος του γενικού κοινού, δεν έχει δικαίωμα καταχώρισης αίτησης για Certiorari.

Οι αιτήτριες επιδίωξαν με την αίτηση άδεια του Δικαστηρίου με την οποίαν να τους επιτρεπόταν να εμφανιστούν και/ή να παρέμβουν στη βασική αίτηση Certiorari, ως ενδιαφερόμενα πρόσωπα.

Ζητούσαν επίσης να τους επιτραπεί να καταχωρήσουν ένσταση στη βασική αίτηση, καθώς επίσης και οποιαδήποτε άλλη, αναγκαία υπό τις περιστάσεις, διαταγή του δικαστηρίου.

Η αίτηση καταχωρήθηκε ως μονομερής και με οδηγίες του δικαστηρίου επιδόθηκε.

Στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση αναφερόταν  μεταξύ άλλων, ότι οι δύο αιτήτριες ήταν, η πρώτη σύζυγος και η δεύτερη θυγατέρα  προσώπου το οποίο απεβίωσε χωρίς να αφήσει διαθήκη και οι οποίες δικαιούνται στα κληρονομικά δικαιώματα επί της περιουσίας του αποβιώσαντος, δυνάμει του κληρονομικού δικαίου της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Ο αποβιώσας είναι ο ιδρυτής του Spring Cyprus International Trust με μοναδικό Επίτροπο (Trustee) την εταιρεία Providencia Holding Limited. Η εταιρεία ήταν μια των αιτητριών στη βασική αίτηση.

Στην ένορκη δήλωση γινόταν αναφορά σε αγωγή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού στην οποίαν,  εκδόθηκε παρεμπίπτον διάταγμα το οποίο κατέστη και οριστικό, εναντίον ορισμένων από τους εναγομένους στην αγωγή εκείνη, περιλαμβανομένης και της εταιρείας, οι οποίοι είναι αιτητές στη βασική αίτηση για Certiorari.

Στην ένορκη δήλωση εξηγείτο επίσης ότι οι αιτήτριες, στην παρούσα αίτηση, με την αγωγή τους στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού αξίωναν διατάγματα με τα οποία να αναγνωριζόταν το μερίδιο τους στην περιουσία του αποβιώσαντος. Ήταν ακόμα η θέση του ενόρκως δηλούντος ότι υπήρξε παρακοή των παρεμπιπτόντων διαταγμάτων που εκδόθηκαν στην αγωγή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού εκ μέρους, μεταξύ άλλων, των τριών πρώτων αιτητών στη βασική αίτηση για Certiorari.

Αναφερόταν ακόμα ενόρκως, στο παρεμπίπτον διάταγμα που εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, στα πλαίσια της Αγωγής 2473/12, με το οποίο απαγορεύθηκε στους προαναφερόμενους τρεις πρώτους αιτητές στη βασική αίτηση, καθώς και σε άλλα άτομα, από του να προβαίνουν, μεταξύ άλλων, σε οποιουδήποτε εί[*2460]δους εμπορικές συναλλαγές αναφορικά με το Spring Trust της εταιρείας, μέχρι το τέλος της έρευνας ή μέχρι νεωτέρας διαταγής του δικαστηρίου.

Με την αίτηση υποστηρίχθηκε μεταξύ άλλων ότι:

α) Το παρεμπίπτον διάταγμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (του οποίου ζητείτο η ακύρωση με τη βασική αίτηση για Certiorari) ήταν απόλυτα αναγκαίο να συνεχίσει να ισχύει για την προστασία και των δικαιωμάτων των αιτητριών.

β) Οι αιτήτριες στην παρούσα αίτηση ως δικαιούχοι της περιουσίας της εταιρείας, θα επηρεάζονταν άμεσα, αρνητικά, αν ακυρωνόταν το παρεμπίπτον διάταγμα που εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο της Λευκωσίας.

γ)  Οι αιτήτριες είχαν δικαίωμα, δυνάμει του Άρθρου 30.3 του Συντάγματος, να ακουστούν στη βασική αίτηση ώστε να θέσουν ενώπιον του δικαστηρίου όλα τα σχετικά γεγονότα και τις θέσεις τους, ως ενδιαφερόμενα πρόσωπα.

     Στην ένσταση  τους οι καθ’ ων η αίτηση ισχυρίστηκαν μεταξύ άλλων ότι η αίτηση των αιτητριών ήταν νομικά αβάσιμη και ότι  οι τελευταίες απέτυχαν να δικαιολογήσουν το κατ’ ισχυρισμό δικαίωμα τους να παρέμβουν.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Θα έπρεπε να θεωρηθεί ότι ενώπιον του Δικαστηρίου δεν υπήρχε αίτηση δυνάμει της Δ.9 θ.10 των Κυπριακών Θεσμών για διαγραφή ή προσθήκη αναγκαίου διαδίκου σε αγωγή.

2.  Το καίριο ερώτημα που τίθετο, ήταν το κατά πόσον οι αιτήτριες ήταν πρόσωπα επηρεαζόμενα από το διάταγμα ή αν ήταν απλά μέλη του γενικού κοινού όπως καλούνται.

3.  Έχοντας κατά νουν σχετική νομολογία και αρχές και ιδιαίτερα ότι το προνομιακό ένταλμα Certiorari είναι ένα ισχυρό όπλο στο οπλοστάσιο του κοινού δικαίου, με σκοπό την προάσπιση της νομιμότητας και την ορθή απονομή της δικαιοσύνης, ότι ουσιαστικά η παροχή άδειας για καταχώριση σχετικής αίτησης υπόκειται μόνο στην ευρεία διακριτική εξουσία του αρμόδιου δικαστηρίου, η οποία πρέπει πάντοτε να ασκείται δικαστικά με σκοπό την ορθή απονομή της δικαιοσύνης, και ότι η υποβολή τέτοιας αίτησης  [*2461]μπορεί να γίνει και από μή διάδικο, νοουμένου ότι αυτός έχει επαρκές συμφέρον στο επίδικο θέμα της αίτησης, δηλαδή επηρεάζονται άμεσα και προσωπικά τα συμφέροντα του από το αντικείμενο της αίτησης, mutatis mudandis, και οι αιτήτριες στην παρούσα διαδικασία, είχαν δικαίωμα υποβολής αίτησης για παρέμβαση στην υφιστάμενη αίτηση για Certiorari.

4.  Η αίτηση τους θα έπρεπε να κριθεί με βάση όλα τα γεγονότα της υπόθεσης, λαμβανομένου σοβαρά υπόψη του στοιχείου του κατά πόσον οι αιτήτριες απέδειξαν ότι έχουν επαρκές συμφέρον στο επίδικο θέμα της βασικής αίτησης, υπό την έννοια του ότι επηρεάζονταν τα συμφέροντα τους, από την προσβαλλόμενη απόφαση στη βασική αίτηση, άμεσα και προσωπικά.

5.  Σύμφωνα με τα στοιχεία που οι αιτήτριες έθεσαν υπόψη του δικαστηρίου, έδειξαν ότι είχαν επαρκές συμφέρον στο επίδικο θέμα της βασικής αίτησης και ότι δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ως απλά μέλη του γενικού κοινού.

6.  Τα συμφέροντα τους επηρεάζονταν προσωπικά και άμεσα από την έκβαση της βασικής αίτησης και ως εκ τούτου ήταν ορθό και δίκαιο να τους παραχωρείτο η ζητούμενη άδεια.

7.  Συγκρινόμενο το παρεμπίπτον διάταγμα της αγωγής της Λευκωσίας με εκείνα που εκδόθηκαν στην αγωγή της Λεμεσού, προέκυπτε ότι δεν πρόκειτο για τις ίδιες θεραπείες που παρασχέθηκαν με τα δύο παρεμπίπτοντα διατάγματα, ούτε και οι διάδικοι στις δύο αγωγές ήταν οι ίδιοι.

8.  Ως εκ τούτου οι αιτήτριες δεν προέβησαν σε κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας με την υπό εξέταση αίτηση τους, όπως υποβλήθηκε στην ένσταση.

Η αίτηση επιτράπηκε.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Γεωργιάδης (1992) 1 Α.Α.Δ. 298,

In re Aeroporos a.o. (1988) 1 C.L.R. 302,

Ηλία (Αρ. 1) (1995) 1 Α.Α.Δ. 497,

R v. South Holland Drainage Committee, L.R. 5Q.B. 466,

[*2462]IRC v. Federation of Self-Employed [1981] 2 All E.R. 93,

R. v. Secretary of State [1984] 2 All E.R. 556.

Αίτηση.

Αντ. Ανδρέου, για τους Αιτητές.

Π. Ιωαννίδης με Μ. Γιωρκάτζη (κα.), για τους Καθ’ ων η αίτηση-Αιτητές στην Αίτηση για Certiorari.

Α. Χαβιαράς, για τους Καθ’ ων η αίτηση στην Αίτηση για Certiorari.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Η υπό εξέταση αίτηση καταχωρήθηκε ως μονομερής αίτηση, με οδηγίες του δικαστηρίου όμως επιδόθηκε τόσο στους αιτητές στη βασική αίτηση για Certiorari (η βασική αίτηση), όσο και στους καθ’ ων η αίτηση στη βασική αίτηση. Οι αιτητές στη βασική αίτηση καταχώρησαν ένσταση συνοδευόμενη από ένορκη δήλωση ενώ οι καθ’ ων η αίτηση δεν καταχώρησαν ένσταση ούτε και προέβησαν σε οποιεσδήποτε παραστάσεις ενώπιον του δικαστηρίου. Οι αιτητές στην παρούσα αίτηση και οι αιτητές στη βασική αίτηση καταχώρησαν, υποβοηθητικές, γραπτές αγορεύσεις.

Με την παρούσα αίτηση οι αιτητές ζητούν άδεια του δικαστηρίου με την οποίαν να τους επιτραπεί να εμφανιστούν και/ή να παρέμβουν στη βασική αίτηση, ως ενδιαφερόμενα πρόσωπα. Ζητούν επίσης να τους επιτραπεί να καταχωρήσουν ένσταση στη βασική αίτηση, καθώς επίσης και οποιαδήποτε άλλη, αναγκαία υπό τις περιστάσεις, διαταγή του δικαστηρίου.

Η αίτηση βασίζεται στα Άρθρα 30 και 155.1.2 και 4 του Συντάγματος, στα Άρθρα 3 και 9 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλες Διατάξεις) Νόμου (Ν 33/64, όπως τροποποιήθηκε), στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας Δ.9  θ.10, στους Αγγλικούς Θεσμούς Δ.53 θ.θ. 1-14 του Ανωτάτου Δικαστηρίου, που αντιστοιχούν στη Δ.58 και 59 θ.θ. 3-8 των Παλαιών Αγγλικών Θεσμών, στις συμφυείς εξουσίες του δικαστηρίου, στη σχετική νομολογία, την Αγγλική Πρακτική που προδιαγράφεται στους Αγγλικούς Θεσμούς σε διαδικασίες προνομιακών ενταλμάτων και στη διακριτική ευχέρεια και εξουσίες του δικαστηρίου.

[*2463]Η αίτηση συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του κ. Χρίστου Τσαγγαρού από τη Λάρνακα, δικηγόρου στο δικηγορικό γραφείο των δικηγόρων των αιτητριών.

Στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση αναγράφεται, μεταξύ άλλων, ότι οι δύο αιτήτριες είναι, η πρώτη σύζυγος και η δεύτερη θυγατέρα του Oleg Zakharov ο οποίος απεβίωσε (ο αποβιώσας), χωρίς να αφήσει διαθήκη και οι οποίες δικαιούνται στα κληρονομικά δικαιώματα επί της περιουσίας του αποβιώσαντος, δυνάμει του κληρονομικού δικαίου της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Ο αποβιώσας είναι ο ιδρυτής του Spring Cyprus International Trust με μοναδικό Επίτροπο (Trustee) την εταιρεία Providencia Holding Limited (η εταιρεία). Η εταιρεία είναι μια των αιτητριών στη βασική αίτηση.

Στην ένορκη δήλωση του κ. Τσαγγαρού γίνεται αναφορά στην αγωγή υπ’ αρ. 3982/11 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (η υπόθεση της Λεμεσού) στην οποίαν, στις 26.8.11, εκδόθηκε παρεμπίπτον διάταγμα εναντίον ορισμένων από τους εναγομένους στην αγωγή εκείνη, περιλαμβανομένης και της εταιρείας, οι οποίοι είναι αιτητές στη βασική αίτηση για Certiorari. Το παρεμπίπτον διάταγμα έχει καταστεί οριστικό και με αυτό απαγορεύεται οποιαδήποτε μεταφορά ποσών ή χρεώσεις ή μεταβιβάσεις μετοχών της εταιρείας ή μεταφορά κεφαλαίου κλπ.. Το παρεμπίπτον διάταγμα ισχύει μέχρι την τελική εκδίκαση της Αγωγής 3982/11 ή μέχρι νεώτερη διαταγή του δικαστηρίου.

Στην ένορκη δήλωση του ο κ. Τσαγγαρός εξηγεί ότι οι αιτήτριες, στην παρούσα αίτηση, με την αγωγή τους στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού αξιώνουν διατάγματα με τα οποία να αναγνωρίζεται το μερίδιο τους στην περιουσία του αποβιώσαντος. Είναι η θέση του ενόρκως δηλούντος ότι υπήρξε παρακοή των παρεμπιπτόντων διαταγμάτων που εκδόθηκαν στην αγωγή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού εκ μέρους, μεταξύ άλλων, των τριών πρώτων αιτητών στη βασική αίτηση για Certiorari. Αυτά τα πρόσωπα, κατά τον ενόρκως δηλούντα, ενήργησαν παράνομα και κακόπιστα με σκοπό να αποκτήσουν τη διοίκηση της εταιρείας και με αυτό τον τρόπο να προβούν σε αποξένωση της περιουσίας του αποβιώσαντος.

Στις παραγράφους 34 και 35 της ενόρκου δηλώσεως του κ. Τσαγγαρού γίνεται αναφορά στο παρεμπίπτον διάταγμα που εκδόθηκε στις 29.6.12 από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, στα πλαίσια της Αγωγής 2473/12 (η αγωγή της Λευκωσίας), με το [*2464]οποίο απαγορεύθηκε στους προαναφερόμενους τρεις πρώτους αιτητές στη βασική αίτηση, καθώς και σε άλλα άτομα, από του να προβαίνουν, μεταξύ άλλων, σε οποιουδήποτε είδους εμπορικές συναλλαγές αναφορικά με το Spring Trust της εταιρείας, μέχρι το τέλος της έρευνας ή μέχρι νεωτέρας διαταγής του δικαστηρίου. Σύμφωνα με τον ομνύοντα αυτό το παρεμπίπτον διάταγμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (του οποίου ζητείται η ακύρωση με τη βασική αίτηση για Certiorari) «είναι απόλυτα αναγκαίο να συνεχίσει να ισχύει για την προστασία και των δικαιωμάτων των αιτητριών». Eφόσον οι προαναφερόμενοι τρεις αιτητές στη βασική αίτηση και τα άλλα άτομα που ενεργούν μαζί τους, αγνοούν ή παρακούουν τις προηγούμενες ενδιάμεσες διαταγές του δικαστηρίου στην αγωγή της Λεμεσού, είναι η θέση του ενόρκως δηλούντος ότι, σε περίπτωση ακύρωσης του παρεμπίπτοντος διατάγματος ημερ. 29.6.12, της Λευκωσίας, οι προαναφερόμενοι τρεις αιτητές και τα άλλα άτομα δεν θα εμποδίζονται από του να αποξενώσουν τις μετοχές της εταιρείας καθώς επίσης και τις μετοχές μιας άλλης εταιρείας, της Rosinka Group, «στερώντας δια παντός τις αιτήτριες από τα νόμιμα και ξεκαθαρισμένα κληρονομικά τους δικαιώματα».

Ενόψει των προαναφερθέντων, είναι η θέση του ενόρκως δηλούντος, ότι οι παρούσες αιτήτριες, ως δικαιούχοι της περιουσίας της εταιρείας, όπως φαίνεται και από την έκθεση απαίτησης στην αγωγή της Λεμεσού, θα επηρεαστούν άμεσα, αρνητικά, αν ακυρωθεί το παρεμπίπτον διάταγμα που εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο της Λευκωσίας. Ως εκ τούτου οι παρούσες αιτήτριες έχουν δικαίωμα, δυνάμει του Άρθρου 30.3 του Συντάγματος, να ακουστούν στη βασική αίτηση ώστε να θέσουν ενώπιον του δικαστηρίου  όλα τα σχετικά γεγονότα και τις θέσεις τους, ως ενδιαφερόμενα πρόσωπα.

Στην ένσταση τους οι καθ’ ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι η αίτηση των αιτητριών είναι νομικά αβάσιμη, οι αιτήτριες απέτυχαν να δικαιολογήσουν το κατ’ ισχυρισμό δικαίωμα τους να παρέμβουν εφόσον δεν επικαλούνται γεγονότα ή λόγους με βάση τους οποίους να νομιμοποιείται τέτοια παρέμβαση, οι αιτήτριες δεν είναι διάδικοι ούτε και αιτήθηκαν ποτέ να καταστούν διάδικοι στην Αγωγή 2473/12 της Λευκωσίας, τα οποιαδήποτε δικαιώματα και διεκδικήσεις των αιτητριών έχουν προβληθεί και διασφαλιστεί με την έκδοση παρεμπίπτοντος διατάγματος στην αγωγή της Λεμεσού, και ενόψει της θεραπείας του παρεμπίπτοντος διατάγματος που έχουν εξασφαλίσει στην αγωγή της Λεμεσού, κωλύονται και δεν νομιμοποιούνται να διεκδικούν παρέμβαση σε διαδικασία που [*2465]αφορά στην αγωγή της Λευκωσίας στην οποίαν οι αιτήτριες δεν είναι διάδικοι. Υπό τις περιστάσεις, λέγουν οι καθ’ ων η αίτηση, η αίτηση των αιτητριών συνιστά έκδηλη κατάχρηση της διαδικασίας. 

Η ένσταση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση της κας Μαρίας Μιχαήλ, δικηγόρου στο δικηγορικό γραφείο των δικηγόρων των καθ’ ων η αίτηση-αιτητών στη βασική αίτηση.

Το πρώτο ζήτημα που με απασχόλησε είναι το δικαιοδοτικό και δικονομικό πλαίσιο μέσα στο οποίο θα πρέπει να εξεταστεί η παρούσα αίτηση. Όπως ήδη αναφέρθηκε, η αίτηση βασίζεται στα Άρθρα 30 και 155 του Συντάγματος τα οποία αφορούν στο δικαίωμα πρόσβασης στα δικαστήρια και στην εξουσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου να εκδίδει προνομιακά εντάλματα, αντίστοιχα. Βασίζεται επίσης στα Άρθρα 3 και 9 του Ν 33/64 που αφορούν στην καθίδρυση, δικαιοδοσία και εξουσίες του ενιαίου Ανωτάτου Δικαστηρίου και στη Δ.9 θ.10 των Κυπριακών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας που αφορά στην εξουσία του δικαστηρίου για διαγραφή διαδίκων ή προσθήκη αναγκαίων διαδίκων. Το δικαστήριο έχει εξουσία, στις κατάλληλες περιπτώσεις, να διατάσσει τη διαγραφή διαδίκων που εσφαλμένα περιλήφθηκαν ή την προσθήκη διαδίκων που εσφαλμένα δεν περιλήφθηκαν ως διάδικοι σε εκκρεμούσα αγωγή. 

Η υπό εξέταση αίτηση βασίζεται, μεταξύ άλλων, και στη Δ.53 θ.θ.1-14 (των σημερινών Αγγλικών Θεσμών του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Αγγλίας) καθώς και στις αντίστοιχες Δ.58 και 59  θ.θ.3-8 των Παλαιών Αγγλικών Θεσμών.

Θεωρώ ότι ενώπιον μου δεν έχω αίτηση δυνάμει της Δ.9 θ.10 των Κυπριακών Θεσμών για διαγραφή ή προσθήκη αναγκαίου διαδίκου σε αγωγή. Ενώπιον μου εκκρεμεί αίτηση για παρέμβαση μή διάδικου, σε αίτηση για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων Certiorari και/ή Prohibition. Στην πραγματικότητα πρόκειται για αίτηση για Certiorari, με το οποίο να ακυρώνεται το παρεμπίπτον διάταγμα που εκδόθηκε στην αγωγή της Λευκωσίας.

Στην υπόθεση Γεωργιάδης (1992) 1 Α.Α.Δ. 298, η οποία αφορούσε σε αίτηση παραχώρησης άδειας για καταχώριση αίτησης για έκδοση διατάγματος Certiorari, ο Πικής, Δ. (όπως ήταν τότε) είπε ότι η διαδικασία για την υποβολή και διεκπεραίωση αίτησης για την έκδοση προνομιακού εντάλματος, υπόκειται στους δικονομικούς κανόνες που διέπουν την έκδοση ανάλογων διαταγμάτων στο Ηνωμένο Βασίλειο. Παράλειψη συμμόρφωσης με τα ουσιώδη προ[*2466]απαιτούμενα για την έγερση της διαδικασίας καθιστά το αίτημα προς το δικαστήριο άνευ αντικειμένου.

Στην υπόθεση In re Aeroporos & Others (1988) 1 C.L.R. 302 και πάλι ο Πικής, Δ. (όπως ήταν τότε) είπε ότι, παρόλο που δεν θεσπίστηκαν δικονομικοί κανόνες, από το Ανώτατο Δικαστήριο, οι οποίοι να διέπουν τα ζητήματα έκδοσης προνομιακών ενταλμάτων, αυτό δεν απέτρεψε το Ανώτατο Δικαστήριο από του να ασκεί τη δικαιοδοσία που ρητά παρέχεται σ’ αυτό από το Άρθρο 155.4 του Συντάγματος. Στα θέματα αυτά το Ανώτατο Δικαστήριο ακολουθεί τους κανόνες που ίσχυαν στην Αγγλία κατά το χρόνο θέσπισης του Κυπριακού Συντάγματος. Ο λόγος που οδήγησε το Ανώτατο Δικαστήριο σ’ αυτή την προσέγγιση είναι ότι, τα προνομιακά εντάλματα είναι εξειδικευμένες νομικές θεραπείες του Αγγλικού Δικαίου, άρρηκτα συνδεδεμένες με δικονομικά προαπαιτούμενα και εχέγγυα, που είναι ουσιώδη για τη δικαστική κρίση. Στην (υποθετική) ερώτηση κατά πόσον μή συμμόρφωση με ειδικές πρόνοιες των παλαιών Αγγλικών Θεσμών, που αφορούν στη δικαστική αναθεώρηση πρωτοδίκων αποφάσεων, μπορούν να δικαιολογηθούν, η απάντηση του Δικαστηρίου ήταν ότι αυτό εξαρτάται από τη φύση της δικονομικής προϋπόθεσης που παραβιάζεται. Χρήσιμη αναφορά στο ζήτημα αυτό μπορεί να γίνει και στο σύγγραμμα Πέτρος Αρτέμης, Προνομιακά Εντάλματα, στις σελ. 208-210.

Στην υπόθεση Ανδρέας Σάββα Ηλία (Αρ. 1) (1995) 1 Α.Α.Δ. 497 (απόφαση του Κωνσταντινίδη, Δ.) αποφασίστηκε ότι μη διάδικος στην πρωτόδικη απόφαση νομιμοποιείτο να υποβάλει αίτηση για άδεια καταχώρισης Certiorari προς ακύρωση της πρωτόδικης απόφασης, επειδή αυτή είχε συνέπειες στα συμφέροντα του αιτητή.

Ενόψει των προαναφερομένων θα πρέπει να ανατρέξω στο τί ίσχυε στην Αγγλία κατά το 1959-1960 όταν θεσπίστηκε το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Στους παλαιούς Αγγλικούς Θεσμούς του 1958, σχετική είναι η Δ.59. Η Δ.58 στην οποία, επίσης, γίνεται αναφορά, στην αίτηση, αφορά σε εφέσεις.

Στο Annual Practice του 1958, τόμος 1, στις σελ. 1726 και 1727, αναγράφεται, αναφορικά με τη Δ.59 θ.3, ότι η έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari είναι στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου και ότι το δικαστήριο θα απορρίψει αίτημα για έκδοση τέτοιου διατάγματος αν οι συνθήκες το καθιστούν δίκαιο να το απορρίψει. Μεταξύ των παραγόντων που το δικαστήριο θα λάβει υπόψη του, κατά την άσκηση της ευρείας διακριτικής του ευχέρει[*2467]ας, είναι το κατά πόσον ο αιτητής δεν είναι πρόσωπο επηρεαζόμενο αρνητικά από το διάταγμα, αλλά είναι απλά μέλος του γενικού κοινού (Δέστε: R v. South Holland Drainage Committee, L.R. 5Q.B. 466). Αν είναι απλά μέλος του γενικού κοινού, δεν έχει δικαίωμα καταχώρισης αίτησης για Certiorari.

Δεν μπόρεσα να εντοπίσω συγκεκριμένη δικονομική πρόνοια των παλαιών Αγγλικών Θεσμών δυνάμει της οποίας να δικαιούται κάποιος, μή διάδικος, να υποβάλει αίτηση για παρέμβαση, σε διαδικασία αίτησης για έκδοση Certiorari. Θεωρώ όμως ότι η ευρεία διακριτική ευχέρεια που παρέχεται στα δικαστήρια να εκδίδουν τέτοια διατάγματα όπου το θεωρούν δίκαιο, για σκοπούς δικαστικής αναθεώρησης πρωτοδίκων αποφάσεων, παρέχει εξουσία στο παρόν δικαστήριο να εξετάσει και την παρούσα αίτηση και να δώσει τη ζητούμενη θεραπεία, κατά την άσκηση της ευρείας διακριτικής του εξουσίας, αν το κρίνει δίκαιο υπό τις περιστάσεις. Εξάλλου, αν ένας μή διάδικος δικαιούται να καταχωρίσει αίτηση για Certiorari εναντίον μιας πρωτόδικης απόφασης (υπόθεση Ηλία (Αρ. 1), ανωτέρω) γιατί να μη μπορεί να παρέμβει σε υφιστάμενη αίτηση για Certiorari, αν πληρούνται οι προϋποθέσεις.

Το καίριο ερώτημα που τίθεται, κατά την κρίση μου, είναι το κατά πόσον οι αιτήτριες είναι πρόσωπα επηρεαζόμενα από το διάταγμα ή αν είναι απλά μέλη του γενικού κοινού (person aggrieved by the order or member of the general public) (Δέστε: Annual Practice, ανωτέρω, σελ. 1727).

Στους νέους αγγλικούς θεσμούς, οι οποίοι βέβαια δεν ισχύουν στην Κύπρο διότι θεσπίστηκαν μετά την ανεξαρτησία της Κυπριακής Δημοκρατίας, στη Δ.53 θ.3(7) αναγράφεται, κάτω από τον τίτλο «Παραχώρηση αδείας για αίτηση για δικαστική αναθεώρηση (Judicial Review)», ότι το δικαστήριο δεν παραχωρεί άδεια εκτός εάν θεωρεί ότι ο αιτητής έχει επαρκές συμφέρον (sufficient interest) στο θέμα στο οποίο αναφέρεται η αίτηση (Δέστε: The Supreme Court Practice, 1999, τόμος 1, σελ. 894).

Στο σύγγραμμα Προνομιακά Εντάλματα (ανωτέρω), στην παράγραφο 4.91, σελ. 208 αναγράφεται ότι, πρόσωπο νομιμοποιείται να ζητήσει την έκδοση εντάλματος Certiorari «εάν έχει επαρκές συμφέρον στο θέμα στο οποίο η προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρεται», και γίνεται αναφορά στους αγγλικούς διαδικαστικούς κανονισμούς, Δ.53 θ.6 και Δ.53 θ.3(7), προφανώς των σύγχρονων αγγλικών διαδικαστικών κανονισμών. Οι νέοι αγγλικοί θεσμοί, αν θεωρηθεί ότι κωδικοποιούν το κοινό δίκαιο, είναι ενδεικτικοί του [*2468]τρόπου με τον οποίον ασκείται η ευρεία διακριτική εξουσία του δικαστηρίου, σε τέτοιες υποθέσεις.

Στην υπόθεση IRC v. Federation of Self-Employed [1981] 2 All E.R. 93, απόφαση της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων, επεξηγείται ο όρος «επαρκές συμφέρον στο θέμα στο οποίο αναφέρεται η αίτηση», στην αγγλική Δ.53 θ.3(5). Στην πιο  πάνω υπόθεση επεξηγείται ότι, το κατά πόσον ο αιτητής έχει επαρκές συμφέρον, εκτός από τις απόλυτα σαφείς περιπτώσεις όπου διαφαίνεται ότι ο αιτητής δεν έχει τέτοιο συμφέρον, δεν είναι ζήτημα δικαιοδοτικό ή προκαταρκτικό, το οποίο αποφασίζεται κατ’ απομόνωση και από μόνο του, κατά την εξέταση της αρχικής μονομερούς αίτησης για παροχή αδείας για καταχώριση αίτησης για Certiorari. Το ζήτημα εξετάζεται στα  πλαίσια της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου, κατά την ακρόαση της κυρίως αίτησης και αφού έχουν την ευκαιρία να ακουστούν και τα δύο μέρη. Και τούτο διότι το ζήτημα του «επαρκούς συμφέροντος» είναι συνδεδεμένο με το «θέμα» στο οποίο η αίτηση αναφέρεται.

Στην ίδια απόφαση τονίστηκε (απόφαση του Λόρδου Scarman) ότι το δικαίωμα αιτήσεως για προνομιακό ένταλμα είναι θέμα που ρυθμίζεται από το νόμο και δεν μπορεί να περιοριστεί από οποιοδήποτε διαδικαστικό κανονισμό. Το δικαίωμα αυτό πάντα ήταν και παραμένει και σήμερα διαθέσιμο και υποκείμενο μόνο στη διακριτική ευχέρεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου η οποία πρέπει να ασκείται με βάση τα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης και σύμφωνα με τις αρχές που έχουν αναπτυχθεί από τους Δικαστές.    Είναι η νομολογία των Δικαστών η οποία καθορίζει τη φύση και το είδος του συμφέροντος, που ο αιτητής πρέπει να δείξει ότι έχει, για να εξασφαλίσει άδεια να υποβάλει αίτηση για Certiorari. Η επάρκεια του συμφέροντος του αιτητή πρέπει να κριθεί σε σχέση με το επίδικο θέμα της αίτησης. Αυτή η σχέση (επάρκεια του συμφέροντος και επίδικο θέμα της αίτησης) είναι σημαντική, σύμφωνα με το νόμο, για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου.

Στην υπόθεση R. v. Secretary of State [1984] 2 All E.R. 556 κρίθηκε και πάλι το ζήτημα της επάρκειας του συμφέροντος που πρέπει να έχει ένας αιτητής σύμφωνα με την αγγλική Δ.53 θ.3(7) για να υποβάλει αίτηση για δικαστική αναθεώρηση (σ’ εκείνη την περίπτωση, απόφασης τοπικής αρχής). Aποφασίστηκε ότι ο αιτητής είχε επαρκές συμφέρον επειδή ήταν, μεταξύ άλλων, προσωπικά και άμεσα επηρεαζόμενος από την απόφαση της τοπικής αρχής.

[*2469]Έχοντας κατά νουν τις προαναφερόμενες αυθεντίες και αρχές και ιδιαίτερα ότι το προνομιακό ένταλμα Certiorari είναι ένα ισχυρό όπλο στο οπλοστάσιο του κοινού δικαίου, με σκοπό την προάσπιση της νομιμότητας και την ορθή απονομή της δικαιοσύνης, ότι ουσιαστικά η παροχή άδειας για καταχώριση σχετικής αίτησης υπόκειται μόνο στην ευρεία διακριτική εξουσία του αρμόδιου δικαστηρίου, η οποία πρέπει πάντοτε να ασκείται δικαστικά με σκοπό την ορθή απονομή της δικαιοσύνης, και ότι η υποβολή τέτοιας αίτησης  μπορεί να γίνει και από μή διάδικο, νοουμένου ότι αυτός έχει επαρκές συμφέρον στο επίδικο θέμα της αίτησης, δηλαδή επηρεάζονται άμεσα και προσωπικά τα συμφέροντα του από το αντικείμενο της αίτησης, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι, mutatis mudandis, και οι αιτήτριες στην παρούσα διαδικασία, έχουν δικαίωμα υποβολής αίτησης για παρέμβαση στην υφιστάμενη αίτηση για Certiorari. Η αίτηση τους θα πρέπει να κριθεί με βάση όλα τα γεγονότα της υπόθεσης, λαμβανομένου σοβαρά υπόψη του στοιχείου του κατά πόσον οι αιτήτριες απέδειξαν ότι έχουν επαρκές συμφέρον στο επίδικο θέμα της βασικής αίτησης, υπό την έννοια του ότι επηρεάζονται τα συμφέροντα τους, από την προσβαλλόμενη απόφαση στη βασική αίτηση, άμεσα και προσωπικά.

Το επαρκές συμφέρον στο επίδικο θέμα της βασικής αίτησης, που οφείλουν να δείξουν οι αιτήτριες, προσομοιάζει, μου φαίνεται, με το «έννομον συμφέρον» στο διοικητικό δίκαιο, το οποίον, ουσιαστικά, αποκλείει την actio popularis.

Σύμφωνα με τα στοιχεία που οι αιτήτριες έθεσαν υπόψη του δικαστηρίου οι πρώτοι τρεις ενάγοντες στην Αγωγή 2473/12 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ενεργώντας, κατ’ ισχυρισμόν, παράνομα, κακόπιστα και εσκεμμένα και κατά παράβαση των παρεμπιπτόντων διαταγμάτων που εκδόθηκαν στην αγωγή της Λεμεσού, πέτυχαν να αναλάβουν τη διοίκηση της εταιρείας Providencia Holding Limited που είναι η πέμπτη ενάγουσα στην αγωγή της Λευκωσίας. Οι αιτήτριες ισχυρίζονται ότι είναι κληρονόμοι του αποβιώσαντος Oleg Zakharov ο οποίος ήταν ιδρυτής του  Spring Cyprus International Trust του οποίου μοναδικός Επίτροπος (Trustee) είναι η εταιρεία. Επομένως η διαχείριση και εκπροσώπηση της εταιρείας έχουν σημασία για τα συμφέροντα των αιτητριών.

Με το παρεμπίπτον διάταγμα που εκδόθηκε στις 29.6.12 στην αγωγή της Λευκωσίας, κατόπιν αιτήσεως των εναγομένων, επετράπη η εκπροσώπηση της προαναφερόμενης εταιρείας από τους δικηγόρους Ανδρέας Νεοκλέους και Σία ΔΕΠΕ ή Χαβιαράς και [*2470]Φιλίππου ΔΕΠΕ ή και τους δύο. Επίσης με το παρεμπίπτον διάταγμα επετράπη η εκπροσώπηση της εταιρείας από συγκεκριμένους δικηγόρους στη Ρωσία. Ακόμα, με αυτό, απαγορεύθηκε στους ενάγοντες 1, 2 και 3 αλλά και άλλους, να διενεργούν οποιασδήποτε φύσης εμπορική πράξη σε σχέση με το Spring Trust ή την ενάγουσα 5 εταιρεία ή την εταιρεία Rosinka, μέχρι του πέρατος της διαδικασίας ή νεώτερη διαταγή του δικαστηρίου.  Αυτό το διάταγμα του οποίου την ακύρωση επιζητούν οι ενάγοντες στην αγωγή της Λευκωσίας, με τη βασική αίτηση, επιθυμούν να υποστηρίξουν οι αιτήτριες με τη ζητούμενη παρέμβαση τους.

Ενόψει των προαναφερθέντων και δεδομένου ότι οι ενάγοντες 1, 2, 3 και 5 στην αγωγή της Λευκωσίας, είναι αιτητές στη βασική αίτηση, θεωρώ ότι οι αιτήτριες έδειξαν ότι έχουν επαρκές συμφέρον στο επίδικο θέμα της βασικής αίτησης και ότι δεν μπορούν να θεωρηθούν ως απλά μέλη του γενικού κοινού. Μου φαίνεται ότι, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των αιτητριών, τα συμφέροντα τους επηρεάζονται προσωπικά και άμεσα από την έκβαση της βασικής αίτησης και ως εκ τούτου καταλήγω στο συμπέρασμα ότι είναι ορθό και δίκαιο να τους δοθεί η ζητούμενη άδεια.

Δεν μου διαφεύγουν και οι υπόλοιπες ενστάσεις των καθ’ ων η αίτηση-αιτητών στη βασική αίτηση, σύμφωνα με τις οποίες, ενόψει της ύπαρξης του παρεμπίπτοντος διατάγματος στην αγωγή της Λεμεσού, οι αιτήτριες κωλύονται και δεν νομιμοποιούνται να διεκδικούν παρέμβαση στη διαδικασία της βασικής αίτησης και ότι η ενέργεια τους αυτή συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας. Είχα την ευκαιρία να συγκρίνω το παρεμπίπτον διάταγμα της αγωγής της Λευκωσίας με εκείνα που εκδόθηκαν στην αγωγή της Λεμεσού.  Δεν θεωρώ ότι πρόκειται για τις ίδιες θεραπείες που παρασχέθηκαν με τα δύο παρεμπίπτοντα διατάγματα, ούτε και οι διάδικοι στις δύο αγωγές είναι οι ίδιοι. Ως εκ τούτου δεν θεωρώ ότι οι αιτήτριες προβαίνουν σε κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας με την υπό εξέταση αίτηση τους.

Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω θεωρώ ορθό και δίκαιο να εγκρίνω την αίτηση και ως εκ τούτου δίδεται άδεια ως οι παράγραφοι Α και Β του παρακλητικού της αίτησης. Οι αιτήτριες θα έχουν δικαίωμα καταχώρισης ένστασης στη βασική αίτηση εντός 15 ημερών από της συντάξεως του παρόντος διατάγματος. Τα έξοδα της αίτησης θα είναι έξοδα δίκης στη βασική αίτηση.

Η αίτηση επιτρέπεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο